Σελίδες

Τετάρτη 31 Μαΐου 2017

Σ.Ν.Σανταρόζα


Σ.Ν.Σανταρόζα: Ο Ιταλός στρατηγός που ήρθε στην Ελλάδα το '21 για να πολεμήσει για την ελευθερία της πατρίδας του Σωκράτη!

Ο Ιταλός στρατηγός ήρθε στην επαναστατημένη Ελλάδα για να καταταγεί στον αντάρτικο στρατό του ραγιά ως απλός στρατιώτη.
Τον ρωτούν κάποια στιγμή, βλέποντας την καλογυαλισμένη στολή του, τι βαθμό ζητούσε να καταλάβει στον ελληνικό στρατό: «Τον βαθμό του στρατιώτη», απαντά χωρίς δισταγμό εκείνος. «Μα δεν είστε αξιωματικός;», τον ρωτούν ξύνοντας το κεφάλι τους.
Ήταν και παραήταν, μόνο που ήταν πρωτίστως ένας άνθρωπος που ήθελε να πολεμήσει για τη λευτεριά μιας ξένης χώρας: «Τη στιγμή αυτή η Ελλάδα έχει ανάγκη από στρατιώτες και παρακαλώ να με δεχτείτε ως απλό στρατιώτη».
Ο Παπαφλέσσας επιμένει: «Και τι βαθμό είχατε στην πατρίδα σας;». «Στρατηγός και υπουργός των στρατιωτικών»! Αυτός ήταν ο φλογερός ιταλός επαναστάτης κατά της μοναρχίας και του ξένου ζυγού και μέγας φιλέλληνας Σαντόρε ντι Σανταρόζα, ο οποίος ζήτησε να τον στείλουν αμέσως στη Σφακτηρία, πάνω στην ώρα για τη μεγάλη μάχη δηλαδή.
«Ο ελληνικός λαός, καλός και γενναίος που έζησε αιώνες δουλείας, είναι δικός μας αδελφός», έλεγε ο κόμης Σανταρόζα που πολέμησε πλάι-πλάι με τους έλληνες οπλαρχηγούς στη Σφακτηρία, πριν χάσει τη ζωή του από τα στρατεύματα του Ιμπραήμ.
Δεν ήταν φυσικά ο μόνος φιλέλληνας του Αγώνα του 1821, ήταν όμως ένας από κείνους που δεν έστειλαν απλώς λεφτά ή προπαγάνδισαν την επανάσταση των Ελλήνων, αλλά ήρθε εδώ να πολεμήσει αψηφώντας την ίδια του τη ζωή.
Στρατηγός στην Ιταλία και απλός στρατιώτης για τις ανάγκες της παλιγγενεσίας του ελληνικού έθνους, περιλαμβάνεται στη σωρεία των φιλελλήνων που απέδειξαν έμπρακτα την υποστήριξή τους στα ιδανικά της λευτεριάς και της αυτοδιάθεσης. Πλάι στους ρομαντικούς ιδεαλιστές (Λόρδος Βύρωνας), τους λάτρεις της αρχαίας Ελλάδας (Ούγκο Φόσκολο), τους λόγιους και διανοούμενους (Ουγκό), τους πλούσιους (Δούκισσα της Πλακεντίας) και τους τραπεζίτες (Εϋνάρδος), τους πολιτικούς (Σατωβριάνδος) και τους στρατιωτικούς (Τόμας Γκόρντον) που μετατράπηκαν σε παθιασμένους φιλέλληνες, ο ευγενής Σανταρόζα παραμένει μοναδικός ίσως στην ιστορία της Επανάστασης του 1821.
Αυτός ούτε τιμές ζήτησε ούτε λεφτά, ούτε προνόμια ούτε και αναγνώριση. Έλληνες και ιταλοί πατριώτες πολεμούσαν για τη λευτεριά τους από κάθε είδους ζυγό και ένιωθαν συμμαχητές μέσα στις φιλελεύθερες ιδέες που τράνταζαν συθέμελα τη Νότια Ευρώπη και ένωναν λαούς, τάξεις και φυλές.
Πριν πέσει ηρωικά μαχόμενος στην πανωλεθρία της Σφακτηρίας τον Μάιο του 1825, πρόλαβε να γίνει γνωστός ως Ντερόσι, να αναγνωριστεί η δράση του από όλους και να πολεμήσει δίπλα στον Αναγνωσταρά, τον Τσαμαδό, τον Μιαούλη και τον Μαυροκορδάτο απέναντι στη λαίλαπα των Τουρκοαιγυπτίων του Ιμπραήμ.
Όταν έπεσε, οι σύντροφοί του έχασαν έναν Έλληνα που πολέμησε σαν θεριό…

Πρώτα χρόνια

O Σαντόρε Ανίμπαλε ντε Ρόσι ντι Πομερόλο, κόμης της Σάντα Ρόζα, γεννιέται στις 18 Νοεμβρίου 1783 στο Σαβιλιάνο του Πεδεμοντίου στο τότε Βασίλειο της Σαρδηνίας (και παλιότερο Δουκάτο της Σαβοΐας). Ήταν γιος ενός υψηλόβαθμου αξιωματικού του ιταλικού στρατού που σκοτώθηκε τελικά στη Μάχη του Μοντοβί το 1796 πολεμώντας τα γαλλικά στρατεύματα του Βοναπάρτη.
Παρά τον τίτλο ευγενείας του οίκου των Πομερόλο, η οικογένεια μόνο πλούσια δεν ήταν. Ο πάντα πατριώτης Σαντόρε, τελειώνοντας το σχολείο, κατατάχθηκε αμέσως στον βασιλικό στρατό της Σαρδηνίας για να υπερασπιστεί την πατρίδα του απέναντι στις επεκτατικές διαθέσεις του γάλλου αυτοκράτορα. Πήρε μέλος σε πολλές μάχες κατά των Γάλλων και ως ήρωας πολέμου επέστρεψε στη Σαβοΐα στις αρχές του 19ου αιώνα για να σπουδάσει.
Το 1808 διορίστηκε δήμαρχος του Σαβιλιάνο, έχοντας μόλις παραιτηθεί από την ενεργό στρατιωτική δράση. Το 1812 μάλιστα, με το Βασίλειο της Σαρδηνίας να έχει ήδη προσαρτηθεί στη Γαλλία, μετατρέπεται σε βοηθό επάρχου της γαλλικής πια κομητείας Λα Σπέτσια.
Ζει όμως σε ιστορικούς και ταραγμένους καιρούς και δεν θα μείνει για πολύ μακριά από την πολεμική δράση. Αμέσως μετά την πτώση του Ναπολέοντα και την ιδιαίτερα σύντομη παλινόρθωση της βασιλείας στην πατρίδα του (οι 100 μέρες του 1815), ο Σανταρόζα επανέρχεται στον στρατό και παίρνει μέρος στην περιβόητη Εκστρατεία της Γκρενόμπλ. Πατριώτης και φιλελεύθερος καθώς είναι, υποκινεί ταυτοχρόνως επανάσταση στο Πεδεμόντιο κατά της νέας και ακόμα πιο τυραννικής αυστριακής κατοχής.
Ως αρχηγός του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος στο Πεδεμόντιο και μέλος της ιταλικής Καρμποναρίας, που ήθελε μια δημοκρατική, ενιαία αλλά ομόσπονδη Ιταλία, ο Σανταρόζα αναλαμβάνει τον ρόλο τόσο του στρατηγού των ανταρτών όσο και του υπουργού των Στρατιωτικών στην τοπική επαναστατική κυβέρνηση.
H συντηρητική πολιτική του βασιλιά Βίκτωρος Εμμανουήλ Α' προκαλούσε τα φιλελεύθερα αισθήματα πολλών υπηκόων του, ιδιαιτέρως αυτών που αγωνίζονταν για την ιταλική ενοποίηση. Ανάμεσά τους σημαίνοντα ρόλο διαδραμάτιζε ο κόμης Σανταρόζα, ο οποίος ίδρυσε εντωμεταξύ και τη μυστική επαναστατική εταιρεία «Ομόνοια» (Concordia), με δράση φαινομενικά επιμορφωτική.
Η αυστριακή καταπίεση πυροδότησε τελικά την αντίδραση των Καρμπονάρων και της ιταλικής διανόησης, η οποία εκδηλώθηκε με δυο επαναστάσεις, μία στο Βασίλειο της Νάπολης και των Δυο Σικελιών το 1820 και μία στο Βασίλειο της Σαρδηνίας και του Πεδεμοντίου το 1821, με αίτημα την εκχώρηση Συντάγματος. Παρά το γεγονός ότι οι επαναστάτες τα καταφέρνουν αρχικά, αναγκάζοντας τον βασιλιά να παραχωρήσει Σύνταγμα, ο ξεσηκωμός τους θα πνιγεί στο αίμα από τον αυστριακό στρατό στις 12 Μαρτίου 1821. Δύο μέρες δηλαδή πριν ξεκινήσει ένας άλλος ξεσηκωμός λίγο παραδίπλα…
Ο Σανταρόζα μόλις που γλιτώνει τον θάνατο (τον συνέλαβαν και θα τον έστηναν στο ικρίωμα αλλά κατάφερε να το σκάσει) και την τελευταία κυριολεκτικά στιγμή θα βρει τον δρόμο του για την εξορία. Καταφτάνει αρχικά στη Γαλλία, όπου περνά ένα διάστημα στο Παρίσι και εκδίδει ένα ανατρεπτικό κείμενο (1822) για την επανάσταση στο Πεδεμόντιο. Οι γαλλικές αρχές τον ξετρυπώνουν όμως, τον φυλακίζουν αρχικά και τελικά τον διώχνουν από τη χώρα. Αφού περάσει ένα διάστημα στην Ελβετία, θα βρει τον δρόμο του για το Λονδίνο.
Εκεί θα έρθει αμέσως σε επαφή με τη Φιλελληνική Επιτροπή του Λονδίνου (Φιλελληνικό Κομιτάτο του Λονδίνου), καθώς είχαν φτάσει στα αυτιά του οι φήμες για την επανάσταση των γειτόνων και ήθελε να μάθει από πρώτο χέρι τι γινόταν. Η φιλελληνική μάλιστα κίνηση είχε συσταθεί τον Μάρτιο του 1823 και ο αυτοεξόριστος επαναστάτης διατήρησε σχέσεις μαζί της από την πρώτη στιγμή της ίδρυσής της. Εκεί γνώρισε τον ρομαντικό ποιητή Λόρδο Βύρωνα, εκεί συνάντησε τον ιταλό λάτρη της κλασικής ελληνικής αρχαιότητας Ούγκο Φόσκολο και εκεί πήρε την απόφαση να έρθει στην Ελλάδα για να συνεχίσει τον αγώνα του κατά της ξένης καταπίεσης.
Στην Αγγλία επιβίωνε διδάσκοντας ιταλικά και γαλλικά, αν και ήταν σαφές πως δεν ήταν φτιαγμένος για μια τέτοια ήρεμη ζωή. Ο ιταλικός φιλελληνισμός πατούσε άλλωστε πάνω στη μακραίωνη παράδοση και την ιστορική εμπειρία του παρελθόντος μεταξύ των δύο λαών, ενσταλάζοντας στους γείτονες την άμεση ανάγκη συμπαράστασης στους επαναστατημένους Έλληνες.
Ο ίδιος έλεγε άλλωστε όταν έβρισκε δεκτικό ακροατήριο: «Αγαπώ την Ελλάδα με μια αγάπη που έχει κάτι το υπέροχο. Ο ελληνικός λαός, καλός και γενναίος που έζησε αιώνες δουλείας, είναι δικός μας αδελφός. Είναι κοινές οι τύχες της Ιταλίας και της Ελλάδος και επειδή δεν μπορώ να κάνω τίποτε πια για την πατρίδα μου, έχω υποχρέωση να αφιερώσω στην Ελλάδα τα λίγα χρόνια και τις δυνάμεις που μου μένουν». «Αισθάνομαι αγάπη για την Ελλάδα. Είναι η πατρίδα του Σωκράτη», εκμυστηρευόταν στον συμπολεμιστή του Τζιατσίντο ντι Κολένιο, ηγετική μορφή αργότερα της ιταλικής ενοποίησης, με τον οποίο πήραν από κοινού την απόφαση να έρθουν στην Ελλάδα.
Το ημερολόγιο έδειχνε 1η Νοεμβρίου 1824 όταν αναχώρησε από το Λονδίνο. Έναν μήνα αργότερα, στις 10 Δεκεμβρίου, καταφτάνει στο Ναύπλιο για να περάσει από την επιτροπή που έκρινε τα κίνητρα των φιλελλήνων αγωνιστών που αποβιβάζονταν στην επαναστατημένη Ελλάδα…

Ένας αριστοκράτης στρατηγός στην Επανάσταση του 1821

Ο πρόεδρος του Εκτελεστικού, Γεώργιος Κουντουριώτης, υποδέχονταν πλάι στον Παπαφλέσσα στο Ναύπλιο τις ορδές των φιλελλήνων αγωνιστών, θέλοντας να διαλευκάνουν τα κίνητρα του καθενός. Γιατί πλάι στους άδολους μαχητές υπήρχαν και τυχοδιώκτες που καιροφυλακτούσαν για αξιώματα, προνόμια και χρηματικές απολαβές ή καταζητούμενοι και καταδικασθέντες εγκληματίες που νόμισαν πως θα βρουν στην Ελλάδα έναν νέο παράδεισο.
Στα μέσα Δεκεμβρίου ζητά λοιπόν ακρόαση ένας ιταλός αξιωματικός, ο οποίος ήταν πράγματι εξόριστος και κυνηγημένος από το καθεστώς της πατρίδας του. Και επειδή φοβόταν ακριβώς πως δεν θα τον έκαναν δεκτό οι Έλληνες στον στρατό τους, είχε φροντίσει να πάρει μια συστατική επιστολή από τον Μαυροκορδάτο στο Λονδίνο.
Μόλις είδε την επιστολή, ο Κουντουριώτης είπε στον Παπαφλέσσα: «Το δίχως άλλο, θα είναι κανένας λιποτάκτης ιταλός στρατιώτης και έβαλε μέσο τον Μαυροκορδάτο για να γίνει στρατηγός. Ας τον ακούσουμε». Ο Σανταρόζα πέρασε την πόρτα του γραφείου με την καλή του τη στολή και τα παράσημά του: «Ζητώ την άδειά σας να πολεμήσω υπό τη σημαία της Ελλάδας».
Οι δυο Έλληνες είναι αρκούντως επιφυλακτικοί: «Σας πληροφορώ ότι φτάνετε σε άσχημη στιγμή. Η Ελλάδα δεν μπορεί να σας προσφέρει καμιά αμοιβή για τις υπηρεσίες σας». Ο Σανταρόζα απαντά αγέρωχα: «Γνωρίζω ότι η Ελλάδα έχει ανάγκη και του τελευταίου στρατιώτη και δεν θα δεχόμουν καμιά αμοιβή ακόμη κι αν το προτείνατε».
«Η Ελλάδα σας ευχαριστεί», του λένε, «αλλά μένει να τακτοποιηθεί ένα σοβαρό ζήτημα. Βλέπω ότι φέρετε στολή με βαθμό αξιωματικού. Ποιον βαθμό ζητάτε να καταλάβετε στον ελληνικό στρατό;». Ο Σανταρόζα απαντά πως θα θέλει να γίνει απλός στρατιώτης! «Μα δεν είστε αξιωματικός;», τον ρωτά με απορία ο Παπαφλέσσας.
«Μάλιστα», αποκρίνεται εκείνος, «στην πατρίδα μου είμαι αξιωματικός, τον βαθμό αυτό απέκτησα αφότου γνώρισα την κακουχία και τη δυστυχία του στρατιώτη, την πείνα, τον τραυματισμό και τη φυλακή, και καμιά κακουχία στρατιώτη δεν μου είναι άγνωστη. Τη στιγμή αυτή η Ελλάδα έχει ανάγκη από στρατιώτες και παρακαλώ να με δεχτείτε ως απλό στρατιώτη», επιμένει.
Ο Κουντουριώτης θέλει να μάθει περισσότερα: «Και ποιον βαθμό είχατε στην πατρίδα σας;». «Στρατηγός και υπουργός των Στρατιωτικών», απαντά εκείνος. Κατάπληκτος ο Παπαφλέσσας και με μια έκδηλη δυσπιστία, τον ρωτά: «Και πώς ονομάζεστε;». «Σαντόρε Σανταρόζα»! Τον Σανταρόζα τον ήξεραν φυσικά όλοι και σίγουρα οι επαναστατημένοι Ρωμιοί. Ο Κουντουριώτης κατακόκκινος από την ντροπή του σηκώθηκε και τον ασπάστηκε.
«Αφού με δεχτήκατε», υπέθεσε ο ιταλός στρατηγός, «σας παρακαλώ να με στείλετε στη Σφακτηρία, διότι ο Μαυροκορδάτος με πληροφόρησε ότι χρειάζονται άντρες εκεί».
Παρά το γεγονός ότι και έμπειρος ήταν και μπαρουτοκαπνισμένος, θα έπρεπε να περιμένει τρεις μήνες για να ενταχθεί εθελοντικά στον επαναστατικό στρατό των Ελλήνων ως «Ντερόσι». Η απάντηση που περίμενε ήρθε μόλις τον Μάρτιο του 1825. Εκείνος δεν κάθισε με τα χέρια σταυρωμένα, αλλά περιηγήθηκε στην Επίδαυρο, την Αίγινα και την Αθήνα και έβγαζε πύρινους πατριωτικούς λόγους για να ξεσηκώσει τους κατοίκους.
sanantarooozaaa8
Επιτέλους, στις 24 Απριλίου του επιτρέπουν να ακολουθήσει τον Κουντουριώτη και τον Μαυροκορδάτο στην εκστρατεία τους στην Πύλο. Ήταν παρών στην υπεράσπιση της Πύλου (φρούριο του Νεοκάστρου τότε) από την αιφνιδιαστική απόβαση του Ιμπραήμ στις 7 Μαΐου και πολέμησε με γενναιότητα. Ως ανώτερος αξιωματικός που ήταν, πρότεινε μάλιστα την άμεση επισκευή του κάστρου για την άμυνα των Ελλήνων, οι προτάσεις του δεν εισακούστηκαν όμως. Δεν έπαυε να είναι απλός στρατιώτης!
Άφοβος όμως στρατιώτης και πάντα στην πρώτη γραμμή. Κι έτσι όταν το ίδιο βράδυ (ξημερώματα 8ης Μαΐου) ο Αναγνωσταράς, που πολεμούσε απέναντι στη Σφακτηρία, την οποία είχε αποκλείσει εντωμεταξύ ο Ιμπραήμ, ζήτησε ενισχύσεις από το Νεόκαστρο, ο Ντερόσι ήταν μεταξύ των πρώτων εκατό αντρών που στάλθηκαν στο νησί.
Ο εχθρός κατέλαβε τελικά τη Σφακτηρία σκοτώνοντας τους 350 από τους 800 υπερασπιστές της. Μεταξύ των νεκρών μαχητών ήταν ο Φιλικός και αρχηγός των Ελλήνων στη μάχη, Αναγνωσταράς, ο χιλίαρχος Σταύρος Σαχίνης, ο πλοίαρχος Αναστάσιος Τσαμαδός και ο ιταλός κόμης Σανταρόζα, ο οποίος πολέμησε στην ξηρά στο πλευρό των αμυνομένων Ελλήνων ως ένας από αυτούς.
Ο Ντερόσι δεν πέθανε επιτόπου. Παρά το γεγονός ότι είχε τραυματιστεί σοβαρά, αρνήθηκε να παραδοθεί στους Τουρκοαιγύπτιους του Ιμπραήμ Πασά και συνέχισε να πολεμά όπως μπορούσε. Ένας εχθρός τον σκότωσε τελικά και από το πλιάτσικο στα προσωπικά του υπάρχοντα πληροφορήθηκε κατά τύχη ένας παλιός συνοδοιπόρος του Σανταρόζα το τέλος του μεγάλου φιλέλληνα. Παλιός συνοδοιπόρος που πολεμούσε πια στο πλευρό του αιγυπτιακού στόλου.
Εκατό χρόνια αργότερα, τον Απρίλιο του 1925, στήθηκε στη Σφακτηρία το Μνημείο του Φιλέλληνα Σανταρόζα για να υπενθυμίζει στους περαστικούς ποιος ήταν ο άδολος φιλέλληνας που έδωσε τη ζωή του για τη λευτεριά των Ελλήνων, προσδοκώντας τη λευτεριά και της δικής του πατρίδας.
Ο Δήμος Αθηναίων έδωσε κατόπιν το όνομά του σε έναν δρόμο του κέντρου της πρωτεύουσας ως υπόμνηση στον ηρωισμό ενός ανθρώπου που αναγνωρίστηκε και στις δύο πλευρές της Αδριατικής…

Δευτέρα 29 Μαΐου 2017

ΕΛΛΗΝΑ MHN ΣΤΕΚΕΣΑΙ ΓΟΝΑΤΙΣΤΟΣ !! ΣΗΚΩ ΟΡΘΙΟΣ ΚΑΙ ΑΝΕΛΑΒΕ ΤΙΣ ΕΥΘΥΝΕΣ ΣΟΥ!!!

                      
Φωτογραφία του George Chavales.
Φωτογραφία του George Chavales.
«Όταν οι κυβερνήσεις φοβούνται τον λαό, εκεί υπάρχει ελευθερία. Όταν ο λαός φοβάται την κυβέρνηση, εκεί υπάρχει τυραννία».
Σαν μια κατάρα που επικάθησε στον σβέρκο αυτού του Λαού και αυτής της Πατρίδας, από το 1830 και τη Συνθήκη του Λονδίνου (οπότε η Ελλάς τέθηκε υπό την υψηλή επιστασία/προστασία των μεγάλων δυνάμεων), συνεχίζεται αδιάλειπτα και μέχρι σήμερα, ο εφιάλτης που βιώνει αυτός ο τόπος...
Σήμερα στην Ελλάδα επιχειρείται για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας η εφαρμογή ενός λειτουργικού συστήματος στο οποίο η έννοια «κράτος» δεν έχει υπόσταση.
Το δημοκρατικό πολίτευμα έχει υπονομευθεί καίρια.
Το Σύνταγμα παραβιάζεται ή αγνοείται συστηματικά, το Κοινοβούλιο έχει μετατραπεί σε «εκδοτήριο» πράξεων νομοθετικού περιεχομένου των μνημονιακών επιταγών, η εκτελεστική εξουσία, οι κυβερνήσεις των Μνημονίων υπηρέτες της ελίτ ευτελίζονται καθημερινά, έχοντας υποταγεί πλήρως στους εκπροσώπους των δυνάμεων κατοχής.
Οι αντισυνταγματικοί φόροι αυξάνονται συνεχώς με θύματα τους μόνιμα «εύκολους» φορολογούμενους.
Οι Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου είναι το νέο υπερόπλο για την καταστολή του Συντάγματος και της Δημοκρατίας.
Είναι επίδειξη ισχύος "Κοιτάξτε εμείς τι είμαστε ικανοί να κάνουμε σε ένα απόγευμα μέσα"!
Και είναι πρόβα τζενεράλε για τα χειρότερα που ετοιμάζουν!!
Το πολιτικό αυτό μοντέλο, τρομοκρατικής δράσης, είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικό και μαζικό.
Βασίζεται στην πετυχημένη συνταγή διασποράς ψεύτικων και εικονικών καταστάσεων κρίσης.
Παράγουν καθημερινά κρίσεις με τις οποίες χαλιναγωγούν κοινωνικές ομάδες στις οποίες ασκούν οικονομικό και κοινωνικό έλεγχο.
Το εκπληκτικό αυτό μοντέλο τρόμου δεν προβλέπει λύσεις παρά μόνο ανατροπές.
Δεν προτείνουν διέξοδο παρά μόνο αστάθεια και αβεβαιότητα. (Δόγμα του ΣΟΚ - Μίλτον Φρίντμαν).
Όσο δεν αντιδρούμε θα μας κτυπούν ανελέητα.
Εφαρμόζουν το Σπιράλ Θανάτου!!!!!!!!!!
Ροδόσταυροι, Ναΐτες, Ρόταρυ, Λάιονς, Τέκτονες Μασόνοι και όλα τα παρακλάδια της Σιωνιστικής φάρμας (Ισραηλινά ιερατεία) χρόνια τώρα ελέγχουν την εξουσία, ενώ αυτοί φοροδιαφεύγουν ληστεύουν τις περιουσίες του Ελληνικού λαού, νομοθετούν ερήμην της κοινωνίας και εις βάρος του δημόσιου συμφέροντος, καταστρατηγούν κάθε έννοια εθνικής ανεξαρτησίας και καταπατούν τις ελευθερίες των πολιτών με στόχο την εξόντωση μας (αποδεδειγμένα πλέον).
Έτσι η ελευθερία τείνει να φθείρεται σε ένα έθνος, όσο και αν στα θεμέλιά του υπήρξαν υψηλά ιδεώδη.
Αυτά που συμβαίνουν στην Ελλάδα δεν είναι ούτε τυχαία ούτε μοναδικά όπως θέλουν να τα παρουσιάζουν.
Τα έχουν κάνει με τον ίδιο ακριβώς τρόπο οι ίδιοι διεθνείς ΑγγλοΓερμανοΕβραίοι τραπεζίτες και με τα ίδια πάντα καταστροφικά αποτελέσματα για τις χώρες και τους πολίτες.
Σημαία τους και υπηρεσίες τους όπως το ΔΝΤ, το οποίο οι πολιτικοί της χώρας υποτίθεται καλούν να τους νοικοκυρέψει.
Το υποτιθέμενο νοικοκύρεμα είναι απολύσεις, κλείσιμο επιχειρήσεων, μείωση μισθών, αύξηση φόρων, και γενικά να μην έχουν έσοδα οι πολίτες από πουθενά ενώ τους αυξάνουν τα έξοδα δραματικά.
Φορολογία σε οτιδήποτε ακόμα και αυτά που δεν παράγουν κέρδος και έχουν αγοραστεί από το παρελθόν με ήδη φορολογημένα χρήματα!!
Η πλειοψηφία του πολιτικού κόσμου της χώρας είναι εικόνα και ομοίωση του καραγκιόζη.
Επαγγελματίες Γελωτοποιοί, οι "Ειδικοί του Τίποτα" που επιμένουν να επιβιώνουν παρασιτικά σε μια ταραγμένη εποχή και στην προσπάθεια τους να αντισταθμίσουν την φοβία που τους διακατέχει από το ενδεχόμενο απώλειας της διαχείρισης της εξουσίας, ενεργοποιούν το εργαλείο της μαζικής εξαπάτησης, στηριγμένοι στην Αυλή τους, που αποτελείται από πλείστα όσα προσωπικά ανύπαρκτα και ετερόφωτα σαπρόφυτα.
Προέχει το προσωπικό και το κομματικό τους συμφέρον.
Η προσφορά τους στον τόπο είναι ανύπαρκτη.
Αντί λοιπόν να αναζητήσουμε τη λύση κάπου αλλού, ακριβώς επειδή δεν είμαστε ελεύθεροι, περιμένουμε από αυτούς που μας κορόιδεψαν, να μας λυτρώσουν, να μας βγάλουν από τα προβλήματα στα οποία οι ίδιοι μας έβαλαν!!
Αφού δεν νοιάζονται για την Πατρίδα, τα συμφέροντα των Ελλήνων και την Δημοκρατία τι τους προσκυνάς;
Προσέξτε:
Η χώρα καταστρέφεται, οι πολίτες δεινοπαθούν στην ανεργία, την φτώχεια, τις κατασχέσεις και οι πολιτικοί, αντί να συνεργαστούν για την πρόοδο της χώρας και την έξοδο της από την κρίση, μας οδηγούν σε εκλογές για να επιβεβαιώσουν τους …εαυτούς τους και να συντηρήσουν το κατεστημένο, που κρατά καθηλωμένη την Ελλάδα.
Τι άλλο περιμένουμε για να ξεσηκωθούμε ;
Ο Αγώνας ξεκινάει από την Αφύπνιση, έχει ως βασικό σκοπό του να σταματήσει την προγραμματισμένη από τις δυνάμεις της Νέας Τάξης, τη μαζική γενοκτονία του Ελληνικού Έθνους.
Είναι ανάγκη συλλογικής ευθύνης του Ελληνικού Λαού σε ένα κομβικό για την Ιστορία μας σημείο.
Η Αφύπνιση αυτή τη στιγμή είναι η πιο υψηλή εθνική επιταγή, απαιτεί όμως να επιλέξουμε ανθρωπιστικές λύσεις σε συλλογικό επίπεδο, ώστε να πάμε ένα βήμα μπροστά.
Η αφύπνιση εξελίσσεται με γοργούς ρυθμούς γι αυτό και οι εξουσιαστές σπεύσανε να επιταχύνουν την υλοποίηση των σχεδίων τους.
Αυτή η βιασύνη τους ανάγκασε να κάνουν πολλά λάθη και να αφυπνίσουν πολλούς ανθρώπους λόγω αυτού του γεγονότος.
Όταν ο Έλληνας αφυπνισθεί και γνωρίσει την αλήθεια θα συνειδητοποιήσει ότι πίσω από κάθε έγκλημα εναντίον της ανθρωπότητας βρίσκονται οι διεθνείς τραπεζίτες.
Αυτοί δημιουργούν τους πολέμους σε όλο τον πλανήτη, αυτοί προκαλούν πείνα , φτώχεια και δυστυχία, αυτοί μας πουλάνε μολυσμένες και μεταλλαγμένες τροφές, αυτοί μολύνουν τον πλανήτη, αυτοί μας επιβάλλον φόρους, αυτοί σκαρφίζονται διάφορες κομπίνες και απάτες και αφαιρούν την ατομική ιδιοκτησία και τον οικονομικό μας πλούτο, αυτοί φταίνε για τα προβλήματα της αγοράς και την αναξιοκρατία στις προσλήψεις, αυτοί δημιουργούν τους ιούς, τα εμβόλια, τα φάρμακα και τις θεραπείες που σκοτώνουν και γενικά αυτοί είναι η πηγή του κάθε κακού που υπάρχει!!!!
Λειτουργούν σαν το χταπόδι.
Αυτοί είναι το κεφάλι.
Τα πλοκάμια τους είναι τα στρατευμένα τους άτομα που ελέγχουν τα πολιτικά κόμματα, τις θρησκείες , την υγεία τις επιστήμες, τη δικαιοσύνη, την αστυνομία, τον στρατό, τις επιχειρήσεις, τις εμπορικές τράπεζες και γενικά κάθε αρχής που διέπει την ανθρώπινη δραστηριότητα.
Οι άνθρωποι που έχουν άγνοια στρέφονται ενάντια στα πλοκάμια.
Τα κόβουν και το κεφάλι τα αναπαράγει τοποθετώντας άλλα άτομα στη θέση τους.
Έτσι εσσαεί διαιωνίζει τη κυριαρχία του.
Η απειλή τους είναι η Αφύπνιση!!
Σ’ ένα Λαό ιστορικό, που κάποιοι προδότες θέλουν να τον χρεώσουν, να τον φτωχοποιήσουν για να τον οδηγήσουν στην υποταγή, δεν του αρμόζει να αδρανεί και να μοιρολατρεί, ανασυντάσσεται και επαναστατεί.
Να γίνουμε εμείς Ελλάδα, στέλνοντας σιωπηλά τα μαντάτα ότι ο χρόνος για τους ατσαλάκωτους μαλθακούς ανελέητους εκτελεστές μας, μόλις τελείωσε.
Ο Έλληνας είναι ελεύθερος μόνο όταν έχει ελεύθερο νου και πνεύμα, και η Ελεύθερη Ελλάδα μπορεί να ανοικοδομηθεί μόνο από Ελεύθερους Έλληνες.
Αν θέλουμε να συμβάλουμε ο καθένας από την μεριά του στην ανάκαμψη της χώρας μας, θα πρέπει να αρχίσουμε επιτέλους να παράγουμε.
Για να παράγουμε όμως περισσότερα, πρέπει συνειδητά να καταναλώνουμε όσο περισσότερο μπορούμε ελληνικά προϊόντα.
Το κάθε ευρώ που ξοδεύουμε πια, πρέπει να επιστρέφει σε εμάς και την οικονομία μας.
Δεν έχουμε την πολυτέλεια να εισάγουμε παρά μόνο τα άκρως απαραίτητα, αν θέλουμε να δούμε την οικονομία μας να σηκώνεται ξανά στα πόδια της.
«Αγοράζουμε Ελληνικά!»
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΡΟΪΟΝ ή ΠΑΡΑΓΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Επιμένετε να δείτε μια από τις παραπάνω ενδείξεις σε κάθε προϊόν που αγοράζετε.
Είναι τόσο απλό!
Είναι καιρός λοιπόν, μέσα από αυτή την συλλογική οντότητα, μέλη της οποίας είμαστε όλοι, να προσπαθήσουμε να αναδείξουμε, να προτείνουμε, να προβάλλουμε, ελληνικές εταιρείες, ελληνικά ποιοτικά προϊόντα,ελληνικές καινοτομίες, ελληνικές εξαγωγικές προσπάθειες.
Να προτείνουμε σε όλους τους Έλληνες, δικά μας προϊόντα ευρείας κατανάλωσης, ελληνικά αγροτικά,κτηνοτροφικά και βιοτεχνικά προϊόντα, που μπορούμε να τα προτιμάμε συνειδητά έναντι των εισαγόμενων.
Ποιοι ξέρουν αλήθεια πως η χώρα μας κατασκευάζει κάποια από τα καλύτερα ποδήλατα της Ευρώπης;
Πως τα κτηνοτροφικά μας προϊόντα (γάλα, κρέας, αυγά, τυριά, μέλι, ψάρια) είναι από τα καλύτερα του κόσμου;
Πως υπάρχουν ελληνικές εταιρείες που παράγουν αυτή την στιγμή της κρίσης, προϊόντα ασύγκριτης ποιότητας και ανταγωνιστικής τιμής που εξάγονται στα πέρατα του κόσμου;
Πως υπάρχει πολύ μεγάλο επιστημονικό δυναμικό που διαπρέπει εκτός Ελλάδας και κατέχουν υψηλές θέσεις σε όλους τους τομείς;
Για πρώτη φορά στην Ιστορία μας, η Ελλάδα διαθέτει την πιο καταρτισμένη και μορφωμένη νέα γενιά που είχε ποτέ.
Αντί να την εκμεταλλευτεί και να την χρησιμοποιήσει για να πετύχει την εθνική ανάταση, την διώχνει.
Την στέλνει σε μέρη μακρινά, όπου κατά πάσα πιθανότητα θα πετύχουν, με την πατρίδα ωστόσο να «αποστραγγίζεται».
Στην Μεταπολίτευση η μόρφωση έγινε πιο προσιτή από κάθε άλλη εποχή.
Όμως δεν σκεφτήκαμε κάτι σοβαρό.
Πώς θα αξιοποιηθούν όλοι αυτοί οι επιστήμονες.
Το επιχείρημα <<δεν μπορούν να έχουν όλοι πτυχία, ας γίνει και κανένας υδραυλικός» δεν είναι απάντηση, ούτε δικαιολογία στην ανικανότητα των υπευθύνων να αξιοποιήσουν τους καταρτισμένους που ήδη έχουν βγάλει στην αγορά εργασίας.
Η χώρα θέλει επανεκκίνηση και ένα μεγάλο όραμα που θα εμπνεύσει τον Ελληνισμό.
Δεν βγαίνεις απ’ τα αδιέξοδα με λύσεις «μεσοβέζικες».
Έχουμε πολλά εργαλεία, μεγάλη τεχνογνωσία και άριστο νεανικό δυναμικό, φτάνει να τα αξιοποιήσουμε με γνώση και σύνεση.
Να ενώσουμε τις γνώσεις και την δύναμή μας.
Συνειδητοποιώντας πως οι αφυπνισμένοι συνέλληνες δεν είναι τόσο λίγοι όσο θα ήθελαν οι «κύριοι» που αποφασίζουν
για μας χωρίς εμάς, σκεφτήκαμε πως οι σκόρπιες φωνές θα πρέπει με κάποιο τρόπο να ενωθούν.
Έχουμε "όπλα και χρήσιμα εργαλεία" όπου μπορούμε να σταθούμε όρθιοι και ελεύθεροι, στην παγκόσμια δικτατορία που στήνεται ερήμην μας.
Δυναμώνουμε τις φωνές μας, σάλπιγγες που καλούν και τους υπολοίπους σε αφύπνιση, ενάντια στον εφιάλτη της παγκοσμιοποίησης και της εθνικής, πολιτισμικής, ιστορικής και θρησκευτικής μας συρρίκνωσης.
Να κουβεντιάσουμε αν χρειαστεί και να βρούμε τον «κοινό τόπο» που μας ενώνει, ώστε , να μπορέσουμε να δημιουργήσουμε την «κρίσιμη μάζα» που απαιτείται ώστε να τους κάνουμε να χάσουν τον ύπνο τους.
Να θυμάσαι ότι:
«Κάθε λαός είναι άξιος των ανθρώπων που τον κυβερνούν .
Κανείς δεν είναι πιο υποδουλωμένος από εκείνους που εσφαλμένα πιστεύουν πως είναι ελεύθεροι.
Όσοι αδιαφορούν για τα κοινά είναι καταδικασμένοι να εξουσιάζονται πάντα από ανθρώπους κατώτερούς τους .» Πλάτωνας 427-347 π.Χ
Επομένως συνέλληνα :
Μη Στέκεσαι Γονατιστός...
Σήκω Όρθιος...και
Ανέλαβε τις Ευθύνες σου !
Δεν Είσαι Μόνος σου, είμαστε Πολλοί!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!



Επιμέλεια παρουσίασης : Γιώργος Χαβαλές

Κυριακή 28 Μαΐου 2017

ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ, ΠΟΥ ΟΛΟ ΑΛΛΑΖΟΥΝ, ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΤΙ ΤΟ ΔΙΑΡΚΕΣ;;;;

 <<Πρέπει καθένας από μας να είναι ειλικρινής να ζει κάθε στιγμή της ζωής του με τις δικές της ομορφιές.
Να συμφωνεί με τον μεταβαλλόμενο εαυτό του γιατί αυτή είναι η μοναδική πραγματικότητα !!!!
Τα κύματα πάνε κι έρχονται γι’ αυτό ο ωκεανός είναι ζωντανός!! Τα πάντα ζουν μέσα από την αλλαγή!!!>>

Ξεκινώντας αυτή την '' βασανιστική ''για τον νου μου αφήγηση θα αναφέρω λίγα λόγια από τις φιλοσοφικές θέσεις του αξεπέραστου και σκοτεινού φιλοσόφου Ηρακλείτου για να στηρίξω την συλλογιστική μου!!
Ο Ηράκλειτος ήταν προσωκρατικός φιλόσοφος, που έζησε στην Έφεσο από το 535-475 π.Χ.
Ήταν αριστοκράτης με εμφανή περιφρόνηση για τις «κατώτερες τάξεις».
Στα χρόνια του, η Έφεσος ήταν κάτω από Περσική κατοχή και η οικογένεια του Ηρακλείτου, τους στήριζε τόσο, που ο Ηράκλειτος είχε κάποια βασιλικά αξιώματα.
Ήταν δύστροπος και απόλυτος, τόσο που απέρριψε πολλές φορές την πρόσκληση του Δαρείου να τον επισκεφθεί.
Μετά τους Περσικούς πολέμους, ο Ηράκλειτος αποσύρθηκε από τη δημόσια ζωή σε ένα αγρόκτημα και επιδόθηκε στη μελέτη και τη συγγραφή.
Το έργο του, Περί Φύσεως, το κατέθεσε στον ναό της Αρτέμιδος με την εντολή να δημοσιευθεί μόνο μετά τον θάνατο του.
Δεν είχε καλή κουβέντα να πει για κανέναν!!!
Οι αρχαίοι τον αποκαλούσαν «ο Σκοτεινός» για τη δυσκολονόητη σκέψη του.
Ο Ηράκλειτος σχολίασε όλους τους προγενέστερούς του συγγραφείς.
Συμφώνησε βέβαια με τον Ξενοφάνη στη κριτική του Ομήρου, αλλά μετά κατέκρινε τον Ξενοφάνη.
Για τους Ησίοδο, Εκαταίο, και Πυθαγόρα ανέφερε ότι «είναι η απόδειξη ότι η μόρφωση δεν διδάσκει τους ανθρώπους να σκέφτονται.»
Οι θεωρίες του Πυθαγόρα αφορίζονται με ιδιαίτερο ανάθεμα, ως παιδιάστικες και ανακριβείς.
Και όμως, αυτός ο δύστροπος, εγωιστικός άνθρωπος, πέτυχε να κατανοήσει μια συμπαντική αλήθεια σχεδόν 2.500 χρόνια πριν, ότι
« ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΡΕΙ », τίποτα δεν είναι σταθερό στη ζωή, αλλά όλα είναι σε μια κατάσταση συνεχούς αλλαγής!!
Για τον Ηράκλειτο, το αντικείμενο της φιλοσοφίας δεν είναι η αρχή και το τέλος του κόσμου, αλλά ο εσωτερικός ρυθμός, το εσωτερικό μέτρο, η διαδικασία με την οποία ο κόσμος κινείται και ρυθμίζεται.
Το γίγνεσθαι ως αιώνιο δεν γνωρίζει αρχή και τέλος, αλλά είναι διαρκές, έχει παντού την αρχή και το τέλος του.
Η εξέλιξη αυτή όμως, δεν είναι απλώς χρονική αλλά διαλεκτική, αφού η κίνηση οφείλεται στο Λόγο της.
Άρα το είναι, δεν υπάρχει παρά μέσα στο γίγνεσθαι, μέσα στη μετεξέλιξή του.
Όλα τα πράγματα βρίσκονται σε αέναη κίνηση, κι αυτό, που όντως υπάρχει και διαρκεί είναι οι διαδικασίες.
Η ταυτότητα των αντικειμένων είναι μόνο φαινομενική, μιας και όλα συνδέονται με διαδικασίες και αποτελούν μέρος ενός όλου, του ίδιου όντος.
Η γένεση του κόσμου παρομοιάζεται με τη φλόγα, που τρέφεται και φθείρεται από μόνη της.
Άλλωστε, κατά τον Ηράκλειτο το ΠΥΡ, είναι το στοιχείο, που εκφράζει καλύτερα τη γενεσιουργό αιτία των πάντων.
Με τις αισθήσεις δεν μπορούμε να καταλάβουμε, ότι ο κόσμος είναι ενότητα αντιθέσεων, παρά μόνο με το νου μας.
Το σύμπαν του Ηρακλείτου είναι μια ενότητα με άπειρες διαφορές και αντιθέσεις μέσα της.
Τα πράγματα αυτά καθεαυτά δεν εμφανίζουν σταθερότητα, αλλά παριστάνουν απλώς τομές μέσα στη ροή της γενέσεως, είναι εφήμερες φάσεις του γίγνεσθαι.
Κάθε φάση αποκτά κάποια σημασία όχι από το ίδιο της το «είναι», αλλά επειδή βρίσκεται σε σχέση με τα προηγούμενα και τα επόμενα!!
Το γίγνεσθαι είναι δυναμικό, αφού τα αντίθετα υπάρχουν μόνο, επειδή το ένα επιδιώκει το άλλο, αλλά συνάμα το κρατάει σε απόσταση.
Έτσι, αντίθετα πράγματα είναι ταυτόσημα και τελικά όλα ένα, αφού εντάσσονται στη διαδικασία του γίγνεσθαι όλου του κόσμου.
Ο Ηράκλειτος, κατά τον Πλάτωνα «ποταμο πεικάζων τ πάντα», παρομοιάζει την κίνηση του γίγνεσθαι του κόσμου με την αέναη ροή του ποταμού που ολοένα ανανεώνεται, αφού διαρκώς έρχεται νέο ρεύμα και συνεπώς κανείς δεν μπορεί ποτέ να ισχυριστεί, ότι περνάει δύο φορές από το ίδιο ποτάμι:
το ρεύμα είναι πάντοτε καινούργιο.

Αλλά μήπως μένουμε ίδιοι κι εμείς;
«Ποταμος τος ατος μβαίνομέν τε κα οκ μβαίνομεν, εμέν τε κα οκ εμεν».(Δεν είναι δυνατό να μπούμε δυο φορές στον ίδιο ποταμό, γιατί στο μεταξύ νέα νερά έχουν τρέξει στην κοίτη του και τον έχουν αλλάξει και ουσιαστικά δεν είναι πια ο ίδιος ποταμός).
Ας σημειωθεί, ότι το πασίγνωστο « τα πάντα ρει », που συμπυκνώνει τη φιλοσοφία του Ηρακλείτου δεν υπάρχει σε κανένα διασωθέν απόσπασμα του Εφέσιου σοφού.
Οπωσδήποτε θα περιλαμβανόταν στο βιβλίο του, όπως μαρτυρούν πολλοί συγγραφείς, αλλά χάθηκε!!
Άλλωστε για τον Ηράκλειτο σημασία δεν έχει τόσο η αδιάκοπη αλλαγή, όσο η πάλη των αντιθέτων!!
Μέσα στα γεγονότα της ζωής, πού όλο αλλάζουν, υπάρχει κάτι το διαρκές;
Υπάρχει καμιά σχέση μεταξύ του εαυτού μας και της συνεχούς αλλαγής του περιβάλλοντος;
Εάν είχαμε παραδεχθεί πώς όλα αλλάζουν, τότε δεν θα υπήρχε ή ιδέα της διαρκείας.
Βλέπουμε πώς κάθε στιγμή τα γεγονότα του περιβάλλοντος βρίσκονται σε μια συνεχή ροή, και εάν κάναμε τη σκέψη, πώς εμείς είμαστε μέσα σε μια συνεχή αλλαγή, τότε δεν θα υπήρχε σύγκρουση μεταξύ των γεγονότων, πού αλλάζουν και εκείνου, πού εμείς νομίζουμε ότι είναι διαρκές.
Βλέπουμε πώς ή αλλαγή υπάρχει ολόγυρά μας.
Κάθε θεσμός, όσο κι αν είναι στην αρχή ανώτερος, σιγά - σιγά φθείρεται.
Βλέπουμε πώς όλα παρακμάζουν και φθείρονται.
Βλέπουμε συνεχείς πολέμους, πείνα, ξαφνικούς θανάτους, χρεοκοπίες τραπεζών, αστάθεια στην αγάπη, απογοητεύσεις.
Το κάθε τι γύρω μας αλλάζει, κινείται, δεν είναι ποτέ στάσιμο, φθείρεται.
Αυτό είναι φανερό και δεν μπορούμε όλα αυτά να τα κάνουμε να γίνουν διαρκή.
Κάθε τι πού ζει, πεθαίνει.
Όλα φθείρονται από τη χρήση.
Τίποτε γύρω μας δεν είναι διαρκές.
Οι θεσμοί μας, οι ηθικές μας, οι Ιδέες μας, οι θεωρίες μας για τη διοίκηση, για τα οικονομικά ζητήματα, για τις κοινωνικές σχέσεις, για την ηθική , το κάθε τι ρέει, αλλάζει.
Επειδή δεν είμαστε ικανοποιημένοι με τη « μη διάρκεια », δώσαμε στη « μη διάρκεια » μια διάρκεια, και γι' αυτό συνεχώς δημιουργούμε μια σύγκρουση μεταξύ του εαυτού μας και του περιβάλλοντος.
Τι είναι αυτό μέσα μας, πού ζητεί « τη διάρκεια », την ασφάλεια, κάτι ποY θα εξακολουθήσει;
Εάν αληθινά πιστεύαμε και αισθανόμαστε ολόκληρο τον εαυτό μας σε μια συνεχή αλλαγή, κάθε στιγμή, τότε δεν θα υπήρχε ποτέ μια στιγμή ασφάλειας, δεν θα υπήρχε ποτέ μια στιγμή διάρκειας, μέσα στην αντίληψη μας.
Αλλά επειδή υπάρχει ή αντίληψη της διαρκείας, αγωνιζόμαστε, αντιστεκόμαστε, δημιουργούμε τείχη μεταξύ « διάρκειας » και « μη διάρκειας ».
Έτσι, υπάρχει ή σύγκρουση μεταξύ των αξιών των περιστάσεων της ζωής, που αλλάζουν, και εκείνου του « εαυτού μας », πού γυρεύει εξακολούθηση.
Εάν το κάθε τι αλλάζει, καθώς και εμείς οι ίδιοι, τότε δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, καμιά σύγκρουση.
Τότε δεν υπάρχει ή αντίληψη της συσσώρευσης, ή αντίληψη της κοινωνικής τάξης, της εθνικότητας, της φυλής, του γοήτρου ως ατόμου ή φυλής.
Όλα θα ήταν σε μια ροή.
Τότε λοιπόν, τι είναι αυτό, πού έχει πιστέψει στη διάρκεια και γυρεύει να εξακολουθήσει;;;;
Ας το εξετάσουμε αυτό με νοημοσύνη και κριτικό πνεύμα και όχι από την άποψη των προλήψεων, των προσφιλών πίστεων, θεωριών, και αντιλήψεων.
Ας μην πούμε « ή πείρα μου λέει, πώς υπάρχει ή διάρκεια και γνωρίζω, πώς υπάρχει κάτι το διαρκές».
Η πείρα βασίζεται στην παράδοση, στα λεγόμενα κάποιου άλλου.
Η πείρα είναι χρωματισμένη από το παρελθόν.
Π.χ. μας είπαν ότι υπάρχει ένας Θεός.
Αυτό εγκαταστάθηκε μέσα στο μυαλό μας και έγινε μια πίστη.
Ο νους μας καταλαμβάνεται από μια Ιδέα, κι αυτή ή Ιδέα διαιωνίζει τον εαυτό της με διάφορους τρόπους.
Πιστεύοντας πώς αυτή ή Ιδέα είναι ή πείρα μας τότε λέμε: «
Απέκτησα μια πείρα ».
Μα αυτό δεν είναι πείρα!!
Είναι μονάχα ένας περιορισμένος νους, πού δρα με ένα περιορισμένο τρόπο.
Ένας τέτοιος νους, είναι ανίκανος να εξετάσει.
Για αυτό λέει: « Απέκτησα μια πείρα ».
Δεν είναι όμως παρά ο νους, πού απλώς επαναλαμβάνει, και ακολουθεί την παράδοση, που λέει:
« Το άκουσα να το λένε, και το παραδέχομαι ».
Ας μη πούμε:
« Καλά, υπάρχει η διάρκεια » ή « Δεν υπάρχει η διάρκεια ».
Εάν έχουμε μια θεωρία, μια πίστη, εάν διαιρούμαι τον νου μας εις τον ανώτερο εαυτόν και εις τον κατώτερο εαυτόν, και με όλα τα τεχνάσματα και τις απάτες του νου, και ζητάμε καταφύγιο μέσα στην πείρα, πού έχουμε αποκτήσει, στα συμπεράσματα πού έχουμε καταλήξει, αφού μελετήσαμε αμέτρητα βιβλία και κάναμε συγκριτικές μελέτες, τότε αυτός ο νους είναι ανίκανος, επειδή είναι, μονάχα προκατειλημμένος!!!
Γι' αυτό σ' έναν τέτοιο νου, ή έρευνα δεν είναι παρά να προσθέτει κανείς, ακόμη μια σελίδα στο νεκρό βιβλίο των αναμνήσεων.
Πρέπει να ερευνήσουμε και να δούμε την τωρινή πραγματικότητα, και να μην πούμε πώς είναι « ή ψυχή », ή « Ο Θεός », ή « ή αιώνια σπίθα » πού ξαναγυρίζει στο « Αιώνιο », και που έχουν μέσα τους την έννοια της διάρκειας.
Η θρησκευτική συστηματοποίηση, ή η υλιστική συστηματοποίηση είναι και τα δύο τα ίδια, μόνο με διαφορετική μορφή.
Μια τέτοια σκέψη δεν μπορεί να κατανόηση, που οδηγεί αυτή ή έρευνα.
Οι εμπειρίες, οι γνώσεις, οι τάσεις, οι επιθυμίες, οι φόβοι, έχουν αναπτύξει κάποιαν αντίσταση, και εκείνο, πού λέγετε διαρκές, εκείνο πού θέλει να διαιωνίσει, τον εαυτό του, είναι ή αντίσταση, πού την ονομάζουμε « Εγώ ».
Αυτή ή αντίσταση χωρίζεται, ή μάλλον για να μπορέσει να διαιωνισθεί, χωρίζει τον εαυτό της στο ανώτερο και στο κατώτερο, στο διαρκές και στο μη διαρκές, και εξ αίτιας αυτού του διαχωρισμού δημιουργούνται αμέτρητες θεωρίες, φόβοι, επάνω στους οποίους, οι άνθρωποι ζούνε και εκμεταλλεύονται ο ένας τον άλλον.
Στην πραγματικότητα ή αντίσταση αυτή , με τις αναμνήσεις, με την εμπειρία, με την επαφή, με τις συσσωρεύσεις, όλο και πιο πολύ συμπυκνώνεται, όλο και πιο πολύ αποκτά συνείδηση του εαυτού της, και γι' αυτό θέλει να διαιωνισθεί, και γι' αυτό θέλει να εξακολουθήσει να υπάρχει.
Η αντίσταση είναι το « Εσύ » και το « Εγώ », ο εαυτός μου και ο γείτονας μου.
Και αυτή την αντίσταση την ονομάζουμε « ατομικότητα ».
Στην προσαρμογή των δύο αντιστάσεων, πού ονομάζουμε σχέση βασίζεται ή ηθική και όλα τα άλλα.
Απ' αυτή την αντίσταση προκύπτει η ηθική, η κοινωνική νομοθεσία, ο έλεγχος, η εξουσία του ενός πάνω στον άλλον, αλλά και εξ αιτίας αυτής της αντίστασης εξαφανίζεται η αγάπη!!
Δεν έχουμε μονάχα σύγκρουση μεταξύ της διαρκούς αντίστασης του εαυτού μας και του περιβάλλοντος που αλλάζει, αλλά επίσης έχουμε σύγκρουση και ανάμεσα στα δύο μέρη της αντίστασης, το ανώτερο και το κατώτερο, « το διαρκές και το μη διαρκές ».
Με άλλα λόγια, είναι κανόνας της Φυσικής, όπου υπάρχει δράση, υπάρχει και αντίδραση, όπου υπάρχει αντίσταση υπάρχει και σύγκρουση, και σε όλα αυτά στηρίζεται η ηθική, οι κοινωνικές σχέσεις, οι νόμοι.
Και απ' αυτά γεννιέται ή σύγκρουση μας στις σχέσεις, πού έχουμε ο ένας με τον άλλον.
Λοιπόν, μέσα σ' αυτή την αντίσταση υπάρχει τίποτε το διαρκές;
Αυτό λοιπόν ψάχνουμε να βρούμε.
Βλέπουμε δηλαδή, πώς ή αντίσταση μπορεί να διαιωνίζει τον εαυτό της, με το όνομα, με την κατοχή, με την άγνοια, με την πείρα.
Είναι ένα είδος ανάπτυξης.
Η ατέλεια μπορεί να συνεχίζεται.
Αλλά αυτή ή εξακολούθηση δεν είναι « η διάρκεια».
Αυτή ή εξακολούθηση είναι απλώς ή διαιώνιση της σύγκρουσης.
Αυτό που ονομάζουμε διάρκεια μέσα στην αντίσταση δεν είναι παρά ένα μονάχα τμήμα της ίδιας της αντίστασης, και συνεπώς ένα μέρος της σύγκρουσης.
Επομένως, μέσα σ' αυτό δεν υπάρχει διάρκεια.
Βλέπουμε συνεχώς τη μη διάρκεια, την αλλαγή γύρω μας.
Όλα κινούνται, αλλάζουν, ρέουν, και θέλουμε να ανακαλύψουμε, αν υπάρχει ή διάρκεια μέσα μας ή αν δεν υπάρχει.
Τι είναι λοιπόν αυτό πού γυρεύει τη διάρκεια;;
Βλέπουμε πώς είναι μερικές ιδιότητες, μερικά προτερήματα, εμπειρίες, συσσωρεύσεις, πού έχουν αναπτύξει κάποιαν αντίσταση.
Δεν είναι τίποτε άλλο παρά συσσωρεύσεις των όσων μάθαμε, συσσώρευση αγάπης, επιθυμία να μη χάσουμε το πρόσωπο πού αγαπάμε, συσσώρευση κάποιας πείρας, μαθημάτων, προσπάθεια πώς θα επιτύχουμε μερικές ανεκπλήρωτες επιθυμίες.
Μ' άλλα λόγια, όπου υπάρχει ατέλεια εκεί υπάρχει και ή επιθυμία για την εξακολούθηση, ή οποία δημιουργεί την αντίσταση, και αυτή ή αντίσταση θεωρεί τον εαυτό της σαν διάρκεια.
Άλλα κι' αυτό πού ονομάζαμε αντίσταση, πού γυρεύει τη διάρκεια, κι αυτό επίσης αλλάζει.
Επομένως δεν υπάρχει τίποτε το διαρκές!!!
Είναι σαν τα γεγονότα πού αλλάζουν, αλλάζουν, αλλάζουν.
Έτσι δεν υπάρχει τίποτε άλλο παρά αλλαγή.
Μαζί και ο νους και το περιβάλλον και οι αξίες της ζωής.
Αυτό πού νομίζαμε πώς ήταν διαρκές, δεν είναι πραγματικά παρά ένα μέρος της « μη διάρκειας », μονάχα πού έχει ξεχωρίσει τον εαυτό του και έχει πάρει το όνομα εξακολούθηση!!!
Έτσι ή σύγκρουση μας έχει ένα εντελώς διαφορετικό νόημα.
Όχι μεταξύ μιας αντιστάσεως εναντίον μιας άλλης αντιστάσεως, μεταξύ μιας αντιστάσεως και των αξιών πού αλλάζουν και του περιβάλλοντος, αλλά ολόκληρη ή ύπαρξη είναι μια συνεχής αλλαγή.
Γι' αυτό δεν υπάρχει ούτε μια στιγμή, πού να μπορούμε να έχουμε απόκτηση, συσσώρευση, αποταμίευση κάποιας πείρας για κάποια μέλλουσα διόρθωση του εαυτού μας.
Αν το βλέπαμε αυτό, ολόκληρη ή σχέση του ενός με τον άλλον θα άλλαζε, όχι μονάχα μεταξύ εσάς και έμενα, μεταξύ εσάς και του γείτονα σας, άλλα και με όλες τις αξίες και τα γεγονότα της ζωής!!!!!!


Επιμέλεια παρουσίασης : Γιώργος Χαβαλές

Βενετσιάνοι Μισθοφόροι Στρατιωτες.

Βενετσιάνοι Μισθοφόροι Stradioti στη Ναυπλία


Μια πρακτική της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας για αμοιβές των μισθοφόρων στρατιωτών της, εκτός από τις πληρωμές σε μετρητά, που συχνά καθυστερούσαν, σε δημητριακά ή και σε υφάσματα για στολές, ήταν κυρίως η παραχώρηση γαιών για να συντηρήσουν εαυτούς, το άλογό τους (αφού ήταν ιππείς) και την οικογένειά τους. Αυτά δεν ήταν φέουδα, αλλά μπορούσαν να μεταβιβαστούν στα παιδιά τους. Η Βενετία μπορούσε να ανακτήσει ενδεχομένως αργότερα αυτές τις γαίες και να τις παραχωρήσει σε άλλους. Έτσι, πολλοί τέτοιοι stradioti εγκαταστάθηκαν και αρκετοί παρέμειναν στη ναυπλιακή πεδιάδα.
Μπορούμε να ανακαλύψουμε σημερινούς απογόνους τους; Μια σαφής ένδειξη είναι και τα επώνυμά τους, ορισμένα βέβαια εξελληνισμένα. Οι stradioti ήταν Έλληνες, Αλβανοί, Ιταλοί, Δαλματοί, αλλά και Γερμανοί, Γάλλοι, Φλαμανδοί, Μπαταβοί (Ολλανδοί) κ.λπ.
Ο Μερκούριος Μπούας, 1953 Νίκος Εγγονόπουλος. Ανάμεσα στους ξακουστούς στρατιώτες της Αργολίδας μερικοί από τους αρχηγούς των έγιναν ιδιαίτερα ονομαστοί για την ανδρεία τους και διαπρέψανε σε πολεμικά κατορθώματα. Ένας από τους διαπρεπέστερους αυτούς στρατιώτες ήταν ο Μερκούρης-Μαυρίκης Μπούας, που είχε γεννηθεί στ’ Ανάπλι στα 1496.
Ο Μερκούριος Μπούας, 1953 Νίκος Εγγονόπουλος. Ανάμεσα στους ξακουστούς στρατιώτες της Αργολίδας μερικοί από τους αρχηγούς των έγιναν ιδιαίτερα ονομαστοί για την ανδρεία τους και διαπρέψανε σε πολεμικά κατορθώματα. Ένας από τους διαπρεπέστερους αυτούς στρατιώτες ήταν ο Μερκούρης-Μαυρίκης Μπούας, που είχε γεννηθεί στ’ Ανάπλι στα 1496.
Μια εξαντλητική έρευνα του λεπτολόγου ιστοριοδίφη μας, Τάκη Μαύρου (1915-2001), που δημοσιεύτηκε σε έξι συνέχειες στο πλουσιότατο Δελτίο Ιστορικών Μελετών Ναυπλίου, που εξέδιδε τη δεκαετία του ’90 με εκδότη τον Δήμο Ναυπλιέων υπό τον τίτλο «Παλαιά Επώνυμα στη Σύγχρονη Αργολίδα», μας επιτρέπει να σταχυολογήσουμε όσα επώνυμα φαίνονται ότι ανήκουν σε στρατιώτες, είτε από τις αρχειακές παραπομπές για καθέναν, που παραθέτει ο Μαύρος (π.χ. «το επώνυμο αναφέρεται σε κατάσταση στρατιωτών του τάδε έτους»), είτε από την προφανή ιταλική καταγωγή τους. Ο Μαύρος σημειώνει επίσης και τις πόλεις και χωριά όπου απαντάται κάθε επώνυμο.
Εάν λοιπόν η αίσθηση που αποκτούμε διαβάζοντας αυτά τα επώνυμα είναι σωστή, οι σύγχρονοι κάτοχοί τους πρέπει να είναι απόγονοι εκείνων των στρατιωτών, που παρέμειναν τελικά στην Αργολίδα. Τούτο ενισχύει περαιτέρω τους δεσμούς της Ναυπλίας με τη Βενετία: αφού οι απόγονοι των στρατιωτών εκείνων παρέμειναν στα μέρη μας και είναι πλέον εξ’ ολοκλήρου Έλληνες, η καταγωγή των προγόνων τους μας φέρνει ακόμα κοντύτερα στο βενετσιάνικο παρελθόν του Ναυπλίου και της περιοχής μας.
Παραθέτουμε λοιπόν ένα τέτοιο κατάλογο, που είναι πιο περιορισμένος από εκείνον του Τάκη Μαύρου, γιατί κρατήσαμε μόνο όσα επώνυμα στρατιωτών σαφώς αναφέρονται ή όσα νομίζουμε ότι ανήκουν σ’ αυτούς.
Οι στρατιώτες αυτοί συμμετείχαν με μεγάλη ανδρεία σε όλες τις πολεμικές επιχειρήσεις των Ενετών του καιρού τους, εναντίον των Τούρκων. Πολλοί και οι οικογένειές τους βρίσκονταν στην υπηρεσία της Βενετίας για πάνω από 200 ή 300 χρόνια. Για την ανδρεία αυτή, η Βενετία τους τίμησε κατά καιρούς με παράσημα, απονομή της βενετσιάνικης υπηκοότητας και καταφύγιο για τους ίδιους και τις οικογένειές τους στη Μητρόπολη ή σε άλλες ενετικές κτήσεις, όπως στην Κέρκυρα, Κρήτη, Κύπρο, κατά τις δύο πτώσεις του Ναυπλίου σε οθωμανικά χέρια.
Μάλιστα ένας Βενετσιάνος συνθέτης και ποιητής, ο Antonio Molino, έγραψε υμνητικά άσματα για έναν γενναίο τέτοιο στρατιώτη, τον Μανώλη Μπλέσση, το όνομα του οποίου έχει δοθεί και σε ένα δρόμο του Ναυπλίου.
Άρα οι σημερινοί απόγονοί τους πρέπει να είναι περήφανοι για τους ανδρείους προγόνους τους, οι οποίοι όμως συχνά περνούσαν μεγάλες στερήσεις και από την πείνα τους έσωζε μόνο η καλλιέργεια των χωραφιών τους και ενδεχομένως το ψάρεμα.

Ακολουθεί ο κατάλογος:

ΑΡΓΕΝΤΟΣ (χ. Πασά – Ίναχος). Ένας Αργέντος αναφέρεται στους λογαριασμούς του Σταύρου Ιωάννου, στο Amsterdam, το 1800 (116:181). “Argenti” και Σία: Τούρκος υπήκοος στη Βιέννη, το 1797 (166:49). Ευστράτιος Αργέντης: συλλαμβάνεται στη Βιέννη, το 1797, σαν συνεργός του Ρήγα Φεραίου (174:607). Ένας Δε Αρζέντας, από την Σαντορίνη, υπογράφει ως μάρτυς σε συμβόλαιο δωρεάς το 1645 στη Νάξο (92:89). Και Άγιος Ανδρέας Αργέντης, Χίος το 1465 (264). «Πρωτογερακάρης» Αργ., στη Χίο, στις αρχές του 14ου αι. (265:196).
ΒΑΡΒΕΡΗΣ (Άργος 1849, Δαλαμανάρα, Κρανίδι). Στρατιώτης Zorgi Ververi, αναφέρεται σε κατάσταση στρατιωτών του Ενετικού στρατού, το 1541 (261:353).
ΒΙΓΓΟΣ (Άργος). Ένας «Αντώνης Βίγκος», γεντεκλής (ναύτης), αναφέρεται, το 1809 σε κατάσταση του καπετάν Ρούσου στη Κ/πολη (20:1).
ΒΛΑΣΗΣ (Άργος, Ερμιόνη). Ένας «Γεώργιος Βλάσσης» μνημονεύεται ως στρατιώτης, το 1547, στα Ενετικά Αρχεία (261:437). Το επώνυμο συναντάται στην Ήπειρο από το 1603 (194:33). Ένας «Ντέντες Βλάσης» αναφέρεται σε έγγραφο του Αιγίνης και Ύδρας Αμβροσίου, το 1805 (18:298). «Θεοδόσιος Βλάσσης» αναφέρεται σε συμβόλαιο αγοραπωλησίας τουρκικό του 1817, στο Κουτσοπόδι (203). Οικογένεια Βλάση αναφέρεται σε τουρκικό χοτζέτι του 1818, που επιλύει δικαστική διένεξη στο Διμηνιό της Κορινθίας (11).
ΒΟΝ (ΜΠΟΝ) (Ναύπλιο). Ένας Scipio Bon, σοπρακόμιτος το 1479-1483 με δράση στα νερά του Αργολικού κόλπου, αναφέρεται στα Dispacci da Napoli di Romania (259:123). Το ιταλικό αυτό επώνυμο είναι ευρύτατα διαδεδομένο και σαν ΒΟΝ αλλά και σαν Μπόνος ή Μπόνης.
ΒΡΕΛΛΟΣ (Άργος) Με το επώνυμο Vorello απαντώνται, το 1473, στρατιώτες: Ηλίας, Δημήτριος, Ιωάννης (Ionio;) και Νικόλας (260:11). Χωρίον Βρέλη επαρχίας Καινούργιου (Κρήτη) (286:330).
ΒΡΕΤΤΟΣ (Ερμιόνη, Κρανίδι). Συνηθισμένο βαπτιστικό όνομα κατά τον Μεσαίωνα. Το όνομα Βρετός ή Βρεττός το έδιναν σε νεογέννητα οικογενειών, που είχαν μεγάλη παιδική θνησιμότητα, ελπίζοντας ότι, μ’ αυτό τον τρόπο, θα απέφευγαν το θανατικό ή τη βασκανία (όπως άλλωστε, και τα ονόματα Στυλιανός, Σταμάτης, Στεκούλα –στη Μεσσηνία– κ.α.). Το παιδί, δηλαδή, δεν ανήκε στην οικογένεια και, επομένως, η Θεία Δίκη πιθανόν να το παρέβλεπε. Βρεττό, επίσης, λεγόταν και το έκθετο. Πολλοί στρατιώτες, από αυτούς που αναγράφονται στις καταστάσεις του Ενετικού στρατού, έχουν αυτό το όνομα.
ΓΕΩΡΓΙΛΑΣ (Άργος). «Γεωργιλάς», στρατηγός Καλαβρίας, αναφέρεται το ΣΤΦΞΑ (1053/54) (155:130). «Γεωργιλάς Εμμανουήλ» (πιθανόν στρατιώτης) υποβάλλει έκθεση έμμετρο στις Ενετικές Αρχές, το 1533, περί του τρόπου με τον οποίον μπορούν να καταστρέψουν τους Τούρκους (259:313, 29:195). Τοπωνύμιο στο χωριό Ρεμούσταφα (Αδριανή) Πυλίας (313:243, 29:195). Περισσότερα (29:195-196).
ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ (Άργος). Γεώργης Γιαννούλης αναφέρεται στον Ενετικό στρατό το 1541. Επίσης, Αποστόλης και Ελένη, το 1547 (261:353, 261:457). Τζώρτζης Γιαννούλης, γιατρός στην Ύδρα το 1803, αναφέρεται σε διαταγή του Γαζή Χουσεΐν καπουδάν πασά (18:38).
ΓΚΙΝΗΣ (Επίδαυρος, Ναύπλιο). Αλβανικό τοπωνύμιο “Ljimi Gjigni” (: το αλώνι του Γκίνη) στο χωριό Χαλκιά της Τριφυλίας (313:327). Στρατιώτης Κων/νος Γκίνης (Gini), αναφέρεται σε Ενετικά έγγραφα το 1535 (260:166). Αντώνιος Βασιλείου Γκίνης: θαρραλέος Σπετσιώτης καπετάνιος ταχυπλόου κιρλαγκίτς (είδος ιστιοφόρου), διασπά τον Εγγλέζικο αποκλεισμό (1793) και μεταφέρει από την Κ/πολη στο γαλλικό λιμάνι Μπριγκανσόν, τον πρεσβευτή της Γαλλίας στην Κ/πολη και 200 γάλλους ναύτες (246).
ΓΚΛΑΒΑΣ (Κρανίδι). “Spectabilis Comes Glava”, άλλοτε κύριος των Αγράφων, αναφέρεται σε Ενετικό έγγραφο του Jacomo Barbarigo, Proveditore Generale Della Morea με χρονολογία 25.6.1465 (259:12). Τοπωνύμιο στην Κεφαλονιά. «Χωράφι του Γκλάβα» στο «Πρακτικόν της Αγιωτάτης Επισκοπής Κεφαλληνίας κλπ» το 1262 (318:53).
ΓΚΟΥΜΑΣ (Άργος, Ναύπλιο). Βαπτιστικό όνομα: Ιάκωβος, Γιακουμής Γκούμας, απαντάται, από το 1524, στο όνομα του στρατιώτη Guma Gia στα Ενετικά Αρχεία (260:132), αλλά και πολλών άλλων. Αλβανικό τοπωνύμιο στη Μεσσηνία, “Kjafaj Guma” (: το πέρασμα του Γκούμα), στο χωριό Ψάρι της Τριφυλίας (313:312), και “Laka Guma” στο Κάτω Κοπανάκι της Τριφυλίας (313:321). Επώνυμο στο Αλουποχώρι (Αγρίδι) Τριφυλίας (17:24). Δημήτριος Γκούμας, προεστώς της Ύδρας, συνυπογράφει ομολογία στις 29.3.1792 στην Ύδρα (17).
ΔΑΜΑΛΑΣ (Καρυά, Άργος). Τοπωνύμιο στην Τροιζήνα. Τοπωνύμιο «στου Δαμαλά» στη Σύρο (73:378). Επώνυμο στη Σύρο: Φραγκίσκος d’ Amalas, ιησουΐτης (1639) (1:593). «Άρχων Ληγουρίου Δαμαλάς» (CA. 1450) (169:11). Ανδρόνικος Ζαχαρία de Damala, μέσα ΙΔ’ αι. (314:472). Το επώνυμο μνημονεύεται μεταξύ των πρώτων μικτών οικογενειών Χίων και Γενοατών, στη Χίο, στις αρχές του 14ου αι. (265:196).
ΔΑΡΜΟΣ, ΝΤΑΡΜΟΣ, και ΝΤΑΡΜΑΣ (Ναύπλιο Κιβέρι). Το επώνυμο προφανώς Βενετσιάνικο, σημαίνει τον εξειδικευμένο στη χρήση κάποιου όπλου, τζάγκρα, βαλίστρα, αρκεβούζια κ.λ.π. βενετό στρατιώτη, σαφώς διαχωριζόμενο από τον FANTI που ήταν ο ιταλός στρατιώτης του πεζικού, τον σολντάτο που ήταν ο στρατιώτης γενικά, και τον Stradioto που ήταν ο έφιππος μισθοφόρος συνήθως Αλβανός ή αλβανόφωνος.
“Le Gente Darme, e Fanti a Squadra”, Μ.Ε.Ι./13,31
“200 Fanti e 20 Homini Darme”, Μ.Ε.Ι. 6/6. Αλλά ενίοτε και οι επαγγελματίες μισθοφόροι, οι σωματοφύλακες Μ.Ε.Ι. 6/6.
Έφιππος stradioti του 15ου αιώνα.
Έφιππος stradioti του 15ου αιώνα.
ΔΕΣΥΛΑΣ (Άργος). Οικογένεια Δεσίλα αναγράφεται στον κώδικα του Αγίου Νικολάου των Λατίνων, στο Αργοστόλι, 2ονήμισυ του 17ου αι. (294:151). «Θανάσης και Ιωάννης Πάντζας Δεσήλας» «εκ παλαιάς Ηπείρου» υπογράφουν, στις 15.8.1788, έγγραφο προς την Αυτοκράτειρα της Ρωσίας Αικατερίνη, περί πολεμικής συνεργασίας (177:102). Οικογένεια προυχόντων αναφέρεται, στην Πάργα, το 1819 (294:447).
ΔΕΣΥΠΡΗΣ (Ναύπλιο). Γεώργιος De Cipris, αναγράφεται σε διαθήκη του 1497 στην Κρήτη (254:664).
ΔΟΜΑΖΟΣ (Κουτσοπόδι). Πιθανόν από το ιταλικό Tomaso (Θωμάς). Τοπωνύμιο «του Ντουμάζη» στον Άη Γεώργη στα Γουβαλάρια (Άγιος Πέτρος) και του Λάπη ή Μπρέχτη (Ριζοχώρι) της Τριφυλίας (313:301).
ΔΟΡΙΖΑΣ (Ναύπλιο, Άργος). Στρατιώτης Tomaso Doriza αναφέρεται στα σχετικά αρχεία, το 1541 (261:333). Θεόδωρος ιερεύς Δορίζας αναφέρεται, το 1524, στη Ζάκυνθο (104:11).
ΖΑΜΠΑΡΕΛΟΣ (Άργος). Στις 21 Οκτωβρίου του 1508 προτείνεται από τις Ενετικές Αρχές να ζητηθεί η έγκριση του Πάπα για την εκλογή του Παύλου Zabarella σαν (καθολικού) επισκόπου Ναυπλίου (Reg. IU, φ.48V – 236:268). Ζαβαρέλλας «εκ Παταβίου», βιογράφος του οίκου Sanudo (1207-1371) (162:90). Κάμιλλος Σαμπερόλος εκλέγεται μετά του Θωμά Διπλοβαλάτζη, αντιπρόσωπος των Πισαυρηνσίων, παρά τω Πάπα (1511-1515) (201Α:105).
ΖΕΓΚΙΝΗΣ (Άργος). «Ζεγγίνης πελούκμπασης», από την Κορώνη, απαντάται σε έγγραφο της Κοιν. Ύδρας το 1811 (20:165). Τουρκιστί zengin = Ο πλούσιος.
ΖΟΓΙΑΣ και ΖΩΓΙΑΣ (Κρανίδι;).
“Noi Gui do Anguiano Signor di Argues et di Napoli… in compenso di boni agradi et acceittabili servitii, che nostro caro et bene amato Kavalier et compagno il Signor di Zoja noi ha fato…” απαλλάσσεται από την υποχρέωση να συντηρεί 4 έφιππους στρατιώτες. Φρούριο του Ναυπλίου Δεκέμβριος 1364. (314:240). Στον Domino Zorzi de Zoia, ευγενή από το Ναύπλιο, παραχωρούνται, το 1545, γαίες αποδόσεως 900 «μέτρων» σιτηρών στο Λασίθι της Κρήτης, για ανταμοιβή των αγαθών, που εγκατέλειψε στη Napoli di Romania (261:412).
ΖΟΥΓΛΗΣ (Χώνικα, Πυργέλα). Ένας Μάρκος Zogli, Capitano Famosissimo μνημονεύεται με δράση στη Θράκη, επί Βαγιαζήτ, περί το 1510 (262:178).
ΖΩΓΡΑΦΟΣ (Άργος, Ναύπλιο). Ένας στρατιώτης Στέφανος Ζωγράφος αναφέρεται σε έγγραφα του Ενετικού στρατού, από το 1531 (261:354). Κυριάκος Ζωγράφος γράφει και μαρτυρεί έγγραφο αγοραπωλησίας το 1762, της μονής Αγ. Δημητρίου Ρεοντινού (49:213).
ΙΑΤΡΟΥ (Άργος, Κοιλάδα, Ναύπλιο). Κλάδος των Μεδίκων της Ιταλίας, εγκατεστημένος στην Αθήνα από τα τέλη του 14ου αι. (163:97, 164:244). Μεδιτζήδες (:ιατροί) αναφέρονται στο Οίτυλο της Μάνης όπου και ολόκληρη συνοικία, το μισό σχεδόν της κωμόπολης λέγεται, ακόμα και σήμερα, «Γιατριάνικα». Οικογένεια αργυραμοιβών, εβραϊκής καταγωγής, αναφέρονται στο Ηράκλειο Κρήτης, μεταξύ 1360-1414 (302).
Από το παλιό βιβλίο του Νικήτα Νήφου-Λάκωνος «Λακωνική Χορογραφία» (εν Αθήναις εκ της Τυπογραφίας Ιωάν. Αγγελόπουλου 1853, σ. 6), σταχυολογούμε τα εξής:
-6-
Περί του Ιατρού
«Αυτός μεν ήταν αδελφέ ο ιατρός εβραίος
Ήξευρε δε ρωμέϊκα καλά ωσάν ρωμαίος
Αυτός αν δε επρόφθανε ήμουν εγώ χαμένος
και εις την γην στα χώματα με τους νεκρούς θαμένος»
από τους στίχους που ακολουθούν φαίνεται ότι η θεραπεία έλαβε χώρα στο Ναύπλιο:
«Η θέρμη ουν εκόπησε η μέση επονούσε
και πέντε μήνες αδελφέ όλο με τυραννούσε
Αφού δε ιατρεύτηκα εις τ’ Αναπλιού το κάστρον
Ένα χρόνο εκάθησα με της αυγής το άστρον».
Η γνώμη ότι οι Ιατροί της Μάνης (Μεδιτζήδες), κατάγονται από τους Μεδίκους της Ιταλίας είναι άτοπος (201α:268). Επώνυμον Ιατρού, μεταξύ εκείνων που είχαν μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία στη Χαλανδρίτσα (128). Παναγιώτης Ιατρού αναφέρεται στην Ύδρα το 1820, σε έγγραφο της Κοινότητος (22:351), Μιχαήλ και Διονύσιος Ιατροί, έχουν συστήσει εμπορικήν εταιρεία από το 1818 (συμβόλαιο 9353/15.1.1848 του Συμβολαιογράφου Ναυπλίου Αναστ. Κ. Ελαιώνος).
ΚΑΒΑΛΙΕΡΟΣ Κατά τη διάρκεια της Ενετοκρατίας, cavalieri λέγονταν εκείνοι, που είχαν ιδιόκτητο άλογο. Ίσως το επώνυμο να χρονολογείται από τότε.
ΚΑΒΑΛΛΑΡΗΣ (Ναύπλιο). Στη Μεσσηνιακή Μάνη, κοντά στο χωριό Λαγκάδα, υπάρχει ένα μοναστήρι της Παναγίας, που λέγεται «του Καβελλάρη». Η ονομασία πρέπει να είναι παλαιότερη από τη χρονολογία «1673», που βρίσκεται χαραγμένη σε κάποια πέτρα στο μοναστήρι. Λιμπέρης Κ. υπογράφει ομόλογο το 1743 στη Νέδουσα (Μεσ.) (235:106). Σύμφωνα με την τοπική παράδοση, «κάποτε, τα παιδιά ενός Ιταλού δούκα, που λεγόταν Καβελλάρης, εγκατέλειψαν την πατρίδα τους και κατέφυγαν σ’ αυτή την περιοχή της Μάνης. Ο ένας έγινε γενάρχης της οικογενείας Καπιτσανέα (από το: καπουτσίνος;), και ο δεύτερος έχτισε αυτό το μοναστήρι, του Καβελλάρη».
ΚΑΚΑΡΟΥΚΑΣ (Κρανίδι). Αναφέρεται, μεταξύ των στρατιωτών, στα έγγραφα της Ενετικής Γερουσίας, το 1482 (260:29). Χωριό της επαρχίας Γαστούνης (64:452). Μεταξύ των εγγράφων της Μ. Λουκούς, αναφέρεται: διαθήκη μοναχού Γρηγορίου Κακαρούκα, και πωλητήριο Αγγελίνας Γεωργάκη Κακαρούκα (1817) (61:187). Το όνομα είναι αλβανικό και σημαίνει: κακοκυλημένος (202:192).
ΚΑΚΟΥΡΟΣ (Αχλαδόκαμπος). Στρατιώτης Nicolo Cacouri απαντάται από το 1556. (262:174).
ΚΑΛΑΒΡΟΣ (Ναύπλιο). Το επώνυμο απαντάται, από το 1080, σε έγγραφο της Μονής Ιβήρων (28:130). Τοπωνύμιο παρά την Κίττα Μάνης: «Άη Γεώργης στον Καλαβρό». Τοπωνύμιο στην Κεφαλονιά (318:38). Τοπωνύμιο «στ’ Καλαβρέζ»: στο χωριό Μελισσουργοί της Ηπείρου (282:122). Το 1480, ο Γιαννούλης Καλαβρός, PROCURADOR της επισκοπής Ναυπλίου, δανείζει στον Bartolomeo Minio, PROVEDITOR E CAPITANO a Napoli di Romania, υπέρπυρα CCL (=250) (250:132). «Δημήτρης του Καλαυρού»: το 1509, στο Ναύπλιο (154:274). Σεβασμία Πελαγία, ηγουμένη της μονής της Παναγίας Della Grotta στο Ναύπλιο και χήρα του ποτέ Δαμιανού Καλαυρού: αναφέρεται το 1543 (261:415). Επώνυμο στρατιώτη (1547), καταγόμενου Da Napoli Di Romania (260:455). Νικολός Καλαβρός: συνυπογράφει, το 1679, την «κόποια των υπαρχόντων της αγίας Μονής του Παναγίου Τάφου στο Ναύπλιο» (309:256). «Περιβόλι του Καλαβρού»: στη Χάλαντρη Νάξου, αναφέρεται σε συμβόλαιο του 1654 (93:101). «Καλαβρής»: αναφέρεται στον Κώδικα της μ. Σπηλιώτισσας Ζακύνθου (1605) (126:φ17 σελ. β).
ΚΑΛΑΦΑΤΗΣ (Άργος). Ένας Καλαφάτης αναφέρεται στην Κορώνη, το 1707 (183:55).
ΚΑΛΚΟΥΝΟΣ (Ναύπλιο, κ.α.). «Γερογηάνις Καλκούνης από τον Πύργο»: αναφέρεται σε σημείωση επί του βιβλίου «Μέλισσα» (με χρονολογία 1725) της μονής Κατερινού Μακρυνείας (μητρόπολις Αιτωλίας και Ακαρνανίας) (218:146).
ΚΑΛΟΓΕΡΑΣ (Άργος). Στρατιώτης Ιωάννης Καλογεράς του ποτέ Δημητρίου Da Napoli Di Romania: αναφέρεται το 1556, στα Ενετικά Αρχεία (262:79). Επίσης, Κων/νος του Δημητρίου Calogiera, Da Napoli Di Romania, το 1567 (262:120). «Μιχαήλ Καλογεράς»: μεταξύ των φυγάδων Αθηναίων, παρουσιάζεται στις Ενετικές Αρχές της Κορώνης και ζητά σπίτι να εγκατασταθεί (Αύγουστος 1689) (162:201). Ευστάθιος Καλογεράς: δάσκαλος του γιου του Αλή πασά, στα Ιωάννινα (277:26). Το επώνυμο απαντάται, επίσης, στην Ύδρα το 1807 (19:40).
ΚΑΜΙΖΗΣ (Κρανίδι). «Ο Ισαάκιος, ίνα καταπολεμήση την στάσιν του Βρανά (1187), ηναγκάσθη να δανεισθή σπουδαία ποσά παρά του πρωτοστράτορος Μανουήλ του Καμύτζη» γράφει ο Μιχαήλ Ακομινάτος (142:492), (255:379).
Για τον ίδιο Καμύτζη, ο Σπ. Λάμπρος συνεχίζει: «…Εις ταύτας τας τοπικάς στάσεις, προσθετέα ίσως και η τυρρανίς του Μανουήλ Καμύτζη όστις ετάραττε την καθεστώσαν τάξιν μετά του γαμβρού αυτού του Βλάχου Χρυσού, και δη ούτοι:
»αφιστώσι τα πόρωθεν, διεκπίπτουσι Τεμπών των Θεσσαλικών, των πεδιάδων επιλαμβάνονται, παρακινούσι την Ελλάδα, παλίμβολον τιθέασιν την Πέλοπος».
… (142:535). «Οικία του Καμίτζη» αναφέρεται στην Κεφαλονιά, προ του 1262 (318:47). Μονή Καμύτζιανης στα Ιωάννινα, Καμήσια λέγονται στην Ήπειρο τα μαυρομάτικα φασόλια (220:169). Καμίτζης, στη Ζάκυνθο, το 1611 (120:φ20 σελ. β). Camichi: γένος πτηνών (230:945). Καμίτζης: οικογένεια στους Γοράνους της Λακωνίας (72:812).
ΚΑΜΠΙΤΗΣ (Άργος, 1844). Κατηγορία στρατιωτών του Ενετικού στρατού. Οι “Vecchi Stratioti de questo Territorio (Di Napoli Di Romania), chiamati Cambites”.
(: Οι παλιοί στρατιώτες αυτής της περιοχής, της Napoli Di Romania, οι αποκαλούμενοι Καμπίτες) (259:191). «Καμπίτες», επίσης ελέγοντο οι Αλβανοί, που εγκαταστάθηκαν σε τόπους πεδινούς.
ΚΑΝΑΚΗΣ (Άργος, 1848). Κανάκης Γεώργιος: στρατιώτης, το 1543, στον Ενετικό στρατό (261:380). Και βαπτιστικό Κανάκης Πουλομάτης, στο Ναύπλιο, το 1509 (154:273).
ΚΑΝΤΡΕΒΑΣ (Κρανίδι). Στρατιώτης Domenego Candreva: αναφέρεται σε κατάσταση του Ενετικού στρατού, με χρονολογία 1541 (261:336). Και Chiurca Cantreva, επίσης το 1541 (261:337). Καντρέβα: μικρό χωριό (σημερινή Ασέα) του δήμου Βαλτετσίου (επαρχία Μαντινείας νομού Αρκαδίας), που πιθανόν οφείλει την ονομασία του στους παραπάνω στρατιώτες (185:309). Η λέξη είναι αλβανική και σημαίνει: συμμαζωμένος (202:194).
ΚΑΠΑΡΕΛΟΣ (Άργος, Καπαρέλι, κ.α.). Στρατιώτης με το όνομα αυτό αναφέρεται στον Ενετικό στρατό, το 1541 (261: 353).
ΚΑΠΟΥΡΑΛΟΣ (Άργος, Κεφαλάρι). Το επώνυμο απαντάται στην Αργολίδα το 1548 (262:10).
ΚΑΡΑΒΕΛΟΣ (Άργος). Ένας Leonardus Karavello, βενετός ευγενής, αναφέρεται από το 1403 (256:6).
ΚΑΡΑΚΑΛΟΣ (Ίρια, Δρέπανο, Κρανίδι, Ναύπλιο). Οικογένεια Καρκαλάδες αναφέρεται σε επιστολή Σωφρονίου, πατριάρχου Ιεροσολύμων, με χρονολογία 1609 (56:224). Η οικογένεια αυτή προέρχεται από τη Δημητσάνα, όπου απαντάται το επώνυμο σαν Καράκαλος ή Καρκαλάς, που είναι το ίδιο (56:227). Πιθανόν να πρέπει να συνδεθεί με το Βενετσιάνικο επώνυμο Caracala, που εμφανίζεται στην περιοχή της Napoli Di Romania τουλάχιστον από το 1542 (261:363, 261:366). Μονή Αγίου Δημητρίου Καρακαλά στη Ναυπλία. Τοπωνύμιο «της Καρκαλούς»: βόρεια από τη Δημητσάνα. Τοπωνύμιο στο χωριό Μύλοι (Περιβόλια) Τριφυλίας (313:150). «Καρκαλούσα» = η ελονοσία, τπνμ. στο χωριό Λαδά της Μεσσηνίας.
ΚΑΡΜΑΝΙΟΛΑΣ (Ασίνη). Ένας «περίδοξος οπλαρχηγός Καρμανιόλα» εκτελείται από τους Ενετούς, το 1432 (176:266). Carmaniola, ενετός στρατηγός εικονίζεται σε τοιχογραφία του Αντων. Βασιλάκη στο Palazzo Ducale στη Βενετία, δεύτερο ήμισυ του 16ου αι. (201Α:165).
ΚΑΡΟΥΣΟΣ, ΚΑΡΟΥΤΣΟΣ, ΚΑΡΟΥΝΤΖΟΣ και ΚΑΡΟΥΖΟΣ (Άργος, Ναύπλιο). «Αλεξ. Καρούσος», νομομαθής, μεταβαίνει από την Κεφαλονιά στη Βενετία για να υποστηρίξει κάποιο εκκλησιαστικό θέμα στο δεύτερο ήμισυ του 17ου αι. (294:71). «Ευστάθιος Καρούσος», αγιογράφος (1756) στην Κεφαλονιά (105:23). «Ιωάννης Βαπτιστής Καρούσος» αφιερώνει εικόνα του Ιωάννου Προδρόμου στο ναό του Αγ. Γερασίμου, στο Κάστρο της Κεφαλονιάς το 1798 (105:22). Μία κόρη της οικογένειας Καρούτσου, την Κατερίνα, από το Άκοβο της Μεσσηνίας, παντρεύτηκε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Η οικογένεια Καρούτσου υπήρχε, μέχρι πρότινος στο Άκοβο. Πολλά ονόματα Καρούσου σε κατάλογο μελών του Συμβουλίου Κοινότητος Κεφαλονιάς (1593) (201). Caruso λέγεται στα ιταλικά, ο εργάτης μεταλλείων θείου, στη Σικελία.
ΚΑΡΩΝΗΣ (Ναύπλιο). Σε παλιό κατάστιχο του Δημ. Καρώνη γραμμένο περί το 1880 αναγράφεται ότι παλαιότερα το επώνυμο της οικογενείας η οποία κατάγεται από τα Αχούρια της Τριπόλεως, ήταν Κουτσόπαπας, και ότι στις αρχές του αιώνα μετονομάστηκαν σε Καρώνης.
ΚΑΣΝΕΣΗΣ (Ερμιόνη). Στρατιώτης μ’ αυτό το επώνυμο αναφέρεται το 1482, στις τάξεις του Ενετικού στρατού (259:200). «Οικογένεια Κανιώση ή Κανέση»: στη Ζάκυνθο, διατηρούσε τη μονή της Πικριδιώτισσας, στα τέλη του 15ου με αρχές 16ουαι. (104:66).
ΚΑΤΣΑΙΤΗΣ (Ναύπλιο). «Πέτρος Αναγνώστης Κατσαΐτης»: στρατιώτης στην Κεφαλονιά, αναφέρεται στα Ενετικά Αρχεία το 1564 (262:107). «Ευαγγελινός Κατσαΐτης, γιος του Σοφιανού και της Λάουρα Ασσάνη»: σημειώνεται μεταξύ εκείνων, που φοίτησαν στο Ελληνομουσείο του Αγίου Αθανασίου στη Ρώμη, κατά τα έτη 1610 – 1730. Ο Ευαγγελινός Κατσαΐτης είχε γεννηθεί το 1646 (294:416). «Πέτρος Αναγνώστης Κατσαΐτης», λεγόμενος «Μανταλάς», βιβλιογράφος, υπογράφει εκκλησιαστικό βιβλίο (στιχηράριον): «Ετελιώθηκε εις τας 1176 Δεκεμβρίου 2 και το έγραψα εγώ ο Πέτρος αναγνώστης Κατσαΐτης λεγόμενος Μανταλάς» (3:332). Επειδή τοπωνύμιο «του Μανταλά» σώζεται ακόμα στην περιοχή του χωριού Κούτσι (Αργολικό) της Ναυπλίας, και επειδή ένας Πέτρος Κατσαΐτης είναι και ο συγγραφέας του γνωστού θρήνου για την κατάληψη του Ναυπλίου από τους Τούρκους το 1715, παρ’ όλο που υπάρχει μια διαφορά 60 ετών στις δύο χρονολογίες, συγχωρείται ενδεχομένως η υπόθεση ότι πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο (88:286). Το επώνυμο «Μανταλιάς» συναντάται ακόμα σήμερα στη Ζάκυνθο. Περισσότερα (293:229-2).
ΚΑΤΣΑΡΗΣ (Άργος 1854, Πόρτο Χέλι). «Κάτζαριν» ναύκληρον που ταξίδευε στα νερά της Ανατολικής Πελοποννήσου (Μονεμβασία) μνημονεύει ο Μιχαήλ Ακομινάτος (13ος αι.) (142:137). «Μιχαήλ Κατσάρης», Bombardier, αναγράφεται το 1545 στα έγγραφα του Ενετικού στρατού (259:283). Μητροφάνης Κάτζαρης, το 1624, νοτάριος στην Κεφαλονιά (Ανέκδοτος Κώδικας μονής Αγ. Παρασκευής Ταφιού (Κεφαλονιά) φ. 24).
ΚΑΤΣΙΚΗΣ και ΚΑΤΣΙΚΑΣ (Άργος 1849, Ναύπλιο). Όνομα στρατιώτη του Ενετικού στρατού, χρονολογούμενο από το 1543 (261:378). Ένας «Γιάννης Κατσίκης», υπηρέτης του πασά Ασουμάν (Οσμάν;) των Ιωαννίνων, φονεύεται από τους οπαδούς του Διονυσίου (του Σκυλοσόφου), το 1611 (191:83). «Κατσικά», ονομασία χωριού των Ζαγορίων Ηπείρου (135:7). «Κατζήκας» υπογράφει έγγραφο που βρίσκεται στο αρχείο της μ. Ελώνης (67:118). Οικογενειακό επώνυμο στην Αρτσίστα Ζαγορίων (136:197).
ΚΕΡΑΜΙΔΑΣ (Άργος, Κοφίνι, Πασά). Anagnosti Calogheraki Cheramidi, από τη Ζαρνάτα της Μάνης. Το επίθετο αναφέρεται σε κατάσταση, που συνόδευε έγγραφο αναφορά των Βοιτυλιωτών προς την Ενετική Δημοκρατία, το 1690 (118). Συμβολαιογράφο «Κεραμίδη» συναντούμε, το 1697, στην Αργολίδα (119). Ονομασία χωριού στα Ζαγόρια Ηπείρου (132:75). «Κεραμίδης» στο υπ’ αριθ. 3668, -Νοέμβριος 1845-, συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Άργους Αναστ. Μαυροκεφάλου, (Ανέκδοτο Αρχείο συμβολαιογράφου Ν. Ντόκου).
ΚΛΑΔΟΥΡΗΣ και ΚΛΑΔΟΥΡΑΣ (Άργος κ.α.). Αναφέρεται στρατιώτης «Μανώλης Δημητρίου Claduri» σε κατάσταση του Ενετικού στρατού, το 1541 (261:355). «Acladuri» αναφέρεται σε κατάλογο πολιτών από τα Χανιά Κρήτης, που εγκαταστάθηκαν στην Κέρκυρα, τον 17ο αι. (158:454).
ΚΛΙΑΣΟΣ (Άργος). Στρατιώτης «Δημήτριος Κλιάστος» αναφέρεται σε έγγραφα του 1541 των Ενετικών Αρχών (261:356). Η λέξη είναι αλβανική και σημαίνει: κλαψιάρης (202:194).
ΚΟΚΚΙΝΟΣ (Ναύπλιο). «Δημήτριος και Γεώργιος Κόκκινος»: στρατιώτες, αναφέρονται από το 1541 (261:353). Τοπωνύμιο «του Κόκκινου», στο χωριό Κόκκινο της Πυλίας (313:159). «Γεώργης Κόκκινος» αναφέρεται σε προικοσύμφωνο του 1798, στο Λεωνίδιο (178:305).
ΚΟΚΟΤΟΣ (Άργος, 1877). «Θεόδωρο Cocoto» συναντούμε στρατιώτη στον Ενετικό στρατό, το 1541 (261:347). Τοπωνύμιο στο χωριό Καρβούνι Τριφυλίας (313:161).
ΚΟΜΑΣ (Ερμιόνη). Σε έγγραφο των Ενετικών Αρχών, με ημερομηνία 15 Οκτωβρίου 1549, αναφέρεται ένας «Theodosio Coma», στον οποίο χορηγήθηκε μια αποζημίωση 20 δουκάτων (262:23).
ΚΟΜΙΝΗΣ (Ναύπλιο, 1858). Στρατιώτης Cominus απαντάται από το 1492 (260:49).
ΚΟΝΤΟΣ (Ναύπλιο κ.α.). Κόντος ονομαζόταν ο ένας από τους τρεις παιδαγωγούς, που συνόδευσαν τον Μιχαήλ, γιο του Θωμά Παλαιολόγου, δεσπότη του Μορέως, στη Ρώμη, και αργότερα τον συμβούλευσε να καταφύγει στον Μωάμεθ (1465) (152:38). Κόντος ή Κοντός αναφέρεται στρατιώτης, το 1506 (260:81). «Μαρίκος Κόντος» υπογράφει, ως μάρτυς, έγγραφο του μετοχίου του Παναγίου Τάφου (της Αγιά-Μονής), το 1679 (309:257). Τοποθεσία «του Κοντ»: στην Άνω Βίτσα παρά τον αγρό του Κόντου (268:197).
ΚΟΡΩΝΑΙΟΣ (Άργος, Ναύπλιο). Στρατιώτης «Ιωάννης Κορωναίος» αναφέρεται στα Ενετικά Αρχεία, το 1530 (260:148). «Γεώργιος Κωρονέος» αναφέρεται στο «Πρακτικόν κλπ.» της Εκκλησίας Κεφαλληνίας, το 1262 (318:29).
ΚΟΣΜΑΣ (Άργος). Ονομασία χωριού της Κυνουρίας, πάνω στον Πάρνωνα. Σε έγγραφο του Ενετικού Συμβουλίου με χρονολογία 4 Μαρτίου 1571 αναγνωρίζονται μεταξύ των Capitani της Μάνης και ο «Cosma Dimitri», και μεταξύ των πρεσβευτών ο «Antonio Cosma», που ίσως έχουν κάποια σχέση με τους ιδιοκτήτες της περιοχής της Κυνουρίας, που πήρε και το όνομά τους (185:310). Ένας «Κοσμάς», καταγόμενος από την Κορώνη, αναφέρεται το 1514 (183:56). «γεόργιοσ κοσμάσ» συνυπογράφει με άλλους αναφορά προς τις Ενετικές Αρχές, το 1694. Μετά την εγκατάλειψη των Αθηνών από τον Μοροζίνη (Μάρτιος, 1688), ένας ωρισμένος αριθμός Αθηναίων παρακολούθησε τους Ενετούς στο Ναύπλιο. Ένας από τους φυγάδες αυτούς ήταν και ο «γεόργιοσ κοσμάσ». Με το έγγραφο, υποδείκνυαν τον Μπεναλδή σαν κατάλληλο δάσκαλο των παιδιών τους, στην Πάτρα (189:85). «Κοσμάς Αντρέας» αναφέρεται σε προικοσύμφωνο στη Ζάκυνθο το 1706 (126:φ88). «κγοσμάς ιερομόναχος ο μοραΐτης» υπογράφει πρωτόκολλο παραλαβής του λειψάνου της Αγίας Θεοδώρας της Αυγούστης στις 13 Απριλίου 1725 στην Κέρκυρα, ως καθηγούμενος του μοναστηριού της Αγίας Αικατερίνης (157:466). «Γεώργιος Κοσμάς, τρομερός κλέφτης και απόγονος κλεφτών» από το χωριό Αετός Τριφυλίας, συνόδευε τον Γιάννη Κολοκοτρώνη (Ζορμπά) στην επίθεσή του, το φθινόπωρο του 1805, εναντίον του πρωτοσύγκελλου Άνθιμου Ανδριανόπουλου (177:98, 45:121, 72:717). «Γκίκας του Κοσμά» αναγράφεται σε κατάσταση της Κοιν. Ύδρας το 1802 (17:314).
ΚΟΥΖΗΣ και ΚΟΥΤΣΗΣ (Φούρνοι, Δίδυμα). Απαντάται στα Ενετικά Αρχεία, από το 1482 (260:28, 260:76, 260:111, 260:151, 261:353, 261:344, 261:361, 261:362, 261:388). Επώνυμο στρατιώτη, από το 1542 (261:361). Απαντάται συχνά, στον κώδικα της μ. Σπηλιώτισσας Ζακύνθου (126). «Κούτσι»: χωριό της Β. Ηπείρου, και της Αργολίδας.
ΚΟΥΡΤΕΣΗΣ (Άργος, Κρανίδι). Στρατιώτες «Ανδρέας και Νικολός Cortessis» αναφέρονται σε έγγραφα των Ενετικών Αρχών από το 1541. Καταγόντουσαν από την Μονεμβασία (261:352). Χωριό της Ηλείας. Τοπωνύμια «Κορτέση» στα χωριά: Κόκκινο Πυλίας, Βαριμπόμπη (Μοναστήριον) και Τρουκάκη (Πανόραμα) Τριφυλίας (313:168). «Γεώργιος Κουρτέσης ο Σχολάριος» λεγόταν και ο πρώτος διορισμένος από τον Μωάμεθ Β’ πατριάρχης Κ/πόλεως Γεννάδιος.
ΚΟΥΤΟΥΒΑΛΗΣ (Ερμιόνη). «Δημήτριος Κουτούβαλης», στρατιώτης, αναφέρεται στα έγγραφα των Ενετικών Αρχών, από το 1535 (260:166). «Avocato fiscal Dr CoLorenzo Cottuvoli» αναφέρεται από τους Ενετούς συνδίκους εξεταστές του Μορέως, σε έγγραφό τους του 1704 (145:815). «Σωφρόνιος Κουτούβαλης», επίσκοπος στην Κεφαλονιά το 1782 (294:67). Σημαντική οικογένεια στη Ζάκυνθο, τουλάχιστον από το 1610 (126:φ. 20 σελ. β).
ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΟΣ (Ναύπλιο). Απαντάται σε κατάσταση, που συνόδευε έγγραφο αναφορά των Βοιτυλιωτών προς την Ενετική Δημοκρατία, το 1690 (118:426, 436). Τοπωνύμιο στη Λιγούδιστα (Χώρα) Τριφυλίας (313:170). Τοποθεσία στη Λαγκάδα Κόνιτσας (283:224).
ΚΥΡΙΑΚΗΣ (Παλ. Επίδαυρος). «Nichiforo Chiriachi» από την Κέρκυρα μνημονεύεται το 1554 (262:64). Ίσως να υπάρχει κάποια σχέση ανάμεσα στους δύο αυτούς κλάδους, της ιδίας πιθανόν οικογένειας. Γιατί, όπως γράφει ο Λ. Βροκίνης, εκείνοι που ακολούθησαν τους Ενετούς, όταν αυτοί εγκατέλειψαν το Ναύπλιο το 1540, ανερχόντουσαν σε 1200, και η περιοχή Επιδαύρου, τότε, περιλαμβανόταν μέσα στα όρια της Napoli di Romania (46:247). Οικογενειακό επώνυμο «Κυργιάκου» στο χωριό Φραγκάδες Ηπείρου (131:243).
ΛΑΚΙΩΤΗΣ (Άργος). «Καπετάν τενετες νάτζος λακιοτης» υπογράφει, στις 15.8.1788, έγγραφο προς την αυτοκράτειρα της Ρωσσίας Αικατερίνη Β’, από την Παλαιά Ήπειρο, περί πολεμικής συνεργασίας κλπ. (177:102).
ΛΑΛΙΩΤΗΣ (Βιβάρι Ναυπλίου). Στα Ενετικά Αρχεία απαντούμε στρατιώτες Pelegrin και Theodoro Laloti da Napoli di Romania σε έγγραφο του 1542 (261:374). Χωριό της Κορινθίας (64:458). «Βουνό του Λαλιώτη»: τοπωνύμιο στο χωριό Φαγιά Ζακύνθου (104:113).
ΛΕΚΑΣ (Άργος, Ναύπλιο κ.α.). Βαπτιστικό όνομα πολλών στρατιωτών, κυρίως αλβανικής καταγωγής, αλλά και επώνυμο. Σε «θύμηση» επί ευαγγελίου της μονής Βίτσης (Δωδώνη Ηπείρου) αναφέρεται ως ιδιοκτήτης του ένας «Γεώργιος Λέκας» ποστέλνικος (ανώτερος υπάλληλος του Υπουργείου Εξωτερικών), το 1626, καταγόμενος από τα Ιωάννινα (267:107). «Ράχη του Λέκα», στο χωριό Σιδερόκαστρο Τριφυλίας και Αλή-Τσελεπή (Κάτω Σαμικόν) Πυλίας (313:178).
ΛΙΟΝΤΑΣ (Κρανίδι, 1851). Ένας Zorzi de Londa, Zitadin de questo luocho (: Thermissi, Castri et Vorsicha) αναφέρεται σε έγγραφο με χρονολογία 15 Απριλίου 1480, του Bartolomeo Minio προς την Ενετική Σύγκλητο (259:119). Σε έγγραφο του 1545, αναφέρεται ο Domino Franco de Londa cittadino nobile da Napoli diRomania και τα παιδιά του Nicolo και Andrea (261:408). Theodosio da Londacittadino nobile da Napoli, σε έγγραφο του 1545 (261:414), επίσης Manusso Londa και τα παιδιά του Zorzi και Antonio, σε έγγραφο του 1552 (262:41).
ΛΟΥΜΗΣ (Κρανίδι, 1863). Αλβανικό βαπτιστικό όνομα. Απαντάται στους στρατιώτες Lumo Renessi, το 1504 (258:60) και Lumi Prifti, το 1541 (261:337), όπως ασφαλώς και σε άλλους. «Λούμη»: χωριό της περιοχής Σέρβου Γορτυνίας (185:312).
ΛΥΓΟΥΡΙΑΤΗΣ (Άργος 1892, Κούτσι (Αργολικό), Ναύπλιο 1853). Στρατιώτης Nicolo Liguriati da Napoli di Romania απαντάται, το 1542, σε Ενετικά έγγραφα (261-:374). Το επώνυμο απαντάται σε έγγραφα της μονής Αγ. Δημητρίου Ρεοντινού Κυνουρίας, το 1780 (49:233).
ΜΑΤΖΑΒΡΑΚΟΣ (Ναύπλιο, Ίρια). Στον Γεώργιο Maravracco (γρ. Mazavracco;) πρόσφυγα από την Αθήνα, παραχωρείται εγκατάσταση στα χωριά Cari (;) και Zorzi (;) από τις Ενετικές Αρχές (162:330).
ΜΕΝΤΗΣ (Άργος). Ένας Medin αρχηγός του Κροατικού τμήματος που έλαβε μέρος στην υπεράσπιση του Παλαμηδίου αναφέρεται στην έκθεση του Daniel Dolfin (1715). Ένας Μεντής, διάσημος ιππέας από το Άργος σκοτώνεται έξω από την Αθήνα κατά την Επανάσταση.
ΜΕΞΗΣ (Ερμιόνη, Κρανίδι, Πόρτο Χέλι, Τολό). Στρατιώτης Meza (Μέξα) αναφέρεται στα έγγραφα των Ενετικών Αρχών από το 1473 (260:12). Το επώνυμο απαντάται στις Σπέτσες από το 1803 (18:5).
ΜΗΛΙΩΤΗΣ και ΜΥΛΙΩΤΗΣ (Ναύπλιο). Επώνυμο στρατιώτη, το 1544 (261:391). Τοπωνύμιο «του Μηλιώτη» στην Πυλία Μεσσηνίας (313:196). «Χάνι του Μηλιώτη»: βορεινά από τα Φίχτια Αργολίδας. Νικηφόρος Μηλιώτης, ιερεύς, ιδρύει μοναστήρι το 1660 στη Ζάκυνθο (104:116).
ΜΟΘΩΝΙΟΣ (Άργος). Λέγεται ο από την Μεθώνη καταγόμενος. Απαντάται συχνότατα. Ο αρχαιότερος Μοθωνέος, που συνάντησε ο γράφων, είναι ο στο «Πρακτικόν της εκκλησίας της Κεφαλληνίας κλπ.» αναφερόμενος προ του 1262 (318:29).
ΜΟΙΡΑΣ (Επίδαυρος). Γιάννης Μοίρας, σε έγγραφο του 1794, στη Ζάκυνθο (126:φ. 117 σελ. β). Βαπτιστικό σε στρατιώτη του Ενετικού στρατού: Mira Bardi, το 1511 (258:19).
ΜΟΥΡΜΟΥΡΗΣ (Άργος, Ναύπλιο) ή ΜΟΡΜΟΡΗΣ, ή Μούρμουρας στις 28 Δεκεμβρίου 1539 αποστέλλονται στη Βενετία δύο Ναυπλιώτες, ο Ιάκωβος Μόρμορης και ο Γεώργιος Ραμουσάτης, για να περιγράψουν την κακή κατάσταση του Φρουρίου και να ζητήσουν βοήθεια (236:273). Στρατιώτης Εμμανουήλ Μόρμορης Ναυπλιεύς μνημονεύεται στα Ενετικά Αρχεία από το 1570 (46:253). Διαπρέπει σαν αρχηγός των επαναστατών της Β. Ηπείρου (1570).
«Ανήρ γενναίος και ειδήμων των εν Ηπείρω τοποθεσιών» (249:164). Το επώνυμο απαντάται πολλές φορές και στον Κ. Σάθα (262:393). «Τζόρτζις μούρμουρις» υπογράφει συμβόλαιο το 1594 στη Ζάκυνθο (104:52). Το επώνυμο απαντάται σε σημείωση στον κώδικα της μονής Χρυσοπηγής Στεμνίτσας, το 1790 (51:329). Δημήτρης Μούρμουρης αναγράφεται σε «κατάλογο των ανθρώπων οπού θα ‘ρθούν οι καλοκαιρινοί λουφέδες απάνου» στην Ύδρα (αχρονολόγητο, αλλά πιθανόν περί το 1804) (18:138).
«Το οικόσημον του εκ Κυδωνίας Κρήτης Ιωάννου Μόρμορη, ιχθύς ασημένιος επί κυανού πεδίου με τρεις χρυσούς αστέρας» (290Α:373).
ΜΠΑΛΑΜΠΑΝΗΣ (Άργος 1849). Το 1464 (4 Φεβρουαρίου), ο Σούμπασης Balaban, άνθρωπος μεγάλης φήμης και συστημένος από πολλούς καπετάνιους, στρατηγούς και προνοητές, προσλαμβάνεται στις τάξεις του ενετικού στρατού (261:1). Ένας Marco Balaban, τούρκος βαφτισμένος χριστιανός, βρίσκεται ανακατεμένος σε μια υπόθεση κατασκοπείας στην Κορώνη, το 1465 (259:74). Τοποθεσία «Μπαλαμπάνα» λίγο πριν φθάσουμε στο Μούχλι. Τοπωνύμιο «του Βαλαβάνη». Οικισμός του Άργους, εγκαταλελειμένος το 1868 (14). Ο Χατζή Γιάννης Εμμανουήλ Μπαλαμπάνος, από τα Ψαρά, υπογράφει πωλητήριο έγγραφο στις 25.7.1797 στο Ζητούνι (Λαμία) (17:282).
ΜΠΑΛΑΦΑΡΑΣ (Άργος). Σε μια Agnese Malafara da Napoli και τα παιδιά της Σωτηριανό και Γιαννάκη, που γεννήθηκαν στο Ναύπλιο, παραχωρείται κάποια θέση στο Ριάλτο της Βενετίας (262:459).
ΜΠΑΡΔΗΣ (Άργος 1851, Δίδυμα). Στα Ενετικά Αρχεία, στρατιώτης Pierro Bardi αναφέρεται το 1541 (261:338). Στρατιώτης Gigni Bardi, το 1544 (261:392). Αλβανικό τοπωνύμιο «Laka Bardi» στο χωριό Βαριμπόμπη της Τριφυλίας (313:321). Η λέξη είναι αλβανική και σημαίνει λευκός.
ΜΠΑΣΤΑΣ (Άργος). Επώνυμο οικογένειας στρατιωτών, από το 1512 (260:XIV). Τοπωνύμιο «του Μπάστα» στο χωριό Λογγά της Πυλίας. Όνομα μιας αλβανικής φάρας της νοτίου Αλβανίας αλλά και της Ιταλίας (313:295). Χωριό της Αρκαδίας.
ΜΠΑΤΑΒΟΣ (Ναύπλιο). Μπαταβοί ελέγοντο και λέγονται ακόμα οι Ολλανδοί, που κατάγονται από την Batavia. Το επώνυμο ίσως είναι εθνικής καταγωγής σημαντικό, όπως το Φράγκος, Ρούσσος, Αρβανίτης κλπ. Λαϊκή έκφραση σημαίνει τον ανόητο.
ΜΠΕΛΟΚΑΣ (Άργος). Στις 2 Ιουνίου 1512, αναχωρούν από τη Βενετία τα πλοία ιδιοκτησίας Γεωργίου Ψαρά και Ιωάννου Belocha, που μεταφέρουν εφόδια στο Ναύπλιο (236:268). Μία Κατερίνα Belocha απαντάται το 1548 στα Ενετικά Αρχεία (262:11). Laurenzio Belochio: έχει χαράξει το όνομά του σε μια κολώνα της Αγ. Μονής Ναυπλίου (Bel’ Ochio: αυτός, που έχει ωραία μάτια). Επιτύμβια πλάκα με την επιγραφή: (1630) ΚΥΜΗΤΥΡΙΟΝ ΤΟΥ / ΟΣΙΟΤΑΤΟΥ / ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΜΠΕΛΟΚΑ / ΕΚ ΧΩΡΑΣ ΝΑΥΠΛΙΟΥ: βρίσκεται εντοιχισμένη στη νότια πλευρά του καθολικού της μονής Αρτοκοστάς Κυνουρίας (13:259). Ο Νικηφόρος Μπελόκας, με το κοσμικό όνομα Νικόλαος, υπήρξε ο ανακαινιστής της μονής, το 1617, όπως αναγράφει σχετικό σιγίλλιο (13:262).
ΜΠΕΝΟΣ (Άργος). Λατινικό βαπτιστικό όνομα, αργότερα και επώνυμο (119). Γεώργιος Μπένος βεβαιώνει έγγραφο, το 1713, στο χωριό Νεζερά της Αχαΐας (291:63).
ΜΠΕΡΚΕΤΗΣ (Πόρτο Χέλι). Στρατιώτης Thodaro Barcheti στην Κεφαλονιά, το 1561 (262:97). Πέτρος Μπερκέτης, μελογράφος, αναφέρεται σε κώδικα του 18ου αι., στη Ζάκυνθο (40:61).
ΜΠΙΜΠΗΣ (Άργος 1873, Επίδαυρος, Χέλι). Ένας Antionio Bibi, μακαρίτης το 1543, κατείχε το αξίωμα «Di Cao di Guarda nel Sextier di SMarco et di Casonier del casondi Frezaria…” (261Q383). “Στ’ Βρύσ’ τ’ς Μπιμπαίοι»: πηγή της Καστάνιανης Ηπείρου, όπου κατοικούσε ο Μπίμπας (283:226).
ΜΠΟΓΑΣ (Άργος) και ΜΠΟΥΓΑΣ. Χωριό Μπουγά και Μπουγιάτι στην Αργολίδα, αλλά και αλλού, που οφείλουν την ονομασία τους ενδεχομένως σε μέλη της οικογένειας Μπούα. Το όνομα Μπούας αναφέρεται από τον Κ. Σάθα, το πρώτον αν δεν κάνω λάθος, το 1406, ως Μαυρίκιος Μπούας Σγουρός (256:ΧΧΙΙ). Έκτοτε το επώνυμο επαναλαμβάνεται συχνά. Dιμων Μπουγαc, το 1642, από επιτύμβιο πλάκα μέσα στον καθολικό της μονής του Αγίου Ιωάννου στο Λιβάδι (Καρυάς), στην Λευκάδα. Τοπωνύμιο «Λάκκα του Μπουγά» στο χωριό Αελιάς Ολυμπίας (313:207). Τοπωνύμιο στο Πραστό Κυνουρίας: «στου κυρ Γεωργάκη Μπουγά», σε έγγραφο της μ. Ρεοντινού, το 1762 (49:213). «Ιωάννης Μπογάς»: υπογράφει σε κατάσταση διανομής λαδιού, στα Ιωάννινα, το 1820 (114:117). Μπουγάς: σε διαθήκη τυ 1638, στη Ζάκυνθο (126:φ55). Διεξοδικότερα με την καταγωγή της οικογένειας Μπούα είχε ασχοληθεί ο Κ. Η. Μπίρης (202:39). Βλέπε και: ExJoannis Coronaei rebus a Mercurio Bua gestis (314:367-370).
ΜΠΟΖΙΚΗΣ (Ερμιόνη). Παλαιά οικογένεια από τη Ζάκυνθο.
ΜΠΟΖΟΝΕΛΟΣ (Άργος, Καρυά κ.α.). Πιθανώτατα πρόκειται περί αναγραμματισμού: ο από την Bologna της Ιταλίας καταγόμενος ή προερχόμενος, ο Μπολονέζος, έγινε Μποζονέλος (229:160).
ΜΠΟΝΑΦΙΝ (Ναύπλιο 1800-1893). Τοπωνύμιο «Μποναφέ» ανάμεσα στα χωριά Πισινώντα και Μουζάκη Ζακύνθου (109:174). Κων/νος Μποναφίς, νοτάριος, απαντάται σε διαθήκη του 1617 στη Ζάκυνθο (126:φ26, 84).
ΜΠΟΝΗΣ (Άργος). «Κώστας Μπόνι» αναφέρεται μεταξύ των οφειλετών στην έκθεση, που υπέβαλαν οι πραγματογνώμονες στις Ενετικές Αρχές, σχετικά με την περιουσία των Μαρουτσαίων στην Άρτα της Ηπείρου, το 1756 (189:63). Ένας Μέτσο Μπόνιος, ιταλικής πιθανόν καταγωγής, αναφέρεται μεταξύ του ανωτέρου προσωπικού της αυλής τυ Αλή πασά (141:33). Ένας Μπόνης, πιθανόν στο Βουκουρέστι, αναφέρεται σε επιστολή του Ι. Νικολόπουλου προς τον αδελφό του Κων/νο, στο Παρίσι (;), το 1818 (92:253). Don Paolo de Bonis: λατίνος κληρικός περί το πρώτο μισό του 17ου αι., στην Κέρκυρα (292:137-9). «Φραγκιάς Μπόνης» αναφέρεται να αγοράζει «ένα κατάλυμα εν Μαράθι Μυκόνου», την 2.4.1676 (233).
ΜΠΟΥΖΑΣ και ΜΠΟΥΖΙΟΣ και ΜΠΟΥΖΟΣ (Κρανίδι, Κιβέρι). Στρατιώτης Stephano Busi μνημονεύεται στις τάξεις του Ενετικού στρατού, το 1541 (261:338). Τοπωνύμιο «ο Μπούζης» στο χωριό Κάτω Κοπάνιτσα (Καρυαί) Τριφυλίας και Σμαρλίνα (Στόμιον) Ολυμπίας. Το «Μπούζι», «του Μπούζη»: το σημερινό χωριό Ελαία Τριφυλία (313:208). «Νικολής Κωνσταντή Μπούζα» αναφέρεται στο 1809 σε έγγραφο του Αρχείου Ύδρας (19:424). Το επώνυμο είναι ίσως Ηπειρωτικό, γιατί αναφέρεται και αλβανός Ταφίλ Μπούζης μετεπαναστατικά (131:241). Τοπωνύμιο «του Βούζη» (Μπούζη;) στην περιοχή Μέρμπακα (Αγ. Τριάδα) Αργολίδας αναφέρεται στο «Υπόμνημα» του Επισκόπου Ναυπλίου και Άργους Λέοντος, το 1144 (12:15).
ΜΠΟΥΚΟΥΡΑΣ (Άργος, Πασά (Ίναχος), Ναύπλιο). Στρατιώτης Γκούμας (Ιάκωβος) Μπούκουρας χρονολογείται από το 1511 (261:338). Τοπωνύμιο «του Μπούκουρα» στο χωριό Ψάρι της Τριφυλίας (313:208). Επώνυμο αναφερόμενο μεταξύ των Φιλικών του χωριού Μαγούλιανα (128:339-42). Χωριό Μπούκουρα στην επαρχία Πατρών (64:450). Και συνθηματική γλώσσα στην Ήπειρο: «τα Μπουκουρέικα» (271). Νικ. Μπούκουρας υπογράφει έγγραφο (τουρκικό), το 1818, στην Αλωνίσταινα (69:367).
ΜΠΟΥΡΛΟΣ (Δερβενάκια). Το «χάνι του Μπούρλου» στα Δερβενάκια. Το επώνυμο γνωστό και από το Αργίτικο δημοτικό: «του Μπουρλού μωρή το σαλβάρι σου κλπ.». Αλβανικό τοπωνύμιο «Laka Mburlu» στο χωριό Μαλίκι (Πολυθέα) Τριφυλίας (313:322). Η λέξη είναι ιταλική και σημαίνει: αστείος.
ΜΩΡΟΣ (Άργος, Κρανίδι). Στρατιώτης Μώρος από την Ναύπακτο, αναφέρεται στο 1563 στα Ενετικά Αρχεία (262:107). Τοπωνύμιο «του Μώρου» στο Σιδερόκαστρο της Τριφυλίας (313:211).
ΝΕΡΟΥΤΣΟΣ (Άργος 1845). Αναφέρεται από τον 15ο αι. (Nerozzo) (88:289-293).
ΝΤΑΝΤΗΣ (Ναύπλιο). Στρατιώτης στον Ενετικό στρατό Ιωάννης Tandi αναγράφεται το 1541 (261:353). Το επώνυμο Tandi αναφέρεται στον κατάλογο των ευγενών από το Ηράκλειο Κρήτης που εγκαταστάθηκαν στην Κέρκυρα τον 17ο αι. (158:452). Georgius T., κρητικός, εγγράφεται στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας το 1638 (238:262).
ΝΤΟΚΟΣ (Κουτσοπόδι, Μύλοι). Ένα επώνυμο που απαντάται σχετικά συχνά στην Αργολίδα, είναι και το Ντόκος. Με κέντρο πιθανόν το Κουτσοπόδι, όπου είναι και πολυαριθμότερο, έχει απλώσει μέχρι τους Μύλους, Κούτσι, Ναύπλιο, και φυσικά και την Αθήνα.
Για την προέλευση αυτής της οικογένειας, ούτε ιστορικά είναι βεβαιωμένο τίποτα, αλλά ούτε και τα μέλη της διέσωσαν κάτι σαν παράδοση. Έτσι, στην αναζήτηση της καταγωγής της, μοιραία θα περιοριστούμε σε εικασίες.
Επειδή τα οικογενειακά επώνυμα δεν παρουσιάζονται τυχαία, αλλά πάντα από κάπου ξεκινούν, μπορούμε να κάνουμε την εξής υπόθεση.
Το επώνυμο Ντόκος, το συναντούμε στην Ήπειρο:
– Ως «Ντόκας», στους αγώνες μεταξύ Λιαλιαταίων και Καραμουραταταίων, περί το 1687 για την «προστασία» του χωριού Διπάλιστα της Ηπείρου, το σημερινό Μολυβδοσκέπαστος.[1]
– Μια Αλεξάνδρα Ντόκου, υπογράφει προικοσύμφωνο το 1803 στα Γιάννενα.[2]
– Το 1820, μνημονεύεται το επώνυμο επίσης στα Γιάννενα.[3]
– Αλλά και τοπωνύμιο στο χωριό Γλανιτσιά της Γορτυνίας.[4]
– Στο Πωγώνι της Ηπείρου.[5]
Οι πληροφορίες αυτές είναι βέβαια λίγες, αλλά μας επιτρέπουν να υποθέσουμε ότι την αναζήτηση για την προέλευση της οικογένειας αυτής θα πρέπει να την αρχίσουμε από την Ήπειρο.
Στην περιοχή αυτή, εμφανίζεται στα μέσα του ΙΔ’ αιώνα, ο από το Benevento της Ιταλίας καταγόμενος Γουλιέλμος Tocco (+1275), ο οποίος θεωρείται και ο γενάρχης της μεγάλης οικογένειας των Tocchi, μέλη της οποίας παρουσιάζονται αργότερα σαν δούκες της Λευκάδας, κόμητες της Κεφαλονιάς, αυθέντες της Βοστίτζας, κύριοι της Ζακύνθου, δεσπόται της Άρτας και των Ιωαννίνων.
Η δραστηριότητα της οικογένειας αυτής θα μας απασχολήσει μόνο από τον Κάρολο Tocco I., και μεταγενέστερα, γιατί ο Κάρολος αυτός, στις αρχές του ΙΕ’ αι., βοηθούμενο από τον αδελφό του Λεονάρδο, επεξέτεινε την κυριαρχία της οικογένειας από το Αργυρόκαστρο της Β. Ηπείρου, μέχρι το Άργος.[6]
Όταν πέθανε ο Κάρολος Ι (4.7.1429), άφησε πέντε γιους νόθους, τον Μέμνωνα, «…έναν Μοραΐτη», ο οποίος το 1458 όταν ο Μωάμεθ ο ΙΙ εισέβαλε στην Πελοπόννησο, εμάζωξε πολλούς Μοραΐτες λέγοντας να αντισταθεί του Σουλτάν Μεχμέτ. Και εδιάβη και εστάθη επάνω εις τόπον λεγόμενον Φλιούνι (Πιθανόν το όρος Πολύφεγγον της Νεμάς», «εισέ τόπον δυνατόν. Και ο Σουλτάνος διέβη και επήρε τον Ταρσό». (Γεω. Θ. Ζώρα, η Άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως και η Βασιλεία Μωάμεθ Β’ του Κατακτητού, κατά τον ανέκδοτον ελληνικόν Βαρβερίνον κώδικα 111 της Βατικανής Βιβλιοθήκης, ΕΕΒΣ, ΚΒ’ (1952) σ. 263). Τον Ηρακλή, τον Τούρνο, ένας γιος του οποίου, Τζήρνος ή Κύρνος Τόκκος, αναφέρεται στο κείμενο της ειρήνης που σύνηψαν το 1502 η Βενετία και ο Βαγιαζήτ και μνημονεύεται ως κύριος τόπου στη Λευκάδα (Κ. Σάθας, Τουρκοκρατούμενη Ελλάς, 1869, σ. 68). Έναν άλλο ίσως Αντώνιο, για τον οποίο πάλι ο Κ. Σάθας, ό.π. σ. 58 γράφει: «Ύστερον», μετά την κατάληψη των νήσων Κεφαλληνίας, Ζακύνθου και Λευκάδος υπό των Τούρκων, «Αντώνιος ο Τόκος», βοηθούμενος υπό του βασιλέως της Νεαπόλεως, κατέλαβεν τας δύο πρώτας νήσους. Πλην οι Ενετοί εξαπατήσαντες και τον Σουλτάνον, ευκόλως εγένοντο κύριοι αυτών (1483)». Και τελευταίο τον Ορλάνδο.[7]
Σύμφωνα με τα έθιμα της εποχής, τα παιδιά επειδή ήσαν νόθα, δεν είχαν δικαίωμα στην πατρική κληρονομιά, η οποία περιήλθε στον ανηψιό του Κάρολου, επίσης Κάρολο ΙΙ.
Μικρά κτήματα των πατρικών κτήσεων στην Ακαρνανία παραχωρήθηκαν στον Ηρακλή και στον Τούρνο, οι οποίοι εμφανίζονται αργότερα να συνεχίζουν τις προσπάθειές τους για να τα καταλάβουν (6-79). Στον Μέμνωνα παραχωρήθηκαν κτήματα στο Μοριά, και εμφανίζεται το 1436 ως κύριος της Κερπινής των Καλαβρύτων (7-530).
Για τους άλλους δύο δεν υπάρχουν σαφείς πληροφορίες. Τα ίχνη τους χάνονται μέσα στον Τουρκικό Στρατό που είχε ενσκήψει στον ελληνικό χώρο, και στον οποίον κατέφευγαν τότε όλοι οι δυσαρεστημένοι. Η τελευταία αυτή πληροφορία, ότι ο Μέμνων Τόκκος, τελειώνει την παρουσία του στην ιστορία, σαν αυθέντης της Κερπινής, οδηγεί στην υπόθεση ότι αν υπήρχαν ακόμη στην Κερπινή, αναμνήσεις, παραδόσεις ή υπολείμματα των οικογενειών των Τόκκων, ήταν πολύ πιθανό, να μπορούσε να βρεθεί κάποιος σύνδεσμος ανάμεσα στους Τόκκους της Κεφαλονιάς-Ηπείρου, με τους Ντόκους της Αργολίδας.
Πράγματι, σε μια επίσκεψη, το Πάσχα του 1982, στην Κερπινή των Καλαβρύτων διαπιστώθηκε ότι, στο γειτονικό χωριό, το Ορεινό Βυσοκά, που βρίσκεται όμως μέσα στα όρια της Κερπινής, –σήμερα έχει εγκαταλειφθεί και κάτοικοί του κατέβηκαν στο Βυσοκά (Σκεπαστό)–, σώζονται ακόμη 4 οικογένειες με το επώνυμο Ντόκος.
Βέβαια κανείς δεν ήξερε κάτι για την καταγωγή τους. Αλλά όλοι απέκλεισαν την πιθανότητα να είχαν ανέβει εκεί επάνω, –τον χειμώνα τα χωριά αυτά είναι αποκλεισμένα από τα χιόνια–, από τον Αργολικό κάμπο. Θεώρησαν πιθανότερο, οι Ντόκοι του Άργους να προέρχονται από τους ορεινούς Ντόκους των Καλαβρύτων, όπως άλλωστε συμβαίνει συχνά με τους «χειμαδιώτες», που σιγά-σιγά εγκαθίστανται στον κάμπο, εγκαταλείποντας την ορεινή αλλά σκληρή γενέτειρα.
Η παρουσία αυτή των Ντόκων στην Κερπινή, ίσως είναι μία ένδειξη, πολύ πιθανή κατά τον γράφοντα, για τη συγγένεια Τόκκων και Ντόκων, αλλά βέβαια δεν είναι απόδειξη. Χρειάζονται κι άλλες πληροφορίες, οι οποίες σήμερα δεν υπάρχουν. Γι’ αυτό και η πάρα πάνω υπόθεση, όσο ωραία και αν είναι, παραμένει πάντα υπόθεση (139:70).
ΞΙΑΡΧΟΣ (Καρυά, Κρανίδι). Ένας Conte Xarcho… fuggito de Turchia μνημονεύεται στο στρατόπεδο της Zara, το 1503, στα Ενετικά Αρχεία (260:71, κ.ε.). Οι Ενετοί της Επτανήσου, όταν έλεγα TURCHIA, εννοούσαν και την Ηπειρωτική Ελλάδα. Νικόλαος Έξαρχος, πρωθιερέας, γεννημένος γύρω στα 1730-40, ήταν πρό-παππος του Ι. Λαμπρίδου (133:θ’). Κων/νος Ξάρχος, «εκ χώρας Πραστού», ανακαινίζει την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου Ρεοντινού (1689) (49:202). «γηοργουλη και θαναση και επηληπι ξηαρχεοι» βεβαιώνουν σε πωλητήριο έγγραφο του 1812 (69:375).
ΞΥΠΟΛΙΑΣ (Άργος, Λιγουριό Ναύπλιο) και ΞΥΠΟΛΗΤΑΣ (Κρανίδι). Sipolisias Δημήτριος και Θεοδώρα, από την Μονεμβασία, αναφέρονται το 1547 στην Napoli di Romania (261:439).
ΞΥΦΤΕΡΗΣ (Κρανίδι). Στους Ενετικούς καταλόγους, μεταξύ εκείνων που πήραν κάποια αμοιβή για τις υπηρεσίες που πρόσφεραν, αναφέρεται και ο Alessandro Xifiteri da Napoli, το 1545 (261:411).
ΠΑΓΚΑΛΟΣ (Ναύπλιο). Ενετός πρόξενος στην Άρτα το 1765, απαντάται ο από την Κρήτη καταγόμενος Μοσχονάς Πάγκαλος (184:292). Νικόλαος Πάγκαλος στέλνεται στην Τεργέστη και από εκεί στην Πετρούπολη σαν πρεσβευτής της Ύδρας, το 1789 (17:28). «Μάστρο Δούκας Πάγκαλος» σε έγγραφο του 1644, στη Ζάκυνθο (104:11). Οικογένεια Παγγάλων, ενετικής καταγωγής, σημειώνεται στην Τζιά (Κέα) (303:203).
ΠΑΛΑΒΙΤΣΙΝΗΣ (Ναύπλιο). Γενάρχης του Παλλαβιτσίνη της Ελλάδας θεωρείται ο Γουΐδων Παλλαβιτσίνη (1204), μαρκίων της Βοδονίτζης (87:475). Κατόπιν, όμως, εμφανίστηκαν και άλλοι: Alberto Pallavicini, μαρκήσιος της Βοδονίτσας, μνημονεύεται το 1310 (319:280), και το 1570 ο Σφόρτσα Παλαβιτσίνης, βενετός αρχιστράτηγος (299:278). Οικογένεια ΠΑΛΑΒΙΤΣΙΝΟΥ, το 1675, στη Ζάκυνθο (82:505).
ΠΑΝΑΡΙΤΗΣ (Άργος, Ναύπλιο). Εκτός από τα χωριά Παναρίτη της Ναυπλίας, Κορινθίας, Αχαΐας, Βορείου Ηπείρου, υπάρχει και στρατιώτης στα Ενετικά Αρχεία, προ του 1511, με το όνομα Panariti (Πανάρετος;) (260:97).
ΠΑΝΤΟΤΗΣ (Άργος). «Αλεξαντρής Πανδεότης» αναφέρεται δημόσιος νοτάριος σε έγγραφο του ολή (1538), στον Κώδικα της μ. Σπηλιώτισσας Ζακύνθου (126:φ. 2 σελ. β). Στην οικογένεια υπάρχει η παράδοση ότι έχουν έρθει από την Ιταλία.
ΠΑΡΑΒΑΝΤΗΣ (Άργος). Στο χωριό Άκοβο της Μεσσηνίας απαντάται, το 1659, οικογένεια με το παρεμφερές επώνυμο Πραβάντο, μέλη της οποίας υπογράφουν επιστολή προς τον Μοροζίνη (91:245). Θα μπορούσαν, πιθανόν, να συσχετισθούν με τους Παραβάντηδες του Αχλαδόκαμπου και του Άργους. Παράβαντα, επίρρημα στην Κάρπαθο, σημαίνει πλαγίως. (198:300).
ΠΑΣΧΑΛΗΣ (Ερμιόνη). Στρατιώτες με το επώνυμο Πασχάλης απαντώνται στα Ενετικά Αρχεία οι εξής: Zorz P. το 1541 (261:353), Ανάργυρος Π., da Napoli di Romania το 1553 (262:44), Ιωάννης Π., da Thine (Τήνος), επίσης το 1553 (262:36). Πασχάλης απαντάται σε έγγραφο της Κοιν. Ύδρας, το 1806 (18:358).
ΠΑΤΡΙΝΙΟΣ (Ναύπλιο). Ένας Zuane Patrino, Ηπειρώτης, αναφέρεται, από το 1575, στο Μητρώο της Αδελφότητος Αγίου Νικολάου στη Βενετία (189:242). «Πατρινιά χωράφια» στα Λαγκάδια της Γορτυνίας (16). Αναγνώστης Πατριναίος, το 1797, πιθανόν από την Σμύρνη (15:474). «Δημ. Πατρινός με 50 ανθρώπους» αναφέρεται σε έγγραφο της Κοιν. Ύδρας, το 1803 (18:79, 31:232).
ΠΑΧΥΣ (Ναύπλιο). Ιωάννης Παχύς στασιάζει εναντίον του αυτοκράτορα Αλεξίου ΙΙΙ κατά το 1198 (142:520). Ένας Κανάκης Παχύς υπογράφει την «κόποια των υπαρχόντων της Αγίας Μονής» το 1679 (309:256). Ένας Zorzi Pacchi da Ma-Ivasia αναφέρεται στα Κύθηρα τον 13ο αι. (259-:301). Παναγιώτης Παχύς αναγράφεται μεταξύ των «οικοκυραίων» της νήσου Ύδρας (19:40). Παναγιώτης Παχύς αναφέρεται σε επιστολή των προεστών Σπετσών το 1816 (21:255). Τζαννέτος Παχύς αναφέρεται σε «μρικοπαράδοση», το 1706 στη Ζάκυνθο (126:φ88).
ΠΕΒΕΡΕΤΟΣ (Άργος, Δαλαμανάρα). «Ποβερέτου Κεφαλλήνος Λόγος επιφανηματικός κλπ.»: έγγραφο του 18ου αι. (156:471). Ένας Πρέβετος Γεώργιος, από τη Ζάκυνθο, εγκαθίσταται στην Τεργέστη το 1740 (298:371). Το επνμ. αναγράφεται συχνά ως Μπεβερέτος στο υπ’ αριθ. 205/30.7.1841 μισθωτήριο συμβόλαιο του συμ/φου Ναυπλίου Α. Κ. Ελαιώνος.
ΠΕΡΠΙΝΙΑΣ (Ναύπλιο). Περπινιάνης Γεώργιος, δυτικός επίσκοπος Τήνου (1594-1616) (285Α:57). ΠΕΡΠΙΝΙΑΣ Σάντος, αναγράφεται σε συμβόλαιο υπ’ αριθ. 88 22.5.1841, του συμβολαιογράφου Ναυπλίου Αναστ. Κ. Ελαιώνος. Προφανώς ο από το Περπινιάν της Γαλλίας καταγόμενος. Χωριό Πέρπενη στη Λακωνία.
ΠΙΚΟΣ και ΠΙΚΗΣ (Άργος, Ναύπλιο). Αναφέρεται Παναγιώτης Πίκος, φιλικός στη Μολδοβλαχία (1817) (209:69).
ΠΙΠΕΡΟΣ (Άργος, κ.α.). Ο Andreas Piperi cretensis, δηλ. κρητικός, εγγράφεται το 1707 στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας. (237:125).
ΠΙΤΣΑΣ (Επίδαυρος, Κρανίδι, Ναύπλιο, Χέλι). Χωριό στην Αχαΐα. «Ο Πιτσάς»: τοπωνύμιο στο Σιτοχώρι της Τριφυλίας (313:337). «Μήτρος Πιτζάς», το 1806, σε έγγραφο της Κοιν. Ύδρας (18:358). «Λάζαρος Πιτσάς», το 1811, σε έγγραφο της Κοιν. Ύδρας (20:164). Πίτσης, το 1675, «εξ Αργολίδος», αναφέρεται από τον Η. Τσιτσέλη (294:253).
ΠΛΑΤΑΝΙΤΗΣ (Άργος 1869). Βρετός Πλατανίτης da Napoli di Romania απαντάται, το 1557, στον Ενετικό στρατό (262:81). Ομώνυμο χωριό κοντά στο χωριό Μέρμπακα (Αγ. Τριάδα) της Αργολίδας. Αναγνώστης Πλατανίτης αναγράφεται σε κατάσταση της Κοιν. Ύδρας, το 1802 (17:314).
ΠΡΙΦΤΗΣ (Άργος). Πολλοί στρατιώτες στον Ενετικό στρατό ονομάζονταν Prifti (: παπάς) (261:337, 353, 356). Χωριό Πρίφτιανι (Μοναστηράκι) στην Αργολίδα. Χωριό και οπλαρχηγός Πρίφτης στη Σαμαρίνα της Ηπείρου, το 1743 (141:17). Πρίφτης υπογράφει συμβόλαιο αγοραπωλησίας του Αρχείου Νέζου (203).
ΡΑΔΟΣ (Κρανίδι 1884). Χωριό με αυτή την ονομασία, «του Ράδου», βρίσκεται στην επαρχία Ερμιονίδας. Rado: αλβανικό και σλαβικό βαπτιστικό όνομα (: καλός, βλ. και ράδιον), απαντάται στους στρατιώτες Rado Prifti και Rado Renessi, από το 1541 (261:333, 261:358). Ορεινό χωριό της Γορτυνίας.
ΡΑΛΛΗΣ και ΡΑΛΗΣ (Άργος, Ναύπλιο). Η λέξη «Ραλ» είναι αλβανική και σημαίνει: σπάνιος, άτριχος (256:ΧΧVI). Πρώτος με το όνομα αυτό εμφανίζεται στην ιστορία ο Ραούλ ο Λυκοδέρμων, νορμανδικής πιθανόν καταγωγής, κατά τον 11ο αι. Ραούλ Αλέξιος, πρωτοβεστιάριος του Ιωάννου Δούκα Βατάτζη (1222-1254) αναφέρεται από τον Γεώργιο Ακροπολίτη (5:69). Μιχάλης Ράλλης αναφέρεται στα Ενετικά Αρχεία το 1489 (239:162). Βελισάριος Ράλλης αναγράφεται σαν ιδιοκτήτης γαλέρας το 1533 (259:315). Βιβλιογραφία (36:15, 38:139, 37:68, 39:254, 30:217).
ΡΑΧΑΝΙΩΤΗΣ (Άργος, Επίδαυρος, Χέλι (Αραχναίο)). Μήπως το Ραχανιώτης αυτό καλύπτει το Ταρχανειώτης; Γιατί, όπως γράφει ο Κ. Σάθας: «Le poete strathiote (Marulos) quoique s’intitulant Constantinopolitain, il etait originaire de Dume d’Achaïe, sa mere descendait de la célébre maison de Tarchaniotes Argiens seigneurs de Tarchanium (le mont Aracnium des anciens)… » (: Ο Στρατιώτης ποιητής Μάρουλος, παρ’ όλον ότι ετιτλοφορείτο Κωνσταντινουπολίτης, προερχόταν από την Δύμη της Αχαΐας, η μητέρα του καταγόταν από την ένδοξη οικογένεια των Ταρχανειωτών, Αργείων κυρίως του Ταρχανίου, του όρους Αραχναίου των αρχαίων…» (260:IV). Διαμάντε: θυγάτηρ Γεωργίου Τραχανιώτου, μνημονεύεται σε διαθήκη του 1646 στη Ζάκυνθο (106:166). «Στου Ραχανιώτη»: τοπωνύμιο στην περιοχή Χέλι (Αραχναίο) της Αργολίδας. «Ταρχανιώτης (Ραχανιώτης;)», «μέγας δομέστικος Νικηφόρος ο Ταρχανειώτης, στρατιώτης καλός και αγαθός στρατηγός», άντρας της αδελφής του Μιχαήλ VIII του Παλαιολόγου (1261-1283), αναφέρεται από τον Ακροπολίτη (5:60). Φρούραρχος Τζουρουλού επί βασιλείας Ιωάννου Βογάτζη (1222-1254). (255:481). Ταρχάνειον, συνοικισμός παρά τα Κύψελλα της Θράκης, Θεοδοσίου, Μετοχίτου, Πρεσβευτικός, (251:161). Μιχαήλ Μάρουλος Ταρχανειώτης, Έλλην ποιητής των χρόνων της Αναγεννήσεως, (77Α:200-242).
ΡΙΓΚΑΣ (Τολό). Μία Donna Catherina του ποτέ Rigo da Napoli di Romania μνημονεύεται σε έγγραφο των Ενετικών Αρχών, το 1544 (261:394). ΡΙΓΚΑΣ και ΡΗΓΚΑΣ απαντώνται στην περιοχή Τζουμέρκων (136:71).
ΡΟΜΠΟΤΗΣ (Κρανίδι, Ρομπότσης 1874, Ναύπλιο, Πόρτο Χέλι). Ιωάννης Ρομπότης: αναφέρεται το 1262, στο «Πρακτιόν της Αγιωτάτης Επισκοπής Κεφαλληνίας κ.λπ.» (318:27). Ένας Ρομποτής καταφεύγει στην Κεφαλονιά, το 1502 (106:247). Alexio Robotin μνημονεύεται στην Κεφαλονιά, το 1528 (259:278). Ρομπότης: οικογενειακό επώνυμο στην Ήπειρο (131:41). Ρομποτής: οικογενειακό επώνυμο στο χωριό Αθάνα της Λευκάδας. Ρομποτής συμμετέχει στην ανέγερση ναού στον Άγιο Νικόλαο Ιρά (Λευκάδας) προ 300 και πλέον ετών (186:335). Τοπωνύμιο «το Ρομποτό» στο χωριό Καντηλισκέρι, Καλιστήριον (Πλατανόβρυση) Πυλίας (313:244). «Ρομπότα» (η δουλειά) και «ρομποτεύω» (εργάζομαι, σκάβω): στη συνθηματική γλώσσα των «γιοργατζάδων» του Κοσμά (129:67).
ΡΟΥΜΑΝΑΣ (Ναύπλιο). Χωριό στην Τριφυλία Ρουμανού ή Ρωμανού (313:245). Romana: ένδυμα μακρύ, μαύρου χρώματος, που παλαιότερα φορούσαν όλοι οι Ενετοί, στα τελευταία όμως χρόνια της Δημοκρατίας το χρησιμοποιούσαν οι Ενετοί δημόσιοι αντιπρόσωποι σαν ημιεπίσημο ένδυμα (311:582).
ΡΟΥΣΣΟΣ (Άργος, Ναύπλιο). Το επώνυμο απαντάται στη Μάνη από το 1736 (270:86).
ΣΑΒΙΝΗΣ (Άργος). Στρατιώτης Savinas ή Sovina ή Savinos αναφέρεται στα έγγραφα των Ενετικών Αρχείων, το 1539 (261:314). Και Vreto Savino, επίσης το 1539 (261:333). Τοπωνύμιο «του Σαβίνου» στην περιοχή Αγ. Νικόλαος (Κοιλιωμένου) στη Ζάκυνθο.
ΣΑΒΟΓΙΑΣ (Ναύπλιο). Στρατιώτης Manuel Savogia, da Napoli di Romania, απαντάται στα Ενετικά Αρχεία από το 1548 (262:4). Γρηγόριος Θεοδώρου Σαβόγιας από την Κρήτη, ιδρύει, το 1664, το ναό της αγίας Αικατερίνης ή των Τριών Ιεραρχών στο προάστειο Κήποι της Ζακύνθου (104:121). Προφανώς ο εκ Σαβοΐας καταγόμενος. «Ζακύνθιος ποιητής» (254:45).
ΣΑΓΚΑΣ (Ναύπλιο). Στρατιώτης με το επώνυμο Σάγκας απαντάται στον Ενετικό στρατό, το 1481 (259:190).
ΣΑΓΡΕΔΟΣ (Άργος 1853). Πέτρος Sagredo ονομαζόταν ο βενετσιάνος φρούραρχος του Στροβιλίου Ηπείρου, το 1479 (254:214). Από τότε, το επώνυμο απαντάται και σε άλλους Ενετούς αξιωματούχους. Αυγουστής Σαγρέδος: σε έγγραφο του 1623 στη Ζάκυνθο (126:φ87 σελ. β).
ΣΕΡΑΣ (Άργος 1845). Στο Αρχείο συμβολαιογράφου Ντόκου, Τοπωνύμιο στη Ζάκυνθο, το 1689 (126:φ77 σελ. β), και (30:219) – Nicoló Serra hobile Zacinthio το 1784 (814:XXXVI).
ΣΚΑΝΔΑΛΗΣ (Άργος). Ισίδωρος Σκανδάλης, ηρωικός πλοίαρχος στις τάξεις των ιπποτών της Μάλτας (1533-1540) (262:193). Ιωάννης Σκ., Ζακυνθινός, γιος του εν Μεθώνη Σκανδάλη (249:99).
ΣΚΙΑΔΑΣ (Μέρμπακα (Αγ. Τριάδα)). Επώνυμο αναφερόμενο από τον 14ο αι. (314:126, 317:229). Ένας Pietro Γεωργίου Schiada απαντάται σαν στρατιώτης, το 1541 (261:356). Αλβανικό τοπωνύμιο «ráj Skjadá» (: η ράχη του Σκιαδά) στο χωριό Μαλίκι (Πολυθέα) Τριφυλίδας (313:345).
ΣΚΛΗΡΗΣ (Άργος, Καρυά, Ναύπλιο). Ένας Γκιώνης Σκλήρης αναφέρεται σαν στρατιώτης, το 1541 (261:338, 257:LIII). Αλβανικό τοπωνύμιο «ára Skijíra» (: χωράφι του Σκλήρη): στο χωριό Πάνω Ψάρι της Τριφυλίας (313:292). Επώνυμο Σκληρής στην Κέρκυρα το 1611 (197:36). Βυζαντινή οικογένεια Σκλήρη στον δήμο Οινούντος Λακωνίας (72:572). (Σημ. 6).
ΣΚΟΥΡΑΣ (Άργος, Μπερμπάτι (Προσύμνη), Ναύπλιο, Πρίφτιανι (Μοναστηράκι), Χώνικα). Στρατιώτης με το επώνυμο Tonda Scura, από την Μονεμβασία, αναγράφεται στις καταστάσεις του Ενετικού στρατού το 1546 (262:434).
ΣΠΑΘΗΣ (Άργος). Περί το 1388, αναφέρεται από τον Ι. Λαμπρίδη ότι οι Ζαγορίσιοι, βοηθούμενοι από τον Τζασύλο, τοπικό οπλαρχηγό, εξέρχονται κατά του αλβανού λησταντάρτη Σπάθα (Σπάτα;) (131:4). Άνω και Κάτω Σπαθία: περιοχές του Βερατίου, υπαγόμενες πολιτικά στο Ελμπασάν (136:222). Σημαντικός αριθμός Spata αναφέρεται και από τον Κ. Σάθα. «Σπαθής»: νοτάριος σε συμβόλαια των αρχών του 17ου αι. στη Ζάκυνθο (126:φ7).
ΣΠΗΛΙΩΤΗΣ (Κρανίδι, Ναύπλιο). Κατά το 1541, αναφέρονται οι εξής στρατιώτες με το επώνυμο Spilioti: Μιχαήλ, Ιωάννης, Μανουήλ, Νικόλαος και Θεόδωρος (261:355). Το 1820 απαντάται σε κατάσταση επαγγελματιών της νήσου Ύδρας (22:377).
ΣΤΑΪΚΟΣ (Κρανίδι, Ναύπλιο). Αλβανικό τοπωνύμιο (lázi-Stájkose» (: το χέρσο του Στάικου) στα χωριά Κούβελα και Καστρούγκενα (Καρνέικα) Τριφυλίας (313:293). Ανδρέας Στάικος αναφέρεται σαν στρατιώτης στον Ενετικό στρατό, το 1512 (261:105). Στάικος αναφέρεται στους λογαριασμούς του Σταύρου Ιωάννου, στα Ιωάννινα, το 1811 (116:214).
ΣΤΕΦΑΝΗΣ (Άργος). Anagnosti Stefanin, da Napoli di Romania, μνημονεύεται σε έγγραφο των Ενετικών Αρχείων και με χρονολογία 10.11.1548 (262:10).
ΣΤΙΝΗΣ (Κρανίδι 1854). «Strenuissimo et fidel Stratioto da Napoli di Romania Stini Clemente q. Neri et nepote del q. Marin Pizolo, homo virilissimo et strenuissimo κ.λπ (: ο θαρραλέος και πιστός Ναυπλιώτης στρατιώτης Στίνης Κλήμης του ποτέ Neri και ανιψιός του ποτέ Μαρίνου Pizolo, άνθρωπος ανδρειότατος και θαρραλεότατος κ.λπ.): αναφέρεται σε έγγραφο των Ενετικών Αρχών από το 1502 (260:67).
ΣΥΡΓΙΑΝΝΗΣ και ΤΣΙΡΓΙΑΝΝΗΣ (Άργος 1861). Παλαιότερα στο χωριό Γυμνό, σήμερα στο γειτονικό του Λιόντι (Νεμέας). Συργιάννης: διακρίνεται κατά τους εμφυλίους πολέμους (Καντακουζηνός). Βυζαντινός στρατηγός (1399), υποτάσσει τα Ιωάννινα στον Ανδρόνικο Α’ Παλαιολόγο. «Λα Κιάτρα αλ Συργιάννη»: καραούλι στο Δίστρατο, όπου σκοτώθηκε ο κλέφτης Συργιάννης (283:217). Ένας Domenego Surian, da Napoli di Romania, παίρνει σαν ανταμοιβή κάποια θέση στο Antivari, το 1542 (261:371). Το 1599, αναφέρεται ένας Γιάννης Sergiano, επίσης da Napoli di Romania (262:94). Ονομασία μονής στην Αττική: Συριάνη ή Συργιάνη (321:99), σε απόσταση 39’ από την Αθήνα, προς την κατεύθυνση του Υμηττού. Suriano Βερναρδίνος (1580;-1583;), λατίνος αρχιεπίσκοπος Κέρκυρας (292:59). Συργ. Spiridion, αναγράφεται το 1705 στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας (238:278). Συργιάνος ο εκ Συρίας καταγόμενος.
ΣΥΡΜΑΣ (Άργος 1863). Ένας Πέτρος Syrme ή Symi αναφέρεται, το 1471, στα Ενετικά Αρχεία (260:9). Αναγνώστης Σίρμας απαντάται, το 1790, στο χωριό Νεγάδες της Ηπείρου (136:99). Τοπωνύμιο «το ρέμα του Σούρμα» στο χωριό Ποταμιά της Τριφυλίας (313:255). Γιάννης Νικολή Σύρμας αναφέρεται σε κατάσταση, καπεταναίων μικρών πλοίων της Ύδρας, το 1810 (20:130). Νικόλαος Δ. Σίρμας: κατζηλλιέρης Σπετζών, το 1816 (21:300).
ΤΟΣΚΑΣ (Ναύπλιο, Προσύμνη κ.α.). Τόσκας, προφανώς, είναι ο καταγόμενος από την Αλβανική φυλή των Τόσκηδων. Andrea Thoschi: στρατιώτης da Napoli di Romania απαντάται το 1523 (260:130). Ένας Ljamze Glava Tósca αναφέρεται στο χωριό Μολήστι της Ηπείρου, το 1815 (273:44). Χωριό Τόσκα, ακατοίκητο, στην Πρέβεζα (133:154).
ΤΣΙΠΟΚΑΣ (Ναύπλιο). Τοπωνύμιο στην περιοχή του Κοιλιωμένου Ζακύνθου (110:207).
ΦΑΛΙΕΡΟΣ (Άργος). Ένας «ser Zuan Falier conte de Spalato» μνημονεύεται στα Αρχεία της Βενετίας, το 1543 (261:407). Το επώνυμο απαντάται και σε κατάλογο των ευγενών, που εγκατέλειψαν την Κάντια (Ηράκλειο Κρήτης), το 17ο αι. και εγκατεστάθηκαν στην Κέρκυρα (158:452).
ΦΑΝΤΗΣ (Κουτσοπόδι). Το επώνυμο απαντάται τον 18ο αι. σε έγγραφο της μ. Ρεοντινού Κυνουρίας (49:221).
ΦΛΟΚΑΣ (Άργος 1883). Χωριό Φλόκα στην Τριφυλία, Ηλεία, Πάτρα, Μονεμβασία και Ήπειρο. Mathio Floca: στρατιώτης στην Κεφαλονιά, το 1545 (259:282). Κύργιος (Κυριάκος) Φλόκας, κάτοικος Νεοχωρίου Τρίκκης, μνημονεύεται το 1656 (138).
ΦΟΣΚΑΡΙΝΗΣ (Κοφίνι (Νέα Τίρυνθα)). Επώνυμο μεσαιωνικής Ενετικής οικογένειας. Ο αρχαιότερος γνωστός είναι ο Στέφανος Φοσκαρινός ο υπό του Sanuto αναφερόμενος (1207) (201Α:207). Μετά αυτό το επώνυμο αναφέρονται δύο κλάδοι: οι FOSCARINI της Βενετίας, από την πόλη ALTINE, που μετά την καταστροφή της από τους Γότθους κατέφυγαν στα Βενετσιάνικα νησάκια, κατέλαβαν δημοτικά αξιώματα, έγιναν μέλη του Μεγάλου Συμβουλίου, και από το 1297 ονομάστηκαν πατρίκιοι. Ένας Ιάκωβος F., έγινε δόγης το 1762, ένας άλλος Ιάκωβος, στις αρχές του 17ου αι., ήταν Γενικός Διοικητής των ναυτικών δυνάμεων της Βενετίας (Generalissimo di Mare). Στην τελευταία περίοδο της Βενετικής Δημοκρατίας, οι αδελφοί Σεβαστιανός και Νικολό F., ιππότες του Χρυσού Περιδέραιου (stola d’ore) υπηρέτησαν ως πρεσβευταί.
Ο θυρεός των Foscarini ήταν: χρυσός με διαγώνια κυανή ταινία.
Και άλλοι Foscarini, του Lecce, που είναι κλάδος της προηγούμενης οικογένειας μετανάστευσαν στις αρχές του 17ου αι., στο Lecce με επικεφαλής έναν Ιωάννη – Αντώνιο του Καίσαρα Foscarini. Σ’ αυτόν τον κλάδο ανήκει και ένας Νικολό, ο οποίος για πολιτικούς λόγους αναγκάστηκε να εκπατριστεί και εμφανίζεται στην Τσαρική Αυλή. Η Ρωσσική Κυβέρνηση τον στέλνει το 1763 επίτροπό της στην Κέρκυρα. Πιθανόν γυναίκα αυτού του Νικολό Φ. να ήταν και η περίφημη Αδριανή Φ. της οποίας οι έρωτες με τον Καζανόβα προξένησαν σκάνδαλο στην εποχή της. (Ακολουθεί η περιγραφή του θυρεού του) (312:426).
Ο Κ. Σάθας, σχετικά με την οικογένεια F. γράφει: «Μετά την κατάληψη του Ναυπλίου και της Μονεμβασίας από τους Τούρκους, η Σύγκλητος διόρισε έξη Σοφούς (savii) ή Υπουργούς (ministres) για να ασχοληθούν αποκλειστικά με τη συντήρηση και εγκατάσταση σε χριστιανικές χώρες, των ανδρείων Στρατιωτών των ανωτέρω πολιτειών, που προτίμησαν τον εκπατρισμό από τον μουσουλμανικό ζυγό. Τα ονόματα των έξη πρώτων συγκλητικών των αποκαλουμένων sapientes superrebus Naupliensium et Monovasiensium είναι: Antonio DandoloFrancesco LongoAloysio ContariniMarc Foscarini et Dolfino Dolfini (αναγράφει μόνο πέντε). Αργότερα αυτοί οι σοφοί (λατ. Sapientesαντικαταστάθηκαν από άλλους ευγενείς» (261:334). Leonardo Foscarini: αναφέρεται Προβλεπτής Ζακύνθου, το 1536 (81:124). Ιάκωβος Foscarini, στην Κρήτη, υποβάλλει έκθεση, το 1577 (315:80). Ιερώνυμος Foscarini: προβλεπτής Ζακύνθου το 1630 (81:126). Αλοΐσιος Φωσκαρίνης: προνοητής Λευκάδας, το 1695 (186:98).
Fr. Foscarini. Προβλεπτής Ζαρνάτας (1699) (119:4). Λουδοβίκος Φορκαρίνης. Ενετός γερουσιαστής και ιστοριογράφος. Συνέγραψε Istoria della Republica Veneta (1722). Γράφει επιστολή προς τον Ιάκωβο Ρατζόνικον (255:6α’).
Johanes Antonius Foscarini (1731-(-)1739): ο τάφος του επιγράφεται: Johannis Antonii Fuscareno – Corcyrae Archiepiscopi – Cineris – Anno MDCCXXXIX (42).
ΦΟΥΝΤΑΣ και ΦΟΥΤΗΣ (Άργος, Ναύπλιο). Στρατιώτης Fudis Lecas Αλβανός από τη Μονεμβασία, αναφέρεται στα Ενετικά Αρχεία, από το 1542 (252:366). Και χωριό Φούτια νότια της Μονεμβασίας).
ΧΑΡΒΟΥΡΗΣ (Ναύπλιο 1841). Marcus Carburi του Διμ., αναγράφεται μεταξύ των φοιτητών του πανεπιστημίου της Πάδοβας το 1745 (237:195).
ΧΑΡΟΣ (Βιβάρι Ναυπλίας). Ο Χάρος Ζένος, με ορμητήριο το Ναύπλιο, επέρχεται κατά της επαρχίας Καλαβρύτων επί κεφαλής στιφών (15000!!) την 27.6.1772 και διαρπάζει το μοναστήρι της Αγίας Λαύρας, αφού υπέβαλε τους μοναχούς σε βασανιστήρια. Εν συνεχεία επιτίθεται και κατά της Κερπινής (75Β:43).

Υποσημειώσεις


[1] Χρονικά της Ηπείρου θ’ 1 σ. 138.
[2] Συγκούνης Φ., Ανέκδοτος αλληλογραφία των Ζωσιμάδων, Ηπειρωτικά Χρονικά Η’ (1933), 201.
[3] Κυγέας Σ. Β., Ηπειρωτικόν Αρχείον Σταύρου Ιωάννου, Προλεγόμενα, Ηπειρωτικά Χρονικά, 14 (1939), 18.
[4] Γιανναροπούλου Ιωαν., Το περιεχόμενον του κτητορικού κώδικος της παρά την Στεμνίτσαν μονής Ζωοδόχου Πηγής (Χρυσοπηγή), ΓΟΡΤΥΝΙΑΚΑ Β’. (1978), 153.
[5] Λαμπρίδης Ι., Παγωνιακά, (Αθήνα 1889), 70, ΗΜ. Β’ (Ιωάννινα 1971).
[6] Λούντζης Ε., Περί της πολιτικής καταστάσεως της Επτανήσου επί Ενετών, Αθήναι 1969, σ. 72-73.
[7] Hopf Charles, Chroniques Gréco-Romanes, inedites oú peu connues publiées avec notes et tables généalogiques, εκδ. Σπανού, Αθήναι 1961, 530.

Βιβλιογραφία – (από τα άρθρα του Τάκη Μαύρου)



  • Αβούρης, Σ.Ν.: Σύντομος εκκλησιαστική ιστορία της Σύρου, ΕΕΚΜ. 6 (1967), 589-615.
  • Αδάμης, Μ.Γ.: Κατάλογος των χειρογράφων της βιβλιοθήκης Παναγιώτη Γκριτσάνη, ΕΕΒΣ, ΛΕ’ (1966-67), 313-365.
  • Ακροπολίτης, Γ., Χρονική συγγραφή, Βόννη 1836.
  • Ανδρεάδης, Μ.Χ.: Τινά περί δικαίου και δικαιοσύνης εν Κορινθία κατά τους πρώτους μετεπαναστατικούς χρόνους, Πελοποννησιακά, ΙΑ’ (1975), 172-179.
  • Αντωνακάτου, Ντ. – Μαύρος, Τ.: Ελληνικά μοναστήρια, Πελοπόννησος, 1 (Μονές Αργολίδας), Αθήνα 1976.
  • Των ιδίων: Ελληνικά μοναστήρια, Πελοπόννησος, 2 (Μονές Αρκαδίας), Αθήνα 1979.
  • Απογραφή Αποστολής Maison.
  • Αραβαντινού, Π., Χρονογραφία της Ηπείρου, Α’-Β’ εν Αθήναις 1856. Επανέκδοση Ηλ. Ρίζου.
  • Αρχείον Ιστορικού Λεξικού Ακαδημίας Αθηνών.
  • Αρχείον Κοινότητος Ύδρας, 1776-1832: 1 (1778-1802), εν Πειραιεί 1920.
  • Του ιδίου: 2 (1803-1806), εν Πειραιεί 1921.
  • Του ιδίου: 3 (1807-1809), εν Πειραιεί 1922.
  • Του ιδίου: 4 (1804-1812), εν Πειραιεί 1923.
  • Του ιδίου: 5 (1813-1817), εν Πειραιεί 1924.
  • Του ιδίου: 6 (1818-1821), εν Πειραιεί 1925.
  • Βαγιακάκος, Δ.Β.: Αρχαία και Μεσαιωνικά τοπωνύμια εκ Μάνης, (συμβολή 2α), Πελοποννησιακά, Β’ (1957), 302-334.
  • Του ιδίου: Βυζαντινά ονόματα και επώνυμα εκ Μάνης, Πελοποννησιακά Γ’-Δ’ (1958-59), 185-221.
  • Του ιδίου: Σχεδίασμα περί των τοπωνυμικών και ανθρωπονυμικών σπουδών εν Ελλάδι, 1833-1962, εν Αθήναις 1964.
  • Του ιδίου: Πάτραι – Πάτρα, Πελοποννησιακά, Ι’ (1974), 223-234.
  • Βέης, Ν.Α.: Χαμάραιτοι, Ιστορικόν και γενεαλογικόν σημείωμα, εν Αθήναις 1903.
  • Του ιδίου: Κατάλογος των χειρογράφων κωδίκων της εν Αροανεία μονής των Αγίων Θεοδώρων, Επετηρίς ΠΑΡΝΑΣΣΟΥ, Γ’ (1906).
  • Του ιδίου: Επετηρίς ΠΑΡΝΑΣΣΟΥ, Γ’ (1906).
  • Του ιδίου: Κριτική Αντωνίου Χ. Χατζή, Α.Δ.Φ. καθηγητού. Οι Ραούλ, Ραλ, Ράλαι (1080-1800), Βυζαντίς, Β’ (εν Αθήναις 1911-12), 250-255.
  • Του ιδίου: Κατάλογος των ελληνικών χειρογράφων κωδίκων της εν Ζακύνθω Φωσκολιανής Βιβλιοθήκης, ΔΙΕΕ, 8 (1926), 46-65.
  • Βιάζης, Σ.Δ.: Σημειώματα περί των Δυτικών Εκκλησιών, Αρχιεπισκόπων και Επισκόπων Επτανήσων, ΑΡΜΟΝΙΑ (1906).
  • Βλαχογιάννης, Γ.: Άπαντα των Νεοελλήνων κλασσικών. 4. Κλέφτες του Μοριά, Αθήναι, 1966.
  • Βροκίνης, Λ.: Η εν Κέρκυρα αποίκησις. Έργα, Κέρκυρα 1973.
  • Γιανναρόπουλου, Ι.: Δικαιοπρακτικά έγγραφα εκ της μονής Ρεοντινού, Πελοποννησιακά, Η’ (1971), 201-238.
  • Του ιδίου: Το περιεχόμενον του κτητορικού κώδικος της παρά την Στεμνίτσαν Μονής Ζωοδόχου Πηγής (Χρυσοπηγής), Γορτυνιακά Β’ (1978), 385-393.
  • Γριτσόπουλος, Τ.Α.: Η αρχιεπισκοπή Δημητσάνης και Αργυροκάστρου, ΕΕΒΣ, Κ’ (1950), 209-256.
  • Γριτσόπουλος, Τ.Α.: Η κατά την Κυνουρίαν μονή της Λουκούς, Πελοποννησιακά, ΣΤ’ (1963-68), 129-190.
  • Του ιδίου: Στατιστικαί ειδήσεις περί Πελοποννήσου, Πελοποννησιακά, Η’ (1971), 411-459.
  • Δεληγιάννης, Γ.Ν.: Η Ιερά Μονή Ελώνης, ΔΙΕΕ, Ι’ (1925), 86-127.
  • Δημητρακόπουλος, Σ.: Προεπαναστατικά δικαιοπρακτικά έγγραφα Αλωνισταίνης, Γορτυνιακά Β’ (1978), 361-384.
  • Δούκας, Π.Χ.: Η Σπάρτη δια μέσου των αιώνων, Νέα Υόρκη 1922.
  • Δρακάκης, Α.Ο.: Η Σύρος επί Τουρκοκρατίας. Η Δικαιοσύνη και το Δίκαιον. ΕΕΚΜ, 6 (1967), 63-492.
  • 75Β.      Ευαγγελάτος, Χρ. Γ.: Η Αγία Λαύρα, Ιστορία της Ι.Μ., 961-1961, Αθήναι 1981.
  • 77Α.     Ζακυθηνού, Διον.: Μιχαήλ Μάρουλλος Ταρχανιώτης, Έλλην ποιητής των χρόνων της Αναγεννήσεων, ΕΕΒΣ, Ε’ (1928), 200-242.
  • Ζώης, Λ.: Ιστορία της Ζακύνθου, Αθήνα 1955.
  • Του ιδίου: Λεξικόν Λαογραφικόν Ζακύνθου, Αθήναι 1963.
  • Καλομενόπουλος, Ν.: Μεγ. Ελλην. Εγκυκλ., λήμμα «Παλαβιτσίνης», 19, σ. 475.
  • Καμπούρογλου, Δ.: Μνημείο της ιστορίας των Αθηναίων, Α’ (1891).
  • Καραθανάσης, Α.Ε.: Επαναστατικαί κινήσεις στην Πελοπόννησο στα 1659, Πελοποννησιακά, Η’ (1971), σ. 239-260.
  • Καρατζάς, Σ.: Ο Αγαθόφρων Λακεδαιμόνιος και το Παρισινό περιοδικό «Μέλισσα», Πελοποννησιακά, Γ’-Δ’ (1958-59), 241-262.
  • Κατσούρος, Α.Φ.: Ναξιακά δικαιοπρακτικά έγγραφα του 17ου αι., ΕΕΚΜ, 7 (1968), 24-337.
  • Κονόμος, Ντ.: Ναοί και μονές στη Ζάκυνθο, Αθήναι 1964.
  • Του ιδίου: Η Χριστιανική τέχνη στην Κεφαλονιά, Αθήναι 1966.
  • Του ιδίου: Εκκλησίες και Μοναστήρια στη Ζάκυνθο, Αθήναι 1967.
  • Του ιδίου: Ο Μαρτινέγκος, Αθήναι 1976.
  • Του ιδίου: Ζάκυνθος (2ος τόμος), Αθήνα 1979.
  • Κουγέας, Σ.Β.: Ηπειρωτικόν Αρχείον Σταύρου Ιωάννου, Έγγραφα Αλή Πασά, Ηπ. Χρον., 14 (1939), σ. 49-144.
  • Του ιδίου: Έγγραφα Σταύρου Ιωάννου, Ηπ. Χρον., 14 (1939), 145-333.
  • Του ιδίου: Αναφορά των Βοιτυλιωτών προς την Ενετικήν Δημοκρατία (7.4.1690). Σύμμεικτα, Πελοποννησιακά, Β’ (1957), 426-430.
  • Του ιδίου: Η καταγωγή του Παναγιώτη Μπενάκη, Πελοποννησιακά, ΣΤ’ (1968), 1-42.
  • Κουκουλές, Φ.: Εκ των Ελληνικών παπύρων, Βυζαντίς, Β’ (εν Αθήναις 1811-12), σ. 474-503.
  • Κώδικας Μονής Σπηλιώτισσας Ζακύνθου. (Ανέκδοτος).
  • Κωνσταντόπουλος, Τ.: Νέα ονόματα Πελοποννησίων Φιλικών από τα Αρχεία της Τσαρικής Αστυνομίας, Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά, 1965, σ. 339-342.
  • Κωστάκης, Θ.: Οι Γεωργατζάδες του Κοσμά και η γλώσσα τους, Πελοποννησιακά, ΣΤ’ (1963-68), 43-91.
  • Λαμπρίδης, Ι.: Ζαγοριακά (Αθήναι 1870), Ηπειρωτικά Αγαθοεργήματα, Α’ (Ιωάννινα 1971).
  • Του ιδίου: Ζαγοριακά μέρος 2ον (Αθήναι 1889), σ. 1-88, εν Ηπειρωτικά Μελετήματα, Β’ (Ιωάννινα 1971).
  • Του ιδίου: Ηπειρωτικά Αγαθοεργήματα, Ηπειρ. Αγαθοερ. Α’ (Ιωάννινα 1971).
  • Του ιδίου: Μαλακασιακά (Αθήναι 1888), Ηπ. Μελετ., Β’ (Ιωάννινα 1971).
  • Του ιδίου: Περί των εν Ηπείρω Αγαθοεργημάτων (Αθήναι 1880), Ηπειρ. Αγαθ., Α’ (Ιωάννινα 1971).
  • Του ιδίου: Πολιτική εξάρτησις και διοίκησις Μαλακασίου, ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ, 10 (1877), σ. 376-368, εν Ηπειρ. Αγαθ., Α’ (Ιωάννινα 1971).
  • Του ιδίου: Πογωνιακά (Αθήναι 1889), σ. 1-87, εν Ηπειρ. Μελετ., Β’ (Ιωάννινα 1971).
  • Του ιδίου: Ο Τεπελενλή Αλή πασάς, (Αθήναι 1887), σ. 1-84, εν Ηπειρ. Μελετ., Β’ (Ιωάννινα 1971).
  • Λάμπρος, Σπυρ.: Μιχαήλ Ακομινάτου του Χωνιάτου, τα σωζόμενα, τ. Β’ (Αθήναι 1880).
  • Του ιδίου: Εκθέσεις των Βενετών προνοητών της Πελοποννήσου εκ των εν Βενετία Αρχείων, ΔΙΕΕ, 5 (1900), σ. 605-823.
  • Του ιδίου: Τρεις επιστολαί του καρδιναλίου Βησσαρίωνος, Ν.Ε., 5 (1908), σ. 19-38.
  • Του ιδίου: Ναυπλιακόν έγγραφον του οίκου Πουλομάτη, Ν.Ε., 6 (1909), σ. 273-283.
  • Του ιδίου: Ενθυμήσεων, ήτοι χρονικών σημειωμάτων συλλογή πρώτη, Ν.Ε., 7 (1910), σ. 113-313.
  • Του ιδίου: Κατάλογος κωδίκων των εν Αθήναις Βιβλιοθηκών πλην της Εθνικής, Ν.Ε., 7 (1910), σσ. 321-337 και 469-483.
  • Του ιδίου: Κερκυραϊκά έγγραφα ανέκδοτα, Ν.Ε., 7 (1910), σ. 464-468.
  • Του ιδίου: Κατάλογος των Κρητικών οίκων Κερκύρας, Ν.Ε., 10 (1913), σσ. 449-456.
  • Του ιδίου: Σημειώσεις περί της εν Πελοποννήσω Βενετοκρατίας, Ν.Ε., 19 (1925), σ. 90 και 327-334.
  • Του ιδίου: Αι Αθήναι υπό τους Φράγκους, Ν.Ε., 20 (1926), σσ. 67-103.
  • Του ιδίου: Αι Αθήναι υπό τους Φλωρεντινούς, Ν.Ε., 20 (1926), σ. 242-271.
  • Του ιδίου: Έρευναι εν ταις βιβλιοθήκαις και αρχείοις, Ρώμης, Βενετίας, Βουδαπέστης και Βιέννης (επιμέλεια Κ.Ι. Δυοβουνιώτη), Ν.Ε., 20 (1926), 47-54.
  • Λαμπρυνίδης, Μιχ. Γ.: Οι Αλβανοί κατά την κυρίως Ελλάδα και την Πελοπόννησον, εν Αθήναις 1907.
  • Λεγκράν, Α.: Ανέκδοτα έγγραφα περί Ρήγα Βελεστινλή, ΔΙΕΕ, (1831), σ. 587-774.
  • Λούντζης, Ε.: Περί της πολιτικής καταστάσεως της Επτανήσου επί Ενετών, Αθήναι 1969.
  • Λυριτζής, Σ.: Οι εκ Γαργαλιάνων αδελφοί Ανδριανόπουλοι Άνθιμος και Ιωάννης. Πελοποννησιακά, Η’ (1971), σ. 97-124.
  • Μακρυμίχαλος, Σ.Ι.: Τσακώνικα προικοσύμφωνα του 18ου και 19ου αι., Πελοποννησιακά, Η’ (1971), 277-410.
  • Μάραντος, Β.: Κορώνη, Αθήναι 1976.
  • Μάτσης, Νικ.: Ζητήματα εκ του θεσμού της προτιμήσεως εν τω βυζαντινώ δικαίω, ΕΕΒΣ, ΛΣΤ’, σ. 45-54.
  • Μαύρος, Τ.: Συμβολή εις το τοπωνυμικόν της Γορτυνίας, Γορτυνιακά, Β’ (1978), 303-322.
  • Μαχαιράς, Κ.Γ.: Ναοί και μονές Λευκάδος, Αθήναι 1957.
  • Μέρτζιος, Κ.Δ.: Το εν Βενετία Ηπειρωτικόν Αρχείον, Ηπ. Χρον., ΙΙ (1936), 1-341.
  • Του ιδίου: Η επανάστασις Διονυσίου του Φιλοσόφου, Ηπ. Χρον., 13 (1938), σ. 81-90.
  • Του ιδίου: Το εν Βενετία Ηπειρωτικόν Αρχείον, Ηπ. Χρον. 15 (1940), σ. 1-58.
  • Μηνδρινός, Μ.: Τουρκοκρατούμενη Θήρα. Απελευθερωτικά αυτής κινήματα, ΕΕΚΜ, Β’ (1971-73), σ. 718-746.
  • Μιχαηλίδη-Νουάρου, Μιχ. Γ.: Λεξικόν της Καρπαθιακής διαλέκτου, Αθήναι 1972.
  • Μοσχονάς, Ν.Γ.: Πρακτικά συμβουλίου Κοινότητος Κεφαλονιάς, βιβλίο Α’ (1953), Εθνικόν Ίδρυμα Ερευνών, 2 (1979), 276-280.
  • 201Α.    Μουστοξύδου, Ανδρ.: Ελληνομνήμων, (1843-1853), εκδ. Ν. Καραβία, Αθ. 1965.
  • Μπίρης, Κ.Η.: Αρβανίτες οι Δωριείς του νεώτερου Ελληνισμού, Αθήναι 1960.
  • Νέζος, Α.: Αρχείον (ανέκδοτον).
  • Οικονομίδης, Δ.: Ο Φιλικός Γεώργιος Ε. Λεβέντης, Πελοποννησιακά, Β’ (1957), 50-59.
  • Παπακυριάκος, Σ.: Εκ προχείρων ερευνών, ΔΙΕΕ, Ι (Νέα σειρά), τ. 4ον(1926), 146-148.
  • Παπασπύρου, Π.Β.: Λαογραφική συλλογή, Ηπ. Χρον., 4 (1929), σ. 157-175.
  • Πεντόγαλος, Γ.Η.: Λατίνοι επίσκοποι Κεφαλονιάς-Ζακύνθου. Ανάτυπον Δελτίου Αναγνωστικής Εταιρίας Κερκύρας, 1974.
  • Περίδης, Μ.Π.: Λεξικόν ιταλοελληνικόν, τομ. 2ος, εν Ερμουπόλει Σύρου 1862.
  • Πετρόπουλος, Γ.: Νοταριακαί πράξεις Μυκόνου των ετών 1663-1779, Αθήναι 1960. (Παράρτημα της Επετηρίδος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών).
  • Πεφάνη, Π.: Οι γενιές της Νέδουσας, Αθήναι 1982.
  • Πλουμίδης, Γ.Σ.: Ειδήσεις δια το Βενετοκρατούμενον Ναύπλιον (1440-1540), Πελοποννησιακά, Η’ (1971), 261-275.
  • Του ιδίου: Αι πράξεις εγγραφής των Ελλήνων σπουδαστών του Πανεπιστημίου της Παδούης, μέρος Β’, ΕΕΒΣ, ΛΗ’ (1971), σ. 84-195.
  • Του ιδίου: Αι πράξεις εγγραφής των Ελλήνων σπουδαστών του Πανεπιστημίου της Παδούης, ΕΕΒΣ, ΛΖ’ (1969-70), σ. 260-336.
  • Του ιδίου: Συλλογή εγγράφων Μεθώνης και Κορώνης, Πελοποννησιακά, Ι’ (1974), 155-164.
  • Πυώ, Ρ.: Ο καπετάν Γκίνης, ΔΙΕΕ, 9 (1926), Σ. 534-538.
  • Σάθας, Κ.: Τουρκοκρατούμενη Ελλάδας, Αθήναι 1869.
  • Του ιδίου: Χατζή Σεχρέτη, Βίος Αλή Πασά. Ιστορικαί διατριβαί, εν Αθήναις 1870.
  • Του ιδίου: Βυζαντινά ανέκδοτα, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, Α’.
  • Του ιδίου: Λεοντίου Μαχαιρά, Χρονικόν Κύπρου, Μεσ. Βιβλ. Β’ (1873), σ. 53-409.
  • Του ιδίου: Κρητικαί διαθήκαι, Μεσ. Βιβλ., ΣΤ’ (1877), σ. 654-652.
  • Του ιδίου: Ανωνύμου, Σύνοψις Χρονική, Μεσ. Βιβλ., Ζ’, σ. 1-556.
  • Του ιδίου: Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας, τόμος Ι, Paris 1880.
  • Του ιδίου: Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας, τόμος IV, Paris 1882.
  • Του ιδίου: Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας, τόμος V, Paris 1883.
  • Του ιδίου: Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας, τόμος VI, Paris 1884.
  • Του ιδίου: Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας, τόμος VII, Paris 1888.
  • Του ιδίου: Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας, τόμος VIIΙ, Paris 1888.
  • Του ιδίου: Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας, τόμος IΧ, Paris 1890.
  • Σάρρου, Α.Κ.: Περί μεικτών ναών ορθοδόξων και καθολικών εν Χίω, ΕΕΒΣ, ΙΘ’ (1949), σ. 194-208.
  • Του ιδίου: Ηπειρωτικαί ενθυμήσεις ή χρονικά σημειώματα και επιγραφαί, Ηπ. Χρον. 12 (1937), σ. 104-132.
  • Του ιδίου: Τοπωνυμικόν Ζίτσης και Μονοδενδρίου του Ζαγορίου, Ηπ. Χρον. 12 (1937), σ. 190-204.
  • Σκοπετέας, Σ.Χ.: Η καταγωγή των ζωγράφων Δοξαράδων, Επτανησιακά Φύλλα, περ. Β’, αριθ. 3 (Φεβρουάριος 1954).
  • Σούλης, Χ.Ι.: Τα «Μπουκουρέικα» των Τζουμέρκων, ήτοι περί της συνθηματικής γλώσσης των ραφτάδων των Σχωρετσάνων των Τζουμέρκων, Ηπ. Χρον. 3 (1928), 310-320.
  • Σούρλας, Ε.: Κώστας Γραμματικός, Ηπ. Χρον., 13 (1938), σ. 1-80.
  • Στασινόπουλος, Κ.Α.: Αι πολιορκίαι του Μεσολογγίου, ΔΙΕΕ, 9 (1926), σ. 23-45.
  • Στεργιόπουλος, Κ.Δ.: Συμβολή εις την έρευναν των Ηπειρωτικών τοπωνυμίων, Ηπ. Χρον. 8 (1933), 94-140.
  • Του ιδίου: Τοπωνυμικόν της επαρχίας Κονίτσης, Ηπ. Χρον., 9 (1934), σ. 204-244.
  • 285Α.    Στεφανίδου, Μιχ. Κ.: Περσική και Βυζαντ. βιοτεχνία, ΕΕΒΣ, ΣΤ’ (1929), σ. 284.
  • Σφήκας, Δ.: «Αναμνήσεις» από το Εικοσιένα. Παρουσίαση Ε. Βαγενά, Αρκαδικά, 4 (1977), σ. 9-10.
  • 290Α.    Τζαννετάτος, Κ.: Το Πρακτικόν της Λατινικής Επισκοπής Κεφαλληνίας και η Επιτομή αυτού, Αθήναι 1965.
  • Τριανταφύλλου, Κ.Ν.: Τα τοπωνύμια Καλάβρυτα – Καλάβριτο, Νεζερόν – Νεζερά, Πελοποννησιακά, Ι’ (1974), σ. 61-65.
  • Τσίτσας, Α.Χ.: Η Εκκλησία της Κερκύρας κατά την Λατινοκρατίαν, (1267-1797), Κέρκυρα 1969.
  • Τσιτσέλης, Η.Α.: Κεφαλληνιακά Σύμμικτα, Α’ (1904).
  • Του ιδίου: Κεφαλληνιακά Σύμμικτα, Β’ εν Αθήναις 1960.
  • Φιλήτας, Χ.: Περί του συνοικισμού των Γραικών εν Τεργέστη, ΔΙΕΕ, Ε’ (1897), σ. 370-376.
  • Φουρίκης, Π.: Μικρά συμβολή εις την Ηπειρωτικήν ιστορίαν. Νικόπολις, Πρέβεζα, Ηπ. Χρον., 4 (1929), σ. 263-294.
  • Χαιρέτη, Μ.Κ.: Ανέκδοτα βενετικά έγγραφα περί των Εβραίων εν Κρήτη, ΕΕΒΣ, ΛΓ’ (1964), 163-184.
  • Χαρτοφυλακίδης, Κ.Γ.: Ιστορικά ανάλεκτα Κέας, ΕΕΚΜ, Β’ (1962), 153-233.
  • Χώρας: Η Αγία Μονή Αρείας Ναυπλίου, εν τη εκκλησιαστική και πολιτική ιστορία Ναυπλίου και Άργους, εν Αθήναις 1975.
  • Boerio, G.: Dizionario dei dialeto Veneziano. Venezia 1856.
  • Crollalanza, G.B.: Dizionario storico-blasonico delle famiglie notabili Italiane, Ed. Arnaldo Forni, Bologna 1886.
  • Georgacas, D. and MacDonald, W.A.: Place names of Southwest Peloponnesos, Athens 1967.
  • Hopf Charles: Chroniques Greco-Romanes, inédites ou peu connues publiées avec notes et tables généalogiques, Berlin 1873, επανέκδοσις Σπανού, Αθήναι 1961.
  • LamanskyN.: Secrets d’etat de Venise, αναφερόμενος υπό Μανούσακα, Μ.Ι.: Βενετικά έγγραφα αναφερόμενα εις την εκκλησιαστική ιστορίαν της Κρήτης του 14ου-16ου αι., ΔΙΕΕ, 15 (1961), σ. 149-233.
  • Lognon, J. et Topping, P.: Documents sur le régime des lettres dans la principauté de Morée au XIV s., Mouton et Cie, Paris MCMLXIX (1969).
  • Miklosich, F. et Miller, I. : Acta de diplomata Graeca medii aevi sacra et profana, V (1887).
  • Miller, W.: Ιστορία της Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα, Αθήνα 1960.
  • Pouqueville, F.G.H.L. : Voyage de la Grèce, 2ème ed., tom. 5, Paris 1827.

Δρ. Ιστορίας, Πανεπιστήμιο  Paris-X.- Καθηγητής- Συγγραφέας
https://argolikivivliothiki.gr/2015/10/22/stradioti/