Σελίδες

Δευτέρα 20 Απριλίου 2020

Περίτας: Το σκυλί του Μεγάλου Αλεξάνδρου που τον συνόδευε κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του εκστρατείας

Ο Περίτας ήταν το αγαπημένο σκυλί του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που τον συνόδευε κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του εκστρατείας. Το όνομα Περίτας φαίνεται να προέρχεται από την μακεδονική λέξη για τον Ιανουάριο.
Έχει ακουστεί ότι το όνομα το έδωσε ο Αλέξανδρος από την λέξη περιττός = εξαιρετικός. Αλλά στα αρχαία κείμενα του Πλουτάρχου αναγράφεται με ένα ταφ. (Πλούταρχος, Βίοι παράλληλοι, Αλέξανδρος 61).
Λένε ότι ο Αλέξανδρος ήταν ο πρώτος που θέσπισε νόμο για την προστασία των ζώων. Ο Περίτας ήταν αυτός που δάγκωσε έναν ελέφαντα στο πεδίο της μάχης,πολεμώντας εναντίον του Δαρείου Γ’ όταν ο Αλέξανδρος είχε βρεθεί σε πολύ δύσκολη θέση κάποια στιγμή στην μάχη.Εκεί ήταν που μάλλoν σκοτώθηκε και αυτό. Θεωρήται ένα από τα δέκα σκυλιά που άφησαν το αποτύπωμα τους στην ιστορία.
Η ράτσα είναι δύσκολο να εξακριβωθεί και παραμένει άγνωστη,πιθανότατα ήταν Μολοσσος Ηπείρου.Άλλοι θα πουν ότι ήταν λαγωνικό αλλά και μπουλντόγκ όπως έχει αναφερθεί επίσης.
Ιστορίες Για Τον Περίτα
Σύμφωνα με τον Πλίνιο, ήταν ίσως ο βασιλιάς Πύρρος της Ηπείρου (ΒΔ Ελλάδα), οι οποίοι ενθουσιασμένοι από τον Αλέξανδρο, έδωσαν ένα σκυλί που είχε επιτεθεί και ξυλοκοπήθηκε τόσο με λιοντάρι αλλά και με έναν ελέφαντα.
Ένα παραμύθι λέει ότι όταν ο Αλέξανδρος ήταν παγιδευμένος πίσω από τις οχυρώσεις των Μαλλών,μαζί με τον Λεοννάτο,Πέυκεστα και τον Αβρέαο. Ο Λεοννάτος άκουσε Περίτα ουρλιαχτό από πίσω του. Ενώ εξακολουθούν να αγωνίζονται,φώναξε και ο Λεοννάτος Περίτα για να τρέξει στον Αλέξανδρο. Και ο Περίτας επιτέθηκε στους Μαλλούς.
Ο Αλέξανδρος τίμησε τον πιστό σκύλο του Περίτα δίνοντας το όνομά του σε μία πόλη.
Η Πόλη
Η Περίτα ήταν μια αρχαία ελληνική πόλη της Ινδίας. Αναφέρεται από τον Πλούταρχο στους Βίους παράλληλους στον Αλέξανδρο (Αλέξανδρος 61). Οι πληροφορίες για την ύπαρξη της πόλεως είναι αμυδρές, γιατί όπως ο ίδιος αναφέρει ότι το έμαθε από τον Σωτίωνα και αυτός από τον ρήτορα Ποτάμωνα τον Λέσβιο (75 π.Χ. -15 μ.Χ.) στο έργο του Για τον Αλέξανδρο τον Μακεδόνα.

Εν πάση περιπτώσει η πόλη ιδρύθηκε στην Πενταποταμία της βορειοδυτικής Ινδίας (σημ. Punjab) από τον Μέγαλο Αλέξανδρο (ίσως κοντά στην Βουκεφάλα και την Νίκαια). Άγνωστη η σημερινή της τοποθεσία..Και οι δύο πόλεις η Περίτα και η Βουκεφάλα ήταν λάφυρα του πολέμου για τον Αλέξανδρο, αφού νίκησε τον Βασιλιά Πώρο στην Μάχη του Υδάσπη για να τιμήσει τον σκύλο του Περίτα που τον είχε αναθρέψει και τον αγαπούσε πολύ όπως και το άλογο του.

Πέμπτη 16 Απριλίου 2020

Η Χριστιανική επανάσταση στην Ιαπωνία και ο μεγάλος διωγμός

Γράφει ο Μανώλης Χατζημανώλης...

O Xριστιανισμός έφτασε στην Ιαπωνία το 1549 μ.Χ, όταν ο Ισπανός ιεραπόστολος Φραγκίσκος Ξαβέριος αφίχθηκε από την Κίνα μαζί με μια ομάδα Ιησουιτών συναδέλφων του και Ιαπώνων προσύλητων. Η νέα θρησκεία βρήκε σχεδόν άμεσα πρόσφορο έδαφος. Η δυτική χώρα γέμισε χριστιανικές εκκλησίες, ενώ σύντομα ιδρύθηκαν καθολικές ιεραποστολές στο Ναγκασάκι, σημαντικό λιμάνι στην νήσο Κιουσού, και στην πρωτεύουσα Κιότο στο κεντρικό Χονσού. Τέσσερις Ιάπωνες υποψήφιοι ιερείς και ιεραπόστολοι στάλθηκαν στην Ρώμη για να εκπαιδευτούν και να γνωρίσουν τον πάπα, ενώ μέχρι το 1581 υπήρχαν στην χώρα 150.000 Χριστιανοί, εκ των οποίων οι 100.000 στο Κιουσού. Το σύμβολο του σταυρού έγινε κοινό στην Ιαπωνία, καθώς οι Χριστιανοί στρατιώτες τον έβαζαν πάνω στην πανοπλία τους, ενώ ακόμα και σε μικρές κοινότητες φτιάχνονταν απλοί ξύλινοι σταυροί που λατρεύονταν κατά τα πρότυπα του Σίντο, της αρχέγονης ιαπωνικής θρησκείας.
Αυτή η αρχική μεγάλη επιτυχία θα μπορούσε να αποδοθεί στις άοκνες προσπάθειες ενός άλλου Ιησουίτη, του Ιταλού Αλεσάντρο Βαλινιάνο, ενός ιεραπόστολου που εργάστηκε πραγματικά για να κατανοήσει σε βάθος τις ιαπωνικές ιδιαιτερότητες, αλλά και στην συμβατότητα του Χριστιανισμού με την κοσμοθεωρία των σαμουράι της εποχής Σενγκόκου, που στοχάζονταν πάνω στην παροδικότητα του βίου. Το εμπόριο με την Δύση έπαιξε επίσης σημαντικό ρόλο, καθώς πολλοί νταίμιο (πολέμαρχοι) θέλοντας να συσφίξουν τις σχέσεις τους με τους Ευρωπαίους εμπόρους που τους προμήθευαν με νιτρικό κάλιο, την πρώτη ύλη για το μπαρούτι, έδειξαν μεγάλη ανοχή στην διάδοση του Χριστιανισμού. Ο Όντα Νομπουνάγκα, ο ισχυρότερος νταίμιο της εποχής και θεωρούμενος ως ο πρώτος από τους τρεις ενοποιητές της χώρας, εγγυήθηκε την ασφάλεια των ιεραπόστολων στην νήσο Χονσού και στο Κιότο, ενώ στη νήσο Κιουσού οι ιεραπόστολοι βοηθήθηκαν από νταίμιο που είχαν βαφτιστεί και οι ίδιοι Χριστιανοί.
Αυτή η θετική κατάσταση για τον Χριστιανισμό στην Ιαπωνία άρχισε να μεταβάλλεται δυσμενώς μετά τον θάνατο του Νομπουνάγκα το 1582. Αν και ο διάδοχός του και θεωρούμενος δεύτερος ενοποιητής της Ιαπωνίας, στρατηγός Τογιοτόμι Χιντεγιόσι, είχε αρχικά κρατήσει την ίδια πολιτική ανοχής με τον προκατοχό του, άλλαξε στάση μετά το 1587, όταν κατέκτησε το Κιουσού. Όντας πλέον ο αδιαφιλονίκητος κυρίαρχος της Ιαπωνίας, ο Χιντεγιόσι άρχισε να ασχολείται με τις έξωθεν απειλές και κυρίως με την ευρωπαϊκή επέκταση στην ανατολική Ασία, ενώ έλαβε μέτρα και για να επιβληθεί στους επιρρεπείς προς την επιρροή των δυτικών ιεραποστόλων “Κιρισιτάν” (Χριστιανούς) νταίμιο της δυτικής Ιαπωνίας. Καθώς είχε ακούσει ιστορίες για το πώς χριστιανικές ιεραποστολές προηγήθηκαν των Ισπανών κονκισταδόρων κατά την κατάκτηση της Αμερικής, οι καθολικοί ιεραπόστολοι στοχοποιήθηκαν ως αποσταθεροποιητικός παράγοντας για την εξουσία του. Όλοι τους διατάχθηκαν να εγκαταλείψουν το Χονσού, ενώ Χριστιανοί νταίμιο του νησιού έπεσαν σε δυσμένεια και εξορίστηκαν στις υπό ισπανική κατοχή Φιλιπίννες και αλλού. Το 1597, είκοσι έξι Ιάπωνες ιεραπόστολοι σταυρώθηκαν, σηματοδοτωντας την πρώτη μαζική εκτέλεση Καθολικών στην χώρα. Παρόλα αυτά η διάδοση του Χριστιανισμού συνεχίστηκε. Ο αριθμός των Χριστιανών στην χώρα έφτασε τις 300.000, ενώ Ιησουϊτες ιεραπόστολοι συνόδεψαν τους Χριστιανούς νταϊμιο κατά την ιαπωνική εισβολή στην Κορέα την δεκαετία του 1590.
Στον εμφύλιο που ακολούθησε τον θάνατο του Τογιοτόμι Χιντεγιόσι το 1598, νικητής αναδείχθηκε στα 1600 ο νταίμιο Τοκουγκάβα Ιεγιάσου, ο οποίος και ανασύστησε το Σογκουνάτο, την στρατιωτική κυβέρνηση της Ιαπωνίας που είχε καταρρεύσει τον 15ο αιώνα. Οι Τοκουγκάβα θέλοντας να εξαλείψουν κάθε δυτική επιρροή στην χώρα, ακολούθησαν μια πολιτική ακραίου απομονωτισμού. Όλες οι διπλωματικές και εμπορικές σχέσεις με τους Ευρωπαίους διακόπηκαν, με εξαίρεση έναν ολλανδικό θύλακα σε ένα γειτονικό νησί. Περιορισμοί και έλεγχοι επιβλήθηκαν στις εσωτερικές μετακινήσεις μεταξύ των πόλεων και των επαρχιών, ενώ όλοι οι ιεραπόστολοι και οι ιερείς διατάχθηκαν να εγκαταλείψουν την Ιαπωνία. Όσοι από τους τελευταίους ανακαλύπτονταν από τη μυστική αστυνομία του καθεστώτος, φυλακίζονταν και εκτελούνταν με μαρτυρικό τρόπο, ενώ οι Χριστιανοί νταίμιο εκτοπίζονταν από τις επαρχίες τους και αντικαθιστούνταν από ευνοούμενους των Τοκουγκάβα.
Σύντομα το κλίμα στις δυτικές επαρχίες έγινε εκρηκτικό. Βάση του στρατιωτικού κώδικα μπουσίντο που ακολουθούσαν οι σαμουράι, όσοι από αυτούς έχαναν τον αφέντη τους μετατρέπονταν σε “ρονίν”, άνεργους σαμουράι χωρίς εργοδότη που κατέφευγαν στην ληστεία για να εξασφαλίσουν τα προς το ζειν. Oι Χριστιανοί αγρότες του Κιουσού στέναζαν από την βαριά φορολογία και τους θρησκευτικούς διωγμούς, ενώ βάναυσοι και ανίκανοι διοικητές που διόριζαν οι Τοκουγκάβα από την έδρα τους στο μακρινό κάστρο Έντο (σημερινό Τόκιο) χειροτέρευαν την κατάσταση.
Αυτές ήταν οι συνθήκες τον Δεκέμβριο του 1637, όταν οι χωρικοί της χερσονήσου Σιμαμπάρα και των νήσων Αμακούσα, απηυδισμένοι από την υπερφορολόγηση, την φτώχεια και κάποιες βάναυσες εκτελέσεις που αποτέλεσαν την τελευταία σταγόνα, εξεγέρθηκαν κατά των νταίμιο Ματσουκούρα Σιγκεχάρου της επαρχίας Σιμαμπάρα και Τερασάβα Κατατάκα της επαρχίας Καράτσου. Στις τάξεις τους εντάχθηκαν επίσης ρονίν που είχαν υπηρετήσει κατά το παρελθόν οίκους όπως οι Αμακούσα, οι Σίκι και οι Χριστιανοί Αρίμα, οι οποίοι είχαν εκτοπιστεί από τις επαρχίες τους στις αρχές του αιώνα και αντικαταστάθηκαν από τους Ματσουκούρα. Έτσι οι χωρικοί απέκτησαν ηγεσία και συντρόφους με εμπειρία στην πολεμική τέχνη.
Σύνταγμα 3.000 σαμουράι που στάλθηκε από τις αρχές στο Ναγκασάκι για να καταστείλει την εξέγερση εξοντώθηκε από τους επαναστάτες, ενώ σύντομα τα κάστρα των οικογενειών Τερασάβα και Ματσουκούρα βρέθηκαν υπό πολιορκία. Η άφιξη ενισχύσεων σταλμένων από την Μπακούφου, την στρατιωτική συνέλευση του Σογκουνάτου στο Έντο, ανάγκασε τελικά τους επαναστάτες να καταφύγουν στο εγκαταλελειμένο κάστρο της Χάρα, πρώην έδρα της οικογένειας Αρίμα στην χερσόνησο της Σιμαμπάρα. Οι οχυρώσεις του κάστρου ανακατασκευάστηκαν, ενώ αποθέματα σε πυρίτιδα και τρόφιμα συγκεντρώθηκαν από τις λεηλατημένες αποθήκες των Ματσουκούρα.
Καθώς η θέση των επαναστατών ήταν εξαιρετικά οχυρή, τα κυβερνητικά στρατεύματα που δεν διέθεταν σύγχρονο βαρύ πυροβολικό, στράφηκαν για βοήθεια προς τους Ολλανδούς της νήσου Χιράντο, στα ανοικτά του Ναγκασάκι. Αυτοί τούς παραχώρησαν πυρίτιδα και κανόνια, με τα οποία οι κυβερνητικοί άρχισαν να βομβαρδίζουν τους επαναστάτες, ενώ αργότερα, κατόπιν αιτήματος του Σογκουνάτου, έσπευσαν με πλοίο τους να συμμετάσχουν στις επιχειρήσεις. Παρά τις 426 βολές που έριξε σε 15 μέρες το πλοίο de Ryp, τα αποτελέσματα ήταν πενιχρά, ενώ οι Ολλανδοί έχασαν και δύο σκοπούς από πυρά αρκεβουζίου. Το ολλανδικό πλοίο αποχώρησε τελικά κατόπιν νέου αιτήματος των κυβερνητικών, όταν αυτοί έλαβαν ειρωνικό γράμμα από τους πολιορκημένους:
“Δεν υπάρχουν πλέον ανδρείοι στρατιώτες σε αυτό το βασίλειο να πολεμήσουν μαζί μας; Και δεν ντρέπονται να καλούν σε βοήθεια τους ξένους να τους βοηθήσουν ενάντια στις μικρές δυνάμεις μας;”
Με τον εγωϊσμό τους θιγμένο, οι κυβερνητικοί σαμουράι εξαπέλυσαν έφοδο κατά την οποία σκοτώθηκε ο διοικητής τους. Νέες ενισχύσεις για τους κυβερνητικούς έφτασαν με τον αντικαταστάτη του, αλλα η τόλμη των εξεγερμένων έφτασε το αποκορύφωμά της τον Φεβρουάριο του 1638, όταν μια έξοδος της φρουράς είχε ως αποτέλεσμα την εξόντωση 2.000 σαμουράι από την επαρχία Χίζεν. Ο χειμώνας όμως υπήρξε σκληρός και για τους δυο αντιμαχόμενους, με την πλάστιγγα να γέρνει σταδιακά υπέρ της πλευράς του Σογκουνάτου, καθώς οι επαναστάτες ξέμεναν από τρόφιμα, πυρομαχικά και λοιπές προμήθειες.
Μέχρι τον Απρίλιο, 200.000 κυβερνητικοί στρατιώτες είχαν συγκεντρωθεί για να αντιμετωπίσουν τους 30.000 υπερασπιστές της Χάρα. Μια τελευταία έξοδος των επαναστατών στις αρχές του μήνα αποκρούστηκε, ενώ από αιχμάλωτους οι πολιορκητές πληροφορήθηκαν την απελπιστική κατάσταση μέσα στο οχυρό. Στις 12 Απριλίου του 1638 οι πολιορκημένοι της Χάρα υπέκυψαν σε μια γενική έφοδο, όταν στρατιώτες των Κουρόντα από την επαρχία Χίζεν κατέλαβαν τους εξωτερικούς προμαχώνες. Παρά την λυσσώδη αντίσταση, μέχρι τις 15 του μήνα είχαν τελειώσει όλα.
Η μάχη για την Σιμαμπάρα, η τελευταία μεγάλη σύρραξη στην Ιαπωνία μέχρι το 1860, κόστισε στους Τοκουγκάβα περισσότερους από 20.000 νεκρούς και τραυματίες και η εκδίκησή τους υπήρξε τρομερή. Πάνω από 35.000 άνθρωποι σκοτώθηκαν κατά την μάχη ή εκτελέστηκαν. Το κάστρο της Χάρα κάηκε και τα ερείπια του θάφτηκαν επί τόπου μαζί με τους νεκρούς επαναστάτες. Οι Ευρωπαίοι έμποροι, έχοντας θεωρηθεί ύποπτοι για ευνοϊκή διάθεση έναντι των επαναστατών, εκδιώχθηκαν από την χώρα, ενώ η πολιτική απομονωτισμού των Τοκουγκάβα έγινε ακόμα αυστηρότερη μετά το 1639. Από τις διώξεις δεν γλίτωσε ούτε ο Ματσουκούρα Σιγκεχάρου, ο οποίος εκτελέστηκε σαν ο αποδιοπομπαίος τράγος για την κρίση.
Οι επαρχία Σιμαμπάρα ως αποτέλεσμα του πολέμου ερημώθηκε από τους κατοίκους της. Για να διατηρηθεί η οικονομία της περιοχής οι Τοκουγκάβα εγκατέστησαν αγρότες από άλλες περιοχές της Ιαπωνίας, ενώ βουδιστές ιερείς φρόντιζαν για την συστηματική κατήχηση των κατοίκων. Ο Χριστιανισμός απαγορεύτηκε και οι ελάχιστες χριστιανικές κοινότητες επέζησαν κινούμενες στην παρανομία. Σήμερα, μόλις το 1% των Ιαπώνων δηλώνουν Χριστιανοί, αν και το άνοιγμα της ιαπωνικής κοινωνίας στην δυτική κουλτούρα μετά τον Β’ΠΠ έφερε στην χώρα έθιμα, όπως ο εορτασμός των Χριστουγέννων και οι δυτικού τύπου γάμοι.

Τι σημαίνει η λέξη «Πάσχα» και πώς προέκυψε η ονομασία

Πώς καθιερώθηκε ο εορτασμός


Το χριστιανικό Πάσχα ή κοινώς «Πασχαλιά», ή ελληνοπρεπώς «Λαμπρή», είναι η μεγαλύτερη εορτή της Ορθοδοξίας. Το Πάσχα, εορτάζεται την πρώτη Κυριακή μετά την πανσέληνο που ακολουθεί την εαρινή ισημερία της 21ης Μαρτίου μη συμπεριλαμβανομένης, κατά το Ιουλιανό ημερολόγιο στην Ορθόδοξη εκκλησία και κατά το Γρηγοριανό στην Ρωμαιοκαθολική. Εορτάζεται η ανάσταση του Ιησού Χριστού, η οποία πιστεύεται ότι έγινε το 33 μ.Χ. Πώς όμως προέκυψε η ονομασία Πάσχα;

Για εμάς τους Χριστιανούς η λέξη «Πάσχα» σημαίνει, το πέρασμα του Χριστού από τον θάνατο στη ζωή. Λέγεται και αλλιώς «Λαμπρή», ονομασία που προήλθε από τους αναστάσιμους κανόνες της εκκλησίας, οι οποίοι ονομάζουν «Λαμπροφόρο» την ημέρα του Πάσχα και συνιστούν στους πιστούς «Αναστάσεως ημέρα λαμπρυνθώμεν λαοί».
Το Πάσχα, όπως αναφέρει το dogma.gr, στον Ιουδαϊσμό καθιερώθηκε ως ανάμνηση της Εξόδου, που ελευθέρωσε τους Εβραίους από την αιγυπτιακή δουλεία. Μεταγενέστερα υιοθετήθηκε ως εορτασμός από τους Χριστιανούς αναφορικά με τον θυσιαστικό θάνατο και την ανάσταση του Ιησού Χριστού.

Το γεγονός της απελευθέρωσης αυτής συνέβη με μια σειρά θεϊκών προνοιακών παρεμβάσεων, από τις οποίες η σημαντικότερη εκδηλώνεται τη νύχτα κατά την οποία θα εξολοθρεύονταν τα πρωτότοκα των ανθρώπων και των ζώων των Αιγυπτίων, ενώ τα σπίτια των Εβραίων θα προστατεύονταν αφού οι πόρτες τους είχαν σημαδευτεί με το αίμα του αρνιού που είχαν θυσιάσει.

O όρος Πάσχα προέρχεται από το αραμαϊκό πασ’ά και το εβραϊκό πέσαχ. Κάποιοι μελετητές έχουν προτείνει ως προέλευση του εβραϊκού όρου ξένη ετυμολογία, όπως η ασσυριακή πασαχού (πραύνω) ή η αιγυπτιακή πασ’ (ανάμνηση) ή πεσάχ (πλήγμα).

Κάποιοι ερευνητές ανιχνεύουν τις αρχές των εορταστικών εκδηλώσεων του πάσχα σε χαναανιτικές γιορτές που σχετίζονται με την συγκομιδή κριθαριού την άνοιξη.

Άλλοι μελετητές πάλι, θεωρούν ότι η ρίζα του Πάσχα βρίσκεται σε γιορτές και ιεροτελεστίες της άνοιξης της προ-ισραηλιτικής εποχής με την έννοια των ποιμένων που υποβάλλουν αίτημα στο θεό για την προστασία του κοπαδιού τους.

Ωστόσο, καμία από αυτές τις υποθέσεις δε θεωρείται επαρκώς τεκμηριωμένη.

Πάντως, η Βίβλος συσχετίζει το πέσαχ με το ρήμα πασάχ πού σημαίνει είτε χωλαίνω, είτε εκτελώ τελετουργικό χορό γύρω από τη θυσία (Γ’ Βασ. 18:21,26), είτε, μεταφορικά, «ξεφεύγω», «προσπερνώ», «απαλλάσσω».

Το Πάσχα, είναι η προσπέραση του αγγέλου του Θεού πάνω από τα σπίτια των Ισραηλιτών, ενώ έπληττε με θάνατο τα πρωτότοκα αγόρια των σπιτιών των Αιγυπτίων.

Σύμφωνα δε με τις Εβραϊκές Γραφές, το Πάσχα αποτελούσε ανάμνηση της εξόδου από την δουλεία της Αιγύπτου υπό την ηγεσία του Μωυσή μέσω θεϊκής παρέμβασης. Το Πάσχα αποτελούσε οικογενειακή εορτή. Εορταζόταν νύχτα, στην πανσέληνο της εαρινής ισημερίας, την 14η του μήνα Αβίβ (που ονομάστηκε Νισάν μετά την Βαβυλωνιακή εξορία) με προσφορά στο νεαρού ζώου, χρονιάρικου, για να ευλογηθεί από το Θεό όλο το κοπάδι. Το σφάγιο ήταν αρνί ή κατσίκι, αρσενικό και αρτιμελές (Εξ. 12:3-6), δεν έπρεπε να σπάσει κανένα κόκαλο του (Έξ. 12:46, Αρ. 9:12) ενώ το αίμα του ως ένδειξη προστασίας, το έβαζαν στην είσοδο κάθε σπιτιού (Εξ. 12:7,22). Οι μετέχοντες στο δείπνο ήταν ντυμένοι, έτοιμοι για ταξίδι (Έξ. 12:8-11).

Αυτά τα στοιχεία νομαδικής, οικογενειακής ζωής μας δείχνουν μια πολύ παλαιότερη προέλευση του Πάσχα, που θα μπορούσε να είναι η θυσία που ζήτησαν οι Ισραηλίτες από τον Φαραώ να πάνε να γιορτάσουν στην έρημο (Έξ. 3:18, 5:1 εξ). Παρ’ όλα αυτά όμως, η έξοδος από την Αίγυπτο έδωσε στο Πάσχα την οριστική του σημασία.



Τρίτη 14 Απριλίου 2020

«Η άλλη Επανάσταση του 21: Ο Καποδίστριας και η πανώλη του 1828».


Ιωάννης Καποδίστριας, Λιθογραφία, Σχέδιο εκ του φυσικού του Louis Letronne.
Λιθογραφία του Institut Lithographie της Βιέννης, 1829
Αν η σημερινή ελληνική κοινωνία μοιάζει να έχει μείνει κυριολεκτικώς αποσβολωμένη και άφωνη μπροστά σε μία κρίση  που ξεπερνάει την ίδια τη δυνατότητά της να τη συλλάβει, εν τούτοις οι πρόγονοί μας στο παρελθόν έζησαν στενά δεμένοι με την επιδημία, την καραντίνα και τον θάνατο. Έτσι, σε όλη τη διάρκεια του 18ου αιώνα, μόνο για δώδεκα χρόνια δεν αναφέρονται θάνατοι από κάποια επιδημία στον ελληνικό κόσμο. Η πανώλη (πανούκλα, θανατικό ή λοιμός) ήταν συχνότερη και φονικότερη, συνοδευόμενη όμως από τον τύφο, την ευλογιά, τη χολέρα, τη λέπρα.
Η πρώτη ελληνική αναφορά στην πανούκλα ήταν αυτή της Τραπεζούντας, το 1346. Και ακολούθησαν αναρίθμητες επιδημίες στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Ιδιαίτερα φονικές δε υπήρξαν εκείνες της Θεσσαλονίκης, με 500 νεκρούς ημερησίως, το 1741, της  Ναύπακτου και της Λευκάδας, το 1743. Το 1751, ξέσπασε μια τρομακτική επιδημία στην Κωνσταντινούπολη την οποία ο, εγκατεστημένος στην περιοχή, Άγγλος γιατρός, Mordach Mackenzie, θεωρεί «ως την αγριότερη πανώλη» της εποχής από την οποία «οι Έλληνες και οι Αρμένιοι υποφέρουν περισσότερο» – και ανεβάζει τους νεκρούς σε 150.000, σημειώνει δε ότι πολλοί «καταφεύγουν στην Προύσα, τη Νικομήδεια, την Αδριανούπολη, τα νησιά», ενώ  και ο Άγγλος πρέσβης, Τζέιμς Πόρτερ, «εκτιμά, ότι η πανώλης του 1751 εξόντωσε 60.000 άτομα». Ο γνωστός λόγιος και «τυχοδιώκτης» Καισάριος Δαπόντες γράφει στον περιβόητο Καθρέπτη γυναικών για το ταξίδι του στον Όσιο Αυξέντιο, στη Νικομήδεια:

«Ὅταν ἐπῆγα δὲ κ’ ἐγὼ μὲ τὸν ἀλεξανδρείας
Εἰς τῆς πανούκλας τὸν καιρὸν τῆς τόσον φονουτρείας
ὁποῦ ἐκαταρήμαξε καὶ πόλιν καὶ χωρία,
Ὅτι πρὸ χρόνων ἱκανῶν δὲν ἔγινεν ὁμοία
(Κ. Δαπόντες, Καθρέπτης Γυναικών, τόμ. β΄178,180)

Και προφανώς δεν ήταν η μόνη επιδημία. Μια εξίσου φονική έξαρσή της θα εκδηλωθεί στην Κωνσταντινούπολη, το 1778, ενώ, λίγο πριν την Επανάσταση, η πανούκλα του 1812-1819 ήταν η πιο θανατηφόρα και ίσως αποτελεί μια από τις αιτίες που έκαναν τους Έλληνες να επαναστατήσουν. Πολλά νησιά του Αιγαίου ερήμωσαν· στη δε περιοχή του Τύρναβου, το 1812-1816, ένας άρρωστος Τάταρος από την Κωνσταντινούπολη μόλυνε τους κατοίκους και τα θύματα έφτασαν τις 8.600! Το 1814, η ίδια επιδημία έπληξε την Πόλη, τη Σμύρνη, τη Χίο, τη Σάμο και Θεσσαλονίκη. Σύμφωνα με τον Πουκεβίλ «οι επιδημίες πανώλους στα 1814-1819 έπληξαν το ένα έκτο του πληθυσμού της Ευρώπης και το ένα πέμπτο των άλλων περιοχών».
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η Επανάσταση δεν αντιμετώπιζε μόνο το τουρκικό γιαταγάνι και τις σφαγές αλλά ίσως οι έμμεσοι θάνατοι που προκλήθηκαν από τις δύσκολες υγειονομικές συνθήκες διεξαγωγής του αγώνα να προκάλεσαν ισάριθμους ή τουλάχιστον συγκρίσιμο αριθμό θανάτων με εκείνους που έπεσαν στα πεδία των μαχών. Τόσο από τη μόλυνση και την αδυναμία αντιμετώπισης των τραυμάτων όσο και από τις αναρίθμητες μικρότερες ή μεγαλύτερες επιδημίες.
Η πρώτη καταγεγραμμένη επιδημία μετά την κήρυξη της Επανάστασης εκδηλώθηκε στην Τρίπολη, είχε ως αιτία τον εξανθηματικό τύφο που προκάλεσε περίπου 3.000 θανάτους, ενώ επιδημία τύφου εκδηλώθηκε αργότερα, στο Ναύπλιο και σε άλλες πόλεις που τελούσαν υπό πολιορκία. Στο Μεσολόγγι ίσως οι θάνατοι από δυσεντερία να ξεπέρασαν εκείνους της ηρωικής Εξόδου.
Όμως, η τελευταία μεγάλη επιδημία την οποία αντιμετώπισαν οι αγωνιζόμενοι Έλληνες στα 1828 να είναι σημαδιακή, κυρίως για τον τρόπο που αντιμετωπίστηκε από τον Καποδίστρια, που μόλις πριν τρεις μήνες είχε φθάσει στην Ελλάδα, και όλους τους συνεργάτες του, που μπορούν τόσο να μας διδάξουν για το σήμερα όσο και να μας κάνουν να κατανοήσουμε από μια άλλη πλευρά το μεγαλείο αυτής της Επανάστασης.

«Αν περιστάσεως τυχούσης, πόλις τις

ή χωρίον είναι ύποπτα λοιμού, συγχρόνως

μετά την περιστοίχησιν

των υπό υγειονομικής γραμμής,

ανάγκη πάσα να ληφθώσιν

ευθέως τα εξής μέτρα:

Υποχρεούνται οι κάτοικοι να

μένουν εις τα ίδια,

εμποδίζεται πάσα θρησκευτική τελετή.

Δεν σημαίνονται οι κώδωνες».


Την Άνοιξη του 1828, εμφανίστηκε μια επιδημία πανώλους που την μετέδωσαν οι Αιγύπτιοι του Ιμπραήμ, την «πανούκλα των φτωχών», όπως την έλεγαν οι ίδιοι οι Αιγύπτιοι. Αυτή μεταδόθηκε αρχικώς στα νησιά, Ύδρα, Σπέτσες, Αίγινα και εν συνεχεία στο Άργος, την Αργολίδα και την περιοχή των Καλαβρύτων καθώς και στο στρατόπεδο των Μεγάρων. Για την αντιμετώπισή της ο Καποδίστριας πήρε ιδιαίτερα ενεργητικά μέτρα, βοηθούμενος και από τον Ελβετό φιλέλληνα γιατρό Louis-André Gosse (που μας άφησε και ένα σχετικό βιβλίο από όπου και όλες οι πληροφορίες που παρουσιάζουμε) καθώς και από τους Έλληνες γιατρούς και την υπόλοιπη διοίκηση.

Το άρθρο για την πανώλη, όπως δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΕΣΤΙΑ», στις 11/03/1879.

Εκτός από αυστηρά μέτρα καραντίνας και την απαγόρευση της μετακίνησης και των επαφών με τους ασθενείς ή όσους είχαν έλθει σε επαφή μαζί τους, απαγορεύτηκε και κάθε συνάθροιση σε δημόσιο χώρο, στις περιοχές που είχαν προσβληθεί από την επιδημία. Τέλος, στις 20 Αυγούστου, εξεδόθη ψήφισμα ειδικού νόμου «περί υγειονομικών διατάξεων» (Ψήφισμα 15 /20.8.1828) όπου, στο άρθρο 285 εδ.3, αναφέρεται πως  «Αν περιστάσεως τυχούσης, πόλις τις ή χωρίον είναι ύποπτα λοιμού, συγχρόνως μετά την περιστοίχησιν των υπό υγειονομικής γραμμής, ανάγκη πάσα να ληφθώσιν ευθέως τα εξής μέτρα: Υποχρεούνται οι κάτοικοι να μένουν εις τα ίδια, εμποδίζεται πάσα θρησκευτική τελετή. Δεν σημαίνονται οι κώδωνες».
Γράφει ο Gosse στο βιβλίο του: «Ωστόσο, σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες, η Α.Ε. ο  κυβερνήτης Καποδίστριας έδειξε τη μεγαλύτερη ενεργητικότητα, και έκανε τις μεγαλύτερες θυσίες. Από την πρώτη εμφάνιση της ασθένειας, παντού δημιουργήθηκαν επιτροπές υγιεινής, δημιουργήθηκαν καραντίνες σε όλα τα μέρη και καταρτίστηκε κώδικας υγιεινής. Μοιράστηκαν χρήματα και τρόφιμα στους απόρους, ενώ οι υγιείς πληθυσμοί απασχολήθηκαν σε δημόσια έργα, στάλθηκαν γιατροί όπου υπήρχε ανάγκη και με πυκνή αλληλογραφία γνώριζε η κυβέρνηση γνώριζε επακριβώς τι συνέβαινε, με μια λέξη δεν ξεχάστηκε τίποτε. Έτσι, ο Πρόεδρος, με τη βοήθεια του αδελφού του, του κόμη Βιάρου, και με τις προσπάθειες των κυβερνητών των επαρχιών, τον ζήλο των επισκόπων και των δημογερόντων και την πειθαρχία της μάζας του έθνους, κατόρθωσε να περιορίσει με επιτυχία τη μάστιγα στις διάφορες τοποθεσίες όπου εμφανίστηκε και να θωρακίσει τα επίφοβα σημεία».

Πορτραίτο του Ελβετού ιατρού Ανδρέα Λουδοβίκου Γκός (Louis-André Gosse, 1791 – 1873)

Για παράδειγμα, στις Σπέτσες, όπου διορίστηκε εκτάκτως ο Κωλέτης ως κυβερνήτης και από όπου – μαζί με την Ύδρα-  είχε ξεκινήσει η επιδημία, μέσα σε τρεις μήνες, αυτή τιθασεύτηκε και οι θάνατοι δεν ξεπέρασαν τους 15. Ανάμεσα στα άλλα μέτρα που πήρε, σε συνεργασία με τους αρχιερείς και τη επιτροπή δημόσιας υγιεινής που συγκρότησε, ήταν και τα εξής:
Έξοδος από την πόλη των κατοίκων από τα μολυσμένα σπίτια και εγκατάστασή τους σε καλύβες· ένας – ένας χωρίς να έρχονται σε επαφή μεταξύ τους, ακόμα και τα μέλη της ίδιας οικογένειας. Το κράτος θα προμηθεύσει βοηθούς για τους περιορισμένους σε καραντίνα (ένας «νοσηλευτής» ανά δέκα άτομα για να τους προμηθεύουν τρόφιμα και να τους εξυπηρετούν και ένας ανά τέσσερις για τους ήδη νοσούντες.) Οι υπόλοιποι κάτοικοι θα παραμείνουν κλεισμένοι στα σπίτια τους για τις λίγες μέρες που θα χρειαστεί, θα κλείσουν οι εκκλησίες και οι δημόσιοι χώροι και κανένα σκάφος δεν θα μπορεί να προσεγγίσει στο λιμάνι. 
Θα μπορούσα να συνεχίσω επί μακρόν για τα δρακόντεια και ταυτόχρονα γεμάτα ενσυναίσθηση μέτρα που ελήφθησαν και τις υπεράνθρωπες προσπάθειες που έγιναν ώστε να αποφευχθεί η παραπέρα επέκταση της επιδημίας και να τιθασευτεί η εξάπλωσή της. Και πράγματι, και δεν ξαπλώθηκε η επιδημία σε όλη την έκταση του τότε ελληνικού κράτους, τα δε κρούσματα περιορίστηκαν στα 1113 και οι θάνατοι στους 783, κάτι που αποτελούσε τεράστιο επίτευγμα για την εποχή και τις τότε συνθήκες.
Πρόκειται για μια διαφορετική, συνήθως αγνοημένη πλευρά της Επανάστασης αλλά και της σημαντικότερης πολιτικής φυσιογνωμίας που συνδέθηκε μαζί της, του Ιωάννη Καποδίστρια. Μια πλευρά που αξίζει να τη δούμε ενδελεχέστερα, τουλάχιστον σήμερα, καθώς η Εθνική Γιορτή που θα γιορταζόταν με τη μεγαλύτερη δυνατή έμφαση φέτος μας βρίσκει σε «καραντίνα». Όμως το μυαλό, η σκέψη μας και τα λεγόμενά μας μπορούν να παραμένουν ελεύθερα και να στρέφονται όχι μόνο στους αγώνες του Νικηταρά στα Δερβενάκια αλλά και σε κείνους των ηρώων γιατρών (ο Gosse αρρώστησε και κινδύνευσε να πεθάνει ο ίδιος) και προπαντός του κυβερνήτη που ακόμα τον θυμούνται και τον κλαίνε οι Έλληνες για τον πρόωρο χαμό του.


Γιώργος Καραμπελιάς
To άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στο liberal.
* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που παρατίθενται στο κείμενο, οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

Δευτέρα 13 Απριλίου 2020

Από το Θουκυδίδη στον Κορονοϊό

Ο Θουκυδίδης, ο αντικειμενικότερος όλων των ιστορικών της αρχαιότητας, στο δεύτερο βιβλίο της Ιστορίας του, αμέσως μετά τον περίφημο Επιτάφιο του Περικλή, που αποτελεί έναν ύμνο στην αυτοπεποίθηση της πόλης, ένα εγκώμιο στη δύναμή της,  περιγράφει το διαβόητο λοιμό που ξέσπασε ξαφνικά στην Αθήνα κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου το καλοκαίρι του 430 π.Χ., ενώ οι Πελοποννήσιοι είχαν εισβάλει στην Αττική. Ο λοιμός αυτός ήταν μια καταστροφική επιδημία που κράτησε αρχικά δύο χρόνια και κυριολεκτικά αποδεκάτισε τον πληθυσμό της αρχαίας Αθήνας μέχρι το καλοκαίρι του 428 π.Χ.  Έπειτα από μία μικρή περίοδο ύφεσης η επιδημία εμφανίστηκε ξανά το χειμώνα του 427 π.Χ. και διήρκεσε μέχρι το χειμώνα του 426 π.Χ.
Σύμφωνα με την περιγραφή του Θουκυδίδη επρόκειτο για άκρως μεταδοτική νόσο, που έπληττε τους ανθρώπους και τα ζώα. Όσοι προσβάλλονταν και διέφευγαν το θάνατο είχαν πλέον ανοσία. Χιλιάδες Αθηναίοι όμως βρήκαν φρικτό θάνατο. Υπολογίζεται ότι περίπου ένας στους τρεις κατοίκους της Αθήνας χάθηκε από την επιδημία. Ο Περικλής, ο ηγέτης που σηματοδότησε εκείνη την εποχή, ήταν ένας από τους χιλιάδες πολίτες που υπέκυψε χτυπημένος από τη νόσο. Και ένα μεγάλο μέρος της πολιτικής ηγεσίας και των στρατιωτικών του στόλου και της ξηράς πέθανε κατά τη διάρκεια του λοιμού. Αυτή ήταν και μία, ίσως η κυριότερη, από της αιτίες της ήττας των Αθηναίων από τη Σπαρτιατική Συμμαχία στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, αφού μετά το λοιμό την εξουσία στην πόλη ανέλαβαν διάφοροι αντικαταστάτες, τους οποίους ο Θουκυδίδης χαρακτηρίζει ως ανίκανους και αδύναμους. Η Αθήνα που εγκωμιάζει ο Περικλής στον «Επιτάφιο» υπέκυψε στο λοιμό.  Η θέα των αναρίθμητων νεκρικών πυρών στην πόλη έκανε τους Σπαρτιάτες να αποχωρήσουν για να αποφύγουν την επιδημία.

Λοιμός σε αρχαία πόλη, έργο του Φλαμανδού ζωγράφου Μίχιελ Σβέιρτς (Michiel Sweerts, 1618-1664), 17ος αιώνας, Los Angeles County Museum of Art (LACMA). Ο πίνακας θεωρείται ότι αναφέρεται στο λοιμό της Αθήνας ή έχει στοιχεία από αυτόν.

Ο Θουκυδίδης, ζώντας ο ίδιος από κοντά τα γεγονότα του Πελοποννησιακού Πολέμου και με την εμπειρία του ανθρώπου που νόσησε ο ίδιος, αφιερώνει  στο δεύτερο βιβλίο της Ιστορίας του εννέα κεφάλαια (Θουκ. ΙΙ 2.47-255) στον πρωτοφανή λοιμό που έπληξε την πόλη – κράτος της Αθήνας.
Ο ιστορικός, θέλοντας μεταξύ άλλων να είναι η μαρτυρία του και πρακτικά χρήσιμη, αν τυχόν εμφανιζόταν και πάλι κάποια ανάλογη επιδημία, περιγράφει με  λεπτομέρειες τα συμπτώματα και την εξελικτική της πορεία, καθώς και τις σοβαρές επιπτώσεις που είχε στην τότε αθηναϊκή κοινωνία. Αναφέρει την πορεία που ακολουθούσε η νόσος, τα εξωτερικά και εσωτερικά συμπτώματα, τα γενικά χαρακτηριστικά της, τις επιπτώσεις της στην κοινωνική συνοχή και την κατάρρευση των ηθικών φραγμών και αξιών που επέφερε ο λοιμός. Στην Αθήνα επικράτησε το χάος και η αβεβαιότητα. Τα ήθη χαλάρωσαν και επικράτησαν ανόσιες και παράνομες συμπεριφορές από τους ανθρώπους. Έβλεπαν ότι η ζωή τους είναι πρόσκαιρη, εφήμερη και αδιαφορούσαν για τα όσια και την εντιμότητα ακόμα και για τους νόμους των θεών, όπως αναφέρει ο ιστορικός. Εγκατέλειψαν ακόμα και την ελπίδα στους θεούς, άφηναν τη φαντασία τους να εξυφαίνει σενάρια συνωμοσίας. Κατηγορούσαν τον Περικλή για τα δεινά τους, ενώ συνωμοσιολογίες, προφητείες και χρησμοί ήρθαν στην επικαιρότητα και στις καθημερινές συζητήσεις.
Η βιωματική περιγραφή του λοιμού από τον Θουκυδίδη είναι από τα συγκλονιστικότερα χωρία της συγγραφής του. Ανεξάρτητα από την όποια επιστημονική αξία της περιγραφής, βέβαιη είναι η λογοτεχνική της αξία, αφού η περιγραφή αυτή αποτελεί το αρχέτυπο για τις περιγραφές λοιμών, ένα θέμα που άσκησε ιδιαίτερη έλξη στη λατινική και στη νεότερη ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Το κείμενο του Θουκυδίδη για τον λοιμό στην αρχαία Αθήνα είναι ακόμα ζωντανό και επίκαιρο, ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες της πανδημίας του κορονοϊού που αντιμετωπίζει ο κόσμος μας. Ας την παρακολουθήσουμε σε μετάφραση Ε. Λαμπρίδη ελαφρώς διασκευασμένη:

«Πριν  περάσουν πολλές ημέρες από την ώρα που μπήκαν στην Αττική οι Λακεδαιμόνιοι, πρωτοφανερώθηκε στην Αθήνα αρρώστια, που λένε πως έπεσε άλλοτε και σε πολλούς τόπους, όπως γύρω στη Λήμνο και αλλού, αλλά πουθενά δεν θυμούνται να παρουσιάστηκε τόσο φοβερή, ούτε να χάλασε τόσους ανθρώπους. Οι γιατροί που κοίταζαν τους αρρώστους δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα, γιατί δεν ήξεραν τη φύση του κακού, ενώ πέθαιναν και οι ίδιοι σε μεγαλύτερη αναλογία όσο περισσότερο τους πλησίαζαν. Κάθε άλλη ανθρώπινη τέχνη κι όλες οι παρακλήσεις που έκαναν στους ναούς και τα προσκυνήματα στα μαντεία κι άλλα τέτοια ήταν όλα του κάκου. Στο τέλος τα παράτησαν κι αυτά, γιατί τους χαντάκωσε το κακό.
Η αρρώστια ξεκίνησε, καθώς λένε, πρώτα–πρώτα από την Αιθιοπία, κατέβηκε ύστερα στην Αίγυπτο κι από κει στη Λιβύη και σε πολλά μέρη της μεγάλης επικράτειας του Πέρση βασιλιά.
Στην πολιτεία της Αθήνας φανερώθηκε ξαφνικά, αφού πείραξε μερικούς πρώτα στον Πειραιά. Οι Πειραιώτες είπαν πως οι Πελοποννήσιοι είχανε ρίξει φαρμάκι στα πηγάδια και τις στέρνες, γιατί δεν είχαν ακόμα βρύσες στον Πειραιά. Αργότερα όμως ήρθε και στην απάνω πολιτεία και τότε πέθαιναν πολύ περισσότεροι. 
Ο καθένας, λοιπόν, είτε γιατρός είναι είτε και άμαθος, λέει γι’ αυτό όσα ξέρει, από τι δηλαδή ήταν πιθανό να γεννήθηκε, και αναφέρει τις αιτίες που νομίζει πως ήταν αρκετά ισχυρές, για να φέρουν τέτοια μεγάλη αλλαγή σε μια κατάσταση από την υγεία στο θανατικό. Εγώ θα φανερώσω μόνο τι λογής ήταν και από τι συμπτώματα θα μπορούσε κανείς καλύτερα να εξετάσει το πράμα και να το γνωρίσει από πριν, ώστε να μην τα ‘χει εντελώς χαμένα, αν τύχει και ξανάρθει ποτέ, γιατί την πέρασα κι εγώ ο ίδιος και είδα πολλούς άλλους που υπέφεραν απ’ αυτή.
… Όσους δεν είχαν καμιά φανερή αιτία κακοδιαθεσίας, έξαφνα, ενώ ήταν πρωτύτερα εντελώς γεροί, τους έπιαναν πρώτα δυνατές θέρμες στο κεφάλι, κοκκίνιζαν τα μάτια τους και ερεθίζονταν πολύ, άναβαν και μάτωναν τα μέσα τους, ο φάρυγγας και η γλώσσα, και η αναπνοή τους έβγαινε παράξενη και βρωμούσε· Έπειτα άρχιζε δυνατό φτάρνισμα και βραχνάδα και σε λίγο το πάθημα κατέβαινε στο στήθος με δυνατό βήχα. Και, όταν έφτανε στην καρδιά, προκαλούσε μεγάλη αναταραχή. Έβγαινε χολή από το στόμα και μάλιστα με δυνατούς πόνους. Μετά τους περισσότερους τους έπιανε ξερό ρέψιμο που τους έφερνε δυνατούς σπασμούς, που σε άλλους σταματούσαν ύστερα’ από λίγο, σε άλλους όμως κρατούσαν μέρες ολόκληρες.
Όποιον άρρωστο άγγιζες απ’ έξω, το κορμί του δεν ήταν ούτε υπερβολικά ζεστό, ούτε υγρό, αλλά κοκκινωπό, μελανιασμένο, γεμάτο εξανθήματα, μικρά σπυριά ή και πληγές. Από μέσα τους όμως ένιωθαν τέτοιο πυρετό, που δεν μπορούσαν να υποφέρουν να τους αγγίζουν ούτε τα πιο  ψιλά και μαλακά ρούχα ή σεντόνια και ήθελαν να μένουν γυμνοί. Ένιωθαν την πιο μεγάλη ανακούφιση, αν μπορούσαν να ριχτούν μέσα σε κρύο νερό. Και πολλοί δεν είχαν κανένα να τους κοιτάξει, έπεφταν μέσα σε πηγάδια βασανισμένοι από αδιάκοπη και ανυπόφορη δίψα και όσο νερό κι αν έπιναν δεν μπορούσαν να την σβήσουν.
Πάνω απ’ όλα όμως τους βασάνιζε η στενοχώρια που δεν μπορούσαν να βρουν ανακούφιση σε τίποτα και δεν μπορούσαν να κοιμηθούν. Το σώμα τους, όσον καιρό ήταν η αρρώστια στην οξεία φάση της, δε αδυνάτιζε, αλλά άντεχε στο βάσανο περισσότερο απ’ ό,τι θα μπορούσε κανείς να περιμένει. Οι περισσότεροι πέθαιναν ύστερα’ από εφτά ή εννιά ημέρες από τον ψηλό πυρετό, χωρίς να έχει εξαντληθεί εντελώς η δύναμή τους.
Αν περνούσαν αυτό το στάδιο, η αρρώστια κατέβαινε στην κοιλιά, όπου προκαλούσε έλκος, τους έπιανε δυνατή και ασταμάτητη διάρροια και πέθαιναν οι περισσότεροι σ’ αυτό το δεύτερο στάδιο από την  εξάντληση. Η αρρώστια διαπερνούσε όλο το σώμα. Ξεκινούσε από το κεφάλι, κατέβαινε σ᾽ ολόκληρο το σώμα και, αν κανείς άντεχε, περνούσε στα άκρα όπου φανερώνονταν τα σημάδια της. Πρόσβαλλε τα γεννητικά όργανα και τα χέρια και τα πόδια. Πολλοί σώθηκαν, άλλοι έμειναν παράλυτοι στα άκρα τους. Άλλοι  πάλι έχασαν το φως τους ή το θυμητικό τους. Ενώ δηλαδή άντεξαν την αρρώστια στην αρχή, ξέχασαν μόλις σηκώθηκαν ποιοι ήταν οι ίδιοι και δε γνώριζαν ούτε τους πιο στενούς συγγενείς και φίλους τους.
Η μορφή της αρρώστιας ήταν τέτοια, ώστε οι λέξεις δεν φτάνουν για να την περιγράψει κανείς και πρόσβαλλε τον καθένα πιο βαριά απ’ όσο μπορεί να βαστάξει η ανθρώπινη φύση. Ότι δεν ήταν καμιά από τις συνηθισμένες αρρώστιες, φανερώθηκε κι από το γεγονός ότι τα όρνια και τα τετράποδα ζώα, όσα τρώνε ανθρώπινη σάρκα, παρόλο που είχαν μείνει πολλά κορμιά άταφα, δεν τα πλησίαζαν, ή, αν τα δοκίμαζαν, πέθαιναν κι αυτά.  Παρουσιάστηκε μάλιστα καθαρά ελάττωση των πουλιών αυτών και δεν τα έβλεπε κανείς ούτε αλλού, ούτε γύρω σε νεκρούς από την αρρώστια, ενώ τα σκυλιά, επειδή ζούνε μαζί με τον άνθρωπο, έδιναν ακόμα καλύτερη αφορμή να το παρατηρήσει κανείς αυτό.
Αυτά ήταν γενικά τα χαρακτηριστικά της αρρώστιας, αν και παραλείπω πολλά ασυνήθιστα συμπτώματα που διαφέραν από περίπτωση σε περίπτωση. Καμιά άλλη από τις συνηθισμένες αρρώστιες δε βασάνιζε τον κόσμο εκείνο τον καιρό. Γιατί κι αν τύχαινε να παρουσιαστεί καμιά, κατέληγε σε τούτη εδώ. Οι άνθρωποι πέθαιναν, άλλοι χωρίς περιποίηση και άλλοι, παρόλο που είχαν κάθε δυνατή φροντίδα. Δε βρέθηκε κανένα γιατρικό αυτής της αρρώστιας που να βοηθήσει τον άρρωστο, αν του το ‘δινε κανείς. Γιατί  ό,τι ωφελούσε τον ένα, το ίδιο χειροτέρευε τον άλλον και καμιά ανθρώπινη κράση, είτε ήταν πολύ δυνατή είτε τόσο αδύνατη, δε φάνηκε από μόνη της άξια ν’ αντισταθεί στην αρρώστια, ώστε να μην την πιάσει το κακό. Τους σάρωσε όλους, ακόμα κι εκείνους που είχαν την πιο περιποιημένη δίαιτα και τρόπο ζωής.
Χειρότερο απ’ όλα ήταν η κατάθλιψη που έπιανε τον καθένα μόλις ένιωθε πως αδιαθετούσε. Η ψυχική τους κατάσταση γύριζε στην απελπισία, αφήνονταν πολύ περισσότερο από την αρχή και δεν αντιδρούσαν. Τη μεγαλύτερη φθορά όμως την προξενούσε τούτο: Καθώς ο ένας περιποιόταν τον άλλον, κολλούσαν την αρρώστια και πέθαιναν αράδα σαν τα πρόβατα. Αν πάλι δεν ήθελαν να πλησιάσουν ο ένας τον άλλον από φόβο μην κολλήσουν, πέθαιναν οι άρρωστοι μόνοι κι έρημοι. Έτσι άδειασαν  πολλά σπίτια, γιατί δεν ήταν κανείς να τους κοιτάξει. Εκείνους πάλι που ήθελαν να φερθούνε καθώς πρέπει, γιατί ντρέπονταν να δείξουν πως λογαριάζουν τον εαυτό τους και πήγαιναν κοντά στους άρρωστους αγαπημένους τους, τους τσάκιζε η αρρώστια.
Στο τέλος ακόμα και οι συγγενείς παράτησαν τα μοιρολόγια των πεθαμένων αποκαμωμένοι από τη μεγάλη συμφορά.  Όμως εκείνοι που είχαν περάσει την αρρώστια και είχαν σωθεί, σπλαχνίζονταν περισσότερο τους άρρωστους και τους ετοιμοθάνατους και δε φοβούνταν. Ήξεραν τί σημαίνει η αρρώστια, ενώ οι ίδιοι δεν είχαν πια φόβο. Η αρρώστια δεν πρόσβαλλε ποτέ τον ίδιο άνθρωπο δεύτερη φορά ή, αν τούτο συνέβαινε, δεν ήταν θανατηφόρα. Οι άλλοι μακάριζαν όσους είχαν σωθεί, και οι ίδιοι απ᾽ την μεγάλη χαρά για τη σωτηρία τους, είχαν την μάταιη ελπίδα ότι δεν θα πέθαιναν πια ποτέ από άλλη αρρώστια.
Εκείνο που χειροτέρεψε πολύ την κατάσταση ήταν η συγκέντρωση μέσα στην πόλη όλου του πληθυσμού της υπαίθρου. Περισσότερο υπέφεραν οι πρόσφυγες, γιατί δεν υπήρχαν αρκετά σπίτια, έμεναν σε πνιγηρές καλύβες μέσα στο καλοκαίρι και πέθαιναν ανάκατα ο ένας πάνω στον άλλο ή σέρνονταν μέσα στους δρόμους μισοπεθαμένοι, ενώ άλλοι, από την άσβηστη δίψα τους, μαζεύονταν γύρω από τις βρύσες. Οι περίβολοι των ναών, όπου είχαν κατασκηνώσει, ήταν γεμάτοι νεκρούς που πέθαιναν εκεί, γιατί καθώς φούντωνε το κακό, οι άνθρωποι, βασανισμένοι από την αρρώστια, έφταναν σε απόγνωση και αδιαφορούσαν πια για τα ιερά και τα όσια.  Όλες οι κανονικές τελετές, που συνηθίζονταν άλλοτε στις κηδείες, έγιναν άνω–κάτω και έθαβαν τους νεκρούς όπως μπορούσε ο καθένας. Πολλοί κατάντησαν να κηδεύουν τους δικούς τους χωρίς καμιά ντροπή, γιατί τους έλειπαν τα απαραίτητα, αφού τους είχαν πεθάνει τόσοι συγγενείς. Άλλοι αποθέταν τον δικό τους νεκρό σε ξένη έτοιμη πυρά κι έβαζαν φωτιά στα ξύλα κι άλλοι έριχναν τον νεκρό τους επάνω σε πυρά όπου καιγόταν άλλος νεκρός κι έφευγαν γρήγορα.
Η αρρώστια έδωσε την κυριότερη αφορμή για παρανομίες και σε άλλα πράματα. Γιατί, βλέποντας κανείς πως η τύχη γύριζε γρήγορα, τολμούσε εύκολα να κάνει πιο φανερά τώρα εκείνα που πρωτύτερα τα έκανε κρυφά ή δεν τα έκανε καθόλου. Πλούσιοι πέθαιναν ξαφνικά και φτωχοί, που δεν είχαν ποτέ τίποτε, τους κληρονομούσαν κι έπαιρναν αμέσως όλη τους την περιουσία.  Έτσι, οι περισσότεροι, βλέποντας πόσο εφήμερος είναι ο πλούτος και αβέβαιη η ζωή, βιάζονταν να ξοδέψουν τα χρήματά τους και να τα χαρούν. Κανένας πια δεν είχε όρεξη να κοπιάσει για κάτι που άλλοτε μπορούσε να φανεί χρήσιμο, επειδή σκεπτόταν ότι ήταν πιθανό να πεθάνει πριν το φτάσει.

Ο θρίαμβος του θανάτου, περ. 1562, έργο του Φλαμανδού ζωγράφου Πίτερ Μπρίγκελ του πρεσβύτερου (Pieter Bruegel περ. 1525-1530 – 1569). Μουσείο ντελ Πράδο, Μαδρίτη.

Το κέρδος με οποιοδήποτε μέσον και η ευχαρίστηση της στιγμής κατάντησε να θεωρείται και ωφέλιμο και σωστό. Ούτε ο φόβος των Θεών ούτε οι νόμοι των ανθρώπων τους συγκρατούσαν  πια. Έβλεπαν ότι όλοι πέθαιναν χωρίς διάκριση, δεν είχαν πια την αίσθηση για το τί ήταν ευσέβεια και τί δεν ήταν και κανείς δεν πίστευε πως θα γλυτώσει από την αρρώστια, για να δώσει λόγο και να τιμωρηθεί για τις άδικες πράξεις του. Όλοι θεωρούσαν ότι η τιμωρία, που κρεμόταν κιόλας πάνω στο κεφάλι τους, ήταν πολύ βαρύτερη από κάθε άλλη κι έπρεπε, προτού την υποστούν, να χαρούν κάτι απ’ τη ζω.
Τέτοιες ήταν οι συμφορές που πάθαιναν οι Αθηναίοι. Μέσα στην πολιτεία πέθαιναν οι άνθρωποι κι έξω στην ύπαιθρο τα κτήματά τους καταστρέφονταν. Και μέσα στα βάσανά τους θυμήθηκαν και ένα χρησμό, που έλεγαν οι γεροντότεροι πως το τραγουδούσαν άλλοτε: «Πόλεμος θά ‘ρθει Δωρικός, και μαζί μ’ αυτόν λιμός».  Και, όπως ήταν επόμενο, πολλές συζητήσεις άναβαν. Άλλοι υποστήριζαν πως δεν έλεγε ο στίχος «λοιμό» (επιδημία), αλλά «λιμό» (πείνα). Με όσα όμως δοκίμαζαν τότε επικράτησε η γνώμη, όπως ήταν φυσικό, πως η λέξη ήταν λοιμός (αρρώστια). Γιατί οι άνθρωποι εξηγούν ανάλογα με τα παθήματά τους.
Μου φαίνεται όμως ότι, αν καμιά φορά έρθει άλλος  Δωρικός πόλεμος και τύχει να πέσει πείνα, θα τον ερμηνεύουν όπως θα ταιριάζει στην περίσταση, δηλαδή όπως τους βολεύει.
Θυμήθηκαν ακόμα και ένα χρησμό που δόθηκε στους Λακεδαιμονίους, όταν ρώτησαν το θεό αν πρέπει να κηρύξουν πόλεμο και τους προφήτεψε πως, αν πολεμήσουν μ’ όλη τους τη δύναμη θα νικήσουν, και ότι ο ίδιος θα τους βοηθήσει. Γι᾽ αυτό και θεωρούσαν ότι τα όσα συνέβαιναν είχαν σχέση με τον χρησμό, γιατί η επιδημία άρχισε μόλις είχαν κάνει εισβολή οι Πελοποννήσιοι.
Η αρρώστια ήταν βαριά στην Αθήνα και σ’ άλλα μέρη με σχετικά πυκνότερο πληθυσμό. Στην Πελοπόννησο δεν έπεσε, εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις, που δεν αξίζει τον κόπο να τις αναφέρει κανείς.  Αυτά λοιπόν ήταν όσα έγιναν με την αρρώστια».

Η αιτία που προκάλεσε τον λοιμό της Αθήνας αποτελεί μέχρι σήμερα ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια της ιστορίας της ιατρικής. Στα χρόνια που πέρασαν οι μελετητές ανέπτυξαν αρκετές θεωρίες και ταύτισαν τον λοιμό με δεκάδες σύγχρονες ασθένειες, όπως χολέρα, ελονοσία, ευλογιά, τύφο, βουβωνική πανώλη, Ιλαρά, σύνδρομο τοξικού shock, ασθένεια του άνθρακα, αιμορραγικός πυρετός (Έμπολα), μηνιγγίτιδα, κακοήθη οστρακιά κ.α., χωρίς όμως να καταφέρουν να καταλήξουν σε ασφαλή συμπεράσματα για την αιτία που προκάλεσε τον λοιμό της Αθήνας. Σήμερα είναι λογικό να συσχετίζει κανείς το λοιμό της Αθήνας με την πανδημία του κορονοϊού, που ταλαιπωρεί τις περισσότερες χώρες του πλανήτη μας, επειδή και ο λοιμός εκείνος είχε τα χαρακτηριστικά πανδημίας, αφού κατά τον Θουκυδίδη, ξεκίνησε  από την Αιθιοπία, μεταδόθηκε στην Αίγυπτο, στη Λιβύη και σε πολλά μέρη της Περσίας, δηλαδή απλώθηκε σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο.
Αν και η ακρίβεια και η αξιοπιστία Θουκυδίδη δεν αμφισβητούνται, η κλινική εικόνα της περιγραφής του λοιμού δεν ταιριάζει σε καμία από τις σύγχρονες μορφές λοιμώξεων. Άλλωστε ο ίδιος ο Θουκυδίδης δεν διέθετε εξειδικευμένες γνώσεις ιατρικής, ώστε να δώσει έμφαση σε ορισμένα σημεία και συμπτώματα της νόσου, που να αποτελούν παθολογικά χαρακτηριστικά για συγκεκριμένες παθήσεις. Τόνισε απλώς τα στοιχεία που τον εντυπωσίασαν περισσότερο, ίσως σε βάρος άλλων. Εξ άλλου η ίδια νόσος είναι δυνατόν να μην εκδηλώνεται με τον ίδιο τρόπο σήμερα όπως στην αρχαιότητα.
Σίγουρα ο λοιμός του 5ου αιώνα π.Χ. δεν έχει σχέση με τη σημερινή πανδημία. Ο πολιτισμός δεν είχε βρει τον τρόπο να αναγνωρίζει μικρόβια και ιούς, όργανα δεν υπήρχαν εκτός από την παρατήρηση διά γυμνού οφθαλμού και η σημερινή τεχνολογία της ιατρικής ήταν αδιανόητη.
Και στο σημείο αυτό εμφανίζεται το ενδιαφέρον. Ενώ τα εργαλεία της Ιατρικής το 2020 απέχουν έτη φωτός απ’ αυτά του 5ου αιώνα π. Χ., η μέθοδος αναχαίτισης του εχθρού δεν αλλάζει. Η επιστήμη έχει χαρτογραφήσει τον ανθρώπινο οργανισμό, έχει υποσχεθεί την αθανασία με την τεχνητή νοημοσύνη, όμως όταν βρίσκεται αντιμέτωπη με έναν εχθρό σαν τον κορονοϊό, καταφεύγει στα σχέδια αμύνης που είχαν εκπονήσει οι πρόγονοι των σημερινών επιστημόνων χιλιάδες χρόνια πίσω. Αποφύγετε τους συνωστισμούς και τις συναθροίσεις.
Αποφύγετε την κοινωνική συναναστροφή, η οποία, ενώ είναι προϋπόθεση επιβίωσης του καθενός μας, σ’ αυτές τις περιπτώσεις μεταμορφώνεται σε απειλή. Αποφυγή του συνωστισμού εντός των τειχών τον 5ο αιώνα, αποφυγή συνωστισμών το 2020. Και όλα αυτά από την αδυναμία του ανθρώπου, όσο ισχυρός κι αν νομίζει ότι είναι, να αντιμετωπίσει κάτι που έρχεται έξω από αυτόν, μια καταστροφή που δεν κάνει διακρίσεις σε φύλλο, ηλικία, θρήσκευμα, οικονομικό και κοινωνικό status.
Το δίδαγμα που βγαίνει από τη σύγκριση της μικροβιακής επίθεσης τότε και σήμερα δείχνει ότι ο άνθρωπος δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει όλες τις λοιμώδεις νόσους και τους ιούς που μεταλλάσσονται εδώ και εκατομμύρια χρόνια, ως πρώτοι κάτοικοι του πλανήτη χωρίς να παίρνουν την άδειά μας. Ο παντοδύναμος πολιτισμός μας, η εκπληκτικά εξελιγμένη τεχνολογίας μας τρέμει μπροστά σ’ έναν ιό, ο οποίος, όπως όλοι οι ιοί, θα εξουδετερωθεί μόλις τα εργαστήρια παράγουν το εμβόλιό του. Είναι βέβαιο ότι κάποια στιγμή θα βρεθεί το εμβόλιο. Όλη η ανθρώπινη ευφυΐα και γνώση πολεμάει την πανδημία! Μυριάδες εργαστήρια, αναρίθμητοι επιστήμονες, μαζί και η τεχνητή νοημοσύνη, συνδυάζουν απειράριθμα στοιχεία για να τον τσακίσουν. Είναι μαθηματικά βέβαιο ότι θα τα καταφέρουν στην επόμενη στροφή του δρόμου! Ως τότε όμως οι άνθρωποι και οι «θεωρίες συνωμοσίας» δεν αλλάζουν.

Φιλόλογος – Συγγραφέας