Σελίδες

Πέμπτη 25 Ιανουαρίου 2024

ΟΙ ΑΛΛΟΔΑΠΟΙ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ..

 Αρχαία Ελλάδα, αλλοδαποί και μετανάστευση

Σε άρθρο του στον Πολιτη της Κυριακής 14/11/10, ο κ. Διονύσης Διονυσίου σύμβουλος έκδοσης του «Πολίτη της Κυριακής» επιχείρησε να θεμελιώσει τις απόψεις του υπέρ των μεταναστών, ανατρέχοντας στην Αρχαία Ελληνική Γραμματεία της οποίας παρέθεσε μεμονωμένα αποφθέγματα, τα οποία όχι μόνο δεν απηχούν αλλά διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα σχετικώς με την αντίληψη που οι Αρχαίοι Έλληνες είχαν για τους αλλοεθνείς λαούς.
Εν πρώτοις παρέθεσε απόσπασμα από τον Θουκυδίδη (Περικλέους Επιτάφιος), στον οποίο ο Περικλής αναφέρει ότι οι Αθηναίοι διατηρούσαν την πόλη τους ανοικτή σε όλους, δεν έδιωχναν τους ξένους και δεν τους εμπόδιζαν να γνωρίσουν τον πολιτισμό της Αθήνας.
Η πραγματικότητα είναι ότι με τον όρο «ξένοι», ο Περικλής εννοεί τους υπόλοιπους Έλληνες, πλην των Αθηναίων και όχι τους αλλοεθνείς.
Γι’ αυτό τον λόγο οι μέτοικοι στην Αρχαία Αθήνα, οι οποίοι βεβαίως δεν είχαν την ιδιότητα του Αθηναίου πολίτη, ήσαν Έλληνες από άλλες πόλεις και όχι αλλοεθνείς (βάρβαροι, κατά την αρχαία ελληνική ορολογία).
Ο Περικλής αναφέρεται στα ως άνω για να καταδείξει την αντίθεση των Αθηνών με την αρχαία Σπάρτη, στην οποία δεν γίνονταν δεκτοί οι ξένοι, ούτε Έλληνες ούτε αλλοεθνείς για να μην τεθεί σε αμφισβήτηση το καθεστώς των Ομοίων, που θέσπισε ο Λυκούργος. Χαρακτηριστικό είναι ότι για να εδικαιούτο κάποιος την Αθηναϊκή ιθαγένεια έπρεπε να είναι Αθηναίος και από τους δύο γονείς του.
Ο ίδιος δε ο Περικλής δεινοπάθησε να παραχωρήσει στην εταίρα του Ασπασία (Ελληνίδα από την Μίλητο) την Αθηναϊκή ιθαγένεια κατ’ εξαίρεση.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο μεγάλος ρήτορας Δημοσθένης, εάν κάποιος νυμφευόταν μη Αθηναία έχανε τα πολιτικά του δικαιώματα, ενώ η περιουσία του δημευόταν. Την ίδια σημασία έχουν και οι αναφορές περί ξένων από τον Όμηρο στην Ιλιάδα.
Αναφέρει επιπρόσθετα ο κ. Διονυσίου τη ρήση του σοφιστή Αντιφώντα ότι «δεν διακρίνει Έλληνες και βάρβαρους, ελευθέρους και δούλους». Η άποψη του Αντιφώντα προφανώς ήταν μεμονωμένη στην αρχαία ελληνική σκέψη και οπωσδήποτε δεν απηχούσε το κοινό αίσθημα στην αρχαία Ελλάδα το οποίο καταδεικνύεται εναργώς από τα γραφόμενα γιγάντων της Αρχαίας Ελληνικής Σκέψης όπως τα παρακάτω:
Ο Ευριπίδης δια του στόματος της Ιφιγένειας («Ιφιγένεια εν Αυλίδι» 1400) διακηρύσσει ότι: Είναι φυσικό οι Έλληνες να άρχουν των βαρβάρων και όχι οι βάρβαροι των Ελλήνων.

Ο Πλούταρχος («Θεμιστοκλής» 6) αναφέρει ότι επαινείται η πράξη του Θεμιστοκλέους να θανατώσει, δια ψηφίσματος, τον διερμηνέα των Περσών, που εζήτησαν την παράδοση των Αθηναίων, διότι ετόλμησε να μεταχειρισθεί την Ελληνική γλώσσα, για να εξηγήσει τις προσταγές των βαρβάρων.
Ο Πλάτων («Πολιτεία» 469 – 470) συμπέρανε μετά από διαλεκτική έρευνα, ότι από τη φύση οι Έλληνες είναι εχθροί των βαρβάρων.
Θεμελιώδης πολιτική αρχή του Ισοκράτους ήταν ότι πρέπει να πολεμούμε τους βαρβάρους και να ευεργετούμε τους Έλληνες. Ο ίδιος ρήτορας επαινεί ως προτέρημα του κράτους των Αθηνών το γεγονός ότι ο πληθυσμός του δεν ήταν ανάμικτος εκ πολλών εθνών.
Ο Ηρόδοτος διαβεβαιώνει ότι το Ελληνικό έθνος διεκρίθη ως ευφυέστερον του βαρβαρικού.

Ο Όμηρος («Ϊλιάς» Ι, 648), φέρει τον Αχιλλέα να λέγει: «οργίζεται η καρδία μου σαν θυμηθώ πόσο προσβλητικώς μου εφέρθη ο υιός του Ατρέως, ωσάν να ήμουν κάποιος μετανάστης δίχως τιμή».
Ο Δημοσθένης θεωρεί τους βάρβαρους όχι πια μόνον μη Έλληνες, αλλά όντα αγροίκα, ακαλλιέργητα, όντα κατώτερα και γεννημένα για τη σκλαβιά.
Ο Πλάτωνας στην Πολιτεία μιλά με περισσή εχθρότητα για τους ξένους: «οι βάρβαροι είναι «φύσει» εχθροί μας. Το μίσος που νιώθουμε γι’ αυτούς είναι «φυσικό», πρέπει να τους πολεμήσουμε και να τους συντρίψουμε».

Για τον Αριστοτέλη, το δάσκαλο του Αλέξανδρου, οι βάρβαροι είναι «φύσει» τέτοιοι αλλά και «φύσει» δούλοι και συμβούλευε τον Αλέξανδρο «να συμπεριφέρεται στους Έλληνες σαν ηγεμόνας ενώ στους βάρβαρους σαν αφέντης, στους πρώτους σαν σε φίλους και οικείους και να μεταχειρίζεται τους δεύτερους όπως μεταχειρίζονται τα ζώα και τα φυτά». Κατά τον ίδιο, («Πολιτικά» Γ, 14, 32) το Ελληνικό Γένος ενωμένο έχει την δύναμη να εξουσιάσει τους πάντες.

Αλλά και σύγχρονοι διάσημοι Ελληνιστές ενισχύουν την αντίληψη ότι η Αρχαία Ελληνική Κοινωνία ήταν μία κοινωνία βασισμένη στα εθνοφυλετικά πρότυπα, αυτό που χαρακτηριστικά αναφέρει ο Ηρόδοτος (Ιστορία Η 44) ως«όμαιμον». Είναι δε επί τούτου χαρακτηριστικές οι αναφορές:

Των Victor Hanson και John Heath στο βιβλίο «Ποίος εφόνευσε τον Όμηρο;» «Οι κεντρικές αξίες της Ελλάδος είναι μοναδικές, αμετάβλητες και μη πολυπολιτισμικές».

Στο λεξικό LAROUSSE (16 ed. 1953, p. 97) ορίζεται, ότι οι Έλληνες, θεωρούν τον κάθε ξένο ως άνθρωπο κατώτερου πολιτισμού: «tout stranger tennu pour home de civilization inferieure».


Σε ότι αφορά το ρηθέν από τον Απόστολο Παύλο στην προς Γαλάτας επιστολή: «ουκ ενι Ιουδαίος ουδέ Έλλην κλπ», ο Απόστολος Παύλος ανέφερε αυτό στην επιστολή του επειδή τα χρόνια εκείνα οι Εβραίοι Χριστιανοί απαιτούσαν από τους εθνικούς που γίνονταν Χριστιανοί, όπως οι Γαλάτες, να κάνουν περιτομή. Οι Γαλάτες όπως και οι λοιποί εθνικοί διαμαρτυρήθηκαν για τούτο στον Απόστολο Παύλο, ο οποίος με την ως άνω επιστολή του θέλησε να καταδείξει ότι στον Χριστιανισμό γίνονται δεκτοί όλοι χωρίς να χρειάζεται να εγκαταλείψουν τα έθιμα τους και να υιοθετήσουν τα Ιουδαϊκά. Σε καμία περίπτωση ο Απόστολος Παύλος δεν υπονοεί με την επιστολή του αυτή την κατάργηση των εθνικών διαχωρισμών.
 Ούτως ή άλλως στην Αγία Γραφή ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός ξεχώρισε την υλική – κοσμική διάσταση, στην οποία εντάσσονται οι εθνικοί διαχωρισμοί, από την πνευματική διάσταση της Δημιουργίας λέγοντας το γνωστό «τα του Καίσαρος (υλική – κοσμική διάσταση) τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ».

Ανεξαρτήτως των πιο πάνω, εμείς δεν μισούμε τους μετανάστες ούτε και οποιονδήποτε άνθρωπο. Αντιτασόμαστε, ωστόσο, στο φαινόμενο της μαζικής μετανάστευσης το οποίο είναι αίτιο πολλών δεινών και θυματοποιεί τόσο τους μετανάστες, τους οποίους αποκόπτει από την πατρική τους γη, δηλαδή το φυσικό τους βιοχώρο και τις ρίζες της παράδοσής τους, όσο και τις κοινωνίες υποδοχής τις οποίες καθιστά άμορφους πολτούς χωρίς συνεκτικούς δεσμούς και κοινωνική συνοχή. Προς το σκοπό αυτό, δηλαδή της διασάλευσης της φυσικής τάξης και της ανατροπής του φυσικού νόμου, τα οποία αποτελούν βασικές εκδηλώσεις της Θείας Βούλησης, οι εξουσιαστές της ανθρωπότητας προωθούν και υποθάλπουν το φαινόμενο της μετανάστευσης και το ιδεολόγημα του πολυπολιτισμού.

Εν ολίγοις ο κ. Διονυσίου και οι ομοϊδεάτες του μπορούν να καταφεύγουν σε οποιαδήποτε πηγή για να αντλήσουν επιχειρήματα για τις ιδέες τους. Όχι όμως στην Αρχαία Ελλάδα και στην Αρχαία Ελληνική Γραμματεία. Διότι η Αρχαία Ελληνική Γραμματεία προσφέρει επιχειρήματα μόνο για τα αντίθετα από αυτά που οι ίδιοι πιστεύουν. Από την Αρχαία Ελλάδα μπορεί να αντλήσει επιχειρήματα μόνο η δική μας ιδεολογία, η οποία ούτως ή άλλως δεν αποτελεί τίποτε άλλο παρά την αποκρυστάλλωση της αρχαίας ελληνικής σκέψης και την προσαρμογή της στα σύγχρονα κοινωνικά δεδομένα.
Οδυσσέας Διομήδους

Τρίτη 23 Ιανουαρίου 2024

ΙΤΑΛΙΚΑ-ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΕΠΩΝΥΜΑ

 ΝΑΞΙΑΚΑ ΕΠΩΝΥΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ


Προέλευση των ιταλογενών ναξιακών επωνύμων
Η ύπαρξη ιταλικής προέλευσης ναξιακών οικογενειακών ονομάτων επιδέχεται ποικίλες ερμηνείες και αποδίδεται σε διάφορες αιτίες:
α) Οι φέροντες τέτοια ονόματα είναι δυνατό να είναι γόνοι οικογενειών με ρίζες από τη Δύση και ιδίως από βορειοϊταλικές πόλεις (π.χ. από τη Βενετία, τη Γένοβα, τη Μπολώνια, τη Βερώνα, το Μιλάνο κ.α.), που είτε εγκαταστάθηκαν στη Νάξο ήδη από τον ύστερο Μεσαίωνα, είτε μετανάστευσαν εκεί από άλλες λατινοκρατούμενες περιοχές κατάτην Τουρκοκρατία, χωρίς να αποκλείεται να πρόκειται για απλές επιδράσεις στην ονοματοδοσία τους. 
Αρχικά όλοι οι Ιταλοί επήλυδες ασπάζονταν το δυτικό δόγμα, ωστόσο με την πάροδο των αιώνων, πολλοί από τους απογόνους τους προσεχώρησαν στην Ορθοδοξία.
β) Περιπτώσεις μικτών γάμων. Παρατηρείται στη μεσαιωνική Νάξο, αλλά και αργότερα το φαινόμενο της σύναψης γάμου μεταξύ ετεροδόξων. Μία από τις βασικές του αιτίες ήταν (ιδίως κατά τους πρώτους αιώνες της λατινικής κυριαρχίας) η δυσχέρεια εξεύρεσης δυτικών γυναικών στο χώρο των Κυκλάδων, με σκοπό το γάμο.
Έτσι παρατηρήθηκε στο Αιγαίο το φαινόμενο της γέννησης παιδιών, που είχαν πατέρα Λατίνοκαι μητέρα Ελληνορθόδοξη, τα οποία ονομάζονταν γασμούλοι, βασμούλοι ή bastardi. Αυτοί δε θεωρούνταν ούτε ελεύθεροι, ούτε σκλάβοι, αλλά μία ενδιάμεση κατάσταση ανάμεσα στους «Φράγκους»και τους Έλληνες.
Οι γασμούλοι είχαν γενικά τη δυνατότητα να επιλέξουν το δόγμα της αρεσκείας τους, κατά τη συνήθη όμως πρακτική στη Νάξο τα αγόρια, που προέρχονταν από μεικτό γάμο, ασπάζονταν το δόγμα του πατέρα, ενώ τα κορίτσια αυτό της μητέρας, ενώ κατάάλλη εκδοχή, οι γόνοι των μεικτών γάμων -αμφοτέρων των φύλων- στις Κυκλάδες έπαιρναν το δόγμα της μητέρας.
γ) Περιπτώσεις ντόπιων Ελληνορθοδόξων κατοίκων της Νάξου, που για διαφόρους λόγους απέκτησαν επώνυμο ή βαπτιστικό όνομα, προερχόμενο κατά κανόνα από τη βενετσιάνικη διάλεκτο: πιθανόν είτε λόγω στενών σχέσεων με κάποιο φεουδάρχη, το κύρος του οποίου στην τοπική κοινωνία μπορούσε ενδεχομένως να ασκήσει σημαντική επιρροή ως προς την ονοματοδοσία μελών της ελληνορθόδοξης πλειοψηφίας, είτε κυρίως λόγω της ευρείας διάδοσης στο λεξιλόγιο του ντόπιου πληθυσμού ιταλικών λέξεων και εισαγωγής πολλών βαπτιστικών ονομάτων βενετικής προέλευσης.
 Έτσι τα λατινικής προέλευσης Ναξιακά επώνυμα τα διακρίνουμε για λόγους μεθοδολογικούς στις εξής κατηγορίες:
1) Σε επώνυμα γνωστών δυτικών οικογενειών, μέλη των οποίων εγκαταστάθηκαν στη Νάξο κατά τους μεσαιωνικούς και μεταμεσαιωνικούς χρόνους, που σήμερα είτε διατηρούν τη ρωμαιοκαθολική τους πίστη (π.χ. Δελλα-Ρόκκας), είτε έχουν ασπαστεί το ορθόδοξο δόγμα (π.χ. Μπαζαίος).
2) Σε πατριδωνυμικά επώνυμα. π.χ. Βερώνης, Πρίντεζης, Δεγαΐτας.
3) Σε αυτά που προέρχονται από ιταλικά βαπτιστικά. π.χ. Ανδριέλλος, Τζαννετής, Τζουάννης, Τζαννίνης, Φραγκίσκος, Φρατζέσκος, Μαράκης, Στάης.
4) Σε αυτά που προέρχονται από παρωνύμια. π.χ. Λυμπερτάς, Τζόβενος.
5) Σε αυτά που προέρχονται από ιταλικά επαγγελματικά επώνυμα ή που προήλθαν από τίτλους και αξιώματα της εποχής του Δουκάτου του Αιγαίου και που επιβίωσαν κατά την Τουρκοκρατία. π.χ. Καστελλάνος, Κατζηλιέρης κ.α.

Δευτέρα 22 Ιανουαρίου 2024

Η ιδεώδης πολιτεία του Πλατωνα

 

Οι απόψεις του Πλάτωνος για την ιδεώδη πολιτεία, η οποία διασφαλίζει στον πολίτη της τον άριστον βίον, εκθέτονται στον διάλογό του που τιτλοφορείται Πολιτεία.------
Με το παρόν θα εξετάσουμε το χωρίο 427c-445e από το τέταρτο βιβλίο της «Πολιτείας» και θα επιχειρήσουμε, σε πρώτη φάση, να προσδιορίσουμε τις αρετές της πόλεως και το περιεχόμενό τους.
Έπειτα θα σκιαγραφήσουμε τα μέρη της ψυχής και θα ασχοληθούμε με την παραλληλότητα των αρετών της πόλεως με αυτές της ψυχής. Τέλος, θα αναφερθούμε στην πλατωνική εικόνα της δικαιοσύνης, τόσο στην κοινωνική όσο και στην ατομική της διάσταση, σε συνδυασμό με την ευδαιμονία πόλεως και ατόμου. Η ανάπτυξη θα γίνει σε τρεις ενότητες. Θα ακολουθήσουν τα συμπεράσματα.
ΟΙ ΑΡΕΤΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΕΩΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΟΥΣ
Στον στίχο 427e10 της Πολιτείας η ιδεώδης πολιτεία ενσαρκώνει τις τέσσερις θεμελιώδεις αρετές.
Χαρακτηρίζεται από Σοφία, Ανδρεία, Σωφροσύνη και Δικαιοσύνη. Η πόλη είναι σοφή, επειδή οι άρχοντές της (οι φιλόσοφοι-βασιλείς) είναι σοφοί και την καθοδηγούν προς το Αγαθόν. Είναι επίσης ανδρεία, για τον λόγο του ότι οι φύλακες-επίκουροι είναι ανδρείοι και μπορούν να υπερασπιστούν αφενός μεν τη εδαφική της ακεραιότητα αφετέρου δε τις αξίες που προβάλλει το εκπαιδευτικό της σύστημα.
Χαρακτηρίζεται από σωφροσύνη, για το γεγονός ότι ανάμεσα στις τρεις τάξεις βασιλεύει η αρμονία, προκύπτουσα από την υποταγή της κατώτερης στις ανώτερες. Είναι ακόμη δίκαιη, επειδή το κάθε στοιχείο εκπληρώνει τη λειτουργία του δίχως να παρακωλύει την αντίστοιχη λειτουργία των άλλων.
Εξετάζοντας, τώρα, εις βάθος κάθε μία από τις παραπάνω αρετές, θα ξεκινήσουμε από την Σοφία. Στον στίχο 428b1 ο Πλάτων, διά στόματος του Σωκράτους, την αναφέρει ως το πρώτο πράγμα το οποίο διακρίνεται καθαρά αναφορικά με το αντικείμενο της συζητήσεως τους. Η Σοφία διαφαίνεται από την δυνατότητα της ορθής κρίσεως, από μέρους της πόλεως.
Αυτό φυσικά είναι απόρροια της γνώσης την οποία κατέχουν οι κεφαλές αυτής. Βεβαίως, η διευκρίνιση για τους κυβερνήτες δίδεται παρακάτω, όταν γίνεται διαχωρισμός των ειδών της γνώσης που δύναται να κατέχουν οι διάφορες τάξεις.
Έτσι, σύμφωνα με το παράδειγμα που δίδεται, η ξυλουργική γνώση δεν δύναται σε καμία των περιπτώσεων να χαρακτηριστεί σοφή.
Κατά τον ίδιο τρόπο αποκλείει από την Σοφία την κατοχή οποιασδήποτε τέχνης, για να καταλήξει στην ορθή κρίση των επικεφαλής της πολιτείας, οι οποίοι θεωρούνται ως οι καθ’ ύλην αρμόδιοι να κατέχουν την αληθινή σοφία.
Τους ονομάζει, μάλιστα, ως τέλειους φύλακες της πόλης. Οι ίδιοι αποτελούν, όπως είναι φυσικό άλλωστε, την πλέον ολιγάριθμη κοινωνική ομάδα και βάσει της γνώσεως, η οποία είναι δοσμένη από τη φύση, άρχουν στους υπολοίπους. (Στίχοι 428b1-429a7).
Συνεχίζοντας την αναδίφησή μας στις πλατωνικές αρετές της ιδανικής πολιτείας θα συναντήσουμε στον στίχο 429a8 την αναφορά του συγγραφέως στην Ανδρεία.
Εδώ βλέπουμε ότι ο μεν Σωκράτης εξακολουθεί να φιλοσοφεί, να επιχειρηματολογεί και να απευθύνει ρητορικές ερωτήσεις στον Γλαύκωνα, όπου μέσω αυτών συμπεραίνει κάποια πράγματα.  
Από την άλλη ο Γλαύκων ακούει, μετά της δεούσης προσοχής, τα λεγόμενα του Σωκράτους για τη Ανδρεία, την οποία αντιλαμβάνεται ως ένα είδος σωτηρίας.
Στο σημείο αυτό, για την καλύτερη κατανόηση της λειτουργίας της Ανδρείας, παρατίθεται μία παρομοίωση των βαφέων, των βαφών και του βαψίματος με τους στρατιώτες, καθώς και τις αντιλήψεις που τους περνούν μέσα από την εκπαίδευσή τους.
Με μία επιδέξια προσέγγιση, παρατηρούμε ότι συνδέει το άνθος, δηλαδή την λαμπρότητα, την στιλπνότητα του χρώματος, το οποίο αν χρησιμοποιηθεί στην βαφή καλά, γίνεται ανεξίτηλο και δεν αφαιρείται, με τους νέους που θα υπηρετήσουν την θητεία τους, εκπαιδευόμενοι με μουσική και γυμναστική.
Ταυτοχρόνως, οι νέοι αυτοί οπλίτες θα δέχονται τους νόμους σαν βαφή της ψυχής. Εξάλλου, ο χαρακτήρας που έχουν αποκτήσει, όπως και η ανατροφή που τους έχει δοθεί, τους κάνουν ικανούς να υπακούουν και να διαφυλάττουν την «βαφή» τους. (Στίχοι 429a8-430c6).
Μετά την Ανδρεία ακολουθεί η αναφορά του συγγραφέως, πάντα εντός του διαλογικού πλαισίου, στην Σωφροσύνη στον στίχο 430d1 . Εδώ η αρετή της σωφροσύνης εκλαμβάνεται ως ένα είδος αυτοκυριαρχίας και νομιμοφροσύνης. Η αυτοκυριαρχία συνίσταται στην χαλιναγώγηση ορισμένων απολαύσεων και επιθυμιών.
Εκείνος που θα το καταφέρει θεωρείται ανώτερος του εαυτού του. Κατά τον ίδιο τρόπο, όποιος αδυνατεί να επιβληθεί του κακού του εαυτού και κυριαρχηθεί από αυτόν θεωρείται χειρότερος και χαρακτηρίζεται ακόλαστος.
Αποδεικνύεται, επομένως, κατώτερος των περιστάσεων. Η αυτή κατάσταση λαμβάνει χώρα και στην πόλη. Θεωρείται ανώτερη του εαυτού της όταν συμβαίνει να κυριαρχεί το πλέον εκλεκτό κομμάτι της.
Οι λίγοι ικανοί έχουν την δυνατότητα να ελέγξουν, μέσω του ορθού λογισμού τον οποίο έχουν, τις επιθυμίες των πολλών, ακόμη και των πλέον ασήμαντων. Με αυτόν τον τρόπο η κοινωνία ξεπερνά τις απολαύσεις και τις επιθυμίες και ανυψώνεται σε άλλες σφαίρες.
Αναφορικά με την νομιμοφροσύνη, τούτη επιτυγχάνεται όταν τόσο οι κυβερνώντες όσο και οι κυβερνώμενοι τυγχάνουν της ιδίας γνώμης ως προς το ποιοι είναι σωστό και δίκαιο να άρχουν της πόλεως. Κατά συνέπεια, η έννοια της σωφροσύνης εκτείνεται σε όλη την πολιτεία, αποτελώντας το στοιχείο εκείνο της ομοφωνίας και της αρμονικής συνύπαρξης των τάξεων που την απαρτίζουν. (Στίχοι 430d1-432b1).
Μετά λοιπόν και την παρουσίαση της σωφροσύνης ερχόμαστε στην αρετή που απέμεινε και η οποία δεν άλλη από την Δικαιοσύνη(στίχος 432b5 ).
Είναι αλήθεια ότι το μείζον θέμα που συζητείται στην Πολιτεία είναι η δικαιοσύνη. Το αναφέρει, άλλωστε, ξεκάθαρα ο Σωκράτης στον 433a. Αποτελεί τον θεμέλιο λίθο, βάσει του οποίου θεμελιώνεται όλο το οικοδόμημα της ιδανικής Πλατωνικής Πολιτείας.
 Βασική αρχή της δικαιοσύνης, όπως την αντιλαμβάνεται ο Πλάτων, αποτελεί το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι μέσα στην πολιτεία, κάθε πολίτης και κάθε τάξη ασχολείται και εργάζεται μόνον στον τομέα του και αποκλειστικά με το αντικείμενό του.
Ο Σωκράτης την ορίζει ως την ενασχόληση κάποιου με το οικείον του, δηλαδή τη δουλειά του. Αυτό θα τον αποτρέψει με το να ασχολείται με ανάρμοστες εργασίες. Ειδικά η πολυπραγμοσύνη (434b7), ανάμεσα στις τάξεις που αποτελούν την πόλη, θεωρείται ζημιογόνος. Φθάνει δε, μέχρι του σημείου να την χαρακτηρίσει κακούργημα.
Το σκεπτικό είναι ότι ο καθένας προσφέρει αυτό που δύναται από το πόστο του, ενώ παράλληλα συνεισφέρει στην αρμονική συνύπαρξη και στην κοινωνική πρόοδο. (Στίχοι 432b5-434c6).
ellinikoarxeio
Τμήμα ειδήσεων defencenet.gr

Κυριακή 21 Ιανουαρίου 2024

Ιστορία και ονομασίες των αρχαίων ελληνικών φύλων που γέννησαν το ελληνικό Εθνος

 

Πελασγοί: Το κοινό όνομα όλων τών προϊστορικών καί προκατακλυσμιαίων Ελληνικών φύλων. Σύγχρονοι ιστορικοί, αρχαιολόγοι και γλωσσολόγοι έχουν προσπαθήσει να συνδέσουν τους "Πελασγούς", έναν όρο με μάλλον ασαφές περιεχόμενο, με διάφορους υλικούς πολιτισμούς, γλωσσολογικές ομάδες κ.λ.π. αλλά πρόκειται περί άλυτου "προβλήματος".
Οι συνεχείς επεξεργασίες των ελληνικών παραδόσεων και μύθων καθιστούν δύσκολο το διαχωρισμό σαφών "αναμνήσεων ιστορικών γεγονότων" και μυθοπλασίας όσον αφορά τις πληροφορίες που δίνουν οι αρχαίοι συγγραφείς για τους Πελασγούς.
όπως η Θεσσαλία και η Αττική θεωρούνταν παραδοσιακά ως περιοχές στις οποίες κατοικούσαν Πελασγοί. Γενάρχης των Πελασγών αναφέρεται ο Πελασγός. Με τ' όνομά του συνδέθηκαν πολυάριθμοι θρύλοι και παραδόσεις.
Αχαιοί: Ελληνικό φύλο πού ήλθε από τήν Ήπειρο. Τό όνομα προέρχεται απ' τόν Αχαιό γιό τού Ξούθου, εγγονό τού Έλληνα καί δισέγγονο του Δευκαλίωνος. Στήν εκστρατεία κατά τής Τροίας περί τό 1200 π.Χ κατά τήν συμβατική ιστορία έλαβαν μέρος 44 ηγεμόνες, από τήν Ήπειρο καί Θεσσαλία μέχρι τήν Κρήτη, αυτόνομοι μέν αλλά στά μάτια τών ξένων φάνταζαν ως έν έθνος, όπως άλλωστε ήταν αφού ίσχυε τό όμαιμον, τό ομόγλωσσον τό ομόθρησκον καί κυρίως η κοινή συνείδησις.
Τούς απέδιδαν δέ διάφορα ονόματα, όπως Αργείοι, Δαναοί, Αχαιοί μέ κυρίαρχο τό Αχαιοί.
Ίωνες: Ελληνικό φύλο πού ήλθε κι αυτό από τήν Ήπειρο καί τά παράκτια νησιά τού Ιονίου. Τό όνομα έλκει τήν καταγωγή του από τόν Ίωνα, αδελφό τού Αχαιού, γιό τού Ξούθου, εγγονό τού Έλληνα καί δισέγγονο τού Δευκαλίωνος.
Εγκαταστάθηκαν περί τό 1900 π.Χ. κατά τήν συμβατική πάντα ιστορία στήν Αττική. Ήλθαν σέ επαφή μέ τούς ανατολικούς λαούς καί γι αυτό τόν λόγο οι τελευταίοι αποκαλούσαν όλους τούς Έλληνες Ίωνες (Γιουνάν ), πράγμα πού εξακολουθεί νά ισχύει καί σήμερα καί μάλιστα καί η ίδια η Ελλάδα αποκαλείται Γιουνανιστάν.
Οι Ίωνες κατά την εποχή του Χαλκού ήταν εξαπλωμένοι μεταξύ της Εύβοιας, της Αττικής και της βορειοανατολικής Πελοποννήσου. Το 1100 π.Χ. περίπου κατά την αρχή της γεωμετρικής περιόδου, που σηματοδοτήθηκε από την κάθοδο των Δωριέων, οι ανακατατάξεις στο εσωτερικό της Ελληνικής χερσονήσου τους ανάγκασαν να εγκαταλείψουν μεγάλο μέρος της περιοχής στην οποία ζούσαν.
Οι μετακινήσεις αυτές των αρχαίων ελληνικών φύλων ονομάζονται Α' Ελληνικός αποικισμός. Οι Ίωνες λοιπόν μετακινήθηκαν προς τα ανατολικά δημιουργώντας αποικίες στα νησιά του Αιγαίου (Χίος, Σάμος κ.α.) καθώς και στην κεντρική Μικρά Ασία, στην περιοχή γνωστή ως Ιωνία. Το μεγαλύτερο μέρος των νησιών του Αιγαίου, με εξαίρεση τη Λέσβο, την Τένεδο και τη Ρόδο αποικήθηκε από τους Ίωνες, ενώ οι σημαντικότερες αποικίες στην Ιωνία ήταν η Μίλητος και η Έφεσος.
Η δημιουργία αποικιών στη Μικρά Ασία ήταν μια προοπτική που χρόνια απασχολούσε τα αρχαία ελληνικά φύλα και κυρίως τους Αχαιούς, δεδομένου ότι ήταν πολύ πιο εύπορα από την ορεινή και σχετικά άγονη ελληνική χερσόνησο.
Οι Ίωνες μιλούσαν την ιωνική διάλεκτο. Η διάλεκτος αυτή αποτελεί τη γλώσσα της επικής ποίησης, καθώς το ομηρικό ιδίωμα έχει ως βάση του την ιωνική εμπλουτισμένη με στοιχεία από την αιολική και την αρκαδοκυπριακή.
Οι λυρικοί ποιητές όπως ο Τυρταίος, ο Αρχίλοχος και άλλοι, χρησιμοποιούσαν την ιωνική διάλεκτο για τις ελεγείες τους. Επίσης ιστορικοί όπως ο Ηρόδοτος έγραφαν στην ιωνική. Χαρακτηριστικά τα α και ε μακρά γράφονται η και η εξάλειψη του συμφώνου F (δίγαμμα). Επίσης ο σχηματισμός των απαρεμφάτων σε -ναι είναι ιωνικό στοιχείο.Κατά τον 6ο αιώνα π.Χ. η Μίλητος και η Έφεσος έγιναν κέντρα όσον αφορά τη σκέψη πάνω στο φυσικό κόσμο.
Με βάση αυτή τη σκέψη δημιουργούνταν υποθέσεις που εξηγούσαν τα φυσικά φαινόμενα χωρίς να αποδίδεται το αίτιό τους στο θείο, όπως γινόταν μέχρι τότε. Οι υποθέσεις αυτές διαχέονταν από την έρευνα και από προσωπικές εμπειρίες. Οι εκπρόσωποι αυτού του κινήματος λέγονταν «Φυσικοί» ή «Φυσιολόγοι».
Κύριος εκπρόσωπος ήταν ο Θαλής ο Μιλήσιος, ο οποίος ήταν κι ένας από τους επτά σοφούς της αρχαίας Ελλάδας. Και ο λεγόμενος "σκοτεινός" φιλόσοφος Ηρακλειτος από την Έφεσο.
Δωριείς: Οι Δωριείς ήταν ελληνικό φύλο, ένα από τα τέσσερα της αρχαιότητας, το οποίο καταγόταν σύμφωνα με τις γραπτές παραδόσεις από την οροσειρά της Πίνδου.
Κατά την παλαιά παραδοσιακή θεωρία και κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες, οι Δωριείς κατέβηκαν στη νότια Ελλάδα περίπου τον 12ο π.Χ. αιώνα και κατέλυσαν τον Μυκηναϊκό πολιτισμό, καθώς διέθεταν όπλα από σίδηρο, που ήταν ανώτερα από τα χάλκινα των Μυκηναίων.
Νεώτερες όμως μελέτες συνδυάζουν την έλλειψη αρχαιολογικών ευρημάτων που να συνηγορούν σε μια τέτοια βίαιη εισβολή και γλωσσολογικών στοιχείων από την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β, και αμφισβητούν έντονα την εκδοχή αυτή.
Η μετακίνησή τους αυτή, που είναι γνωστή ως "Κάθοδος των Δωριέων", παραμένει μέχρι σήμερα ένα από τα σκοτεινότερα σημεία της ελληνικής ιστορίας. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, όταν βασίλευε ο Δευκαλίων, οι Δωριείς κατοικούσαν στην Φθιώτιδα. Από εκεί, ενώ βασιλιάς τους ήταν ο Δώρος, από τον οποίο πήραν και το όνομά τους, πήγαν στις πλαγιές της Όσσας και του Ολύμπου, στην περιοχή που ονομαζόταν Ιστιαιώτις.
Οι Κάδμειοι τους ανάγκασαν να εγκαταλείψουν την περιοχή αυτή και να εγκατασταθούν στην Πίνδο, σε μια περιοχή που εκτείνεται από την περιφέρεια Καστοριάς, Γρεβενών έως και την επαρχία Μετσόβου, όπου ονομάστηκαν Μακεδνοί.
Από εκεί ξεκίνησε η λεγόμενη "Κάθοδος των Δωριέων" στα τέλη του 12ου αιώνα π.Χ., μέσω του περάσματος της Δεσκάτης, που αποτέλεσε ιστορικό γεγονός μεγάλης σπουδαιότητας, και είχε το χαρακτήρα εγκατάστασης ενός λαού σε πιο εύφορα και προσοδοφόρα εδάφη.
Αυτή η εσωτερική μετανάστευση των Δωριέων αποτέλεσε τμήμα της γενικότερης προσπάθειας των δυτικών φυλετικών ομάδων να κατακτήσουν νέες περιοχές. Οι ακριβείς συνθήκες της μετακίνησής τους προς νότον παραμένουν άγνωστες. Οι Δωριείς αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τους τόπους εγκατάστασής τους, καθώς είτε δέχτηκαν την πίεση άλλων φυλετικών ομάδων, είτε οι διαθέσιμοι φυσικοί πόροι δεν επαρκούσαν.
Ενώ παλαιότερα εικάζοταν ότι η εξάπλωση των Δωριέων ήταν το κυριότερο αίτιο κατάρρευσης του μυκηναϊκού κόσμου, οι ιστορικοί σήμερα τείνουν στην αντίθετη εκδοχή, ότι η κατάρρευση του μυκηναϊκού κόσμου των Αχαιών αποτέλεσε το κυριότερο αίτιο της γρήγορης εξάπλωσης του δωρικού στοιχείου. Συγκεκριμένα, υποστηρίζεται η άποψη ότι ότι οι Δωριείς ήταν ένα ελληνικό ποιμενικό και πρωτόγονο σχετικά φύλο που κατοικούσε στις ορεινές περιοχές της Ελλάδας, και το οποίο μετά τη διάλυση του μυκηναϊκού κόσμου κατέλαβε πεδινές περιοχές.
Πέρα από τις μαρτυρίες των ιστορικών, υπάρχει και το αντίστοιχο μυθολογικό πλαίσιο. Οι Δωριείς κατάγονταν από τον Δώρο, γιο του Έλληνα, ο οποίος είχε υπό την εξουσία του την ηπειρωτική Ελλάδα. Σε αυτούς κατέφυγαν οι απόγονοι του Ηρακλή, μετά το θάνατο του Ύλλου και τον διωγμό τους από την Πελοπόννησο.
Ακόμη, αναφέρεται ότι, όταν οι Ηρακλείδες έφθασαν στον Αιγιμιό, βασιλιά των Δωριέων, ο Ύλλος ζούσε. Ο Αιγιμιός υιοθέτησε τον Ύλλο και μαζί με τους δυο γιους του, Πάμφυλο και Δυμάνα, τον έκανε συγκληρονόμο στο ένα τρίτο του βασιλείου του. Διωγμένοι από τα γειτονικά φύλα οι Δωριείς κατέφυγαν, μετά από πολλές μετακινήσεις, στη Δωρίδα και από εκεί στην Πελοπόννησο.
Τη χώρα τη μοίρασαν οι δισέγγονοι του Ύλλου, Τήμενος, Κρεσφόντης και Αριστόδημος, μαζί με τους Πάμφυλο και Δυμάνα. Την κατάκτηση της Πελοποννήσου και την κυριαρχία τους στους αχαϊκούς πληθυσμούς, οι Δωριείς την ερμήνευσαν με το μύθο της "επανόδου των Ηρακλειδών", δηλαδή την επιστροφή των απογόνων του Ηρακλή στην αρχαία τους κοιτίδα.
Αιολείς: Ήλθαν από τήν Θεσσαλία περί τό 1900 π.Χ. εγκαταστάθηκαν στήν Πελοπόννησο καί συγχωνεύτηκαν μέ τούς Αχαιούς. Τό όνομα ανατρέχει φυσικά στόν Αίολο τόν γιό τού Έλληνα καί εγγονό τού Δευκαλίωνος. Γιός τού Αιόλου ήταν ο Αθάμας, ο οποίος μέ τήν Νεφέλη έκανε τόν Φρίξο καί τήν Έλλη, εξ ής καί ο Ελλήσποντος καλείται.
Γραικοί: Από τόν Γραικό πού όπως καί ο Έλλην γενεαλογείται απ' τόν Δευκαλίωνα ή κατ' άλλους θεωρείται αδελφός τού Λατίνου. Τό όνομα ετυμολογείται από τό γηραιός καί γραία κι αυτό από τήν Γαία καί επομένως αντιλαμβάνεται κανείς τό παμπάλαιον αφ' ενός τού ονόματος αφ' ετέρου δέ τό γηγενές αυτού. Επεκράτησε κατά τούς μέσους χρόνους (ανασυρθέν φυσικά από τό βαθύτατο παρελθόν) ως εθνική ονομασία τών Ελλήνων ιδίως στήν ύπαιθρο, διότι τό Έλληνες σήμαινε πλέον ειδωλολάτρες.
Διά τών Λατίνων πού τό παρέλαβαν από τήν γειτονική Ήπειρο διαδόθηκε στήν Δύση (παρεφθάρη φυσικά όπως άλλωστε καί η Ελληνική γλωσσα πού κατακρεουργημένη κατέληξε στίς διαφόρους διαλέκτους), καί έχουμε τό γνωστό Graeci καί τά σημερινά ακατανόητα Greece, Grece, καί τά λοιπά παρόμοια.
Μετά μάλιστα τήν δημιουργία νέας αυτοκρατορίας απ' τούς Δυτικούς μέ φορέα τού αξιώματος τόν Κάρολο τό 800 μ.Χ., πού ήταν τό αποκορύφωμα τής διάστασης μεταξύ τής παπικής εξουσίας καί τής πολιτικής εξουσίας τής Κωνσταντινουπόλεως, έγινε κατασυκοφάντησις τών Ελλήνων, ώστε τό όνομα Γραικός νά σημαίνει αίρεση καί κατά τούς χρόνους τής Φραγκοκρατίας μάλλιστα ενισχύθηκε εντονότατα ο μισελληνισμός.
Γνωστή είναι η φράση τού " πρωθυπουργού" τού Κ. Παλαιολόγου Λουκά Νοταρά " κρειττότερον ιδείν εν μέσει Πόλει φακιόλιον Τούρκου ή ρωμαϊκήν καλύπτραν". Νά σημειώσουμε μέ τήν ευκαιρία ότι ο Κάρολος ζήτησε σέ γάμο τήν 1η γυναίκα αυτοκράτειρα τήν Ειρήνη τήν Αθηναία.
Μετά τήν πτώση τής Πόλης, εκτός από τό ρεύμα λογίων πού συνέρευσε στήν Δύσι καί προκάλεσε τήν αναγέννηση, υπήρξαν καί πολλοί δυστυχείς πρόσφυγες, πολλοί από τούς οποίους παρανομούσαν γιά νά καταφέρουν νά επιβιώσουν καί αυτό συνέτεινε ώστε τό "Γραικός" νά σημαίνει καί "απατεών".
Δαναοί: Ελληνικό φύλο, πού προερχόμενο από τήν Ήπειρο, εγκαταστάθηκε κυρίως στήν Πελοπόννησο περί τό 2000 π.Χ. Timeo Danaos et dona ferentes (= φοβούμαι τούς Δαναούς καί δώρα φέροντας). Η φράση αυτή ανήκει στόν γαλάτη Βιργίλιο καί ασφαλώς εκφράζει τόν φθόνο κατά τών Ελλήνων αλλά καί τήν προσπάθεια υποτίμησης τού Ελληνικού Πνεύματος πού ήταν κυρίαρχο ακόμα καί κατά τήν Ρωμαϊκή στρατιωτική κυριαρχία. Άλλωστε κατά τόν Οράτιο "η Ελλάς ηττηθείσα τόν τραχύν νικητήν ενίκησε καί τάς τέχνας εισήγαγε εις τό αγροίκον Λάτιον".
Σελλοί: Κατά τόν Αριστοτέλη πανάρχαιοι κάτοικοι τής κεντρικής Ηπείρου πού καλούνταν τότε μέν Γραικοί, τώρα δέ Έλληνες. Απ' τό όνομα αυτό κατά μία εκδοχή καί τό Έλληνες.
Έλληνες: Το ελληνικό φύλο τού Αχιλλέα πού κατοικούσε τήν Φθία. Εκαλούντο καί Μυρμιδόνες. Ήλθε από τήν Ήπειρο καί επεκτάθηκε σέ ευρύτερη περιοχή. Τό όνομα προέρχεται από τον Έλληνα, γιό τού Δευκαλίωνος πού γεννήθηκε μέ "σπέρμα Διός". Τόν 8ο π.Χ. αιώνα όλα τά Ελληνικά φύλα πήραν αυτό τό όνομα. Στά πρώτα χρόνια τής επικράτησης τού Χριστιαννισμού τό όνομα Έλλην κατέληξε νά σημαίνει ειδωλολάτρης.
Απ' τόν 9ο αιώνα όμως μέ τόν Φώτιο καθηγητή καί μετέπειτα πατριάρχη, πού τό σπίτι του είχε μετατραπεί σέ κέντρο φιλολογικών συναναστροφών, πού επανιδρύθηκε τό Πανεπιστήμιο Κωνσταντινουπόλεως καί συνεστήθη πλήθος άλλων ιδιωτικών ανωτάτων σχολών έχουμε επανεμφάνιση τού ονόματος "Έλλην". Τόν 11ο αιώνα έχομε νέα ενίσχυση τού ονόματος μέ τόν Μιχαήλ Ψελλό καί τήν Άννα Κομνηνή.

Ο Θεόδωρος Β' Λάσκαρις αυτοκράτωρ Νίκαιας έλεγε: " Πάσαν τοίνυν φιλοσοφίαν καί γνώσις Ελλήνων εύρεμα...Σύ δέ ώ Ιταλέ τίνος ένεκεν εγκαυχά;"Ο Γεώργιος Γεμιστός τόνιζε στόν Μανουήλ Παλαιολόγο, ότι οι άνθρωποι, τών οποίων ηγείται είναι "Έλληνες" τό γένος ως ή τε φωνή καί η πάτριος παιδεία μαρτυρεί.