Σελίδες

Παρασκευή 13 Αυγούστου 2021

Η «καταγωγή» των επιθέτων των Ελλήνων και κατά πόσο έχουν επηρεαστεί από την τουρκοκρατία

 Τι έκαναν οι πρόγονοί μας (ή τι προδίδει ένα επίθετο)

Τα επίθετά μας φανερώνουν τι δουλειές έκαναν οι προπάπποι μας, ή τι σόι άνθρωποι ήταν. Διακόσια χρόνια μετά την Επανάσταση, οι τούρκικες πινελιές στα ονόματά μας κρατάνε ακόμα

 Η «καταγωγή» των επιθέτων των Ελλήνων και κατά πόσο έχουν επηρεαστεί από την τουρκοκρατία

Μερικά επίθετα καταλαβαίνεις αμέσως τι σημαίνουν: ο κύριος Τσενές, για παράδειγμα, μιλάει ασταμάτητα ή έχει μεγάλο στόμα, αν όχι αυτός ο ίδιος, τότε η γιαγιά, ο προπάππος του, κάποιος που κατάγεται από μέρος με Τούρκικο ζυγό ή έδαφος το οποίο σήμερα ανήκει στην Τουρκία. «Τσενές» στα Τούρκικα είναι το στόμα, στη Βόρεια Ελλάδα λέμε για τους πολυλογάδες «Μα δεν πιάνεται ο τσενές του, μιλάει τόση ώρα χωρίς σταματημό;»

Όλα αυτά είναι  άσχετα με την τρέχουσα πραγματικότητα ή την φρικτή επικαιρότητα, αλλά με έπιασε βαθιά επιθυμία να τις αγνοήσω και τις δύο. Κι έπειτα ψάχνοντας το οικογενειακό μας όνομα, έπεσα πάνω σε διαμαντάκια και ενθουσιάστηκα (όπως κάθε φορά που βρίσκω μια «καπού» μια πόρτα δηλαδή διέξοδο από το δυσάρεστο παρόν… και ναι, 

ο Καπουτζίδης ή είναι από φαμίλια που έφτιαχνε πόρτες ή κάποιος πρόγονός του άνοιξε την πόρτα κι έφυγε, δεν εξηγείται αλλιώς). 

Ο Κιρμιζής ήταν ένας κοκκινοπρόσωπος παππούς - «κιρμιζί» σημαίνει κόκκινο, μπορεί να θύμωνε εύκολα ή να είχε κόκκινο χρώμα η μούρη του, και μεταφέρθηκε η χάρη τόσες γενιές. 

Ο Ελματζόγλου είχε μηλιές μια και «ελμά» είναι το μήλο, αν και μπορεί να έτρωγε ή να πουλούσε μήλα.

 Ο  Αραμπατζής είχε αμάξι πρώτος- πρώτος, μια και «αραμπά» είναι το αμάξι, ή ήταν σωφέρ, πάντως είχε τροχούς πριν εφευρεθεί το αυτοκίνητο.

 Ο Μπιτσαξής, Μπιτσάκης, Μπιτσακάκης, έφτιαχνε μαχαίρια, πουλούσε μαχαίρια, στη χειρότερη ήταν μαχαιροβγάλτης ή μαχαίρωσε κάποιον και του βγήκε το όνομα. 

Ο Τσατάλης, Τσαταλίδης, Τσαταλάκης έφτιαχνε/πουλούσε πιρούνια («μπιτσάκ» είναι το μαχαίρι και «τσατάλ» το πηρούνι). Μεταφορικά, μπορεί να είχανε μαγειρειό ή κρεοπωλείο αυτοί οι δύο, μαζί με τον Καζαντζάκη, Καζάντζα και Καζαντζόγλου – «καζάν» είναι το καζάνι. Με διαφορετική γραφή και προφορά, είναι και η τύχη, άρα αυτός που απελευθερώθηκε το 1821 ή έφτασε στην Ελλάδα από την Μικρά Ασία με το «καζάν» στο όνομά του το 1922, μπορεί να «καζάντισε», να ήτανε δηλαδή τυχερός, παίζει κι αυτή η εκδοχή.

Ο Κεσίσογλου είχε κατσίκια, μπορεί και πολλά κατσίκια. Με άλλη γραφή/ορθογραφία, ήτανε μοναχός… πράγμα δύσκολο, γιατί η συνέχεια στο γεναιόγραμμα δεν αποδίδεται σε μοναχούς μια και δεν κάνουν παιδιά. Εκτός αν ο μοναχός αποφάσισε να μονάσει αφού έκανε τα παιδιά του, που πήρανε το όνομα «Κεσσίς», με παχύ «σ», για να τον τιμήσουν. 

Ο Καρίπογλου φρόντιζε κάποιον συγγενή ή και όλους, από το «καρίπ» που σημαίνει «φροντίζω», και ο Αρπάζογλου είχε χωράφια με κριθάρι, εμπορευόταν κριθάρι, άντε να έφτιαχνε κριθαροκουλούρες. Η γιαγιά μας που λεγόταν Ταστσόγλου, έγινε Πετρίδου όταν ήρθε από την Καππαδοκία μια και «τας» σημαίνει «πέτρα» - συχνά υπάρχει και το όνομα Πέτρος στις οικογένειες με την πέτρα στο όνομά τους επειδή κάποιος προπάππος λεγόταν Πέτρος, μάζευε πέτρες, έσπαγε πέτρες ή συγχωρέθηκε με μια πέτρα στο δόξα πατρί, όλα παίζουν. Το Τατσόπουλος, Τασόπουλος, Πετρόπουλος, έχουν την ίδια καταγωγή, από την Τούρκικη πέτρα.

«Κιρλί» σημαίνει βρώμικος οπότε σκεφτείτε κόσμο που ξέρετε με επίθετο από «κιρλί» - ο ίδιος ο κόσμος μπορεί να πλένεται, αλλά οι προπάπποι του ήτανε μποχίκοι. 

Ο Παχαλίδης (που συχνά γίνεται Πασχαλίδης) είναι ακριβός, πουλάει ακριβά ό,τι πουλάει – «παχαλί» σημαίνει ακριβό.

Ο Τσοκάκης, Τσοκίδης, Τσοκούδης, είναι πολύς, μπόλικος, μάλλον τά’χει τα κιλάκια του, από το «τσοκ»=πολύ, αποκλείεται να είναι «κιουτσούκ», δηλαδή μικρόσωμος – αυτός θα είναι ο Κιουτσούκαλης, Κιουτσουκέλης, Κιουτσούκης κλπ. 

Ο Βουγιούκας, Βουκιουκλάκης, Βουγιουκής κλπ είναι μεγαλόσωμος, ψηλός, έχει θεωρία, μια και «μπουγιούκ»=μεγάλο.

Ο ντέντεκτιβ Ουζούνης θα είχε ψηλούς προγόνους – «ουζούν» = ψηλός, αντίθετα ο Κισάκης, Κιτσάκης, Κισέλης θα είχε προγόνους-τάπες μια και «κισά»=κοντός. 

Ο Ρετσέλης έφτιαχνε μαρμελάδες με πολλή επιτυχία, ο Κουζούνης είχε αρνιά, ο Εκμετζής είχε φούρνο ή έτρωγε πολύ ψωμί. 

Ο Καφετζόπουλος και Καφετζής, είτε έψηνε καλό καφέ είτε ήτανε άξουαλ καφετζής με τη βούλα. Αντίστοιχα και ο Μπουφετζής υποθέτουμε ότι είχε μπουφέ κι έβγαζε μεζέδες.

 Ο Σαράπης, Σαράπογλου, Σαραπάκης, τα έτσουζε όποτε έβρισκε ευκαιρία, αλλά ας του δώσουμε μια ευκαιρία, μπορεί να έφτιαχνε καλό κρασί, που είναι «σαράπ». 

Ο Βαρδάκας, Βαρδακίδης, Βαρδάκογλου πουλούσε ποτήρια, φυσούσε γυαλί, ασχολιότανε με το «μπαρντάκ» που είναι το γυαλί. Αν ασχολιόταν με το «μπερντέ»=χρήμα, θα ήτανε Μπερντέκης, Μπερδέκης, Βερδέκης ή Βερδεκίδης.


Ο Κεχαγιάς, Κεχαγιόγλου, Κεχαγιάκης… έχει διάφορες εκδοχές, από το «κεχαγιάς στο σβέρκο μας», δηλαδή απόγονος βαθμοφόρου/αρχηγού/κυβερνήτη, μέχρι «προφήτης» αλλά και… «δέντρο με καφέ χρώμα», μια και δεν ξέρουμε την αρχική ορθογραφία ούτε την προφορά του «κεχαγιά».

Κάποτε γνώρισα μια κυρία Γιουμουρτάκη («γιουμουρτά»=αυγά), η οποία με διαβεβαίωσε προσβεβλημένη ότι δεν είχε καμιά σχέση με κότες. Μπορεί όμως να έτρωγε πολλά αυγά ο προπάππος, να χάριζε αυγά, οτιδήποτε – να έσπασε όλα τα αυγά γυρνώντας από το παζάρι. «Μπιρ» σημαίνει ένα, άρα ο Μπιράκος, Μπιράκης, Μπιράκογλου, είχε ένα παιδί μόνο, παράδοση στα μοναχοπαίδια. 

Ο Αμανατίδης, Αμανάτης, Αμανάτογλου, Αμανατάκης, έμεινε πίσω όταν έφυγαν όλοι, «αμανάτι», που σημαίνει μέσες-άκρες ενέχυρο, πάντως τον άφησαν οι προ-προπάπποι κάπου επειδή δεν μπορούσαν να τον πάρουν μαζί τους. Ο Σέκος ήτανε ντούρος – το «έμεινε σέκος» από κει βγαίνει, από το «ίσιος», με την έννοια ότι αν κάποιος πέσει σέκος, αναγκαστικά είναι ευθυγραμμισμένος με το πάτωμα. 

Ο Γιαβάσης, Γιαβάσογλου, Γιαβασίδης, ήταν αργός, δεν προχώραγε το μουλάρι του, μιλούσε αργά, πήγαινε γιαβάς-γιαβάς, δηλαδή σιγά σιγά. 

Ο Καλίνης, Καλλίνης, Καλινάκης, ήτανε γεματούτσικος κι ο Ιντζίδης, Ιντζόγλου, Ιντσάκης ήτανε λιγνός, από το «καλίν»=χοντρός και «ιντσέ»=λεπτός.

 Ο Μευντάνης ζούσε κοντά ή μέσα στην πλατεία, «μευντάν»=πλατεία. 

Ο Σταμπούλογλου είχε γεννηθεί στην Πόλη, στην Ισταμπούλ, όπως οι πρόγονοι της Λίλας Σταμπούλογλου. Βάζω ανδρικό γένος στα ονόματα επειδή από τους παππούδες κράταγε το εκάστοτε επίθετο συνήθως, πολύ σπάνια από τις γιαγιάδες. Το οικογενειακό επάγγελμα στην διάρκεια του 19ου αιώνα ήταν αυτό που εξασκούσε ο πατέρας. 

Αν η γιαγιά/μάνα ήταν μαία, μπορεί το όνομα «Εμπέ» να ήτανε πρώτο συνθετικό, Εμπετζή, ακόμα και Αμπατζή ή Αμπαζή με παραφθορά, αλλά αν ήταν «ουριτσμάν»=δασκάλα, δύσκολα θα ονοματιζόντουσαν οι απόγονοί τους από τη δουλίτσα της. Που δεν υπήρχε κι όλας ως επάγγελμα γυναικών στον Ελλαδικό χώρο, στο διάστημα 1700-1880.


Παρά το ψάξιμο δεν φωτίστηκα πολύ με το «Ζουμπουλάκης», που θα ήταν «Ζουμπούλογλου» άρα «Τζουμπούλογλου», πριν ο παππούς μας εγκαταλείψει δουλειές και σπίτια στην Κωνσταντινούπολη μια για πάντα. «Τσουμ» σημαίνει φίλος και μάλιστα καρδιακός, αλλά με μικρή διαφορά προφοράς σημαίνει… «ανίπταμαι διαγωνίως, ζουμάρω από ψηλά, περνάω σα σίφουνας στον αέρα». Και τα δύο έχουν τη χάρη τους, νομίζω οικογενειακώς θα τα υιοθετήσουμε με καμάρι για τους προγόνους μας, που τόσο ταλαιπωρήθηκαν χωρίς ποτέ να γκρινιάσουν, όταν έφτιαξαν τη ζωή τους από την αρχή στην Ανατολική Μακεδονία…

Μανίνα Ζουμπουλάκη


«Πηγή: https://www.athensvoice.gr/life/720426_ti-ekanan-oi-progonoi-mas-i-ti-prodidei-ena-epitheto?fbclid=IwAR0cljmzABbyMB_zL7qJp8rrfrdLxRfFiLhD5F13Bn8J0WmpFoHIcsuowlA»

 

Τετάρτη 11 Αυγούστου 2021

Πώς γινόταν η ονοματοδοσία στους αρχαίους Έλληνες;

 

  Η μαρτυρία της Διοτίμας....

Η γνωστή Ελληνίδα φιλόλογος και ιστορικός κα Ευγενία Γ. Δαρβίρη, μέσα στο βιβλίο της «ΔΙΟΤΙΜΑ: Η πυθαγόρεια διδασκάλισσα του Σωκράτους», περιγράφοντας την πρώτη νύχτα της γέννησης και της «βάπτισης» της Διοτίμας, έτσι όπως αφήνει την ίδια την Διοτίμα να διηγείται στον Σωκράτη, γράφει μεταξύ άλλων και τα εξής:

«Το βράδυ εκείνο έγινε ο Σωκράτης για πρώτη φορά μύστης της γυναικείας αυτής ψυχής που ταξινομούσε τον κόσμο με τρόπο καινούργιο και παράδοξο. Όπως καθόταν απέναντί του στην αδύναμη λάμψη των λύχνων, φάνταζε σαν οπτασία έτοιμη να διαλυθεί στο ημίφως, παρά σαν γυναίκα με σάρκα και οστά. Την άκουγε καθισμένος στο σκαμνί του, σιωπαίνοντας κι αδυνατώντας να καταλάβει αν ζούσε στ’ αλήθεια τη σκηνή η αν βούλιαζε σε όνειρο. Είχε γυρέψει πρώτα – πρώτα τη ζωή της να μάθει, ν’ ακούσει πως ξεχώρισε και πως βρέθηκε στη λατρεία του Θεού. Δεν αρνήθηκε. Έμοιαζε πως ήθελε και κείνη να εξομολογηθεί κάπου, από κάτι να λυτρωθεί.
«….Γεννήθηκα στη Μαντίνεια της Αρκαδίας. Όμορφη πόλη, απλή, ποιμενική αλλά και μαζί ιερή, γεμάτη ναούς. Εμείς οι Αρκάδες, Σωκράτη, είμαστε πιο πρωτόγονοι και πιο δεμένοι με τη γη, απ’ όσο εσείς οι Αθηναίοι, γι’ αυτό και κρατάμε ατόφια την προγονική ευσέβεια που στοιχειώνει θαρρείς την περιοχή. Στα δυτικά της πόλης ξεκρίνει κανείς τα ιερά όρη του Πανός και των Νυμφών, που κλείνουν τον ορίζοντα και στα ανατολικά της μικρό κάμπο. Τη θεμελίωσε στα χρόνια τα παλιά η Αντινόη, του Κηφέα η κόρη κι έχει τείχος γερό και πολυγωνικό, που τη ζώνει από παντού, ενώ ταυτόχρονα με τις δεκαοχτώ πύλες του την ενώνει με τον κόσμο. Ολόγυρά του κυλά το φιδολύγιστο υδάτινο σώμα του ο ποταμός Όφις.

Εγώ γεννήθηκα κοντά στο παλλαϊκό ιερό των Διοσκούρων. Εκεί ήταν το πατρικό μου σπίτι. Πατέρας μου ο Λυκάων και μητέρα μου η Διοδώρα. Βγήκα στον κόσμο νύχτα, φωτισμένη ωστόσο μ’ αστραφτερή πανσέληνο που ασήμωνε την πόλη και τις κορυφές του Μαίναλου στο βάθος του ορίζοντα. Παρά τις μεγαλοπρεπείς θυσίες στην Ειλείθυια, η Διοδώρα είχε δύσκολη γέννα. Την ώρα που εγώ άφηνα τις πρώτες μου κραυγές δοκιμάζοντας τη δύναμη των μικρών πνευμόνων μου, η μητέρα μου ξεματωμένη και χλωμή, κυριευμένη από δυνατό επιλόχιο πυρετό, πάλευε να κρατηθεί στη ζωή. Με χώρισαν από κοντά της, με καθάρισαν, μ’ έπλυναν, με τύλιξαν σε σεντόνι και μ’ έφεραν στην αίθουσα υποδοχής όπου περίμενε ο πατέρας μου βηματίζοντας πάνω κάτω νευρικά.

Η γιαγιά μου, η Γοργώ, με τρεμάμενα χέρια με ακούμπησε κατάχαμα μπρος του. Σύμφωνα με το πανάρχαιο έθιμο, ο πατέρας αποφασίζει αν το παιδί θα παραμείνει στον οίκο όντας γερό, η θα απορριχτεί για να πεθάνει αν είναι ανάπηρο η άρρωστο. Η δεύτερη αυτή σκληρή μοίρα χτυπά συνήθως και τα νεογέννητα κοριτσάκια. Βάρος στην οικογένεια, κατά την αντίληψη πολλών, ανίκανα για ουσιώδη εργασία, της απομυζούν την περιουσία με την προίκα που θα την υποχρεώσουν να δώσει, ενώ οι αριστοκράτες ταυτόχρονα πικραίνονται διπλά που δεν μπορούν να διαιωνίσουν και το όνομα του οίκου τους… Μα η γυναίκα, Σωκράτη, διαιωνίζει τη ζωή. Τι σημασία μπορεί να έχει το όνομα που θα δώσεις στη ζωή; Και είναι αυτή που σταλάζει στη ζωή μια γλυκιά τρυφερότητα• αυτή είναι που σηκώνει τον Άνθρωπο μια σκάλα πάνω από τα αγρίμια. Το σκληρό δίκαιο των ανθρώπων ίσως φοβάται την παντοδυναμία της, γι’ αυτό και προσπαθεί, τρομαγμένο, να την περιορίσει…

Ο πατέρας μου, παρότι σκεφτόταν καλύτερα από άλλους της γενιάς και της σειράς του, δεν μπορώ να ορκιστώ πως δε θα απογοητεύτηκε κάπως όταν με είδε, πως καμμιά σκιά τεφρή δε θα πέρασε από το βλέμμα του. Σαν άντρας, ήθελε τον πολυπόθητο διάδοχο που θα διαφέντευε την περιουσία του οίκου του και θα κληρονομούσε το όνομά του• ίσως να αχνόβλεπε στο μέλλον και τον συνεχιστή του στη λατρεία των Διοσκούρων, γιατί λησμόνησα να σου πω, πως ήταν ιερέας τους.

Ωστόσο ήταν άνθρωπος ευσεβής και μειλίχιος. Δεν ήμουν παρά το πρώτο του παιδί κι άλλωστε δεν τον πίεζε η φτώχεια. Είχε τον τρόπο του..
Έσκυψε λοιπόν και καθώς τσίριζα κι αναδευόμουν στο σεντονάκι μου, με πήρε στην αγκαλιά του βάζοντας τέρμα στην αγωνία της Γοργώς και των άλλων γυναικών που τον κοίταζαν στα μάτια. Τώρα πια είχα αληθινά το δικαίωμα να ζήσω.

“Θα την πούμε Λυκομήδεια”, είπε ο πατέρας μου και χαμογέλασε με καλοσύνη. Μ’ αυτά τα δυο λόγια έδωσε νόημα και νομική υπόσταση στους πόνους και την εννιάμηνη δοκιμασία της Διοδώρας…

Έτσι πήρα το δρόμο για το βρεφικό μου λίκνο, καμωμένο από πλεχτά κλαδιά λυγαριάς και κρεμασμένο από ένα δοκάρι της οροφής για να μπορεί να κουνιέται και να με νανουρίζει. Με το ξημέρωμα μια μάλλινη πλεχτή εσάρπα είχε κιόλας αναρτηθεί πάνω από την εξώθυρα του σπιτιού μας, για να ανακοινώσει τη γέννηση θυγατέρας και να προσδιορίσει την κοινωνική μου θέση, τη θέση της συζύγου και της νοικοκυράς. Μάλλον διέψευσα τον τεχνητό αυτό οιωνό… Ας είναι.».

Εκλογή Άγγελος Σακκέτος
CUL-HUB

https://cognoscoteam.gr/%cf%80%cf%8e%cf%82-%ce%b3%ce%b9%ce%bd%cf%8c%cf%84%ce%b1%ce%bd-%ce%b7-%ce%bf%ce%bd%ce%bf%ce%bc%ce%b1%cf%84%ce%bf%ce%b4%ce%bf%cf%83%ce%af%ce%b1-%cf%83%cf%84%ce%bf%cf%85%cf%82-%ce%b1%cf%81%cf%87%ce%b1/?fbclid=IwAR1sPGmmOI2DjA3DB31I5_zZqpiv2sxP7xwtMQiwKSI-F04QK088LYrOBFs

Τρίτη 10 Αυγούστου 2021

10 Αυγούστου 1920: Σέβρες, η συνθήκη της “Μεγάλης Ελλάδος” των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών

Υπογράφεται στο δημαρχείο της γαλλικής πόλης των Σεβρών (Sèvres) η ομώνυμη συνθήκη με την οποία διαμελιζόταν η Οθωμανική αυτοκρατορία μεταξύ των νικητών του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου.

Βάσει των αποφάσεων της Κοινωνίας των Εθνών, η Μεσοποταμία και η Υπεριορδανία θα τελούσαν προσωρινά υπό βρετανική εντολή μέχρι να οργανωθεί ο κρατικός κορμός που θα τους επέτρεπε να αποκτήσουν την λειτουργική τους ανεξαρτησία. Το ίδιο συνέβη με τις περιοχές Συρίας-Λιβάνου που περνούσαν υπό γαλλική αντίστοιχα εντολή.

Παράλληλα, περιοχές επιρροής και ελέγχου αποκτούσαν οι Γάλλοι στην Νοτιοανατολική Μικρά Ασία, οι Ιταλοί στην Νοτιοδυτική και οι Έλληνες στην Δυτική (περιοχές Σμύρνης-Αϊδινίου). Η περιοχή της Κωνστνατινούπολης τασσόταν υπό διεθνή έλεγχο με απόλυτη αποστρατικοποίηση των Στενών που επέτρεπαν την ελευθερη πλεύση πλοίων όλων των εθνών. Τα σημαντικότερα λιμάνια της πρώην μεγάλης αυτοκρατορίας ανακηρύσσονταν ελεύθερες ζώνες εμπορίου (Κωνσταντινούπολη, Χαϊδάρ πασά, Σμύρνη, Αλεξανδρέτα, Χάιφα, Βασόρα και Βατούμι).

η τουρκική αντιπροσωπεία στις Sevres

Με ειδικές ελληνο-ιταλικές συμφωνίες η Ελλάδα θα αναλάμβανε την περιοχή της Βορείου Ηπείρου, των Δωδεκανήσων (πλην Ρόδου-Καστελορίζου που θα παραχωρούνταν σε αυτήν αν και εφόσον ολοκληρωνόταν η παραχώρηση της Κύπρου από τη Βρετανία στην Ελλάδα). Τέλος, στην Ελλάδα παραχωρούνταν τα νησιά της Ίμβρου και της Τενέδου, τα νησιά της θάλασσας του Μαρμαρά και η Ανατολική Θράκη. Επιπλέον, η Αρμενία, το Κουρδιστάν και η Χετζάζ (σημ. Σαουδική Αραβία) καθίσταντο ανεξάρτητα.

Η συνθήκη, αν και χαιρετίστηκε από πολλούς ως δίκαιη και απαρχή μιας νέας περιόδου ελευθερίας και ανεξαρτησίας των εθνών, δεν κυρώθηκε από τα εθνικά κοινοβούλια και ξεπεράστηκε τελικά από τις εξελίξεις στη Μικρά Ασία, την επικράτηση των εθνικιστών της Μεγάλης Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης και την υπογραφή μιας σειράς νέων συμφωνιών (συνθήκες της Μόσχας, του Αλεξανδρόπολ, του Καρς, της Άγκυρας και τελικά των Μουδανιών και της Λωζάννης). 

Σάββατο 7 Αυγούστου 2021

Οι τεχνολογικές εφευρέσεις των Αρχαίων Ελλήνων που άλλαξαν τον κόσμο.

 Ονομαστικά 45 εξαιρετικές εφευρέσεις των αρχαίων Ελλήνων (από το ρομπότ - υπηρέτρια του Φίλωνος μέχρι τον κινηματογράφο του Ήρωνος και από το αυτόματο ωρολόγιο του Κτησιβίου μέχρι τον αναλογικό υπολογιστή των Αντικυθήρων).......

  Ρομποτική  

  • Η αυτόματη υπηρέτρια του Φίλωνος (το πρώτο λειτουργικό ρομπότ της ιστορίας)

  Υπολογιστική  

  • Ο υπολογιστικός μηχανισμός των Αντικυθήρων (ένα ...laptop από την αρχαιότητα)
  • Ο «ελληνικός» άβακας

  Προγραμματισμός  

  • Το σταθερό αυτόματο θέατρο του Ήρωνος (ο «κινηματογράφος»των αρχαίων Ελλήνων)
  • Αυτοκίνηση και αυτόματη πλοήγηση
  • Το κινητό αυτόματο θέατρο του Ήρωνος (το αυτοπλοηγούμενο αυτοκίνητο - κουκλοθέατρο των αρχαίων Ελλήνων)

  Ατμοκίνηση και αεριοπροώθηση  

  • Η αιολόσφαιρα του Ήρωνος (η πρώτη ατμομηχανή της ανθρωπότητας)
  • Η ιπτάμενη περιστερά του Αρχύτα (η πρώτη αυτόνομη πτητική μηχανή της ανθρωπότητας)

  Αστρονομία  

  • Ο αστρολάβος του Πτολεμαίου (το G.P.S. των αρχαίων Ελλήνων)
  • Ο τετράντας του Ιππάρχου (ο πρώτος εντοπιστής γεωγραφικού πλάτους καθημερινής χρήσης παγκοσμίως)
  • Η πλινθίς του Ιππάρχου
  • Η τετραπήχης διόπτρα του Αρχιμήδους

  Μέτρηση χρόνου  

  • Το υδραυλικό ωρολόγιο του Κτησιβίου (ένα θαύμα του αυτοματισμού αέναης λειτουργίας χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση)
  • Το ξυπνητήρι του Πλάτωνος  (η πρώτη συσκευή αφύπνισης παγκοσμίως)
  • Εργαλεία και μηχανές
  • Η μηχανή παραγωγής περικοχλίων του Ήρωνος (ο πρώτος σπειροτόμος της ιστορίας)
  • Ο τοξωτός τόρνος
  • Ο παντογράφος του Ήρωνος (η πρώτη συσκευή αντιγραφής, μεγέθυνσης και σμίκρυνσης παγκοσμίως)

  Αυτόματα  

  • Το υδραυλικό αυτόματο των φθεγγομένων ορνέων και της επιστραφείσης γλαυκός (ο πρώτος αυτοματισμός επαναλαμβανόμενου θεάματος με παραγωγή κίνησης και ήχου)

  Gadgets  

  • Η μαγική κρήνη του Ήρωνος (μια «αεικίνητη»συσκευή που παραβιάζει τους νόμους της υδροστατικής)
  • Η ευφυής οινοχόη του Φίλωνος (η πρώτη «έξυπνη» συσκευή οικιακής χρήσης στην ιστορία)
  • Η «φιλοσοφική λίθος» του Ήρωνος (μια μαγική συσκευή που μετατρέπει το ύδωρ σε οίνο)
  • Ο αυτόματος κρατήρας του Φίλωνος (η πρώτη αυτορρυθμιζόμενη συσκευή ελέγχου στάθμης παγκοσμίως)

  Γεωδαισία και χαρτογράφηση  

  • Η διόπτρα του Ήρωνος (ένας θεοδόλιχος και ένας χωροβάτης από το.παρελθόν)
  • Η υδρόγειος σφαίρα του Κράτη
  • Θρησκευτική τεχνολογία
  • Το αυτόματο άνοιγμα θυρών ναού μετά από θυσία στο βωμό του (ο πρώτος κτηριακός αυτοματισμός της ιστορίας)
  • Το αυτόματο σπονδείο με κερματοδέκτη (ο πρώτος αυτόματος πωλητής της ιστορίας)
  • Ο περιστρεφόμενος μελαγκόρυφος (ένα πουλί που κινείται και κελαηδά)

  Μουσική  

  • Η ύδραυλις του Κτησιβίου (το πρώτο πληκτροφόρο μουσικό όργανο της ιστορίας)
  • Το μονόχορδο του Πυθαγόρα (το πρώτο επιστημονικό μουσικό όργανο παγκοσμίως)

  Τηλεπικοινωνίες  

  • Η πυρσεία του Πολυβίου (η πρώτη μέθοδος κωδικοποιημένης τηλεπικοινωνίας παγκοσμίως)
  • Ο υδραυλικός τηλέγραφος του Αινεία (η πρώτη συσκευή τηλεπικοινωνίας παγκοσμίως)

  Κρυπτογραφία  

  • Η κρυπτογραφική (Λακωνική) σκυτάλη
  • Ο κρυπτογραφικός δίσκος του Αινεία
  • Τα δίπτυχα κερωμένα πινακίδια

  Αθλητική τεχνολογία  

  • Η ύσπληξ (ο πρώτος αθλητικός μηχανισμός της ιστορίας)
  • Μετρητικά όργανα
  • Το οδόμετρον του Αρχιμήδους (ο πρώτος.χιλιομετρητής της ιστορίας)

  Ανυψωτικές μηχανές  

  • Η τρίκωλος ανυψωτική μηχανή (ο πρώτος γερανός κατακόρυφης ανύψωσης της ανθρωπότητας)
  • Καταπελτική τεχνολογία
  • Ο γαστραφέτης (ο πρώτος καταπέλτης)

  Υδραυλικές μηχανές  

  • Ο υδραυλικός κοχλίας του Αρχιμήδους
  • Η πυροσβεστική αντλία του Ήρωνος (η πρώτη εμβολοφόρα καταθλιπτική αντλία της ανθρωπότητας)

  Παιχνίδια στρατηγικής και επίδειξης  

  • Η κούπα του Πυθαγόρα (η πρώτη εφαρμογή του αξονικού σιφωνίου παγκοσμίως)
  • Η "πόλις" (ο πρόδρομος του σκακιού)
  • Το οστομάχιον του Αρχιμήδους (το πρώτο παζλ της ιστορίας)


Τετάρτη 4 Αυγούστου 2021

Η ετυμολογία των ονομάτων Μακεδνός, Μακεδών

 

Η ετυμολογία των ονομάτων Μακεδνός, Μακεδών

Τό ἐπίθετο μακεδνός(= μακρός, ὑψηλός, πρβλ. η 106: φύλλα μακεδνῆς αἰγείροιο, Ἡροδ. 8.43.6: ἐόντες οὗτοι πλὴν Ἑρμιονέων Δωρικόν τε καὶ Μακεδνὸν ἔθνος), πού ὑπόκειται ἀναντίρρητα τῶν ἐθνωνυμικῶν Μακεδών καί Μακεδονία, σχετίζεται φανερά μέ τά μακρός, μῆκος, κ.τ.τ., πρβλ. λατ. macer (= ἰσχνός, λεπτός)Παλ. Ἄν. Γερμ. magar κ.λπ.

Προκαλεῖ, ἑπομένως, ἐντύπωση τό γεγονός ὅτι ὁ R. Beekes, στό EtymologicalDictionaryofGreek,[1] προσγράφει τήν λέξη στήν λεγόμενη «προελληνική», θεωρῶντας ὅτι ἡ ἐναλλαγή δ/τ στά Μακεδών / Μακέτης κ.λπ.,καθώς καί τό «περίεργο» ἐπίθημα -δν- στό μακε-δν-ός παραπέμπουν σέ «προελληνικό» ὑπόστρωμα.

Ἡ δικιά μας ἄποψη, πού μέλλει νά στοιχειοθετηθῇ στήν συνέχεια μέ τήν βοήθεια καί τῆς νέας ἑλληνικῆς, εἶναι ὅτι τό μακεδνός προέρχεται ἀπό ἀμάρτυρο πρωτοελληνικό *μακρενός / *μακερνός μέ τροπή τοῦ ὑγροῦ σέ ὀδοντικό, φωνητικό φαινόμενο πού συνήθως ἀποδίδεται ἐπίσης στήν λεγόμενη «προελληνική», πρβλ. ἄβλαρος / βδαροί, λάφνη / δάφνη,  Ὀλυσσεύς / Ὀδυσσεύς, λαβύρινθος / Μυκ. γεν. dapu2ritojo, καλάμινθα / Μυκ. kadamita κ.λπ.

Παρόμοια τροπή εἰκάζουμε ὅτι ὑπόκειται τῶν τύπων γοεδνός (= γοερός, ἀπό ἀμάρτυρο *γοερνός), ὀλοφυδνός (= οἰκτρός, θρηνώδης, ἀπό ἀμάρτυρο *ὀλοφυρνός, πρβλ. ὀλοφύρομαι = θρηνῶ, ὀδύρομαι κ.τ.τ.), ἐνδεχομένως καί ἀκιδνός (= ἀσθενής, ἀδύνατος, ἀπό ἀμάρτυρο *ἀκιρνός, πρβλ. ἀκιρός, μέ τήν ἴδια πιθανώτατα σημασία).

Ἀλλά ἡ μεγαλύτερη ἀπόδειξη ὅτι ἡ τροπή τοῦ ὑγροῦ σέ ὀδοντικό δέν ἦταν ξένη στήν μακεδονική διάλεκτο προκύπτει ἀπό τό τοῦ Ἡσυχίου «γόδα· ἔντερα. Μακεδόνες», τό ὁποῖο ὁ Latte ὀρθά συσχέτισε μέ τά χολάς, πληθ. χολάδες (= ἔντερα), χόλιξ, πληθ. χόλικες (= ἔντερα), ἀλλά κακῶς «διώρθωσε» σέ *γόλα, παραποιῶντας ἔτσι ἕνα στοιχεῖο ἐνδεικτικό τῆς ἰδιάζουσας φωνητικῆς συμπεριφορᾶς τῆς μακεδονικῆς διαλέκτου.

Καί σέ ἄλλες περιπτώσεις, ἀφορῶσες κοινές λέξεις τῆς ἀρχαίας καί νέας ἑλληνικῆς, ὑπάρχει μιά τάση νά ἀποφεύγεται ἡ συναγωγή προφανῶν συμπερασμάτων πού προκύπτουν ἀπό τά δεδομένα τῆς πραγματικότητας καί ἀνάγουν τό φαινόμενο τῆς τροπῆς τοῦ ὑγροῦ σέ ὀδοντικό στό ἀπώτερο παρελθόν τῆς καθ᾿ ὅλου ἑλληνικῆς.

Χαρακτηριστική εἶναι ἡ περίπτωση τῶν κελαρύζω (= μορμυρίζω, ἠχῶ, ἐπί ρέοντος ὕδατος || ἐκρέω, ρέω, ἀναβλύζω ὡς ὕδωρ || χύνω μετά ἤχου γαργάρας)[2] – κελαδέω, κελάδω (= ἠχῶ ὡς ὕδωρ ὁρμητικῶς ρέον || θορυβῶ, κραυγάζω, βοῶ || ψάλλω, μεγαλοφώνως ὑμνῶ), κέλαδος (= θόρυβος, οἷος ὁ τοῦ ὁρμητικῶς ρέοντος ὕδατος || ταραχή, ὀχλοβοή || ὁ ἦχος τῆς μουσικῆς), κ.λπ.

Ἀκόμα πιό χαρακτηριστικοί καί ἐνδεικτικοί μιᾶς ὑπόγειας σχέσης τῆς νέας ἑλληνικῆς μέ βαθύτερα ὑποστρώματα τῆς καθ᾿ ὅλου ἑλληνικῆς εἶναι οἱ ν.ἑ. τύποι κελα(η)δῶ, κελά(η)δημα κ.λπ., χρησιμοποιούμενοι κυρίως γιά τήν ὑποδήλωση τῆς φωνῆς τῶν πουλιῶν, μιά σημασιολογική ἀπόχρωση πού δέν φαίνεται νά συμπεριλαμβάνεται στό σημασιολογικό ρεπερτόριο τῶν ἀ.ἑ. κελαρύζω ἤ κελαδέω. Ἐν τούτοις, ἡ ἡσιόδεια ἤ ἀριστοφανική λακέρυζα κορώνη (= ἡ κράζουσα κορώνη, ἡ φλύαρη κουρούνα) φανερά προέκυψε μέ ἀντιμετάθεση φθόγγων ἐκ τοῦ ταυτόσημου κελάρυζα, πρᾶγμα πού σημαίνει ὅτι ἡ ρίζα πού ὑπόκειται τῶν κελαρύζω, κελαδέω χρησιμοποιοῦνταν κάποτε γιά νά ὑποδηλώσῃ καί τήν φωνή, τό κελά(η)δημα τῶν πτηνῶν (πρβλ. καί τό τοῦ Φωτίου «Λακερύζεσθαι· λογοποιεῖσθαι ἢ λοιδορεῖσθαι», τό τοῦ Εὐσταθίου «δοκεῖ δ᾿ ἐξ ὀνοματοποιΐας οὕτω τετυπῶσθαι καὶ ἡ λακέρυζα παρὰ τὸ κελαρύζειν» ἤ τό ὁμηρικό σχόλιο «<κελαρύζει>  μετὰ κελάδου ῥεῖ· ἢ κατὰ ἀντίθεσιν λακερύζει.»).

Μιά παρόμοια ἀναγωγή ἐνδείξεων τῆς νέας ἑλληνικῆς στά βαθύτερα στρώματα τῆς καθ᾿ ὅλου ἑλληνικῆς πιστοποιεῖται καί στήν περίπτωση τῶν κλαρί / κλαδί, ἀνακλαρίζομαι / ἀνακλαδίζομαι (= ἐκτείνω μετ᾿ ἐντάσεως τά μέλη τοῦ σώματος ἕνεκα κόπου, ἀτονίας ἤ νοσηρᾶς καταστάσεως, κυριολ. ἁπλώνω τά μέλη ὡς κλαδιά). Τό Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν (ΙΛΝΕ)[3] καταχωρίζει σέ ξεχωριστά λήμματα τά ταυτόσημα ἀνακλαρίζομαι καί ἀνακλαδίζομαι, ἀνακλάρισμα καί ἀνακλάδισμα, γιατί δέν εἶναι διατεθειμένο νά δεχθῇ ὅτι τῆς σχέσης τῶν κλαρί / κλαδί, ἀνακλαρίζομαι / ἀνακλαδίζομαι ὑπόκειται τροπή τοῦ ὑγροῦ σέ ὀδοντικό.

Κατά παρόμοιο τρόπο συμπεριφέρεται καί ἡ ἱστορικοσυγκριτική γλωσσολογία στήν περίπτωση τῶν ἀ.ἑ. κλάδος / κλῆρος (δωρ. κλᾶρος), ὅπου κατά πᾶσαν πιθανότητα ἔχει ἐπισυμβῆ τροπή τοῦ ὑγροῦ σέ ὀδοντικό, μιᾶς καί οἱ κλῆροι ἦταν ἀρχικά κομμάτια ξύλο στά ὁποῖα χάραζαν σημάδια οἱ συμμετέχοντες στήν κλήρωση.

Οἱ παράλληλοι ν.ἑ. τύποι πού ὑπεμφαίνουν τροπή τοῦ ὑγροῦ σέ ὀδοντικό εἶναι τόσο πολλοί, ὥστε τό φαινόμενο δέν μπορεῖ νά θεωρηθῇ τυχαῖο: κλάρα / κλάδα, κλαράκι / κλαδάκι, κλαράκι (= χρυσάνθεμο) / κλαδούδι (= χρυσάνθεμο), κλαράτος / κλαδάτος, κλαρίζω / κλαδίζω, κλαρικό / κλαδικό, κλαρίτης / κλαδίτης, κλαροκοπῶ / κλαδοκοπώ, κλαροπόντικο / κλαδοπόντικο, κλαρομάντρι / κλαδοστρούγκα, κλάρος / κλάδος, κλάρωμα / κλάδωμα, κλαρώνω / κλαδώνω, κλαρωσιά / κλαδωσιά, κλαρωτός / κλαδωτός, ξεκλαρίζω / ξεκλαδίζω, ξεκλάρισμα / ξεκλάδισμα, ξέκλαρος / ξέκλαδος κ.ἄ.[4]

Ἡ ἰδιαίτερη διάδοση τοῦ φαινομένου, εἰδικά στά κατωιταλιωτικά ἰδιώματα (ὅπου τό διπλό προουρανικό λ τρέπεται σέ , πρβλ. ἐντελῶς ἐνδεικτικά ἄλλος > ἄ – ο, βάλλω > βά – ω, πολλά > πο – ά),[5] θά ᾿πρεπε κανονικά νά μᾶς ἐμβάλῃ σέ ἀμφιβολίες σχετικά μέ τήν ὀρθότητα τῆς ἀπόδοσης μιᾶς τέτοιας φωνητικῆς συμπεριφορᾶς στήν λεγόμενη «προελληνική» / «μή ἰνδοευρωπαϊκή» γλῶσσα.

Ἀνάλογες φωνητικές ἀλλαγές ἐμφανίζονται σποραδικά καί στά ὑπόλοιπα ἑλληνικά ἰδιώματα καί διαλέκτους (πρβλ. κοτσιλιά > κοτσιδιά, λαλαγγίτα ταλαγγούτα,[6] λιγούλι > διγούλι, μυρμηλιάζω > μυρμηδιάζω, τσαφαρόλεροἤ *τσαμπαλόλερο > τσαμπαδόλερο, τ(σ)ίτσιρος > τσίτσιδος, χαρχαλεύω, χαρκαλλεύgω, καρκαλεύω > χαρκατεύγω, καρκατεύω κ.λπ.), ἀλλά ἔχει μιά ἰδιαίτερη σημασία νά ἐντοπίζουμε τό φαινόμενο σέ «νεο»ελληνικές λέξεις πού ἐκ τῶν πραγμάτων μᾶς ταξιδεύουν στά ἀπώτατα βάθη τῆς καθ᾿ ὅλου ἑλληνικῆς.

Λαφρία / Δαφνία / Δάφνη

Ὁ λόγος γιά τήν τσακωνική λέξη *λαφρία, λαφζ΄ία, ἀφρία, ἀφζ΄ία, ἀφσ΄ία Πληθ. ἀφσ΄ίλε (= ἡ δάφνη)[7] πού εἶναι προφανές ὅτι ἔχει σχέση μέ τό τοῦ Ἡσυχίου «λάφνη· δάφνη. Περγαῖοι» ἀλλά δέν εἶναι καθόλου σίγουρο ὅτι προέρχεται ἀπό αὐτό. Καί τοῦτο διότι ὑπάρχει μεγάλη πιθανότητα ἡ ἐπωνυμία τῆς Ἀρτέμιδος Λαφρία νά ταυτίζεται μέ τήν ἐπωνυμία, καί πάλι τῆς Ἀρτέμιδος, Δαφνία (καί Δαφναία). Ὁπότε, βάσει τοῦ τσακωνικοῦ τύπου, μποροῦμε ὄχι μόνο νά ἐπιβεβαιώσουμε τήν τροπή λ- > δ-, ἀλλά καί νά εἰκάσουμε τροπή –ρ > ν-(: Λαφρία > *Λαφνία > Δαφνία, πρβλ. καί λατ. laurus = δάφνη).

Ἡ συνέχεια ἐν τούτοις μοιάζει νά εἶναι ἀκόμα πιό ἐνδιαφέρουσα καί ἀποκαλυπτική, ἀφοῦ ἡ ἐπωνυμία Λαφρία δέν ἀποτελεῖ μόνο τήν ὀνομασία πού χρησιμοποιοῦν οἱ Καλυδώνιοι καί οἱ Μεσσήνιοι γιά τήν Ἄρτεμι κατά τά λεγόμενα τοῦ Παυσανία (4.31.7.3-7) ἀλλά καί αὐτήν πού χρησιμοποιοῦν οἱ Κεφαλλῆνες γιά τήν Βριτόμαρτι, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ Ἀντωνῖνος Λιβεράλις (40.1.1-40.4.7). Ἡ σχέση τῆς Βριτομάρτιδος πρός τήν Ἄρτεμι δέν πιστοποιεῖται μόνο ἀπό τό γεγονός ὅτι «αὕτη φυγοῦσα τὴν ὁμιλίαν τῶν ἀνθρώπων ἠγάπησεν ἀεὶ παρθένος εἶναι», ἀλλά καί ἀπό τό ὅτι, ἀποφεύγοντας τίς ἐρωτικές ἐπιθέσεις τοῦ Μίνωος καί τοῦ ἁλιέως Ἀνδρομήδους κατέληξε σέ ἕνα ἄλσος τοῦ ἱεροῦ τῆς Ἀρτέμιδος στήν Αἴγινα, ὅπου «ἐγένετο ἀφανής, καὶ ὠνόμασαν αὐτὴν Ἀφαίαν». Ἡ συσχέτιση μέ τό «ἀφανής» εἶναι προφανῶς παρετυμολογική, δέν ἀποκλείεται δέ, ἄν κρίνῃ κανείς ἀπό τήν πτώση τοῦ ἀρκτικοῦ ὑγροῦ στά τσακωνικά *λαφρία, λαφζ΄ία, ἀφρία, ἀφζ΄ία κ.λπ., τό ὄνομα Ἀφαία νά ἀποτελῇ παραφθορά τοῦ Λαφρία ἤ τοῦ *Λαφναία / Δαφναία.

Ἀλλά καί αὐτό νά μή συμβαίνῃ, εἶναι ἀναντίρρητο ὅτι ἡ ἐπωνυμία Λαφρία / Δαφνία / Δαφναία / Ἀφαία προορίζεται γιά θεές οἱ ὁποῖες ἔχουν κάνει τήν διατήρηση τῆς παρθενίας σκοπό ζωῆς, ὅπως π.χ. ἡ Ἄρτεμις ἤ ἡ Βριτόμαρτις.[8]

Μετά τήν ἀπαραίτητη αὐτή προεισαγωγή, μποροῦμε τώρα νά εἰσέλθουμε στόν πυρῆνα τῆς τολμηρῆς μας –δέν τό ἀρνούμαστε- ὑπόθεσης. Εἶναι γνωστό πώς ἡ πρώτη ἀγάπη τοῦ Ἀπόλλωνα στάθηκε ἡ νύμφη Δάφνη, πού συγκεντρώνει ὅλα τά βασικά χαρακτηριστικά τῆς Ἀρτέμιδος: παρθενία, ἀφοσίωση στό κυνήγι, καί βέβαια ἰδιάζουσα σχέση μέ τόν Ἀπόλλωνα, ἀφοῦ ἡ μεταμόρφωσή της σέ δάφνη, προκειμένου νά μήν ὑποκύψῃ στίς ἐρωτικές ὀρέξεις τοῦ θεοῦ, παρέσχε στήν λατρεία τοῦ Ἀπόλλωνος τό συνδεδεμένο ἀναπόσπαστα μ᾿ αὐτήν δένδρο. Ἡ σκέψη εἶναι ἁπλῆ καί προφανής: Ἀφοῦ ἡ Ἄρτεμις Λαφρία ἤ Δαφνία ἤ Δαφναία συγκεντρώνει ὅλα τά χαρακτηριστικά πού ἔχει καί ἡ Δάφνη, δέν ἀποκλείεται στό πρόσωπο τῆς δεύτερης νά ὑποστασιοποιήθηκε ἡ ἀπαγόρευση ἀδελφομικτικῶν σχέσεων πού ἀφοροῦσε τήν πρώτη, νά ἦταν δηλαδή ἡ Δάφνη ἀρχικά ἀδελφή τοῦ Ἀπόλλωνος. Μέ τήν ἐπιβολή τῆς ἀδελφομικτικῆς ἀπαγόρευσης (πού, σημειωτέον, δέν ἴσχυσε γιά τό ἀδελφομικτικό ζεῦγος Ζεύς – Ἥρα) ἡ ἀνάμνηση τῆς παλαιᾶς ἐρωτικῆς σχέσης μετασκευάσθηκε καί συσκοτίσθηκε, ἀλλά δέν ἐξέλιπε. Κάπως ἔτσι, μέ ἐπικαλύψεις, ἀντιφάσεις, προσθῆκες καί περικοπές προέκυψε ἡ διάσπαση μιᾶς μυθικῆς μορφῆς σέ δύο ἤ καί περισσότερες.

Ἄν λοιπόν ἡ ἀνίχνευση τέτοιων «παράδοξων» φωνητικῶν τροπῶν, ὅπως αὐτή τοῦ ὑγροῦ σέ ὀδοντικό, εἶναι σέ θέση νά μᾶς διαφωτίσῃ γιά τήν προϊστορία τῆς ἑλληνικῆς, ὄχι μόνο γλώσσας ἀλλά καί θρησκείας, σημαίνει ὅτι κακῶς ἀποδίδεται στήν λεγόμενη «προελληνική» καί πιθανώτατα χαρακτηρίζει τήν συμπεριφορά τῆς ἑλληνικῆς σέ ἕνα παλαιότατο στάδιο ἐξέλιξης.

Φωνο-μορφολογικές ἐξελίξεις

Δεδομένης τῆς ἰδιάζουσας σχέσης τύπων τῆς νέας ἑλληνικῆς μέ πρωτογενεῖς τύπους τῆς καθ᾿ ὅλου ἑλληνικῆς, ἀναγόμενους σ᾿ ἕνα πρωτοελληνικό ὑπόστρωμα, θά ἦταν περίεργο ἄν ἡ γλῶσσα μας, καί στήν περίπτωση τῶν μακρός, μῆκος, δωρ. μᾶκος, ὁμηρ. μακεδνός κ.τ.τ. δέν ἐμφάνιζε φωνητικά / μορφολογικά στοιχεῖα πού παραπέμπουν σ᾿ ἕνα ἀδιευκρίνιστου ἱστορικοῦ βάθους παρελθόν.

Ἔτσι, ἡ νέα ἑλληνική, ἀντί τῶν τύπων μῆκος ἤ μᾶκος χρησιμοποιεῖ παγκοίνως τόν τύπο μάκρος, ὁ ὁποῖος ὅμως δέν εἶναι νεώτερο πλᾶσμα, ἄν κρίνουμε ἀπό τό ἀριστοφανικό «Ὦ Πόσειδον, τοῦ μάκρους.» (Ὄρνιθες, στ. 1131). Ἡ παρουσία τοῦ ὑγροῦ στό ἀριστοφανικό καί νεοελληνικό μάκρος ἐνισχύει τήν πιθανότητα τό ὑγρό νά ἀποτελῇ ὀργανικό στοιχεῖο τῆς ρίζας πού ὑπόκειται τοῦ μακρός, καί ἑπομένως καί τοῦ μακεδνός (<*μακερνός).

Ἡ νεοελληνική παρουσιάζει καί τούς τύπους μακρινός (ἤ μακρυνός) μέ κύρια σημασία «ἀπομεμακρυσμένος» καί δευτερεύουσες «ἐπιμήκης», «μακροχρόνιος», μακρινάρι ἤ μακρυνάρι (= πρᾶγμα ἐπίμηκες, μακρουλό), μακρύνω, μακρένω (= ἐπιμηκύνω, παρατείνω, ἀπομακρύνομαι, πρβλ. τό παλαιοδιαθηκικό μακρύνω = μηκύνω, ἀπομακρύνω) κ.λπ. Ἄς σημειωθῇ ἐπί πλέον ὅτι στόν Πόντο τό μακρένω / μακρύνω ἔχει καί τήν σημασία «ψηλώνω», ἑπομένως εἶναι πλησιέστατο σημασιολογικά πρός τό μακεδνόςἈτοσίκον ἐξέρω σε καί πότε ἐμάκρυνες; (= τοσούτσικο σέ ξέρω καί πότε ψήλωσες;) Πόντ. (Σταυρ.) | Ἐμάκρυνεν ὁ παιδᾶς (= ψήλωσε τό παιδί) Πόντ. (Ἴμερ.).

Ὡς ἐναλλακτικός τύπος τοῦ μακρινός (μακρυνός) δέον νά ληφθῇ ὁ τύπος τοῦ πληθυντικοῦ μάκραινα (ἤ μάκρενα τά: τά μακρά μαλλιά) Πελοπν. (Βούρβουρ.), πού ἡ σχέση του μέ τό μακρινός ἀναδεικνύεται καί ἀποδεικνύεται ἀπό τά ἐπίσης πελοποννησιακά μάκρινα τά (= πόκοι, ποκάρια, μάλιστα μετά τῆς λέξεως μαλλιά· μάκρινα μαλλιά) Πελοπν. (Βασσαρᾶς = Οἰνοῦς), μάκρινα τά (= μακριά, διαλεχτά πρόβεια μαλλιά: Θ᾿ ἀγοράσω μάκρινα μαλλιά γιά πατανίες) Πελοπν. (Λακεδ.), πρβλ. καί *μάκρενες > μάκρινις (= δύο παράλληλα ξύλα τά ὁποῖα καρφώνονται εἰς τά παλούκια τοῦ φράκτου) Θάσ. 

Θά ἀντέτεινε ἴσως κάποιος ὅτι ἡ ἐξέλιξη μάκρενα > μάκρινα, ἤτοι ἡ στένωση τοῦ ἄτονου eσέ iεἶναι χαρακτηριστική τῶν βορείων καί ὄχι τῶν νοτίων ἰδιωμάτων ὅπως εἶναι τά πελοποννησιακά. Στήν ὑποθετική ἔνσταση ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι πρέπει νά πάψουμε νά συνάγουμε ἄκαμπτους νόμους ἀπό ἁπλές κανονικότητες. Γιά νά φέρω ἕνα καί μόνο παράδειγμα, ἡ βάκραινα (ἤ βάκρενα) προβατίνα καί τό βάκραινο (ἤ βάκρενο) πρόβατο (= μέ ἄσπρο σῶμα καί μαῦρο κεφάλι καί πόδια) διαχωρίζεται ἀπό τό ΙΛΝΕ σέ οὐσιαστικό (βάκραινα ἡ, βάκραινο τό) καί ἐπίθετο (βάκρινος, βάκρινα, βάκρινο), γιατί τό ἐν λόγῳ λεξικό δέν μπορεῖ νά «ἀντέξῃ» τό γεγονός ὅτι στά «νότια» ἰδιώματα τῆς Πελοποννήσου παρουσιάζεται –καί μάλιστα διαδεδομένη- «βόρεια» στένωση τοῦ ἄτονου e σέ iβάκρινα Πελοπν. (Βέρβ. Βούρβουρ. Δημητσάν. Μεσσ.) βάκρινο Πελοπν. (Λακων. Οἰν. Πυλ. Τριφυλλ. Φεν. κ.ἀ.)! Ἄς ἀφήσουμε τό γεγονός ὅτι σ᾿ ὅλη τήν Ἑλλάδα τό α΄ πληθυντικό πρόσωπο τῆς ὁριστικῆς ἐνεστῶτα ἐκφέρεται μέ «βόρειο» φωνηεντισμό (παίζουμε καί ὄχι παίζομε, μένουμε καί ὄχι μένομε κ.τ.τ.).

Μιά ἄλλη φωνητική ἐξέλιξη πού ὑποθέτουμε ὅτι ἔλαβε χώραν στά *μακρενός > *μακερνός / μακεδνός εἶναι ἡ ταυτοσυλλαβική μετάθεση τοῦ ὑγροῦ. Τό φαινόμενο ἐμφανίζεται καί σέ συγγενεῖς πρός τό μακρός ν.ἑ. τύπους, ὅπως: μακυργιά (= μακριά) Μεγίστη (= Καστελλόρριζο)  Λῆμν. μακυρζ΄ά (= μακριά) Κάλυμν. μακουρλεύου (= κάμνω τι μακρουλόν) Σκῦρ. μακουρλός (= μακρουλός) Σάμ. (Κουμαδαρ.) μακουρλές-ή-ό (= μακρουλός) Σκῦρ.

Ἰδιαίτερα διαφωτιστικοί γιά τίς φωνητικές ἐξελίξεις πού ὑποθέτουμε ὅτι ἐπισυνέβησαν στά μακρινός (μακρυνός), μάκρινος, μάκρενος, *μακρενός, *μακερνός εἶναι τύποι τοῦ ἐπιθέτου κίτρινος, τούς ὁποίους περιοριζόμαστε ἁπλῶς νά παραθέσουμε: 

κίτρ᾿νους Μακεδ. κίτιρνος Μακεδ. Πόντ. Προπ. κίτιρνους Ἀ. Ρουμελ. Εὔβ. Ἤπ. Θεσσ. Θράκ. Μακεδ. Στερελλ. κίτσιρνους Μακεδ. (Σιάτ.) κίτερνος Θεσσ. Μακεδ. Πόντ. Τῆν. κίτερνους Ἀ. Ρουμελ. Θεσσ. Μακεδ. κίτιαρνους Μακεδ. (Καταφύγ.) κίτουρνος Πόντ. τσίτερνος Μεγίστ. τσίτερνες Σκῦρ. κούτουρνος Πόντ. κίτιινους Σαμοθρ. κίτιρος Ἤπ. κίτιρους Ἤπ. Μακεδ. κίτερος Ἤπ. κίτ᾿ρους Ἤπ. κ.ἄ.

Ἐπειδή θά ἀντιπροβληθῇ κι ἐδῶ ἡ -ἀμφισβητήσιμη- ἀκαδημαϊκή ἄποψη ὅτι τά κίτρον, κίτρινος κ.λπ. εἶναι ἀντιδάνεια τῆς ἑλληνικῆς ἀπό τήν λατινική, σπεύδουμε νά διευκρινίσουμε ὅτι, ἀκόμη κι ἔτσι νά ᾿ναι, τύποι ὅπως κίτιρνος, κίτερνος, κίτερος, κίτιαρνους, κούτουρνος κ.λπ., ἀποθησαυρισμένοι οἱ περισσότεροι μόλις τόν εἰκοστό αἰῶνα, εἶναι ἐνδεικτικοί δυνητικῶν φωνομορφολογικῶν ἐξελίξεων, χωρίς νά μπορῇ νά ἀποκλεισθῇ ἐντελῶς ἡ πιθανότητα νά μᾶς ἀνάγουν στήν πηγή τοῦ πρώτου δανεισμοῦ καί σέ μιά φωνητική συμπεριφορά πού ἐνδεχομένως χαρακτήριζε ὑπόγεια, λανθάνοντα στρώματα τῆς ἑλληνικῆς. Γιατί δέν πρέπει νά ξεχνᾶμε ὅτι ἡ κυριαρχία τῆς ἀττικῆς διαλέκτου στήν γραμματειακή μας παράδοση δέν ἐπέτρεψε παρά σέ ἐλάχιστα λείψανα τῆς μακεδονικῆς π.χ. διαλέκτου νά ἀναδυθοῦν στήν ἐπιφάνεια τῆς γραπτῆς ἔκφρασης, ἐνῷ εἶναι λογικό καί ἀναμενόμενο πώς πολύ περισσότερα παρέμειναν ἐν χρήσει στόν προφορικό λόγο.

Καί εἶναι βέβαια τεράστια ἀντίφαση νά ἀξιοποιοῦνται γιά τήν διερεύνηση τῆς ἰνδοευρωπαϊκῆς νεώτεροι γερμανικοί, ἰρλανδικοί, ἀγγλικοί, σλαβικοί κ.λπ. τύποι, καί νά μή λαμβάνωνται ὑπ᾿ ὄψει, οὔτε καί κατ᾿ ἐλάχιστο, τύποι τῆς νεοελληνικῆς προφορικῆς παράδοσης, πού ἐνδεχομένως μνημειώνουν ὅ,τι ἡ ὑπερδισχιλιετής ἀττικιστική ἐπιβολή ἀπώθησε στά βάθη τοῦ γλωσσικοῦ / πολιτισμικοῦ ὑποσυνειδήτου.


[1]Beekes, R. (2010), Etymological Dictionary of Greek, Leiden, Boston: Brill.

[2] Βλ.Liddell – Scott – Κωνσταντινίδου, σ.λ. κελαρύζωκελαδέωκ.λπ.

[3] ἹστορικὸνΛεξικὸντῆςΝέαςἙλληνικῆςτῆςτεκοινῶςὁμιλουμένηςκαὶτῶνἰδιωμάτωντ. Α΄- ΣΤ΄ (Αδιάλεκτος), Ἀκαδημία Ἀθηνῶν, 1933 κ.ἑ.[4] Οἱ παρατιθέμενοι τύποι προέρχονται, ὡς ἐπί τό πλεῖστον, ἀπό τό ἈρχεῖοτοῦΚέντρουἘρεύνηςτῶνΝεοελληνικῶνΔιαλέκτωνκαίἸδιωμάτωντῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν.[5] Βλ. Καραναστάσης, Ἀ. (1984-1992), ἹστορικὸνΛεξικὸντῶνἙλληνικῶνἸδιωμάτωντῆςΚάτωἸταλίαςτ. 5, Ἀθῆναι: Ἀκαδημία Ἀθηνῶν

[6] Παπαχριστοδούλου, Χ. (1986), Λεξικὸ τῶν Ροδίτικων Ἰδιωμάτων, Ἀθήνα: Στέγη Γραμμάτων καί Τεχνῶν Δωδεκανήσου 

[7] Βλ. Κωστάκης, Θ. (1986-1987), Λεξικό της Τσακωνικής Διαλέκτου, τ. 3, Αθήνα: Ἀκαδημία Ἀθηνῶν

[8] Βλ. καί Κακριδής, Ι. (1986), Ελληνική Μυθολογία (Γενική Εποπτεία), τ. 5, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών

από το περιοδικό Νέος Ερμής ο Λόγιος, τ. 17, καλοκαίρι 2018

https://cognoscoteam.gr/%ce%b7-%ce%b5%cf%84%cf%85%ce%bc%ce%bf%ce%bb%ce%bf%ce%b3%ce%af%ce%b1-%cf%84%cf%89%ce%bd-%ce%bf%ce%bd%ce%bf%ce%bc%ce%ac%cf%84%cf%89%ce%bd-%ce%bc%ce%b1%ce%ba%ce%b5%ce%b4%ce%bd%cf%8c%cf%82-%ce%bc%ce%b1/?fbclid=IwAR3CXyCrHWUBFRim355Mxxt7iUAmf9nlldHLyQ6UOFB6Gy7NLOIuRiyk9lQ