Σελίδες

Τρίτη 23 Αυγούστου 2011

ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΕΠΩΝΥΜΑ ΑΡΒΑΝΙΤΙΚΗΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ

Ο Κώστας Μπίρης, στο βιβλίο του «Αρβανίτες», παραθέτει επίθετα αρβανίτικης προέλευσης όπως προκύπτουν από καταλόγους ονομάτων καπεταναίων και απλών στρατιωτών που αναφέρονται σε έγγραφα του βενετικού αρχείου και άλλα κείμενα του 15ου και 16ου αιώνα.
Επίθετα που έχουν επιβιώσει ως σήμερα, εξελληνισμένα τόσο ώστε να θεωρούνται πλέον ελληνικά, παρ' ότι δεν παύουν να υποδηλώνουν αρβανίτικη καταγωγή.




Αδάμος (και Αδάμης)

-Β-
Βαρλάμης (συχνό στη Σπάρτη)
Βέρβερης (τυφλός)
Βλαντής
Γιάτας (μακρύς)
Γκάζας (γελαστός)
Γκέρμπεσης (Γερβάσιος)
Γκίνης (Γιάννης, συχνό στην Υδρα, στο Κορωπί, στα Καλύβια του Κουβαρά και στον Μαραθώνα)
Γκιόλμας
Γκλιάτης (μακρύς)
Γκολέμης (λαίμαργος, συχνό στο Μενίδι και στον Μαραθώνα)
Γκούμας (Γιακουμής, Ιάκωβος )

Γκρίτσας (συχνό στο Μενίδι)
Ζαπάντης
Καβάσιλας
Καγκάδης (τραγουδιστός, συχνό στην Κέρκυρα, στην Καρυστία και στη Βοιωτία)
Κακαβάς (συχνό στην Καρυστία και στο Λιόπεσι Αττικής)
Κακαρούκας (κακοκυλημένος, συχνό στη Λιβαδειά)
Καλέντζης (γανωτζής)
Καλέσης (μαλλιαρός)
Κάμιζας (της πλούσιας)
Κάμπασης (κάμπες = πεζός)
Κανάκης
Καντρέβας (συμμαζεμένος)
Καπαρέλης
Κασνέσης
Κέκης (κακός, πονηρός ­ συχνό στη Χασιά Αττικής)
Κόκος (Κώστας)Κόκλας (συχνό στη Χασιά Αττικής)
Κολόσης (Νικολάκης)
Κομποθέκρας (χειρόβολο από σίκαλη)
Κόντος (συχνό στα Καλύβια της Χασιάς στην Αττική)
Κόρεσης (θεριστής)
Κότσικας (κοκάλας, συχνό στην Κάρυστο)
Κούκης (κόκκινος)
Κουρτέσης
Κούτσης (κουτάβης, συχνό στις Σπέτσες και στο Τάχι των Θηβών)
Κράψας
Κριεκούκης (κοκκινομάλλης)
Κριεμπάρδης (ασπρομάλλης)
Κυριάκης
Κάλεσης  < kalesh,  όνομα σκύλου ασπρόμαυρου ή μαλλιαρού  ή <    πρόβατο με μαύρο μπάλωμα στο κεφάλι του.
Καλιούσης  <  kalush-i <  ουσ. kalë - i <  ελλην. ο κέλης - ητος  (ο)  (ίππος).   αλογάκι, εφαλτήριο.
Καλιώρας  (α)  από την ευχή « καλή  ώρα» ή    <  kalores (προφορά /λιό/)  < το kalë- i, ίππος = οιππέας.   
Κανάρης   <  αλβ.  kanar - i, ο   κρεοπώλης. Άσχετο με το ελλην. επών. Κανάρης.
 Καπρούλιας <  kaproll-ll  -  i, το   ζαρκάδι.
Καρκαλέτσος  <  karkalec- i,  η ακρίδαΚαρκαλούτσος.
Κατσάνης <  kacan,  ο φιλάργυροςτσιγκούνης
Kace -   <   α΄ συνθ. kaçe  Κατσι -  μικροκαμωμένος.
Κατσέλης <  kaçel-e  ο κουτσός, ο χωλός.
Κατσής <   kace  =  o μικροκαμωμένος, o  «κατσιασμένος».
Κατσι -  106,108 
Κατρανάρας  < katran - i,  το κατράμι+ μαγεθ. κατάλ. -   άρας.
Κατσιμπάρδης <  kacibarthë  - a,  η αγριοτριανταφυλλιά.
Κατσιρούμπας  <   kaçirubë - a,  το λοφίο, η τούφα από φτερά.
Κατσούλας <  kacul - i, το λοφίο πουλιού, το λειρί κόκορα, ο Κατσουλιέρης, Τσαλαπετεινός. Κατσούλης. 
Κατσούμπας  <  kaçubë – ao  θάμνος,  to χαμόδεντρο.
Κατσούπης <  kaçup   το ασκί (Οικον. 38)  
Κατσουρέλος <  kaçurrel-e,   ο κατσαρομάλλης.
Κέκης keq (i)  ο  κακός, o Κέκιζας, o   Κέκιας, o Κέκ(κ)ης, o Κέκ(κ)ος, o Κεκ(κ)όπουλος,
o Κεκιάν, κακόψυχος (Οικον. 41)
Κελέσης <  qelesë-ja  ο σκούφος, το άσπρο φέσι.
Κέπας <  qepë - a, το κρεμμύδι.
Κεραμάρης  < παραφθ.  του  qiramarrës,  αυτός που  εισπράττει ενοίκια, ο ιδιοκτήτης.
Κλέρης <  kler - i,  ο κληρικός.
Κόιας  <   kοje  η κόρα του ψωμιού.
Κόκας <  kokë, - a,  το  κεφάλι, η  «κεφαλή», ο επικεφαλής   καφάσι,
 Κοκίδης, επικεφαής, καθοδηγητής (Οικον. 396) Κόκιζας.   
Κοκοδήμας  <  Κοκοδήμας < Κόκας + ηπειρωτ.< kokë - a, το κεφάλι + ο Δήμας < Δήμος < Δημήτριος.
  Βλ. κ. φρ.: «αυτός τη φυλάει την κόκα  του». 
Κόκλας   kokë, - a,  το κεφάλι +  επίθ. lartë (i,e,) ο υψηλός /  ο ανώτερος.
Παρετυμολογία αποτελεί η παραφιλολογία που συνδέει το πανελλήνιο επώνυμο   Κόκλας   με τοπωνύμιο …  Κόκαλα, 
Κόλης  < Νικόλαος  κ.  shenjt Kolli, Αγιος Νικόλαος, στην  Αλβανία. (Γκίνης, 393α΄)  Το Κόλης < Νικόλης
 δεν γραφτηκε  Κιόλης, γιατί επονται  δυο   ll.
 Κόλιας <  Νι/κόλας  >  Κόλας > ο Kόλιας.
Υπόμνηση. Στην  αλβανογενή -  αρβανίτικη   γλώσσα η  οι συλλαβές    la - , lo -,  και  lu   προφέρονται  λια-,  λιο, - λιου -.
Κολιόπουλος < Νι/κολόπουλος κ.   Κολιούσης < Νι/κολούσης.
Κολιζής  < kolli, Νικόλας + zi,  μαυρος,  ο    «Μαυρονικόλας», ο δυστυχος ο Νικόλας. Το ο δεν εγινε ου γιατι ακολουθουν  ll
Κολιός < Νι/κολός.  
Κολιούσης <  Κολούσης < σύντμ. του  Νι/κολούσης.
Κολ(ι)ούμπας <  kolube – kolubja,   η καλύβα ή  η κυψέλη.
Κολιοφώτης < Νι/κολοφώτης
Κούκης  <   επίθ.  kuq  (i), ο κόκκινος, ο κομμουνιστής, ο  Κούκιος.  
Κόρδας  < κόρδα  kordhë,- a  < ελλην. ουσ. η χορδή // η  σπάθα, σπαθί (το) (Γκίνης. 206),
γιαταγάνι // μεγάλο μαχαίρι του βυρσοδέψη (Αργυρόκαστρο), Κορδάτος, σπαθοφόρος (Οικον.43/44).  
Κορμπής <   corb-i,  ο κόρακας, Κορμπόπουλος.
Κοροβέσης <  korrovesh - e,  ο κοτσαύτης.  
Κορόζος <  korrro/zi, ο μελαχρινός, μαυριδερός   (Λαμία). 
Κόρπας   <   korp - i,  το «κορμί, κορμός» < λατ. corpus,  «κορμός».
Κόσκος <  koskë - a,  το κόκκαλο, η μικρή αμοιβή,  Κοσκίδης.
Κουλιανός <  κούλια (η)  < kula,   πύργος,  φρουρός ή  κάτοικος πύργου, Κουλιέρης. 
Κούνας <  kunë-a,  η κούνια, η αιώρα.
Κουρίλας <  kurrillë – a,  ο σταχτόχρωμος γερανός.
Κρέπης <  krepi,  ο βράχος  κ. μτφ. ο «πεισματάρης».
Κριεζής <  kryezı <  krye «κεφάλι» κ. «κεφαλή», ο ηγετικός παράγοντας + zi (i) ο «μαύρος» = «μαυροκέφαλος».
Κριεζώτης (α) <  kryezot - i  < το  krye,  «κεφαλή»  + zot - i, ο άρχοντας.
Κριεζώτης (β) < Κριεζά (τα)  «Μαύρα Κεφάλια» του Γριπονησιού (Ευριπονησιού)  (Εύβοια), Γκριζιώτης.
Κριεκούκιας < Κριεκούκης < kryekuq-i,  κοκκινοκέφαλος, ο κοκκινομάλλης
ή ίσως  <  το Κριεκούκι (σήμερ.  Ερυθρές της Αττικής).
Κριεμάδης <     kryemadh-i < το  krye κεφάλι + madh-i,  ο «κεφάλας»,   το «μεγάλο κεφαλι», ο αρχηγός.
Κρίκας <  ουσ. kryk – i,   ο σταυρός   και με ανεβασμα του τονισμού  ο   Σταύρος, Κρικέας,  Κρίκης, Κρίκκας.
Κρούσκας <  Κρούσκος<  krushk - ku,  ο προξενητής, ο συμπέθερος.

-Λ-

Λάντας (δρυς;)
Λότσας (φίλος)
Λουκίσας (της χήρας του Λουκά, συχνό στα Καλύβια της Χασιάς)
Λούσης (λιουσ = λάτρης, ικέτης.
Λάγιος  <    αντί  του  Λιάγος <  laj,+   ο μαύρος,   πιο πολύ για πρόβατα.
Λάλας < αντί  του Λιάλιας   <  lalë - a  (la= λια),  ο «πατέρας»,
Λάλας <  llallë a, κάμπια.
Λαλιώτης < αντί του  Λιαλιώτης από το  χωριό Λάλα  (Λιάλια) της Ηλείας  το οποιο  ίδρυσαν 
οι Τουρκαλβανοί, οι θανάσιμοι εχθροί των «Αρβανιτών» και των λοιπων αγωνιστωμ του ΄21
 μαζί με τους  (Τουρκομπαρδουνιώτες),  τους τουρκαλβανούς  του Ταϋγέτου.
Λάπας  <  llapë-a,  γλώσσα,  γλώσσα  παπουτσιού, γίδα με μεγάλα αυτιά, (Οικον 50).  
Λάστας <  το   χωριό Λιάστα,  lastë - a,  δροσιά. (Παπ. 441).
Λάτας (α)  < Λιάτας  <  latë - a, μικρό τσεκούρι.  < (Οικον. 47).
Λάτας (β) < Λιάτας  < latë -a  < ιταλ.  latta,  γκαζοτενεκές   μέτρο χωρητικότητας
πληρώνονται με καρπούς για το μεροδούλι τους οι γυναίκες που μαζεύουν ελιές.  (Οικον. 47).  
Λάτσης <  llac- i,  ο βοηθός χτίστη, Λάτσιος. (Οικον. 49) 
Λέκας <  Lek ë - a. ο Αλέξανδρος   

Σχόλιο. Είναι γνωστή η συνήθεια  των   Αρβανιτων  και γενικά των Ηπειρωτών να προτιμούν
 δισύλλαβα ονόματα και επώνυμα  αντί για τρισύλλαβα και πολυσύλλαβα: Νίκας < Νικόλαος,
 Γώγος < < Γεώργιος,  Στέφας  < το Στέφανος κ.ά..

Λιάγκουρας   <  lagur (i.e),  ο υγρός,  ο βρεγμένος (Οικον.  47).
Λιάλιος <  lalë- a,  «πατέρα,  προσφώνηση του μικρότερου προς το μεγαλύτερο αδερφό του
 και προς κάθε σεβαστό πρόσωπο!...(Ντίνας, 63)
Λιάμης <  lamë  - a, το αλώνι ή  < την   εκδοχή του βαφτ. Λάμπης <  Χαραλάμπης.
Λιάμπος < αλβ. προφ. του Λάμπος < σύντμ. του  Χαρά/λαμπος.
Λιάπης < Λιάπης < Lab - i. Ο καθηγητής  Μπαμπινιωτης έχει γράψει στο λεξικό του
 λανθασμένα   Liab-io καταγόμενος από  τη Λιαπουριά, τη Βόρεια Ήπειρο, Λιάπης 
και ο Ντίνας (σελ. 163) επαναλαμβάνει  το   λάθος των Ανδριώτη και Μπαμπινιώτη
 γράφοντας  Liap –i., αντί του ορθού  Lab-i.
Λιαρομάτης  < Λιάρος<  larë (i.e.)  + μάτι.
Λιάρος <  larë (i.e.), ο παρδαλός. Αρχικά λέξη επίθετο για  γίδα που είχε  παρδαλό χρώμα.
Λιάστας < lastë (i.e. ) ο αρχαίος, ο παλαιός.
Λιάτζος <  Λιάτσιος <  πόλη Lace της Αλβανίας ) (Ντίνας163)
 Λίγκος <  lig-i,  κακός > ο Λίγκος, ο αρχιληστής.
Λίκουρης <  kurë - a, , το  δέρμα το τομάρι, ο φλοιός  «πετσί και κόκαλο».  (Οικον. 47)
Λίρης  lirë  (i.e.) < το  λατιν.  liber,  ο ελεύθερος > ο Λιμπέρης,  Λιμπερόπουλος.
Λιόπεσης (ο) < το  τοπων.  Λιόπεσι  <  lopë-a, γελάδα  + κατάλ.  - si (= τόπος),
 βοσκότοπος αγελάδων,  ο καταγόμενος από το Λιόπεσι.
Λιόλιος <  ΒΑ. Θεόδωρος (Ντίνας, 164).  
Λότσας <  Λιότσης <  loci.  ο  φίλος 
Λιότσης < Λιότσης < loçi  φίλος  ή   ανόητος, βλάκας.
Λιούμης α) <  lumë - i,  το ποτάμι,  ποταμίσιος.
Λούμος  < lum + i, (προφορά λιουμ), o μακάριος, o καλότυχος, ο Λουμίδης.
Λιούπης  <  lypës-io  λαίμαργος, o ζητιάνος.
Λούπης llupës-eo λαίμαργος, λύκος.
Λιούτας < lutësi,  ο αιτών, ο ζητών.
Λιώπας  < Λιόπας <  παρατσούκλι  <   lopë - a, η αγελάδα. 
Λούπης llupës –e, λύκος, λαίμαργος.
Λύγκος<  ligi, ο κακός, Λίγκος. Βλ. κ. Λίγκος ο Αρχιληστής
 Λυκουρέζος < Λικουρέντζος < lëkurenxire <  lëkur,  ανθρώπινο
δέρμα +  επίθ. nxirë (i.e.)  μαυρισμένος,  μελαχρινός.

-Μ-

Μαζαράκης
Μάζης (κορυφαίος)Μάνεσης (βραδύς)
Μάριζας (της Μαρίτσας)
Μαύρεσης
Μέγκουλας
Μελέτης
Μενάγιας
Μέξας (συχνό στις Σπέτσες, στην Κέρκυρα και στην Ηπειρο)
Μόλας (μόλε = μήλο)
Μουζάκης
Μπανίκας
Μπάρδης (άσπρος, συχνό στα Μεσόγεια και στη Χασιά της Αττικής)Μπαρμπάτης
Μπάρτσης (μπάρτσα = γίδα, συχνό στο Μαρκόπουλο της Αττικής)
Μπάστας
Μπελόκας
Μπελούσης
Μπέτσης
Μπίμπης (πουλί πάπιας, χήνας ή γάλου ­ συχνό στα Λιόσια και στη Μάνδρα Αττικής)
Μπισκίνης (μπέσε = πίστη, κένι = σκύλος)
Μπόζος (βαρέλας)Μπόρσας (πουγκής)
Μπούας
Μπούζης (χειλάς)
Μπουζίκης
Μπούκουρας (ωραίος)
Μπούμπας (μαμούνας)
Μπόχαλης (μπόχα = σκόνη)
 Μάζης < α)  <  mëz -   i.  β) <  το αρβαν. mazë, η κρέμα, η κρούστα.
 Μαδούρος, ίσως και < το  madhor,  μεγάλος, ενήλικος
Μάλης   < αrβ.  mall-io μεγάλος   ο πολύς. Οικον. 51.  
Μάνεσης <  manesë- a,    η αργοπορία, ο αργός.
Mαράκας <  το  marei, παρωνύμιο,  το …«μάραθο».
Μελιγκώνης  <  Melogonë - a,  μύρμηγκας.
Μίρας < mirë (i, e) < λατ.  mirus,  καλός, αγαθός, Μιραλής, Μοίρας, Μοιρέας,  Μοιρούλης
Μπαμπίλης <  babil,- i,  ο μελισσοφάγος, ο «μελισσουργός».
Μπαραμπάρας    <  επίρρ.  barabar,  ίσα,  όμοια  κ. μτφ.   ίσος, όμοιος.
Μπάρας < αλβ.   mbarë,  (i.e.), ο καλός, ο ευτυχής.
Μπάρδης < bardhë,- a,  o άσπρος, Μπαρδόπουλος, 
ë,-a,
 Μπαρδουνιώτης < την ορεινή περιοχή  Μπαρδούνια (η), περιοχή τουρκαλβανών 
στην περιοχή του Ταϋγέτου. Αυτοί με τους Λαλιώτες τουρκαλβανούς αποτελούσαν
την τρομερότερη πληγή  της Πελοποννήσου την εποχή  της Τουρκοκρατίας,
 ο σημερινός Μπαρδουνιώτης =  χριστιανός κάτοικος ενός από τα Μπαρδουνοχώρια.
Μπάρκας <  barkku, η  κοιλιά, το  γένος,  ο Μπαρκούσης, Παπαφ.63,
Μπαρκούκης <  barkuqesh,  αδερφος από δευτερη σύζυγο του πατέρα του. Niko Gjini 46α΄  
Μπαρκουμάδης <  bark - u “κοιλια”+  madh-i, ο  κοιλαράς{ΤΟΖ}
Μπαρούνης <  παρων. baron, -i, βαρόνος.
Μπάστας bashtë, - a,   ο κήπος , ο καταγόμενος από το χωριό Μπάστα (του), σήμερα Πλατύ (Μεσσηνία).
Μπάτζιος  <  baxhioja,  ο τυροκόμος
Μπάτζος < Μπάτσος  <  bac,  ο μεγάλος αδερφός, ο θειος, Μπάτσας.
Περάτης <  το  Μπεράτι (Αλβανία).
Μπέσας < besë, - a,  η πίστη, o Μπεσής.
Μπίζας <  bizë - a  το τσαρουχοσούβλι.
 Μπιθικώτσης  < το  αλβ.  bythë- a, «βυθός», ο κώλος  +  Κώτσης, Κώστας,
Μπίντας < αλβ.  bindëse,  ο πειστικος, ο ευπειθής.
Μπίρης <  bir - i, o γιος.
Μπίσης  <  bishë,- a, το αγρίμι, ο λύκος. κ. εξελλ. Βίσης.
Μπίσκας <  bisku, το ρυάκι,  το  «οικογενειακό  παρακλάδι», το κλωνάρι.
Μπίστης <  bisht, ο  τέλειος.
Μπίτζας  βλ. λ. Μπίζας
Μπλετάρης <  bletar  - i,  ο «μελισσουργός», o μελισσοκόμος
Μπλέτσας  <  το χωριό  Βlleci (Ντίνας, 189)
 Μπλέτσος   <  blec  ολότελα γυυμνός, ο πάμπτωχος,  Μπλέτσας  κ.  Βλέτσας  Οικον. 14.
Μπόμπολας  <   bobole,  κόκκος καλαμποκιου  φουσκωμένος στο νερό ή βρασμένος,
 φουσκωμένος στο νερό κόκκος φασουλιού,  γιγάντων, σιταριού >  Μπόμπολος.     
Μπορμπόλης < αλβ.  bobël σαλιγκάρι με κέλυφος, γλείφτης (όχι γλύφτης < γλύπτης).   
«Μπονιακός» <  boniak-u,  ο  ορφανός.
 Μποτσάκος < Μπότσης <  bocё - a <  ιταλ.  bozza,  υδροδοχείο >   Μπότσαρης.
Μπότσαρης < μπότσα (η) <  ιταλ.  bozza (= μπότσα, βαρελάκι),  βαρελάς, 
Μποτσέας, Μπότσης,  Βότσης).
Μπούας        
 Μπούγιας < buje. Θόρυβος, πάταγος.
Μπουζας  <   buzë - a   το χείλος,   ο Μπουζαλάς, ο χειλάς,  Μπουζέας, Μπουζέλης Μπούζος.
Μπούκας <  bukë, - a, το ψωμί , ο ψωμάς,  Μπούκιος ή < το   ιταλ. bοcca,  στόμα.  
Μπούκουρας <  bukur (i,e), ο ωραίος, ο όμορφος.
 Μπούμπουλης < ρ.      μπουμπουνίζει, βροντόφωνος. 
Μπούρας burrë, - io   άντρας, o γενναίος, o σύζυγος, Μπούρης, Μπουρής, Μπουρίκας,
 Μπουρίκος, Μπούρκας  Μπούρος ή < το  σλαβ.  bura (μπουρίνι)  που σημαίνει τρικυμία,  θύελλα,  μπόρα
Μπουρελιάς / Μπουρολιάς, Μπούρας + Λιας.
Μπουρονίκος < Μπούρας + Νίκος. 
Μπούτος  <  αλβ.  butë, (i.e.),  ο μαλακός, ο ήπιος.
Μπλετάρης <  bletar-io  μελισσουργός, ο μελισσοκόμος.
Μπρέγκος < bregu , ο λόφος.
 Μπρίσκας <  brisk, ξυράφι  ή σουγιάς.
 Μπρούμας  α) <  brume, - i,  το ζυμάρι, η μαγιά,  . (Γκίνης,  59β΄)
  Μπρούμας β))  brumë – a, η  πάχνη, το ψύχος,  Μπρούμης  κ. Μπρουμίδης.
  Μπύθας <  bythë, - a, ο «βυθός», τα οπίσθια του ανθρώπου, ο πρωκτός.

-Ν-

Ντόριζας (μικροχέρης)
Νοτάρης  <  notar,-io κολυμβητής.
Ντάιος <   dajë,- ao θείος από μητέρα Νταγιόπουλος.
Νταγούσης <  dajë,- ao θείος από μητέρα +  κατάλ. – ούσης < αλβ. κατάλ.- ush. Βλ.λ.  επών.  κ. Ρεπούσης.
Ντάλης <   dalë,(i,e) o «κοσμογυρισμένος».
Ντάρδας  <  dardhë - a,  η αχλαδιά,  το αχλάδι,  Ντάρδης.
Ντάσιος <  dash,- i,  το κριάρι  κ. μετ., πολύ δυνατός.  
Ντασούρης <  dashur,- i, ο αγαπητός,  ο αγαπημένος, ο ερωμένος
Ντέγκας <   degë,-a, ο κλάδος
Ντελής <  deli,  παλικάρι, Δεληγιάννης, Δεληολάνης.
Ντένης <  denjë (i.e), ο άξιος.
Ντετάρης detar,- i ,  ο ναυτικός, ο θαλασσινός.
Ντινάκης <   dınak, - eo   πονηρός,o  δόλιος. 
Ντζιντζελώνης <  xixellonjë,-a,  η πυγολαμπίδα, η κωλοφωτιά.
Ντίτουρης <  ditur, - i, ο σοφός, ο πολυμαθής.
Ντορής <  dori,-u, <   άλογο με χρυσοκόκκινο χρώμα, ντορής.
Ντόριζας, - i,  ίσως <  dorëza, μικροχέρης, Δόριζας 
Ντορμπάρης  <  dorëbarë o γουρλής,   αυτός που φέρνει δώρα.  
Ντούκουρης <   dukur, (i,e),  όμορφος,  λεβέντης.
Ντούσκας <  dusk,- ku,  η  βελανιδιά, σαν βελανιδιά.
Ντούσκος , βλ. Ντούσκας.
Ντούφας < duf,- i,  το άχτι, ο θυμός.
Ντράγκας <  dragë, - a,  η χιονοστιβάδα.
Ντραγκόγιας dragoi, δράκος. (Ντίνας203)
Ντρέκης  <  dreq,- i, διάβολος > Δρεκόπουλος.
Ντρες  <  επώνυμα θαυμαστικό    dre!...   μπράβο!...   έξοχος!.
Οι Ντρέδες του Δωρίου ήσαν ξακουστοί για τη γενναιότητά τους. (Παπαφ. 154β΄)
Ντρης < dru,  - uri,  η Δρυς, ο Δρυς.’
 Ντρούγκας  <  drugë,-a αδράχτι χωρίς το σφοντύλι,  Δρούγας.

-Π-

Παναρίτης (από το Φανάρι)Πέτας (πίτας)
Πρίφτης (παπάς, συχνό στην Κορώνη, στα Σπάτα και στην Κερατέα)
Προγόνης
Προκόπης

-Ρ-

Ρένεσης (ψεύτης)

-Σ-

Σγούρης
Σκλέπας (κουτσός)
Σκλήρης (συχνό στη Βοιωτία)
Σκούρας
Σούγκρας (που τσουγκρίζει)
Σούκουλας (κουρελής)
Σούλης (ψηλός, λεβέντης)Σουμάκης
Σούρπης (ρουφηχτής)
Σπάτας (σπάθας)
Στίνης (που σπρώχνει)Σχηματάρης (κομψευόμενος)

-Τ-

Τάτσης (Δημητράκης)
Τσαμαντάς (τσα- ή χαϊ- μ' ντα = πήγαινε πιο κοντά)Τσαπόγας (ψηλοπόδαρος, συχνό στη Μεσσηνία)

Φούντης (πάτος)

Χαϊκάλης (κάλι = άλογο, συχνό στο Μενίδι)
Χέλμης (φαρμάκης)
----------------------------------------------------------------------------------------------------
Ο Κώστας Μπίρης, στο βιβλίο του «Αρβανίτες»

Τ.

Τάτας  < tattë  - a,  στην παιδική γλώσσα, ο  πατέρας, ο τάτας.
Τατούλης,   χαϊδευτ.   του τάτας, ο μπαμπακούλης.
Τάτσης <  taç,- i, το τελευταίο παιδί μιας  οικογένειας.
Τέτας  < το αριθμ.  tetë, (i,e)=  όγδοος, Ίσως, το όγδοο παιδί μιας οικογένειας.
Τζαμουράνης < Τσιαμουράνης < πατριδωνυμικό Τσιαμουριά,
 ο κάτοικος της   Τσιαμουριάς ή   ο καταγόμενος  από αυτήν. 
-----
Τζατζάς  <  xhxha,- i,  ο αδερφός του πατέρα, ο θείος. 
Τζιτζελώνης  <  xixëllonjë,- a, πυγολαμπίδα,  κωλοφωτιά.
Τζούτζης <  xhuxh,- io  Τζουτζές,  ο νάνος της αλβαν. μυθολογίας,
 ο  Τσούτσος, παλαιός κάκοσμος  χαρακτηρισμός κατοίκων της κωμόπολης  Μικρομάνη ΒΔ της Καλαμάτας.  
Τόγκας <  togë-a,  ο  λευκό ένδυμα, ιμάτιο των ιερέων και λοιπών  επισήμων στην αρχαία  ρώμη. 
Τορολάκος < torollak,-u,, ο βλάκας, ο ηλίθιος.
Τούντας α) < tundës, -i, κάδη, το τουμπέκι.
Τούντας β) <  tundë, - i,  η σκάφη που δέρνουν το γάλα
Τορολάκος i,  <torollak,-u, ο  βλάκας, ο ηλίθιος.
για να εξάγουν το βούτυρο.
Τούμπας <  tubë, - a, η αγέλη.
Τούφας <  tufë, - a, η ανθοδέσμη, το μπουκέτο, το κοπάδι,
Τράγκας <  tragë, - a,  το  ίχνος,  το σημάδι.
Τράγκας πιθ. <  tragë σημάδι, ίχνος· σημαδεμένος (;).
Τράστος <  trastë, - a, τορβάς, δισάκι.
Τράσης <  trashë, (i,e), ο χοντρός, ο παχύσαρκος.
Τρεγκτάρηςtregtar, - i  έμπορος
Τρεμπέλας, ίσως <   trembëlak-u, αυτός που τρέμει, ο  άτολμος
Τρίκας <  trikë, - a, το θερμοβότανο, το θερμόχορτο.
Τρίμης  < trim -  io  «άντρας», ο  θαρραλέος, το παλικάρι, ο σωματοφύλακας.
Τροκάνας <  trokë, - ja, το τροκάνι στο λαιμό των μεγάλων ζώων,
Τρούμης <  trumë, - a, <  λατιν. turma,   το τσούρμο
-----
 Τσιάκας <  çakë,- a,  μικρό κουδούνι, τσακλοκοκούδουνο,
Τσιάμης  < Τσιάμης < Τσαμουριά, Çamëria (Θεσπρωτία) < τον ποταμό Θύαμις (Καλαμάς).
Τσαπόγας <  capok,-u,=  το κόκαλο του μπουτιού, μηριαίο, οστό  
Τσέργας < αλβ. cergë, - a, = τσέργα, φλοκάτη
Τσερδούκουλης  <   = κορυδαλλός.
Τσέτης  ομάδα, επιδρομέας, .ληστής
Τσιέτουρας < Τσετούρας <  çetur-i = δοχείο γάλακτος, τσότρα; >Τσίτουρας;;;
Τσίκας  ή Τσικκας (Ντίνας,249)<  cikë, - a, μικρό πτηνό, λίγος.
Τσιναρίδης  <  çinar,-i  = πλατάνι
Τσίντζηρας <  cinxër Τζίτζικας <λατ. cicada, τσικάντα
Τσίτουρας < τσιτ. του Σίτουρας < shitur  πουλημένος (Πούλος/Πούλιος),
 ξεπουλημένος,  αγορασμένος από τους αναδόχους του. (Gjini, 396α΄)
Τσιφλιγκάρης < τσιφλικάς, γαιοκτήμονας.
Τσιφούτης <  çifut, - i,  = Εβραίος, τσιγκούνης  > βλ. λ. Γεροτσιφούτης.
Τσόκας  <   çok, - ku, σφυρί, γλωσσίδι κουδουνιού.
 Τσούκας <  çukë, -a, = κορυφή.
+ Τσούμας  <  çumë, -a,
Τσούνης <  çun, - i  = παιδί
Τσουτρέλης  < çutrë, -a, μικρό δοχείο. Τσότρα για κρασί.
Τσώκος < çοk  u, σφυρί, αστράγαλος. 


21 σχόλια:

  1. ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΒΡΕΙΤΕ ΓΙΑ ΤΟ "ΜΑΝΤΖΟΥ" ΚΑΙ ΤΟ "ΜΑΔΙ" ; ΕΙΝΑΙ ΣΙΓΟΥΡΑ ΑΡΒΑΝΙΤΙΚΑ, ΑΛΛΑ ΑΠΟ ΠΟΥ ΠΡΟΕΡΧΟΝΤΑΙ;;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. ΤΟ ΚΟΚΛΑΣ ΕΙΝΑΙ ΑΡΒΑΝΙΤΙΚΟ ΚΑΙ ΑΠΟ ΠΟΥ ΠΡΟΕΡΧΕΤΑΙ;;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. το Κασσσαρας ξερετε απο που βγαινει?ειναι αρβανιτικο ή τουρκικό?Λέγεται ότι σήμαινε χατζάρι στο Σούλι.Είναι αλήθεια?

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. το όνομα Τσόλκας απο που προέρχεται?

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Το επώνυμο Κατσιμίχας είναι Αρβανιτικο; Ποια είναι η προέλεσης του.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Παρακαλω θα ηθελα να μαθω την προελευση του επιθετου τομπορης

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. τα
    Αδαμος
    Σκληρης
    Προγονης
    Σγουρης
    Προκοπης
    Μελετης
    Κυριακης

    πως ειναι αρβανιτικα?
    Ελληνικα και Εβραικα (Αδαμος) δεν ειναι ?

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. "Είναι γνωστή η συνήθεια των Αρβανιτων και γενικά των Ηπειρωτών να προτιμούν
    δισύλλαβα ονόματα και επώνυμα αντί για τρισύλλαβα και πολυσύλλαβα"
    Αυτο δε σημαινει οτι ολα τα δισυλλαβα ειναι αρβανιτικα. Οποτε καμια σημασια δεν εχει αυτο το σχολιο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. ΤΟ ΕΠΩΝΥΜΟ ΤΣΙΜΠΟΥΛΗΣ ΑΠΟ ΠΟΥ ΠΡΟΕΡΧΕΤΑΙ?

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  10. ΤΟ ΕΠΩΝΥΜΟ ΤΣΙΜΠΟΥΛΗΣ ΑΠΟ ΠΟΥ ΠΡΟΕΡΧΕΤΑΙ?

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  11. ΤΟ ΕΠΩΝΥΜΟ ΚΟΛΛΙΑΣ ΑΠΟ ΠΟΥ ΠΡΟΕΡΧΕΤΑΙ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Κόλιας < Νι/κόλας > Κόλας > ο Kόλιας.
      Υπόμνηση. Στην αλβανογενή - αρβανίτικη γλώσσα η οι συλλαβές la - , lo -, και lu προφέρονται λια-, λιο, - λιου -.

      Διαγραφή
  12. Από τον Νικόλλας..συνήθως ι γεγιδες τα γραφυν με δύο (λλ) η υπόλοιπη με μία (λ)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  13. Το επώνυμο τσόλκας;Έχω δει κάποιες αναφορές σε ρωσικά επίθετα (tsolkov,tsolkovsky)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  14. ΤΟ ΕΠΩΝΥΜΟ ΤΖΙΝΑΒΟΣ-ΤΣΙΝΑΒΟΣ ΑΠΟ ΠΟΥ ΠΡΟΕΡΧΕΤΑΙ;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  15. ΤΟ ΕΠΩΝΥΜΟ ΤΖΙΝΑΒΟΣ-ΤΣΙΝΑΒΟΣ ΑΠΟ ΠΟΥ ΠΡΟΕΡΧΕΤΑΙ ΚΑΙ ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ;

    ΑπάντησηΔιαγραφή