Σελίδες

Κυριακή 14 Απριλίου 2013

Τι ελληνικά μιλάνε στην Κύπρο;

 Οι περισσότεροι γλωσσολόγοι περιγράφουν τη σχέση της κοινής με τη διάλεκτο ως "γλωσσική διμορφία"· θεωρούν δηλαδή ότι την κοινή γλώσσα και τη διάλεκτο τις συνδέει και τις χωρίζει ό,τι περίπου συνέδεε και χώριζε την καθαρεύουσα από τη δημοτική.--- Με αυτή τη σημαντική μετατόπιση: "δημοτική" στην Κύπρο είναι η διάλεκτος· και "καθαρεύουσα" η δημοτική. Ας δούμε λίγο πιο προσεκτικά αυτή την ιδιόρρυθμη γλωσσική κοινότητα, στην οποία η δημοτική ορίζεται ως ένα άλλο είδος καθαρεύουσας.---
Επίσημες γλώσσες της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι η ελληνική και η τουρκική. Η τουρκική όμως χρησιμοποιείται πια μόνο στην κατεχόμενη Κύπρο. Ως ελληνική αναγνωρίζεται η πρότυπη, τυποποιημένη μορφή της νεοελληνικής γλώσσας, η «κοινή νεοελληνική» ή δημοτική. Στο λεξιλόγιο και τη γραμματική πολλές και σημαντικές είναι οι διαφορές της διαλέκτου από την κοινή γλώσσα. Ας σταθούμε εδώ σε μια εξωτερική διαφορά, παραγνωρισμένη αλλά προφανή: η κοινή είναι γλώσσα τυποποιημένη, η διάλεκτος όχι. Για τη διάλεκτο, εννοείται, δεν υπάρχουν χρηστικά λεξικά, πρακτικές γραμματικές, εγχειρίδια εκμάθησης και οδηγοί «σωστής χρήσης», (του τύπου «Πώς να γράφετε σωστά κυπριακά»). Δεν υπάρχουν καν ευρύτερα αποδεκτές ορθογραφικές συμβάσεις (πρόβλημα που αντιμετωπίζει και η έκδοση κειμένων της κυπριακής γραμματείας). Η μόνη θεσμική ορθογραφική ρύθμιση της διαλέκτου επιχειρήθηκε πριν από λίγα χρόνια από τη «Μόνιμη Επιτροπή Τυποποίησης Γεωγραφικών Ονομάτων» του κυπριακού Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού. Η επιτροπή αυτή θέλησε να «εξομαλύνει» τους τύπους της λαϊκής παράδοσης προς την κατεύθυνση υποτιθέμενων τύπων της κοινής· έτσι, τα τοπωνύμια «Αγλαντζιά», «Λατσιά» και «Βυζατσά» έγιναν αντιστοίχως «Αγλαγγιά», «Λακκιά» και «Βυζακιά» (ή ΒΥΖΑΚΙΑ στην κεφαλαιογράμματη γραφή των πινακίδων). Οι ρυθμίσεις αυτές θεωρήθηκε ότι προσβάλλουν την πολιτισμική ταυτότητα των Κυπρίων, συνάντησαν έντονες αντιδράσεις και σταδιακά εγκαταλείφθηκαν ή ατόνησαν.
Η έλλειψη τυποποίησης βέβαια δεν εγγυάται τη «φυσικότητα» της διαλέκτου. Η διάλεκτος είναι «φυσική» γιατί μαθαίνεται με «φυσικό» τρόπο. Η κυπριακή μαθαίνεται και δεν διδάσκεται· μαθαίνεται δηλαδή με τον ανεπίγνωστο τρόπο της μητρικής γλώσσας. Αντίθετα, η κοινή νέα ελληνική διδάσκεται και μαθαίνεται, σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Η κοινή γλώσσα στην Κύπρο είναι λοιπόν μια γλώσσα «πρόσθετη» και επιβεβλημένη, αφού η εκμάθησή της αρχίζει μετά την κατάκτηση της διαλέκτου, γίνεται με τεχνητό τρόπο, με βιβλία και δασκάλους, σταδιακά, σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, για τις ανάγκες κυρίως του γραπτού λόγου. Κοινή γλώσσα και διάλεκτος χρησιμοποιούνται στην Κύπρο στο πλαίσιο ενός ευρύτατα διαδεδομένου γλωσσικού καταμερισμού· χρησιμοποιούνται σε διαφορετικές περιστάσεις και επιτελούν διαφορετικές λειτουργίες. Αυτή η λειτουργική κατανομή μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με την κοινωνική θέση και τις ιδεολογικές πεποιθήσεις των ομιλητών. Ορισμένες σταθερές όμως είναι αναγνωρίσιμες.
Η διάλεκτος θα χρησιμοποιηθεί περισσότερο στα είδη του γραπτού λόγου, όπου βαραίνει η προφορική παράδοση: στην ποίηση και στο θέατρο (ιδιαίτερα δημοφιλές είναι το «κυπριώτικο σκετς»).
 Θα παρεισφρήσει σε πεζογραφήματα με κυπριακή θεματογραφία και ηθογραφία.
Αλλά δεν θα χρησιμοποιηθεί για τη συγγραφή ενός δοκιμίου. Τα διοικητικά και νομικά έγγραφα είναι τα περισσότερα στην κοινή -λιγοστά στην αγγλική. Στην κοινή εκδίδεται ο ημερήσιος και περιοδικός Τύπος, με ελάχιστες και προβλεπόμενες εξαιρέσεις (λ.χ. τις σατιρικές στήλες).
Η κοινή λοιπόν κυριαρχεί στα περισσότερα πεδία του γραπτού λόγου, ακόμα και σε προφορικά εκφερόμενο γραπτό ή γραφογενή λόγο (λ.χ στα δελτία ειδήσεων, σε μαθήματα, διαλέξεις, κηρύγματα, πολιτικές ομιλίες κ.λπ.).
Στον προφορικό λόγο, αντίθετα, κυριαρχεί η κυπριακή, ιδιαίτερα σε περιστάσεις συνομιλίας μεταξύ οικείων, για καθημερινά, διαπροσωπικά, ιδιωτικά, ανεπίσημα ζητήματα ή συνδιαλλαγές (λ.χ. στα ψώνια). Δεν συνηθίζεται χρήση της κοινής σε καθημερινές περιστάσεις επικοινωνίας, μπορεί όμως να υπαγορεύεται από την παρουσία «ελλαδιτών», την αίσθηση σοβαρότητας που περιβάλλει τη συζήτηση ή την επιδίωξη κοινωνικού κύρους.
Η λειτουργική διαφοροποίηση μεταξύ κοινής και διαλέκτου γίνεται συχνά αντιληπτή με όρους αντιθετικούς. Διαφορετική, κατ' αρχάς, είναι η αίσθηση του κύρους που περιβάλλει τις δύο γλωσσικές ποικιλίες. Η κοινή έχει το κύρος της τυποποιημένης γλώσσας («τα ωραία/σωστά ελληνικά»), ενδέχεται όμως να δίνει την αίσθηση γλώσσας «τεχνητής», «κυριακάτικης», κατάλληλης μόνο για «επίσημες» περιστάσεις.
 Ο Κύπριος που χρησιμοποιεί αδιάκριτα την κοινή γλώσσα λέγεται ότι «ελληνικουρίζει» ή «καλαμαρίζει». Από την άλλη, η διάλεκτος αντιμετωπίζεται με το γνωστό σύμπλεγμα αρνητικών και θετικών αξιολογήσεων: είναι «γλώσσα των αγράμματων» -«χωριάτικα»-, «κατώτερη», «ατελής», «χωρίς γραμματική», αλλά και γλώσσα «οικεία», «απροσποίητη», «φυσική». Αυτές οι λανθάνουσες αξιολογήσεις αποκτούν ιδιαίτερη ένταση όταν εκφράζονται με όρους ιδεολογικούς.
 Ας σημειωθεί ότι ο κυπριακός Τύπος ασχολείται συχνά, και μάλιστα με τρόπο έντονα πολεμικό, με το τοπικό «γλωσσικό ζήτημα», τη σχέση δηλαδή κοινής-διαλέκτου. Η κυπριακή κοινότητα έχει συνείδηση της διαφοράς ανάμεσα στις δύο γλωσσικές ποικιλίες και κάποτε αντιλαμβάνεται τη διαφορά αυτή ως ρήξη.
 Δεξιοί και αριστεροί, ενωτικοί και ανεξαρτησιακοί, απορριπτικοί και ενδοτικοί, εθνικιστές και νεοκύπριοι, άλλοτε φανερά και άλλοτε συγκαλυμμένα, θέτουν υπό την ιδεολογική τους προστασία είτε την κοινή γλώσσα είτε τη διάλεκτο και μας καλούν να διαλέξουμε μία από τις δύο.
Ιδού λοιπόν μία γλωσσική κοινότητα όπου η «κοινή νέα ελληνική» ή δημοτική γλώσσα αποδεικνύεται ένα είδος καθαρεύουσας, αφού δεν είναι η «φυσική» γλώσσα αυτών που τη μιλούν, γίνεται αντιληπτή ως «τεχνητή» και εξεζητημένη, χρησιμοποιείται κυρίως στο γραπτό λόγο, σε επίσημες περιστάσεις, αλλά όχι στην καθημερινή επικοινωνία, και τέλος, κρίνεται με ιδεολογικούς όρους, τους όρους ενός γλωσσικού ζητήματος.
Ο Σπ. Μοσχονάς είναι γλωσσολόγος, λέκτορας στο Τμήμα ΕΜΜΕ του Παν. Αθηνών.
από την εφημερίδα "Καθημερινή"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου