Σελίδες

Πέμπτη 13 Ιουνίου 2024

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΕΙΝΑΙ ΖΩΝΤΑΝΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΘΑΝΑΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ ΤΟΥ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ


Η μια στις τέσσερις Αγγλικές λέξεις είναι Ελληνική!


Έρευνα του συγγραφέα Αριστείδη Κωνσταντινίδη αποδεικνύει το μέγεθος του δανεισμού λέξεων από την ελληνική γλώσσα.
Εκατόν πενήντα και πλέον, χιλιάδες (150.000) ελληνικές λέξεις, περιέχει η αγγλική γλώσσα και η διεθνής επιστημονική ορολογία.
Η μια στις τέσσερις αγγλικές λέξεις είναι ελληνική.
Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξε η μοναδική εργασία του συγγραφέα από τη Θεσσαλονίκη κ. Αριστείδη Κωνσταντινίδη, που κράτησε 28 χρόνια και ανακοινώθηκε πριν λίγες μέρες, στο κατάμεστο αμφιθέατρο του πανεπιστημίου Αθηνών, αφήνοντας άναυδους επιστήμονες και ακροατήριο.
Το λεξικογραφικό ενδιαφέρον, είναι τέτοιο, που αποδεικνύει ότι η ελληνική γλώσσα, είναι η γλώσσα των επιστημών και της λόγιας έκφρασης, στην ..
αγγλική γλώσσα.
Μέχρι το 1991 όπως τόνισε ο κος Κωνσταντινίδης υπήρχαν δύο μόνο εργασίες για την επίδραση της ελληνικής γλώσσας στο ευρωπαϊκό λεξιλόγιο. Η μια για τη γαλλική γλώσσα με 1250 ελληνικές ρίζες, και η άλλη για τη γερμανική με 1450 λέξεις, πράγμα φτωχό για τον πλούτο της ελληνικής. Σήμερα, η αγγλική γλώσσα έχει λέξεις από τον Όμηρο, τον Ησίοδο, τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, τον Ηρόδοτο, τον Ιπποκράτη, το Θουκυδίδη, το Γαληνό.
Η επίδραση που έχει ασκήσει η ελληνική γλώσσα στο ευρωπαϊκό λεξιλόγιο και ιδιαίτερα στην αγγλική είναι εν μέρει γνωστή, αλλά όχι συστηματικά καταγεγραμμένη και τεκμηριωμένη. Οι δύο εργασίες που υπήρχαν η μια για τη γαλλική και η άλλη για τη γερμανική περιελάμβαναν περί τις 1500 ρίζες-λέξεις που όχι μόνο δεν έδιναν μια ολοκληρωμένη εικόνα της επίδρασης, αλλά αντίθετα, δημιουργούσαν παραπλανητική εικόνα, σε βάρος της ελληνικής.

Τρίτη 11 Ιουνίου 2024

ΜΑΝΙΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΚΡΗΤΙΚΑ ΕΠΩΝΥΜΑ

 



Πολλά μανιάτικα σημερινά ονόματα εξελίχθηκαν από το βυζαντινο –άκιος σε άκις, σε –άκης και μετά σε –άκος.
Π.χ. Σταυράκιος – Σταυράκις - Σταυράκης - Σταυράκος Μεγάλα παλαιά μανιάτικα «τζάκια» όπως Τζανετάκης, Κουμουνδουράκης, Τζωρτζάκης, Βενετσανάκης, Δουράκης, Γρηγοράκης, Παπαδάκης (ο γιατρός) διατήρησαν τα επώνυμά τους λόγω «αξιωμάτων».
Εάν ανατρέξουμε στην κατάσταση του γιατρού Παπαδάκη που αναφέρει επώνυμα Μανιατών μεταξύ των ετών 1715 και 1763 τότε θα δούμε ότι τα περισσότερα είναι σε –ακης, όπως:
Αλαφάκης, Αλετουρανάκης, Αληφεράκης, Αμοραζάκης, Αμορατάκης,
Βασιλάκης, Βαφεάκης, Βιζηράκης, Βλαχάκης, Βλασάκης, Βλαστάκης, Βλασταράκης, Βολάκης, Βορβολάκης, Βρετάκης, Βοηδονηκολάκης,
Γαλητζάκης, Γαλιφάκης, Γαρδελάκης, Γηοργατζάκης, Γερακαράκης, Γεωργακάκης, Γηοργακάκης, Γηουλάκης, Γιανακάκης, Γιανουκάκης, Γιοργάκης, Γιοργουλάκης, Γουράκης, Γραματηκάκης, Γρυβάκης,
Δηκεάκης, Διμακάκης, Διμιτράκης, Διμνηανάκης, Δοδορακάκης,
Ζαμπουνάκης, Ζερβάκης, Ζερβογιάκης, Ζηριμονάκης, Ζουλάκης,
Θοδορακάκης, Θομογιανάκης,
Καλαμουτάκης, Καληακης, Καλκαντάκης, Καπετανάκης, Καπεταγιωργάκης, Καραμπατάκακης, Καρκαβελάκης, Κατελουζάκης, Κατζημπράκης, Κατζιωμαντάκης, Κηραγιανάκης, Κηραζάκης, Κοβορινάκης, Κουφονηκολάκης, Κεφαντζάκης, Κηριακάκης, Κηρηακουλάκης, Κοκοράκης, Κοντομηχαλάκης, Κουβαράκης, Κουζουνάκης, Κουμεντακάκης, Κορδιχάκης, Κουλεμπεάκης, Κουνεντάκης, Κουρογιανάκης, Κουρορχιδάκης, Κουσκάκης, Κουτζηογκανάκης, Κουτζογιανάκης, Κοσταντάκης, Κοσταταράκης, Κρεκράκης, Κριθαράκης, Κτενάκης,
Λαδακάκης, Λεκάκης, Λεκαράκης, Ληάκης, Ληακουτζάκης, Ληγοράκης, Ληκουρεζάκης, Ληράκης, Ληροφονάκης, Λιγορακκάκης, Λιωμπεράκης, Λουκάκης, Λουλουδάκης, Λουμπαρδάκης,
Μαβρακάκης, Μαζαράκης, Μανετάκης, Μανολάκης, Μαρκάκης, Μαστρομιχαλάκης, Ματαράκης, Ματζιαράκης, Μηχαλακάκης, Μηχελάκης, Μονεδογιανάκης, Μοράκης, Μουγάκης, Μουνκάκης, Μουντουράκης, Μουσάκης, Μπαζάκης, Μπατελάκης, Μπεταλάκης, Μπεχράκης, Μπιστηκάκης, Μπογάκης, Μπουβαλάκης, Μπουζογρεγάκης,Μπουλάκης
Νικωλουδάκης, Νιωνάκης,
Ξαρχάκης,
Παναγιωτάκης, Πανιωράκης, ΙΙαπαγιανάκης, Παπαδημητράκης, Παπουλάκης, Πατρικάκης, Περιφανάκης, Πετάκης, Πετρακάκης, Πετράκης, Πετρολαγάκης, Πηεράκης, Πηεροκανάκης, Πιεράκης, Πουληκάκης, Πονιωράκης, Ποντηκάκης, Πουλημενακάκης,
Ραυτάκης, Ρικουνάκης, Ροδάκης, Ρουτζάκης,
Σαλιμηδάκης, Σημφάκης, Σιγουτάκης, Σιφάκης, Σολομακάκης, Σουκαράκης, Σπιράκης, Στραβουλάκης, Στρατάκης, Στριλάκης, Σχουταράκης,
Ταταράκης, Ταουτάκης, Τζαλαμπουκάκης, Τζανετάκης, Τζανουλάκης, Τζερεκάκης, Τζουτζουράκης, Τζηκαράκης, Τζηκουνάκης, Τζητουράκης, Τζικνάκης, Τζιομπελάκης, Τζιμπλιακάκης, Τζιωνάκης, Τζοανετακής, Τζουβελαράκης, Τζουλάκης, Τζουλουφαττάκης, Τζουμπληακάκης, Τρουλοκολάκης, Τομαβροηδάκης, Τουράκης, Τραφαλάκης,
Φινογιανάκης,
Χανζηακάκης, Χασανάκης, Χοντράκης,
Ψιρογιανάκης, Ψουροκολάκης
Πολλοί θα αναγνωρίσουν τα ίδια επώνυμα με τη σημερινή τους κατάληξη σε –ακος
Στην Κρήτη παλαιότερα δεν υπήρχαν επώνυμα σε –άκης. Για παράδειγμα, σε Κρητικό κατάλογο του 1582 όπου υπάρχουν 33 επώνυμα όπως:Δραζίνος, Καλούδης, Στειακός, Καριώτης, Βόλτας, Κανέτος, Κατέλος, Καψής, Σακελάρης, Τζέρμιας, Ζουράρης, Κονταλάκαιρος, Πίτσικας, Ζητούνης, Σερέπετσης, Ζητούνης, Σερέπετσης, κ.α., και κανένα σε -άκηςΤα εις –άκης τα βρίσκουμε στην Κρήτη μετά το 1750 όταν η Μάνη είχε υπερπληθυσμό και οι Μανιάτες μετανάστευαν παίρνοντας μαζί τα έθιμά τους και μεταξύ αυτών και την κατάληξη των επωνύμων τους σε –άκης.
Βιβλιοπωλειο-εκδοσεις "Αδουλωτη Μανη"

Δευτέρα 10 Ιουνίου 2024

Οι πιο γνωστές κλεμμένες Ελληνικές Αρχαιότητες στα μουσεία του κόσμου

 Ένα μεγάλο τμήμα του πολιτισμού της Ελλάδας κλάπηκε κατά τη διάρκεια των αιώνων από διάφορους κατακτητές και έτσι σήμερα πολλά ελληνικά έργα τέχνης βρίσκονται διάσπαρτα σε διάφορα μουσεία στον κόσμο και όχι στον τόπο που που τα γέννησε. Από το θησαυρό των ξενιτεμένων αυτών έργων τέχνης επιλέξαμε μερικά από τα πιο γνωστά και σας τα παρουσιάζουμε...



ΛΟΥΒΡΟ – ΠΑΡΙΣΙ...


Η Αφροδίτη της Μήλου..



Είναι ένα πολύ γνωστό μαρμάρινο άγαλμα,της ελληνιστικής εποχής, το οποίο βρέθηκε την άνοιξη του 1820 σε αγροτική περιοχή της Μήλου, σε θέση αρχαίου οικισμού, από έναν αγρότη. Ο ίδιος, λόγω των πολλών πιέσεων που δέχτηκε (από Γάλλους αρχαιολόγους και διπλωμάτες, από τους Έλληνες προκρίτους του νησιού και από τον δραγουμάνο Μουρούζη που εκπροσωπούσε και την Υψηλή Πύλη, δηλαδή την κυβέρνηση των Οθωμανών) μάλλον δεν μπόρεσε να κερδίσει κάτι σημαντικό από το εύρημά του, αν και οι περισσότερες πηγές αναφέρουν ότι πήρε 400 γρόσια. 
Το άγαλμα, που βρέθηκε σε πάνω από 6 χωριστά κομμάτια, κατέληξε ένα χρόνο αργότερα στο Μουσείο του Λούβρου, όπου και εκτίθεται μέχρι σήμερα. Στο μουσείο της Μήλου υπάρχει ένα πιστό αντίγραφό του,το οποίο έστειλε αργότερα ως δωρεά το Λούβρο.

Η Αφροδίτη της Μήλου είναι από Παριανό μάρμαρο και έχει ύψος 2,02 μ.Βρέθηκε ακρωτηριασμένο και για τα χέρια της υπάρχει ο μύθος ότι έσπασαν πάνω σε καβγά Γάλλων αρχαιολόγων και Ελλήνων κατά τη μεταφορά του αγάλματος, αλλά αυτό δεν ευσταθεί γιατί το έργο είχε βρεθεί εξαρχής δίχως τα χέρια. Εκείνο που πιθανόν αληθεύει είναι ότι τμήματα των χεριών είχαν βρεθεί σε διάφορα σημεία και ότι το αριστερό κρατούσε μήλο, αλλά χάθηκε κατά τη μεταφορά ή ότι επάνω στη συμπλοκή (η οποία όντως συνέβη για την απόκτησή της), κάποια από αυτά τα κομμάτια που συνόδευαν το γλυπτό (όπως το αριστερό χέρι) έπεσαν στη θάλασσα από τα βράχια και χάθηκαν για πάντα.

Η Αφροδίτη της Μήλου θεωρείται ένα καταπληκτικό έργο της ελληνιστικής τέχνης, συνδυάζοντας αρμονικά τη γυναικεία ομορφιά και θηλυκότητα. Χρονολογείται γύρω στον 1ο αιώνα π.Χ. Άλλοτε θεωρείτο έργο του Πραξιτέλη, σήμερα όμως είναι σαφές ότι ο δημιουργός της είναι ο Αγήσανδρος ή Αλέξανδρος, γιο του Μηνίδη από την Αντιόχεια του Μαιάνδρου. Το μισό όνομά του αναφερόταν στη βάση του γλυπτού όπου απέμενε χαραγμένη η φράση ...ΝΔΡΟΣ ΜΗΝΙΔΟΥ ΑΝΤΙΟΧΕΥΣ ΑΠΟ ΜΑΙΑΝΔΡΟΥ ΕΠΟΙΗΣΕ.
Αυτή η επιγραφή που φαίνεται σε ένα σχέδιο της εποχής, χάθηκε γύρω στο 1825 ενώ το απόκτημα βρισκόταν στο Λούβρο και πολλοί πιστεύουν ότι την εξαφάνισαν οι τότε διευθυντές του για να μπορούν να υποστηρίξουν ότι ήταν έργο του Πραξιτέλη.


Η Νίκη της Σαμοθράκης

Είναι ένα πολύ γνωστό και πρωτότυπο μαρμάρινο έργο, με ύψος 2,75 μέτρα, άγνωστου καλλιτέχνη της ελληνιστικής εποχής, που
βρέθηκε στη Σαμοθράκη και παριστάνει φτερωτή τη θεά Νίκη, θεότητα της ελληνικής μυθολογίας που προσωποποιούσε τη δόξα του ελληνικού πολιτισμού.Η Νίκη χρονολογείται γύρω στο 190 π.Χ. και δείχνει να βρίσκεται, με ανοιχτά φτερά, στην πλώρη ενός πλοίου
σαλπίζοντας ορμητικά τη νίκη. Για να δείχνει πιο αληθινό, το σύμπλεγμα ήταν στημένο πάνω σε τεχνητή λιμνούλα.Το 1863, η Νίκη της Σαμοθράκης βρέθηκε κοντά στο ναό των «Μεγάλων Θεών» ή Καβείρων, στο νησί της Σαμοθράκης, από τον Γάλλο πρόξενο
Σαμπουαζώ. Κατόπιν, μεταφέρθηκε στο μουσείο του Λούβρου το 1884, όπου βρίσκεται μέχρι σήμερα. "...Άφησε το νησί της και πάει αλλού, μα φεύγοντας έκρυψε το κεφάλι της να μην την αναγνωρίσουν οι άνθρωποι· γιατί το πρόσωπο της ήταν παράξενα λυπημένο που άφηνε το νησί της... Ξέχασε όμως να κρύψει και τα φτερά της, λησμόνησε πως τα φορούσε φεύγοντας... Και από τα φτερά της την εγνώρισαν..." (Ίων Δραγούμης)

Η Άρτεμις των Βερσαλλιών. 

Απεικονίζεται η θεά του κυνηγιού με κοντό χιτώνα και σανδάλια, χλαμύδα δεμένη στη μέση και με διάδημα. Η θεά φαίνεται να κινείται με δύναμη προς τα μπροστά δίπλα σε ένα ελάφι. Με το δεξί χέρι κρατούσε το τόξο, ενώ με το αριστερό ετοιμαζόταν να βγάλει ένα βέλος από τη φαρέτρα που είχε κρεμασμένη στην πλάτη. Το άγαλμα είναι ένα ρωμαϊκό αντίγραφο που βασίστηκε στα αθηναϊκά πρότυπα, τα οποία υπηρέτησε πιστά η γλυπτική τέχνη του Λεωχάρους.
Το πρωτότυπο γλυπτό της μεγαλόπρεπης θέας συσχετίζεται με τον Απόλλωνα του Belvedere, που είχε φιλοξενηθεί παλαιότερα στο Λούβρο.

ΒΡΕΤΑΝΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ - ΛΟΝΔΙΝΟ

Τα Γλυπτά του Παρθενώνα, γνωστά και ως Ελγίνεια Μάρμαρα, είναι μεγάλη συλλογή από μαρμάρινα γλυπτά που μεταφέρθηκαν στην Βρετανία το 1806 από τον Τόμας Μπρους, Ζ' Κόμης του Έλγιν, πρέσβη στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.Τα γλυπτά αυτά
αποθηκεύτηκαν στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου το 1816. Το οθωμανικό φιρμάνι, που κατέχει το Βρετανικό Μουσείο "δεν φέρει την υπογραφή και τη σφραγίδα του Σουλτάνου ή τη συνήθη επίκληση στο Θεό, και χωρίς αυτά, ο Elgin και συνεπώς το
Βρετανικό Μουσείο δεν έχουν καμία νομική απόδειξη της κυριότητας των Γλυπτών του Παρθενώνα. Η εν λόγω συλλογή γλυπτών περιλαμβάνει μερικά από τα γλυπτά των αετωμάτων, των μετοπών που απεικονίζουν μάχες μεταξύ των Λαπίθων και των Κενταύρων, αλλά και της Ζωφόρου του Παρθενώνα που κοσμούσε το ανώτερο τμήμα των τοίχων του σηκού του ναού σε όλο τους το μήκος.
Τα αποκτήματα του Έλγιν περιλαμβάνουν ακόμη αντικείμενα από άλλα κτίρια της Αθηναϊκής Ακρόπολης: το Ερέχθειο, που μεταβλήθηκε σε ερείπιο κατά τον ελληνικό αγώνα της Ανεξαρτησίας(1821-1833), τα Προπύλαια και τον Ναό της Αθηνάς Νίκης. Ο λόρδος Έλγιν πήρε περίπου τα μισά από τα γλυπτά του Παρθενώνα και από τα υπόλοιπα δημιουργήθηκαν εκμαγεία σε γύψο. Στη συλλογή των μαρμάρων δόθηκε το όνομα του
Λόρδου Έλγιν. Το πιο διάσημο, ίσως , από τα Ελγίνεια, είναι η Καρυάτιδα , που βρισκόταν μαζί με άλλες πέντε, στο Ερέχθειο, στην Ακρόπολη των Αθηνών
Λέγεται ότι ο Ικτίνος εμπνεύστηκε τις Καρυάτιδες όταν παρακολούθησε ένα λατρευτικό χορό Παρθένων που γινόταν στα Καρυάτια , μια ιδιότυπη γιορτή των Καρυών της Λακωνίας, που ήταν αφιερωμένη στη θεά Άρτεμη. Φορούν ιωνικό χιτώνα και φέρουν στο κεφάλι τους ένα κάνιστρο, που παίζει το ρόλο κιονόκρανου.

ΜΟΥΣΕΙΟ ΠΕΡΓΑΜΟΥ- ΒΕΡΟΛΙΝΟ
Το κυριότερο έκθεμα είναι και αυτό που συναντάμε πρώτο. Πρόκειται για τον επιβλητικό Βωμό της Περγάμου (180-160 π.Χ.), ο οποίος ανακαλύφθηκε από Γερμανούς αρχαιολόγους σε εκσκαφές στη Μικρά Ασία γύρω στα 1880 και μεταφέρθηκε στο Βερολίνο για να ξαναχτιστεί στην αρχική του μορφή εντός του Μουσείου της Περγάμου. Αποτελούσε τμήμα ενός μεγαλύτερου αρχιτεκτονικού συγκροτήματος, μοντέλο του οποίου εκτίθεται επίσης στο μουσείο.

Ακριβώς απέναντι από τον Βωμό της Περγάμου υπάρχουν κομμάτια από τη ζωοφόρο με θέμα την Τιτανομαχία.
Επίσης την πρώτη αυτή αίθουσα πλαισιώνουν αρκετά καλοδιατηρημένα αγάλματα.

ΜΟΥΣΕΙΟ ΕΡΜΙΤΑΖ ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗΣ

Ένα από τα πιο γνωστά εκθέματα του μουσείου είναι η Αφροδίτη της Ταυρίδας. Το άγαλμα αυτό κατασκευάστηκε τον 3ο ή 2ο π.Χ. αιώνα και είναι αντίγραφο, αλλά όχι πιστό, ενός από τα πιο περίφημα έργα του 4ου π.Χ αιώνα του Πραξιτέλη, της Κνιδίας Αφροδίτης. Με το εκφραστικό πρόσωπο και το καλλίγραμμο κορμί, προκάλεσε θαυμασμό που έφτανε ενίοτε στο πάθος, σε σημείο, που πολλοί ταξίδευαν στην Κνίδο για να τη δουν. Κατά τους Ελληνιστικούς και Ρωμαϊκούς χρόνους, αντιγράφηκε περισσότερο από κάθε άλλο γλυπτό. Η Αφροδίτη του Ερμιτάζ είναι το πρώτο έργο αρχαίας τέχνης που έφτασε στην Αγία Πετρούπολη, ο Μέγας Πέτρος την απέκτησε ύστερα από μακρές διαπραγματεύσεις με τον πάπα.

ΜΟΥΣΕΙΑ ΤΟΥ ΒΑΤΙΚΑΝΟΥ
Ο Δισκοβόλος του Μύρωνα. Το άγαλμα τοποθετείται στυλιστικά στο τέλος του αυστηρού ρυθμού, πριν από την έλευση της όψιμης κλασσικής τέχνης. Απεικονίζει ένα γυμνό αθλητή της δισκοβολίας, ο οποίος λυγίζει τα γόνατά του και γέρνει έντονα προς τα εμπρός, στρέφοντας τον κορμό και το κεφάλι του προς τα δεξιά. Το δεξιό του
πόδι πατάει σταθερά στο έδαφος, ενώ το αριστερό μόλις που στηρίζεται στα ακροδάχτυλα, τη στιγμή ακριβώς πριν συστραφεί γύρω από τον άξονά του για να εκσφενδονίσει το δίσκο που κρατάει στο χέρι του. Παρά την ένταση που αποτυπώνεται στο κορμί του, το πρόσωπό του διατηρεί μία γαλήνια εσωστρέφεια.

Κυριακή 9 Ιουνίου 2024

ΟΙ ΛΑΤΙΝΟΙ ΣΤΗΝ ΧΙΟ.

 Η ΕΛΛΗΝΟ-ΓΕΝΟΥΑΤΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ.


Οι κοινωνικές τάξεις. Σχέσεις Ελλήνων/Γενουατών. Η Μαόνα. Η συνύπαρξη των Εκκλησιών.
Έλληνες και Λατίνοι έζησαν μαζί στη Χίο και συνυπάρξανε στον πολιτικό και επαγγελματικό στοίβο για περισσότερο από 200 χρόνια, αφήνοντας αναπόφευκτα το στίγμα τους στην ιστορία του νησιού.
Η καθημερινή ζωή, ο κίνδυνος της Τουρκικής κατάκτησης, τα οικονομικά συμφέροντα και το νησί αυτό καθ’ εαυτό έφεραν τις δυο εθνικές κοινότητες κοντά και παρεμπόδισαν την αρχική προκατάληψη και αντιπαλότητα να επικρατήσει.
Ένα συνεχώς αυξανόμενο συναίσθημα εμπιστοσύνης αναπτύχθηκε μεταξύ των δυο ομάδων, που βασίζονταν σε κοινά συμφέροντα , καλή πίστη και μεικτούς γάμους. Παρ' όλες τις γνωστές θρησκευτικές διαφορές και το σημαντικό πολιτιστικό χάσμα μεταξύ Ελλήνων και Λατίνων, οι καθημερινές προσωπικές σχέσεις επικράτησαν των διαφορών που αναφέρθηκαν πιο πάνω. Οι αυτόχθονες Έλληνες –όπως ήταν αναμενόμενο- υπερτερούσαν αριθμητικά έναντι των Γενουατών αποίκων.
Αν βασιστούμε σε πρόχειρους υπολογισμούς και γραπτές περιγραφές ιστορικών και περιηγητών, ο πληθυσμός των Ελλήνων πρέπει να ήταν πάνω από 12,000 και αυτός των Μαονιτών δε θα έπρεπε να υπερέβαινε τα 2,000 μέλη. Συνεπώς, ο ανομοιογενής πληθυσμός του νησιού ήταν διαιρεμένος σε δυο καλά διαχωρισμένες εθνικά ομάδες, που αντιπροσώπευαν δυο διαφορετικούς πολιτισμούς. Ωστόσο, τα δυο κύρια κοινωνικά τμήματα της Χιακής κοινωνίας ήταν υποδιαιρούμενα σε περισσότερες τάξεις.
Η κυρίαρχη τάξη ήταν οι Μαονίτες, οι οποίοι εγκατέλειψαν τα αρχικά επίθετά τους και υιοθέτησαν το επίθετο Ιουστινιάνης στα τέλη του 14ου αιώνα, που έγινε ένα από τα 28 αδελφάτα-συνεταιρισμούς της Γένουας, τα οποία ήταν ομάδες οικογενειών συναθροισμένες.
Αυτές οι οικογενειακές ενώσεις του 14ου αιώνα, που ονομάζονταν Alberghi (ενικός¨ Albergo) άλλαξαν την πολιτική κατάσταση αλλά και το status quo της αριστοκρατίας στη Γένουα. Αυτή η μεταρρύθμιση στο αστικό καθεστώς της Γενουατικής κοινωνίας και αριστοκρατίας επικράτησε τελικά το 1528, όταν η Γένουα κέρδισε την ανεξαρτησία της από τους Γάλλους.
Τα μέλη των οικογενειών-φατριών ή ενώσεων (Αλμπέργκο) δεν είχαν απαραίτητα δεσμούς αίματος μεταξύ τους, αλλά προέρχονταν από διαφορετικές οικογένειες, οι οποίες είχαν ενώσει τις δυνάμεις τους αλλάζοντας τα αρχικά επίθετά τους κατόπιν αμοιβαίας συμφωνίας.
 Όλα τα μέλη των ενώσεων (Alberghi) είχαν ακριβώς τα ίδια δικαιώματα και προνόμια και είχαν να εκπληρώσουν τις ίδιες υποχρεώσεις. Οι οικογένειες που πρόσφεραν τα επίθετα τους για το σχηματισμό των ενώσεων αυτών ήταν διακεκριμένες, ευυπόληπτες, με μεγάλη επιρροή και αριθμούσαν πολυάριθμα μέλη με τουλάχιστον έξι οικογενειακά παρακλάδια με αυτό το επίθετο.
 Τα ονόματα των Alberghi (Αλμπέργκι) στα οποία όλες οι οικογένειες έπρεπε να προσαρτηθούν και να υιοθετήσουν τα επίθετα τους ήταν αλφαβητικά οι Κάλβι, Καττάνεο, Τσεντουριόνε, Τσίμπο, Τσίκαλα, Ντε Φορνάρι, Ντε Φράνκι, Ντε Μαρίνι, Ντι Νέγκρο, Ντόρια, Φιέσκι, Τζεντίλε, Ιουστινιάνι, Γκρίλλο, Γκριμάλντι, Ιμπεριάλε, Ιντεριάνο, Λέρκαρο, Λομελλίνο, Νεγκρόνε, Παλλαβιτσίνο, Πινέλλι, Προμοντόριο, Σαλβάγκο, Σαουλί, Σπινόλα, Ουσοντιμάρε και Βιβάλντι (Calvi, Cattaneo, Centurione, Cibo, Cicala, De Fornari, De Franchi, De Marini, Di Negro, Doria, Fieschi, Gentile, Giustiniani, Grillo, Grimaldi, Imperiale, Interiano, Lercaro, Lomellino, Negrone, Pallavicino, Pinelli, Promontorio, Salvago, Sauli, Spinola, Usodimare and Vivaldi) (βλεπε φωτο 4).
Η δεύτερη κυρίαρχη τάξη στην ιεραρχία της Χιακής κοινωνίας αποτελείτο από τους Έλληνες ευγενείς, οι οποίοι συνέχισαν να διατηρούν τους τίτλους, την περιουσία και τα προνόμια που τους είχαν παραχωρηθεί από τις Βυζαντινές αρχές και μετά τη Γενουατική κατάκτηση.
Σύμφωνα με την συμφωνία παράδοσης του 1346, οι Έλληνες που κατοικούσαν εντός των τειχών του κάστρου –γνωστοί ως καστρινοί- έπρεπε να μεταφερθούν στην περιοχή του Εγκρεμού (Burgus Graecorum) και να πουλήσουν ή να μισθώσουν τα σπίτια τους στους Γενουάτες ευγενείς, που αποτελούσαν τα στρατιωτικά και διοικητικά μέλη των νεο-εγκαθιδρυμένων Γενουατικών αρχών (βλεπε χαρτη 6, διοικητικος χαρτης).
Οι Έλληνες ευγενείς της Χίου κατάγονταν από τη Βυζαντινή αριστοκρατία.
 Κάποια διακεκριμένα μέλη της Βυζαντινής αριστοκρατίας είχαν εγκατασταθεί σε μερικά νησιά όπως η Χίος λόγω της αυξανόμενης πίεσης που είχαν προκαλέσει οι Τουρκικές εισβολές στη Μικρά Ασία το 12ο αιώνα. Έλαβαν άδεια από τον αυτοκράτορα να εγκατασταθούν στο νησί και να αποκτήσουν γη και εισοδήματα τα οποία μπορούσαν να εκμεταλλεύονται με φεουδαρχικό σύστημα.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι Γενουάτες σεβάστηκαν την αριστοκρατική θέση και την κοινωνική ιεραρχία των Ελλήνων ευγενών μετά το 1346, όπως μας περιγράφει ο Ιερώνυμος Ιουστινιάνης.
Στην ιστορική του αναφορά, που γράφτηκε το 16ο αιώνα περιγράφει τους Έλληνες ευγενείς να είναι ντυμένοι με ένα ξεχωριστό τρόπο και να αποτελούν το κέντρο του ενδιαφέροντος σε διάφορες περιστάσεις συμπεριλαμβανομένων και των χριστιανικών θρησκευτικών εορτασμών. Κατά τη διάρκεια των εορτασμών αυτών οι Έλληνες ευγενείς δέχονταν τιμές από τον τοπικό πληθυσμό χωρίς να χρειάζεται να αποδώσουν τιμές οι ίδιοι στους Μαονίτες άρχοντες του νησιού.
Οι Έλληνες ευγενείς ήταν σε κάποιες περιπτώσεις απαλλαγμένοι από συγκεκριμένους φόρους και κάποιοι από αυτούς είχαν δικαστικές εξουσίες όντας μέλη του τοπικού δικαστηρίου που ονομάζονταν δικαιότατο και αποτελείτο από τέσσερις δικαστές ¨δυο Μαονίτες, ένα Γενουάτη ευγενή και έναν Έλληνα μέλος της αριστοκρατίας.
Μερικά από τα ελληνικά επίθετα που αναφέρονται πριν την εποχή των Γενουατών στη Χίο και ήταν ευγενικής καταγωγής ήταν το οικογενειακό όνομα Σκυλίτσης (μάλλον και το πιο αρχαίο), Αργέντης (παλαιάς Γενουατικής προέλευσης), Κορέσσης και Ροδοκανάκης.
 Άλλα Ελληνικά οικογενειακά ονόματα που αναφέρονται σε συμβολαιογραφικές πράξεις και ιστορικές αναφορές είναι τα επίθετα Αγέλαστος, Καλούτος, Σεβαστός, Βολαστός, Πετροκόκκινος, Ράλλης, Σεκιάρης και αρκετά άλλα.
Η τρίτη κοινωνική τάξη, παρότι υπάρχει διχογνωμία για τη θέση και την καταγωγή της ήταν οι αστοί, οι οποίοι ήταν μέλη της τοπικής κοινωνίας και ενδεχομένως προέρχονταν από διάφορες κοινωνικές αλλά και εθνικές ομάδες. Μια μεγάλη μερίδα της αστικής τάξης ήταν επαγγελματίες, που είχαν νομική υπόσταση διαφορετική από τα άλλα κοινωνικά μέλη, πράγμα το οποίο τους έδινε το δικαίωμα να εκφράζουν τη γνώμη τους και να αμύνονται των συμφερόντων τους. Ο όρος αστός πιθανώς να είναι συνδεδεμένος με τον τόπο της κατοικίας και με ένα συγκεκριμένο νομικό πλαίσιο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων.
Οι κατώτατες τάξεις της κοινωνίας περιλάμβαναν ακτήμονες γεωργούς, καλλιεργητές της μαστίχας και ναύτες, οι οποίοι ήταν Ελληνικής καταγωγής, Εβραίους και ξένους που κατοικούσαν στη Χίο για διάφορους λόγους συμπεριλαμβανομένου και του εμπορίου.

Πέμπτη 6 Ιουνίου 2024

Η «καταγωγή» των επιθέτων των Ελλήνων και κατά πόσο έχουν επηρεαστεί από την τουρκοκρατία

  Τι έκαναν οι πρόγονοί μας (ή τι προδίδει ένα επίθετο).

Τα επίθετά μας φανερώνουν τι δουλειές έκαναν οι προπάπποι μας, ή τι σόι άνθρωποι ήταν. Διακόσια χρόνια μετά την Επανάσταση, οι τούρκικες πινελιές στα ονόματά μας κρατάνε ακόμα.

 Η «καταγωγή» των επιθέτων των Ελλήνων και κατά πόσο έχουν επηρεαστεί από την τουρκοκρατία.

Μερικά επίθετα καταλαβαίνεις αμέσως τι σημαίνουν: ο κύριος Τσενές, για παράδειγμα, μιλάει ασταμάτητα ή έχει μεγάλο στόμα, αν όχι αυτός ο ίδιος, τότε η γιαγιά, ο προπάππος του, κάποιος που κατάγεται από μέρος με Τούρκικο ζυγό ή έδαφος το οποίο σήμερα ανήκει στην Τουρκία. «Τσενές» στα Τούρκικα είναι το στόμα, στη Βόρεια Ελλάδα λέμε για τους πολυλογάδες «Μα δεν πιάνεται ο τσενές του, μιλάει τόση ώρα χωρίς σταματημό;».

Όλα αυτά είναι ντιπ άσχετα με την τρέχουσα πραγματικότητα ή την φρικτή επικαιρότητα, αλλά με έπιασε βαθιά επιθυμία να τις αγνοήσω και τις δύο. Κι έπειτα ψάχνοντας το οικογενειακό μας όνομα, έπεσα πάνω σε διαμαντάκια και ενθουσιάστηκα (όπως κάθε φορά που βρίσκω μια «καπού» μια πόρτα δηλαδή διέξοδο από το δυσάρεστο παρόν… και ναι, 

ο Καπουτζίδης ή είναι από φαμίλια που έφτιαχνε πόρτες ή κάποιος πρόγονός του άνοιξε την πόρτα κι έφυγε, δεν εξηγείται αλλιώς). 

Ο Κιρμιζής ήταν ένας κοκκινοπρόσωπος παππούς - «κιρμιζί» σημαίνει κόκκινο, μπορεί να θύμωνε εύκολα ή να είχε κόκκινο χρώμα η μούρη του, και μεταφέρθηκε η χάρη τόσες γενιές. 

Ο Ελματζόγλου είχε μηλιές μια και «ελμά» είναι το μήλο, αν και μπορεί να έτρωγε ή να πουλούσε μήλα.

 Ο 

 είχε αμάξι πρώτος- πρώτος, μια και «αραμπά» είναι το αμάξι, ή ήταν σωφέρ, πάντως είχε τροχούς πριν εφευρεθεί το αυτοκίνητο.

 Ο Μπιτσαξής, Μπιτσάκης, Μπιτσακάκης, έφτιαχνε μαχαίρια, πουλούσε μαχαίρια, στη χειρότερη ήταν μαχαιροβγάλτης ή μαχαίρωσε κάποιον και του βγήκε το όνομα. 

Ο Τσατάλης, Τσαταλίδης, Τσαταλάκης έφτιαχνε/πουλούσε πιρούνια («μπιτσάκ» είναι το μαχαίρι και «τσατάλ» το πηρούνι). Μεταφορικά, μπορεί να είχανε μαγειρειό ή κρεοπωλείο αυτοί οι δύο, μαζί με τον Καζαντζάκη, Καζάντζα και Καζαντζόγλου – «καζάν» είναι το καζάνι. Με διαφορετική γραφή και προφορά, είναι και η τύχη, άρα αυτός που απελευθερώθηκε το 1821 ή έφτασε στην Ελλάδα από την Μικρά Ασία με το «καζάν» στο όνομά του το 1922, μπορεί να «καζάντισε», να ήτανε δηλαδή τυχερός, παίζει κι αυτή η εκδοχή.

Ο Κεσίσογλου είχε κατσίκια, μπορεί και πολλά κατσίκια. Με άλλη γραφή/ορθογραφία, ήτανε μοναχός… πράγμα δύσκολο, γιατί η συνέχεια στο γεναιόγραμμα δεν αποδίδεται σε μοναχούς μια και δεν κάνουν παιδιά. Εκτός αν ο μοναχός αποφάσισε να μονάσει αφού έκανε τα παιδιά του, που πήρανε το όνομα «Κεσσίς», με παχύ «σ», για να τον τιμήσουν. 

Ο Καρίπογλου φρόντιζε κάποιον συγγενή ή και όλους, από το «καρίπ» που σημαίνει «φροντίζω», και ο Αρπάζογλου είχε χωράφια με κριθάρι, εμπορευόταν κριθάρι, άντε να έφτιαχνε κριθαροκουλούρες. Η γιαγιά μας που λεγόταν Ταστσόγλου, έγινε Πετρίδου όταν ήρθε από την Καππαδοκία μια και «τας» σημαίνει «πέτρα» - συχνά υπάρχει και το όνομα Πέτρος στις οικογένειες με την πέτρα στο όνομά τους επειδή κάποιος προπάππος λεγόταν Πέτρος, μάζευε πέτρες, έσπαγε πέτρες ή συγχωρέθηκε με μια πέτρα στο δόξα πατρί, όλα παίζουν. Το Τατσόπουλος, Τασόπουλος, Πετρόπουλος, έχουν την ίδια καταγωγή, από την Τούρκικη πέτρα.

«Κιρλί» σημαίνει βρώμικος οπότε σκεφτείτε κόσμο που ξέρετε με επίθετο από «κιρλί» - ο ίδιος ο κόσμος μπορεί να πλένεται, αλλά οι προπάπποι του ήτανε μποχίκοι. 

Ο Παχαλίδης (που συχνά γίνεται Πασχαλίδης) είναι ακριβός, πουλάει ακριβά ό,τι πουλάει – «παχαλί» σημαίνει ακριβό.

Ο Τσοκάκης, Τσοκίδης, Τσοκούδης, είναι πολύς, μπόλικος, μάλλον τά’χει τα κιλάκια του, από το «τσοκ»=πολύ, αποκλείεται να είναι «κιουτσούκ», δηλαδή μικρόσωμος – αυτός θα είναι ο Κιουτσούκαλης, Κιουτσουκέλης, Κιουτσούκης κλπ. 

Ο Βουγιούκας, Βουκιουκλάκης, Βουγιουκής κλπ είναι μεγαλόσωμος, ψηλός, έχει θεωρία, μια και «μπουγιούκ»=μεγάλο.

Ο ντέντεκτιβ Ουζούνης θα είχε ψηλούς προγόνους – «ουζούν» = ψηλός, αντίθετα ο Κισάκης, Κιτσάκης, Κισέλης θα είχε προγόνους-τάπες μια και «κισά»=κοντός. 

Ο Ρετσέλης έφτιαχνε μαρμελάδες με πολλή επιτυχία, ο Κουζούνης είχε αρνιά, ο Εκμετζής είχε φούρνο ή έτρωγε πολύ ψωμί. 

Ο Καφετζόπουλος και Καφετζής, είτε έψηνε καλό καφέ είτε ήτανε άξουαλ καφετζής με τη βούλα. Αντίστοιχα και ο Μπουφετζής υποθέτουμε ότι είχε μπουφέ κι έβγαζε μεζέδες.

 Ο Σαράπης, Σαράπογλου, Σαραπάκης, τα έτσουζε όποτε έβρισκε ευκαιρία, αλλά ας του δώσουμε μια ευκαιρία, μπορεί να έφτιαχνε καλό κρασί, που είναι «σαράπ». 

Ο Βαρδάκας, Βαρδακίδης, Βαρδάκογλου πουλούσε ποτήρια, φυσούσε γυαλί, ασχολιότανε με το «μπαρντάκ» που είναι το γυαλί. Αν ασχολιόταν με το «μπερντέ»=χρήμα, θα ήτανε Μπερντέκης, Μπερδέκης, Βερδέκης ή Βερδεκίδης.


Ο Κεχαγιάς, Κεχαγιόγλου, Κεχαγιάκης… έχει διάφορες εκδοχές, από το «κεχαγιάς στο σβέρκο μας», δηλαδή απόγονος βαθμοφόρου/αρχηγού/κυβερνήτη, μέχρι «προφήτης» αλλά και… «δέντρο με καφέ χρώμα», μια και δεν ξέρουμε την αρχική ορθογραφία ούτε την προφορά του «κεχαγιά».

Κάποτε γνώρισα μια κυρία Γιουμουρτάκη («γιουμουρτά»=αυγά), η οποία με διαβεβαίωσε προσβεβλημένη ότι δεν είχε καμιά σχέση με κότες. Μπορεί όμως να έτρωγε πολλά αυγά ο προπάππος, να χάριζε αυγά, οτιδήποτε – να έσπασε όλα τα αυγά γυρνώντας από το παζάρι. «Μπιρ» σημαίνει ένα, άρα ο Μπιράκος, Μπιράκης, Μπιράκογλου, είχε ένα παιδί μόνο, παράδοση στα μοναχοπαίδια. 

Ο Αμανατίδης, Αμανάτης, Αμανάτογλου, Αμανατάκης, έμεινε πίσω όταν έφυγαν όλοι, «αμανάτι», που σημαίνει μέσες-άκρες ενέχυρο, πάντως τον άφησαν οι προ-προπάπποι κάπου επειδή δεν μπορούσαν να τον πάρουν μαζί τους. Ο Σέκος ήτανε ντούρος – το «έμεινε σέκος» από κει βγαίνει, από το «ίσιος», με την έννοια ότι αν κάποιος πέσει σέκος, αναγκαστικά είναι ευθυγραμμισμένος με το πάτωμα. 

Ο Γιαβάσης, Γιαβάσογλου, Γιαβασίδης, ήταν αργός, δεν προχώραγε το μουλάρι του, μιλούσε αργά, πήγαινε γιαβάς-γιαβάς, δηλαδή σιγά σιγά. 

Ο Καλίνης, Καλλίνης, Καλινάκης, ήτανε γεματούτσικος κι ο Ιντζίδης, Ιντζόγλου, Ιντσάκης ήτανε λιγνός, από το «καλίν»=χοντρός και «ιντσέ»=λεπτός.

 Ο Μευντάνης ζούσε κοντά ή μέσα στην πλατεία, «μευντάν»=πλατεία. 

Ο Σταμπούλογλου είχε γεννηθεί στην Πόλη, στην Ισταμπούλ, όπως οι πρόγονοι της Λίλας Σταμπούλογλου. Βάζω ανδρικό γένος στα ονόματα επειδή από τους παππούδες κράταγε το εκάστοτε επίθετο συνήθως, πολύ σπάνια από τις γιαγιάδες. Το οικογενειακό επάγγελμα στην διάρκεια του 19ου αιώνα ήταν αυτό που εξασκούσε ο πατέρας. 

Αν η γιαγιά/μάνα ήταν μαία, μπορεί το όνομα «Εμπέ» να ήτανε πρώτο συνθετικό, Εμπετζή, ακόμα και Αμπατζή ή Αμπαζή με παραφθορά, αλλά αν ήταν «ουριτσμάν»=δασκάλα, δύσκολα θα ονοματιζόντουσαν οι απόγονοί τους από τη δουλίτσα της. Που δεν υπήρχε κι όλας ως επάγγελμα γυναικών στον Ελλαδικό χώρο, στο διάστημα 1700-1880.


Παρά το ψάξιμο δεν φωτίστηκα πολύ με το «Ζουμπουλάκης», που θα ήταν «Ζουμπούλογλου» άρα «Τζουμπούλογλου», πριν ο παππούς μας εγκαταλείψει δουλειές και σπίτια στην Κωνσταντινούπολη μια για πάντα. «Τσουμ» σημαίνει φίλος και μάλιστα καρδιακός, αλλά με μικρή διαφορά προφοράς σημαίνει… «ανίπταμαι διαγωνίως, ζουμάρω από ψηλά, περνάω σα σίφουνας στον αέρα». Και τα δύο έχουν τη χάρη τους, νομίζω οικογενειακώς θα τα υιοθετήσουμε με καμάρι για τους προγόνους μας, που τόσο ταλαιπωρήθηκαν χωρίς ποτέ να γκρινιάσουν, όταν έφτιαξαν τη ζωή τους από την αρχή στην Ανατολική Μακεδονία…

Μανίνα Ζουμπουλάκη


«Πηγή: https://www.athensvoice.gr/life/720426_ti-ekanan-oi-progonoi-mas-i-ti-prodidei-ena-epitheto?fbclid=IwAR0cljmzABbyMB_zL7qJp8rrfrdLxRfFiLhD5F13Bn8J0WmpFoHIcsuowlA»

«Πηγή: https://www.athensvoice.gr/life/720426_ti-ekanan-oi-progonoi-mas-i-ti-prodidei-ena-epitheto?fbclid=IwAR0cljmzABbyMB_zL7qJp8rrfrdLxRfFiLhD5F13Bn8J0WmpFoHIcsuowlA»

Τρίτη 4 Ιουνίου 2024

ΚΡΗΤΙΚΑ επώνυμα με ενετικές ρίζες

 

Μετά την κατάκτηση της Κρήτης από τους Βενετούς το 1211, κατέφευγαν λόγω εποικισμού από την Βενετία στην Κρήτη πολλές οικογένειες ευγενείς, ηγετικές, για να τη διοικήσουν.--
Την ανώτατη κοινωνική βαθμίδα αποτελούσαν σι Βενετικοί ευγενείς και οι φεουδάρχες. Αριστοκράτες δεύτερης κατηγορίας ήταν οι Κρητικοί ευγενείς. Οι απλοί πολίτες των πόλεων λεγόταν αστοί, οι δε χωρικοί διακρινόταν σε “άγραφους”, σε “απελεύθερους”, σε “πάροικους” και δούλευαν στα κτήματα του Δημοσίου.
Πολλοί από τους ευγενείς Βενετούς με την πάροδο των χρόνων εξελληνίστηκαν τέλεια και περισσότερο όσοι έμεναν στην ύπαιθρο. Ο Αγ. Ξηρουχάκης «Η Βενετοκρ. Ανατολή» αναφέρει ότι στην έκθεσή τους προς την Γερουσία οι σύνδικοί της Γρίτης και Γκαρτζόνης το 1584 λένε για τους ευγενείς αποίκους της Κρήτης και ιθαγενείς ότι κατάγονται από την Ιταλία, αλλά η καταγωγή τους είναι τόσο απηρχαιωμένη και λησμονημένη, ώστε μπορούν να λέγονται Έλληνες.

Συνεχίζοντας ο Ξηρουχάκης αναφέρει, “Οι ευγενείς Βενετοί αναμίχθηκαν και συγχωνεύθηκαν με τους ιθαγενείς Έλληνες με μικτούς γάμους, που παρά τις απαγορευτικές διατάξεις του Δόγη και αφορισμούς του Πάπα δεν έπαυαν να συνάπτονται μεταξύ Βενετών αποίκων και ιθαγενών Ελλήνων της νήσου, ευγενών και μη”.
Ο ιστορικός Στ. Ξανθουδίδης (Κρητ. συμβ. Ενετοκρ. αναφέρει “ότι από τη βάπτιση και στεφάνωση Κρητών από τιμαριούχους, εδίδοντο βενετικά βαπτιστικά ονόματα και από αναδόχους που δεν ήταν Βενετοί για να κολακέψουν κάποιον άρχοντα, είτε γιατί οι γονείς τα πρότειναν λόγω θαυμασμού προς το πρόσωπο κάποιου ενετού”.
Ο Γ. Πλουμίδης, οι Βενετοκρ. Ελληνικές χώρες, αναφέρει ότι “Μεταξύ των πληθυσμών και στρατιωτών είχαν αναπτυχθεί στενές σχέσεις φιλικές και συγγενικές, αφού αρκετοί είχαν νυμφευθεί γυναίκες του τόπου”. Οι μικτοί αυτοί γάμοι, ενώ προηγουμένως ήταν αθέμιτοι και απαγορεύονταν, ύστερα από τη συνθήκη του Καλλέργη (1299) επιτράπηκαν.
Οι Βενετοί ιστορικοί επίσης, θέλοντας να δικαιολογήσουν την αφομοίωση και συγχώνευση των ευγενών Βενετών με τους Κρητικούς, γράφουν ότι “έχομε τα ίδια ονόματα, γιατί οι ευγενείς Βενετοί όταν βάπτιζαν τέκνα Κρητικών τους έδιναν το δικό τους όνομα”.
Από παρωνύμια για σκωπτικούς λόγους σχηματισμένα από ονόματα επιφανών Βενετών, που στο τέλος κατέληξε να γίνουν οικογενειακά ονόματα των προσώπων αυτών και των απογόνων τους.
 Αυτά όμως τα Βενετικά οικογενειακά πρέπει να είναι ελάχιστα. Ο Γενικός Προβλεπτής (1574 – 1577) Giakomo Foscarini στην έκθεσή του αναφέρει τα εξής σχετικά: “Από τους ευγενείς Βενετούς… πολλοί είναι, που δεν έχουν ανάμνηση της ευγενικής καταγωγής τους και πάρα πολλοί τόσο φτωχοί… εργάζονται με τα χέρια τους στις γεωργικές δουλειές και δεν διατηρούν τίποτε άλλο παρά το επίθετο και λίγο φέουδο, που τους έμεινε ύστερα από το μοίρασμα και το ξαναμοίρασμα, 
Έχουν χάσει εντελώς τη γνώση της ιταλικής γλώσσας. Και επειδή δεν υπάρχει δυνατότητα σε κανένα χωριό του νησιού αυτού να λειτουργούνται κατά το λατινικό δόγμα είναι αναγκασμένοι να μένουν στο χωριό να παρακολουθούν καμιά φτωχή θεία λειτουργία στις ορθόδοξες εκκλησίες, να βαφτίζουν τα παιδιά, να παντρεύονται και να θάβουν τους νεκρούς σύμφωνα με το ορθόδοξο δόγμα και τα ελληνικά έθιμα… Οικογένειες τέλεια ελληνικές, οι οποίες δεν πιστεύω πως μπορούν να υπόσχονται περισσότερα από ότι θα μπορούσαν να προσφέρουν οι ΄Ελληνες”.
“Ο F. Τhίriet ομιλεί για τον εξελληνισμό Βενετικών οικογενειών μέχρι του σημείου να φαίνεται ότι χειροτονούνται ορθόδοξοι ιερείς. 
Μετά τη μεγάλη επανάσταση των φεουδαρχών 1363 -65, που ένωσε τις αρχοντικές οικογένειες με τις βενετικές των πατρικίων, ένας μεγάλος αριθμός Βενετών γίνεται ορθόδοξος και αποδέχεται τις συνήθειες και τις πεποιθήσεις των Κρητικών με τις οποίες συζεί σχεδόν δύο αιώνες”.
Όλα τα παραπάνω στοιχεία αναλύει με τον επιστημονικό και περίτεχνο τρόπο η κ. Χρυσ. Τσικριτσή – Κασιανάκη, καθηγήτρια της Φιλολογίας στο βιβλίο της “Κρητικά Επώνυμα Ένετικής Προελεύσεως” και καταλήγει, ότι τα οικογενειακά ονόματα ενετικής προελεύσεως προέρχονται:
1) από αναγνωρισμένα και υιοθετημένα νόθα παιδιά των Ενετών,
2) από μικτούς γάμους,
3) από εξελληνισμένους Βενετούς, που λόγω πτωχεύσεως έχασαν πρώτα την ευγένειά τους και ύστερα το εθνικό τους φρόνιμα,
4) από βενετικά βαπτιστικά και
5) πιθανόν να προέρχονται και μερικά από αυτά από ονόματα Βενετών που επικράτησαν ως παρωνύμια για σκωπτικούς λόγους.
Παραθέτουμε Παρακάτω τα Ανωγειανά επώνυμα ενετικής προελεύσεως κατ’ αλφαβητική σειρά.
Ι. Βιτώρος – Βιτώρης – Βιτ(τ)ώρος – Βιτωράκης – Βιτ(τ)ωράκης – Βικτωράκης – Βιτούρης – Βετούρης
Και σήμερα το βενετικό επώνυμο Vittοrί, Vittori, Vitturi και Vettore από το βαπτιστικό Vittirio. Προβλεπτής και γαλλικά Victor (λατ. = νικητής).
Η αρχοντική οικογένεια των Vitturi της Βενετίας, με δικό της οικόσημο ανέδειξε πολλές σημαίνουσες προσωπικότητες στην πολιτική, στο στρατό και την εκκλησία.
Μεταξύ αυτών ο Lorenzo Vittori του Daniel αρχιεπίσκοπος Κρήτης το 1595 και δούκας της Κρήτης το 1453 Benedetto Vitturi.
Οικογένεια Βιτούρη το 1600 στη Ζάκυνθο. Σε έγγραφο του 1637 ιδιοκτήτης μοναστηριού ο Ν. Sinior Manolesso Vittorio 1637.
Μεταξύ προσφύγων στη Ζάκυνθο έγγρ. 1682, Marietta Vittoropula, σύζυγος του Μάρκου Salemon και Μανόλης Γιαλινός λεγόμενος Vittorio.
Γνωστός ο προμαχώνας Βιτούρη (Vitturi) των ενετικών τειχών του Ηρακλείου Μarco Vitturi σε έγγραφο του 1212. Damianus Vittorio έγγραφο 1214 Candia. Βερνάδρος Βιτούρης και ο γιος του Σεβαστιανός σε έγγραφο του 1366 και 1375. Σε έγγραφο του 1364 Αndreolus Vittori gd joh, έγγραφο 1368. Bernardus Vittori consiliarius σε έγγραφο 1367 και 1368.
Ηernolaus ex recteuz de Sitia 1839, Νikoletus Antonius και Vituri έγγραφο 1395. Ο Bulgarus Victuzi έφερε στην Κρήτη σιτάρι, έγγραφο 1407.
Benedetto Vitturi σύμβουλος Κρήτης έγγραφο 1433. Σερ Laurentio Vitturi σύμβουλος Ρεθύμνου 1461.
Misser Vetturi το 1450. Αρχιεπίσκοπος Κρήτης το 1576 Lorenzo Vitturi. Ο ίδιος Ν. Venetus Laurentius Victuri Azchieriskopus Candie 1584 και αλλού ο ίδιος Lorenzo Bitturi.
2. Δακανάλης – Δακαναλάκης – Δαγκανάλης και Δακαναροπούλα.
Και σήμερα το βενετικό Da Canal και Ιταλικό Canale από τοπωνύμιο. Βλέπε και Καναλάκης και βυζαντινό Δεκανάλης, άσχετο με το κρητικό.
Το όνομα υπάρχει σε πολλές μαρτυρίες στην Κρήτη από το 1212 – 1623 με τους τύπους da Canale και de Canale ή de Canali.
Δούκες Johanes de Canali 1254 και Guidode Canale το1304 και 1308.
Στον Raynezio de Canalis παραχωρούνται δύο καβαλλαρίες στο διαμέρισμα Χανίων
1252 και Jacodo και Johanes de Canalis.Canaletto de Canale, 1320 στο Χάνδακα..
Georcio et Cuidoda Canal 1339, Ferdatores de Crete, Sclavurio και Νicolo da Canal.
Leonardus de Canali rtovidys vir• Feudatus noster in Creta, 1398. Επιθεώρηση του ιππικού Ηράκλειο από το τον Fadio da Canal Γενικό προβλεπτή το 1582. —•
Μεταξύ ευγενών Ηρακλείου και φεουδαρχών υπαίθρου, Alessio Canal, Domeniko, Marco, Nikolo, Marino Canal και άλλοι το 1583. —
Στο χρονικό του Τzivan 1644 μεταξύ των Νοd ven di Candia Canal. Σε έγγραφο του
1861 Δακαναροπούλα από τον Ξυδά.
3. Δραμουντάνης
Προβλεπτής βεν.Tramontin και ιταλικό Tramantana = chesta o viene Nord. Το όνομα δεν προέρχεται βέβαια από το βενετικό επώνυμο, αλλά από το όνομα του αέρα παρωνύμιο για κάποιον με δυναμική παρουσία.
4. Κουτάντος  Αcotanto Cotonto
Επώνυμο Αcotanto, Αcoitanto ven από 1112 στα παρωνύμια πιθανόν από αccogli tanto o tanti. Μήπως από contento που μαρτυρείται στην Κρήτη με προθετικό α;
Οι Αcotanto παλιά βενετική οικογένεια πατρικίων που μερικοί δέχονταν ότι προέρχονται από την Κωνσταντινούπολη.
Στη Βενετία το 1144 και 1184 έγγρ. Μάρκος και Δομένικος Αcotanto.Jocoro Acotanto 1212 και Marco Acotanto Jacobus Acotanto consiliarius σε έγγρ. 1219. Ciacomo Acotanto μάρτυρας και Jacomo Acotanto consiliere σε έγγραφα 1224 και 1225, Donnemico αδελφός του Ciuliano Acotanto και Marino 1225. Jacodus Acotanto deccarius na b. στο Χάνδακα εγγρ. 1271. Ιάκωβος Αccontanto κάτοικος στο Βούργο του Χάνδακα. Kalli χήρα του Μάρκου Αccontanto, Πέτρος Accontanto κάτοικος Χάνδακα, έγγραφα 1280- 81. Ιάκωβος Αccotanto του Λέανδρου σε έγγραφα 1301-1302. Σερ Jacobellus Acotanto Zogatus και ser Πέτρος και σερ Λουκάς Acotanto σε έγγραφα 1341, 1346, 1347. Ερμόλαος Acot Κομερκλάριος Κρήτης 1343.
Αcotanto Στέφανος στη Σητεία το 1370 και Πέτρος Cotanto σε έγγρ. Του 1399.
Άγγελος Ακοτάντος έγγρ. 1436. Ο Άγγελος Ακοτάντος ή Κοτάντος ζωγράφος είχε δύο αδελφούς τον Giovani επίσης ζωγράφο σε έγγραφα 1450 και 1477 και τον Θεόδωρο σχολάρχη. Dominus Pasguali Contonto Butano σε έγγρ. του 1495. σε έγγρ. του 1513 αναφέρεται η κόρη του πoτέ Magisstri Joannis Akotanto ζωγράφος Χάνδακα. Μανόλης Κουτάντος έγγρ. 1582 και Βιτζέντζος Κουτάντος έγγρ. 1583. Μιχαήλ Agvotanto de continios Agnetis 1222.
5. Μανιώρος – Μανιωράκης
Η συγγραφέας πιστεύει ότι προέρχεται από το Μανιός – Μανιόρος. Βαπτιστικό Μagno από λατινικό magnus = gande. Αλλά και Μario βαφτ. από λατινικό Μarius από το αρχαϊκό manus.
Σερ Sclavus Magno από τη Βενετία κάτοικος Χάνδακα 1352. Σε έγγραφα του Ι363 1395 σι Βενετοί Sclavus Magno, Madlus, Magno, Marius και Johanes Magno. Στα Χανιά το 1536 mastro Maro Mari και Mastro Manoli Mari, Retrus magnus thesaurarius 1545. Γιάννης υιός Μανιού έγγραφο 1672 και Μανόλης Μανιάς έγγρ. 1674. Αλοΐσιος (Αλεβίζε) Μάνιο, έκτακτος προβλεπτής Σούδας έγγρ. 1713. Μανιουδάκη από την Κρήτη το 1868 στη Ζάκυνθο.
6. Μανούσος, Μανουσάκης, Μανούσακας, Μανουσακάκης, Μανουσουδάκης, Μανουσιουδάκης, Μανουσιδάκης, Μανουσέλης, Μανουσελάκης και Μανουσογιαννάκης
Από το βαφτιστικό Μano, Manea, Manusso,Manoli προβλεπτής Μari, Maro, Matusso και Zane Zanessi,Zanusso, προβλεπτής Γιάννης Γιαννούκος – Γιαννούσος (επών. Γιαννουσάκης στις Μαργαρίτες Μυλοποτάμου), Μιχ. Γιαννούσος 1566.
Κατά την εποχή της Ενετοκρατίας το Εμμανουήλ – Μανόλης συνηθίζεται ως Μάνος – Μανός – Μανιός – Μανέας – Μανούκος – Μανούσος από επίδραση βενετική. Ο Οlinieri έχει Μani, Manuzio, Manuzzato, Manoli από το 1309, Μanolessus από το 1075 από μεσαίων. βαφτ. ο Εm. De Felice έχει βαφτίσει Μanolo υποκ. του Εmmanouele.
Σε έγγραφο του 1479 βαφτ. Μanussio Marci. Ser Manussio 1546. Μanutio Rireri στα Χανιά 1536, Μanusso di Candia 1559 και Μanusso Mara Candiote, 1569.Μανούσος Πρέβελης του Πέτρου 1591.
Σε έγγραφα του 1503 -1509 Μanoli da Candia και 1501 -1517 Μanusso da Candia που ο Αντ. Πάρδος ταυτίζει.
Στα κατάστιχα του νοταρίου Μ. Μαρά 1538 – 1578 βρίσκουμε αδιακρίτως Μανουήλ ή Μανέας, Μανώλης ή Μανούσος. Μανούσος Πηγάς δάσκαλος 1567 και 1582, Μανοήλ Πηγάς δάσκαλος 1572 το ίδιο πρόσωπο όπως δέχεται και ο Μέρτζιος. Και η Ασπασία Παπαδάκη από την ανάγνωση πολλών εγγράφων ταυτίζει το Εμμανουήλ – Μανέας – Μανούσος. Επίσης η Μ. Κωνσταντουδάκη ταυτίζει τον Μανέα Μουζουράκη ζωγράφο 1509-1534 με τον ser Manussio Mazurachi και με τον Μανέα Μουζουράκη μάρτυρα σε έγγρ. του 1549. Σε έγγρ. του 1692 Σταμάτης υιός Μανούσου και Παύλος υιός Μανούσου.
7. Μέμμος, Μεμάκης
Και σήμερα βενετικό Μemο. Ο Τριανταφυλλίδης το ετυμολογεί από Μεμάς υποκοριστικό του Γεράσιμος. Νομίζω από το βεν. επώμυνο Μemmo από βαφτ. Μπιο και Μemmο υποκ. του Gulielmo. Οι Μemo μεταξύ των αρχοντικών οικογενειών της Βενετίας ανέδειξε 3 δόγες, συγκλητικούς και επισκόπους.
Στην Κρήτη δούκας ο Ludonicus Memmo το 1584 και Αρχιεπίσκοπος Vitus το 1407 και Μichael Memmo 1448.
Νicolaus Memo κάτοικος Χάνδακα σε έγγραφα του 1272 και 1281. Masseo Memmo signore di notte εγγρ. 1349 και άλλοι.
Tzibanus Memo σε έγγρ. 1481, Αndrea Memo consilie 1482-1485 και Μichele Memo consiliere 1488-1491.
Πιέρος Μέμος σε διαθήκη του 1500. Ιωάθαν Μέμος αρχιγραμματέας, αρχειοφύλαξ και Δ/ντής αστυνομίας (1567-71). Μισέρ Βιττόρε Μέμο έγγρ. 1581.
Αμπέλι του ευγενή μισέρ Τζορτζή Μέμο έγγρ. 1618 Κωνσταντ. Μέμος (1699) διδάσκαλος του Ελληνικού Σχολείου στη Βενετία. Ασφαλώς ο ίδιος Κωνστ. Μέμος ακαδημαϊκός Αβλαβής (Πlesο) 1669 – 1701. Μέμος στον Αγ. Βασίλειο Πεδιάδος 1747.
8 . Μπαγγέρης – Μπαγκέρης – Παγκέρης – Μπαγκεράκης – Μπαγκράκης Από μπαγκέρης (danchiere = τραπεζίτης).
9. Μπρίνταλος, Μπρεδάκης – Μπρεδόπδυλος, Πρεντάκης, Μπριντάκης, Πρίνταλος, Μπρεντάης, Μπρεντάνας, Ντί Μπρέντα
Το Πρεντάκης – Μπρεδάκης έχει σχετίσει παλαιότερα με τη λέξη praeda η συγγραφέας και τα ονόματα Μπρεδολόγος και Πρεδευσής. Πιθανόν όμως να προέρχονται και απ’ ευθείας από το βενετικό όνομα Βreda, Bredani βενετικό οικογ. Breda, Bredo στα ονόματα από παρωνύμια.
ΙΟ. Σαλούστρος
Πιθανόν να σχετίζεται με τη λέξη σαλούστρο που απαντάνται στον Καστούρμπο και η σημασία και ετυμολογία της είναι άγνωστη. Πιθανότερο να προέρχεται από βαφτ. sallustio. Κρητικοί ευγενείς Ρεθύμνου οι Saluzzi 1574. Μεταξύ ευγενών Κρητών Ρεθύμνου 1583 Μattio Salustro του π. μισέρ Ραntalon Zuane του π. πισέρ Francessco και Ζυane Salustro il Vecchio.
Αndriana Salustopula έγγρ. 1683 μεταξύ Κρητών προσφύγων στην Κέρκυρα.
ΙΙ. Σμπώκος, Σπόκος και Σπώκος, Μπόκος
Από Sbocco = στόμιο, εκβολή, αιμόπτυση. Η συγγραφέας νομίζει το πιθανότερο από το Βocho όπως Βώλος – σβώλος, Κάνθαρος – σκαθάρι, κόκος – Σκόκος, βαφτιστικό βεν. Βοcco και Βodolinu και οικογ. Βοcchi, Bocho, Boccoli, Bocco. Ήδη από τον 11ο αιώνα βαφτ. Βocca, από παρωνύμιο Βocca ή Βυcca.
Σε έγγραφο του 1381 Βarnada Βοcho από τη Βενετία. Pres ditez Alonixius Bochos 1463. Επίσης Βοcho σε έγγρ. του 1535.
Ύστερα από επίπονες έρευνες που έκανε το Ιστορικό Αρχείο της Βενετίας ο γιατρός Δακανάλης Σπύρος, βρήκε τα οικόσημα τόσο το βενετικό, όσo και το Κρητικό της οικογένειας των Δακανάληδων.

Του ΜΑΝΟΛΗ ΜΙΧ.ΔΑΚΑΝΑΛΗ

Δευτέρα 3 Ιουνίου 2024

ΑΡΜΕΝΙΚΑ ΟΝΟΜΑΤΑ

 



Λίγοι το γνωρίζουν αν και ο μεγάλος μας εθνάρχης το είχε παραδεχτεί κατ' επανάληψη. Μέχρι που πέρυσι σε μια επιστημονική ομιλία του ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοικρατίας κ. Κάρολος Παπούλιας μας το θύμισε:

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ήταν αρμενικής καταγωγής όπως και πολλοί από τους σύγχρονους Κρήτες.
Πολλά κρητικά ονόματα όπως: Βαρδής (από το αρμενικό "Βαρτάν"), Αρμένης κλπ, κρητικά επώνυμα όπως Αρμενάκης, Βαρδάκης (Βαρτάν) κλπ, ή ακόμα και τοπωνύμια στην Κρήτη: Αρμένοι, Αρμενοχώρι κλπ μας το αποδεικνύουν ακόμη και σήμερα.
Σύμφωνα με την ιστορία ο αρμενικής καταγωγής αυτοκράτορας του Βυζαντίου Νικηφόρος Φωκάς είχε μετοικήσει χιλιάδες Αρμενίους από την ανατολική Βυζαντινή Αυτοκρατορία στην Κρήτη για να ενισχύσει τον τοπικό χριστιανικό πληθυσμό και να θωρακίσει την Κρήτη από τις επιθέσεις των πειρατών.
 Απόγονος αυτών των Βυζαντινών Αρμενίων παραδέχεται ότι είναι ο εθνάρχης μας.
Αποτέλεσε ίσως τον πρώτο πολιτικό που οραματίστηκε την ελληνοαρμενική φιλία και υποστήριξε τις αρμενικές θέσεις σε όλες τις συνδιασκέψεις για τη λύση του ανατολικού ζητήματος όπως το ίδιο έκανε και η αρμενική πλευρά για τις ελληνικές θέσεις.
Το αποτέλεσμα ήταν η υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών που προέβλεπε ένα τεράστιο Αρμενικό Κράτος. Η υποστήριξη των αρμενικών θέσεων ήταν τόσο έντονη που σε αρκετές περιπτώσεις ο Βενιζέλος αναγκάστηκε να έρθει ακόμα και σε ρήξη με τους Πόντιους της περιοχής.
Οι Αρμένιοι προς τιμή μας ως Έλληνες τιμούν το Βενιζέλο σαν και δικό τους εθνάρχη.
 Καθε φυλή ή πολιτισμός έχει τη δική του ιδιαίτερη ονομασία , η οποία επιτρέπει την αναγνώρισή τους ως μέρος του συγκεκριμένου πολιτισμού. .
Αυτά τα ονόματα που περνά από γενιά σε γενιά βοηθα να διατηρηθεί η μνήμη των προγόνων τους ζωή.
Οι Αρμένιοι δεν είναι διαφορετικοι.
 Είμαστε ένα έθνος με προγονική ιστορία του οποίου χρονολογείται από 2000 χρόνια π.Χ. και έχουμε συσσωρεύσει ένα πλούσιο κατάλογο  ονομάτων των προσώπων.  . Μερικά είναι δανείσμενα από άλλους πολιτισμούς που ήρθαμε σε επαφή  και άλλοι είναι απλώς τα ονόματα των στοιχείων που βρίσκονται στη φύση.
  Οι λέξεις σε παρένθεση δίπλα σε ορισμένα ονόματα είναι το νόημα ή το ισοδύναμο του ότι το όνομα στα αγγλικά.
  Αρσενικα Ονόματα
- A -  (όπως στην προφορά - F έναν εκεί)
Apkar - Apel - Apisoghom - Apraham - Atam (Adam) - Azad (Free) - Azaria - Atapeg - Atanas - Alan - Alexan - Aharon (Aaron) - Aghan - Aghasi - Agheksanter - Ayk (Dawn) - Anag - Anania - Anastas - Antog - Antranig (First-born) - Antrias - Anoushavan - Andon - Ashod - Abaven (Protector) - Abirad (Miserable) - Aran - Arantsar - Arakel (To send) - Arnag - Arno - Asadour - Asbed (Knight) - Asbourag - Asdvadzadour (God-given) - Askanaz - Adis - Adom - Adour - Adroushan (Temple devoted to fire worship) - Ara - Aram - Aramazt - Aramaniag - Aramais - Ararad - Arpag - Arpoun - Arkam - Aren - Arek - Arevshad (Full of Sun) - Arzouman - Ared - Artoun (Awake) - Ari (Brave) - Aris - Arisdages - Ardzroun - Artsan (Statue) - Arman - Armenag - Armen - Arshalous - Arshag - Arsham - Arshavir (To rush, invade) - Arshen - Arsen - Ardag - Ardashes - Ardavast - Ardavan - Ardem - Arpiar - Avak (Great) - Avedis (Good news) - Avedig (Good tidings). Apkar - Apel - Apisoghom - Apraham - Atam (Adam) - Azad (Δωρεάν) - Azaria - Atapeg - Atanas - Alan - Alexan - Aharon (Aaron) - Aghan - Aghasi - Agheksanter - Ayk (Dawn) - Anag - Anania - Anastas -- Antog - Antranig (πρώτο-γεν) - Antrias - Anoushavan - Άντον - Ashod - Abaven (προστάτη) - Abirad (Miserable) - Aran - Arantsar - Arakel (Για να στείλετε) - Arnag - Arno - Asadour - Asbed (Knight) - Asbourag -- Asdvadzadour (Θεός-) - Askanaz - Άδη - Adom - Adour - Adroushan (ναό αφιερωμένο στη φωτιά λατρείας) - Ara - Αράμ - Aramazt - Aramaniag - Aramais - Ararad - Arpag - Arpoun - Arkam - aren - arek - Arevshad (Πλήρης Sun) - Arzouman - Ared - Artoun (Awake) - Ari (Brave) - Αρης - Arisdages - Ardzroun - Artsan (Statue) - Arman - Armenag - Αρμέν - Arshalous - Arshag - Arsham - Arshavir (Για να βιαστούμε, εισβάλλουν) - Arshen -- Arsen - Ardag - Ardashes - Ardavast - Ardavan - Ardem - Arpiar - Avak (Μεγάλη) - Avedis (Καλά νέα) - Avedig (Καλή είδηση).
- B -  (όπως στην προφορά - Β ee)
Baghdasar - Bab (Grandfather) - Babeg - Baben - Badouagan (Honourable) - Badrig (Roman-noble) - Barkev (Gift) - Bared (Marshal) - Bartev Parthian) - Barouyr - Barsam - Bedros (Peter) - Bebo - Berj (Elegent) - Brosh - Bsag (Crown) - Boghos (Paul) Baghdasar - Bab (Παππούς) - Babeg - Baben - Badouagan (κ.) - Badrig (Roman-noble) - Barkev (Κατάστημα) - Bared (Marshal) - Bartev πάρθιος) - Barouyr - Barsam - Bedros (Peter) - Bebo - Berj ( Elegent) - Brosh - Bsag (Crown) - Boghos (Paul)
- D   (όπως στην προφορά - D ay & Α dz ε)
Datev - Dajad - Dadour - Daron - Davros - Dikran - Dirayr - Diran ( Dominent)- Diradour --- Dzadour - Dzeroun - Dzovag (Lake) - Dzaghig (Flower). DATEV - Dajad - Dadour - Daron - Davros - Ντικράν - Dirayr - Diran (Δεσπόζουσα) - Diradour --- Dzadour - Dzeroun - Dzovag (Λίμνη) - Dzaghig (λουλούδι).
- E - (όπως στην προφορά - Ε εξαερισμός & P e n)
Eshkhan (Prince) - Esahag - Emin (Honest) - Emmanouel Eshkhan (Prince) - Esahag - Emin (Honest) - Εμμανουήλ
- G -  (όπως στην προφορά - G ood)
Gakig - Gamsar - Gamo - Gaydzag (Lightning) - Garabed - Garen - Garbis (Gary) - Garo - Giragos - Guregh - Gomidas - Gosdan - Gosdantin - Goryoun (Lioncub) - Gdridg (Brave) Gakig - Gamsar - Gamo - Gaydzag (Κεραυνός) - Garabed - Garen - Γαρμπής (Gary) - Garo - Giragos - Guregh - Gomidas - Gosdan - Gosdantin - Goryoun (Lioncub) - Gdridg (Brave)
- Gh -  
Ghazar - Ghazaros - Gharib (Alien) - Ghevont - Ghougas - Ghoungyanos Ghazar - Ghazaros - Gharib (Alien) - Ghevont - Ghougas - Ghoungyanos
- H -  (όπως στην προφορά - H appy)
Hamazasb - Hamparzoum (Resuraction)- Hamlig - Hayasdan (Armenia) - Haig - Haygazoun - Haygaz - Haygag - Haygaram - Hayrabed (Patriarch) - Hayrig (Father) - Hetoum - Hmayag - Hraztan - Hrag (Fire) - Hrahad - Hrayr - Hrant - Hratch - Hravart (Burning Rose) - Hapet - Hagop (James, Jacob) - Haroutioun (Resurection) - Haro - Hovagem - Hovasap - Hovhannes (John) - Hovnatan - Hovnan - Hovsep - Hounan - Housig Hamazasb - Hamparzoum (Resuraction) - Hamlig - Hayasdan (Αρμενία) - Haig - Haygazoun - Haygaz - Haygag - Haygaram - Hayrabed (Πατριάρχης) - Hayrig (πατέρας) - Hetoum - Hmayag - Hraztan - Hrag (Fire) - Hrahad - Hrayr - Hrant - Hratch - Hravart (Burning Rose) - Hapet - Hagop (James, Jacob) - Haroutioun (Resurection) - Haro - Hovagem - Hovasap - Hovhannes (Ιωάννης) - Hovnatan - Hovnan - Hovsep - Hounan - Housig
- J -  (όπως στην προφορά - Lei su re)
Jirayr - Jannig - Jivan Jirayr - Jannig - Jivan
- K - (όπως στην προφορά - K ind)
Kapriel (Gabriel) - Kachig (Brave-young) - Kakig - Kazavon - Kaloust - Kamer - Karnig (Lambkin) - Kasbar - Karekin Kegham - Keghart - Keghon - Kersam - Kerovpe - Kevork (George) - Kesag - Kud (Discovery) - Klag - Kenel (To buy) - Kousan (Singer)- Kourken – Krikor (Gregory) - Krisdapor Kapriel (Gabriel) - Kachig (Brave-μικρά) - Kakig - Kazavon - Kaloust - Kamer - Karnig (Lambkin) - Kasbar - Karekin Kegham - Keghart - Keghon - Kersam - Kerovpe - Κεβόρκ (Γιώργος) - Kesag - Kud (Discovery) -- Klag - Kenel (Για να αγοράσετε) - Kousan (Singer) - Kourken - Krikor (Γρηγόριος) - Krisdapor
- Kh - (Δεν αγγλική λέξη με το "kh" ήχο)
Khat - Khajag (Blue eyed) - Khatchadour - Khatcheres (Cross-face) - Khatchig (Small cross) - Khigar - Khosrov - Khoren Khat - Khajag (μπλε μάτια) - Khatchadour - Khatcheres (Cross-πρόσωπο) - Khatchig (cross Small) - Khigar - Khosrov - Khoren
- L -  (όπως στην προφορά - L ord)
Lernig (Small Mountian) - Levon (Leon) - Libarid - Loris Lernig (Small Mountian) - Levon (Leon) - Libarid - Loris
- M - (όπως στην προφορά - M άλλα)
Matous - Majag - Malkhas - Magar - Maghakeya - Mamas - Mampre - Mamigon - Manajihr - Manase - Mangasar - Manuel - Manough (Infant) - Mashdots - Masis - Madat - Madteos - Markar - Margos - Mardig (Warrior) - Mardiros - Mardoun - Matsag - Melek (King) - Melkon - Mekhag (Clove) - Meghrig (Honey-small) - Mesrob - Meroujan - Mjej - Mihran - Mihrtad - Minas - Misak - Mouron - Mikaiel - Mleh - Mkhitar (Comforter) - Mgrditch (Baptist) - Mgrdoum - Mher - Mnatsagan (Permanent) - Momig (Small candle) - Movses (Moses) - Moushegh - Moushe - Mourad Matous - Majag - Malkhas - Magar - Maghakeya - Μάμας - Mampre - Mamigon - Manajihr - Manase - Mangasar - Manuel - Manough (παιδική) - Mashdots - Masis - Madat - Madteos - Markar - Margos - Mardig (Warrior) - Mardiros - Mardoun -- Matsag - Melek (King) - Melkon - Mekhag (Γαρύφαλλο) - Meghrig (Μέλι-μικρό) - Μεσρόπ Μαστότς - Meroujan - Mjej - Mihran - Mihrtad - Μηνάς - Mišák - Mouron - Mikaiel - Mleh - Mkhitar (Κουβέρτα) - Mgrditch (Βαπτιστή) - Mgrdoum - Mher - Mnatsagan (Μόνιμος) - Momig (κερί Small) - Movses (Μωυσής) - Moushegh - Moushe - Mourad
- N - (όπως στην προφορά - N πάγο)
Nazar - Nazaret - Nahabed (Patriarch) - Nar - Nareg - Navasart - Nerseh - Nerses - Njteh - Nigol - Nigoghos - Nshan (Sign) - Norayr - Norhad - Norvan - Noubar - Nourhan - Nbad Nazar - Nazaret - Nahabed (Πατριάρχης) - Nar - Nareg - Navasart - Nerseh - Nerses - Njteh - Nigol - Nigoghos - Nshan (Είσοδος) - Norayr - Norhad - Norvan - Noubar - Nourhan - Nbad
- O - - (όπως στην προφορά - O LD)
Oksen - Ohan - Onnig - Oshin - Oshagan - Oda Oksen - Ohan - Onnig - Oshin - Oshagan - Oda
- P -  (όπως στην προφορά - aper P)
Papken - Pakrad - Pagour - Partogh - Partoghimeos - Parkhoutar - Parounag (Grape-vine) - Parsegh - Peklar - Penyamin - Pertag (Small Castle) - Puzant - Purad - Paylag (Lightning) - Panig - Panos - Paren - Parnag - Paramaz - Pelibbos Papken - Pakrad - Pagour - Partogh - Partoghimeos - Parkhoutar - Parounag (κληματαριά) - Parsegh - PEKLAR - Penyamin - Pertag (μικρό κάστρο) - Puzant - Purad - Paylag (Κεραυνός) - Panig - Πάνος - Paren - Parnag - Paramaz -- Pelibbos
- R - (όπως στην προφορά - OAD R)
Razmig (Fighter)- Raphael - Reteos - Rosdom - Rupen - Raffi Razmig (Fighter) - Raphael - Reteos - Rosdom - Rupen - Raffi
- S -  (όπως στην προφορά - S μίλια)
Sahag - Samuel - Samson - Sanasar - Sanatroug - Sasoun - Sarkis - Sahrad - Saro - Setrag - Sebouh (Noble) - Serop - Serovpe - Sero - Sevag (Black-eyed) - Set - Semag - Simon - Sinan - Sion - Sis - Sisag - Sirag - Siragan - Sipan - Smpad - Sograd - Soghomon - Souren - Sourmag - Soukias - Stephan - Sos - Srabion Sahag - Samuel - Samson - Sanasar - Sanatroug - Sasoun - Sarkis - Sahrad - Saro - Setrag - Sebouh (Noble) - Serop - Serovpe - ορολογικής - Sevag (Black-eyed) - Σετ - Semag - Simon - Σινάν - Sion - Sis -- Sisag - Sirag - Siragan - Sipan - Smpad - Sograd - Soghomon - Souren - Sourmag - Soukias - Stephan - Sos - Srabion
- Sh - (όπως στην προφορά - Sh op)
Shahan (Profit maker) - Shahe - Shahnazar - Shahnour - Shant (Thunderbolt) - Shabouh - Shara - Shavasb - Shavarsh - Shiraz - Shirag - Shmavon - Shnorhk (Grace) Shahan (κατασκευαστής Κέρδη) - Shahe - Shahnazar - Shahnour - Shant (Κεραυνός) - Shabouh - Σάρα - Shavasb - Shavarsh - Shiraz - Shirag - Shmavon - Shnorhk (Grace)
- T & Ts - (Pronunciation as in – T ime & Ba ts ) - Τ & Μ - (όπως στην προφορά - ime T & Ba ts)
Taniel - Tavtag - Tavit - Terenig - Trasdamard - Tro - Takvor(Crowned) - Tateos - Tatoul - Tevan - Teotig - Tornig (Grandson) - Thomas - Torkom - Toros --- Tsolag - Tsakig (Youngster) Taniel - Tavtag - Tavit - Terenig - Trasdamard - Tro - Takvor (Crowned) - Tateos - Tatoul - Tevan - Teotig - Tornig (Grandson) - Θωμάς - Torkom - Toros --- Tsolag - Tsakig (Νεαρέ)
- V - (Pronunciation as in – V oice) - V - (όπως στην προφορά - ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΥΓΕΙΑ)
Vazken - Vazrig - Vakhtang - Vahag - Vahaken - Vahan (Shield) - Vahe - Vahram - Vahrej - Vagharsh - Vagharshag - Vaghenag - Van - Vanagan (Monk) - Vanant - Vanadour Host,inn-keeper) - Vanig - Vanoush - Vachakan - Vache (Nomadic cart) - Vasag Treacherous-person) - Vasbourag - Varak (29th day of the Armenian month) - Varaztad - Varant - Vart - Vartan - Vartavar (Transfiguration of Christ) - Vartkes - Varteres (Rose-Face) - Varos - Varoujan (Male bird of prey) - Vicken - Vem (Stone)- Vram - Vramshabouh - Vrej (Vengence) - Vrtanes - Vrouyr - Vosgan - Vosdanig (Nobleman) Vazken - Vazrig - Vakhtang - Vahag - Vahaken - Βαχάν (Shield) - Vahe - Vahram - Vahrej - Vagharsh - Vagharshag - Vaghenag - Van - Vanagan (Monk) - Vanant - Vanadour υποδοχής, πανδοχείο-φύλακας) - Vanig - Vanoush - Vachakan -- vache (καλάθι νομαδικές) - Vasag Treacherous-πρόσωπο) - Vasbourag - Varak (29η ημέρα του μήνα Αρμενίων) - Varaztad - Varant - Η δική μας - Vartan - Vartavar (Μεταμόρφωση του Σωτήρος) - Vartkes - Varteres (Rose-Face) - Varos -- Varoujan (Male αρπακτικό) - Vicken - Vem (Stone) - Vram - Vramshabouh - Vrej (Vengeance) - Vrtanes - Vrouyr - Vosgan - Vosdanig (ευγενής)
- Y - (Pronunciation as in – Y es) - Y - (όπως στην προφορά - es Y)
Yervant - Yetouart - Yeznig - Yezras - Yeghya - Yeghishe - Yeghivart - Yenovk - Yesayi - Yeranos - Yerimya - Yerouant - Yeprem - Yskouhe. Yervant - Yetouart - Yeznig - Yezras - Yeghya - Yeghishe - Yeghivart - Yenovk - Yesayi - Yeranos - Yerimya - Yerouant - Yeprem - Yskouhe.
- Z -  (όπως στην προφορά - Z oo)
Zadig (Easter) - Zareh - Zarzant - Zarmayr - Zarmig - Zaven - Zakariya - Zkon - Zenop - Zehon - Zohrag - Zohrab - Zoravar (Powerfull) Ζαντίγκ ή Το πεπρωμένο (Πάσχα) - Zareh - Zarzant - Zarmayr - Zarmig - Zaven - Zakariya - Zkon - Zenop - Zehon - Zohrag - Zohrab - Zoravar (Ισχυρός)
 Γυναίκεια  Ονόματα
- A -  (όπως στην προφορά - Πατέρα)
Akabi - Azadouhi (Free-female) - Azkanoush - Azniv (Gentle) - Alitz - Aline - Alice - Alik (Wave) - Almasd (Diamond) - Alvart (also Rose) - Aghavni (Pigeon) - Ahli - Aida - Akac - Aldz - Alids - Alidz - Anahid - Anais - Ankine - Antaram (Unfading) - Ani - Ankhosig (Non-Talkative) - Anna - Annman Unlike) - Anoush (Sweet) - Ashkhen - Asbram - Asdghig (Small Star) - Arda - Adrine - Araz - Aramouhi - Araks - Araksi - Arkina (Invaluable) - Areknaz - Arev (Sun) - Arevig - Arevhad - Arevalous (Sun-Light) - Arin (Brave female) - Artzouig (Eaglet) - Armanoush - Armenouhi (Armenian Lady) - Armine - Arshalous (Dawn) - Arshagouhi - Arousyag (Morning Star)(Venus) - Arsine - Arda - Ardanoush - Ardemis - Arpa - Arpenig - Arpi (Sunlight) - Arpineh - Ashkhen - Avids. Akabi - Azadouhi (Free-γυναίκες) - Azkanoush - Azniv (Gentle) - Alitz - Aline - Alice - Alik (Wave) - Almasd (Διαμάντι) - Alvart (επίσης Rose) - Aghavni (περιστέρι) - Ψευδώνυμο - Aida - Akac - Aldz - Alids - Alidz - Anahid - Anais - Ankine - Antaram (άφθαρτος) - Ani - Ankhosig (Μη Talkative) - Άννα - Annman αντίθεση) - Anoush (Sweet) - Ashkhen - Asbram - Asdghig (Small Star) - Άρδα - Adrine -- Araz - Aramouhi - Araks - Araksi - Arkina (Invaluable) - Areknaz - Arev (Κυριακή) - Arevig - Arevhad - Arevalous (Sun-Light) - Arin (θηλυκό Brave) - Artzouig (EAGLET) - Armanoush - Armenouhi (Αρμενίων Lady) -- Armine - Arshalous (Dawn) - Arshagouhi - Arousyag (Morning Star) (Venus) - Αρσίνη - Άρδα - Ardanoush - Ardemis - Arpa - Arpenig - Arpi (Sunlight) - Arpineh - Ashkhen - Avids.
- B -  (όπως στην προφορά - Bee)
Baydzar (Clear bright) - Barzig (Plain) - Berjanoush (Elegantly sweet) - Berjouhi (Elegant female) Baydzar (κωδικοποίηση φωτεινό) - Barzig (Πεδιάδα) - Berjanoush (Κομψά γλυκό) - Berjouhi (θηλυκό Elegant)
- D & Dz - (Pronunciation as in – Day & Adze) - D & Dz - (όπως στην προφορά - Day & Adze)
Datevig - Dalita (Girl/Virgin) - Dikranouhi - Dirouhi --- Dzaghig (Flower) - Dzaghganoush - Dziadzan (Rainbow) - Dzovig (Small sea) - Dzovinar Datevig - Dalita (Girl / Virgin) - Dikranouhi - Dirouhi --- Dzaghig (Flower) - Dzaghganoush - Dziadzan (Ουράνιο Τόξο) - Dzovig (θάλασσα Small) - Dzovinar
- E - (Pronunciation as in – Event & Pen) - Ε - (όπως στην προφορά - Event & Pen)
Emasdouhi (Wize lady) - Esgouhi --- Elise - Eliz - Eghtsanoush - Emma - Endza - Endzanoush - Erato - Euphemia - Euphrosina. Emasdouhi (κυρία Wize) - Esgouhi --- Ελίζας - Eliz - Eghtsanoush - Emma - Endza - Endzanoush - Ερατώ - Ευφημίας - Euphrosina.
- F - (Pronunciation as in – Food) - F - (όπως στην προφορά - Τρόφιμα)
Femi, Fimi. Femi, ΦΗΜΗ.
- G - (Pronunciation as in – Good) - G - (όπως στην προφορά - Καλή)
Gadar (Summit) - Gadarine - Gaiane - Garine - Gakavig (Young Partridge) - Gayane - Ghadam - Gorandoukht - Goulizar - Goulnaz - Gumach Gadar (κορυφής) - Gadarine - Gaiane - στη μαργαρίνη - Gakavig (ζευγάρι Partridge) - Gayane - Ghadam - Gorandoukht - Goulizar - Goulnaz - Gumach
- H - (Pronunciation as in – Happy) - H - (όπως στην προφορά - Happy)
Hamaspouyr (Wide Spread) - Hamesdouhi (Modest Female) - Hasmig (Jasmine) - Hayarpi - Hayganoush - Haygouhi - Heghineh - Heghnar (Deer) - Hera - Heranoush - Hermineh - Hereknaz - Hnazant (Obedient) - Houri (Flames) - Hourher (Flaming Hair) - Houshig - Hranush - Hripsimeh - Hrout - Hrantouhi - Hranoush - Hratchouhi (Fire-eyed female) - Hrarpi - Hagint - Hreghen (Fiery) - Hasmig (Jasmine) - Haverj (Eternal) Hamaspouyr (Wide Spread) - Hamesdouhi (Modest Θηλυκό) - Hasmig (Jasmine) - Hayarpi - Hayganoush - Haygouhi - Heghineh - Heghnar (Ελάφια) - Ήρα - Heranoush - Hermineh - Hereknaz - Hnazant (Obedient) - HOURI (Flames) - Hourher ( φλεγόμενος Hair) - Houshig - Hranush - Hripsimeh - Hrout - Hrantouhi - Hranoush - Hratchouhi (Fire-eyed γυναίκες) - Hrarpi - Hagint - Hreghen (φλογερό) - Hasmig (Jasmine) - Haverj (Eternal)
- I - (Pronunciation as in – Immortal) - I - (όπως στην προφορά - Immortal)
Isabel - Isabella. Isabel - Isabella.
- J - (Pronunciation as in – Leisure) - J - (όπως στην προφορά - Leisure)
Jbdouhi (Smiling lady) - Juliana. Jbdouhi (Smiling κυρία) - Juliana.
- K - (Pronunciation as in – Kind) - K - (όπως στην προφορά - Kind)
Kayaneh - Karni - Kanni - Keghanoush (Elegant, lovely) - Keghetzig (Beautiful) - Keghouhi (Fair Lady) - Keran - Kinevart (Wine-Rose) - Klkhatir - Kohar (Jewel) - Koharig - Kaghtzrig (Sweety) - Knarig (Lyre) - Knkoush (Tender) Kayaneh - Κάρνι - Kanni - Keghanoush (Κομψό, υπέροχο) - Keghetzig (Beautiful) - Keghouhi (Fair Lady) - Keran - Kinevart (Wine-Rose) - Klkhatir - Kohar (Κόσμημα) - Koharig - Kaghtzrig (Sweety) - Knarig (Λύρα ) - Knkoush (Διαγωνισμός)
- Kh - (No English word with "Kh" sound) - Kh - (Δεν αγγλική λέξη με "Kh" ήχο)
Khatchouhi (Small cross) - Khatoun - Khantout - Khngeni - Khonarh (Humble) - Khosrovanoush - Khosrovidookht - Khosrovitoughd - Khorodig - Khoumar - Khoyan Khatchouhi (cross Small) - Khatoun - Khantout - Khngeni - Khonarh (Humble) - Khosrovanoush - Khosrovidookht - Khosrovitoughd - Khorodig - Khoumar - Khoyan
- L - (Pronunciation as in – Lord) - L - (όπως στην προφορά - Lord)
Lala (Doll) - Lara - Lelag - Lena - Leniya - Lili - Lilit - Lucy - Lori (Linden-tree) - Lorig - Lousaper (Abundance of light) - Lousadzin (Photogenic)- Lousarev - Louseres (Bright face) - Lousig - Lousin (Moon) - Lousine - Lousntak (Crown of light) - Lousvart (Light Rose) Lala (Doll) - Lara - Lelag - Λένα - Leniya - Λίλη - Lilit - Lucy - Λώρη (Linden-δέντρο) - Lorig - Lousaper (αφθονίας του φωτός) - Lousadzin (Photogenic) - Lousarev - Louseres (πρόσωπο Bright) - Lousig -- Lousin (Σελήνη) - Lousine - Lousntak (Crown του φωτός) - Lousvart (Light Rose)
- M - (Pronunciation as in – Mother) - M - (όπως στην προφορά - Μητέρα)
Mayda - Mayranoush (Sweet mother) - Mane - Manishag (Violet) - Mannig - Manoushag - Madlen - Maral (Deer) - Marem - Markrid (Pearl) - Marta - Margaret - Mari - Maria - Mariyam - Marineh - Maritsa - Marmar (Marble) - Maro - Makrouhi (Cleaner-female) - Medstikin - Medakse (Silky) - Meghranoush (Honey-sweet) - Meline - Melisend - Mlke - Mina - Morfia. Mayda - Mayranoush (μητέρα Sweet) - Mane - Manishag (Violet) - Mannig - Manoushag - Madlen - Maral (Ελάφια) - Marem - Markrid (Pearl) - Marta - Margaret - Μαρί - Μαρία - Mariyam - Marineh - Μαρίτσα - Marmar (Μάρμαρο ) - Μάρω - Makrouhi (Cleaner-γυναίκες) - Medstikin - Medakse (Silky) - Meghranoush (Μέλι-γλυκά) - Meline - Melisend - Mlke - Mina - Morfia.
- N - (Pronunciation as in – Nice) - N - (όπως στην προφορά - Νίκαια)
Nazani (Delicate) - Nazeli (Pretty) - Nazenig - Natel - Nayat - Nayree - Nayirouhi - Nanar - Nane - Nanor - Nashkhoun - Nartouhi - Nare - Narineh - Nargiz (Narcissus) - Narod (A string used at marriage ceremony) - Negdar (Nectar) - Noyemzar - Noyemi - Nora - Nouvart - Noune (Nunia) - Nunuphar - Noushig (Small almond) - Nouritsa - Nouver (Gift) Nazani (Delicate) - Nazeli (Pretty) - Nazenig - Natel - Nayat - Nayree - Nayirouhi - Nanar - nane - Nanor - Nashkhoun - Nartouhi - Nare - Narineh - Nargiz (Narcissus) - narod (Μια συμβολοσειρά που χρησιμοποιείται στην τελετή του γάμου) - Negdar (νέκταρ) - Noyemzar - Noyemi - Nora - Nouvart - Noune (Nunia) - Nunuphar - Noushig (αμύγδαλο Small) - Nouritsa - Nouver (δώρο)
- O - (Pronunciation as in – O) - O - (όπως στην προφορά - Ω)
Olympias - Oskihat - Ovsanna (Hosanna) Ολυμπιάδα - Oskihat - Ovsanna (Ωσαννά)
- P - (Pronunciation as in – Paper) - P - (όπως στην προφορά - Βιβλίο)
Pakradouhi - Palasan (Balsam) - Parantsem - Parouhi - Pavagan (Enough) - Pergrouhi (Cheerful-female) - Persape - Pouragn - Pouregh (Crystal) - Pourasdan (Flower garden) - Prapion (Tube-Rose) - Patil (Snow flake) - Payl (Shiny) - Parantzem - Perouz - Pounig (Phenix) Pakradouhi - Palasan (Βάλσαμο) - Parantsem - Parouhi - Pavagan (Enough) - Pergrouhi (Cheerful-γυναίκες) - Persape - Pouragn - Pouregh (Crystal) - Pourasdan (Flower Garden) - Prapion (Tube-Rose) - Patil (νιφάδα χιονιού) - Payl (γυαλιστερό) - Parantzem - Perouz - Pounig (Φοίνιξ)
- R - (Pronunciation as in – Road) - R - (όπως στην προφορά - Road)
Ramela - Razmouhi (Fighter female) - Raqel - Repega - Rehan - Rhiphsime - Rita - Rubina - Rozin - Rouzan Ramela - Razmouhi (θηλυκό Fighter) - Raqel - Repega - Rehan - Rhiphsime - Ρίτα - Rubina - Rozin - Rouzan
- S - (Pronunciation as in – Smile) - S - (όπως στην προφορά - Smile)
Sahak-Annoysh - Sahaganoush - Satenig - Salpi - Sanam - Santoukhd - Sara - Seta - Selma - Serig - Serine - Sevan - Sevoug (Blacky) - Stepanie - Stephanie - Sibyl - Sima - Siran - Siranoush - Sirarpi - Siroun (Lovely) - Sirvart (Love rose) - Suzan - Soghome - Sona - Sussan - Soffi - Soffiya - Srpouhi (Saintly-female) - Sosi (Planetree) - Soseh - Sybilla - Sylva. Sahak-Annoysh - Sahaganoush - Satenig - Salpi - Sanam - Santoukhd - Sara - Seta - Σέλμα - Serig - Σερίνη - Sevan - Sevoug (Blacky) - Stepanie - Stephanie - Δελφών - Σήμα - Siran - Siranoush - Sirarpi - Siroun (Lovely) -- Sirvart (Love τριαντάφυλλο) - Suzan - Soghome - Sona - Sussan - Soffi - Soffiya - Srpouhi (άγιος-γυναίκες) - Sosi (πλάτανο) - Soseh - Sybilla - Sylva.
- Sh - (Pronunciation as in – Shop) - Sh - (όπως στην προφορά - Shop)
Shaghig - Shahantukht - Shahanig - Shamam - Shamiram - Sharmagh (Fine Sieve) - Shakeh - Shnorhig (Graceful) - Shoghagat (Splender) - Shogher (Rays) - Shoghig - Shoushan (Lily) - Shoushanig Shaghig - Shahantukht - Shahanig - Shamam - Shamiram - Sharmagh (ψιλοκοσκινισμένου) - Shakeh - Shnorhig (Graceful) - Shoghagat (Splender) - Shogher (ακτίνες) - Shoghig - Shoushan (Lily) - Shoushanig
- T & Ts - (Pronunciation as in – Time & Bats) - Τ & Μ - (όπως στην προφορά - Ώρα & Νυχτερίδες)
T'aguhi - Talar (Fresh) - Tarouhi - Tefanaw - Teghtsanig (Canarybird) - Teghtsoun (Blond/Fair) - Theodora - Tshkhoh - Tshkhouhi - Tsdrig (Daughter) - Takouhi (Queen) - Talin - Tamar - Tangakin (Precious) - Toukhtzam (Brown hair) - Tsangali (Desireable) - Tsoler - Tsoline - Tshoghig (Fine dew) - Tsouig - Teter (Butterfly) - Tuxtani. T'aguhi - Talar (νωπά) - Tarouhi - Tefanaw - Teghtsanig (Canarybird) - Teghtsoun (Ξανθό / Fair) - Θεοδώρα - Tshkhoh - Tshkhouhi - Tsdrig (Κόρη) - Takouhi (Queen) - Ταλίν - Tamar - Tangakin (Πολύτιμα) -- Toukhtzam (μαλλιών Brown) - Tsangali (Επιθυμητή) - Tsoler - Tsoline - Tshoghig (δροσιά Fine) - Tsouig - Teter (πεταλούδα) - Tuxtani.
- V - (Pronunciation as in – Voice) - V - (όπως στην προφορά - Voice)
Vazkanoush - Vane - Vanouhi - Vanoush - Varvara - Varvare - Vartanoush (Rose-sweet) - Varteni (Rose tree) - Vartiter Rose-butterfly) - Varteshah - Vartouhi (Rose-lady) - Varsenig - Vehanoush - Vehantsnouhi - Verkine - Verjin - Vertchalous (Twilight) - Verjouhi (Vengence-female) - Vosgetel (Golden-thread)- Vosgedzam (Golden Hair) - Vosgehad - Vosgemad - Vosgi (Gold) Vazkanoush - Vane - Vanouhi - Vanoush - Βαρβάρα - Varvare - Vartanoush (Rose-γλυκό) - Varteni (δέντρο Rose) - Vartiter Rose-πεταλούδα) - Varteshah - Vartouhi (Rose-κυρία) - Varsenig - Vehanoush - Vehantsnouhi - Verkine - Verjin -- Vertchalous (Twilight) - Verjouhi (Vengence-γυναίκες) - Vosgetel (Golden-thread) - Vosgedzam (Golden Hair) - Vosgehad - Vosgemad - Vosgi (Gold)
- Y - (Pronunciation as in – Yes) - Y - (όπως στην προφορά - Ναι)
Yeter (Ether) - Yeghnig (Hind) - Yeghisapet - Yeghsan - Yester - Yerazig ((Dream-small) - Yranig (Blessed) - Yeranouhi - Yerchanig (Happy) - Yeva (Eve) - Yevkeneh - Yeprouhi Yeter (Ether) - Yeghnig (Hind) - Yeghisapet - Yeghsan - Yester - Yerazig ((Dream-μικρό) - Yranig (Μακάριος) - Yeranouhi - Yerchanig (Happy) - Yeva (Eve) - Yevkeneh - Yeprouhi
- Z - (Pronunciation as in – Zoo) - Z - (όπως στην προφορά - Zoo)
Zanazan (Various) - Zabel - Zapel - Zartar (Ornament) - Zarmantoukht - Zarmineh - Zarmouhi - Zarouhi - Zarvart - Zepour (Breeze) - Zmroukhd (Emerald) - Zouart - Zoulal - Zvart (Happy) Zanazan (Διάφορα) - Zabel - Zapel - Zartar (στολίδι) - Zarmantoukht - Zarmineh - Zarmouhi - Zarouhi - Zarvart - Zepour (Breeze) - Zmroukhd (Emerald) - Zouart - Zoulal - Zvart (Καλή)
 

Κυριακή 2 Ιουνίου 2024

Βενετσιάνοι-Έλληνες Μισθοφόροι Στρατιωτες.

 Βενετσιάνοι Μισθοφόροι Stradioti στη Ναυπλία



Μια πρακτική της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας για αμοιβές των μισθοφόρων στρατιωτών της, εκτός από τις πληρωμές σε μετρητά, που συχνά καθυστερούσαν, σε δημητριακά ή και σε υφάσματα για στολές, ήταν κυρίως η παραχώρηση γαιών για να συντηρήσουν εαυτούς, το άλογό τους (αφού ήταν ιππείς) και την οικογένειά τους. Αυτά δεν ήταν φέουδα, αλλά μπορούσαν να μεταβιβαστούν στα παιδιά τους. Η Βενετία μπορούσε να ανακτήσει ενδεχομένως αργότερα αυτές τις γαίες και να τις παραχωρήσει σε άλλους. Έτσι, πολλοί τέτοιοι stradioti εγκαταστάθηκαν και αρκετοί παρέμειναν στη ναυπλιακή πεδιάδα.
Μπορούμε να ανακαλύψουμε σημερινούς απογόνους τους; Μια σαφής ένδειξη είναι και τα επώνυμά τους, ορισμένα βέβαια εξελληνισμένα. Οι stradioti ήταν Έλληνες, Αλβανοί, Ιταλοί, Δαλματοί, αλλά και Γερμανοί, Γάλλοι, Φλαμανδοί, Μπαταβοί (Ολλανδοί) κ.λπ.
Ο Μερκούριος Μπούας, 1953 Νίκος Εγγονόπουλος. Ανάμεσα στους ξακουστούς στρατιώτες της Αργολίδας μερικοί από τους αρχηγούς των έγιναν ιδιαίτερα ονομαστοί για την ανδρεία τους και διαπρέψανε σε πολεμικά κατορθώματα. Ένας από τους διαπρεπέστερους αυτούς στρατιώτες ήταν ο Μερκούρης-Μαυρίκης Μπούας, που είχε γεννηθεί στ’ Ανάπλι στα 1496.
Ο Μερκούριος Μπούας, 1953 Νίκος Εγγονόπουλος. Ανάμεσα στους ξακουστούς στρατιώτες της Αργολίδας μερικοί από τους αρχηγούς των έγιναν ιδιαίτερα ονομαστοί για την ανδρεία τους και διαπρέψανε σε πολεμικά κατορθώματα. Ένας από τους διαπρεπέστερους αυτούς στρατιώτες ήταν ο Μερκούρης-Μαυρίκης Μπούας, που είχε γεννηθεί στ’ Ανάπλι στα 1496.
Μια εξαντλητική έρευνα του λεπτολόγου ιστοριοδίφη μας, Τάκη Μαύρου (1915-2001), που δημοσιεύτηκε σε έξι συνέχειες στο πλουσιότατο Δελτίο Ιστορικών Μελετών Ναυπλίου, που εξέδιδε τη δεκαετία του ’90 με εκδότη τον Δήμο Ναυπλιέων υπό τον τίτλο «Παλαιά Επώνυμα στη Σύγχρονη Αργολίδα», μας επιτρέπει να σταχυολογήσουμε όσα επώνυμα φαίνονται ότι ανήκουν σε στρατιώτες, είτε από τις αρχειακές παραπομπές για καθέναν, που παραθέτει ο Μαύρος (π.χ. «το επώνυμο αναφέρεται σε κατάσταση στρατιωτών του τάδε έτους»), είτε από την προφανή ιταλική καταγωγή τους. Ο Μαύρος σημειώνει επίσης και τις πόλεις και χωριά όπου απαντάται κάθε επώνυμο.
Εάν λοιπόν η αίσθηση που αποκτούμε διαβάζοντας αυτά τα επώνυμα είναι σωστή, οι σύγχρονοι κάτοχοί τους πρέπει να είναι απόγονοι εκείνων των στρατιωτών, που παρέμειναν τελικά στην Αργολίδα. Τούτο ενισχύει περαιτέρω τους δεσμούς της Ναυπλίας με τη Βενετία: αφού οι απόγονοι των στρατιωτών εκείνων παρέμειναν στα μέρη μας και είναι πλέον εξ’ ολοκλήρου Έλληνες, η καταγωγή των προγόνων τους μας φέρνει ακόμα κοντύτερα στο βενετσιάνικο παρελθόν του Ναυπλίου και της περιοχής μας.
Παραθέτουμε λοιπόν ένα τέτοιο κατάλογο, που είναι πιο περιορισμένος από εκείνον του Τάκη Μαύρου, γιατί κρατήσαμε μόνο όσα επώνυμα στρατιωτών σαφώς αναφέρονται ή όσα νομίζουμε ότι ανήκουν σ’ αυτούς.
Οι στρατιώτες αυτοί συμμετείχαν με μεγάλη ανδρεία σε όλες τις πολεμικές επιχειρήσεις των Ενετών του καιρού τους, εναντίον των Τούρκων. Πολλοί και οι οικογένειές τους βρίσκονταν στην υπηρεσία της Βενετίας για πάνω από 200 ή 300 χρόνια. Για την ανδρεία αυτή, η Βενετία τους τίμησε κατά καιρούς με παράσημα, απονομή της βενετσιάνικης υπηκοότητας και καταφύγιο για τους ίδιους και τις οικογένειές τους στη Μητρόπολη ή σε άλλες ενετικές κτήσεις, όπως στην Κέρκυρα, Κρήτη, Κύπρο, κατά τις δύο πτώσεις του Ναυπλίου σε οθωμανικά χέρια.
Μάλιστα ένας Βενετσιάνος συνθέτης και ποιητής, ο Antonio Molino, έγραψε υμνητικά άσματα για έναν γενναίο τέτοιο στρατιώτη, τον Μανώλη Μπλέσση, το όνομα του οποίου έχει δοθεί και σε ένα δρόμο του Ναυπλίου.
Άρα οι σημερινοί απόγονοί τους πρέπει να είναι περήφανοι για τους ανδρείους προγόνους τους, οι οποίοι όμως συχνά περνούσαν μεγάλες στερήσεις και από την πείνα τους έσωζε μόνο η καλλιέργεια των χωραφιών τους και ενδεχομένως το ψάρεμα.

Ακολουθεί ο κατάλογος:

ΑΡΓΕΝΤΟΣ (χ. Πασά – Ίναχος). Ένας Αργέντος αναφέρεται στους λογαριασμούς του Σταύρου Ιωάννου, στο Amsterdam, το 1800 (116:181). “Argenti” και Σία: Τούρκος υπήκοος στη Βιέννη, το 1797 (166:49). Ευστράτιος Αργέντης: συλλαμβάνεται στη Βιέννη, το 1797, σαν συνεργός του Ρήγα Φεραίου (174:607). Ένας Δε Αρζέντας, από την Σαντορίνη, υπογράφει ως μάρτυς σε συμβόλαιο δωρεάς το 1645 στη Νάξο (92:89). Και Άγιος Ανδρέας Αργέντης, Χίος το 1465 (264). «Πρωτογερακάρης» Αργ., στη Χίο, στις αρχές του 14ου αι. (265:196).
ΒΑΡΒΕΡΗΣ (Άργος 1849, Δαλαμανάρα, Κρανίδι). Στρατιώτης Zorgi Ververi, αναφέρεται σε κατάσταση στρατιωτών του Ενετικού στρατού, το 1541 (261:353).
ΒΙΓΓΟΣ (Άργος). Ένας «Αντώνης Βίγκος», γεντεκλής (ναύτης), αναφέρεται, το 1809 σε κατάσταση του καπετάν Ρούσου στη Κ/πολη (20:1).
ΒΛΑΣΗΣ (Άργος, Ερμιόνη). Ένας «Γεώργιος Βλάσσης» μνημονεύεται ως στρατιώτης, το 1547, στα Ενετικά Αρχεία (261:437). Το επώνυμο συναντάται στην Ήπειρο από το 1603 (194:33). Ένας «Ντέντες Βλάσης» αναφέρεται σε έγγραφο του Αιγίνης και Ύδρας Αμβροσίου, το 1805 (18:298). «Θεοδόσιος Βλάσσης» αναφέρεται σε συμβόλαιο αγοραπωλησίας τουρκικό του 1817, στο Κουτσοπόδι (203). Οικογένεια Βλάση αναφέρεται σε τουρκικό χοτζέτι του 1818, που επιλύει δικαστική διένεξη στο Διμηνιό της Κορινθίας (11).
ΒΟΝ (ΜΠΟΝ) (Ναύπλιο). Ένας Scipio Bon, σοπρακόμιτος το 1479-1483 με δράση στα νερά του Αργολικού κόλπου, αναφέρεται στα Dispacci da Napoli di Romania (259:123). Το ιταλικό αυτό επώνυμο είναι ευρύτατα διαδεδομένο και σαν ΒΟΝ αλλά και σαν Μπόνος ή Μπόνης.
ΒΡΕΛΛΟΣ (Άργος) Με το επώνυμο Vorello απαντώνται, το 1473, στρατιώτες: Ηλίας, Δημήτριος, Ιωάννης (Ionio;) και Νικόλας (260:11). Χωρίον Βρέλη επαρχίας Καινούργιου (Κρήτη) (286:330).
ΒΡΕΤΤΟΣ (Ερμιόνη, Κρανίδι). Συνηθισμένο βαπτιστικό όνομα κατά τον Μεσαίωνα. Το όνομα Βρετός ή Βρεττός το έδιναν σε νεογέννητα οικογενειών, που είχαν μεγάλη παιδική θνησιμότητα, ελπίζοντας ότι, μ’ αυτό τον τρόπο, θα απέφευγαν το θανατικό ή τη βασκανία (όπως άλλωστε, και τα ονόματα Στυλιανός, Σταμάτης, Στεκούλα –στη Μεσσηνία– κ.α.). Το παιδί, δηλαδή, δεν ανήκε στην οικογένεια και, επομένως, η Θεία Δίκη πιθανόν να το παρέβλεπε. Βρεττό, επίσης, λεγόταν και το έκθετο. Πολλοί στρατιώτες, από αυτούς που αναγράφονται στις καταστάσεις του Ενετικού στρατού, έχουν αυτό το όνομα.
ΓΕΩΡΓΙΛΑΣ (Άργος). «Γεωργιλάς», στρατηγός Καλαβρίας, αναφέρεται το ΣΤΦΞΑ (1053/54) (155:130). «Γεωργιλάς Εμμανουήλ» (πιθανόν στρατιώτης) υποβάλλει έκθεση έμμετρο στις Ενετικές Αρχές, το 1533, περί του τρόπου με τον οποίον μπορούν να καταστρέψουν τους Τούρκους (259:313, 29:195). Τοπωνύμιο στο χωριό Ρεμούσταφα (Αδριανή) Πυλίας (313:243, 29:195). Περισσότερα (29:195-196).
ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ (Άργος). Γεώργης Γιαννούλης αναφέρεται στον Ενετικό στρατό το 1541. Επίσης, Αποστόλης και Ελένη, το 1547 (261:353, 261:457). Τζώρτζης Γιαννούλης, γιατρός στην Ύδρα το 1803, αναφέρεται σε διαταγή του Γαζή Χουσεΐν καπουδάν πασά (18:38).
ΓΚΙΝΗΣ (Επίδαυρος, Ναύπλιο). Αλβανικό τοπωνύμιο “Ljimi Gjigni” (: το αλώνι του Γκίνη) στο χωριό Χαλκιά της Τριφυλίας (313:327). Στρατιώτης Κων/νος Γκίνης (Gini), αναφέρεται σε Ενετικά έγγραφα το 1535 (260:166). Αντώνιος Βασιλείου Γκίνης: θαρραλέος Σπετσιώτης καπετάνιος ταχυπλόου κιρλαγκίτς (είδος ιστιοφόρου), διασπά τον Εγγλέζικο αποκλεισμό (1793) και μεταφέρει από την Κ/πολη στο γαλλικό λιμάνι Μπριγκανσόν, τον πρεσβευτή της Γαλλίας στην Κ/πολη και 200 γάλλους ναύτες (246).
ΓΚΛΑΒΑΣ (Κρανίδι). “Spectabilis Comes Glava”, άλλοτε κύριος των Αγράφων, αναφέρεται σε Ενετικό έγγραφο του Jacomo Barbarigo, Proveditore Generale Della Morea με χρονολογία 25.6.1465 (259:12). Τοπωνύμιο στην Κεφαλονιά. «Χωράφι του Γκλάβα» στο «Πρακτικόν της Αγιωτάτης Επισκοπής Κεφαλληνίας κλπ» το 1262 (318:53).
ΓΚΟΥΜΑΣ (Άργος, Ναύπλιο). Βαπτιστικό όνομα: Ιάκωβος, Γιακουμής Γκούμας, απαντάται, από το 1524, στο όνομα του στρατιώτη Guma Gia στα Ενετικά Αρχεία (260:132), αλλά και πολλών άλλων. Αλβανικό τοπωνύμιο στη Μεσσηνία, “Kjafaj Guma” (: το πέρασμα του Γκούμα), στο χωριό Ψάρι της Τριφυλίας (313:312), και “Laka Guma” στο Κάτω Κοπανάκι της Τριφυλίας (313:321). Επώνυμο στο Αλουποχώρι (Αγρίδι) Τριφυλίας (17:24). Δημήτριος Γκούμας, προεστώς της Ύδρας, συνυπογράφει ομολογία στις 29.3.1792 στην Ύδρα (17).
ΔΑΜΑΛΑΣ (Καρυά, Άργος). Τοπωνύμιο στην Τροιζήνα. Τοπωνύμιο «στου Δαμαλά» στη Σύρο (73:378). Επώνυμο στη Σύρο: Φραγκίσκος d’ Amalas, ιησουΐτης (1639) (1:593). «Άρχων Ληγουρίου Δαμαλάς» (CA. 1450) (169:11). Ανδρόνικος Ζαχαρία de Damala, μέσα ΙΔ’ αι. (314:472). Το επώνυμο μνημονεύεται μεταξύ των πρώτων μικτών οικογενειών Χίων και Γενοατών, στη Χίο, στις αρχές του 14ου αι. (265:196).
ΔΑΡΜΟΣ, ΝΤΑΡΜΟΣ, και ΝΤΑΡΜΑΣ (Ναύπλιο Κιβέρι). Το επώνυμο προφανώς Βενετσιάνικο, σημαίνει τον εξειδικευμένο στη χρήση κάποιου όπλου, τζάγκρα, βαλίστρα, αρκεβούζια κ.λ.π. βενετό στρατιώτη, σαφώς διαχωριζόμενο από τον FANTI που ήταν ο ιταλός στρατιώτης του πεζικού, τον σολντάτο που ήταν ο στρατιώτης γενικά, και τον Stradioto που ήταν ο έφιππος μισθοφόρος συνήθως Αλβανός ή αλβανόφωνος.
“Le Gente Darme, e Fanti a Squadra”, Μ.Ε.Ι./13,31
“200 Fanti e 20 Homini Darme”, Μ.Ε.Ι. 6/6. Αλλά ενίοτε και οι επαγγελματίες μισθοφόροι, οι σωματοφύλακες Μ.Ε.Ι. 6/6.
Έφιππος stradioti του 15ου αιώνα.
Έφιππος stradioti του 15ου αιώνα.
ΔΕΣΥΛΑΣ (Άργος). Οικογένεια Δεσίλα αναγράφεται στον κώδικα του Αγίου Νικολάου των Λατίνων, στο Αργοστόλι, 2ονήμισυ του 17ου αι. (294:151). «Θανάσης και Ιωάννης Πάντζας Δεσήλας» «εκ παλαιάς Ηπείρου» υπογράφουν, στις 15.8.1788, έγγραφο προς την Αυτοκράτειρα της Ρωσίας Αικατερίνη, περί πολεμικής συνεργασίας (177:102). Οικογένεια προυχόντων αναφέρεται, στην Πάργα, το 1819 (294:447).
ΔΕΣΥΠΡΗΣ (Ναύπλιο). Γεώργιος De Cipris, αναγράφεται σε διαθήκη του 1497 στην Κρήτη (254:664).
ΔΟΜΑΖΟΣ (Κουτσοπόδι). Πιθανόν από το ιταλικό Tomaso (Θωμάς). Τοπωνύμιο «του Ντουμάζη» στον Άη Γεώργη στα Γουβαλάρια (Άγιος Πέτρος) και του Λάπη ή Μπρέχτη (Ριζοχώρι) της Τριφυλίας (313:301).
ΔΟΡΙΖΑΣ (Ναύπλιο, Άργος). Στρατιώτης Tomaso Doriza αναφέρεται στα σχετικά αρχεία, το 1541 (261:333). Θεόδωρος ιερεύς Δορίζας αναφέρεται, το 1524, στη Ζάκυνθο (104:11).
ΖΑΜΠΑΡΕΛΟΣ (Άργος). Στις 21 Οκτωβρίου του 1508 προτείνεται από τις Ενετικές Αρχές να ζητηθεί η έγκριση του Πάπα για την εκλογή του Παύλου Zabarella σαν (καθολικού) επισκόπου Ναυπλίου (Reg. IU, φ.48V – 236:268). Ζαβαρέλλας «εκ Παταβίου», βιογράφος του οίκου Sanudo (1207-1371) (162:90). Κάμιλλος Σαμπερόλος εκλέγεται μετά του Θωμά Διπλοβαλάτζη, αντιπρόσωπος των Πισαυρηνσίων, παρά τω Πάπα (1511-1515) (201Α:105).
ΖΕΓΚΙΝΗΣ (Άργος). «Ζεγγίνης πελούκμπασης», από την Κορώνη, απαντάται σε έγγραφο της Κοιν. Ύδρας το 1811 (20:165). Τουρκιστί zengin = Ο πλούσιος.
ΖΟΓΙΑΣ και ΖΩΓΙΑΣ (Κρανίδι;).
“Noi Gui do Anguiano Signor di Argues et di Napoli… in compenso di boni agradi et acceittabili servitii, che nostro caro et bene amato Kavalier et compagno il Signor di Zoja noi ha fato…” απαλλάσσεται από την υποχρέωση να συντηρεί 4 έφιππους στρατιώτες. Φρούριο του Ναυπλίου Δεκέμβριος 1364. (314:240). Στον Domino Zorzi de Zoia, ευγενή από το Ναύπλιο, παραχωρούνται, το 1545, γαίες αποδόσεως 900 «μέτρων» σιτηρών στο Λασίθι της Κρήτης, για ανταμοιβή των αγαθών, που εγκατέλειψε στη Napoli di Romania (261:412).
ΖΟΥΓΛΗΣ (Χώνικα, Πυργέλα). Ένας Μάρκος Zogli, Capitano Famosissimo μνημονεύεται με δράση στη Θράκη, επί Βαγιαζήτ, περί το 1510 (262:178).
ΖΩΓΡΑΦΟΣ (Άργος, Ναύπλιο). Ένας στρατιώτης Στέφανος Ζωγράφος αναφέρεται σε έγγραφα του Ενετικού στρατού, από το 1531 (261:354). Κυριάκος Ζωγράφος γράφει και μαρτυρεί έγγραφο αγοραπωλησίας το 1762, της μονής Αγ. Δημητρίου Ρεοντινού (49:213).
ΙΑΤΡΟΥ (Άργος, Κοιλάδα, Ναύπλιο). Κλάδος των Μεδίκων της Ιταλίας, εγκατεστημένος στην Αθήνα από τα τέλη του 14ου αι. (163:97, 164:244). Μεδιτζήδες (:ιατροί) αναφέρονται στο Οίτυλο της Μάνης όπου και ολόκληρη συνοικία, το μισό σχεδόν της κωμόπολης λέγεται, ακόμα και σήμερα, «Γιατριάνικα». Οικογένεια αργυραμοιβών, εβραϊκής καταγωγής, αναφέρονται στο Ηράκλειο Κρήτης, μεταξύ 1360-1414 (302).
Από το παλιό βιβλίο του Νικήτα Νήφου-Λάκωνος «Λακωνική Χορογραφία» (εν Αθήναις εκ της Τυπογραφίας Ιωάν. Αγγελόπουλου 1853, σ. 6), σταχυολογούμε τα εξής:
-6-
Περί του Ιατρού
«Αυτός μεν ήταν αδελφέ ο ιατρός εβραίος
Ήξευρε δε ρωμέϊκα καλά ωσάν ρωμαίος
Αυτός αν δε επρόφθανε ήμουν εγώ χαμένος
και εις την γην στα χώματα με τους νεκρούς θαμένος»
από τους στίχους που ακολουθούν φαίνεται ότι η θεραπεία έλαβε χώρα στο Ναύπλιο:
«Η θέρμη ουν εκόπησε η μέση επονούσε
και πέντε μήνες αδελφέ όλο με τυραννούσε
Αφού δε ιατρεύτηκα εις τ’ Αναπλιού το κάστρον
Ένα χρόνο εκάθησα με της αυγής το άστρον».
Η γνώμη ότι οι Ιατροί της Μάνης (Μεδιτζήδες), κατάγονται από τους Μεδίκους της Ιταλίας είναι άτοπος (201α:268). Επώνυμον Ιατρού, μεταξύ εκείνων που είχαν μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία στη Χαλανδρίτσα (128). Παναγιώτης Ιατρού αναφέρεται στην Ύδρα το 1820, σε έγγραφο της Κοινότητος (22:351), Μιχαήλ και Διονύσιος Ιατροί, έχουν συστήσει εμπορικήν εταιρεία από το 1818 (συμβόλαιο 9353/15.1.1848 του Συμβολαιογράφου Ναυπλίου Αναστ. Κ. Ελαιώνος).
ΚΑΒΑΛΙΕΡΟΣ Κατά τη διάρκεια της Ενετοκρατίας, cavalieri λέγονταν εκείνοι, που είχαν ιδιόκτητο άλογο. Ίσως το επώνυμο να χρονολογείται από τότε.
ΚΑΒΑΛΛΑΡΗΣ (Ναύπλιο). Στη Μεσσηνιακή Μάνη, κοντά στο χωριό Λαγκάδα, υπάρχει ένα μοναστήρι της Παναγίας, που λέγεται «του Καβελλάρη». Η ονομασία πρέπει να είναι παλαιότερη από τη χρονολογία «1673», που βρίσκεται χαραγμένη σε κάποια πέτρα στο μοναστήρι. Λιμπέρης Κ. υπογράφει ομόλογο το 1743 στη Νέδουσα (Μεσ.) (235:106). Σύμφωνα με την τοπική παράδοση, «κάποτε, τα παιδιά ενός Ιταλού δούκα, που λεγόταν Καβελλάρης, εγκατέλειψαν την πατρίδα τους και κατέφυγαν σ’ αυτή την περιοχή της Μάνης. Ο ένας έγινε γενάρχης της οικογενείας Καπιτσανέα (από το: καπουτσίνος;), και ο δεύτερος έχτισε αυτό το μοναστήρι, του Καβελλάρη».
ΚΑΚΑΡΟΥΚΑΣ (Κρανίδι). Αναφέρεται, μεταξύ των στρατιωτών, στα έγγραφα της Ενετικής Γερουσίας, το 1482 (260:29). Χωριό της επαρχίας Γαστούνης (64:452). Μεταξύ των εγγράφων της Μ. Λουκούς, αναφέρεται: διαθήκη μοναχού Γρηγορίου Κακαρούκα, και πωλητήριο Αγγελίνας Γεωργάκη Κακαρούκα (1817) (61:187). Το όνομα είναι αλβανικό και σημαίνει: κακοκυλημένος (202:192).
ΚΑΚΟΥΡΟΣ (Αχλαδόκαμπος). Στρατιώτης Nicolo Cacouri απαντάται από το 1556. (262:174).
ΚΑΛΑΒΡΟΣ (Ναύπλιο). Το επώνυμο απαντάται, από το 1080, σε έγγραφο της Μονής Ιβήρων (28:130). Τοπωνύμιο παρά την Κίττα Μάνης: «Άη Γεώργης στον Καλαβρό». Τοπωνύμιο στην Κεφαλονιά (318:38). Τοπωνύμιο «στ’ Καλαβρέζ»: στο χωριό Μελισσουργοί της Ηπείρου (282:122). Το 1480, ο Γιαννούλης Καλαβρός, PROCURADOR της επισκοπής Ναυπλίου, δανείζει στον Bartolomeo Minio, PROVEDITOR E CAPITANO a Napoli di Romania, υπέρπυρα CCL (=250) (250:132). «Δημήτρης του Καλαυρού»: το 1509, στο Ναύπλιο (154:274). Σεβασμία Πελαγία, ηγουμένη της μονής της Παναγίας Della Grotta στο Ναύπλιο και χήρα του ποτέ Δαμιανού Καλαυρού: αναφέρεται το 1543 (261:415). Επώνυμο στρατιώτη (1547), καταγόμενου Da Napoli Di Romania (260:455). Νικολός Καλαβρός: συνυπογράφει, το 1679, την «κόποια των υπαρχόντων της αγίας Μονής του Παναγίου Τάφου στο Ναύπλιο» (309:256). «Περιβόλι του Καλαβρού»: στη Χάλαντρη Νάξου, αναφέρεται σε συμβόλαιο του 1654 (93:101). «Καλαβρής»: αναφέρεται στον Κώδικα της μ. Σπηλιώτισσας Ζακύνθου (1605) (126:φ17 σελ. β).
ΚΑΛΑΦΑΤΗΣ (Άργος). Ένας Καλαφάτης αναφέρεται στην Κορώνη, το 1707 (183:55).
ΚΑΛΚΟΥΝΟΣ (Ναύπλιο, κ.α.). «Γερογηάνις Καλκούνης από τον Πύργο»: αναφέρεται σε σημείωση επί του βιβλίου «Μέλισσα» (με χρονολογία 1725) της μονής Κατερινού Μακρυνείας (μητρόπολις Αιτωλίας και Ακαρνανίας) (218:146).
ΚΑΛΟΓΕΡΑΣ (Άργος). Στρατιώτης Ιωάννης Καλογεράς του ποτέ Δημητρίου Da Napoli Di Romania: αναφέρεται το 1556, στα Ενετικά Αρχεία (262:79). Επίσης, Κων/νος του Δημητρίου Calogiera, Da Napoli Di Romania, το 1567 (262:120). «Μιχαήλ Καλογεράς»: μεταξύ των φυγάδων Αθηναίων, παρουσιάζεται στις Ενετικές Αρχές της Κορώνης και ζητά σπίτι να εγκατασταθεί (Αύγουστος 1689) (162:201). Ευστάθιος Καλογεράς: δάσκαλος του γιου του Αλή πασά, στα Ιωάννινα (277:26). Το επώνυμο απαντάται, επίσης, στην Ύδρα το 1807 (19:40).
ΚΑΜΙΖΗΣ (Κρανίδι). «Ο Ισαάκιος, ίνα καταπολεμήση την στάσιν του Βρανά (1187), ηναγκάσθη να δανεισθή σπουδαία ποσά παρά του πρωτοστράτορος Μανουήλ του Καμύτζη» γράφει ο Μιχαήλ Ακομινάτος (142:492), (255:379).
Για τον ίδιο Καμύτζη, ο Σπ. Λάμπρος συνεχίζει: «…Εις ταύτας τας τοπικάς στάσεις, προσθετέα ίσως και η τυρρανίς του Μανουήλ Καμύτζη όστις ετάραττε την καθεστώσαν τάξιν μετά του γαμβρού αυτού του Βλάχου Χρυσού, και δη ούτοι:
»αφιστώσι τα πόρωθεν, διεκπίπτουσι Τεμπών των Θεσσαλικών, των πεδιάδων επιλαμβάνονται, παρακινούσι την Ελλάδα, παλίμβολον τιθέασιν την Πέλοπος».
… (142:535). «Οικία του Καμίτζη» αναφέρεται στην Κεφαλονιά, προ του 1262 (318:47). Μονή Καμύτζιανης στα Ιωάννινα, Καμήσια λέγονται στην Ήπειρο τα μαυρομάτικα φασόλια (220:169). Καμίτζης, στη Ζάκυνθο, το 1611 (120:φ20 σελ. β). Camichi: γένος πτηνών (230:945). Καμίτζης: οικογένεια στους Γοράνους της Λακωνίας (72:812).
ΚΑΜΠΙΤΗΣ (Άργος, 1844). Κατηγορία στρατιωτών του Ενετικού στρατού. Οι “Vecchi Stratioti de questo Territorio (Di Napoli Di Romania), chiamati Cambites”.
(: Οι παλιοί στρατιώτες αυτής της περιοχής, της Napoli Di Romania, οι αποκαλούμενοι Καμπίτες) (259:191). «Καμπίτες», επίσης ελέγοντο οι Αλβανοί, που εγκαταστάθηκαν σε τόπους πεδινούς.
ΚΑΝΑΚΗΣ (Άργος, 1848). Κανάκης Γεώργιος: στρατιώτης, το 1543, στον Ενετικό στρατό (261:380). Και βαπτιστικό Κανάκης Πουλομάτης, στο Ναύπλιο, το 1509 (154:273).
ΚΑΝΤΡΕΒΑΣ (Κρανίδι). Στρατιώτης Domenego Candreva: αναφέρεται σε κατάσταση του Ενετικού στρατού, με χρονολογία 1541 (261:336). Και Chiurca Cantreva, επίσης το 1541 (261:337). Καντρέβα: μικρό χωριό (σημερινή Ασέα) του δήμου Βαλτετσίου (επαρχία Μαντινείας νομού Αρκαδίας), που πιθανόν οφείλει την ονομασία του στους παραπάνω στρατιώτες (185:309). Η λέξη είναι αλβανική και σημαίνει: συμμαζωμένος (202:194).
ΚΑΠΑΡΕΛΟΣ (Άργος, Καπαρέλι, κ.α.). Στρατιώτης με το όνομα αυτό αναφέρεται στον Ενετικό στρατό, το 1541 (261: 353).
ΚΑΠΟΥΡΑΛΟΣ (Άργος, Κεφαλάρι). Το επώνυμο απαντάται στην Αργολίδα το 1548 (262:10).
ΚΑΡΑΒΕΛΟΣ (Άργος). Ένας Leonardus Karavello, βενετός ευγενής, αναφέρεται από το 1403 (256:6).
ΚΑΡΑΚΑΛΟΣ (Ίρια, Δρέπανο, Κρανίδι, Ναύπλιο). Οικογένεια Καρκαλάδες αναφέρεται σε επιστολή Σωφρονίου, πατριάρχου Ιεροσολύμων, με χρονολογία 1609 (56:224). Η οικογένεια αυτή προέρχεται από τη Δημητσάνα, όπου απαντάται το επώνυμο σαν Καράκαλος ή Καρκαλάς, που είναι το ίδιο (56:227). Πιθανόν να πρέπει να συνδεθεί με το Βενετσιάνικο επώνυμο Caracala, που εμφανίζεται στην περιοχή της Napoli Di Romania τουλάχιστον από το 1542 (261:363, 261:366). Μονή Αγίου Δημητρίου Καρακαλά στη Ναυπλία. Τοπωνύμιο «της Καρκαλούς»: βόρεια από τη Δημητσάνα. Τοπωνύμιο στο χωριό Μύλοι (Περιβόλια) Τριφυλίας (313:150). «Καρκαλούσα» = η ελονοσία, τπνμ. στο χωριό Λαδά της Μεσσηνίας.
ΚΑΡΜΑΝΙΟΛΑΣ (Ασίνη). Ένας «περίδοξος οπλαρχηγός Καρμανιόλα» εκτελείται από τους Ενετούς, το 1432 (176:266). Carmaniola, ενετός στρατηγός εικονίζεται σε τοιχογραφία του Αντων. Βασιλάκη στο Palazzo Ducale στη Βενετία, δεύτερο ήμισυ του 16ου αι. (201Α:165).
ΚΑΡΟΥΣΟΣ, ΚΑΡΟΥΤΣΟΣ, ΚΑΡΟΥΝΤΖΟΣ και ΚΑΡΟΥΖΟΣ (Άργος, Ναύπλιο). «Αλεξ. Καρούσος», νομομαθής, μεταβαίνει από την Κεφαλονιά στη Βενετία για να υποστηρίξει κάποιο εκκλησιαστικό θέμα στο δεύτερο ήμισυ του 17ου αι. (294:71). «Ευστάθιος Καρούσος», αγιογράφος (1756) στην Κεφαλονιά (105:23). «Ιωάννης Βαπτιστής Καρούσος» αφιερώνει εικόνα του Ιωάννου Προδρόμου στο ναό του Αγ. Γερασίμου, στο Κάστρο της Κεφαλονιάς το 1798 (105:22). Μία κόρη της οικογένειας Καρούτσου, την Κατερίνα, από το Άκοβο της Μεσσηνίας, παντρεύτηκε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Η οικογένεια Καρούτσου υπήρχε, μέχρι πρότινος στο Άκοβο. Πολλά ονόματα Καρούσου σε κατάλογο μελών του Συμβουλίου Κοινότητος Κεφαλονιάς (1593) (201). Caruso λέγεται στα ιταλικά, ο εργάτης μεταλλείων θείου, στη Σικελία.
ΚΑΡΩΝΗΣ (Ναύπλιο). Σε παλιό κατάστιχο του Δημ. Καρώνη γραμμένο περί το 1880 αναγράφεται ότι παλαιότερα το επώνυμο της οικογενείας η οποία κατάγεται από τα Αχούρια της Τριπόλεως, ήταν Κουτσόπαπας, και ότι στις αρχές του αιώνα μετονομάστηκαν σε Καρώνης.
ΚΑΣΝΕΣΗΣ (Ερμιόνη). Στρατιώτης μ’ αυτό το επώνυμο αναφέρεται το 1482, στις τάξεις του Ενετικού στρατού (259:200). «Οικογένεια Κανιώση ή Κανέση»: στη Ζάκυνθο, διατηρούσε τη μονή της Πικριδιώτισσας, στα τέλη του 15ου με αρχές 16ουαι. (104:66).
ΚΑΤΣΑΙΤΗΣ (Ναύπλιο). «Πέτρος Αναγνώστης Κατσαΐτης»: στρατιώτης στην Κεφαλονιά, αναφέρεται στα Ενετικά Αρχεία το 1564 (262:107). «Ευαγγελινός Κατσαΐτης, γιος του Σοφιανού και της Λάουρα Ασσάνη»: σημειώνεται μεταξύ εκείνων, που φοίτησαν στο Ελληνομουσείο του Αγίου Αθανασίου στη Ρώμη, κατά τα έτη 1610 – 1730. Ο Ευαγγελινός Κατσαΐτης είχε γεννηθεί το 1646 (294:416). «Πέτρος Αναγνώστης Κατσαΐτης», λεγόμενος «Μανταλάς», βιβλιογράφος, υπογράφει εκκλησιαστικό βιβλίο (στιχηράριον): «Ετελιώθηκε εις τας 1176 Δεκεμβρίου 2 και το έγραψα εγώ ο Πέτρος αναγνώστης Κατσαΐτης λεγόμενος Μανταλάς» (3:332). Επειδή τοπωνύμιο «του Μανταλά» σώζεται ακόμα στην περιοχή του χωριού Κούτσι (Αργολικό) της Ναυπλίας, και επειδή ένας Πέτρος Κατσαΐτης είναι και ο συγγραφέας του γνωστού θρήνου για την κατάληψη του Ναυπλίου από τους Τούρκους το 1715, παρ’ όλο που υπάρχει μια διαφορά 60 ετών στις δύο χρονολογίες, συγχωρείται ενδεχομένως η υπόθεση ότι πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο (88:286). Το επώνυμο «Μανταλιάς» συναντάται ακόμα σήμερα στη Ζάκυνθο. Περισσότερα (293:229-2).
ΚΑΤΣΑΡΗΣ (Άργος 1854, Πόρτο Χέλι). «Κάτζαριν» ναύκληρον που ταξίδευε στα νερά της Ανατολικής Πελοποννήσου (Μονεμβασία) μνημονεύει ο Μιχαήλ Ακομινάτος (13ος αι.) (142:137). «Μιχαήλ Κατσάρης», Bombardier, αναγράφεται το 1545 στα έγγραφα του Ενετικού στρατού (259:283). Μητροφάνης Κάτζαρης, το 1624, νοτάριος στην Κεφαλονιά (Ανέκδοτος Κώδικας μονής Αγ. Παρασκευής Ταφιού (Κεφαλονιά) φ. 24).
ΚΑΤΣΙΚΗΣ και ΚΑΤΣΙΚΑΣ (Άργος 1849, Ναύπλιο). Όνομα στρατιώτη του Ενετικού στρατού, χρονολογούμενο από το 1543 (261:378). Ένας «Γιάννης Κατσίκης», υπηρέτης του πασά Ασουμάν (Οσμάν;) των Ιωαννίνων, φονεύεται από τους οπαδούς του Διονυσίου (του Σκυλοσόφου), το 1611 (191:83). «Κατσικά», ονομασία χωριού των Ζαγορίων Ηπείρου (135:7). «Κατζήκας» υπογράφει έγγραφο που βρίσκεται στο αρχείο της μ. Ελώνης (67:118). Οικογενειακό επώνυμο στην Αρτσίστα Ζαγορίων (136:197).
ΚΕΡΑΜΙΔΑΣ (Άργος, Κοφίνι, Πασά). Anagnosti Calogheraki Cheramidi, από τη Ζαρνάτα της Μάνης. Το επίθετο αναφέρεται σε κατάσταση, που συνόδευε έγγραφο αναφορά των Βοιτυλιωτών προς την Ενετική Δημοκρατία, το 1690 (118). Συμβολαιογράφο «Κεραμίδη» συναντούμε, το 1697, στην Αργολίδα (119). Ονομασία χωριού στα Ζαγόρια Ηπείρου (132:75). «Κεραμίδης» στο υπ’ αριθ. 3668, -Νοέμβριος 1845-, συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Άργους Αναστ. Μαυροκεφάλου, (Ανέκδοτο Αρχείο συμβολαιογράφου Ν. Ντόκου).
ΚΛΑΔΟΥΡΗΣ και ΚΛΑΔΟΥΡΑΣ (Άργος κ.α.). Αναφέρεται στρατιώτης «Μανώλης Δημητρίου Claduri» σε κατάσταση του Ενετικού στρατού, το 1541 (261:355). «Acladuri» αναφέρεται σε κατάλογο πολιτών από τα Χανιά Κρήτης, που εγκαταστάθηκαν στην Κέρκυρα, τον 17ο αι. (158:454).
ΚΛΙΑΣΟΣ (Άργος). Στρατιώτης «Δημήτριος Κλιάστος» αναφέρεται σε έγγραφα του 1541 των Ενετικών Αρχών (261:356). Η λέξη είναι αλβανική και σημαίνει: κλαψιάρης (202:194).
ΚΟΚΚΙΝΟΣ (Ναύπλιο). «Δημήτριος και Γεώργιος Κόκκινος»: στρατιώτες, αναφέρονται από το 1541 (261:353). Τοπωνύμιο «του Κόκκινου», στο χωριό Κόκκινο της Πυλίας (313:159). «Γεώργης Κόκκινος» αναφέρεται σε προικοσύμφωνο του 1798, στο Λεωνίδιο (178:305).
ΚΟΚΟΤΟΣ (Άργος, 1877). «Θεόδωρο Cocoto» συναντούμε στρατιώτη στον Ενετικό στρατό, το 1541 (261:347). Τοπωνύμιο στο χωριό Καρβούνι Τριφυλίας (313:161).
ΚΟΜΑΣ (Ερμιόνη). Σε έγγραφο των Ενετικών Αρχών, με ημερομηνία 15 Οκτωβρίου 1549, αναφέρεται ένας «Theodosio Coma», στον οποίο χορηγήθηκε μια αποζημίωση 20 δουκάτων (262:23).
ΚΟΜΙΝΗΣ (Ναύπλιο, 1858). Στρατιώτης Cominus απαντάται από το 1492 (260:49).
ΚΟΝΤΟΣ (Ναύπλιο κ.α.). Κόντος ονομαζόταν ο ένας από τους τρεις παιδαγωγούς, που συνόδευσαν τον Μιχαήλ, γιο του Θωμά Παλαιολόγου, δεσπότη του Μορέως, στη Ρώμη, και αργότερα τον συμβούλευσε να καταφύγει στον Μωάμεθ (1465) (152:38). Κόντος ή Κοντός αναφέρεται στρατιώτης, το 1506 (260:81). «Μαρίκος Κόντος» υπογράφει, ως μάρτυς, έγγραφο του μετοχίου του Παναγίου Τάφου (της Αγιά-Μονής), το 1679 (309:257). Τοποθεσία «του Κοντ»: στην Άνω Βίτσα παρά τον αγρό του Κόντου (268:197).
ΚΟΡΩΝΑΙΟΣ (Άργος, Ναύπλιο). Στρατιώτης «Ιωάννης Κορωναίος» αναφέρεται στα Ενετικά Αρχεία, το 1530 (260:148). «Γεώργιος Κωρονέος» αναφέρεται στο «Πρακτικόν κλπ.» της Εκκλησίας Κεφαλληνίας, το 1262 (318:29).
ΚΟΣΜΑΣ (Άργος). Ονομασία χωριού της Κυνουρίας, πάνω στον Πάρνωνα. Σε έγγραφο του Ενετικού Συμβουλίου με χρονολογία 4 Μαρτίου 1571 αναγνωρίζονται μεταξύ των Capitani της Μάνης και ο «Cosma Dimitri», και μεταξύ των πρεσβευτών ο «Antonio Cosma», που ίσως έχουν κάποια σχέση με τους ιδιοκτήτες της περιοχής της Κυνουρίας, που πήρε και το όνομά τους (185:310). Ένας «Κοσμάς», καταγόμενος από την Κορώνη, αναφέρεται το 1514 (183:56). «γεόργιοσ κοσμάσ» συνυπογράφει με άλλους αναφορά προς τις Ενετικές Αρχές, το 1694. Μετά την εγκατάλειψη των Αθηνών από τον Μοροζίνη (Μάρτιος, 1688), ένας ωρισμένος αριθμός Αθηναίων παρακολούθησε τους Ενετούς στο Ναύπλιο. Ένας από τους φυγάδες αυτούς ήταν και ο «γεόργιοσ κοσμάσ». Με το έγγραφο, υποδείκνυαν τον Μπεναλδή σαν κατάλληλο δάσκαλο των παιδιών τους, στην Πάτρα (189:85). «Κοσμάς Αντρέας» αναφέρεται σε προικοσύμφωνο στη Ζάκυνθο το 1706 (126:φ88). «κγοσμάς ιερομόναχος ο μοραΐτης» υπογράφει πρωτόκολλο παραλαβής του λειψάνου της Αγίας Θεοδώρας της Αυγούστης στις 13 Απριλίου 1725 στην Κέρκυρα, ως καθηγούμενος του μοναστηριού της Αγίας Αικατερίνης (157:466). «Γεώργιος Κοσμάς, τρομερός κλέφτης και απόγονος κλεφτών» από το χωριό Αετός Τριφυλίας, συνόδευε τον Γιάννη Κολοκοτρώνη (Ζορμπά) στην επίθεσή του, το φθινόπωρο του 1805, εναντίον του πρωτοσύγκελλου Άνθιμου Ανδριανόπουλου (177:98, 45:121, 72:717). «Γκίκας του Κοσμά» αναγράφεται σε κατάσταση της Κοιν. Ύδρας το 1802 (17:314).
ΚΟΥΖΗΣ και ΚΟΥΤΣΗΣ (Φούρνοι, Δίδυμα). Απαντάται στα Ενετικά Αρχεία, από το 1482 (260:28, 260:76, 260:111, 260:151, 261:353, 261:344, 261:361, 261:362, 261:388). Επώνυμο στρατιώτη, από το 1542 (261:361). Απαντάται συχνά, στον κώδικα της μ. Σπηλιώτισσας Ζακύνθου (126). «Κούτσι»: χωριό της Β. Ηπείρου, και της Αργολίδας.
ΚΟΥΡΤΕΣΗΣ (Άργος, Κρανίδι). Στρατιώτες «Ανδρέας και Νικολός Cortessis» αναφέρονται σε έγγραφα των Ενετικών Αρχών από το 1541. Καταγόντουσαν από την Μονεμβασία (261:352). Χωριό της Ηλείας. Τοπωνύμια «Κορτέση» στα χωριά: Κόκκινο Πυλίας, Βαριμπόμπη (Μοναστήριον) και Τρουκάκη (Πανόραμα) Τριφυλίας (313:168). «Γεώργιος Κουρτέσης ο Σχολάριος» λεγόταν και ο πρώτος διορισμένος από τον Μωάμεθ Β’ πατριάρχης Κ/πόλεως Γεννάδιος.
ΚΟΥΤΟΥΒΑΛΗΣ (Ερμιόνη). «Δημήτριος Κουτούβαλης», στρατιώτης, αναφέρεται στα έγγραφα των Ενετικών Αρχών, από το 1535 (260:166). «Avocato fiscal Dr CoLorenzo Cottuvoli» αναφέρεται από τους Ενετούς συνδίκους εξεταστές του Μορέως, σε έγγραφό τους του 1704 (145:815). «Σωφρόνιος Κουτούβαλης», επίσκοπος στην Κεφαλονιά το 1782 (294:67). Σημαντική οικογένεια στη Ζάκυνθο, τουλάχιστον από το 1610 (126:φ. 20 σελ. β).
ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΟΣ (Ναύπλιο). Απαντάται σε κατάσταση, που συνόδευε έγγραφο αναφορά των Βοιτυλιωτών προς την Ενετική Δημοκρατία, το 1690 (118:426, 436). Τοπωνύμιο στη Λιγούδιστα (Χώρα) Τριφυλίας (313:170). Τοποθεσία στη Λαγκάδα Κόνιτσας (283:224).
ΚΥΡΙΑΚΗΣ (Παλ. Επίδαυρος). «Nichiforo Chiriachi» από την Κέρκυρα μνημονεύεται το 1554 (262:64). Ίσως να υπάρχει κάποια σχέση ανάμεσα στους δύο αυτούς κλάδους, της ιδίας πιθανόν οικογένειας. Γιατί, όπως γράφει ο Λ. Βροκίνης, εκείνοι που ακολούθησαν τους Ενετούς, όταν αυτοί εγκατέλειψαν το Ναύπλιο το 1540, ανερχόντουσαν σε 1200, και η περιοχή Επιδαύρου, τότε, περιλαμβανόταν μέσα στα όρια της Napoli di Romania (46:247). Οικογενειακό επώνυμο «Κυργιάκου» στο χωριό Φραγκάδες Ηπείρου (131:243).
ΛΑΚΙΩΤΗΣ (Άργος). «Καπετάν τενετες νάτζος λακιοτης» υπογράφει, στις 15.8.1788, έγγραφο προς την αυτοκράτειρα της Ρωσσίας Αικατερίνη Β’, από την Παλαιά Ήπειρο, περί πολεμικής συνεργασίας κλπ. (177:102).
ΛΑΛΙΩΤΗΣ (Βιβάρι Ναυπλίου). Στα Ενετικά Αρχεία απαντούμε στρατιώτες Pelegrin και Theodoro Laloti da Napoli di Romania σε έγγραφο του 1542 (261:374). Χωριό της Κορινθίας (64:458). «Βουνό του Λαλιώτη»: τοπωνύμιο στο χωριό Φαγιά Ζακύνθου (104:113).
ΛΕΚΑΣ (Άργος, Ναύπλιο κ.α.). Βαπτιστικό όνομα πολλών στρατιωτών, κυρίως αλβανικής καταγωγής, αλλά και επώνυμο. Σε «θύμηση» επί ευαγγελίου της μονής Βίτσης (Δωδώνη Ηπείρου) αναφέρεται ως ιδιοκτήτης του ένας «Γεώργιος Λέκας» ποστέλνικος (ανώτερος υπάλληλος του Υπουργείου Εξωτερικών), το 1626, καταγόμενος από τα Ιωάννινα (267:107). «Ράχη του Λέκα», στο χωριό Σιδερόκαστρο Τριφυλίας και Αλή-Τσελεπή (Κάτω Σαμικόν) Πυλίας (313:178).
ΛΙΟΝΤΑΣ (Κρανίδι, 1851). Ένας Zorzi de Londa, Zitadin de questo luocho (: Thermissi, Castri et Vorsicha) αναφέρεται σε έγγραφο με χρονολογία 15 Απριλίου 1480, του Bartolomeo Minio προς την Ενετική Σύγκλητο (259:119). Σε έγγραφο του 1545, αναφέρεται ο Domino Franco de Londa cittadino nobile da Napoli diRomania και τα παιδιά του Nicolo και Andrea (261:408). Theodosio da Londacittadino nobile da Napoli, σε έγγραφο του 1545 (261:414), επίσης Manusso Londa και τα παιδιά του Zorzi και Antonio, σε έγγραφο του 1552 (262:41).
ΛΟΥΜΗΣ (Κρανίδι, 1863). Αλβανικό βαπτιστικό όνομα. Απαντάται στους στρατιώτες Lumo Renessi, το 1504 (258:60) και Lumi Prifti, το 1541 (261:337), όπως ασφαλώς και σε άλλους. «Λούμη»: χωριό της περιοχής Σέρβου Γορτυνίας (185:312).
ΛΥΓΟΥΡΙΑΤΗΣ (Άργος 1892, Κούτσι (Αργολικό), Ναύπλιο 1853). Στρατιώτης Nicolo Liguriati da Napoli di Romania απαντάται, το 1542, σε Ενετικά έγγραφα (261-:374). Το επώνυμο απαντάται σε έγγραφα της μονής Αγ. Δημητρίου Ρεοντινού Κυνουρίας, το 1780 (49:233).
ΜΑΤΖΑΒΡΑΚΟΣ (Ναύπλιο, Ίρια). Στον Γεώργιο Maravracco (γρ. Mazavracco;) πρόσφυγα από την Αθήνα, παραχωρείται εγκατάσταση στα χωριά Cari (;) και Zorzi (;) από τις Ενετικές Αρχές (162:330).
ΜΕΝΤΗΣ (Άργος). Ένας Medin αρχηγός του Κροατικού τμήματος που έλαβε μέρος στην υπεράσπιση του Παλαμηδίου αναφέρεται στην έκθεση του Daniel Dolfin (1715). Ένας Μεντής, διάσημος ιππέας από το Άργος σκοτώνεται έξω από την Αθήνα κατά την Επανάσταση.
ΜΕΞΗΣ (Ερμιόνη, Κρανίδι, Πόρτο Χέλι, Τολό). Στρατιώτης Meza (Μέξα) αναφέρεται στα έγγραφα των Ενετικών Αρχών από το 1473 (260:12). Το επώνυμο απαντάται στις Σπέτσες από το 1803 (18:5).
ΜΗΛΙΩΤΗΣ και ΜΥΛΙΩΤΗΣ (Ναύπλιο). Επώνυμο στρατιώτη, το 1544 (261:391). Τοπωνύμιο «του Μηλιώτη» στην Πυλία Μεσσηνίας (313:196). «Χάνι του Μηλιώτη»: βορεινά από τα Φίχτια Αργολίδας. Νικηφόρος Μηλιώτης, ιερεύς, ιδρύει μοναστήρι το 1660 στη Ζάκυνθο (104:116).
ΜΟΘΩΝΙΟΣ (Άργος). Λέγεται ο από την Μεθώνη καταγόμενος. Απαντάται συχνότατα. Ο αρχαιότερος Μοθωνέος, που συνάντησε ο γράφων, είναι ο στο «Πρακτικόν της εκκλησίας της Κεφαλληνίας κλπ.» αναφερόμενος προ του 1262 (318:29).
ΜΟΙΡΑΣ (Επίδαυρος). Γιάννης Μοίρας, σε έγγραφο του 1794, στη Ζάκυνθο (126:φ. 117 σελ. β). Βαπτιστικό σε στρατιώτη του Ενετικού στρατού: Mira Bardi, το 1511 (258:19).
ΜΟΥΡΜΟΥΡΗΣ (Άργος, Ναύπλιο) ή ΜΟΡΜΟΡΗΣ, ή Μούρμουρας στις 28 Δεκεμβρίου 1539 αποστέλλονται στη Βενετία δύο Ναυπλιώτες, ο Ιάκωβος Μόρμορης και ο Γεώργιος Ραμουσάτης, για να περιγράψουν την κακή κατάσταση του Φρουρίου και να ζητήσουν βοήθεια (236:273). Στρατιώτης Εμμανουήλ Μόρμορης Ναυπλιεύς μνημονεύεται στα Ενετικά Αρχεία από το 1570 (46:253). Διαπρέπει σαν αρχηγός των επαναστατών της Β. Ηπείρου (1570).
«Ανήρ γενναίος και ειδήμων των εν Ηπείρω τοποθεσιών» (249:164). Το επώνυμο απαντάται πολλές φορές και στον Κ. Σάθα (262:393). «Τζόρτζις μούρμουρις» υπογράφει συμβόλαιο το 1594 στη Ζάκυνθο (104:52). Το επώνυμο απαντάται σε σημείωση στον κώδικα της μονής Χρυσοπηγής Στεμνίτσας, το 1790 (51:329). Δημήτρης Μούρμουρης αναγράφεται σε «κατάλογο των ανθρώπων οπού θα ‘ρθούν οι καλοκαιρινοί λουφέδες απάνου» στην Ύδρα (αχρονολόγητο, αλλά πιθανόν περί το 1804) (18:138).
«Το οικόσημον του εκ Κυδωνίας Κρήτης Ιωάννου Μόρμορη, ιχθύς ασημένιος επί κυανού πεδίου με τρεις χρυσούς αστέρας» (290Α:373).
ΜΠΑΛΑΜΠΑΝΗΣ (Άργος 1849). Το 1464 (4 Φεβρουαρίου), ο Σούμπασης Balaban, άνθρωπος μεγάλης φήμης και συστημένος από πολλούς καπετάνιους, στρατηγούς και προνοητές, προσλαμβάνεται στις τάξεις του ενετικού στρατού (261:1). Ένας Marco Balaban, τούρκος βαφτισμένος χριστιανός, βρίσκεται ανακατεμένος σε μια υπόθεση κατασκοπείας στην Κορώνη, το 1465 (259:74). Τοποθεσία «Μπαλαμπάνα» λίγο πριν φθάσουμε στο Μούχλι. Τοπωνύμιο «του Βαλαβάνη». Οικισμός του Άργους, εγκαταλελειμένος το 1868 (14). Ο Χατζή Γιάννης Εμμανουήλ Μπαλαμπάνος, από τα Ψαρά, υπογράφει πωλητήριο έγγραφο στις 25.7.1797 στο Ζητούνι (Λαμία) (17:282).
ΜΠΑΛΑΦΑΡΑΣ (Άργος). Σε μια Agnese Malafara da Napoli και τα παιδιά της Σωτηριανό και Γιαννάκη, που γεννήθηκαν στο Ναύπλιο, παραχωρείται κάποια θέση στο Ριάλτο της Βενετίας (262:459).
ΜΠΑΡΔΗΣ (Άργος 1851, Δίδυμα). Στα Ενετικά Αρχεία, στρατιώτης Pierro Bardi αναφέρεται το 1541 (261:338). Στρατιώτης Gigni Bardi, το 1544 (261:392). Αλβανικό τοπωνύμιο «Laka Bardi» στο χωριό Βαριμπόμπη της Τριφυλίας (313:321). Η λέξη είναι αλβανική και σημαίνει λευκός.
ΜΠΑΣΤΑΣ (Άργος). Επώνυμο οικογένειας στρατιωτών, από το 1512 (260:XIV). Τοπωνύμιο «του Μπάστα» στο χωριό Λογγά της Πυλίας. Όνομα μιας αλβανικής φάρας της νοτίου Αλβανίας αλλά και της Ιταλίας (313:295). Χωριό της Αρκαδίας.
ΜΠΑΤΑΒΟΣ (Ναύπλιο). Μπαταβοί ελέγοντο και λέγονται ακόμα οι Ολλανδοί, που κατάγονται από την Batavia. Το επώνυμο ίσως είναι εθνικής καταγωγής σημαντικό, όπως το Φράγκος, Ρούσσος, Αρβανίτης κλπ. Λαϊκή έκφραση σημαίνει τον ανόητο.
ΜΠΕΛΟΚΑΣ (Άργος). Στις 2 Ιουνίου 1512, αναχωρούν από τη Βενετία τα πλοία ιδιοκτησίας Γεωργίου Ψαρά και Ιωάννου Belocha, που μεταφέρουν εφόδια στο Ναύπλιο (236:268). Μία Κατερίνα Belocha απαντάται το 1548 στα Ενετικά Αρχεία (262:11). Laurenzio Belochio: έχει χαράξει το όνομά του σε μια κολώνα της Αγ. Μονής Ναυπλίου (Bel’ Ochio: αυτός, που έχει ωραία μάτια). Επιτύμβια πλάκα με την επιγραφή: (1630) ΚΥΜΗΤΥΡΙΟΝ ΤΟΥ / ΟΣΙΟΤΑΤΟΥ / ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΜΠΕΛΟΚΑ / ΕΚ ΧΩΡΑΣ ΝΑΥΠΛΙΟΥ: βρίσκεται εντοιχισμένη στη νότια πλευρά του καθολικού της μονής Αρτοκοστάς Κυνουρίας (13:259). Ο Νικηφόρος Μπελόκας, με το κοσμικό όνομα Νικόλαος, υπήρξε ο ανακαινιστής της μονής, το 1617, όπως αναγράφει σχετικό σιγίλλιο (13:262).
ΜΠΕΝΟΣ (Άργος). Λατινικό βαπτιστικό όνομα, αργότερα και επώνυμο (119). Γεώργιος Μπένος βεβαιώνει έγγραφο, το 1713, στο χωριό Νεζερά της Αχαΐας (291:63).
ΜΠΕΡΚΕΤΗΣ (Πόρτο Χέλι). Στρατιώτης Thodaro Barcheti στην Κεφαλονιά, το 1561 (262:97). Πέτρος Μπερκέτης, μελογράφος, αναφέρεται σε κώδικα του 18ου αι., στη Ζάκυνθο (40:61).
ΜΠΙΜΠΗΣ (Άργος 1873, Επίδαυρος, Χέλι). Ένας Antionio Bibi, μακαρίτης το 1543, κατείχε το αξίωμα «Di Cao di Guarda nel Sextier di SMarco et di Casonier del casondi Frezaria…” (261Q383). “Στ’ Βρύσ’ τ’ς Μπιμπαίοι»: πηγή της Καστάνιανης Ηπείρου, όπου κατοικούσε ο Μπίμπας (283:226).
ΜΠΟΓΑΣ (Άργος) και ΜΠΟΥΓΑΣ. Χωριό Μπουγά και Μπουγιάτι στην Αργολίδα, αλλά και αλλού, που οφείλουν την ονομασία τους ενδεχομένως σε μέλη της οικογένειας Μπούα. Το όνομα Μπούας αναφέρεται από τον Κ. Σάθα, το πρώτον αν δεν κάνω λάθος, το 1406, ως Μαυρίκιος Μπούας Σγουρός (256:ΧΧΙΙ). Έκτοτε το επώνυμο επαναλαμβάνεται συχνά. Dιμων Μπουγαc, το 1642, από επιτύμβιο πλάκα μέσα στον καθολικό της μονής του Αγίου Ιωάννου στο Λιβάδι (Καρυάς), στην Λευκάδα. Τοπωνύμιο «Λάκκα του Μπουγά» στο χωριό Αελιάς Ολυμπίας (313:207). Τοπωνύμιο στο Πραστό Κυνουρίας: «στου κυρ Γεωργάκη Μπουγά», σε έγγραφο της μ. Ρεοντινού, το 1762 (49:213). «Ιωάννης Μπογάς»: υπογράφει σε κατάσταση διανομής λαδιού, στα Ιωάννινα, το 1820 (114:117). Μπουγάς: σε διαθήκη τυ 1638, στη Ζάκυνθο (126:φ55). Διεξοδικότερα με την καταγωγή της οικογένειας Μπούα είχε ασχοληθεί ο Κ. Η. Μπίρης (202:39). Βλέπε και: ExJoannis Coronaei rebus a Mercurio Bua gestis (314:367-370).
ΜΠΟΖΙΚΗΣ (Ερμιόνη). Παλαιά οικογένεια από τη Ζάκυνθο.
ΜΠΟΖΟΝΕΛΟΣ (Άργος, Καρυά κ.α.). Πιθανώτατα πρόκειται περί αναγραμματισμού: ο από την Bologna της Ιταλίας καταγόμενος ή προερχόμενος, ο Μπολονέζος, έγινε Μποζονέλος (229:160).
ΜΠΟΝΑΦΙΝ (Ναύπλιο 1800-1893). Τοπωνύμιο «Μποναφέ» ανάμεσα στα χωριά Πισινώντα και Μουζάκη Ζακύνθου (109:174). Κων/νος Μποναφίς, νοτάριος, απαντάται σε διαθήκη του 1617 στη Ζάκυνθο (126:φ26, 84).
ΜΠΟΝΗΣ (Άργος). «Κώστας Μπόνι» αναφέρεται μεταξύ των οφειλετών στην έκθεση, που υπέβαλαν οι πραγματογνώμονες στις Ενετικές Αρχές, σχετικά με την περιουσία των Μαρουτσαίων στην Άρτα της Ηπείρου, το 1756 (189:63). Ένας Μέτσο Μπόνιος, ιταλικής πιθανόν καταγωγής, αναφέρεται μεταξύ του ανωτέρου προσωπικού της αυλής τυ Αλή πασά (141:33). Ένας Μπόνης, πιθανόν στο Βουκουρέστι, αναφέρεται σε επιστολή του Ι. Νικολόπουλου προς τον αδελφό του Κων/νο, στο Παρίσι (;), το 1818 (92:253). Don Paolo de Bonis: λατίνος κληρικός περί το πρώτο μισό του 17ου αι., στην Κέρκυρα (292:137-9). «Φραγκιάς Μπόνης» αναφέρεται να αγοράζει «ένα κατάλυμα εν Μαράθι Μυκόνου», την 2.4.1676 (233).
ΜΠΟΥΖΑΣ και ΜΠΟΥΖΙΟΣ και ΜΠΟΥΖΟΣ (Κρανίδι, Κιβέρι). Στρατιώτης Stephano Busi μνημονεύεται στις τάξεις του Ενετικού στρατού, το 1541 (261:338). Τοπωνύμιο «ο Μπούζης» στο χωριό Κάτω Κοπάνιτσα (Καρυαί) Τριφυλίας και Σμαρλίνα (Στόμιον) Ολυμπίας. Το «Μπούζι», «του Μπούζη»: το σημερινό χωριό Ελαία Τριφυλία (313:208). «Νικολής Κωνσταντή Μπούζα» αναφέρεται στο 1809 σε έγγραφο του Αρχείου Ύδρας (19:424). Το επώνυμο είναι ίσως Ηπειρωτικό, γιατί αναφέρεται και αλβανός Ταφίλ Μπούζης μετεπαναστατικά (131:241). Τοπωνύμιο «του Βούζη» (Μπούζη;) στην περιοχή Μέρμπακα (Αγ. Τριάδα) Αργολίδας αναφέρεται στο «Υπόμνημα» του Επισκόπου Ναυπλίου και Άργους Λέοντος, το 1144 (12:15).
ΜΠΟΥΚΟΥΡΑΣ (Άργος, Πασά (Ίναχος), Ναύπλιο). Στρατιώτης Γκούμας (Ιάκωβος) Μπούκουρας χρονολογείται από το 1511 (261:338). Τοπωνύμιο «του Μπούκουρα» στο χωριό Ψάρι της Τριφυλίας (313:208). Επώνυμο αναφερόμενο μεταξύ των Φιλικών του χωριού Μαγούλιανα (128:339-42). Χωριό Μπούκουρα στην επαρχία Πατρών (64:450). Και συνθηματική γλώσσα στην Ήπειρο: «τα Μπουκουρέικα» (271). Νικ. Μπούκουρας υπογράφει έγγραφο (τουρκικό), το 1818, στην Αλωνίσταινα (69:367).
ΜΠΟΥΡΛΟΣ (Δερβενάκια). Το «χάνι του Μπούρλου» στα Δερβενάκια. Το επώνυμο γνωστό και από το Αργίτικο δημοτικό: «του Μπουρλού μωρή το σαλβάρι σου κλπ.». Αλβανικό τοπωνύμιο «Laka Mburlu» στο χωριό Μαλίκι (Πολυθέα) Τριφυλίας (313:322). Η λέξη είναι ιταλική και σημαίνει: αστείος.
ΜΩΡΟΣ (Άργος, Κρανίδι). Στρατιώτης Μώρος από την Ναύπακτο, αναφέρεται στο 1563 στα Ενετικά Αρχεία (262:107). Τοπωνύμιο «του Μώρου» στο Σιδερόκαστρο της Τριφυλίας (313:211).
ΝΕΡΟΥΤΣΟΣ (Άργος 1845). Αναφέρεται από τον 15ο αι. (Nerozzo) (88:289-293).
ΝΤΑΝΤΗΣ (Ναύπλιο). Στρατιώτης στον Ενετικό στρατό Ιωάννης Tandi αναγράφεται το 1541 (261:353). Το επώνυμο Tandi αναφέρεται στον κατάλογο των ευγενών από το Ηράκλειο Κρήτης που εγκαταστάθηκαν στην Κέρκυρα τον 17ο αι. (158:452). Georgius T., κρητικός, εγγράφεται στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας το 1638 (238:262).
ΝΤΟΚΟΣ (Κουτσοπόδι, Μύλοι). Ένα επώνυμο που απαντάται σχετικά συχνά στην Αργολίδα, είναι και το Ντόκος. Με κέντρο πιθανόν το Κουτσοπόδι, όπου είναι και πολυαριθμότερο, έχει απλώσει μέχρι τους Μύλους, Κούτσι, Ναύπλιο, και φυσικά και την Αθήνα.
Για την προέλευση αυτής της οικογένειας, ούτε ιστορικά είναι βεβαιωμένο τίποτα, αλλά ούτε και τα μέλη της διέσωσαν κάτι σαν παράδοση. Έτσι, στην αναζήτηση της καταγωγής της, μοιραία θα περιοριστούμε σε εικασίες.
Επειδή τα οικογενειακά επώνυμα δεν παρουσιάζονται τυχαία, αλλά πάντα από κάπου ξεκινούν, μπορούμε να κάνουμε την εξής υπόθεση.
Το επώνυμο Ντόκος, το συναντούμε στην Ήπειρο:
– Ως «Ντόκας», στους αγώνες μεταξύ Λιαλιαταίων και Καραμουραταταίων, περί το 1687 για την «προστασία» του χωριού Διπάλιστα της Ηπείρου, το σημερινό Μολυβδοσκέπαστος.[1]
– Μια Αλεξάνδρα Ντόκου, υπογράφει προικοσύμφωνο το 1803 στα Γιάννενα.[2]
– Το 1820, μνημονεύεται το επώνυμο επίσης στα Γιάννενα.[3]
– Αλλά και τοπωνύμιο στο χωριό Γλανιτσιά της Γορτυνίας.[4]
– Στο Πωγώνι της Ηπείρου.[5]
Οι πληροφορίες αυτές είναι βέβαια λίγες, αλλά μας επιτρέπουν να υποθέσουμε ότι την αναζήτηση για την προέλευση της οικογένειας αυτής θα πρέπει να την αρχίσουμε από την Ήπειρο.
Στην περιοχή αυτή, εμφανίζεται στα μέσα του ΙΔ’ αιώνα, ο από το Benevento της Ιταλίας καταγόμενος Γουλιέλμος Tocco (+1275), ο οποίος θεωρείται και ο γενάρχης της μεγάλης οικογένειας των Tocchi, μέλη της οποίας παρουσιάζονται αργότερα σαν δούκες της Λευκάδας, κόμητες της Κεφαλονιάς, αυθέντες της Βοστίτζας, κύριοι της Ζακύνθου, δεσπόται της Άρτας και των Ιωαννίνων.
Η δραστηριότητα της οικογένειας αυτής θα μας απασχολήσει μόνο από τον Κάρολο Tocco I., και μεταγενέστερα, γιατί ο Κάρολος αυτός, στις αρχές του ΙΕ’ αι., βοηθούμενο από τον αδελφό του Λεονάρδο, επεξέτεινε την κυριαρχία της οικογένειας από το Αργυρόκαστρο της Β. Ηπείρου, μέχρι το Άργος.[6]
Όταν πέθανε ο Κάρολος Ι (4.7.1429), άφησε πέντε γιους νόθους, τον Μέμνωνα, «…έναν Μοραΐτη», ο οποίος το 1458 όταν ο Μωάμεθ ο ΙΙ εισέβαλε στην Πελοπόννησο, εμάζωξε πολλούς Μοραΐτες λέγοντας να αντισταθεί του Σουλτάν Μεχμέτ. Και εδιάβη και εστάθη επάνω εις τόπον λεγόμενον Φλιούνι (Πιθανόν το όρος Πολύφεγγον της Νεμάς», «εισέ τόπον δυνατόν. Και ο Σουλτάνος διέβη και επήρε τον Ταρσό». (Γεω. Θ. Ζώρα, η Άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως και η Βασιλεία Μωάμεθ Β’ του Κατακτητού, κατά τον ανέκδοτον ελληνικόν Βαρβερίνον κώδικα 111 της Βατικανής Βιβλιοθήκης, ΕΕΒΣ, ΚΒ’ (1952) σ. 263). Τον Ηρακλή, τον Τούρνο, ένας γιος του οποίου, Τζήρνος ή Κύρνος Τόκκος, αναφέρεται στο κείμενο της ειρήνης που σύνηψαν το 1502 η Βενετία και ο Βαγιαζήτ και μνημονεύεται ως κύριος τόπου στη Λευκάδα (Κ. Σάθας, Τουρκοκρατούμενη Ελλάς, 1869, σ. 68). Έναν άλλο ίσως Αντώνιο, για τον οποίο πάλι ο Κ. Σάθας, ό.π. σ. 58 γράφει: «Ύστερον», μετά την κατάληψη των νήσων Κεφαλληνίας, Ζακύνθου και Λευκάδος υπό των Τούρκων, «Αντώνιος ο Τόκος», βοηθούμενος υπό του βασιλέως της Νεαπόλεως, κατέλαβεν τας δύο πρώτας νήσους. Πλην οι Ενετοί εξαπατήσαντες και τον Σουλτάνον, ευκόλως εγένοντο κύριοι αυτών (1483)». Και τελευταίο τον Ορλάνδο.[7]
Σύμφωνα με τα έθιμα της εποχής, τα παιδιά επειδή ήσαν νόθα, δεν είχαν δικαίωμα στην πατρική κληρονομιά, η οποία περιήλθε στον ανηψιό του Κάρολου, επίσης Κάρολο ΙΙ.
Μικρά κτήματα των πατρικών κτήσεων στην Ακαρνανία παραχωρήθηκαν στον Ηρακλή και στον Τούρνο, οι οποίοι εμφανίζονται αργότερα να συνεχίζουν τις προσπάθειές τους για να τα καταλάβουν (6-79). Στον Μέμνωνα παραχωρήθηκαν κτήματα στο Μοριά, και εμφανίζεται το 1436 ως κύριος της Κερπινής των Καλαβρύτων (7-530).
Για τους άλλους δύο δεν υπάρχουν σαφείς πληροφορίες. Τα ίχνη τους χάνονται μέσα στον Τουρκικό Στρατό που είχε ενσκήψει στον ελληνικό χώρο, και στον οποίον κατέφευγαν τότε όλοι οι δυσαρεστημένοι. Η τελευταία αυτή πληροφορία, ότι ο Μέμνων Τόκκος, τελειώνει την παρουσία του στην ιστορία, σαν αυθέντης της Κερπινής, οδηγεί στην υπόθεση ότι αν υπήρχαν ακόμη στην Κερπινή, αναμνήσεις, παραδόσεις ή υπολείμματα των οικογενειών των Τόκκων, ήταν πολύ πιθανό, να μπορούσε να βρεθεί κάποιος σύνδεσμος ανάμεσα στους Τόκκους της Κεφαλονιάς-Ηπείρου, με τους Ντόκους της Αργολίδας.
Πράγματι, σε μια επίσκεψη, το Πάσχα του 1982, στην Κερπινή των Καλαβρύτων διαπιστώθηκε ότι, στο γειτονικό χωριό, το Ορεινό Βυσοκά, που βρίσκεται όμως μέσα στα όρια της Κερπινής, –σήμερα έχει εγκαταλειφθεί και κάτοικοί του κατέβηκαν στο Βυσοκά (Σκεπαστό)–, σώζονται ακόμη 4 οικογένειες με το επώνυμο Ντόκος.
Βέβαια κανείς δεν ήξερε κάτι για την καταγωγή τους. Αλλά όλοι απέκλεισαν την πιθανότητα να είχαν ανέβει εκεί επάνω, –τον χειμώνα τα χωριά αυτά είναι αποκλεισμένα από τα χιόνια–, από τον Αργολικό κάμπο. Θεώρησαν πιθανότερο, οι Ντόκοι του Άργους να προέρχονται από τους ορεινούς Ντόκους των Καλαβρύτων, όπως άλλωστε συμβαίνει συχνά με τους «χειμαδιώτες», που σιγά-σιγά εγκαθίστανται στον κάμπο, εγκαταλείποντας την ορεινή αλλά σκληρή γενέτειρα.
Η παρουσία αυτή των Ντόκων στην Κερπινή, ίσως είναι μία ένδειξη, πολύ πιθανή κατά τον γράφοντα, για τη συγγένεια Τόκκων και Ντόκων, αλλά βέβαια δεν είναι απόδειξη. Χρειάζονται κι άλλες πληροφορίες, οι οποίες σήμερα δεν υπάρχουν. Γι’ αυτό και η πάρα πάνω υπόθεση, όσο ωραία και αν είναι, παραμένει πάντα υπόθεση (139:70).
ΞΙΑΡΧΟΣ (Καρυά, Κρανίδι). Ένας Conte Xarcho… fuggito de Turchia μνημονεύεται στο στρατόπεδο της Zara, το 1503, στα Ενετικά Αρχεία (260:71, κ.ε.). Οι Ενετοί της Επτανήσου, όταν έλεγα TURCHIA, εννοούσαν και την Ηπειρωτική Ελλάδα. Νικόλαος Έξαρχος, πρωθιερέας, γεννημένος γύρω στα 1730-40, ήταν πρό-παππος του Ι. Λαμπρίδου (133:θ’). Κων/νος Ξάρχος, «εκ χώρας Πραστού», ανακαινίζει την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου Ρεοντινού (1689) (49:202). «γηοργουλη και θαναση και επηληπι ξηαρχεοι» βεβαιώνουν σε πωλητήριο έγγραφο του 1812 (69:375).
ΞΥΠΟΛΙΑΣ (Άργος, Λιγουριό Ναύπλιο) και ΞΥΠΟΛΗΤΑΣ (Κρανίδι). Sipolisias Δημήτριος και Θεοδώρα, από την Μονεμβασία, αναφέρονται το 1547 στην Napoli di Romania (261:439).
ΞΥΦΤΕΡΗΣ (Κρανίδι). Στους Ενετικούς καταλόγους, μεταξύ εκείνων που πήραν κάποια αμοιβή για τις υπηρεσίες που πρόσφεραν, αναφέρεται και ο Alessandro Xifiteri da Napoli, το 1545 (261:411).
ΠΑΓΚΑΛΟΣ (Ναύπλιο). Ενετός πρόξενος στην Άρτα το 1765, απαντάται ο από την Κρήτη καταγόμενος Μοσχονάς Πάγκαλος (184:292). Νικόλαος Πάγκαλος στέλνεται στην Τεργέστη και από εκεί στην Πετρούπολη σαν πρεσβευτής της Ύδρας, το 1789 (17:28). «Μάστρο Δούκας Πάγκαλος» σε έγγραφο του 1644, στη Ζάκυνθο (104:11). Οικογένεια Παγγάλων, ενετικής καταγωγής, σημειώνεται στην Τζιά (Κέα) (303:203).
ΠΑΛΑΒΙΤΣΙΝΗΣ (Ναύπλιο). Γενάρχης του Παλλαβιτσίνη της Ελλάδας θεωρείται ο Γουΐδων Παλλαβιτσίνη (1204), μαρκίων της Βοδονίτζης (87:475). Κατόπιν, όμως, εμφανίστηκαν και άλλοι: Alberto Pallavicini, μαρκήσιος της Βοδονίτσας, μνημονεύεται το 1310 (319:280), και το 1570 ο Σφόρτσα Παλαβιτσίνης, βενετός αρχιστράτηγος (299:278). Οικογένεια ΠΑΛΑΒΙΤΣΙΝΟΥ, το 1675, στη Ζάκυνθο (82:505).
ΠΑΝΑΡΙΤΗΣ (Άργος, Ναύπλιο). Εκτός από τα χωριά Παναρίτη της Ναυπλίας, Κορινθίας, Αχαΐας, Βορείου Ηπείρου, υπάρχει και στρατιώτης στα Ενετικά Αρχεία, προ του 1511, με το όνομα Panariti (Πανάρετος;) (260:97).
ΠΑΝΤΟΤΗΣ (Άργος). «Αλεξαντρής Πανδεότης» αναφέρεται δημόσιος νοτάριος σε έγγραφο του ολή (1538), στον Κώδικα της μ. Σπηλιώτισσας Ζακύνθου (126:φ. 2 σελ. β). Στην οικογένεια υπάρχει η παράδοση ότι έχουν έρθει από την Ιταλία.
ΠΑΡΑΒΑΝΤΗΣ (Άργος). Στο χωριό Άκοβο της Μεσσηνίας απαντάται, το 1659, οικογένεια με το παρεμφερές επώνυμο Πραβάντο, μέλη της οποίας υπογράφουν επιστολή προς τον Μοροζίνη (91:245). Θα μπορούσαν, πιθανόν, να συσχετισθούν με τους Παραβάντηδες του Αχλαδόκαμπου και του Άργους. Παράβαντα, επίρρημα στην Κάρπαθο, σημαίνει πλαγίως. (198:300).
ΠΑΣΧΑΛΗΣ (Ερμιόνη). Στρατιώτες με το επώνυμο Πασχάλης απαντώνται στα Ενετικά Αρχεία οι εξής: Zorz P. το 1541 (261:353), Ανάργυρος Π., da Napoli di Romania το 1553 (262:44), Ιωάννης Π., da Thine (Τήνος), επίσης το 1553 (262:36). Πασχάλης απαντάται σε έγγραφο της Κοιν. Ύδρας, το 1806 (18:358).
ΠΑΤΡΙΝΙΟΣ (Ναύπλιο). Ένας Zuane Patrino, Ηπειρώτης, αναφέρεται, από το 1575, στο Μητρώο της Αδελφότητος Αγίου Νικολάου στη Βενετία (189:242). «Πατρινιά χωράφια» στα Λαγκάδια της Γορτυνίας (16). Αναγνώστης Πατριναίος, το 1797, πιθανόν από την Σμύρνη (15:474). «Δημ. Πατρινός με 50 ανθρώπους» αναφέρεται σε έγγραφο της Κοιν. Ύδρας, το 1803 (18:79, 31:232).
ΠΑΧΥΣ (Ναύπλιο). Ιωάννης Παχύς στασιάζει εναντίον του αυτοκράτορα Αλεξίου ΙΙΙ κατά το 1198 (142:520). Ένας Κανάκης Παχύς υπογράφει την «κόποια των υπαρχόντων της Αγίας Μονής» το 1679 (309:256). Ένας Zorzi Pacchi da Ma-Ivasia αναφέρεται στα Κύθηρα τον 13ο αι. (259-:301). Παναγιώτης Παχύς αναγράφεται μεταξύ των «οικοκυραίων» της νήσου Ύδρας (19:40). Παναγιώτης Παχύς αναφέρεται σε επιστολή των προεστών Σπετσών το 1816 (21:255). Τζαννέτος Παχύς αναφέρεται σε «μρικοπαράδοση», το 1706 στη Ζάκυνθο (126:φ88).
ΠΕΒΕΡΕΤΟΣ (Άργος, Δαλαμανάρα). «Ποβερέτου Κεφαλλήνος Λόγος επιφανηματικός κλπ.»: έγγραφο του 18ου αι. (156:471). Ένας Πρέβετος Γεώργιος, από τη Ζάκυνθο, εγκαθίσταται στην Τεργέστη το 1740 (298:371). Το επνμ. αναγράφεται συχνά ως Μπεβερέτος στο υπ’ αριθ. 205/30.7.1841 μισθωτήριο συμβόλαιο του συμ/φου Ναυπλίου Α. Κ. Ελαιώνος.
ΠΕΡΠΙΝΙΑΣ (Ναύπλιο). Περπινιάνης Γεώργιος, δυτικός επίσκοπος Τήνου (1594-1616) (285Α:57). ΠΕΡΠΙΝΙΑΣ Σάντος, αναγράφεται σε συμβόλαιο υπ’ αριθ. 88 22.5.1841, του συμβολαιογράφου Ναυπλίου Αναστ. Κ. Ελαιώνος. Προφανώς ο από το Περπινιάν της Γαλλίας καταγόμενος. Χωριό Πέρπενη στη Λακωνία.
ΠΙΚΟΣ και ΠΙΚΗΣ (Άργος, Ναύπλιο). Αναφέρεται Παναγιώτης Πίκος, φιλικός στη Μολδοβλαχία (1817) (209:69).
ΠΙΠΕΡΟΣ (Άργος, κ.α.). Ο Andreas Piperi cretensis, δηλ. κρητικός, εγγράφεται το 1707 στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας. (237:125).
ΠΙΤΣΑΣ (Επίδαυρος, Κρανίδι, Ναύπλιο, Χέλι). Χωριό στην Αχαΐα. «Ο Πιτσάς»: τοπωνύμιο στο Σιτοχώρι της Τριφυλίας (313:337). «Μήτρος Πιτζάς», το 1806, σε έγγραφο της Κοιν. Ύδρας (18:358). «Λάζαρος Πιτσάς», το 1811, σε έγγραφο της Κοιν. Ύδρας (20:164). Πίτσης, το 1675, «εξ Αργολίδος», αναφέρεται από τον Η. Τσιτσέλη (294:253).
ΠΛΑΤΑΝΙΤΗΣ (Άργος 1869). Βρετός Πλατανίτης da Napoli di Romania απαντάται, το 1557, στον Ενετικό στρατό (262:81). Ομώνυμο χωριό κοντά στο χωριό Μέρμπακα (Αγ. Τριάδα) της Αργολίδας. Αναγνώστης Πλατανίτης αναγράφεται σε κατάσταση της Κοιν. Ύδρας, το 1802 (17:314).
ΠΡΙΦΤΗΣ (Άργος). Πολλοί στρατιώτες στον Ενετικό στρατό ονομάζονταν Prifti (: παπάς) (261:337, 353, 356). Χωριό Πρίφτιανι (Μοναστηράκι) στην Αργολίδα. Χωριό και οπλαρχηγός Πρίφτης στη Σαμαρίνα της Ηπείρου, το 1743 (141:17). Πρίφτης υπογράφει συμβόλαιο αγοραπωλησίας του Αρχείου Νέζου (203).
ΡΑΔΟΣ (Κρανίδι 1884). Χωριό με αυτή την ονομασία, «του Ράδου», βρίσκεται στην επαρχία Ερμιονίδας. Rado: αλβανικό και σλαβικό βαπτιστικό όνομα (: καλός, βλ. και ράδιον), απαντάται στους στρατιώτες Rado Prifti και Rado Renessi, από το 1541 (261:333, 261:358). Ορεινό χωριό της Γορτυνίας.
ΡΑΛΛΗΣ και ΡΑΛΗΣ (Άργος, Ναύπλιο). Η λέξη «Ραλ» είναι αλβανική και σημαίνει: σπάνιος, άτριχος (256:ΧΧVI). Πρώτος με το όνομα αυτό εμφανίζεται στην ιστορία ο Ραούλ ο Λυκοδέρμων, νορμανδικής πιθανόν καταγωγής, κατά τον 11ο αι. Ραούλ Αλέξιος, πρωτοβεστιάριος του Ιωάννου Δούκα Βατάτζη (1222-1254) αναφέρεται από τον Γεώργιο Ακροπολίτη (5:69). Μιχάλης Ράλλης αναφέρεται στα Ενετικά Αρχεία το 1489 (239:162). Βελισάριος Ράλλης αναγράφεται σαν ιδιοκτήτης γαλέρας το 1533 (259:315). Βιβλιογραφία (36:15, 38:139, 37:68, 39:254, 30:217).
ΡΑΧΑΝΙΩΤΗΣ (Άργος, Επίδαυρος, Χέλι (Αραχναίο)). Μήπως το Ραχανιώτης αυτό καλύπτει το Ταρχανειώτης; Γιατί, όπως γράφει ο Κ. Σάθας: «Le poete strathiote (Marulos) quoique s’intitulant Constantinopolitain, il etait originaire de Dume d’Achaïe, sa mere descendait de la célébre maison de Tarchaniotes Argiens seigneurs de Tarchanium (le mont Aracnium des anciens)… » (: Ο Στρατιώτης ποιητής Μάρουλος, παρ’ όλον ότι ετιτλοφορείτο Κωνσταντινουπολίτης, προερχόταν από την Δύμη της Αχαΐας, η μητέρα του καταγόταν από την ένδοξη οικογένεια των Ταρχανειωτών, Αργείων κυρίως του Ταρχανίου, του όρους Αραχναίου των αρχαίων…» (260:IV). Διαμάντε: θυγάτηρ Γεωργίου Τραχανιώτου, μνημονεύεται σε διαθήκη του 1646 στη Ζάκυνθο (106:166). «Στου Ραχανιώτη»: τοπωνύμιο στην περιοχή Χέλι (Αραχναίο) της Αργολίδας. «Ταρχανιώτης (Ραχανιώτης;)», «μέγας δομέστικος Νικηφόρος ο Ταρχανειώτης, στρατιώτης καλός και αγαθός στρατηγός», άντρας της αδελφής του Μιχαήλ VIII του Παλαιολόγου (1261-1283), αναφέρεται από τον Ακροπολίτη (5:60). Φρούραρχος Τζουρουλού επί βασιλείας Ιωάννου Βογάτζη (1222-1254). (255:481). Ταρχάνειον, συνοικισμός παρά τα Κύψελλα της Θράκης, Θεοδοσίου, Μετοχίτου, Πρεσβευτικός, (251:161). Μιχαήλ Μάρουλος Ταρχανειώτης, Έλλην ποιητής των χρόνων της Αναγεννήσεως, (77Α:200-242).
ΡΙΓΚΑΣ (Τολό). Μία Donna Catherina του ποτέ Rigo da Napoli di Romania μνημονεύεται σε έγγραφο των Ενετικών Αρχών, το 1544 (261:394). ΡΙΓΚΑΣ και ΡΗΓΚΑΣ απαντώνται στην περιοχή Τζουμέρκων (136:71).
ΡΟΜΠΟΤΗΣ (Κρανίδι, Ρομπότσης 1874, Ναύπλιο, Πόρτο Χέλι). Ιωάννης Ρομπότης: αναφέρεται το 1262, στο «Πρακτιόν της Αγιωτάτης Επισκοπής Κεφαλληνίας κ.λπ.» (318:27). Ένας Ρομποτής καταφεύγει στην Κεφαλονιά, το 1502 (106:247). Alexio Robotin μνημονεύεται στην Κεφαλονιά, το 1528 (259:278). Ρομπότης: οικογενειακό επώνυμο στην Ήπειρο (131:41). Ρομποτής: οικογενειακό επώνυμο στο χωριό Αθάνα της Λευκάδας. Ρομποτής συμμετέχει στην ανέγερση ναού στον Άγιο Νικόλαο Ιρά (Λευκάδας) προ 300 και πλέον ετών (186:335). Τοπωνύμιο «το Ρομποτό» στο χωριό Καντηλισκέρι, Καλιστήριον (Πλατανόβρυση) Πυλίας (313:244). «Ρομπότα» (η δουλειά) και «ρομποτεύω» (εργάζομαι, σκάβω): στη συνθηματική γλώσσα των «γιοργατζάδων» του Κοσμά (129:67).
ΡΟΥΜΑΝΑΣ (Ναύπλιο). Χωριό στην Τριφυλία Ρουμανού ή Ρωμανού (313:245). Romana: ένδυμα μακρύ, μαύρου χρώματος, που παλαιότερα φορούσαν όλοι οι Ενετοί, στα τελευταία όμως χρόνια της Δημοκρατίας το χρησιμοποιούσαν οι Ενετοί δημόσιοι αντιπρόσωποι σαν ημιεπίσημο ένδυμα (311:582).
ΡΟΥΣΣΟΣ (Άργος, Ναύπλιο). Το επώνυμο απαντάται στη Μάνη από το 1736 (270:86).
ΣΑΒΙΝΗΣ (Άργος). Στρατιώτης Savinas ή Sovina ή Savinos αναφέρεται στα έγγραφα των Ενετικών Αρχείων, το 1539 (261:314). Και Vreto Savino, επίσης το 1539 (261:333). Τοπωνύμιο «του Σαβίνου» στην περιοχή Αγ. Νικόλαος (Κοιλιωμένου) στη Ζάκυνθο.
ΣΑΒΟΓΙΑΣ (Ναύπλιο). Στρατιώτης Manuel Savogia, da Napoli di Romania, απαντάται στα Ενετικά Αρχεία από το 1548 (262:4). Γρηγόριος Θεοδώρου Σαβόγιας από την Κρήτη, ιδρύει, το 1664, το ναό της αγίας Αικατερίνης ή των Τριών Ιεραρχών στο προάστειο Κήποι της Ζακύνθου (104:121). Προφανώς ο εκ Σαβοΐας καταγόμενος. «Ζακύνθιος ποιητής» (254:45).
ΣΑΓΚΑΣ (Ναύπλιο). Στρατιώτης με το επώνυμο Σάγκας απαντάται στον Ενετικό στρατό, το 1481 (259:190).
ΣΑΓΡΕΔΟΣ (Άργος 1853). Πέτρος Sagredo ονομαζόταν ο βενετσιάνος φρούραρχος του Στροβιλίου Ηπείρου, το 1479 (254:214). Από τότε, το επώνυμο απαντάται και σε άλλους Ενετούς αξιωματούχους. Αυγουστής Σαγρέδος: σε έγγραφο του 1623 στη Ζάκυνθο (126:φ87 σελ. β).
ΣΕΡΑΣ (Άργος 1845). Στο Αρχείο συμβολαιογράφου Ντόκου, Τοπωνύμιο στη Ζάκυνθο, το 1689 (126:φ77 σελ. β), και (30:219) – Nicoló Serra hobile Zacinthio το 1784 (814:XXXVI).
ΣΚΑΝΔΑΛΗΣ (Άργος). Ισίδωρος Σκανδάλης, ηρωικός πλοίαρχος στις τάξεις των ιπποτών της Μάλτας (1533-1540) (262:193). Ιωάννης Σκ., Ζακυνθινός, γιος του εν Μεθώνη Σκανδάλη (249:99).
ΣΚΙΑΔΑΣ (Μέρμπακα (Αγ. Τριάδα)). Επώνυμο αναφερόμενο από τον 14ο αι. (314:126, 317:229). Ένας Pietro Γεωργίου Schiada απαντάται σαν στρατιώτης, το 1541 (261:356). Αλβανικό τοπωνύμιο «ráj Skjadá» (: η ράχη του Σκιαδά) στο χωριό Μαλίκι (Πολυθέα) Τριφυλίδας (313:345).
ΣΚΛΗΡΗΣ (Άργος, Καρυά, Ναύπλιο). Ένας Γκιώνης Σκλήρης αναφέρεται σαν στρατιώτης, το 1541 (261:338, 257:LIII). Αλβανικό τοπωνύμιο «ára Skijíra» (: χωράφι του Σκλήρη): στο χωριό Πάνω Ψάρι της Τριφυλίας (313:292). Επώνυμο Σκληρής στην Κέρκυρα το 1611 (197:36). Βυζαντινή οικογένεια Σκλήρη στον δήμο Οινούντος Λακωνίας (72:572). (Σημ. 6).
ΣΚΟΥΡΑΣ (Άργος, Μπερμπάτι (Προσύμνη), Ναύπλιο, Πρίφτιανι (Μοναστηράκι), Χώνικα). Στρατιώτης με το επώνυμο Tonda Scura, από την Μονεμβασία, αναγράφεται στις καταστάσεις του Ενετικού στρατού το 1546 (262:434).
ΣΠΑΘΗΣ (Άργος). Περί το 1388, αναφέρεται από τον Ι. Λαμπρίδη ότι οι Ζαγορίσιοι, βοηθούμενοι από τον Τζασύλο, τοπικό οπλαρχηγό, εξέρχονται κατά του αλβανού λησταντάρτη Σπάθα (Σπάτα;) (131:4). Άνω και Κάτω Σπαθία: περιοχές του Βερατίου, υπαγόμενες πολιτικά στο Ελμπασάν (136:222). Σημαντικός αριθμός Spata αναφέρεται και από τον Κ. Σάθα. «Σπαθής»: νοτάριος σε συμβόλαια των αρχών του 17ου αι. στη Ζάκυνθο (126:φ7).
ΣΠΗΛΙΩΤΗΣ (Κρανίδι, Ναύπλιο). Κατά το 1541, αναφέρονται οι εξής στρατιώτες με το επώνυμο Spilioti: Μιχαήλ, Ιωάννης, Μανουήλ, Νικόλαος και Θεόδωρος (261:355). Το 1820 απαντάται σε κατάσταση επαγγελματιών της νήσου Ύδρας (22:377).
ΣΤΑΪΚΟΣ (Κρανίδι, Ναύπλιο). Αλβανικό τοπωνύμιο (lázi-Stájkose» (: το χέρσο του Στάικου) στα χωριά Κούβελα και Καστρούγκενα (Καρνέικα) Τριφυλίας (313:293). Ανδρέας Στάικος αναφέρεται σαν στρατιώτης στον Ενετικό στρατό, το 1512 (261:105). Στάικος αναφέρεται στους λογαριασμούς του Σταύρου Ιωάννου, στα Ιωάννινα, το 1811 (116:214).
ΣΤΕΦΑΝΗΣ (Άργος). Anagnosti Stefanin, da Napoli di Romania, μνημονεύεται σε έγγραφο των Ενετικών Αρχείων και με χρονολογία 10.11.1548 (262:10).
ΣΤΙΝΗΣ (Κρανίδι 1854). «Strenuissimo et fidel Stratioto da Napoli di Romania Stini Clemente q. Neri et nepote del q. Marin Pizolo, homo virilissimo et strenuissimo κ.λπ (: ο θαρραλέος και πιστός Ναυπλιώτης στρατιώτης Στίνης Κλήμης του ποτέ Neri και ανιψιός του ποτέ Μαρίνου Pizolo, άνθρωπος ανδρειότατος και θαρραλεότατος κ.λπ.): αναφέρεται σε έγγραφο των Ενετικών Αρχών από το 1502 (260:67).
ΣΥΡΓΙΑΝΝΗΣ και ΤΣΙΡΓΙΑΝΝΗΣ (Άργος 1861). Παλαιότερα στο χωριό Γυμνό, σήμερα στο γειτονικό του Λιόντι (Νεμέας). Συργιάννης: διακρίνεται κατά τους εμφυλίους πολέμους (Καντακουζηνός). Βυζαντινός στρατηγός (1399), υποτάσσει τα Ιωάννινα στον Ανδρόνικο Α’ Παλαιολόγο. «Λα Κιάτρα αλ Συργιάννη»: καραούλι στο Δίστρατο, όπου σκοτώθηκε ο κλέφτης Συργιάννης (283:217). Ένας Domenego Surian, da Napoli di Romania, παίρνει σαν ανταμοιβή κάποια θέση στο Antivari, το 1542 (261:371). Το 1599, αναφέρεται ένας Γιάννης Sergiano, επίσης da Napoli di Romania (262:94). Ονομασία μονής στην Αττική: Συριάνη ή Συργιάνη (321:99), σε απόσταση 39’ από την Αθήνα, προς την κατεύθυνση του Υμηττού. Suriano Βερναρδίνος (1580;-1583;), λατίνος αρχιεπίσκοπος Κέρκυρας (292:59). Συργ. Spiridion, αναγράφεται το 1705 στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας (238:278). Συργιάνος ο εκ Συρίας καταγόμενος.
ΣΥΡΜΑΣ (Άργος 1863). Ένας Πέτρος Syrme ή Symi αναφέρεται, το 1471, στα Ενετικά Αρχεία (260:9). Αναγνώστης Σίρμας απαντάται, το 1790, στο χωριό Νεγάδες της Ηπείρου (136:99). Τοπωνύμιο «το ρέμα του Σούρμα» στο χωριό Ποταμιά της Τριφυλίας (313:255). Γιάννης Νικολή Σύρμας αναφέρεται σε κατάσταση, καπεταναίων μικρών πλοίων της Ύδρας, το 1810 (20:130). Νικόλαος Δ. Σίρμας: κατζηλλιέρης Σπετζών, το 1816 (21:300).
ΤΟΣΚΑΣ (Ναύπλιο, Προσύμνη κ.α.). Τόσκας, προφανώς, είναι ο καταγόμενος από την Αλβανική φυλή των Τόσκηδων. Andrea Thoschi: στρατιώτης da Napoli di Romania απαντάται το 1523 (260:130). Ένας Ljamze Glava Tósca αναφέρεται στο χωριό Μολήστι της Ηπείρου, το 1815 (273:44). Χωριό Τόσκα, ακατοίκητο, στην Πρέβεζα (133:154).
ΤΣΙΠΟΚΑΣ (Ναύπλιο). Τοπωνύμιο στην περιοχή του Κοιλιωμένου Ζακύνθου (110:207).
ΦΑΛΙΕΡΟΣ (Άργος). Ένας «ser Zuan Falier conte de Spalato» μνημονεύεται στα Αρχεία της Βενετίας, το 1543 (261:407). Το επώνυμο απαντάται και σε κατάλογο των ευγενών, που εγκατέλειψαν την Κάντια (Ηράκλειο Κρήτης), το 17ο αι. και εγκατεστάθηκαν στην Κέρκυρα (158:452).
ΦΑΝΤΗΣ (Κουτσοπόδι). Το επώνυμο απαντάται τον 18ο αι. σε έγγραφο της μ. Ρεοντινού Κυνουρίας (49:221).
ΦΛΟΚΑΣ (Άργος 1883). Χωριό Φλόκα στην Τριφυλία, Ηλεία, Πάτρα, Μονεμβασία και Ήπειρο. Mathio Floca: στρατιώτης στην Κεφαλονιά, το 1545 (259:282). Κύργιος (Κυριάκος) Φλόκας, κάτοικος Νεοχωρίου Τρίκκης, μνημονεύεται το 1656 (138).
ΦΟΣΚΑΡΙΝΗΣ (Κοφίνι (Νέα Τίρυνθα)). Επώνυμο μεσαιωνικής Ενετικής οικογένειας. Ο αρχαιότερος γνωστός είναι ο Στέφανος Φοσκαρινός ο υπό του Sanuto αναφερόμενος (1207) (201Α:207). Μετά αυτό το επώνυμο αναφέρονται δύο κλάδοι: οι FOSCARINI της Βενετίας, από την πόλη ALTINE, που μετά την καταστροφή της από τους Γότθους κατέφυγαν στα Βενετσιάνικα νησάκια, κατέλαβαν δημοτικά αξιώματα, έγιναν μέλη του Μεγάλου Συμβουλίου, και από το 1297 ονομάστηκαν πατρίκιοι. Ένας Ιάκωβος F., έγινε δόγης το 1762, ένας άλλος Ιάκωβος, στις αρχές του 17ου αι., ήταν Γενικός Διοικητής των ναυτικών δυνάμεων της Βενετίας (Generalissimo di Mare). Στην τελευταία περίοδο της Βενετικής Δημοκρατίας, οι αδελφοί Σεβαστιανός και Νικολό F., ιππότες του Χρυσού Περιδέραιου (stola d’ore) υπηρέτησαν ως πρεσβευταί.
Ο θυρεός των Foscarini ήταν: χρυσός με διαγώνια κυανή ταινία.
Και άλλοι Foscarini, του Lecce, που είναι κλάδος της προηγούμενης οικογένειας μετανάστευσαν στις αρχές του 17ου αι., στο Lecce με επικεφαλής έναν Ιωάννη – Αντώνιο του Καίσαρα Foscarini. Σ’ αυτόν τον κλάδο ανήκει και ένας Νικολό, ο οποίος για πολιτικούς λόγους αναγκάστηκε να εκπατριστεί και εμφανίζεται στην Τσαρική Αυλή. Η Ρωσσική Κυβέρνηση τον στέλνει το 1763 επίτροπό της στην Κέρκυρα. Πιθανόν γυναίκα αυτού του Νικολό Φ. να ήταν και η περίφημη Αδριανή Φ. της οποίας οι έρωτες με τον Καζανόβα προξένησαν σκάνδαλο στην εποχή της. (Ακολουθεί η περιγραφή του θυρεού του) (312:426).
Ο Κ. Σάθας, σχετικά με την οικογένεια F. γράφει: «Μετά την κατάληψη του Ναυπλίου και της Μονεμβασίας από τους Τούρκους, η Σύγκλητος διόρισε έξη Σοφούς (savii) ή Υπουργούς (ministres) για να ασχοληθούν αποκλειστικά με τη συντήρηση και εγκατάσταση σε χριστιανικές χώρες, των ανδρείων Στρατιωτών των ανωτέρω πολιτειών, που προτίμησαν τον εκπατρισμό από τον μουσουλμανικό ζυγό. Τα ονόματα των έξη πρώτων συγκλητικών των αποκαλουμένων sapientes superrebus Naupliensium et Monovasiensium είναι: Antonio DandoloFrancesco LongoAloysio ContariniMarc Foscarini et Dolfino Dolfini (αναγράφει μόνο πέντε). Αργότερα αυτοί οι σοφοί (λατ. Sapientesαντικαταστάθηκαν από άλλους ευγενείς» (261:334). Leonardo Foscarini: αναφέρεται Προβλεπτής Ζακύνθου, το 1536 (81:124). Ιάκωβος Foscarini, στην Κρήτη, υποβάλλει έκθεση, το 1577 (315:80). Ιερώνυμος Foscarini: προβλεπτής Ζακύνθου το 1630 (81:126). Αλοΐσιος Φωσκαρίνης: προνοητής Λευκάδας, το 1695 (186:98).
Fr. Foscarini. Προβλεπτής Ζαρνάτας (1699) (119:4). Λουδοβίκος Φορκαρίνης. Ενετός γερουσιαστής και ιστοριογράφος. Συνέγραψε Istoria della Republica Veneta (1722). Γράφει επιστολή προς τον Ιάκωβο Ρατζόνικον (255:6α’).
Johanes Antonius Foscarini (1731-(-)1739): ο τάφος του επιγράφεται: Johannis Antonii Fuscareno – Corcyrae Archiepiscopi – Cineris – Anno MDCCXXXIX (42).
ΦΟΥΝΤΑΣ και ΦΟΥΤΗΣ (Άργος, Ναύπλιο). Στρατιώτης Fudis Lecas Αλβανός από τη Μονεμβασία, αναφέρεται στα Ενετικά Αρχεία, από το 1542 (252:366). Και χωριό Φούτια νότια της Μονεμβασίας).
ΧΑΡΒΟΥΡΗΣ (Ναύπλιο 1841). Marcus Carburi του Διμ., αναγράφεται μεταξύ των φοιτητών του πανεπιστημίου της Πάδοβας το 1745 (237:195).
ΧΑΡΟΣ (Βιβάρι Ναυπλίας). Ο Χάρος Ζένος, με ορμητήριο το Ναύπλιο, επέρχεται κατά της επαρχίας Καλαβρύτων επί κεφαλής στιφών (15000!!) την 27.6.1772 και διαρπάζει το μοναστήρι της Αγίας Λαύρας, αφού υπέβαλε τους μοναχούς σε βασανιστήρια. Εν συνεχεία επιτίθεται και κατά της Κερπινής (75Β:43).

Υποσημειώσεις


[1] Χρονικά της Ηπείρου θ’ 1 σ. 138.
[2] Συγκούνης Φ., Ανέκδοτος αλληλογραφία των Ζωσιμάδων, Ηπειρωτικά Χρονικά Η’ (1933), 201.
[3] Κυγέας Σ. Β., Ηπειρωτικόν Αρχείον Σταύρου Ιωάννου, Προλεγόμενα, Ηπειρωτικά Χρονικά, 14 (1939), 18.
[4] Γιανναροπούλου Ιωαν., Το περιεχόμενον του κτητορικού κώδικος της παρά την Στεμνίτσαν μονής Ζωοδόχου Πηγής (Χρυσοπηγή), ΓΟΡΤΥΝΙΑΚΑ Β’. (1978), 153.
[5] Λαμπρίδης Ι., Παγωνιακά, (Αθήνα 1889), 70, ΗΜ. Β’ (Ιωάννινα 1971).
[6] Λούντζης Ε., Περί της πολιτικής καταστάσεως της Επτανήσου επί Ενετών, Αθήναι 1969, σ. 72-73.
[7] Hopf Charles, Chroniques Gréco-Romanes, inedites oú peu connues publiées avec notes et tables généalogiques, εκδ. Σπανού, Αθήναι 1961, 530.

Βιβλιογραφία – (από τα άρθρα του Τάκη Μαύρου)



  • Αβούρης, Σ.Ν.: Σύντομος εκκλησιαστική ιστορία της Σύρου, ΕΕΚΜ. 6 (1967), 589-615.
  • Αδάμης, Μ.Γ.: Κατάλογος των χειρογράφων της βιβλιοθήκης Παναγιώτη Γκριτσάνη, ΕΕΒΣ, ΛΕ’ (1966-67), 313-365.
  • Ακροπολίτης, Γ., Χρονική συγγραφή, Βόννη 1836.
  • Ανδρεάδης, Μ.Χ.: Τινά περί δικαίου και δικαιοσύνης εν Κορινθία κατά τους πρώτους μετεπαναστατικούς χρόνους, Πελοποννησιακά, ΙΑ’ (1975), 172-179.
  • Αντωνακάτου, Ντ. – Μαύρος, Τ.: Ελληνικά μοναστήρια, Πελοπόννησος, 1 (Μονές Αργολίδας), Αθήνα 1976.
  • Των ιδίων: Ελληνικά μοναστήρια, Πελοπόννησος, 2 (Μονές Αρκαδίας), Αθήνα 1979.
  • Απογραφή Αποστολής Maison.
  • Αραβαντινού, Π., Χρονογραφία της Ηπείρου, Α’-Β’ εν Αθήναις 1856. Επανέκδοση Ηλ. Ρίζου.
  • Αρχείον Ιστορικού Λεξικού Ακαδημίας Αθηνών.
  • Αρχείον Κοινότητος Ύδρας, 1776-1832: 1 (1778-1802), εν Πειραιεί 1920.
  • Του ιδίου: 2 (1803-1806), εν Πειραιεί 1921.
  • Του ιδίου: 3 (1807-1809), εν Πειραιεί 1922.
  • Του ιδίου: 4 (1804-1812), εν Πειραιεί 1923.
  • Του ιδίου: 5 (1813-1817), εν Πειραιεί 1924.
  • Του ιδίου: 6 (1818-1821), εν Πειραιεί 1925.
  • Βαγιακάκος, Δ.Β.: Αρχαία και Μεσαιωνικά τοπωνύμια εκ Μάνης, (συμβολή 2α), Πελοποννησιακά, Β’ (1957), 302-334.
  • Του ιδίου: Βυζαντινά ονόματα και επώνυμα εκ Μάνης, Πελοποννησιακά Γ’-Δ’ (1958-59), 185-221.
  • Του ιδίου: Σχεδίασμα περί των τοπωνυμικών και ανθρωπονυμικών σπουδών εν Ελλάδι, 1833-1962, εν Αθήναις 1964.
  • Του ιδίου: Πάτραι – Πάτρα, Πελοποννησιακά, Ι’ (1974), 223-234.
  • Βέης, Ν.Α.: Χαμάραιτοι, Ιστορικόν και γενεαλογικόν σημείωμα, εν Αθήναις 1903.
  • Του ιδίου: Κατάλογος των χειρογράφων κωδίκων της εν Αροανεία μονής των Αγίων Θεοδώρων, Επετηρίς ΠΑΡΝΑΣΣΟΥ, Γ’ (1906).
  • Του ιδίου: Επετηρίς ΠΑΡΝΑΣΣΟΥ, Γ’ (1906).
  • Του ιδίου: Κριτική Αντωνίου Χ. Χατζή, Α.Δ.Φ. καθηγητού. Οι Ραούλ, Ραλ, Ράλαι (1080-1800), Βυζαντίς, Β’ (εν Αθήναις 1911-12), 250-255.
  • Του ιδίου: Κατάλογος των ελληνικών χειρογράφων κωδίκων της εν Ζακύνθω Φωσκολιανής Βιβλιοθήκης, ΔΙΕΕ, 8 (1926), 46-65.
  • Βιάζης, Σ.Δ.: Σημειώματα περί των Δυτικών Εκκλησιών, Αρχιεπισκόπων και Επισκόπων Επτανήσων, ΑΡΜΟΝΙΑ (1906).
  • Βλαχογιάννης, Γ.: Άπαντα των Νεοελλήνων κλασσικών. 4. Κλέφτες του Μοριά, Αθήναι, 1966.
  • Βροκίνης, Λ.: Η εν Κέρκυρα αποίκησις. Έργα, Κέρκυρα 1973.
  • Γιανναρόπουλου, Ι.: Δικαιοπρακτικά έγγραφα εκ της μονής Ρεοντινού, Πελοποννησιακά, Η’ (1971), 201-238.
  • Του ιδίου: Το περιεχόμενον του κτητορικού κώδικος της παρά την Στεμνίτσαν Μονής Ζωοδόχου Πηγής (Χρυσοπηγής), Γορτυνιακά Β’ (1978), 385-393.
  • Γριτσόπουλος, Τ.Α.: Η αρχιεπισκοπή Δημητσάνης και Αργυροκάστρου, ΕΕΒΣ, Κ’ (1950), 209-256.
  • Γριτσόπουλος, Τ.Α.: Η κατά την Κυνουρίαν μονή της Λουκούς, Πελοποννησιακά, ΣΤ’ (1963-68), 129-190.
  • Του ιδίου: Στατιστικαί ειδήσεις περί Πελοποννήσου, Πελοποννησιακά, Η’ (1971), 411-459.
  • Δεληγιάννης, Γ.Ν.: Η Ιερά Μονή Ελώνης, ΔΙΕΕ, Ι’ (1925), 86-127.
  • Δημητρακόπουλος, Σ.: Προεπαναστατικά δικαιοπρακτικά έγγραφα Αλωνισταίνης, Γορτυνιακά Β’ (1978), 361-384.
  • Δούκας, Π.Χ.: Η Σπάρτη δια μέσου των αιώνων, Νέα Υόρκη 1922.
  • Δρακάκης, Α.Ο.: Η Σύρος επί Τουρκοκρατίας. Η Δικαιοσύνη και το Δίκαιον. ΕΕΚΜ, 6 (1967), 63-492.
  • 75Β.      Ευαγγελάτος, Χρ. Γ.: Η Αγία Λαύρα, Ιστορία της Ι.Μ., 961-1961, Αθήναι 1981.
  • 77Α.     Ζακυθηνού, Διον.: Μιχαήλ Μάρουλλος Ταρχανιώτης, Έλλην ποιητής των χρόνων της Αναγεννήσεων, ΕΕΒΣ, Ε’ (1928), 200-242.
  • Ζώης, Λ.: Ιστορία της Ζακύνθου, Αθήνα 1955.
  • Του ιδίου: Λεξικόν Λαογραφικόν Ζακύνθου, Αθήναι 1963.
  • Καλομενόπουλος, Ν.: Μεγ. Ελλην. Εγκυκλ., λήμμα «Παλαβιτσίνης», 19, σ. 475.
  • Καμπούρογλου, Δ.: Μνημείο της ιστορίας των Αθηναίων, Α’ (1891).
  • Καραθανάσης, Α.Ε.: Επαναστατικαί κινήσεις στην Πελοπόννησο στα 1659, Πελοποννησιακά, Η’ (1971), σ. 239-260.
  • Καρατζάς, Σ.: Ο Αγαθόφρων Λακεδαιμόνιος και το Παρισινό περιοδικό «Μέλισσα», Πελοποννησιακά, Γ’-Δ’ (1958-59), 241-262.
  • Κατσούρος, Α.Φ.: Ναξιακά δικαιοπρακτικά έγγραφα του 17ου αι., ΕΕΚΜ, 7 (1968), 24-337.
  • Κονόμος, Ντ.: Ναοί και μονές στη Ζάκυνθο, Αθήναι 1964.
  • Του ιδίου: Η Χριστιανική τέχνη στην Κεφαλονιά, Αθήναι 1966.
  • Του ιδίου: Εκκλησίες και Μοναστήρια στη Ζάκυνθο, Αθήναι 1967.
  • Του ιδίου: Ο Μαρτινέγκος, Αθήναι 1976.
  • Του ιδίου: Ζάκυνθος (2ος τόμος), Αθήνα 1979.
  • Κουγέας, Σ.Β.: Ηπειρωτικόν Αρχείον Σταύρου Ιωάννου, Έγγραφα Αλή Πασά, Ηπ. Χρον., 14 (1939), σ. 49-144.
  • Του ιδίου: Έγγραφα Σταύρου Ιωάννου, Ηπ. Χρον., 14 (1939), 145-333.
  • Του ιδίου: Αναφορά των Βοιτυλιωτών προς την Ενετικήν Δημοκρατία (7.4.1690). Σύμμεικτα, Πελοποννησιακά, Β’ (1957), 426-430.
  • Του ιδίου: Η καταγωγή του Παναγιώτη Μπενάκη, Πελοποννησιακά, ΣΤ’ (1968), 1-42.
  • Κουκουλές, Φ.: Εκ των Ελληνικών παπύρων, Βυζαντίς, Β’ (εν Αθήναις 1811-12), σ. 474-503.
  • Κώδικας Μονής Σπηλιώτισσας Ζακύνθου. (Ανέκδοτος).
  • Κωνσταντόπουλος, Τ.: Νέα ονόματα Πελοποννησίων Φιλικών από τα Αρχεία της Τσαρικής Αστυνομίας, Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά, 1965, σ. 339-342.
  • Κωστάκης, Θ.: Οι Γεωργατζάδες του Κοσμά και η γλώσσα τους, Πελοποννησιακά, ΣΤ’ (1963-68), 43-91.
  • Λαμπρίδης, Ι.: Ζαγοριακά (Αθήναι 1870), Ηπειρωτικά Αγαθοεργήματα, Α’ (Ιωάννινα 1971).
  • Του ιδίου: Ζαγοριακά μέρος 2ον (Αθήναι 1889), σ. 1-88, εν Ηπειρωτικά Μελετήματα, Β’ (Ιωάννινα 1971).
  • Του ιδίου: Ηπειρωτικά Αγαθοεργήματα, Ηπειρ. Αγαθοερ. Α’ (Ιωάννινα 1971).
  • Του ιδίου: Μαλακασιακά (Αθήναι 1888), Ηπ. Μελετ., Β’ (Ιωάννινα 1971).
  • Του ιδίου: Περί των εν Ηπείρω Αγαθοεργημάτων (Αθήναι 1880), Ηπειρ. Αγαθ., Α’ (Ιωάννινα 1971).
  • Του ιδίου: Πολιτική εξάρτησις και διοίκησις Μαλακασίου, ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ, 10 (1877), σ. 376-368, εν Ηπειρ. Αγαθ., Α’ (Ιωάννινα 1971).
  • Του ιδίου: Πογωνιακά (Αθήναι 1889), σ. 1-87, εν Ηπειρ. Μελετ., Β’ (Ιωάννινα 1971).
  • Του ιδίου: Ο Τεπελενλή Αλή πασάς, (Αθήναι 1887), σ. 1-84, εν Ηπειρ. Μελετ., Β’ (Ιωάννινα 1971).
  • Λάμπρος, Σπυρ.: Μιχαήλ Ακομινάτου του Χωνιάτου, τα σωζόμενα, τ. Β’ (Αθήναι 1880).
  • Του ιδίου: Εκθέσεις των Βενετών προνοητών της Πελοποννήσου εκ των εν Βενετία Αρχείων, ΔΙΕΕ, 5 (1900), σ. 605-823.
  • Του ιδίου: Τρεις επιστολαί του καρδιναλίου Βησσαρίωνος, Ν.Ε., 5 (1908), σ. 19-38.
  • Του ιδίου: Ναυπλιακόν έγγραφον του οίκου Πουλομάτη, Ν.Ε., 6 (1909), σ. 273-283.
  • Του ιδίου: Ενθυμήσεων, ήτοι χρονικών σημειωμάτων συλλογή πρώτη, Ν.Ε., 7 (1910), σ. 113-313.
  • Του ιδίου: Κατάλογος κωδίκων των εν Αθήναις Βιβλιοθηκών πλην της Εθνικής, Ν.Ε., 7 (1910), σσ. 321-337 και 469-483.
  • Του ιδίου: Κερκυραϊκά έγγραφα ανέκδοτα, Ν.Ε., 7 (1910), σ. 464-468.
  • Του ιδίου: Κατάλογος των Κρητικών οίκων Κερκύρας, Ν.Ε., 10 (1913), σσ. 449-456.
  • Του ιδίου: Σημειώσεις περί της εν Πελοποννήσω Βενετοκρατίας, Ν.Ε., 19 (1925), σ. 90 και 327-334.
  • Του ιδίου: Αι Αθήναι υπό τους Φράγκους, Ν.Ε., 20 (1926), σσ. 67-103.
  • Του ιδίου: Αι Αθήναι υπό τους Φλωρεντινούς, Ν.Ε., 20 (1926), σ. 242-271.
  • Του ιδίου: Έρευναι εν ταις βιβλιοθήκαις και αρχείοις, Ρώμης, Βενετίας, Βουδαπέστης και Βιέννης (επιμέλεια Κ.Ι. Δυοβουνιώτη), Ν.Ε., 20 (1926), 47-54.
  • Λαμπρυνίδης, Μιχ. Γ.: Οι Αλβανοί κατά την κυρίως Ελλάδα και την Πελοπόννησον, εν Αθήναις 1907.
  • Λεγκράν, Α.: Ανέκδοτα έγγραφα περί Ρήγα Βελεστινλή, ΔΙΕΕ, (1831), σ. 587-774.
  • Λούντζης, Ε.: Περί της πολιτικής καταστάσεως της Επτανήσου επί Ενετών, Αθήναι 1969.
  • Λυριτζής, Σ.: Οι εκ Γαργαλιάνων αδελφοί Ανδριανόπουλοι Άνθιμος και Ιωάννης. Πελοποννησιακά, Η’ (1971), σ. 97-124.
  • Μακρυμίχαλος, Σ.Ι.: Τσακώνικα προικοσύμφωνα του 18ου και 19ου αι., Πελοποννησιακά, Η’ (1971), 277-410.
  • Μάραντος, Β.: Κορώνη, Αθήναι 1976.
  • Μάτσης, Νικ.: Ζητήματα εκ του θεσμού της προτιμήσεως εν τω βυζαντινώ δικαίω, ΕΕΒΣ, ΛΣΤ’, σ. 45-54.
  • Μαύρος, Τ.: Συμβολή εις το τοπωνυμικόν της Γορτυνίας, Γορτυνιακά, Β’ (1978), 303-322.
  • Μαχαιράς, Κ.Γ.: Ναοί και μονές Λευκάδος, Αθήναι 1957.
  • Μέρτζιος, Κ.Δ.: Το εν Βενετία Ηπειρωτικόν Αρχείον, Ηπ. Χρον., ΙΙ (1936), 1-341.
  • Του ιδίου: Η επανάστασις Διονυσίου του Φιλοσόφου, Ηπ. Χρον., 13 (1938), σ. 81-90.
  • Του ιδίου: Το εν Βενετία Ηπειρωτικόν Αρχείον, Ηπ. Χρον. 15 (1940), σ. 1-58.
  • Μηνδρινός, Μ.: Τουρκοκρατούμενη Θήρα. Απελευθερωτικά αυτής κινήματα, ΕΕΚΜ, Β’ (1971-73), σ. 718-746.
  • Μιχαηλίδη-Νουάρου, Μιχ. Γ.: Λεξικόν της Καρπαθιακής διαλέκτου, Αθήναι 1972.
  • Μοσχονάς, Ν.Γ.: Πρακτικά συμβουλίου Κοινότητος Κεφαλονιάς, βιβλίο Α’ (1953), Εθνικόν Ίδρυμα Ερευνών, 2 (1979), 276-280.
  • 201Α.    Μουστοξύδου, Ανδρ.: Ελληνομνήμων, (1843-1853), εκδ. Ν. Καραβία, Αθ. 1965.
  • Μπίρης, Κ.Η.: Αρβανίτες οι Δωριείς του νεώτερου Ελληνισμού, Αθήναι 1960.
  • Νέζος, Α.: Αρχείον (ανέκδοτον).
  • Οικονομίδης, Δ.: Ο Φιλικός Γεώργιος Ε. Λεβέντης, Πελοποννησιακά, Β’ (1957), 50-59.
  • Παπακυριάκος, Σ.: Εκ προχείρων ερευνών, ΔΙΕΕ, Ι (Νέα σειρά), τ. 4ον(1926), 146-148.
  • Παπασπύρου, Π.Β.: Λαογραφική συλλογή, Ηπ. Χρον., 4 (1929), σ. 157-175.
  • Πεντόγαλος, Γ.Η.: Λατίνοι επίσκοποι Κεφαλονιάς-Ζακύνθου. Ανάτυπον Δελτίου Αναγνωστικής Εταιρίας Κερκύρας, 1974.
  • Περίδης, Μ.Π.: Λεξικόν ιταλοελληνικόν, τομ. 2ος, εν Ερμουπόλει Σύρου 1862.
  • Πετρόπουλος, Γ.: Νοταριακαί πράξεις Μυκόνου των ετών 1663-1779, Αθήναι 1960. (Παράρτημα της Επετηρίδος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών).
  • Πεφάνη, Π.: Οι γενιές της Νέδουσας, Αθήναι 1982.
  • Πλουμίδης, Γ.Σ.: Ειδήσεις δια το Βενετοκρατούμενον Ναύπλιον (1440-1540), Πελοποννησιακά, Η’ (1971), 261-275.
  • Του ιδίου: Αι πράξεις εγγραφής των Ελλήνων σπουδαστών του Πανεπιστημίου της Παδούης, μέρος Β’, ΕΕΒΣ, ΛΗ’ (1971), σ. 84-195.
  • Του ιδίου: Αι πράξεις εγγραφής των Ελλήνων σπουδαστών του Πανεπιστημίου της Παδούης, ΕΕΒΣ, ΛΖ’ (1969-70), σ. 260-336.
  • Του ιδίου: Συλλογή εγγράφων Μεθώνης και Κορώνης, Πελοποννησιακά, Ι’ (1974), 155-164.
  • Πυώ, Ρ.: Ο καπετάν Γκίνης, ΔΙΕΕ, 9 (1926), Σ. 534-538.
  • Σάθας, Κ.: Τουρκοκρατούμενη Ελλάδας, Αθήναι 1869.
  • Του ιδίου: Χατζή Σεχρέτη, Βίος Αλή Πασά. Ιστορικαί διατριβαί, εν Αθήναις 1870.
  • Του ιδίου: Βυζαντινά ανέκδοτα, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, Α’.
  • Του ιδίου: Λεοντίου Μαχαιρά, Χρονικόν Κύπρου, Μεσ. Βιβλ. Β’ (1873), σ. 53-409.
  • Του ιδίου: Κρητικαί διαθήκαι, Μεσ. Βιβλ., ΣΤ’ (1877), σ. 654-652.
  • Του ιδίου: Ανωνύμου, Σύνοψις Χρονική, Μεσ. Βιβλ., Ζ’, σ. 1-556.
  • Του ιδίου: Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας, τόμος Ι, Paris 1880.
  • Του ιδίου: Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας, τόμος IV, Paris 1882.
  • Του ιδίου: Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας, τόμος V, Paris 1883.
  • Του ιδίου: Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας, τόμος VI, Paris 1884.
  • Του ιδίου: Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας, τόμος VII, Paris 1888.
  • Του ιδίου: Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας, τόμος VIIΙ, Paris 1888.
  • Του ιδίου: Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας, τόμος IΧ, Paris 1890.
  • Σάρρου, Α.Κ.: Περί μεικτών ναών ορθοδόξων και καθολικών εν Χίω, ΕΕΒΣ, ΙΘ’ (1949), σ. 194-208.
  • Του ιδίου: Ηπειρωτικαί ενθυμήσεις ή χρονικά σημειώματα και επιγραφαί, Ηπ. Χρον. 12 (1937), σ. 104-132.
  • Του ιδίου: Τοπωνυμικόν Ζίτσης και Μονοδενδρίου του Ζαγορίου, Ηπ. Χρον. 12 (1937), σ. 190-204.
  • Σκοπετέας, Σ.Χ.: Η καταγωγή των ζωγράφων Δοξαράδων, Επτανησιακά Φύλλα, περ. Β’, αριθ. 3 (Φεβρουάριος 1954).
  • Σούλης, Χ.Ι.: Τα «Μπουκουρέικα» των Τζουμέρκων, ήτοι περί της συνθηματικής γλώσσης των ραφτάδων των Σχωρετσάνων των Τζουμέρκων, Ηπ. Χρον. 3 (1928), 310-320.
  • Σούρλας, Ε.: Κώστας Γραμματικός, Ηπ. Χρον., 13 (1938), σ. 1-80.
  • Στασινόπουλος, Κ.Α.: Αι πολιορκίαι του Μεσολογγίου, ΔΙΕΕ, 9 (1926), σ. 23-45.
  • Στεργιόπουλος, Κ.Δ.: Συμβολή εις την έρευναν των Ηπειρωτικών τοπωνυμίων, Ηπ. Χρον. 8 (1933), 94-140.
  • Του ιδίου: Τοπωνυμικόν της επαρχίας Κονίτσης, Ηπ. Χρον., 9 (1934), σ. 204-244.
  • 285Α.    Στεφανίδου, Μιχ. Κ.: Περσική και Βυζαντ. βιοτεχνία, ΕΕΒΣ, ΣΤ’ (1929), σ. 284.
  • Σφήκας, Δ.: «Αναμνήσεις» από το Εικοσιένα. Παρουσίαση Ε. Βαγενά, Αρκαδικά, 4 (1977), σ. 9-10.
  • 290Α.    Τζαννετάτος, Κ.: Το Πρακτικόν της Λατινικής Επισκοπής Κεφαλληνίας και η Επιτομή αυτού, Αθήναι 1965.
  • Τριανταφύλλου, Κ.Ν.: Τα τοπωνύμια Καλάβρυτα – Καλάβριτο, Νεζερόν – Νεζερά, Πελοποννησιακά, Ι’ (1974), σ. 61-65.
  • Τσίτσας, Α.Χ.: Η Εκκλησία της Κερκύρας κατά την Λατινοκρατίαν, (1267-1797), Κέρκυρα 1969.
  • Τσιτσέλης, Η.Α.: Κεφαλληνιακά Σύμμικτα, Α’ (1904).
  • Του ιδίου: Κεφαλληνιακά Σύμμικτα, Β’ εν Αθήναις 1960.
  • Φιλήτας, Χ.: Περί του συνοικισμού των Γραικών εν Τεργέστη, ΔΙΕΕ, Ε’ (1897), σ. 370-376.
  • Φουρίκης, Π.: Μικρά συμβολή εις την Ηπειρωτικήν ιστορίαν. Νικόπολις, Πρέβεζα, Ηπ. Χρον., 4 (1929), σ. 263-294.
  • Χαιρέτη, Μ.Κ.: Ανέκδοτα βενετικά έγγραφα περί των Εβραίων εν Κρήτη, ΕΕΒΣ, ΛΓ’ (1964), 163-184.
  • Χαρτοφυλακίδης, Κ.Γ.: Ιστορικά ανάλεκτα Κέας, ΕΕΚΜ, Β’ (1962), 153-233.
  • Χώρας: Η Αγία Μονή Αρείας Ναυπλίου, εν τη εκκλησιαστική και πολιτική ιστορία Ναυπλίου και Άργους, εν Αθήναις 1975.
  • Boerio, G.: Dizionario dei dialeto Veneziano. Venezia 1856.
  • Crollalanza, G.B.: Dizionario storico-blasonico delle famiglie notabili Italiane, Ed. Arnaldo Forni, Bologna 1886.
  • Georgacas, D. and MacDonald, W.A.: Place names of Southwest Peloponnesos, Athens 1967.
  • Hopf Charles: Chroniques Greco-Romanes, inédites ou peu connues publiées avec notes et tables généalogiques, Berlin 1873, επανέκδοσις Σπανού, Αθήναι 1961.
  • LamanskyN.: Secrets d’etat de Venise, αναφερόμενος υπό Μανούσακα, Μ.Ι.: Βενετικά έγγραφα αναφερόμενα εις την εκκλησιαστική ιστορίαν της Κρήτης του 14ου-16ου αι., ΔΙΕΕ, 15 (1961), σ. 149-233.
  • Lognon, J. et Topping, P.: Documents sur le régime des lettres dans la principauté de Morée au XIV s., Mouton et Cie, Paris MCMLXIX (1969).
  • Miklosich, F. et Miller, I. : Acta de diplomata Graeca medii aevi sacra et profana, V (1887).
  • Miller, W.: Ιστορία της Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα, Αθήνα 1960.
  • Pouqueville, F.G.H.L. : Voyage de la Grèce, 2ème ed., tom. 5, Paris 1827.

Δρ. Ιστορίας, Πανεπιστήμιο  Paris-X.- Καθηγητής- Συγγραφέας
https://argolikivivliothiki.gr/2015/10/22/stradioti/