Σελίδες

Σάββατο 20 Ιουνίου 2009

THE HISTORY OF GREEK SURNAMES

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΝΟΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΑΝΘΡΩΠΩΝΥΜΙΑ
Η ονομασία του ανθρώπου με ένα η περισσότερα ονόματα είναι πανάρχαιο και πανανθρώπινο φαινόμενο.

Ήδη ο Όμηρος πιστεύει ότι η ανθρωπονυμία είναι πανανθρώπινη συνήθεια.

Ο Αλκίνοος ρώτησε τον Οδυσσέα πώς ονομάζεται, και γιατί πρέπει να έχει και αυτός, όπως όλοι οι άνθρωποι, κάποιο όνομα. Ούμεν γάρ τις πάμπαν άνώνυμός έστ' άνθρώπων, ού κακός, ούδέ μέν έσθλός, έπήν τά πρ'τα γένηται, άλλ' έπί πασι τίθενται, έπεί κε τέκωσι, τοκες.
Για τους Έλληνες κάθε ιστορική περίοδος έχει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ονοματοθεσίας της.
Στην ηρωική εποχή π.χ. επικρατούν τα ονόματα που εκθησιάζουν πολεμική ικανότητα (Μενεπτόλεμος, Μενεχάρης, Μενεσθεύς κ.λ.π.) ενώ στην βυζαντινή περίοδο επικρατούν τα χριστιανικά ονόματα, τα ονόματα των αξιωματούχων της βυζαντινής αυτοκρατορίας κ.λ.π.
Επειδή το βαπτιστικό όνομα δεν επαρκούσε για την διάκριση των ατόμων σε ευρύτερες κοινωνικές ομάδες, γιαυτό προέκυψε αρκετά νωρίς η ανάγκη να συνδέεται και το δεύτερο διακριτικό όνομα το σύγχρονο επώνυμο.
Το σύγχρονο ονοματολογικό σύστημα της Ευρώπης φαίνεται ξεκίνησε από την Ιταλία στα μέσα του τον 16. αιώνα και σίγουρα έχει τις πηγές του στο ρωμαϊκό και αρχαιοελληνικό σύστημα.

Στην ομηρική εποχή ως δεύτερο διακριτικό όνομα επικρατεί το πατρωνυμικό επίθετο.
Έτσι ο Αχιλλέας είναι Πηλείδης (από τον πατέρα του) και Αιακίδης (από τον παππού του) , ο Οδυσσέας προσονομάζεται Λαερτιάδης ο Αγαμέμνονας Ατρείδης.
Στην κλασική εποχή με την παρακμή των παλαιών αριστοκρατικών γενών περιορίζονται και τα πατρώνυμα που δηλώνουν το γένος σε λίγα Αλκμαιωνίδαι, Αγίδαι, Ευμολπίδαι Κυψελίδαι κ.λ.π. Επικρατεί τώρα ο συνδυασμός του βασικού ονόματος με την γενική του ονόματος του πατέρα αντί του πατρωνυμικού επιθέτου Σωκράτης Σωφρωνίσκου, Περικλής Ξανθίπου, κ.λ.π. Μεγαλύτερη ακρίβεια εκφράζεται με την προσθήκη του επιθέτου που δηλώνει τον τόπο καταγωγής Θουκυδίδης Ολόρου Αλιμούσιος, η Κλέαρχος ο Λακεδαιμόνιος, Διόδωρος ο Σικελιώτης.
ʼλλη μία κατηγόρια προσωνυμίων είναι αυτά που συνδέονται με κάποια ηθικά η σωματικά χαρακτηριστικά του ονομαζόμενου προσώπου στα βυζαντινά χρόνια: Ανδρέας (ανδρείος) , Βασίλειος (του βασιλιά) , Γεώργιος (γεωργός) , Δημήτριος (Δήμητρα, γεωργός) , Ευγένιος (ο ευγενής) κ.λ.π.
Τα παρωνύμια έπαιξαν μεγάλο ρόλο στον σχηματισμό των επωνύμων στην βυζαντινή και νεοελληνική περίοδο. Της βυζαντινής εκφοράς έχουμε Θεόδωρος ο Αποστόλης (= Αποστόλου) , Κωνσταντίνος ο Παναγιώτης (=Παναγιώτου) συνέχεια αποτελούν τα νεοελληνικά Γεώργιος Βασιλείου, Ηλίας Πέτρου κ.λ.π. όπου το δεύτερο κύριο όνομα χρησιμεύει ως επώνυμο. Η σύγχυση που μπορούσε να δημιουργηθεί με την εκφορά αυτή αποσοβήθηκε με την προσθήκη ενός παρωνυμίου που εξελίχτηκε σε επώνυμο Νικόλαος Πέτρο Τσαγκάρης.
ΕΠΩΝΥΜΑ
Τα επώνυμα διακρίνονται σε πατρωνυμικά, μητρωνυμικά, ανδρωνυμικά, εθνικά, Επαγγελματικά, παρωνύμια και ψευδώνυμα.
(( Πατρωνυμικόν μέν ουν έστι το κυρίως άπό πατρός έσχηματισμένον, καταχραστικώ δέ καί το άπό προγόνων, οίον Πηλείδης, Αίακίδης ο ʼχιλλεύς) ) Στην αρχαία Ελληνική τα πατρωνυμικά σχηματίζονται είτε απλούστερα με την γενική του ονόματος του πατέρα (Περικλής Ξανθίππου) είτε με διάφορα παραγωγικά επιθέματα που προσαρτώνται στο όνομα του πατέρα (Κρονίδης,Νεστορίδης, Πριαμίδης Κρονίων, Ασκληπιάδης, Λαερτιάδης, κλπ.) η του γενάρχη (Αιακίδαι, Αλκμαιωνίδαι.) Στην νέα Ελληνική η πατρωνυμική σχέση εκφράστηκε αρχικά με την γενική του ονόματος του πατέρα ύστερα από τον προσδιορισμό γιος, κόρη κ.λ.π.ο Μιχάλης ο γιος του Μελέτη και έπειτα ο Μιχάλης του Μελέτη.
Η πατρογονική γενική διαφυλάχτηκε σε ορισμένα επώνυμα (Γεώργιος Ιωάννου, Νικόλαος Αντωνίου) , στα περισσότερα όμως που κράτησαν τον λαϊκό τους Χαρακτήρα μετατράπηκε σε ονομαστική Αποστόλης (αντί Αποστόλου) , Αργύρης, Λουκάς κλπ. Σπανιότερα είναι τα πατρωνυμικά που βασίζονται σε σύνθεση Κωστοσήφης (ο Κώστας του Σήφη) , Πολογιώργης (ο Γιώργος Πολάκης) .
Ο κύριος όγκος των πατρωνυμικών ένα βαπτιστικό όνομα (αλλά δευτερευόντως και οποιαδήποτε άλλη βάση) στο οποίο προστίθενται παραγωγικά επιθήματα (Γεώργιος) Γεωργάκης, Γεωργακάκης, Γεωργακόπουλος, Γεωργαλάς, Γεωργαράκης, Γεωργάς, Γεωργάτος, Γεωργάτσος, Γεωργέλης Γεωργής, Γεωργιάδης, Γεωργιλάς, Γεωργίου, Γεωργιτσέας, Γεωργίτσης, κλπ, (Βάγια τα =η γιορτή) Βαγιανός, Βαϊνέλης, (Λαμπρή) Λαμπρινός, Λάμπρος, Λαμπράκης.(Κανάκι, το =χάδι) Κανάκης.
Ορισμένα νεοελληνικά πατρωνυμικά βασίζονται σε βαπτιστικά ξένων γλωσσών από τις οποίες ήρθε σε επαφή η γλώσσα μας : τούρκικα (Μουράτογλου, Μουρατίδης) , αρβανίτικα: (Γκίνης =Γιάννης,Γκιόκας =Γιώργος) , βλάχικα : (Ζιάνας =Γιάννης, Μίσιος και Μίσιας =Μιχάλης, Σόκος=Θανάσης, Τσέλιος=Στέριος) , σλαβικά: (Κόλιας=Νικόλαος, Φίλτσος=Φίλιπος) κλπ.
Μητρωνυμικά
Είναι τα επίθετα που βασίζονται στο όνομα της μητέρας : Κώστας Ελένης, δηλ ο Κώστας της Ελένης. Τα μητρωνυμικά ήταν πολύ σπάνια στην αρχαία Ελλάδα. Ο Απόλλωνας από την μητέρα του Λητώ ονομαζόταν Λητοϊδης, Λητογενής, Λητόϊτος ενώ Μαιάδας ονομάζονταν ο Ερμής ως γιος της Μαίας.
Τα μητρωνύμια εμφανίζονται σε κοινωνίες που μητροκρατούνται, π.χ. οι Λύκιοι της Μικράς Ασίας όπως μας πληροφορεί ο Ηρόδοτος (1,73) , και ο Ηρακλείδης ο Ποντικός (C.MULLER, FRAGM. HIST. GRAEK. 2, 217, XV) .
Το μητριαρχικό δίκαιο των Λυκίων φαίνεται να συνεχίζεται και στα μεσαιωνικά χρόνια, γιατί ο Νικόλαος Δαμασκηνός (C.MULLER, ό.π. 3,461, CXXIX) αναφέρει ότι (Λύκιοι τάς γυναίκας μάλλον η τους άνδρας τιμώσι και καλούνται μητρόθεν, τας τε κληρονομίας ταίς λείπουσι, ου τοίς υιοίς) .
Ως υπολείμματα των Λυκείων θεωρεί ο Σ. Λάμπρος νεοελληνικά μητρωνυμικά που συγκέντρωσε στο Λιβίτσι της Λυκίας και στο Καστελόριζο και πιστεύει ότι τα μητρωνυμικά αυτά μαρτυρούν τη επίδραση του αρχαίου μητριαρχικού δικαίου των Λυκίων στους Έλληνες της Λυκίας.
Οι λόγοι για τους οποίους επιβάλλεται το μητρωνυμικό αντί του πατρωνυμικού είναι πολλοί και ποικίλοι αυτό συμβαίνει π.χ. όταν η μητέρα στην κοινωνία λόγω της δραστηριότητας και της προσωπικότητάς της, της καταγωγής της, λόγω μακρόχρονου ξενιτεμού του πατέρα η χηρεία της μητέρας κλπ.
Επίσης ένας καταπιεσμένος σώγαμπρος μπορεί να πάρει το όνομα της γυναίκας του Μάρως (Μάρως η Μαρόπουλος) η της πεθεράς του Λαφαρούς (Γιωρτς τη Λαφαρούς, Πόντος) . Στα Τρίκαλα της Κορινθίας ο Σώγαμπρος έπαιρνε και δεύτερο όνομα από την σύζυγό του: ο Μάριος, ο Φωτεινός, ο Ελένιος ο Γαρουφαλιός κλπ.
Μητρωνυμικά συναντάμε σε όλες τις περιοχές της Ελλάδος. Αλλά και στην βυζαντινή περίοδο συναντάμε μητρωνυμικά ονόματα π.χ. Λεόντειος ο Παυλίνης, Ιωάννης ο Βαλεριανής κλπ.
Σε βυζαντινά έγραφα συναντούμε επώνυμα, όπως Ιωάννης της Ράπτισας, Λέων της Μαρίας, Δημήτριος της Καλογραίας, Παπά Δημήτριος της Ευδοξίας κλπ.
Στα μητρωνυμικά έχουμε τις εξής κατηγορίες:
α) Μητρωνυμικά που βασίζονται στο βαπτιστικό της μητέρας :
Αγγελίνας, ʼννας, Ασημίνας, Βερονίκης, Γαρουφαλιάς, Γερακίνης, Ελένης, Ζαμπέλας, Ζαμπέτας, Κατίνας, Λελούδας, Μυρσίνης, Νικολίτσας, Παγώνας, Σμαραγδής, Σουμέλας, Σπεράντζας, Τασούλας, Χαιδος, κλπ.
β) Μητρωνυμικά που βασίζονται στο ανδρωνυμικό της μητέρας, που με την σειρά του μπορεί να βασίζεται
1) στο βαπτιστικό του άντρα της: Αλέξαινας, Βασίλαινας, Γιώργαινας κλπ.
2) στο παρωνύμιο του άντρα της: Γλαβίνας, Ζωγραφίνας, Καρατζίνας, Παπαδίτσας κλπ.
γ) Μητρωνυμικά που βασίζονται στο επάγγελμα της μητέρας η του άντρα της : Γιατρούδενας, Καλογραίας, Μακαρονούς, Μαμμής, Παπαδιάς, Τσαγκαρίνας, Τσιγαρούς κλπ.
δ) Μητρωνυμικά που δηλώνουν την καταγωγή της μητέρας : Αμουργιανής, Αραπίνης, Βλάχας, Γυφτούδας, Γύφτσας, Λιάπαινας κλπ.
ε) Μητρωνυμικά που δηλώνουν ελάττωμα της μητέρας : Βουβής, Καμπούρας, Χοντρολένης κλπ.
στ) Μητρωνυμικά που δηλώνουν βαθμό συγγενείας : Βάβους, Γιαγιάς, Μαννάκας, Νυφούδης κλπ.
Ανδρωνυμικά
Πρόκειται για ονόματα γυναικών που βασίζονται στο βαπτιστικό, επώνυμο η παρωνύμιο κλπ. Του ονόματος των αντρών τους και αποτελούν μία πρόσθετη επωνυμία κοντά στο βαπτιστικό όνομα.
Από τη βυζαντινή περίοδο είναι γνωστά ορισμένα ανδρωνυμικά σε –εα (Κουβικουλαρέα, Σπαθαρέα, Ανδρονικέα) και –ινα (Μαρία Αγγελίνα) , Δούκαινα Παλαιολογίνα κλπ.)
Τα νεοελληνικά ανδρωνυμικά σχηματίζονται με την γενική του ονόματος του συζύγου (η Αγγέλλω του Κακριδά) και με διάφορα παραγωγικά επίθετα, π.χ.αινα (Κώσταινα, Γιάνναινα, Τζαβέλαινα) , ινα (Θοδωρίνα, Περικλήνα, Λασκαρίνα, Μπουμπουλίνα) –ου (Νικολού, Παυλού, Μιχαλού, Πεταλού) , ισσα (γιάτρισσα, μαστόρισσα = η γυναίκα του γιατρού, του μάστορα) κλπ.
Εθνικά
Σύμφωνα με τον Διόνυσο τον Θράκα (εκδ.G Uhling) (εθνικόν έστιν το έθνους δηλωτικόν, ως Φρύξ, Γαλάτης) τα ονόματα αυτά που σχηματίζονται από ονόματα χωρών πόλεων κλπ.
Από τα κλασικά χρόνια και αργότερα μεγάλη χρήση των εθνικών ονομάτων: Εκαταίος ο Μιλήσιος, Απολλώνιος ο Τυανεύς Κόιντος ο Σμυρναίος κλπ.
Τα βυζαντινά παρωνύμια που προϋποθέτουν εθνικό όνομα συγκαταλέγονται ανάμεσα σε άλλα και τα εξής: Αρμενιάκος, Βούλγαρος, Καππαδόκης, Φράγκος, Καλυβίτης
Επαγγελματικά
Δήλωναν αρχικά επάγγελμα η αξίωμα, αλλά γρήγορα καθιερώθηκαν ως επώνυμα, καθώς διευκόλυναν τη διάκριση ατόμων με το ίδιο όνομα σε κλειστές ιδίως κοινωνίες. Εκφέρονται κανονικά στην ονομαστική (Αμπελάς, Γούναρης) και σπάνια στη γενική (Ιατρού, Οικονόμου) .
Τα επαγγελματικά ονόματα εμφανίζονται ήδη από τα αρχαία χρόνια (Αιπολός, Βουκόλος, Ακέστωρ <γιατρός>, Ναυπηγός, και πολλαπλασιάζεται στα βυζαντινά χρόνια : Αμπελάς. Λαχανάς, Ζωναράς, Καμπανάρης, Γραμματικός, Παλαιολόγος <που ασχολείται με τα παλιά>. Μια μεγάλη κατηγορία βυζαντινών επαγγελματικών ονομάτων περιλαμβάνει ονόματα κοσμικών και εκκλησιαστικών αξιωμάτων : Δομέστικος, Δούκας, Λογοθέτης, Νοταράς, Σχολάριος <σωματοφύλακας του αυτοκράτορα>.

Αρκετά από τα βυζαντινά επαγγελματικά που προσδιορίζουν εκκλησιαστικά αξιώματα διατηρήθηκαν έως σήμερα είτε ως αξιώματα είτε ως επώνυμα χάρη στην εκκλησιαστική παράδοση : Δομέστιχος, Έξαρχος, άκος, ίδης, όπουλος, Ευταξίας (ο επί <της ευταξίας> της εκκλησίας) .
Τα πιο συνηθισμένα παραγωγικά επιθήματα για τον σχηματισμό των νεοελληνικών επαγγελματικών είναι τα άρης και ας. άρης: Αρκουδάρης, Γελαδάρης. ας Ασβεστάς, Βαγενάς (βαρελάς) .
Τα περισσότερα από τα ξένα επαγγελματικά που πέρασαν στη γλώσσα μας έχουν τούρκικη καταγωγή: Αλμπάνης οπουλος και Ναλμπάνης (nalbant πεταλωτής) .
Ορισμένα από τα επαγγελματικά τουρκικής προέλευσης δηλώνουν αξίωμα: Βεζίρης, Δερβέναγας, Ζαΐμης, Κεχαγιάς.
Το παραγωγικό επίθημα των επαγγελματικών τουρκικής αρχής είναι το τζής /τσής (ξής) , Αλτιντζής όγλου (altinci χρυσοχόος) Πεσμαζόγλου (pestamalci κατασκευαστής και πωλητής πετσετών μπάνιου) .
Από τα ξένα επιθέματα επαγγελμάτων εκπροσωπούνται με περιορισμένα παραδείγματα τα ιταλικά iere (Καροτσιέρης, Κασιέρης, Μπαρμπέρης.κλπ) και oro (Σπαγγαδόρος) .
Παρωνύμια
Αποτελούν το κύριο όγκο των επωνύμων και προέρχονται από χαρακτηρισμούς των παρονομαζομένων που βασίζονται, σε σωματικές, πνευματικές, ηθικές και άλλες ιδιότητες.
Ο Μ.Τριανταφυλλίδης χρησιμοποιεί τον όρο παρατσούκλι.Την λέξη Παρωνύμιο την συναντάμε και σαν πινόμι, πινομή, παραγκώμι, προσονείδιν (ποντιακό) , Περιγέλιο, σουσούμι κλπ.
Οι βυζαντινοί χρησιμοποιούσαν τις εκφράσεις : την κλήσιν, την επίκλησιν, το επίκλην, τουπίκλην, την επωνυμία, το επώνυμον, την προσηγορία, τούνομα έχων παρωνύμιο φέρων κλπ.
Οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούν για το παρωνύμιο τον όρο επίθετον.Το παρωνύμιο ορίζεται από τον Διονύσιο τον Θράκα ως εξής :
Τα αρχαία παρωνύμια αναφέρονται σε σωματικές ιδιότητες
(Γάστρων, Γνάθων, Δόναξ, Κεφάλων, Μέτωπος.)
Σε ψυχικές ιδιότητες :
(Δέξιος, Μαργίτης, Βίαιος, Πράος κ.α.)
Σε παρομοιώσεις με ζώα :
(Αμνός, Γρύλος, Δράκων, Ιέραξ, Μέλισσος κ.α.) και φυτά : (ʼλατος, Καρδάμα, Κρόκος, κ.α.)
Στην ημέρα της γέννησης (Ανθεστήριος, Λήναιος, Πανιώνιος, Σωτήριος κ.α.)
Στα βυζαντινά χρόνια και ιδιαίτερα από τον 9ον αιώνα και εξής δημιουργούνται πολλά παρωνύμια που χρησιμοποιούνται ως βυζαντινά και νεοελληνικά οικογενειακά ονόματα : Γρηγόριος ο Πτερωτός, Βάρδας ο Πλατυπόδης, Βασίλειος ο Πετεινός κ.α.
Πολύ γνωστά βυζαντινά παρωνύμια είναι λ.χ. τα : Βαρβάτος, Μυστάκων, Μουρζουφλός.
Η κατάταξη των παρωνυμίων γίνεται με τα εξής κριτήρια:
α) Σωματικές ιδιότητες : Βεργής, Βραχνός, Ζερβός, Καμπούρης κ.α.
β) Ψυχικές, πνευματικές, ηθικές, και άλλες ιδιότητες :
Αγέλαστος, Βιαστικός, Θλιμμένος, Κοιμήσης, Λεβέντης, Τεμπέλης, Κατεργαράκος, Νταής, Νυστάζος κ.α.
γ) Παρομοιώσεις με ζώα :
Αλεπουδέλης, Γάτος, Ζυγούρης, Λύκος, Ποντίκης, Τσάκαλος, Γκιόνης, Κίρκος κ.α.
δ) Παρομοιώσειq με φυτά :
Βλιτάς, Γαρούφαλος, Καρπουζάς, Πιπέρης, Ρεβίθης κ.α.
ε) Αντικείμενα καθημερινού βίου.
Βελέντζας, Δακτυλίδης, Κουλούρας, Λαγάνας, Ταγάρης κ.α.
στ) Καιρός και χρόνος:
Βοριάς, Γρέκος, Σορόκος, Κατσιφάρας, Χιόνης κ.α.
ζ) Συγγένεια και ηλικία :
Αφεντάκης, Εγγονόπουλος, Κανακάρης, Ορφανός, Παπούλιας, Πατέρας Πατεράκης.
η) Φράσεις (που συνήθιζε ο παρονομαζόμενος)
Καλλιώρας, Καλώστος, Καληνύχτας, Σιαπέρας κ.α.
Ονόματα από τις διάφορες ελληνικές διαλέκτους.
Αμαντος =(Χίος,άμαντος=μαμμόθρεφτος) ,Βώκος (ποντιακό βώκος =ηλίθιος), Ζυβρακάκης (Κρήτη ζυμπραγός < αρχ.πάταικος) , Ροίδης (ρόγι δοχείο με στενό άνοιγμα) ,Σαχτούρης (μεσν. σακτούρα είσος καϊκιού) , Συγγρός (διαλ.τσιγρόςαδύνατος, αρρωστιάρης) , Τσουδερός (Κρήτη, τσουρίζω=τσουτσουρίζω, Χουρμούζης (χουρμούζη=είδος μαργαριταριού από το νησί Χορμούζ στην είσοδο του Περσικού κόλπου.
Τούρκικα.
Ασλάνης,ιδης,ογλουΨευδώνυμα
Είναι τα πλαστά ονόματα που χρησιμοποιούν οι συγγραφείς καλλιτέχνες, ηθοποιοί αλλά και κακοποιοί για λόγους ψυχολογικούς κοινωνικούς κ.λ.π. Είναι ονόματα που τα διαλέγουμε και δεν μας τα επιβάλουν οι άλλοι.

Βιβλιογραφία Συμεωνίδης, X. Π. (1992) Εισαγωγή στην ελληνική ονοματολογία, Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου