ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΑΡΑΝΟΜΙΑ -ΠΑΡΑΤΣΟΥΚΛΙΑ.--
Από τα πανάρχαια χρόνια ο άνθρωπος δεν έπαψε να παρανομιάζει τον διπλανό του, να του προσάπτει κάποιο σκωπτικό ή άλλο χαρακτηρισμό που σιγά σιγά καθιερωνόταν και επικρατούσε.----
Εισαγωγικά θα σχολιάσω τρία παραδείγματα από την αρχαία Ελλάδα.-----
Ο Πλάτωνας, ο κορυφαίος Έλληνας φιλόσοφος, γόνος αριστοκρατικής οικογένειας της Αθήνας, ήταν το παρανόμι (παρατσούκλι) του Αριστοκλή, γιου του Αρίστωνα και της Περιεκτιόνης. Κάποιος παιδοτρίβης (γυμναστής) τού έδωσε το όνομα αυτό επειδή ο νέος είχε ευρύ στέρνο και πλατύ μέτωπο. Με την πάροδο του χρόνου ο Αριστοκλής έγινε γνωστός με το παρανόμι του.
Άλλο παράδειγμα είναι ο Οιδίποδας, ο μυθικός βασιλιάς των Θηβών, γνωστός από τις ομώνυμες τραγωδίες του Σοφοκλή. Οι γονείς του, Λάιος και Ιοκάστη, δεν του έδωσαν καν όνομα αφού ο Λάιος έδεσε τα πόδια του βρέφους με λουρί και το παρέδωσε σε έμπιστο υπηρέτη για να το εγκαταλείψει στον Κιθαιρώνα. Το βρήκε ωστόσο βοσκός και το έφερε στον Πόλυβο, βασιλιά της Κορίνθου, που το υιοθέτησε. Δεν ξέρομε αν ήταν ο βασιλιάς, η βασίλισσα ή κάποιος άλλος που του έδωσε το όνομα Οιδίποδας (οίδημα + πους = πρήξιμο + πόδας) επειδή τα πόδια του βρέφους ήταν πρησμένα από την κακοποίηση.
Η περίφημη εταίρα της Αθήνας η Φρύνη είναι επίσης ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα. Το αληθινό της όνομα ήταν Μνησαρέτη και καταγόταν από τις Θεσπιές της Βοιωτίας. Το παρανόμι Φρύνη προέρχεται από τη λέξη φρύνη (και φρύνος), είδος βατράχου (αφορδακού!) με ωχρό χρώμα. Από τις Εκκλησιάζουσες του Αριστοφάνη μαθαίνομε ότι και άλλες Αθηναίες εταίρες πήραν το όνομα αυτό από την απόχρωση της επιδερμίδας.
Γενικά τα παρανόμια αντικατοπτρίζουν, μπορεί να πει κανείς, μια κοινωνία, απεικονίζουν χαρακτήρες, παραπέμπουν σε επαγγέλματα, κτλ.
Η μελέτη τους έχει ιδιαίτερο λαογραφικό και εθνολογικό ενδιαφέρον.
Δουμανάς< ΝτοΟμανός < ντουμάνι από το Τουρκικό duman = καπνός
Δραγούτσος από τη λόγια αποκατάσταση. Τραγούτσος < Δραγούτσος < τράγος + τσο = το παιδί του τράγου.
Καζιάκος. Κακάμης. Κανιούρας από το κάνα ή κάνια (αδύνατα ή στραβό πόδια) + την μεγεθυντική κατάληξη ούρα, όπως λάσπη λασπούρα. Κανιούρας = ο στραβοκάνης ή στραβοκάνα = στραβοπόδαρος (βλ. στο Ετυμολογικό Λεξικό του Ανδριώτη το σχετικό λήμμα Καρακάνης = μαυροπόδαρος).
Καραβέλας < Γκαραβέλας < πουλί γκαραβέλι, που έρχεται στην περιοχή το Χειμώνα.
Κοκκάλης ο κοκκαλιάρης.
Κουλοχέρης: με κομμένο το χέριΜακρυσιγγούνας: με μακριά σεγγούνα.
Μανίκας < μανίκι ή < αυτός που έκοψε ή πάτησε μανίκι, το μανίκωσε δηλ. το έσκασε, έφυγε.
Μπαντής < bantito (ισπανικό) = επαναστότης.
Μπούτσικας < βυζαντινό Μπαμπουτσικάριος: φόβητρο για τα παιδιά ή < μπουτσικάρι = το παχουλό παιδί
Παλιόπουλος < Πλιάτσικο = λεΙα. αλβ. placke. Σλαβ. pljatska.
Σβώλος < αρχαία λέξη ασβόλη = καπνιά.
Τρίμμης: ο μικρός σαν το τρίμμα του ψωμιού.
Τσιατσός. Τσιόμαλος. Τσιούμας < Τσιούμα στα βλάχικα σημαίνει κεφάλι, ενώ στο τοπικό ιδίωμα το κεφάλι το λένε τσιούμπα στα τουρκ. COMAK = το ρόπαλο, με το οποίο κτυπούν το σιτάρι επάνω στην πέτρα (τσούμα) και κατασκευάζουν το μπλουγούρι
Χαντούμης: ο ευνοούχος, ο ψυχρός στις γυναίκες, ή από το τουρκ. HADIMS = ο κρημνίζων, ο ανατρέπων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου