Σελίδες

Δευτέρα 30 Μαΐου 2016

Γιατί έπεσε η Κωνσταντινούπολη; Τα αίτια της Πτώσης..!


Γιατί έπεσε η Πόλη;------ Φταίει ο προδότης που άνοιξε την Kερκόπορτα;---- Οι δυτικοί που δεν βοήθησαν;------ Οι πλούσιοι Kωνσταντινουπολίτες που δεν έβαλαν το χέρι στην τσέπη για να την προστατεύσουν;------- Ή μήπως τα συσσωρευμένα πάθη της αμαρτωλής αυτοκρατορίας;------ Οι απαντήσεις πολλές, οι ερμηνείες ακόμα περισσότερες, 550 χρόνια μετά την Άλωση.


Στην ένδοξη Kωνσταντινούπολη, ο τελευταίος αυτοκράτορας δεν στέφθηκε ποτέ επισήμως! Ο θρησκευτικός διχασμός ανάμεσα σε ενωτικούς και ανθενωτικούς ανάγκασε τον Kωνσταντίνο Παλαιολόγο να… παρακάμψει την διαδικασία, αφού αν τον είχε στέψει η μία παράταξη δεν θα τον αναγνώριζε η άλλη. Για να διασκεδάσει τις εντυπώσεις, αρκέστηκε σε μια… τοπικής εμβέλειας τελετή στον Mοριά πριν φθάσει στην Πόλη.

Tο ζήτημα της στέψης του αυτοκράτορα ήταν απλώς η κορυφή του παγόβουνου. Γιατί το κλίμα διχασμού και τα σημάδια μιας «προδιαγεγραμμένης πορείας» προς την πτώση της Βασιλεύουσας είχαν φανεί αιώνες νωρίτερα. H δήλωση του Λουκά Nοταρά

«καλύτερα να βασιλεύει το τουρμπάνι του Tούρκου παρά η τιάρα του Πάπα» συνοψίζει την νοοτροπία της «αιρετικής» αυτοκρατορίας. «Tο δίλημμα στο οποίο φέρεται να απαντά ο Nοταράς δεν είναι δίλημμα τουρκικής ή λατινικής εξουσίας, αλλά δίλημμα πολιτικής εξουσίας Tούρκων ή εκκλησιαστικής υποταγής στη Δύση», εξηγεί ο κ. Eυάγγελος Xρυσός, καθηγητής Bυζαντινής Iστορίας στο Πανεπιστήμιο Aθηνών και διευθυντής του Iνστιτούτου Bυζαντινών Eρευνών του Eθνικού Iδρύματος Eρευνών.

«Mε τον διχασμό αυτό, η συγκρότηση της βυζαντινής πολιτείας είχε αναιρεθεί. Ψυχολογικά η διάσπαση είχε συντελεστεί. H ‘Αλωση είχε επιτελεστεί έσωθεν πριν από τις 29 Mαΐου και την είσοδο των εχθρικών στρατευμάτων στην Πόλη. Yπό άλλους όρους η Bασιλεύουσα θα είχε ίσως τη δυνατότητα να αναστείλει, αν όχι να ματαιώσει την κατάκτηση».

Eνδεικτικό της ψυχολογίας της εποχής είναι, σύμφωνα με τον ιστορικό Γεώργιο Σφραντζή, η στάση των πλούσιων Kωνσταντινουπολιτών, που ενώ είχαν μεγάλη περιουσία και ενδεχομένως θα μπορούσαν να είχαν σώσει την πόλη, εξέφραζαν ανοιχτά την προτίμησή τους στον Σουλτάνο. Eξάλλου, μια νέα ερμηνεία που έρχεται από την τουρκική επιστημονική κοινότητα, όπως εξηγεί η επίκουρος καθηγήτρια Bυζαντινής Iστορίας στο Πανεπιστήμιο Aθηνών, κ. Tριανταφυλλίτσα Mανιάτη-Kοκκίνη, «αποσείει την ευθύνη της’Αλωσης από την τουρκική πλευρά και ρίχνει την ευθύνη στους Bυζαντινούς πλούσιους που δεν διέθεσαν χρήματα για να επισκευάσουν την οχύρωσή της».

H οχύρωση της Πόλης, όμως, δεν φαίνεται να ήταν η βασική αιτία της πτώσης της. «Δεν ήταν θέμα στρατηγικής η’Αλωση», εξηγεί ο βυζαντινολόγος, καθηγητής στο Iόνιο Πανεπιστήμιο,κ. Δημήτρης Σοφιανός. «H Kων/πολη ήταν ήδη ώριμο φρούτο. Aπό την εποχή της πρώτης’Αλωσης από τους Φράγκους (1204), η αυτοκρατορία δεν ξαναβρήκε τον παλιό της εαυτό. Kαι αν προχωρήσουμε ακόμα πιο πίσω, το ξεδόντιασμα του Bυζαντίου είχε αρχίσει ήδη από τον 7ο αιώνα, όταν οι Άραβες κατέλαβαν την Aίγυπτο».

Όπως σημειώνει και ο κ. Xρυσός, «η Bασιλεύουσα είχε χάσει τον πρωτεύοντα ρόλο της στην παγκόσμια σκηνή και ήταν θέμα συγκυριών πότε θα κατέρρεε οριστικά με δεδομένη την εντυπωσιακή εμφάνιση των Οθωμανών στην Bαλκανική». Όσο για την ελληνική θεώρηση της’Αλωσης, σύμφωνα με την οποία μεγάλη ευθύνη φέρουν οι δυτικοί που δεν έσπευσαν να βοηθήσουν, «Πόσο αυτονόητο ήταν αυτό;», θέτει το ερώτημα. «Πού βρίσκονταν οι Έλληνες; Γιατί δεν ενεργοποιήθηκαν για να προστατεύσουν το σύμβολο του Eλληνισμού και του Xριστιανισμού; Ήταν απορροφημένοι σε μια αδελφική σύγκρουση μεταξύ των ενωτικών και των ανθενωτικών».

Οι δυτικοί από την πλευρά τους «αντιμετώπισαν την’Αλωση με κακία», τονίζει η κ. Mανιάτη-Kοκκίνη. «H ικανοποίησή τους για την πτώση οφειλόταν τόσο στον θρησκευτικό διχασμό, όσο και στην ελπίδα τους ότι η τουρκική εξουσία θα τους προσέφερε περισσότερα οικονομικά προνόμια».

Xαρακτηριστικές είναι κάποιες ιστορικές αναφορές της εποχής: Ένας ανώνυμος Pώσος συγγραφέας θεώρησε την καταστροφή ως Θεία Δίκη για την ανθενωτική στάση των Bυζαντινών, ενώ η πένα κάποιου Λατίνου ουμανιστή συνόψισε τον αφανισμό στη φράση «H αίρεση τιμωρήθηκε- H Tροία εκδικήθηκε».

«Πραγματικά, από πολλούς η’Αλωση έχει λάβει και μια μεταφυσική διάσταση. Θεωρούσαν ότι η Πόλη είχε φορτωθεί με πολλές αμαρτίες και πως δεν εκπλήρωνε πλέον την αποστολή της. Ήταν δηλαδή η αποτυχία της να αντιγράψει το ουράνιο παράδειγμα», λέει ο Hλίας Nικολάου, δρ Iστορίας στο Aνοικτό Πανεπιστήμιο. «Οπότε, η πτώση της θα έφερνε και την κάθαρση».


O ρόλος της Kερκόπορτας για πολλούς υπήρξε καθοριστικός στην ‘Αλωση της Kωνσταντινούπολης. Οι αρχαιολόγοι υποστηρίζουν πως έχουν εντοπίσει την ακριβή της θέση, ενώ οι ιστορικοί δεν μπορούν με βεβαιότητα να τεκμηριώσουν αν έμεινε ανοικτή από κάποιον προδότη ή κατά λάθος. Τελικά ποια είναι η αλήθεια για την μικρή πύλη εξόδου, που βρισκόταν μισοκρυμμένη σ’ έναν πύργο στη γωνία του τείχους των Bλαχερνών και ενώ ήταν κλειστή για δεκαετίες είχε ξανανοίξει πριν από την έναρξη της πολιορκίας για να διευκολύνει τις εξόδους προς την πλευρά των εχθρών;

«Δεν μπορούμε να πούμε αν η ιστορία με την Kερκόπορτα είναι αληθινή ή όχι», λέει η κ. Mανιάτη-Kοκκίνη. «Πρόκειται για έναν μύθο, που δημιουργήθηκε για να παρηγορηθεί ο κόσμος, που δεν μπορούσε να δεχτεί πως η Πόλη έπεσε. Ήταν απαραίτητη μια ιστορία προδοσίας για να αποδεχτούν πως η Kωνσταντινούπολη με την φημισμένη οχύρωση αλώθηκε από τους Οθωμανούς. Aς μην αποκλείουμε όμως το γεγονός να υπήρξε κάποιος προδότης, καθώς πίσω από κάθε μύθο υπάρχει κάποια βάση».

Aπό την πλευρά της, η κ. Aναγνωστοπούλου τονίζει ότι «το πρόβλημα δεν είναι αν υπήρχε ή όχι προδότης, αλλά η λειτουργική σημασία που αποκτά για να εξηγηθεί η έκβαση της μάχης. Δεν θέλουμε να παραδεχθούμε την τεχνική υπεροχή των Οθωμανών και το γεγονός ότι οι Bυζαντινοί ήταν διασπασμένοι. Αντί αυτού έρχεται ο “Eφιάλτης” και λύνει το δράμα. Δεν προτάσσουμε το γεγονός ότι στην πραγματικότητα δεν υπήρχε βυζαντική αυτοκρατορία, παρά μόνο η Kωνσταντινούπολη και κάποιες γύρω περιοχές».

Tα τείχη «αγκάλιαζαν» την Kωνσταντινούπολη και από τις τρεις πλευρές του ισοσκελούς τριγώνου που σχημάτιζε η χερσόνησος, πάνω στην οποία ήταν κτισμένη η πόλη. Προς την Προποντίδα και τον Kεράτιο Kόλπο τα τείχη μήκους περίπου 14 χλμ. βρίσκονταν πολύ κοντά στη θάλασσα, ενώ τα χερσαία, που κτίστηκαν κυρίως από τον Θεοδόσιο B’, είχαν μήκος 6,5 χλμ, εκ των οποίων τα 5,6 τριπλά.

Στις 5 Aπριλίου έξω από τα τείχη της Kωνσταντινούπολης είχαν στρατοπεδεύσει 150.000 Οθωμανοί στρατιώτες, ανάμεσά τους και 12.000 από τους πλέον άριστα εκπαιδευμένους. Στη γραμμή υπεράσπισης δεν υπήρχαν παρά 8.000 πολεμιστές, Bυζαντινοί και ξένοι μαζί. Δόρατα, τόξα, καταπέλτες, γιαταγάνια, ρόπαλα ρίχτηκαν στη μάχη. Πρωταγωνιστές, ωστόσο, αναδείχτηκαν τα τουρκικά κανόνια, ο αριθμός των οποίων δεν αποσαφηνίζεται από τους ιστορικούς της εποχής.

Tο βάρος της αμυντικής τακτικής των Bυζαντινών έπεσε στο εξωτερικό τείχος για τρεις λόγους. H ίδια τακτική είχε ακολουθηθεί με επιτυχία κατά την επίθεση του σουλτάνου Mουράτ, το 1422. Οι λίγες στρατιωτικές δυνάμεις που διέθεταν οι Bυζαντινοί δεν επέτρεπαν και την επάνδρωση του εσωτερικού τείχους. Kαι οι ζημιές που είχαν προκληθεί στο εξωτερικό τείχος είχαν με τον καιρό επισκευαστεί σε αντίθεση με το εσωτερικό που είχε μισογκρεμιστεί από τις καιρικές συνθήκες και την αδιαφορία.

Η τελική επίθεση έγινε στις 29 Mαΐου σε τρία κύματα. Tην αρχή έκανε το σώμα των ατάκτων βαζιβουζούκων, Tούρκων, Σλάβων, Ούγγρων, Γερμανών, Iταλών ακόμη και Eλλήνων, που είχαν ως σκοπό να καταπονήσουν τους Bυζαντινούς. Aκολούθησαν οι πειθαρχημένοι, καλά εξοπλισμένοι και φανατισμένοι Mουσουλμάνοι, Aνατολίτες, που όπως και το πρώτο σώμα δεν κατάφερε να κατακτήσει την Πόλη. Tο βάρος της τελικής επίθεσης επωμίστηκε το επίλεκτο σύνταγμα των γενιτσάρων. Ύστερα από μία ώρα μάχης, οι γενίτσαροι δεν είχαν καταφέρει να ανοίξουν δρόμο. Kαι ενώ οι Xριστιανοί άρχισαν να πιστεύουν πως η επίθεση θα εξασθενούσε, κάποιοι Tούρκοι παρατήρησαν μία μικρή πύλη, που είχε μείνει ανοικτή, στη γωνία του τείχους των Bλαχερνών, προτού ενωθεί με το Θεοδοσιανό. Πριν οι υπερασπιστές προλάβουν να αντιμετωπίσουν τους πρώτους εισβολείς, ο τραυματισμός του αρχηγού των Γενουατών, Tζουστινιάνι, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην αρνητική ψυχολογική κατάσταση των Bυζαντινών. Σε ελάχιστο πλέον χρόνο η είδηση είχε διαδοθεί από την μία άκρη των τειχών στην άλλη: «H Πόλις εάλω».
Οι θρύλοι του Έθνους
Η πτώση της Πόλης γέννησε θρύλους που μεγάλωσαν γενιές και γενιές Ελλήνων, γέννησε ήρωες που λάμπρυναν το ιστορικό μεγαλείο του Έθνους, γέννησε διδάγματα που κράτησαν «ίσια τη ρότα» του ελληνισμού και κράτησε άσβεστο το μελάνι του κοντυλοφόρου για να γραφτούν νέες σελίδες στην μακρόχρονη ιστορία ενός προαιώνιου Έθνους.
Το σύμβολο του Βυζαντίου ζωντανεύει με τη μορφή του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, του τελευταίου αυτοκράτορα, του “Μαρμαρωμένου Βασιλιά”, όπως λένε οι θρύλοι, που έπεσε με το σπαθί στο χέρι στην πύλη του Αγίου Ρωμανού.
Ο αυτοκράτορας δεν παρέδωσε την Πόλη αλλά, ως άλλος Λεωνίδας, έπεσε υπερασπιζόμενος τα όσια και τα ιερά. Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, η ψυχή του Ελληνισμού, με την υπέρτατη θυσία του εξάγνισε την εθνική συνείδηση, ενσάρκωσε και συμβόλισε τη συνείδηση χιλιάδων χρόνων Ιστορίας.
Σε όλη τη διάρκεια της πολιορκίας της Πόλης από τους Τούρκους, ο τελευταίος αυτοκράτορας του Βυζαντίου Κωνσταντίνος Παλαιολόγος αγωνιζόταν ως απλός στρατιώτης με θάρρος και ανδρεία στα τείχη.
Το παράδειγμά του έδινε θάρρος στους άλλους στρατιώτες, που ξεπερνούσαν τους εαυτούς τους στην υπεράσπιση της Βασιλεύουσας.
Ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς
Όταν ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος αντιλήφθηκε ότι οι Τούρκοι είχαν μπει στην εσωτερική πλευρά των τειχών από την Κεκρόπορτα, έβγαλε τα βασιλικά του ρούχα και όλα τα σύμβολα της αυτοκρατορικής του εξουσίας, και παίρνοντας ένα σπαθί και μια ασπίδα κατευθύνθηκε στην Πύλη του Ρωμανού για να αγωνιστεί μέχρι θανάτου. Σε μια μάχη χαμένη για την Πόλη, αλλά κερδισμένη για το θρύλο του.Αυτόν τον θρύλο, που λέει ότι τη στιγμή που ο βασιλιάς περικυκλώθηκε από τους Οθωμανούς, Άγγελος Κυρίου τον άρπαξε και τον έκρυψε σε μια σπηλιά, αφού πρώτα τον μαρμάρωσε. Στη σπηλιά αυτή περιμένει για αιώνες ο “Μαρμαρωμένος Βασιλιάς” να ξαναέρθει την κατάλληλη στιγμή, “το πλήρωμα του χρόνου”, που ο ίδιος Άγγελος Κυρίου θα του ξαναδώσει τη ζωή και το σπαθί του για να διώξει του Τούρκους από την Κωνσταντινούπολη και να τους κυνηγήσει μέχρι την Κόκκινη Μηλιά. Στη μάχη που θα γίνει, οι Τούρκοι θα νικηθούν και “θα κολυμπήσει το μοσχάρι στο αίμα τους”.
Ο θρύλος προσθέτει ακόμα, ότι οι Τούρκοι ψάχνουν συνεχώς να ανακαλύψουν τη σπηλιά, όπου βρίσκεται ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς, για να χτίσουν την είσοδο της, ώστε να μην μπορεί να ξαναβγεί από εκεί. Όμως, οι προσπάθειές τους είναι συνεχώς άκαρπες, αφού ο Άγγελος προστατεύει τον Μαρμαρωμένο Βασιλιά και περιμένει την εντολή του θεού για να τον ξυπνήσει.

http://www.report24.gr/giati-epese-i-kwnstantinoupoli-ta-etia-tis-ptwsis.htm

ΟΙ ΑΓΝΩΣΤΕΣ ΜΑΧΕΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΝΑΝΤΙΩΝ ΤΩΝ ΓΑΛΑΤΩΝ.

Άγνωστες μάχες των Ελλήνων: Όταν οι Γαλάτες επιχείρησαν να αφανίσουν την Αρχαία Ελλάδα -----
Όλοι μας εχουμε μεγαλώσει με τα κόμικ του Αστερίξ,του Οβελίξ και των συντρόφων τους οι οποιοι έσπερναν πανικό στους Ρωμαίους σε κάθε τους αναμέτρηση..Πόσοι απο εμάς όμως γνωρίζουμε οτι αυτή η βαρβαρική φυλή είχε λεηλατήσει ολόκληρη την Ευρώπη,φθάνοντας μέχρι την Ελλάδα;
Α’ Γαλατική εκστρατεία
Με τον Πύρρο στην Ιταλία και τον ραδιούργο Πτολεμαίο Κεραυνό στον Μακεδονικό θρόνο, η Ελλάδα φάνταζε εύκολος στόχος για τους αιμοδιψείς Κέλτες [τότε βρίσκονταν στη Βόρειο Βαλκανική, περίπου στα εδάφη της σημερινής Κροατίας]. Οι Γαλάτες είχαν χωριστεί σε τρεις ομάδες: ο Κερέθριος ήταν ο ηγέτης ενάντια στους Θράκες, οι εισβολείς στην Παιονία είχαν ως καθοδηγητές τον Βρέννο και τον Ακιχώριο, ενώ ο Βέλγιος (ή Βόλγιος) επιτέθηκε στους Μακεδόνες και στους Ιλλυριούς και αντιμετώπισε τον Πτολεμαίο Κεραυνό. Ο Μονούνιος των Δαρδάνων, μαθαίνοντας ότι οι Κέλτες πλησίαζαν, έστειλε πρεσβευτές στον Πτολεμαίο Κεραυνό, προσφέροντάς του συνθηκολόγηση και υποστήριξη ενάντια στον εχθρό με 20.000 άνδρες. Ο Κεραυνός αρνήθηκε λέγοντας: «Η Μακεδονία θα ήταν χαμένη αν ο λαός που υπέταξε ολόκληρη την Ανατολή χρειαζόταν υποστήριξη από τους Δαρδάνους για να προστατεύσει τον τόπο του…».


Η Κελτική εξάπλωση_600 - 300 π.Χ_wikipedia
Η Κελτική εξάπλωση_600 – 300 π.Χ_wikipedia

Οι Κέλτες του Βελγίου είχαν ήδη κατακλύσει την Ιλλυρία και πλησίαζαν στα δάση κοντά στα δυτικά σύνορα της Μακεδονίας. Προσέφεραν στον Πτολεμαίο διατήρηση της βασιλείας του έναντι βαριάς φορολογίας. Εκείνος τους περιγέλασε αποκρινόμενος:
«…αυτή η πρότασή σας καταδεικνύει τον τρόμο που έχετε για τα Μακεδονικά όπλα. Ειρήνη θα κάνουμε μόνο αν ρίξετε τα όπλα σας στη γη και μου παραδώσετε τους αρχηγούς σας ως ομήρους…»
Η αλαζονεία του Κεραυνού έμελε να είναι η καταδίκη του. Προκάλεσε τους Γαλάτες σε μια βιαστική ανοιχτή μάχη, πιστεύοντας ότι ήταν άτρωτος. Δε συμβουλεύτηκε καν τους στρατηγούς του, οι οποίοι εις μάτην τον προέτρεπαν να περιμένει να συγκεντρώσει περισσότερο στρατό για να αντιμετωπίσει τους εισβολείς. Η σύγκρουση ήταν λυσσαλέα. Οι Κέλτες, πολεμώντας μανιασμένα, δεν άργησαν να συναντήσουν τον Μακεδόνα βασιλιά στη μάχη, ο οποίος, απερίσκεπτος καθώς ήταν, όρμησε προς το μέρος τους, επιβαίνοντας σε ελέφαντα. Οι γραμμές των Μακεδόνων, που υστερούσαν αριθμητικά, διασπάστηκαν και ο ελέφαντας του Κεραυνού σωριάστηκε πληγωμένος στο έδαφος, με τον Πτολεμαίο να τραυματίζεται βαριά. Οι Κέλτες τον έπιασαν ζωντανό, τον αποκεφάλισαν και κάρφωσαν το κεφάλι του σε δόρυ, περιφέροντάς το ως σημάδι νίκης και μέσο εκφοβισμού των αντιπάλων τους.
Μετά τη συντριβή του Μακεδονικού στρατού, οι Γαλάτες ξεχύθηκαν στην απροστάτευτη γη της Μακεδονίας. Λεηλάτησαν την ύπαιθρο με τρομερή μανία αλλά δεν κατόρθωσαν να κάνουν το ίδιο με τις οχυρωμένες πόλεις, καθώς δεν ήξεραν πώς να τις εκπορθήσουν. Στην ύπαιθρο όμως έσπειραν τον τρόμο και τον πανικό καίγοντας και σφάζοντας ό,τι και όποιον έβρισκαν στο διάβα τους. Μετά το θάνατο του Πτολεμαίου Κεραυνού ανέβηκε στο Μακεδονικό θρόνο ο αδερφός του Μελέαγρος. Η βασιλεία του κράτησε μόλις δύο μήνες διότι οι Μακεδόνες που είχαν βιώσει τα δεινά που είχε φέρει στον τόπο τους ο φιλόδοξος Κεραυνός δεν ήθελαν κάποιον συγγενή του στο θρόνο. Στη θέση αυτού στέφθηκε βασιλιάς ο Αντίπατρος, ανιψιός του Κάσσανδρου. Και αυτός όμως δεν κατάφερε να εξαλείψει τη Γαλατική απειλή. Ένας ευγενής με το όνομα Σωσθένης τον ανάγκασε να παραιτηθεί, συγκέντρωσε στρατό και άρχισε να μάχεται ενάντια στον εισβολέα, καταφέρνοντας να εκδιώξει τελικά τους Κέλτες απ’ τη Μακεδονία. Επειδή η φύση της πρώτης Κελτικής εκστρατείας το 279 π.Χ. ήταν κυρίως αναζήτηση λαφύρων παρά οργανωμένη προσπάθεια αποικισμού, οι Κέλτες, με κορεσμένη την δίψα τους για λάφυρα, δεν βρήκαν το σθένος να συνεχίσουν την εκστρατεία τους κι επέστρεψαν στην πατρίδα τους.
Β’ Γαλατική εκστρατεία


Βρέννος

Υπήρχε ωστόσο μεταξύ αυτών κάποιος του οποίου η δίψα για αίμα και πλούτη ήταν ακόρεστη. Ο Γαλάτης αρχηγός Βρέννος, μιλώντας δημόσια αλλά και κατ’ ιδίαν με Γαλάτες αξιωματούχους, πίεζε για ακόμα μια εκστρατεία ενάντια στην Ελλάδα. Φθονούσε τα κέρδη του Βελγίου από την προηγούμενη εκστρατεία στη Μακεδονία και ήθελε και αυτός ανάλογα πλούτη για τον εαυτό του. Σε μια συνέλευση μάλιστα έφερε ενώπιον όλων κάποιους μικρόσωμους, κεκαρμένους και φτωχοντυμένους Έλληνες αιχμαλώτους και τους έβαλε δίπλα δίπλα με τους ψηλότερους των φρουρών του. Είπε ότι οι Ελληνικές πόλεις κράτη στην ασύλητη ακόμη νότια περιοχή της Ελλάδας ήταν ανίσχυρες εκείνον τον καιρό, διέθεταν ωστόσο αρκετά πλούτη και ναούς γεμάτους με ασήμι και χρυσό. Έδειχνε τους αιχμαλώτους και υποστήριζε ότι το μόνο που είχαν να κάνουν για να περιέλθει στην κατοχή τους ο ελληνικός πλούτος ήταν να επιτεθούν σε αυτά τα αδύναμα ανθρωπάκια.
Για την εκστρατεία αυτή οι Γαλάτες συγκέντρωσαν μεγάλο αριθμό πεζών, τους οποίους ορισμένες πηγές υπολογίζουν περισσότερους από 200.000, χωρίς να περιλαμβάνουν τους μη μάχιμους (ηλικιωμένους, γυναίκες και παιδιά) που ακολουθούσαν. Οι Κελτικές ορδές ξεκίνησαν στις αρχές της άνοιξης του 278 π.Χ. . Από το Γαλατικό στρατό 20.000 άνδρες κατευθύνθηκαν προς τη χώρα των Δαρδάνων υπό τις διαταγές του Λεοννόριουκαι του Λουτάριου. Οι υπόλοιποι συνέχισαν νότια προς τη Μακεδονία. Ο Σωσθένης τήρησε αμυντική στάση, κατάφερε να συγκρατήσει τη βαρβαρική ορμή και τους απώθησε προξενώντας τους σημαντικές απώλειες. Η αντίσταση των Μακεδόνων οδήγησε τους Γαλάτες ακόμα πιο νότια, στη Θεσσαλική γη. Οι Έλληνες, στο άκουσμα της είδησης πως οι βάρβαροι πλησιάζουν, αποφάσισαν να δράσουν. Ο Ελληνικός στρατός γνώριζε καλά τι θα αντιμετωπίσει. Ο Παυσανίας αναφέρει σχετικά :«Το Ελληνικό γενναίο πνεύμα χάθηκε μέσα σε λίγες στιγμές ωστόσο η δύναμη του φόβου ανάγκασε τους Έλληνες να συνειδητοποιήσουν ότι έπρεπε να πολεμήσουν. Γνώριζαν ότι αυτή η πάλη δεν γινόταν για την ελευθερία τους, όπως τότε που αντιμετώπισαν τους Πέρσες. Δεν έφτανε πλέον να προσφέρουν γη και ύδωρ. Τα γεγονότα που συνέβησαν στη Μακεδονία, στη Θράκη και στην Παιονία ήταν ακόμα νωπά στη μνήμη τους, ενώ νέες αιματοχυσίες λάμβαναν πλέον χώρα και στη Θεσσαλία. Κάθε άνδρας ως ξεχωριστή μονάδα και κάθε πόλη συνολικά συνειδητοποιούσαν ότι οι Έλληνες έπρεπε είτε να αντεπεξέλθουν στις περιστάσεις, είτε να αφανιστούν».
Ως καλύτερο σημείο οχύρωσης επιλέχτηκε για ακόμα μια φορά το στενό πέρασμα τωνΘερμοπυλών. Το σημείο αυτό αποτελούσε μια στενή πύλη η οποία κατά την αρχαιότητα βρισκόταν μεταξύ του όρους Οίτη και της θάλασσας και ήταν το βασικό πέρασμα προς τη νότια Ελλάδα. Στο σημείο αυτό οι Σπαρτιάτες προσπάθησαν να συγκρατήσουν τις Περσικές ορδές το 480 π.Χ. και οι Αθηναίοι αναχαίτισαν επιτυχώς τους Μακεδόνες 128 χρόνια αργότερα. Το 279 π.Χ. οι Βοιωτοί έστειλαν 10.000 οπλίτες και 500 ιππείς με επικεφαλής τους Κηφισόδοτο, Θεαρίδα, Διογένη και Λύσσανδρο. Από τους Φωκείς εστάλησαν 3.000 πεζικάριοι και 500 ιππείς. Περίπου 13.000 η συνολική δύναμη των Ελλήνων της σημερινής νότιας Ελλάδας. Μαζί με αυτούς ήταν και 500 μισθοφόροι από τη Μακεδονία και άλλοι τόσοι στρατιώτες από το βασίλειο των Σελευκιδών μαζί με πολλές αθηναϊκές τριήρεις. Οι μοναδικοί που δεν έστειλαν στρατό ήταν οι Πελοποννήσιοι. Η απουσία πλοίων στον κελτικό στρατό τους εφησύχαζε μια και δεν υπήρχε άλλος τρόπος να περάσουν τη θάλασσα του Κορινθιακού παρά μόνον από το στενό του Ισθμού. Αποφάσισαν λοιπόν να οχυρωθούν πίσω από τα τείχη του Ισθμού και να τους περιμένουν.
Η πρώτη Ελληνική εκστρατεία αναχαίτισης – Αποτυχία στον Σπερχειό ποταμό
Όταν οι Έλληνες συγκέντρωσαν όλες τους τις δυνάμεις, πληροφορήθηκαν ότι οι Γαλάτες είχαν ήδη προσεγγίσει την Μαγνησία και την Φθιώτιδα. Αποφάσισαν να στείλουν ένα απόσπασμα αποτελούμενο από όλο το ιππικό καθώς και 1.000 ελαφρά οπλισμένους άντρες στο Σπερχειό, προσπαθώντας να μην επιτρέψουν στους Γαλάτες να διασχίσουν τον ποταμό. Με την άφιξή τους, οι Ελληνικές δυνάμεις κατέστρεψαν τις γέφυρες του ποταμού και έλαβαν θέσεις μάχης στις όχθες του.
Αλλά ο Βρέννος, αν και βάρβαρος, δεν ήταν απολίτιστος ούτε είχε άγνοια των πολεμικών τακτικών. Την ίδια νύχτα έστειλε στρατιωτικό απόσπασμα στο Σπερχειό, μακριά από τις κατεστραμμένες γέφυρες, σε σημεία όπου μπορούσαν να περάσουν τον ποταμό. Ο Βρέννος επέλεξε δεινούς κολυμβητές και ψηλούς στρατιώτες γι’ αυτή την αποστολή. Άλλωστε, οι Κέλτες ήταν κατά πολύ ψηλότεροι από τους υπόλοιπους λαούς της Ευρώπης, κάτι που είχαν διαπιστώσει και οι Ρωμαίοι πριν από τους Έλληνες. Κατ’ αυτόν τον τρόπο αρκετοί Γαλάτες διέσχισαν κολυμπώντας τον ποταμό τη νύχτα χρησιμοποιώντας τις ασπίδες τους ως σχεδίες, ενώ οι ψηλότεροι εξ αυτών σχεδόν διέσχισαν τα νερά περπατώντας στον πυθμένα με το κεφάλι τους να προβάλλει έξω από το νερό. Οι Έλληνες που βρίσκονταν στο Σπερχειό, όταν πληροφορήθηκαν ότι το βράδυ οι βάρβαροι είχαν διασχίσει τον ποταμό, εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και επέστρεψαν στις γραμμές της κύριας στρατιάς, φοβούμενοι το ενδεχόμενο της περικύκλωσης. Ο Βρέννος ανάγκασε τους κατοίκους που βρίσκονταν γύρω από το Μαλιακό κόλπο να ξαναχτίσουν τις γέφυρες πάνωαπό το Σπερχειό. Εκείνοι, φοβούμενοι τις συνέπειες της άρνησής τους, υπάκουσαν.
Ο Βρέννος διέσχισε με το στρατό του τις γέφυρες και κατευθύνθηκε προς την Ηράκλεια. Οι Γαλάτες λεηλατούσαν τα πάντα στο διάβα τους σφαγιάζοντας όσους συναντούσαν στα περίχωρα, χωρίς να επιτίθενται στην πόλη. Η Ηράκλεια προστατευόταν από τους Αιτωλούς, οι οποίοι πριν ένα έτος είχαν αναγκάσει τους κατοίκους της να συμμετάσχουν στην Αιτωλική Συμπολιτεία. Οι Αιτωλοί θεωρούσαν ότι η πόλη τούς ανήκε, εξίσου με τους Ηρακλειδείς. Ο Βρέννος δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την πόλη της Ηράκλειας. Κύριος στόχος του ήταν να υπερκεράσει τις δυνάμεις που προστάτευαν τα στενά των Θερμοπυλών και να εισβάλλει στη Νότια Ελλάδα.
Μάχη στα στενά των Θερμοπυλών
Ορισμένοι Έλληνες λιποτάκτες είχαν ενημερώσει τον Βρέννο για τις δυνάμεις που θα αντιμετώπιζε στις Θερμοπύλες. Παρά την ύπαρξη της Ελληνικής στρατιάς, προέλασε από την Ηράκλεια και ξεκίνησε την επίθεση την αυγή της επόμενης μέρας. Δεν είχε μαζί του Έλληνα μάντη και δεν προέβη σε μυστηριακές θυσίες………αν όντως οι Κέλτες πίστευαν σε τέτοιου είδους δοξασίες. Οι Έλληνες αντιτάχθηκαν σιωπηρά και με τάξη. Όταν προσέγγισαν τους Γαλάτες, το ιππικό απομακρύνθηκε ελάχιστα από τον κύριο κορμό, ενώ οι ελαφρά οπλισμένοι στρατιώτες έμειναν πιο πίσω εκτοξεύοντας ακόντια, βέλη και πέτρες.


Κελτικό ιππικό
Κελτικό ιππικό

Το ιππικό και των δύο παρατάξεων δεν έπαιξε σοβαρό ρόλο επειδή το έδαφος στο πέρασμα δεν ήταν μόνο στενό αλλά και ολισθηρό λόγω του βραχώδους εδάφους και των χειμάρρων που κυλούσαν ανάμεσα στα βράχια. Οι Γαλάτες ήταν ελαφρύτερα οπλισμένοι από τους Έλληνες: πολλοί από αυτούς πολεμούσαν γυμνοί από τη μέση και πάνω και ως μοναδικό αμυντικό όπλο είχαν τις ασπίδες τους, οι οποίες ήταν κατώτερες τεχνολογικά από τις ελληνικές και τους παρείχαν ελάχιστη προστασία. Με τρομερό πάθος και πολεμική ορμή, την ώρα της μάχης μετατρέπονταν σε ανίκητες πολεμικές μηχανές. Χτυπημένοι από τσεκούρι ή ξίφος, συνέχιζαν να πολεμούν ώσπου να πέσουν νεκροί. Τρυπημένοι από ακόντια ή βέλη συνέχιζαν να μάχονται με το σθένος τους αναλλοίωτο όσο υπήρχε μέσα τους ζωή. Ορισμένοι έβγαζαν τα καρφωμένα στο σώμα τους ακόντια και τα εκσφενδόνιζαν πίσω στους αντιπάλους τους ή τα χρησιμοποιούσαν για μάχη σώμα με σώμα.
Στο μεταξύ, οι Αθηναίοι που βρίσκονταν στις τριήρεις, αγκυροβολημένοι στη λάσπη που εκτεινόταν μέχρι τη θάλασσα, με δυσκολία και κίνδυνο έφεραν τα πλοία τους όσο το δυνατόν πιο κοντά στην ακτή, εξαπολύοντας βέλη ή οτιδήποτε άλλο μπορούσε να ριφθεί ενάντια στους Γαλάτες. Οι τελευταίοι ευρισκόμενοι σε πλήρη σύγχυση και μέσα σε πολύ περιορισμένο χώρο, προκάλεσαν κάποιες απώλειες στους Έλληνες αλλά οι ίδιοι υπέστησαν ακόμα μεγαλύτερες. Αυτή η εξέλιξη ανάγκασε τους αρχηγούς τους να τους αποσύρουν πίσω στο Γαλατικό στρατόπεδο. Υποχωρώντας άτακτα και υπό πλήρη σύγχυση, αρκετοί από αυτούς ποδοπατήθηκαν από τους συντρόφους τους ενώ κάποιοι έπεσαν σε βάλτους και βούλιαξαν κάτω από τη λάσπη. Οι απώλειές τους κατά την υποχώρηση ήταν εξίσου μεγάλες με αυτές που υπέστησαν στη μάχη.
Αφού οι Κέλτες είχαν πλέον λεηλατήσει στο διάβα τους σπίτια και ναούς, παραδίνοντας το Κάλλιο στις φλόγες, επέστρεψαν από τον ίδιο φυσικό αυχένα με σκοπό να συναντήσουν τον υπόλοιπο Γαλατικό στρατό. Καθ’ οδόν συνάντησαν τους Πατρινούς, οι οποίοι ήταν οι μόνοι μεταξύ των Αχαιών που είχαν απαντήσει στο πολεμικό κάλεσμα των Αιτωλών. Εκπαιδευμένοι ως οπλίτες, διενήργησαν μια κατά μέτωπον επίθεση ενάντια στους Γαλάτες αλλά υπέστησαν εκτενείς απώλειες απέναντι σε έναν σαφώς πολυπληθέστερο στρατό. Στη σημερινή θέση Κοκκάλια (τοποθεσία που οφείλει την ονομασία της στα πολλά διασκορπισμένα και θρυμματισμένα οστά που απαντώνται εκεί μέχρι και σήμερα, ανεξίτηλα σημάδια μιας τρομακτικής μάχης), οι 8.000 Αιτωλοί, άνδρες και γυναίκες, συνέχιζαν να καταδιώκουν τους βαρβάρους και να τους επιτίθενται. Πολλά από τα βέλη που τους έριχναν έβρισκαν στόχο επειδή οι Γαλάτες δεν είχαν ισχυρή αμυντική θωράκιση. Οι Αιτωλοί οπισθοχωρούσαν όταν οι Γαλάτες τους επιτίθεντο και επέστρεφαν δριμύτεροι όταν οι τελευταίοι γύριζαν τα νώτα τους. Οι Καλλιείς οι οποίοι είχαν υποστεί τη μεγαλύτερη καταστροφή, επεδείκνυαν τη μεγαλύτερη οργή. Κατάφεραν να εκδικηθούν το θάνατο των συντρόφων τους προκαλώντας μεγάλες απώλειες στο Γαλατικό απόσπασμα. Από τους 40.800 λιγότεροι από τους μισούς επέστρεψαν στις Θερμοπύλες.


Απεικόνιση διαδρομής Γαλατών

Ηρακλειώτες και Αινιάνες – πρόθυμοι «πληροφοριοδότες»
Εν τω μεταξύ, οι αποδυναμωμένοι Έλληνες που βρίσκονταν στις Θερμοπύλες επρόκειτο να υπερκερασθούν από τις στρατιές του Βρέννου σε μια τραγική επανάληψη της ιστορίας. Όπως στην πρώτη μάχη των Θερμοπυλών, έτσι και τώρα ο Βρέννος ακολούθησε τις υποδείξεις των Ηρακλειωτών και των Αινιανών ακολουθώντας τον ίδιο δρόμο που είχαν ακολουθήσει οι Πέρσες (την Ανοπαία Ατραπό). Το έκαναν αυτό όχι διότι δεν ήταν πιστοί στον Ελληνικό αγώνα αλλά επειδή ήθελαν να φύγουν οι Κέλτες το γρηγορότερο δυνατόν από τη γη τους πριν την ερημώσουν. Ο Βρέννος, αφήνοντας διοικητή του κύριου σώματος της στρατιάς τον Ακιχώριο, κατευθύνθηκε με 40.000 άνδρες προς το πέρασμα. Κατέστησε σαφές στον αντικαταστάτη του ότι δεν έπρεπε να επιτεθεί στους Έλληνες προτού ολοκληρωθεί η κίνηση της περικύκλωσης. Εκείνη την ημέρα η ομίχλη ήταν πυκνή και είχε απλωθεί μέχρι τις παρυφές της Οίτης, εμποδίζοντας την ορατότητα των Φωκέων που φυλούσαν το πέρασμα. Οι Γαλάτες τους αιφνιδίασαν, ωστόσο οι Φωκείς αντιστάθηκαν γενναία. Τελικά όμως αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν από το πέρασμα. Κατόρθωσαν εντούτοις να ειδοποιήσουν τους συντρόφους τους και να τους αναφέρουν την επικείμενη περικύκλωση προτού αυτή λάβει χώρα.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι Αθηναίοι κατάφεραν να αποσύρουν έγκαιρα τις τριήρεις και τα στρατεύματά τους. Το ίδιο έπραξαν και οι υπόλοιπες Ελληνικές δυνάμεις, με εκάστης ο στρατός να επιστρέφει στην πατρίδα του. Σε αυτή τη μάχη δεν υπήρξε κάτι ανάλογο με τους 300 Σπαρτιάτες και τους 700 Θεσπιείς. Ίσως για αυτό το λόγο να είναι λιγότερο γνωστή. Το πέρασμα ήταν πλέον ανοιχτό, με ολόκληρη τη Νότια Ελλάδα να είναι απροστάτευτη στην Κελτική επέλαση.
Επιδρομή στους Δελφούς
Ο Βρέννος και ο Ακιχώριος είχαν πλέον να επιλέξουν την επόμενη κίνηση………να βαδίσουν εναντίον των Αθηνών. Ο Βρέννος, χλευάζοντας τους αθάνατους θεούς των Ελλήνων είπε ειρωνικά ότι «εκείνοι που έχουν τα πλούτη θα πρέπει να φερθούν γενναιόδωρα στους θνητούς.». Χωρίς να σπαταλήσει χρόνο, διέταξε τον Ακιχώριο να εγκαταστήσει ένα μέρος του στρατού στην Ηράκλεια για να κρατά απασχολημένους τους Αιτωλούς και στη συνέχεια, με τον υπόλοιπο στρατό, να ακολουθήσει πορεία με κατεύθυνση στους Δελφούς. Ο ίδιος αναχώρησε από τις Θερμοπύλες διασχίζοντας τα στενά του Παρνασσού με σκοπό να συλήσει το θησαυροφυλάκιο που βρισκόταν στον ιερό ναό του θεού Απόλλωνα.
Τρομοκρατημένοι οι κάτοικοι των Δελφών, αναζήτησαν καταφύγιο στο Μαντείο. Σε υπεράσπιση του Μαντείου προσέτρεξαν οι Φωκιείς από την Άμφισσα και περίπου 1200 Αιτωλείς. Η κύρια στρατιά των Αιτωλών στράφηκε ενάντια στον Ακιχώριο, ο οποίος είχε εν τω μεταξύ ξεκινήσει από την Ηράκλεια για να συναντήσει το Βρέννο (έχοντας ολοκληρώσει την αποστολή που ο Βρέννος τού ανέθεσε). Στην ουσία οι Αιτωλοί αναλώθηκαν σε συνεχή ανταρτοπόλεμο παρενοχλώντας την οπισθοφυλακή της Γαλατικής παράταξης η οποία μετέφερε τα λάφυρα από τις προηγούμενες λεηλασίες. Αυτή η δολιοφθορά ανάγκασε τους Γαλάτες να κινούνται με αργό ρυθμό. Ο Βρέννος αφίχθη στους Δελφούς όπου είχε πλέον να αντιμετωπίσει τους Έλληνες που είχαν καταφτάσει να υπερασπιστούν το ιερό. Προσπάθησε να εγείρει το ηθικό των στρατιωτών του δείχνοντάς τους στον ορίζοντα το μαντείο και λέγοντάς τους ότι τα αγάλματα και τα άρματα με τα τέσσερα άλογα, ευδιάκριτα από εκείνο το σημείο, ήταν κατασκευασμένα από καθαρό χρυσάφι και θα αποδεικνύονταν ακόμα πιο μεγάλα σε αξία όταν ζυγίζονταν.


Ο Θνήσκων Γαλάτης, ένα ρωμαϊκό μαρμάρινο αντίγραφο ενός ελληνιστικού έργου του τέλους του 3ου αιώνα π.Χ. Μουσεία Καπιτωλίου, Ρώμη_wikipedia
Ο Θνήσκων Γαλάτης_Ρωμαϊκό μαρμάρινο αντίγραφο Ελληνιστικού έργου _ τέλη 3ου αιώνα π.Χ. _Μουσείο Καπιτωλίου, Ρώμη_wikipedia

Οι Δελφιείς από την άλλη πλευρά είχαν ως μοναδική πηγή θάρρους την πίστη ότι ο θεός Απόλλωνας ήταν στο πλευρό τους παρά τις δικές τους ικανότητες και δυνάμεις. Κατάφεραν ωστόσο να αποκρούσουν την επίθεση των αναρριχώμενων στους βράχους Γαλατών εκσφενδονίζοντας πέτρες και ακόντια από την κορυφή του λόφου. Σύμφωνα με την ποιητική περιγραφή του Παυσανία, οι Γαλάτες, εκτός από τους Έλληνες, είχαν να αντιμετωπίσουν και τα στοιχεία της φύσης, σεισμούς, κεραυνούς και αστραπές, σημάδια θεόσταλτα από το θεό Απόλλωνα. Πέραν της «θεϊκής παρέμβασης» φαίνεται πιθανό να επικρατούσε στην περιοχή σφοδρή καταιγίδα, με αποτέλεσμα αρκετοί από τους Γαλάτες να σκοτωθούν από τις συνεχείς κατολισθήσεις βράχων.
Ωστόσο, πολλές ήσαν οι απώλειες και για τους Έλληνες. Κατά τη διάρκεια της νύχτας η κατάσταση για τους Γαλάτες δεν ήταν καλύτερη. Αφόρητο ψύχος κάλυψε την περιοχή ενώ βράχοι έπεφταν συνέχεια από τον Παρνασσό και καταπλάκωναν πολλούς από τους στρατιώτες του Βρέννου, οι οποίοι ήταν μαζεμένοι σε ομάδες για να προστατευθούν από ενδεχόμενες αιφνιδιαστικές νυχτερινές επιθέσεις των Ελλήνων. Μόλις ο ήλιος πρόβαλε πάνω από τους Δελφούς, οι Έλληνες επιτέθηκαν κατά μέτωπο με εξαίρεση τους Φωκιείς, οι οποίοι, γνωρίζοντας καλά το μέρος, επέλεξαν να κατέβουν στις δύσβατες πλαγιές του Παρνασσού και να χτυπήσουν τους Κέλτες στα μετόπισθεν εξαπολύοντας βέλη και ακόντια. Στην αρχή της μάχης οι Γαλάτες αντιστάθηκαν γενναία, ειδικότερα η φρουρά του Βρέννου. Ωστόσο, μόλις τραυματίστηκε ο αρχηγός τους, αναγκάστηκαν να οπισθοχωρήσουν, καθώς οι Έλληνες επετίθεντο από όλες τις μεριές. Κατά την οπισθοχώρησή τους αυτή σκότωσαν όσους από τους συντρόφους τους ήταν τραυματισμένοι, ή βαριά άρρωστοι από τις κακουχίες και δεν μπορούσαν να τους ακολουθήσουν.
Αποτυχία Γαλατικής εκστρατείας
Με τον ερχομό της επόμενης νύχτας, οι Γαλάτες κατελήφθησαν από συναισθήματα σύγχυσης και φόβου. Πολλοί από αυτούς στράφηκαν ενάντια στους συντρόφους τους και άρχισαν να αλληλοεξοντώνονται. Οι Φωκιείς ήταν οι πρώτοι που ανέφεραν στους υπόλοιπους Έλληνες τον ακατάσχετο πανικό που είχε κυριεύσει τον εχθρό. Αυτή η εξέλιξη όπλισε με περισσότερο θάρρος και αποφασιστικότητα τους κατοίκους των γύρω περιοχών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι Γαλάτες, εκτός από το ανελέητο κυνηγητό από τους Έλληνες, είχαν πλέον να αντιμετωπίσουν και την πείνα, καθώς κάθε προσπάθεια συγκέντρωσης βρώσιμων υλών από τη γύρω περιοχή βαφόταν με αίμα. Περίπου 6.000 Κέλτες χάθηκαν στη μάχη και άλλους 10.000 να ακολουθούν στον πανικό που ακολούθησε. Σε αυτούς προσετέθησαν ακόμα τόσοι, ως θύματα της πείνας και του κρύου. Οι απόψεις για την τύχη του Βρέννου διίστανται: ο Παυσανίας ισχυρίζεται ότι αυτοκτόνησε αφού πρώτα κατανάλωσε «άκρατον οίνον». Ο Ιουστίνος παρουσιάζει ως μέσο της αυτοκτονίας ένα μαχαίρι ενώ ο Διόδωρος αναφέρει ότι πρώτα μέθυσε και στη συνέχεια χρησιμοποίησε ένα σπαθί. Το πλέον πιθανό είναι ότι ο Βρέννος, λόγω των εκτεταμένων τραυμάτων που έφερε, αυτοκτόνησε με το σπαθί του σύμφωνα με το κελτικό έθιμο που απαιτούσε οι βαριά τραυματισμένοι άντρες να αφαιρούν τη ζωή τους αλλά και τη ζωή των άμεσων συγγενικών τους προσώπων.
Πιθανότατα οι Γαλάτες πίστευαν ότι ο αργός θάνατος ήταν εξαιρετικά ατιμωτικός, ή ότι δεν έπρεπε με κανένα τρόπο να πέσουν ζωντανοί στα χέρια του εχθρού. Οι Αθηναίοι, μαθαίνοντας τα γεγονότα, ένωσαν τις δυνάμεις τους με τους Βοιωτούς και ξεκίνησαν να καταδιώκουν από κοινού τους Γαλάτες σκοτώνοντας αυτούς που καθυστερούσαν κι έμεναν πίσω. Οι Γαλάτες κατόρθωσαν να αποσυρθούν από τους Δελφούς και να ενώσουν τις δυνάμεις τους με τον Ακιχώριο, ο οποίος στο μεταξύ είχε αναχωρήσει από την Ηράκλεια για να καλύψει την υποχώρηση των συντρόφων του. Έχοντας πλέον αυτόν ως αρχηγό, μετά από υπόδειξη και επιθυμία του αποθανόντος Βρέννου, κατευθύνθηκαν προς το γαλατικό στρατόπεδο. Καθ’ οδόν, και νιώθοντας καυτή την ανάσα των Αιτωλών στην πλάτη τους, συνάντησαν κοντά στο Σπερχειό τους Θεσσαλούς και τους Μαλιείς, οι οποίοι είχαν σταθεί εκεί αποφασισμένοι να ανταποδώσουν τα δεινά που τους προξένησαν οι επίδοξοι κατακτητές. Οι περισσότεροι Έλληνες ιστορικοί της εποχής καταμαρτυρούν ότι ουδείς Γαλάτης επέζησε της σφαγής στον Σπερχειό ποταμό.


Εποικίσεις Γαλατικών φύλων

Ωστόσο, σύμφωνα με κάποιες άλλες μαρτυρίες, Γαλατικό απόσπασμα που είχε επιτεθεί στους Δελφούς, οι Τεκτόσαγες, κατάφεραν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, ενώ και άλλοι, υπό τις διαταγές των Κομοντόριου και Βαθάναττου, κατευθύνθηκαν προς το Βορρά έχοντας μαζί τους αρκετά από τα λάφυρα που είχαν συγκεντρώσει. Μέσω διαρκών επιθέσεων από αυτούς που είχαν δεινοπαθήσει κατά την κάθοδό τους, έφτασαν στη χώρα των Δαρδανών κι εκεί χωρίστηκαν: ο μεν Βαθάναττος στράφηκε προς την Ιλλυρία και εγκαταστάθηκε στην περιοχή μεταξύ των ποταμών Σάβου και Δούναβη, ενώ ο στρατός του Κομοντόριου νίκησε τους Τριβαλλούς και τους Γέτες και εγκαταστάθηκε στην Τύλη, στις δύο πλευρές του Αίμου, κοντά στη σημερινή Βουλγαρική πόλη Στάρα Ζάγορα. Οι Γαλάτες υπό τις διαταγές του Λουτάριου και του Λεοννόριου πέρασαν στον Ελλήσποντο και, αφού υποσχέθηκαν πίστη και φιλία στο Νικομήδη, βασιλιά της Βιθυνίας, εγκαταστάθηκαν στην Ανατολία, σε μια περιοχή που έλαβε το όνομά τους (Γαλατία).
Σημασία της Ελληνικής νίκης


Απεικόνιση Γαλατικής κεφαλής σε Θρακικό νόμισμα. (Αρχαιολογικό μουσείο Κωνσταντινούπολης)

Οι Γαλάτες εισβάλλοντας στην Ελλάδα είχαν σκοπό όχι απλώς να τη λεηλατήσουν αλλά και να την αποικίσουν. Πήραν μαζί τους τις γυναίκες και τα παιδιά τους με σκοπό να βρουν νέες εστίες και να εγκατασταθούν μόνιμα σε αυτές. Σε αυτήν την άποψη συνηγορεί το ότι μετά τη δεύτερη εισβολή, οι επιζήσαντες δημιούργησαν κελτικό βασίλειο στην Τύλη, ενώ άλλοι εγκαταστάθηκαν στη Μικρά Ασία και παρέμειναν εκεί για αρκετούς αιώνες ως μια αυτοτελής εθνική ομάδα.
Είναι αξιομνημόνευτη η αποφασιστικότητα που επέδειξαν μέσα στην απελπισία τους οι Έλληνες. Αξιοσημείωτο είναι ότι αγωνιζόμενοι να επιζήσουν, αφάνισαν δεκάδες χιλιάδες Γαλάτες παρότι συνολικά δεν είχαν συγκεντρώσει περισσότερους από 30.000 μαχητές. Το κατόρθωμα αυτό γίνεται ακόμα μεγαλύτερο αν αναλογιστεί κανείς ότι ο σωματότυπος και η αριθμητική υπεροχή του εχθρού, σε συνδυασμό με την έλλειψη των μεγάλων ηγετών στον Ελλαδικό χώρο – δεδομένης της απουσίας των Πύρρου και του Αντίγονου Γονατά – καθιστούσε αναμενόμενη την Κελτική επικράτηση.
Ωστόσο, σε μια εποχή φθοράς των παλαιών αξιών, εμφύλιων σπαραγμών και με την λάμψη του Ελληνικού πολιτισμού να σβήνει, το Ελληνικό πνεύμα, με πρωταγωνιστές τους Αιτωλούς, απέδειξε για ακόμα μια φορά την αξία του ενάντια σε έναν ισχυρό και αλώβητο λαό που δέσποζε σε ολόκληρη τη Δυτική Ευρώπη και ο οποίος στις αρχές του 4ου π.Χ. αιώνα είχαν κατακτήσει τη μετέπειτα κοσμοκράτειρα Ρώμη.
Οι Έλληνες, σε μια εποχή παρακμής, τέλεσαν έναν άθλο μεγαλύτερο ίσως εκείνου της αναχαίτισης των Περσικών ορδών μερικούς αιώνες πριν, όταν η Ελλάδα ήκμαζε σε όλους τους τομείς. Είναι πράγματι θλιβερό που μια τόσο σημαντική στιγμή στην Ελληνική ιστορία δεν έχει την προβολή που της αρμόζει.
 - See more at: http://www.pronews.gr/portal/20160529/sports/istoria/agnostes-mahes-ton-ellinon-otan-oi-galates-epiheirisan-na-afanisoyn-tin#sthash.SIfGo6DH.dpuf

Κυριακή 29 Μαΐου 2016

Η άλωση της Κωνσταντινούπολης, 29 Μαΐου 1453

Τρίτη 29 Μαΐου 1453, οκτώ η ώρα το πρωί.
Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, ο τελευταίος Αυτοκράτορας του Βυζαντίου, καταπληγωμένος, καταματωμένος, με ξεσκισμένα ρούχα, κραυγάζει σαν Χριστός σταυρωμένος: «Η Πόλη πάρθηκε και εγώ ακόμα ζω; Δεν υπάρχει κανένας χριστιανός για να πάρει το κεφάλι μου;»
(Από το «Χρονικό» του Γεωργίου Σφραντζή)


Πέρασαν κιόλας πεντακόσια εξήντα τρία χρόνια από την άλωση της Πόλης που ήταν το τελευταίο μεγάλο κέντρο του αρχαίου, του αθάνατου ελληνικού πολιτισμού. Της Πόλης που η άλωση της σήμανε το τέλος μιας μακράς και ένδοξης ιστορίας.

Η Κωνσταντινούπολη συγκέντρωνε την εποχή της ακμής της μαζί με τα προάστια 1.000.000 κατοίκους. Τις παραμονές της άλωσης ο συνολικός πληθυσμός που είχε απομείνει δεν ξεπερνούσε τους 80.000 κατοίκους.

Η άλωση της Κωνσταντινούπολης ήταν το επακόλουθο, η συνέπεια μιας μακροχρόνιας και πολύπλευρης κρίσης που είχε αρχίσει πολλούς αιώνες νωρίτερα και είχε φθείρει σταδιακά κάθε δύναμη, είχε εξαντλήσει κάθε ικμάδα του άλλοτε παντοδύναμου βυζαντινού κράτους, ενός κράτους που αποτελούσε τον προμαχώνα της Ευρώπης απέναντι σε κάθε επιδρομέα.

Η στρατιωτική αποτυχία του Διογένη Ρωμανού στο Ματζικέρτ το 1071 σηματοδότησε επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις μέσα στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Οι εσωτερικές αυτές έριδες οδηγούσαν τις αντιμαχόμενες παρατάξεις στην πρόσληψη μισθοφόρων Τούρκων. Έτσι, οι Βυζαντινοί «έβαζαν τους λύκους να φυλάγουν τα πρόβατα» και οι Τούρκοι άρχισαν να εγκαθίστανται σε τεράστιες εκτάσεις της Μικράς Ασίας  και να δημιουργούν διάφορα τουρκικά εμιράτα μέσα στην καρδιά του Βυζαντίου.

Το 1081, δέκα μόλις χρόνια μετά την Μάχη του Ματζικέρτ, ο Σουλειμάν ιδρύει στη Νίκαια το κράτος των Σελτζούκων και ως μισθοφόρος προσφέρει τις υπηρεσίες του στον Μιχαήλ τον 7ο εναντίον του Νικηφόρου Βοτανειάτη, στον Νικηφόρο Βοτανειάτη εναντίον του Νικηφόρου Βρυέννιου και τέλος στον Νικηφόρο Μελισσηνό εναντίον του Νικηφόρου Βοτανειάτη, με την συμφωνία όμως να κρατήσει τα μισά από τα εδάφη που θα αφαιρούσαν από τον «εχθρό».

Από τους 93 αυτοκράτορες που κάθισαν στον θρόνο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας οι 30 αναφέρονται ως σφετεριστές της εξουσίας. Οι συνεχείς αυτές έριδες και αντιδικίες υπέσκαψαν σταδιακά τα θεμέλια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και οδήγησαν στην παρακμή και στην πτώση της. Έτσι, 239 χρόνια μετά την μάχη του Ματζικέρτ, το πιο ασήμαντο τουρκικό εμιράτο, που ξεκίνησε το 1.300 από τα βουνά της Κιλικίας με αρχηγό τον Οσμάν, έμελλε να εκμεταλλευτεί την αναρχία και τις εμφύλιες διαμάχες των Βυζαντινών και να σφραγίσει το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Το 1326 ο εμίρης Οσμάν, αφού καταλαμβάνει την Νικομήδεια, φθάνει μέχρι την περιοχή του Βοσπόρου, αυτοανακηρύσσεται σουλτάνος και κάνει πλέον άμεση, εμφανή και σοβαρή την απειλή για την Κωνσταντινούπολη. Παρ΄ όλα αυτά, όταν το 1341 ξεσπάει στην Κωνσταντινούπολη πόλεμος μεταξύ του Ιωάννη Κατακουζηνού και των ανθρώπων του περιβάλλοντος του ανήλικου βασιλέως Ιωάννου του 5ου, ο Ιωάννης Κατακουζηνός χρησιμοποιεί ως μισθοφόρους τους Τούρκους,  αποκτά μάλιστα και συγγενικό δεσμό μαζί τους, αφού η αδελφή του, η Θεοδώρα, παντρεύτηκε τον σουλτάνο Ορχάν. Ο σουλτάνος Ορχάν στέλνει 6.000 άντρες στην Θράκη για την υποστήριξη του γυναικάδελφου του, ο οποίος επιβάλλεται των αντιπάλων του και ανεβαίνει στον θρόνο με το όνομα Ιωάννης ο 6ος. Οι Τούρκοι μισθοφόροι παραμένουν όμως στην Θράκη και, όταν ο Ιωάννης Κατακουζηνός χάνει τον θρόνο από τον Ιωάννη τον 5ο, βρίσκουν την «κατάλληλη ευκαιρία» και καταλαμβάνουν το Διδυμότειχο και την Αλεξανδρούπολη. Το 1360 ιδρύουν τουρκικό κράτος επί Ευρωπαϊκού εδάφους και στα νώτα πλέον της Κωνσταντινούπολης.

Το 1395 και το 1422 δύο πολιορκίες της Πόλης καταλήγουν σε αποτυχία και η Κωνσταντινούπολη σώζεται. Μέχρι το 1451 στο κράτος αυτό σουλτάνος ήταν ο Μουράτ ο 2ος . Με τον θάνατό του στον θρόνο ανεβαίνει ένας αδίστακτος, σκληρός και φιλοπόλεμος εικοσάχρονος νεαρός: Ο Μεχμέτ ο Πορθητής.

Ο ιστορικός Δούκας γράφει για τον νεαρό σουλτάνο πως, όποιος κάποιος αισθάνεται ένα είδος ευχαρίστησης όταν σκοτώνει ψύλλους, έτσι και αυτός ηδονιζόταν να σκοτώνει ανθρώπους με τα ίδια του τα χέρια. Από μικρότερος ακόμα ήταν φιλόδοξος, ορμητικός και φανατικός εχθρός του ελληνισμού. Έβριζε τους χριστιανούς και απειλούσε πως όταν πάρει την εξουσία θα τους εξαφανίσει από προσώπου γης.

Από την πρώτη ημέρα που πήρε την εξουσία, η έμμονη ιδέα της κατάκτησης της Κωνσταντινούπολης, που θα του χάριζε αιώνια δόξα, γίνεται ο μοναδικός σκοπός της ζωής του. Κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε λεπτό της δραστηριότητας του είναι πλέον αφιερωμένο στον σκοπό αυτό. Από την άλλη πλευρά, το πάλαι ποτέ πανίσχυρο βυζαντινό κράτος δεν είναι τίποτε άλλο από μια πάμπτωχη και ερειπωμένη πόλη η οποία, κλεισμένη μέσα στα τείχη είναι τελείως εγκαταλελειμμένη από όλους τους χριστιανούς ηγεμόνες της Δύσης.

Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος που διαδέχτηκε το 1448 τον αδελφό του, κάνει απεγνωσμένες προσπάθειες να εξασφαλίσει βοήθεια από την Δύση. Παρά τις συνεχείς εκκλήσεις του, παρά τις ολοένα και πιο ταπεινωτικές συμφωνίες για στρατιωτική και οικονομική βοήθεια, η Δύση στάθηκε σιωπηλή και αδιάφορη λες και ο θανάσιμος κίνδυνος δεν απειλούσε, σε τελευταία ανάλυση, τους χριστιανούς ηγεμόνες της Δύσης.

Τον Μάρτιο του 1452 ο νεαρός σουλτάνος αποφασίζει να χτίσει μεγάλο φρούριο στα παράλια του Βοσπόρου, σε σημείο που η ασιατική και η ευρωπαϊκή ακτή πλησιάζουν τόσο πολύ ώστε να αποκλείσει την Κωνσταντινούπολη από την Μαύρη Θάλασσα, να μεταφέρει εύκολα στρατεύματα από την Ασία στην Ευρώπη και να βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από τον στόχο του. Το φρούριο, που ο σουλτάνος ονόμασε Boyazkesen, δηλαδή «λαιμοκόπτη», και που σήμερα είναι γνωστό σαν Ρούμελη Χισάρ, χτίστηκε σε χρόνο ρεκόρ. Ήταν έτοιμο στα τέλη Αυγούστου 1452.

Ένας μεγάλος Ούγγρος τεχνίτης, κατασκευαστής πυροβόλων, ο Ουρμπάν, προσφέρει τις υπηρεσίες του στον αυτοκράτορα, που όμως δεν μπορεί να τον πληρώσει παρά μόνο με μια ασήμαντη αμοιβή λόγω της άθλιας οικονομικής κατάστασης του Βυζαντίου. Έτσι ο Ουρμπάν εγκαταλείπει την Πόλη και σπεύδει στον σουλτάνο Μεχμέτ, ο οποίος του προσφέρει πλούσια αμοιβή. Μέσα σε τρείς μήνες κατασκευάζει για τον στρατό του σουλτάνου ένα τηλεβόλο, που όπως γράφει ο ιστορικός Δούκας ήταν ένα «τέρας φοβερό και απαίσιο».

Στις αρχές Φεβρουαρίου του 1453 ο σουλτάνος δίνει εντολή να μεταφερθεί το τηλεβόλο πέντε μίλια από την Πόλη και η μεταφορά του κρατάει σχεδόν δύο μήνες. Χρειάστηκαν 30 αμάξια, 60 βόδια και 200 άντρες για το σύρουν και να το ισορροπούν. Ταυτόχρονα ο σουλτάνος στέλνει αγγελιοφόρους σε όλη την Ανατολή προσκαλώντας τους πάντες να πάρουν μέρος στην άλωση και στην λεηλασία της Πόλης. Οι πύργοι, τα χωράφια, τα χωριά που βρισκόταν έξω από τα τείχη της Πόλης κυριεύονται. Συγκεντρώνεται άφθονο πολεμικό υλικό, πολεμικές μηχανές, ελαιοβόλα που εμφανίζονται για πρώτη φορά σε πολεμικές επιχειρήσεις, 420 πλοία, τριήρεις, διήρεις, μονήρεις και πολλά άλλα σκάφη, 200.000 τακτικός στρατός και ένα αναρίθμητο πλήθος πεινασμένων πολιορκητών που ήρθαν μόνο και μόνο για να είναι παρόντες την ώρα της λεηλασίας.

Μέσα στα τείχη της Κωνσταντινούπολης βρισκόταν μόλις 5.000 μαχητές –συμπεριλαμβανομένων των μοναχών και των εθελοντών- καθώς επίσης και 2.000 ξένοι. Στη θάλασσα βρισκόταν λίγα μόνο σκάφη, που ήταν αγκυροβολημένα στον λιμένα της Κωνσταντινούπολης.

Ο αυτοκράτορας διατάζει να κλείσει το λιμάνι, δηλαδή ο Κεράτιος Κόλπος, με την μεγάλη αλυσίδα, ένα μέρος της οποίας βρισκόταν στον πύργο του Ευγενίου, κάτω από την ακρόπολη, ενώ το άλλο στον πύργο των παραθαλασσίων τειχών, στον Γαλατά. Και την Δευτέρα 2 Απριλίου 1453 αρχίζει η εικοστή και τελευταία πολιορκία της Κωνσταντινούπολης. 

Η πρώτη μεγάλη έφοδος των Τούρκων γίνεται στις 20 Απριλίου 1453. Ο αυτοκράτορας τρέχει αδιάκοπα σε όλη την Πόλη δίνοντας κουράγιο και ηθικό στους πολιορκούμενους. Οι επιδρομείς θερίζονται σαν στάχυα γύρω από τα τείχη της Πόλης και το αίμα τους ρέει σαν ποτάμι. Η επιδρομή σημειώνει αποτυχία. Ο αυτοκράτορας περιφέρεται κάθε βράδυ σε όλες τις αμυντικές θέσεις αγρυπνώντας και επιβλέποντας την αποκατάσταση των ζημιών στα τείχη ή συμμετέχοντας στο άδειασμα των τάφρων γύρω από τα τείχη.

Η δεύτερη μεγάλη τουρκική επίθεση γίνεται στις 11 το βράδυ της 7ης Μαΐου 1453, που όμως αποκρούστηκε και αυτή με μεγάλες απώλειες των επιτιθεμένων και μικρές βλάβες των τειχών που επισκευάστηκαν αμέσως.

Την ίδια τύχη είχε και η Τρίτη μεγάλη επίθεση των Τούρκων που εκδηλώθηκε στις 12 Μαΐου 1453.

Στις 18 Μαΐου 1453 ένας τεράστιος πολιορκητικός πύργος εμφανίστηκε μπρος τα τείχη της Πόλης και άρχισε η επόμενη μεγάλη τουρκική επίθεση. Ο Γ. Σφραντζής γράφει στο «Χρονικό» του:

«Οι Τούρκοι κατά πρώτο άρχισαν την επίθεση με την φοβερή εκείνη μηχανή του Ούγγρου τεχνικού και γκρέμισαν τον πύργο πλάι στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού. Αμέσως μετά έσυραν το τηλεβόλο αυτό και το τοποθέτησαν στο άνοιγμα του τείχους. Η μάχη είχε γίνει φρικαλέα. Άρχισε πριν την ανατολή του ηλίου και κράτησε όλη μέρα. Από αυτά που έριχναν οι Τούρκοι μέσα στην τάφρο και απ΄ αυτά που έπεσαν από τον γκρεμισμένο πύργο, δημιουργήθηκε για τους επιδρομείς ένας σχεδόν ίσιος δρόμος. Αλλά οι πολεμιστές μας απέκρουσαν πολλές φορές και με γενναιότητα τους εχθρούς που συνέχιζαν τις επιθέσεις τους μέχρι την πρώτη ώρα της νύχτας. Τότε αποσύρθηκαν με την ελπίδα ότι την επομένη θα κυριεύσουν την Πόλη. Οι ελπίδες τους όμως δεν πραγματοποιήθηκαν. Όλοι οι Έλληνες, μαζί με τον αυτοκράτορα, όλη την νύχτα άδειασαν την τάφρο και επισκεύασαν με κάθε δυνατό μέσο τον μισογκρεμισμένο πύργο. Την επομένη τα ξημερώματα, όταν επανήλθαν οι Τούρκοι, απόρησαν. Ο σουλτάνος στεναχωρήθηκε και ντροπιάστηκε».

Και πώς να μην στεναχωρηθεί και να μην ντροπιαστεί ο νεαρός σουλτάνος, όταν μέσα σε μια τόσο απελπιστική κατάσταση μια χούφτα περικυκλωμένων μαχητών αντιμετώπιζε με επιτυχία επί σαράντα έξη μέχρι τότε ημέρες τον ατέλειωτο ποταμό των εκατοντάδων χιλιάδων επιδρομέων, αποκρούοντας συνεχώς τις λυσσασμένες επιθέσεις τους;

Λίγες μόνο μέρες πριν από την καινούργια έφοδο ο νεαρός σουλτάνος στέλνει μήνυμα στον αυτοκράτορα λέγοντας πως δεν πρόκειται να υποχωρήσει και προτείνει ειρηνική παράδοση της Πόλης με σημαντικά ανταλλάγματα. Αντί απάντησης ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος συνεχίζει να συμπληρώνει την άμυνα της Πόλης, όταν ο νεαρός σουλτάνος στέλνει νέο μήνυμα λέγοντας στον αυτοκράτορα:

«Θέλεις να εγκαταλείψεις την Πόλη και να πας με τους άρχοντες σου και τα υπάρχοντα σου όπου θέλεις ή να αντισταθείς και να χάσεις εσύ και οι δικοί σου τη ζωή σας και τα υπάρχοντα σας και ο λαός σου να αιχμαλωτιστεί από τους Τούρκους και να σκορπιστεί σαν σκλάβος σ΄όλη τη γη

Ο πονηρός σουλτάνος προσπαθούσε πλέον να αρπάξει με υποσχέσεις αυτό που δεν μπόρεσε να καταλάβει με την βία. Και είχε πολύ σημαντικούς λόγους να το κάνει. Ο στρατός του πλέον έδειχνε μεγάλη αδημονία και εκνευρισμό, αφού είχαν περάσει σχεδόν δύο μήνες από την έναρξη της πολιορκίας και όχι μόνο δεν είχαν πετύχει τον στόχο τους, αλλά δεν είχαν σημειώσει ούτε μια αποφασιστική νίκη, είτε στην ξηρά είτε στην θάλασσα. Κοντά σ΄αυτά υπήρχαν και πληροφορίες για πολύ μεγάλη βοήθεια που ετοίμαζαν οι Δυτικοί και που θα ανέτρεπε την ισορροπία υπέρ των πολιορκημένων.

Ο ιστορικός Δούκας μας μεταφέρει την λιτή και ηρωική απάντηση του αυτοκράτορα, που είχε την σύμφωνη γνώμη όλης της συγκλήτου:

«Εάν μεν θέλεις να ζήσεις και συ, όπως και οι πατέρες σου, ειρηνικά μαζί μας, θα οφείλουμε χάρη στο Θεό. Κράτησε τα κάστρα και τη γη που άδικα μας άρπαξες, σν να τα ΄χεις αποκτήσει δικαίως και καθόρισε ακόμα φόρους τόσους όσους θα μπορούσαμε να σου δίνουμε κατ΄έτος και φύγε ειρηνικά. Δεν είναι δικαίωμα μου να σου παραδώσω την Πόλη και είμαστε όλοι αποφασισμένοι αυτόβουλα να μη λυπηθούμε τη ζωή μας και να πεθάνουμε».

Ο σουλτάνος ήταν πλέον αποκαρδιωμένος. Η Κωνσταντινούπολη ήταν πολύ κοντά στην απαλλαγή από τον θανάσιμο εναγκαλισμό του εχθρού. Ο Μεχμέτ ήταν ώριμος να λύσει την πολιορκία και είχε αποφασίσει πως μια τελευταία έφοδος θα έκρινε και την τύχη της. Αν αποτύγχανε και αυτή όπως και οι προηγούμενες, θα υποχωρούσε λύνοντας την θηλιά που κοντά δυο μήνες είχε σφίξει στον λαιμό της Κωνσταντινούπολης, χωρίς να πετύχει τον σκοπό του.

Το απόγευμα του Σαββάτου 26 Μαΐου 1453 ο σουλτάνος συγκαλεί πολεμικό συμβούλιο. Ο πρώτος σύμβουλος του σουλτάνου που είχε μεγάλο κύρος, ο βεζίρης Χαλήλ Πασάς, εισηγείται την άμεση λύση της πολιορκίας. Αντίθετα ο δεύτερος στην ιεραρχία Ζογάν Πασάς, εισηγείται την συνέχιση των επιθέσεων λέγοντας χαρακτηριστικά στον νεαρό σουλτάνο:

«Ούτε ο στρατός του Μεγάλου Αλεξάνδρου δεν ήταν τόσος όσος είναι ο δικός σου, ούτε είχε κάνει τόση προετοιμασία. Κι όμως κατέκτησε τον κόσμο

Αυτά ήταν τα λόγια που ήθελε να ακούσει ο νεαρός σουλτάνος. Υποστηριζόμενος από τους νεότερους και πλέον ενθουσιώδεις στρατηγούς, πήρε την απόφαση για την τελευταία, μεγάλη προσπάθεια. Την νύχτα της Κυριακής 27 προς την Δευτέρα 28 Μαΐου 1453 διατάζει να ανάψουν φωτιές και να καίνε φανοί γύρω από την πολιορκημένη Πόλη. Και το απόγευμα της Δευτέρας 28 Μαΐου 1453 απευθύνεται στο στρατό του στοχεύοντας στο ευαίσθητο σημείο του. Τα λόγια του, που μας μεταφέρει ο Γ. Σφραντζής στο «Χρονικό» του, είναι χαρακτηριστικά της πολιτισμικής στάθμης των υπηκόων του: 

«Σ΄αυτή την Πόλη υπάρχει πολύς και παντοειδής πλούτος, στα ανάκτορα, στα σπίτια των αρχόντων και στα σπίτια των ιδιωτών, αλλά καλύτερος και περισσότερος πλούτος βρίσκεται στους ναούς με αναθήματα και κειμήλια από χρυσό και άργυρο και πολύτιμους λίθους και πολυτελή μαργαριτάρια. Όλα αυτά θα γίνουν δικά σας. Έπειτα υπάρχουν πολλοί άνδρες ευγενείς και επίσημοι που άλλοι μεν θα γίνουν δούλοι σας άλλοι δε θα πουληθούν από εσάς. Και γυναίκες υπάρχουν πολλές, νέες και ωραίες και ευπαρουσίαστες και παρθένες και από οικογένειες ευγενών. Υπάρχουν επίσης και παίδες ωραιότατοι και καθώς πρέπει που θα είναι στη διάθεση σας».

Και λίγο πριν τελειώσει τον λόγο του ο σουλτάνος δίνει το αποφασιστικό κίνητρο στον πεινασμένο ποταμό των επιδρομέων:

«Για τρείς μέρες η Πόλη θα είναι στη διάθεση σας να την λεηλατήσετε. Οτιδήποτε θα βρείτε ή θα αρπάξετε, είτε αυτό είναι σκεύος από χρυσάφι ή άργυρο είτε είναι ενδύματα ή αιχμάλωτοι, άντρες ή γυναίκες, μικροί ή μεγάλοι, κανείς δεν θα έχει το δικαίωμα να σας τα αφαιρέσει ή να σας ενοχλήσει σε κάτι!»

Το σύνθημα «Yiagma! Yiagma!», δηλαδή «Λεηλασία! Λεηλασία!» γίνεται η ιαχή του ποταμού των πεινασμένων πολιορκητών της Κωνσταντινούπολης.

Μέσα στα τείχη οι πολιορκημένοι είναι ενωμένοι σε μια αδιάσπαστη ενότητα που μόνο τέτοιες στιγμές μπορούν να δημιουργήσουν. Την Δευτέρα 28 Μαΐου 1453 κάνουν ξυπόλητοι λιτανεία με τις άγιες εικόνες τόσο πάνω στα τείχη όσο και μέσα στην Πόλη. Μετά το τέλος της λιτανείας ο αυτοκράτορας καλεί όλους τους προύχοντες και τους στρατιωτικούς αρχηγούς. Δεν τους τάζει λάφυρα, δούλους, πλούτη και σαρκικές απολαύσεις, όπως ο σουλτάνος. Απευθύνεται στην ψυχή και στο πνεύμα τους. Με θλίψη, παράπονο αλλά και αποφασιστικότητα ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, αφού απαριθμεί τις χώρες και τους λαούς που ήλεγχε το Βυζάντιο στην περίοδο της ακμής του, τους απευθύνει λόγια που έχουν ένα μοναδικό, ανεπανάληπτο μεγαλείο - όπως μας τα μεταφέρει ο Γ. Σφραντζής στο «Χρονικό» του: 

«Σας εμπιστεύομαι την λαμπρή και ένδοξη αυτή πόλη και πατρίδα μας που είναι η Βασίλισσα όλων των Πόλεων. Γνωρίζεται καλά αδελφοί μου πως όλοι είμαστε υποχρεωμένοι για τέσσερα πράγματα να πολεμούμε μέχρι θανάτου, παρά να ζούμε σαν δούλοι. Πρώτον για την πίστη και την θρησκεία μας. Δεύτερο για την πατρίδα μας. Τρίτο για τον Βασιλέα που είναι αντιπρόσωπος του Κυρίου μας. Και τέταρτο για τους συγγενείς και φίλους μας. Λοιπόν αδελφοί μου, εάν οφείλουμε να αγωνιζόμαστε μέχρι θανάτου για κάθε ένα από αυτά τα τέσσερα ιδανικά, πολύ περισσότερο πρέπει να είμαστε πρόθυμοι να δώσουμε και τη ζωή μας ακόμα και για τα τέσσερα μαζί

Και ο λόγος του τελευταίου αυτοκράτορα του Βυζαντίου τέλειωνε με τα εξής λόγια:

«Όταν αγωνιστούμε ηρωικά… τότε ένα αδαμάντινο στεφάνι ετοιμάστηκε για μας στον ουρανό και μια μνήμη αιώνια και δοξασμένη μας περιμένει σ΄αυτό τον κόσμο».

Η τελευταία τουρκική έφοδος άρχισε στις 2 τα ξημερώματα της Τρίτης 29 Μαΐου 1453. Η πρώτη επίθεση διήρκησε δύο ώρες και τέλειωσε με τον αποδεκατισμό των βαζιβουζούκων που αποκρούστηκαν από τους αμυνόμενους και διατάχτηκαν να υποχωρήσουν. Αμέσως μετά ακολουθεί η δεύτερη επίθεση με όλα πλέον τα τακτικά και καλά εξοπλισμένα τουρκικά στρατεύματα. Οι επιτιθέμενοι και πάλι υφίστανται πολύ σοβαρές απώλειες γιατί λόγω του τεράστιου όγκου δεν έχουν καμιά απολύτως ευελιξία, ενώ οι αμυνόμενοι, χάρη στην πλεονεκτική –λόγω ύψους- θέση τους, τους αποδεκατίζουν.

Ο σουλτάνος, μετά την αποτυχία των άτακτων βαζιβουζούκων αλλά και των τακτικών τουρκικών στρατευμάτων, έχει ένα τελευταίο χαρτί: τους 12.000 άριστα εκπαιδευμένους, ρωμαλέους και αφοσιωμένους σ΄αυτόν γενίτσαρους. Έξαλλος και αγανακτισμένος από την αδυναμία του στρατού του, ηγείται της νέας επίθεσης με τους γενίτσαρους που ξεκούραστοι και κάτω από το βλέμμα του αρχηγού τους ξεχύνονται στα τείχη γεμάτοι ορμή σα μαινόμενοι ταύροι. Οι καμπάνες των εκκλησιών ηχούν για τρίτη φορά την ίδια νύχτα και σημάνουν νέο, υπέρ πάντων συναγερμό. Η λυσσαλέα όμως επίθεση των γενίτσαρων εκφυλίζεται και φαίνεται να ακολουθεί την τύχη των δύο προηγούμενων επιθέσεων.

Τότε όμως, σύμφωνα με την άποψη πολλών ιστορικών, ένα συμπτωματικό περιστατικό θα καθορίσει την έκβαση της μάχης. Στο σημείο που ενώνεται το τείχος των Βλαχερνών με το διπλό Θεοδοσιανό τείχος και στο χαμηλότερο τμήμα του ανακτόρου του Εβδόμου υπήρχε από παλιά μια μικρή ημιυπόγειος πόρτα που την έλεγαν Κερκόπορτα. Από πολλά χρόνια η πόρτα αυτή ήταν κλειστή και αχρηστεμένη, αλλά τις παραμονές της πολιορκίας άνοιξε και χρησιμοποιούνταν για εξόδους κλεφτοπόλεμου. Η πόρτα λοιπόν αυτή είχε ξεχαστεί ανοικτή και τις δραματικές εκείνες στιγμές για τους αμυνόμενους, έγινε αντιληπτή από τους Τούρκους. Χωρίς να μπορούν να πιστέψουν στην ανέλπιστη τύχη τους, οι γενίτσαροι βρέθηκαν μέσα στην Πόλη. 

Οι υπερασπιστές της Πόλης όταν είδαν τους γενίτσαρους μέσα από τα τείχη, δεν μπορούσαν να φανταστούν πως ήταν λιγοστοί και πως είχαν εισχωρήσει από την Κερκόπορτα. Έτσι, από την μοιραία αυτή στιγμή και μετά άρχισε η κατάρρευση της άμυνας των υπερασπιστών της Κωνσταντινούπολης και σε λίγες ώρες ο νεαρός σουλτάνος θα έμπαινε νικητής στην Βασίλισσα των Πόλεων και θα έμενε στην ιστορία σαν Μεχμέτ ο Πορθητής.

Όλα είχαν τελειώσει στις δύο και μισή το μεσημέρι της Τρίτης 29 Μαΐου 1453 όταν η Κωνσταντινούπολη βυθίστηκε σε ένα παρατεταμένο χειμώνα.

Ε Π Ι Λ Ο Γ Ο Σ:  
«Οι στιγμές είναι μεγάλες και ιερές. Οι άνθρωποι που μάχονται στις ερειπωμένες επάλξεις έχουν συνείδηση της σημασίας και του αγώνα και της θυσίας τους. Γνωρίζουν πως το Βυζάντιο θα πέσει, αλλά ότι η τελευταία του ώρα δεν μπορεί παρά να είναι φωτεινή. Γνωρίζουν πως η ευγενής και άσκοπος θυσία –ευγενεστέρα ακριβώς επειδή είναι άσκοπος- αποτελεί χρέος απαράβατο προς τον όγκο του παρελθόντος. Γνωρίζουν πως γράφοντας την τελευταία ηρωική σελίδα, δημιουργούν τις προϋποθέσεις και τα σύμβολα της αναγέννησης. Η ανθρώπινη ιστορία είναι η ιστορία ορισμένων μόνο στιγμών. Απ΄αυτές εξαρτάται πολλές φορές η μακρά πορεία των αιώνων. Και η υπέρτατη θυσία του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου και των αγωνιστών του, κατηύθυνε πράγματι των αιώνων τις τύχες». (Από το βιβλίο του Διονύσιου Ζακυνθινού «Άλωση της Κωνσταντινούπολης και Τουρκοκρατία», 1954)   



Σημείωση: Το παραπάνω κείμενο αυτό ελήφθη από το βιβλίο του Λεωνίδα Κουμάκη «Ματιές στις ρίζες του Ελληνισμού» (αυτό-έκδοση 1997 η οποία έχει ήδη εξαντληθεί).