Σελίδες

Πέμπτη 23 Ιουλίου 2009

Πότε τέλειωσε ιστορικά ο Ελληνισμός

Γράφει ο Χρήστος Γιανναράς


Πότε τελειώνει ιστορικά ένας λαός που σημάδεψε με την παρουσία του την πορεία της ανθρωπότητας; Προφανώς, όταν πάψει να παράγει ή να συντηρεί καινοτόμο ιδιαιτερότητα. Όταν χάσει ακόμα και την επίγνωση της κάποτε προσφοράς του, όταν εκπέσει σε ρητορικές μόνο καυχήσεις για κατορθώματα που δεν μπορεί πια να κατανοήσει τη σημασία τους.

Αν είναι αυτό το κριτήριο του ιστορικού τέλους, πότε τέλειωσε ιστορικά ο Ελληνισμός;

Στο σχολείο μαθαίναμε τη δόλια απάντηση της δυτικής ιστοριογραφίας που είχε υιοθετήσει και ο Κοραής: Ο Ελληνισμός τέλειωσε το 529, όταν ο Ιουστινιανός έκλεισε και τυπικά τα τελευταία απομεινάρια φιλοσοφικών σχολών της Αθήνας.

Από τα τέλη του 19ου αιώνα, η απροκατάληπτη έρευνα άρχισε να κατεδαφίζει τη μεθοδική κατασυκοφάντηση του ψευδωνύμως, για χλεύη, λεγόμενου «Βυζαντίου»: να καταδείχνει τα ιλιγγιώδη επιτεύγματα πολιτισμού, με ακραιφνή ελληνική ιδιαιτερότητα, που το χαρακτηρίζουν και σημαδεύουν την ανθρώπινη Ιστορία. Τότε μεταθέσαμε το τέλος του Ελληνισμού στην άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους, το 1453.

Η λεγόμενη «Γενιά του ’30» μας έδειξε ότι ακόμα και κάτω από τον ζυγό των Τούρκων οι Έλληνες, φτωχοί, αγράμματοι, σκλάβοι, συνέχισαν να ...... παράγουν ιδιαιτερότητα πολιτισμού, Τέχνη και θεσμούς με τους ίδιους άξονες αναφοράς και τις ίδιες ιεραρχήσεις προτεραιοτήτων που χαρακτήριζαν ανέκαθεν την ελληνικότητα. Και τότε μεταθέσαμε το ιστορικό τέλος του Ελληνισμού στο 1833, όταν Βαυαροί και Κοραϊκοί συγκρότησαν το νεωτερικό ελλαδικό κρατίδιο, προγραμματικά αποκομμένο από την οργανική ιστορική του συνέχεια, με πολιτιστικές επιδόσεις μόνο στη μίμηση των δυτικών προτύπων και την ελληνική ταυτότητα μεταποιημένη σε φολκ λορ και ιδεολόγημα.

Αποδίδεται στον ηπειρώτη πατριάρχη Αθηναγόρα η εκτίμηση ότι ο Ελληνισμός τέλειωσε με τη Μικρασιατική Καταστροφή, το 1922: Μπορεί το ελλαδικό κρατίδιο των Αθηνών να ήταν καταγωγικά αφελληνισμένο, να κατανοούσε τον Ελληνισμό με τους όρους του νεωτερικού εθνικισμού, δηλαδή να τον καταδίκαζε να είναι βαλκανική επαρχία. Όμως, υπήρχε παράλληλα η πληθυσμική πραγματικότητα εκατομμυρίων Ελλήνων της Μικρασίας, του Πόντου, της Ανατολικής Θράκης, της Ανατολικής Ρωμηλίας, Ελληνισμός με συνείδηση κοσμοπολίτικης αρχοντιάς και ταυτότητα πολιτισμού, όχι κρατικής εθνότητας.

Με ποια κριτήρια πιστοποιούμε τη συνέχεια ή την ασυνέχεια (το ιστορικό τέλος) της ελληνικής ιδιαιτερότητας; Όχι βέβαια με τη συντήρηση και παγίωση των ίδιων πάντα σχημάτων του βίου και της έκφρασης. Η συνέχεια της ταυτότητας (δημιουργικής ετερότητας) ενός λαού γίνεται φανερή στη διατήρηση των ίδιων προτεραιοτήτων, της ίδιας ιεράρχησης αναγκών, της ίδιας αξιολόγησης ποιοτήτων.

Το πέρασμα από την «κοινωνία της χρείας» στην «πολιτική κοινωνία» (από την ατομοκεντρική χρησιμοθηρία στο κοινό «άθλημα αληθείας») είναι σταθερό γνώρισμα ελληνικότητας. Τόπος και τρόπος του αθλήματος στην Αρχαία Ελλάδα ήταν η αυτόνομη πόλις - κράτος, πραγμάτωση και φανέρωση του τρόπου η «εκκλησία του δήμου». Τόπος και τρόπος του αθλήματος στον εκχριστιανισμένο Ελληνισμό (Βυζάντιο και Τουρκοκρατία) ήταν η αυτοδιαχειριζόμενη κοινότητα - ενορία και φανέρωση του τρόπου η «εκκλησία των πιστών».

Ο στόχος στον οποίο απέβλεπε η πόλις (ο τρόπος του όντως αληθούς) αποτυπώνεται στη λογική αρμονία των αρχιτεκτονικών μελών του Παρθενώνα, στην αφαιρετική υποδήλωση του καθολικού λόγου της ουσίας (όχι του εφήμερου ατόμου) που σαρκώνει το άγαλμα, στην τραγωδική δραματουργία της θεατρικής εκφραστικής. Αντίστοιχα, ο στόχος της ευχαριστιακής κοινότητας αποτυπώνεται στο αρχιτεκτονικό (στατικής) ρίσκο της διαδοχής θόλων, ημιθολίων, σφαιρικών τριγώνων που λογοποιεί την ύλη, παραπέμπει στην «κένωση» - σάρκωση του Λόγου ως τρόπο τής όντως υπάρξεως. Aποτυπώνεται στη «διάβαση επί το πρωτότυπον» που κατορθώνει (με την ίδια αφαιρετική επιδίωξη του αγάλματος) η βυζαντινή Εικόνα ή στην «αποκαλυπτική» δραματουργία (με πιστότητα στο αρχαίο σκηνικό υπόδειγμα) της εκκλησιαστικής Ευχαριστίας.

Σήμερα δεν καταλαβαίνουμε τίποτα από τις προτεραιότητες αναγκών και στόχων που εξασφάλιζαν τη συνέχεια του τρόπου της ελληνικότητας, δεν μπορέσαμε να διασώσουμε στο ελλαδικό κρατίδιο αυτόν τον τρόπο ούτε ως μνήμη, θησαύρισμα παιδείας. Μας είναι αδύνατο να κατανοήσουμε (δεν έχουμε προσλαμβάνουσες παραστάσεις), πώς μπορεί μια συλλογικότητα να οργανώθηκε κάποτε με προτεραιότητα ανάγκης την υπαρκτική γνησιότητα και όχι τη χρησιμότητα. Ερμηνεύουμε την Αρχαία Ελλάδα, το Βυζάντιο, την Τουρκοκρατία με τα κριτήρια και τα δόγματα του Ιστορικού Υλισμού ή με τις προ-πολιτικές ατομοκεντρικές αξιώσεις του Διαφωτισμού – μιλάμε για την αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία σαν το προανάκρουσμα «αυτοθεσμιζόμενης» κολλεκτίβας ή «κομμούνας».

Ο Ελληνισμός τέλειωσε ιστορικά με αργό και βασανιστικό (ταπεινωτικό) ψυχορράγημα που ξεκίνησε το 1833 και συνεχίζεται, άγνωστο για πόσο ακόμη. Παλεύουμε να πιθηκίσουμε με συνέπεια τα «φώτα» της Εσπερίας, την παραχάραξη του αθλήματος της σχέσης σε μονοτροπία της χρήσης. Και ούτε αυτό δεν καταφέρνουμε, ο μεταπρατισμός μάς καθηλώνει σε τριτοκοσμικά επίπεδα υπανάπτυξης, διαφθοράς, οργανωτικής διάλυσης, απαιδευσίας, βαναυσότητας στην καθημερινή συμπεριφορά.

Αν συνεχίζουμε κωμικά να καυχώμαστε για την Αρχαία Ελλάδα, είναι επειδή μάς μάθανε ότι στο δικό της κληροδότημα βασίστηκε, και αυτό αξιοποίησε ο καταναλωτικός πολιτισμός της Δύσης, που εμείς αποκλειστικά θαυμάζουμε και είναι το ίνδαλμά μας. Ωσάν να ήταν ποτέ δυνατό η ταύτιση του «αληθεύειν» με το «κοινωνείν» να γεννήσει τον ατομοκεντρισμό του cogito ή της αισθησιοκρατίας, η μεταφυσική στόχευση της αρχαιοελληνικής δημοκρατίας να παραγάγει το όνειδος της σημερινής εμπορευματοποιημένης κομματοκρατίας.

Το ιστορικό ψυχορράγημα του Ελληνισμού είναι βασανιστικό και ταπεινωτικό, γιατί συνεχίζουμε να υπάρχουμε χωρίς πια να είμαστε Έλληνες και χωρίς να μπορούμε να γίνουμε «Ευρωπαίοι». Και απομνημείωση αρχιτεκτονική του χαμένου προσώπου μας είναι η βλάσφημη αισχρουργία του Νέου Μουσείου της Ακρόπολης: Αυτάρεσκη αναίδεια μιας αφελληνισμένης κοινωνίας, που χρυσοπληρώνει Αμερικανοελβετό για να φιλοτεχνήσει «μοδέρνο» νεοπλουτίστικο πορτραίτο της αμάθειας και ασχετοσύνης της.

Σε κάθε παραμικρή πτυχή του το σημερινό ελληνώνυμο κρατίδιο είναι μια ύβρις της ελληνικότητας.
Χρήστος Γιανναράς

Νιώθω υπερήφανος που είμαι Έλληνας

(απάντηση από Πλάτωνα Πισατίδη)

Αν θέλεις να ελέγξεις ένα λαό, αλλοίωσε την ιστορική του συνείδηση και μπόλιασε τη ψυχή του με μίζερες θρησκευτικές δοξασίες. Και με ποιον φορέα μπορείς να το επιτύχεις; Mα με την παιδεία φυσικά.

Απεχθάνομαι την προγονολατρία γιατί σήμερα έχει «σκοτεινή» αφετηρία και «ύπουλη» κατάληξη. Παρά τα σημεία των καιρών, παραμένω ακόμη προσκολλημένος στο ρομαντικό δόγμα «Σκέψου ολικά, δράσε τοπικά».
Μα είναι αδύνατο ορισμένες φορές να μη βροντοφωνάξω. Ναι, νιώθω υπερήφανος που είμαι Έλληνας. Και τόσο δυστυχής συνάμα, γιατί ζω όπως είπε κάποτε ο Γιάννης Ξενάκης, σε μια κοινωνία που της λείπει η περιπέτεια της σκέψης. Μπορούμε βέβαια να βρούμε ταριχευμένες ιδέες, τυλιγμένες σε σελοφάν να πλασάρονται σαν τυποποιημένα προϊόντα από κάθε μορφή «ειδικούς» στα «παράθυρα» της καθημερινής μας μιζέριας. Θρησκευτικός φονταμενταλισμός, «ειδωλολάτρες» χριστιανοί, φανατικοί υπερπατριώτες, κοινωνικός ρατσισμός, ξενοφοβία, διαφθορά είναι μερικά μόνο σημάδια της ζοφερής πνευματικής μας κουλτούρας.

Νιώθω υπερήφανος που είμαι Έλληνας, έστω και αν ο Phillip Sherrad στο βιβλίο του Δοκίμιο για τον Νέο Ελληνισμό που κυκλοφόρησε μεταφρασμένο το 1971 από τις εκδόσεις Σύνορο, προσπάθησε να αποδείξει ότι δεν είμαι ‘Έλληνας, αλλά απλά «χριστιανός ορθόδοξος». Με άλλα λόγια, σύμφωνα με τον άγγλο ιστορικό που τον προλόγισε και ο δικός μας Χρήστος Γιανναράς, αυτό που μας συνδέει ως έθνος δεν είναι η ελληνική μας «γονιδιακή» υπόσταση, δεν είμαστε δηλαδή παιδιά του Ηρακλή, αλλά μακρινοί απόγονοι της θρησκευτικής παράδοσης του εβραίου Μωυσή.

Ναι, θα βροντοφωνάξω. Είμαι Έλληνας, Ζορμπάς στην καρδιά, έτοιμος να χορέψω το συρτάκι της ελευθερίας ή το μοναχικό ζεϊμπέκικο του Δία, να ορθώσω το ασήμαντο ανάστημά μου στο άπειρο και να ακολουθήσω την πνευματική ατραπό του Ηρακλή, που αψήφησε νόμους θεών και απελευθέρωσε τον Τιτάνα Προμηθέα. Γιατί έτσι είναι ο Έλληνας, χιλιάδες χρόνια τώρα. Αψηφά τους άτεγκτους θρησκευτικούς κανόνες που για αιώνες δεν διαφοροποιούνται, γιατί γι αυτόν είναι σημάδι αμορφωσιάς και βαρβαρότητας. Έτσι είναι o Έλληνας, γιατί ποτέ του δεν ήταν ειδωλολάτρης, όπως ποτέ δεν ήταν πιστός. Άθεος στη ψυχή, χόρευε στα πανηγύρια κάτω από το μυστικό αυλό του Πάνα, ευχαριστιόνταν με τις μουρνταριές του Δία και περιγελούσε τις ζήλιες της Ήρας. Οι θεοί του μικροί, με ατέλειες, σχεδόν ανθρώπινοι, για να μπορεί μερικές φορές να τους φθάνει αλλά και να τους ξεπερνά. Γιατί δε γουστάρει, έναν απόλυτο αφέντη θεό, σε μια απόκοσμη και σχιζοφρενική θρησκεία που διδάσκει την άπειρη αγάπη μέσα στη δαντική όμως κόλαση της αιώνιας τιμωρίας.

1 σχόλιο: