Σελίδες

Δευτέρα 27 Δεκεμβρίου 2010

ΤΟ ΕΥΠΑΛΙΝΕΙΟΝ ΟΡΥΓΜΑ

ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΕΣ ΠΡΩΤΙΕΣ
του hermann J. kIenast αρχαιολόγου, Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο
Η νήσος Σάμος βρίσκεται στο ανατολικό Αιγαίο κοντά στις ακτές της Μ. Ασίας. Μαζί με τις πόλεις Μίλητο και Έφεοο αποτελούν τον πυρήνα της Ιωνίας, περιοχής περίφημης για τον πολιτισμό της κατά την αρχαιότητα.
Ο εποικισμός της νήσου συγκεντρώθηκε στα ΝΑ, όπου γύρω από έναν φυσικό λιμένα αναπτύχθηκε η πρωτεύουσα.
Χάρη στη γεωγραφική θέση και στους ικανούς ναυτικούς της η Σάμος έπαιξε ηγετικό ρόλο και έφθασε στο απόγειο της ακμής της κατά τον 6ο αιώνα π.Χ. Για να εννοήσουμε την κεφαλαιώδη σημασία της, είναι αρκετή μια αναφορά στον Ηρόδοτο, που περιγράφει με μεγάλο θαυμασμό πώς οι Σάμιοι είχαν κατορθώσει να κατασκευάσουν τα τρία μεγαλύτερα έργα ολόκληρης της Ελλάδας: μια σήραγγα (όρυγμα) για την ύδρευση της πόλης, μια προβλήτα για την προστασία του λιμένας και το ναό της Ηρας, αφιερωμένον στην κυριότερη θεότητα της νήσου.
Ο Ηρόδοτος αναφέρει κατά πρώτον τη σήραγγα, την περιγράφει εν συντομία συμπληρώνοντας την αναφορά με το όνομα του κατασκευαστή, του αρχιτέκτονα-μηχανικού Ευπαλίνου, γιου του Ναυστρόφου του Μεγαρέως. Χωρίς τη συγκεκριμένη αναφορά -που πράγματι είναι η μοναδική από την αρχαιότητα- το όρυγμα σίγουρα θα παρέμενε άγνωστο.
Τα εξωτερικά ίχνη απαλείφθηκαν λίγο αργότερα αφ’ ότου σταμάτησε η λειτουργία του, και η αναζήτηση του κατά τους νεότερους χρόνους οφείλεται ακριβώς σ’ αυτή την αναφορά του Ηροδότου. Το όρυγμα εντοπίστηκε τελικώς το 19ο αιώνα και οι προσπάθειες για επαναλειτουργία του, το 1882, επέφεραν την αποκάλυψη του και την πρώτη επιστημονική εκτίμηση.
Το Ευπαλίνειο υδραγωγείο -ιδιαιτέρως το καθ’ αυτό όρυγμα- γρήγορα έγινε γνωστό και οδήγησε στη διατύπωση υποθέσεων σχετικά με το σχεδιασμό του όπως και ολόκληρης της εγκατάστασης.
Ωστόσο, όλες οι προσπάθειες ερμηνείας αποτύγχαναν, όσο δεν ήταν δυνατή η εξέταση της σήραγγας σε όλο το μήκος της. Ηταν πρωτοβουλία του Ουλφ Γιάντσεν, τότε διευθυντή του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Αθηνών, ο οποίος αναγνώρισε τη σημασία του μνημείου και φρόντισε για την αποκάλυψη του. Με πρωτοφανούς ταχύτητας ρυθμούς εργασιών η εγκατάσταση αποκαλύφθηκε κατά τα έτη 1971-73 και κατέστη προσιτή στην έρευνα. Η τεκμηρίωση και αποτύπωση του μνημείου διήρκεσε μέχρι τη δεκαετία του '80, ενώ η αξιολόγησή του χρειάστηκε ακόμη μια δεκαετία - μέχρι η εκτίμηση του συνολικού έργου να ολοκληρωθεί και να καταστεί δυνατή η δημοσίευση της.

Όπως και σε άλλες πόλεις κατά τον 6ο αιώνα π.Χ., έτσι και η υδροδότηση της Σάμου κατέστη κάποια στιγμή ανεπαρκής για τις ανάγκες του αυξανόμενου πληθυσμού. Όμως, η μοναδική πηγή - δυναμικού περίπου 400 κυβ. νερού ανά ημέρα-που θα μπορούσε να επιλύσει το πρόβλημα βρισκόταν όχι μόνον έξω από τα οχυρωματικά τείχη, αλλά και πίσω από τη ράχη του βουνού, που υψώνεται στα βόρεια της πόλης. Το νερό ήταν δυνατόν να φθάσει στην πόλη μόνον κατά δύο τρόπους: με εγκαταστάσεις που είτε θα παρέκαμπταν το Βουνό είτε -κατά τον τρόπο που επιτεύχθηκε- διαπερνώντας το. Το έργο ύδρευσης που κατασκευάστηκε έχει μήκος περίπου 3 χλμ. και χωρίζεται σε τρία τμήματα: τον αγωγό, από την πηγή μέχρι τη Βόρεια Βουνοπλαγιά, τη σήραγγα που διαπερνά το Βουνό, και τον αγωγό που μεταφέρει το νερό στην πόλη, στη νότια πλαγιά του Βουνού.
Η πηγή αναβλύζει κοντά στο σημερινό χωριό Αγιάδες. Ο υδάτινος όγκος συλλεγόταν σε μια γερά κτισμένη δεξαμενή κι από εκεί διοχετευόταν στον αγωγό. Η γραμμή χάραξης του αγωγού ακολουθεί για 800 μ. τις υψομετρικές καμπύλες. Για τα υπόλοιπα 150 μ. μέχρι τη Βουνοπλαγιά χρειάστηκε να κατασκευαστεί υπόγειος αγωγός κάτω από ένα λοφίσκο. Για το σκοπό αυτό διανοίχθηκαν τέσσερα φρεάτια - το μεγαλύτερο Βάθους 19 μ.- τα οποία συνδέθηκαν μεταξύ τους υπογείως στο επιθυμητό επίπεδο.
Η σήραγγα - μεσαίο τμήμα του υδραγωγείου - διαπερνά το βουνό με τα τείχη σε ύψος περίπου 55 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας. Έχει μήκος 1.036 μ. και διάμετρο κατά μέσο όρο 1,80 μ. επί 1,80 μ. Με εξαίρεση ορισμένα σημεία, η σήραγγα διαπερνά το Βουνό οριζοντίως. Το κανάλι ύδρευσης, που διαθέτει και την απαραίτητη κλίση, ανεσκάφη κατά μήκος του ανατολικού ίου τοιχίου και μόλις καταλαμβάνει το ήμισυ του πλάτους της σήραγγας. Στη Βόρεια είσοδο της σήραγγας ίο συγκεκριμένο κανάλι έχει βάθος σχεδόν 4 μ. και στη νότια έξοδο περισσότερο από 8 μ. Αξιοσημείωτο είναι πως ίο κανάλι έχει ανασκαφεί μόνο τμηματικώς όσον αφορά όλο το βάθος του, και κατά κανόνα παρουσιάζει στην εγκάρσια τομή δύο επίπεδα, που αποτελούνται από ένα κανάλι και από κάτω του ένα τμήμα σε μορφή γαλαρίας.
Από τη νότια είσοδο της σήραγγας ο αγωγός ακολουθεί τη βουνοπλαγιά μέχρι το κέντρο της πόλης στο λιμάνι. Ο αστικός αγωγός σκάφτηκε με τη βοήθεια φρεατίων διανοιγμένων σε απόσταση 11-25 μ., τα οποία συνδέονταν μεταξύ τους υπογείως. Κατά μήκος αυτού του τμήματος του αγωγού τοποθετήθηκαν σε λογικές αποστάσεις δεξαμενές με κρήνες, απ’ όπου οι κάτοικοι της πόλης μπορούσαν να εφοδιάζονται με νερό.
Με μια πρώτη ματιά σ’ ολόκληρο το έργο βγάζουμε το συμπέρασμα πως πρόκειται για ένα σύστημα υδροδότησης λειτουργικό και προσαρμοσμένο στα τοπογραφικά δεδομένα. Με τη λεπτομερέστερη εξέταση του, όμως, παρατηρούνται ιδιομορφίες, που χρήζουν ειδικής ερμηνείας. Κατ’ αρχάς σύγχυση προκαλεί η διαπίστωση ότι στο σημείο όπου ο αγωγός εισέρχεται στη σήραγγα το κανάλι έχει βάθος περίπου 4 μ., παρ' όλο που μ' ένα σωστό σχεδιασμό το κανάλι θα 'πρεπε να είχε φθάσει στο ίδιο επίπεδο με το πάτωμα της σήραγγας κι από εκεί να συνεχίζει με φυσιολογική κλίση. Με άλλα λόγια, η σήραγγα βρίσκεται περισσότερο από 3 μ. ψηλότερα από τη στάθμη της πηγής. Λεπτομερέστερη μελέτη της περιοχής της πηγής οδήγησε στο συμπέρασμα ότι εκεί έγινε η πρώτη προσπάθεια για την κατασκευή φράγματος, προκειμένου να επιτευχθεί όσο το δυνατόν υψηλότερη στάθμη νερού και με την πίεση που δημιουργήθηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο η πηγή μετατοπίστηκε - στη θέση που αναβλύζουν τα ύδατα και σήμερα.

Χωρίς την αναφορά του Ηρόδοτου, που είναι η μοναδική από την αρχαιότητα,το όρυγμα θα παρέμενε άγνωστο
Η ανακάλυψη αυτών των συσχετίσεων απέδωσε την πειστική ερμηνεία για το «λανθασμένο» επίπεδο της σήραγγας και κυρίως για τα παράξενα δύο επίπεδα στο κανάλι. Όλα αυτά τα φαινόμενα μαζί δίνουν σημαντικά στοιχεία για το σχεδιασμό της εγκατάστασης: η κατασκευή του αγωγού υδροδότησης είχε σχεδιαστεί προφανώς εξ αρχής σε δύο ξεχωριστά τμήματα. Αρχικώς θα κατασκευαζόταν το όρυγμα μαζί με τον αγωγό υδάτων και μετά το τμήμα μεταξύ πηγής και βουνού, όπως και το συμπληρωματικό τμήμα του μέχρι την πόλη. Επειδή η κατ’ εξοχήν πρόκληση ήταν να περάσει η σήραγγα κάτω από το βουνό, το έργο ξεκίνησε από εκεί. Η σύνδεση με την πηγή και η επέκταση μέχρι το λιμάνι υπήρξαν εργασίες ρουτίνας και η εκτέλεση τους άρχισε μετά το πέρας κατασκευής της σήραγγας.
Οι δυσχέρειες με τη μετατόπιση της πηγής προκάλεσαν σημαντικό επιπλέον φόρτο εργασίας, που ωστόσο δεν προκάλεσε ολοκληρωτική αποτυχία του εγχειρήματος. Ο αγωγός προσαρμόστηκε στα νέα δεδομένα, το ήδη υπάρχον κανάλι στη σήραγγα χρειάστηκε εμβάθυνση και το τμήμα που έφερε τα ύδατα στην πόλη ακολούθησε το νέο επίπεδο. Μετά την ολοκλήρωση αυτών των βασικών εργασιών χρειάστηκε να κατασκευαστούν στη σήραγγα τρία τμήματα συνολικού μήκους 150 μ., επειδή στη συγκεκριμένη «διαδρομή» ο βράχος ήταν ασταθής σε βαθμό επικίνδυνο. Ακόμη και στο στενό κανάλι αρκετά τμήματα έχρηζαν επιπρόσθετης σταθεροποίησης. Τελικώς, στον πυθμένα του καναλιού τοποθετήθηκαν προσεκτικά δουλεμένοι σωλήνες από πηλό. Ο αγωγός ήταν τότε έτοιμος να λειτουργήσει μεταφέροντας το νερό της πηγής στους κατοίκους της νησιωτικής πόλης.
Η σημαντικότατη συνεισφορά του αγωγού υδροδότησης στην πόλη μπορεί να εκτιμηθεί από τα στατιστικά στοιχεία: για το τμήμα από την πηγή μέχρι τη σήραγγα χρειάστηκε να σκαφτούν 1.500 κυβικά συμπαγούς Βράχου, για τη σήραγγα την ίδια μαζί με το κανάλι, στην τελική τους μορφή, σχεδόν 5.000 κυβικά και για το τμήμα του αγωγού που οδηγούσε στην πόλη ακόμη 1.000 κυβικά. Όλες αυτές οι εργασίες διεξήχθησαν με σφυρί και καλέμι και για τη διάρκεια τους μπορούν να διατυπωθούν περιορισμένες μόνον υποθέσεις.
Μόνον για τη διάτρηση του βουνού, όπου μπορούσαν να εργαστούν σε κάθε μέτωπο μόνον δύο τεχνίτες, πρέπει να υπολογιστούν τουλάχιστον οχτώ χρόνια, ώστε για το σύνολο των βασικών εργασιών πρέπει να χρειάστηκαν περίπου 10 χρόνια. Για τις περαιτέρω ενισχύσεις, που κατασκευάστηκαν με ιδιαίτερη προσοχή, στο εσωτερικό της σήραγγας χρειάστηκε να μεταφερθεί ξανά υλικό (πέτρα) όγκου 300 κυβικών -μεταξύ άλλων και πέτρες βάρους μεγαλύτερου του ενός τόνου.
 Ο αγωγός τελικώς διαμορφώθηκε από περίπου 5.000 πήλινους σωλήνες, που κατασκευάστηκαν σε τροχό αγγειοπλάστη, κατόπιν ψήθηκαν και μεταφέρθηκαν στον τόπο τοποθέτησης τους, στον πυθμένα του καναλιού.
Η εγκατάσταση λειτούργησε μετά την ολοκλήρωση των εργασιών, όμως η σίγουρη παροχή της διατηρήθηκε μόνο λίγα χρόνια. Τα ύδατα της πηγής είχαν υψηλή περιεκτικότητα σε ασβέστιο και τα ιζήματα και το πουρί, που αυτό σχημάτισε, προκάλεσαν σε μερικά χρόνια την απόφραξη των σωλήνων. Προκειμένου ν' αποκατασταθεί η λειτουργία του αγωγού, ανοίχθηκαν οι σωλήνες σε όλο το μήκος τους, έτσι ώστε επί τόπου έμεινε μόνο μια διατομή 3/4 όμοια με αυλάκι, που από καιρό σε καιρό χρειαζόταν καθάρισμα.
Πέραν τούτου προέκυψε ακόμη ένα πρόβλημα: στον αγωγό υπήρχε ένα σημείο στο οποίο συγκεντρώνονταν συνεχώς όγκοι λάσπης. Τόσο στις δύο αρχικές οπές, και πολύ περισσότερο στη σήραγγα την ίδια, όγκοι συγκεντρωμένου εκεί υλικού -πουρί και λάσπη- καθιστούν προφανή τη σχετιζόμενη με τη λειτουργία της εγκατάστασης δαπάνη.
Ανεξαρτήτως των προσπαθειών που απαιτήθηκαν για την κατασκευή και τη λειτουργία της σήραγγας υδροδότησης, η μεγαλύτερη προσοχή εστιάσθηκε στο σχεδιασμό της και στις σχετικές μετρήσεις. Αλήθεια, πώς συνέλαβε ο Ευπαλίνος το σχέδιο της σήραγγας και, το κυριότερο, πώς καθόρισε τη χάραξη της σήραγγας κατ πώς έλεγχε την εφαρμογή της; Ιδιαιτέρως το ερώτημα αυτό απασχόλησε τον επιστημονικό κόσμο: η σήραγγα έχει μήκος μεγαλύτερο του 1 χλμ. και είναι σαφές πως οι εργασίες διεξάγονταν ταυτοχρόνως και από τις δύο πλευρές (αμφίστομη σήραγγα).

Το έργο ύδρευσης είχε μήκος περίπου τρία χιλιόμετρα και χωριζόταν σε δύο αγωγούς και στη σήραγγα που διαπερνούσε το βουνό
Ο τρόπος εφαρμογής του βασικού σχεδιασμού ερμηνεύεται εύκολα. Ο Ευπαλίνος με τη βοήθεια μιας σειράς κονταριών χάραξε μία ευθεία πάνω από το βουνό και γύρω απ' αυτό μία οριζόντια γραμμή. Κατ’ αυτόν τον τρόπο εξασφαλίζονταν τόσο η κατεύθυνση για την πορεία των εργασιών όσο και ένα κοινό επίπεδο. Αυτά τα σημεία εκκίνησης προέκυψαν από απλή σκόπευση οριζοντίως και καθέτως και από υπολογισμό της κατεύθυνσης, μέθοδος που καθιστούσε δυνατό και τον έλεγχο των εργασιών.
Όσο απλός φαίνεται αυτός ο τρόπος μετρήσεων τόσο ανεπαρκής αποδείχθηκε για την επίτευξη ενός τέτοιου τολμηρού εγχειρήματος. Η επιπλέον προετοιμασία και μερίμνα ήταν Βήματα απαραίτητα προκειμένου ν’ αντιμετωπιστούν αφ’ ενός ο κίνδυνος ενδεχόμενης απόκλισης ίου έργου και αφ' ετέρου πιθανών γεωλογικών προβλημάτων.
Ο σχεδιασμός της σήραγγας είχε γίνει κατά τρόπο ώστε καθεμιά από τις δύο πλευρές καταμετρήθηκε κατά μήκος της ανάλογης βουνοπλαγιάς κατ το σημείο συνάντησης ορίσθηκε επί τούτου κάτω από το διάσελο της ράχης. Οι δύο γαλαρίες μπορεί να κατασκευάστηκαν σε διαφορετικό μήκος, όμως οι συνέπειες ενδεχόμενων λαθών στην πορεία των εργασιών παρέμειναν υπολογίσιμες. Στον τομέα του προβλεπόμενου σημείου συνάντησης εγκαταλείφθηκε η ιδανική κατεύθυνση πορείας των εργασιών, σχεδιάστηκε κάμψη και στις δυο γαλαρίες με νέα κατεύθυνση προς Ανατολάς. Κατ' αυτόν τον τρόπο δημιουργήθηκε ένα σημείο διασταύρωσης και οι δύο γαλαρίες έπρεπε να συναντώνται με την προϋπόθεση να βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο.
Το σχέδιο αποδεικνύεται εξίσου απλό όσο και λογικό και ο βαθμός ωριμότητας του φαίνεται κυρίως από τις μετατροπές που χρειάστηκε να πραγματοποιηθούν στη βόρεια γαλαρία. Η βόρεια γαλαρία προφανώς διέσχιζε εξ αρχής εύθραυστα πετρώματα και απαιτούσε ανάλογη ενίσχυση. Κατά τα φαινόμενα ο κίνδυνος κατολίσθησης έπειτα από εργασίες σε μήκος 260 μ. είχε οξυνθεί σε σημείο ώστε οι κατασκευαστές εξαναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την αρχική κατεύθυνση της σήραγγας και να καταφύγουν σε περιοχές γεωλογικώς ασφαλέστερες. Η ιδέα της παράκαμψης συνελήφθη σε μορφή καθαρά γεωμετρική και πραγματώθηκε σε σχήμα τριγώνου.

Ήταν ένα εγχείρημα εξαιρετικής τόλμης, για το οποίο απαιτούνταν γνώσεις γεωμετρικών δεδομένων και δυνατοτήτων εφαρμογής
Το γεγονός πως η παράκαμψη αυτή δεν επιτεύχθηκε με ακρίβεια, οφείλεται σε ένα ελάχιστο λάθος χάραξης 0,60 μοιρών, που περιέχονταν εξ αρχής στην κατασκευή της Βόρειας σήραγγας κατ δεν ήταν δυνατόν να επαληθευτεί από τους τεχνίτες, από το οποίο λάθος όμως προέκυψε ύστερα από απόσταση 500 μ. μια σημαντική απόκλιση. Γι’ αυτό είναι εκπληκτικό με πόση σιγουριά διεξήχθη ο τελευταίος έλεγχος στην τελική φάση των εργασιών και πόσο επιτυχώς ολοκληρώθηκε η σχετική διορθωτική πορεία τους. Στη βόρεια γαλαρία δόθηκε κατεύθυνση προς Δυσμάς και μετά -σύμφωνα με τον αρχικό σχεδιασμό- προς τη νότια γαλαρία. Κατ’ αυτόν τον τρόπο επιτεύχθηκε μια εξαιρετικά πολύπλοκη γραμμή, η αξιολόγηση της οποίας κατέστη δυνατή μόνο με τη λεπτομερή μελέτη του έργου.
Αποφασιστικής σημασίας για την αποσαφήνιση της διαδρομής χάραξης υπήρξαν ορισμένα αυθεντικά σημάδια μετρήσεων, πολλά από τα οποία βρέθηκαν σημειωμένα με χρώμα οία τοιχώματα της σήραγγας και από τα οποία μια ομάδα αναγνωρίστηκε πως σχετιζόταν άμεσα με την πρόοδο της εξόρυξης. Η αξιοποίηση αυτών των σημείων δεν απέφερε μόνο σημαντικές γνώσεις για ορισμένα μεμονωμένα στάδια στην πορεία των εργασιών, αλλά καθιστά το συγκεκριμένο σύστημα καταμέτρησης και αποδεικτικό στοιχείο, Βάσει του οποίου μπορούμε να κατανοήσουμε και να ανασυνθέσουμε όλο το σχεδιασμό του έργου.
Στη συνολική αξιολόγηση του σχεδίου πρέπει να τονιστούν τα εξής: ο σχεδιασμός της σήραγγας πείθει ότι πρόκειται για ένα εγχείρημα εξαιρετικής τόλμης -καθώς αυτό θα χρειαζόταν χρόνια για να ολοκληρωθεί και η ορθότητα των σχεδίων θα αποδεικνυόταν μόνον όταν θα είχε επιτευχθεί η «συνάντηση» των δύο εκατέρωθεν τμημάτων της σήραγγας. Εκτός αυτού αποδεικνύει εκπληκτικές γνώσεις γεωμετρικών δεδομένων και δυνατοτήτων εφαρμογής, όπως επίσης κατ πολύ καλή αντίληψη περί ενδεχόμενων πρακτικών δυσχερειών.
Ο Ευπαλίνος σίγουρα σχεδίασε το έργο αυτό ύστερα από λεπτομερή εξέταση της επιφάνειας του βουνού, ο κατ’ εξοχήν σχεδιασμός, όμως, βασίζεται σε θεωρητικές σκέψεις, που πρακτικά μπορούσαν να πάρουν μορφή μόνον επάνω σε ένα «σχεδιαστήριο». Η σήραγγα πήρε μορφή, προφανέστατα, επάνω σε σχεδιαστήριο -ανεξάρτητα τίνος σχήματος υπήρξε αυτό-όπου σχηματοποιήθηκαν και όλα τα στάδια εργασιών, όπως και όλες οι μετέπειτα μεταβολές. Η συνάντηση των δύο γαλαριών ύστερα από εξόρυξη 420 και 620 μ. δεν ήταν σύμπτωση, αλλά αποτέλεσμα τέλειου σχεδιασμού.
Παραμένει το ερώτημα για την εποχή κατασκευής του έργου. Μόλις έγινε η αποκάλυψη του μνημείου, ο κόσμος συμπέρανε πως μια τέτοια εγκατάσταση μπορεί να είχε προωθηθεί μόνον επί τυραννίας του Πολυκράτους. Η μαρτυρία του Ηρόδοτου (III 60) συνδέθηκε χωρίς δισταγμό με εκείνην του Αριστοτέλη (Πολιτικά, 1313 β) όπου γίνεται αναφορά σε έργα του τυράννου. Ωστόσο, ένας τέτοιος συσχετισμός είναι υποθετικός· η σύνδεση με τον Πολυκράτη δεν είναι δυνατόν ν' αποδειχθεί. Τα χρήσιμα κρατήρα χρονολόγησης, οι πήλινοι σωλήνες, οι ενισχύσεις του έργου και κυρίως τα ελάχιστα αλλά ιδιαίτερης βαρύτητας αρχαιολογικά ευρήματα, τοποθετούν την έναρξη κατασκευής μάλλον γύρω στο 550 π.Χ., δηλαδή πριν από την ανάληψη της εξουσίας από τον τύραννο Πολυκράτη. Υπέρ μιας πρώιμης χρονολόγησης συνηγορούν κατ ορισμένες σχεδιαστικές ατέλειες του αγωγού, που οφείλονται αποκλειστικώς στη σχετική απειρία των κατασκευαστών. Όσον αφορά το πρόσωπο του αρχιτέκτονα Ευπαλίνου, δυστυχώς δεν είναι δυνατόν να γίνουν περαιτέρω διευκρινιστικοί συσχετισμοί, ωστόσο το έργο του συνάδει με την ανανεωτική τάση, την τόσο χαρακτηριστική για τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ.



Το Ευπαλίνειον όρυγμα τροφοδότησε με πόσιμο νερό την πόλη της Σάμου για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 1.000 χρόνων. Κατά τους βυζαντινούς χρόνους οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να χρησιμοποιήσουν τη σήραγγα ως κρυψώνα. Η Σάμος βρισκόταν στο δρόμο των εχθρικών στόλων της εποχής, προορισμός των οποίων ήταν η Κωνσταντινούπολη. Στις δίνες του πολέμου η συντήρηση της σήραγγας παραμελήθηκε, μέχρις ότου τα ιζήματα προκάλεσαν μερική απόφραξη του αγωγού. Η κλίση του καναλιού δεν επαρκούσε πλέον για τη ροή των υδάτων, η οποία ίσως και να διακόπηκε εντελώς. Μετά τη χρονική αυτή περίοδο προφανώς δεν ήταν πλέον δυνατή η αποκατάσταση της εγκατάστασης, που τελικώς εγκαταλείφθηκε στο έλεος του χρόνου μέχρι σημείου να εξαφανιστεί κάθε ένδειξη του μεγάλου αυτού έργου ακόμη και από την επιφάνεια του εδάφους.



Μετάφραση: Όλγα Κολιάτσου







Το Ευπαλίνειον όρυγμα τροφοδότησε με πόσιμο νερό την πόλη της Σάμου για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 1000 χρόνων







Ο ΠΥΡΓΟΣ ΤΩΝ ΑΝΕΜΩΝ







του hermann J. kienast



αρχαιολόγου, Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο



Ο Πύργος των Ανέμων, το Ορολόγιο του Ανδρόνικου, ο ναός του Αιόλου ή απλώς « Αέρηδες», όπως αποκαλείται και σήμερα το οικοδόμημα από τους Αθηναίους, έχει χωρίς αμφιβολία εξέχουσα σημασία μεταξύ των αρχιτεκτονημάτων της αρχαίας Αθήνας αλλά κι ολόκληρης της Ελλάδας. Το οικοδόμημα βρίσκεται στους πρόποδες της Ακρόπολης, ανατολικά της Ρωμαϊκής Αγοράς, πάνω από τα ερείπια της οποίας υψώνεται επιβλητικά.



Ο Πύργος των Ανέμων αναφέρεται στην αρχαιότητα τρεις φορές -στα κείμενα του Ρωμαίου μηχανικού Βιτρούβιου και του εγκυκλοπαιδιστού Βάρρωνος, όπως και σε επιγραφή- και απολαμβάνει της προσοχής εξίσου με τούς ναούς του ιερού βράχου από τους ταξιδιώτες των νεότερων χρόνων. Οι πρώτες περιγραφές των νεότερων χρόνων προέρχονται από τo 15ο αιώνα, ενώ από το 17ο άρχισαν τα δημοσιεύματα και οι απεικονίσεις του οικοδομήματος και στα πρώτα σχεδιαγράμματα της πόλης εξαίρεται ιδιαιτέρως. Ο ασυνήθιστος ρυθμός του, η εξαιρετικά καλή κατάσταση στην οποία διατηρείται και η γραφική του χρήση ως τεκέ - χώρου συνάθροισης των δερβίσηδων που χορεύουν - του προσδίδουν ιδιαίτερη γοητεία, που αντικατοπτρίζεται σε πολυάριθμες σύγχρονες αναπαραστάσεις. Ασύγκριτες όσον αφορά την πιστότητα των λεπτομερειών είναι κυρίως οι εικόνες του αρχαιοδίφη Εντ. Ντόντγουελ στις αρχές του 19ου αιώνα.



Το οικοδόμημα περιελήφθη τελικώς και στη σύγχρονη του κεντροευρωπαϊκού κλασικισμού αρχιτεκτονική και, αποτέλεσε θέμα αντιγραφής είτε εξ ολοκλήρου είτε τμηματικώς. Δεν μπορεί να παραβλέψει ούτε και τη σημασία που απέκτησε ο Πύργος για το σχεδιασμό της Νέας Πόλεως των Αθηνών: ένας εκ των τριών κυρίων αξόνων που χαράκτηκαν δια μέσου της δαιδαλώδους παλαιάς Πόλεως , έχει προσανατολιστεί σ’ αυτόν και συνεπώς φέρει την ονομασία οδός Αιόλου. Η επιστημολογική ενασχόληση με το συγκεκριμένο οικοδόμημα υπήρξε ωστόσο ιδιαιτέρως επιφυλακτική, ξεκινώντας, όπως συνέβη και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, με τις δημοσιεύσεις των Τζ. Στιούαρτ και Ν. Ρέβετ πριν από περίπου δυόμισι αιώνες. Το καθαρό σχήμα του Πύργου, η καλή του κατάσταση και τα εντυπωσιακά σχέδια των δύο καλλιτεχνών δημιούργησαν προφανώς την εντύπωση πως δεν υπήρχαν πλέον άλλες απορίες αναπάντητες. Το οικοδόμημα παρέμεινε μέχρι την παρούσα νέα μελέτη σχεδόν απαρατήρητο.



Η κάτοψη του Πύργου αποτελείται από ένα κανονικό οκτάγωνο με μήκος πλευρών περίπου 3,25 μ. Σε αυτό το αυστηρό σχέδιο του κυρίως οικοδομήματος έχουν προστεθεί τρεις επεκτάσεις. Η δυνατότητα συνδυασμού ενός οκταγώνου με τρεις προεκτάσεις εδραιώνει την άποψη ότι πρόκειται για ένα τολμηρό κατασκεύασμα. Ο συνδυασμός πέτυχε μια τόσο αρμονική μορφή που υπογραμμίζει τις ικανότητες του αρχιτέκτονα. Πρέπει να τονιστεί ότι το κυρίως κτιριακό σώμα αποκτά με αυτές τις τρεις προσθήκες έναν άξονα ακριβείας με κατεύθυνση από Βορρά προς Νότο. Η ευθυγράμμιση είναι τόσο ακριβής, ώστε δεν έχει ακόμη διαπιστωθεί πώς πραγματοποιήθηκαν οι τότε μετρήσεις, για τις οποίες σήμερα είναι απαραίτητα σύγχρονα οπτικά όργανα. Κατά τ' άλλα, ο σχεδιασμός ενός οκταγώνου δεν ενέχει άλλες δυσχέρειες, το σχήμα είναι δυνατόν να επιτευχθεί με απλές βασικές γνώσεις γεωμετρίας, όπως επίσης με χάρακα και διαβήτη χωρίς παρεκκλίσεις.



Την αρχιτεκτονική του χαρακτηρίζει ένα εξαιρετικά καθαρό σχήμα, που τονίζεται από το γεγονός πως ολόκληρο το οικοδόμημα από τα θεμέλια έως τη στέγη έχει κατασκευαστεί από πεντελικό μάρμαρο λεπτής επεξεργασίας. Ο εντυπωσιακός ψηλός χωρίς παράθυρα Πύργος υψώνεται επάνω σε βάση τριών βαθμίδων, οι τοίχοι του έχουν μόνον ένα απλό ημικύκλιο στο κάτω μέρος και ένα εξίσου απλό λεσβιακό κυμάτιο ως επιστέγασμα. Την προσοχή προκαλούν επίσης και τα εντελώς διαφορετικά ύψη των εκάστοτε στρώσεων, μία ιδιαιτερότητα που δεν παρατηρείται πουθενά αλλού στην αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική. Μένει ακόμη να διαλευκανθεί ποια (αρχιτεκτονική) σύλληψη βρίσκεται πίσω απ' αυτή τη φαινομενική «αταξία»· σαφής είναι μόνον ο ρόλος των τριών λεπτών στρώσεων, που λειτουργούν ως συνδετικά στοιχεία στη σταθεροποίηση του τοίχου και συγχρόνως τον διαιρούν εξωτερικώς και εσωτερικώς σε τρεις ζώνες.







Δεν έχει ακόμη διαπιστωθεί πώς έγιναν οι τότε μετρήσεις, για τις οποίες σήμερα είναι απαραίτητα σύγχρονα οπτικά όργανα



Η σημασία αυτών των τριών ζωνών του τοίχου δεν έχει ακόμη διαλευκανθεί, προφανές όμως είναι πως η ανώτερη ζώνη καταλαμβάνεται από ηλιακά ωρολόγια, των οποίων οι γραμμές διακρίνονται ακόμη καλώς. Τα ηλιακά ωρολόγια έχουν χαραχθεί και στους οκτώ τοίχους, ακόμη και στην καθαρή βόρεια πλευρά, η οποία το καλοκαίρι βρίσκεται στον ήλιο περίπου δύο ώρες το πρωί, ενώ το απόγευμα περίπου τέσσερις ώρες. Αυτά τα ηλιακά ωρολόγια είναι τα μεγαλύτερα γνωστά από την αρχαιότητα, που βρίσκονται σε κάθετους τοίχους. Και δεν χρήζει ιδιαίτερης μνείας πως η κατασκευή τους δεν είναι δυνατόν να ολοκληρωθεί χωρίς τις ανάλογες θεωρητικές γνώσεις.



Επάνω από τα ηλιακά αυτά ωρολόγια ακολουθεί μία στεφάνη με διάζωμα, που θεωρείται ως επιστέγασμα του τοιχίου -μία ζώνη ανάγλυφων με τους οκτώ θεούς του ανέμου, που προσδίδουν στον Πύργο τον ουσιαστικό του χαρακτήρα και του έδωσαν και την ονομασία του. Οι άνεμοι παρουσιάζονται ανθρωπομορφικά ως άνδρες διαφόρων ηλικιών, ενδεδυμένοι κατά διαφορετικό μεταξύ τους τρόπο και κοσμημένοι από ένα χαρακτηριστικό που διασαφηνίζει την ιδιότητα του καθενός. Και οι οκτώ άνδρες είναι φτερωτοί και ίπτανται με ισορροπημένες κινήσεις και με κατεύθυνση αντίθετη προς τη φορά των δεικτών του ωρολογίου. Στη στενή ζώνη επάνω από τους ανέμους είναι χαραγμένο το όνομα του καθενός και επάνω από μια σειρά κυματίων η άκρη της στέγης με λεοντόμορφες υδρορροές ολοκληρώνει τελικώς την άποψη του τοιχίου.



Εντελώς ασυνήθιστη είναι η ίδια η οροφή. Αποτελείται από μεγάλες σφηνοειδείς μαρμάρινες πλάκες που ακουμπούν σε μία στρογγυλή κεντρική πέτρα. Σε κάθε πλευρά έχουν τοποθετηθεί τρεις πλάκες, οι οποίες στους αρμούς τους καλύπτονταν από μάρμαρο -που σήμερα έχουν αντικατασταθεί από πήλινα κεραμίδια. Η εξωτερική μορφή της οροφής αντιστοιχεί σε εκείνην μιας οκτάγωνης πυραμίδας -σχήμα ιδανικό ως άνω κατάληξη ενός οικοδομήματος πρισματικού. Όσο απλός κι αν είναι ο σχεδιασμός του τόσο πολύπλοκη είναι η στατική δομή και κυρίως η τεχνική διαδικασία τοποθέτησης. Πάντως σίγουρο είναι ότι η οροφή κατασκευάστηκε στο έδαφος και τοποθετήθηκε τμηματικώς στο οικοδόμημα. Οι μεμονωμένες πλάκες ακουμπούν στον εξωτερικό τοίχο και στην κυκλική τελική πέτρα. Οι σημαντικές δυνάμεις ώσης, που δημιουργούνται σε μια παρόμοια κατασκευή, εξισορροπούνται από τις πλάκες στην άκρη της στέγης, που έχει κατασκευαστεί ως «σενάζι» και συγκρατεί την οροφή. Για το σκοπό αυτό οι λίθοι στην άκρη της στέγης έχουν τριπλούς συνδέσμους.



Από το τελικό κιονόκρανο της οροφής σήμερα σώζεται μόνον ένα θραύσμα, όπου όμως διατηρούνται σημαντικές λεπτομέρειες. Αυτό διαθέτει κάλαθο με φύλλα ακάνθου και είναι οκτάγωνο. Πρόκειται για σύνηθες κορινθιακό κιονόκρανο, επί του οποίου -κατά τον Βιτρούβιο- ήταν στερεωμένος ένας Τρίτωνας που χρησίμευε ως ανεμοδείκτης. Η από τον Βάρρωνα ΙΙI 5,17 διατυπωθείσα άποψη, ότι η κατεύθυνση του ανέμου ήταν δυνατόν να αναγνωσθεί και από το εσωτερικό του Πύργου, μάλλον δεν ευσταθεί. Εφ’ όσον το σπάραγμα του κιονόκρανου δεν φέρει πουθενά ίχνη διάτρησης, δεν φαίνεται να υπήρχε σύνδεση των εξωτερικών πλευρών με το εσωτερικό.







Για την αρχιτεκτονική του Πύργου δεν είχε βρεθεί σε ολόκληρη την ελληνική ιστορία καμία περίπτωση προς σύγκριση



Όλα αυτά σχετίζονται με τον κυρίως Πύργο. Όσον αφορά τις προσθήκες, εκεί μπορεί να γίνει διαχωρισμός μεταξύ των δύο Προπύλων και της στρογγυλής προσθήκης. Τα Πρόπυλα, που σήμερα διατηρούνται μόνον αποσπασματικά, τα χαρακτηρίζει ένα αέτωμα, που ενώνεται με το τοιχίο και στηρίζεται σε δύο κίονες. Από τους τέσσερις κίονες σώζονται σήμερα μόνον κατάλοιπα τριών σύμφωνα με τον Στιούαρτ μάλιστα, οι δύο δυτικοί στην αρχική τους θέση. Οι κίονες είναι μονόλιθοι, διαθέτουν 20 ραβδώσεις και, παραδόξως, πατούν απ" ευθείας επάνω στις βαθμίδες του δαπέδου χωρίς ενδιάμεση βάση. Πέραν τούτων σώζονται σημαντικά θραύσματα του θριγγού από το ΒΔ Πρόπυλο. Εάν λάβει κανείς υπόψη του τα ίχνη εργασιών στους τοίχους των θυρών, προκύπτει μία πιστή αναπαράσταση, που ανταποκρίνεται με ακρίβεια σ’ εκείνην που σχεδίασαν οι Στιούαρτ και Ρέβετ. Τέλος, μένει ν’ αναφερθούμε στο άνοιγμα της θύρας, σαφώς δωρικού ρυθμού, ενώ ο θριγγός του Πρόπυλου είναι ρυθμού κορινθιακού - συνδυασμός που ταιριάζει κατά τον καλύτερο τρόπο στον εκπληκτικό αρχιτεκτονικό εκλεκτικισμό του Πύργου.



Όσο σαφής είναι η λειτουργικότητα των Προπύλων - αποτελούσαν τις δύο προσβάσεις στον Πύργο- τόσο η τρίτη προσθήκη στη νότια πλευρά χρήζει ιδιαίτερης ερμηνείας. Η προσθήκη έχει σχήμα στρογγυλού κυλίνδρου, ο οποίος - λίγο μεγαλύτερος από ένα ημικύκλιο - έχει προστεθεί στο νότιο τοιχίο. Η λειτουργικότητά του σχετίζεται προφανώς με το υδραυλικό ωρολόγιο, που ήταν τοποθετημένο στο εσωτερικό του Πύργου. Εδώ βρισκόταν και η, αναγκαία για τη λειτουργία του ωρολογίου, δεξαμενή νερού. Όπως και τα Πρόπυλα, και αυτή η προσθήκη έχει καταστραφεί σε μεγάλο βαθμό. Πληροφορίες γι’ αυτήν παίρνουμε μόνον από τα ίχνη εργασιών στο νότιο τοιχίο. Σημαντική είναι και η παρατήρηση, πως στον εξωτερικό τοίχο της στρογγυλής προσθήκης είναι χαραγμένο και ένα ένατο ηλιακό ωρολόγιο, του οποίου ο τρόπος λειτουργίας δεν έχει ακόμη διασαφηνιστεί.



Η εξωτερική μορφή του Πύργου είναι μοναδική κι εξίσου ασυνήθιστο είναι και το εσωτερικό του. Οι τοίχοι, που με τις προαναφερθείσες συνδετικές στρώσεις εμφανίζουν εσοχές, παρουσιάζουν την εξής διάρθρωση: η πρώτη ζώνη καλύπτεται από ένα απλό γείσο, η επόμενη ζώνη από ένα γείσο με φορούσια και η τρίτη από μία απλή ταινία. Σε αντίθεση με τα γείσα, που ακολουθούν σχήμα οκταγώνου, η τρίτη ταινία μετατρέπει το οκτάγωνο σε κανονικό κύκλο. Έτσι στις γωνίες σχηματίζονται μικρά τριγωνικά πλατύσκαλα, όπου βρίσκονται τοποθετημένοι δωρικοί κιονίσκοι, οκτώ τον αριθμό, οι οποίοι φέρουν επιστύλιο και εκεί επάνω στηρίζονται οι 24 πλάκες της οροφής.







Από το υδραυλικό ωρολόγιο δεν σώζεται τίποτε και την ύπαρξη του συμπεραίνουμε μόνον από εγκοπές στο δάπεδο



Ανεξάρτητα από την προαναφερθείσα διάρθρωση το εσωτερικό του Πύργου καθορίζεται σήμερα αφ’ ενός από το Mihrab, μια κόγχη προσευχής και διαλογισμού, στραμμένη προς ΝΑ - χαρακτηριστικό που τονίζει ακριβώς τη χρήση ίου Πύργου κατά την οθωμανική εποχή- αφ' ετέρου από ένα άνοιγμα στην κάτω ζώνη του νότιου τοίχου. Η οπή αυτή έχει επανειλημμένως αποτελέσει αντικείμενο προβληματισμών και υποθέσεων. Επειδή συνιστά τη μοναδική πρόσβαση προς τη στρογγυλή προσθήκη, συσχετίστηκε με το μηχανισμό της κλεψύδρας, δηλαδή του υδραυλικού ωρολογίου. Έχει ήδη αναφερθεί πως η δεξαμενή νερού για το ωρολόγιο ήταν πράγματι εγκατεστημένη στο χώρο της προσθήκης, εξίσου σίγουρο όμως θεωρείται επίσης πως αυτό το άνοιγμα στον τοίχο δεν μπορεί να αποτελούσε τμήμα του αρχικού οικοδομήματος, αλλά συντελεί «λύση ανάγκης». Αναμφίβολα, ο νότιος τοίχος υπήρξε αρχικώς συμπαγής και προς την προσθήκη δεν υπήρχε πρόσβαση μετά την αποπεράτωση της.



Η ουσιαστική και μάλλον μοναδική λειτουργικότητα του εσωτερικού του Πύργου δεν ήταν παρά ν' αποτελέσει το απαιτούμενο περίβλημα για το υδραυλικό ωρολόγιο, από το οποίο, φυσικά, δεν σώζεται τίποτε και την ύπαρξη του συμπεραίνουμε μόνον από εγκοπές στο δάπεδο. Αυτές γίνονται αντιληπτές εξ αρχής στον επισκέπτη και διακρίνονται σαφώς σε τρεις κατηγορίες: στις ευθύγραμμες εγκοπές, τις κυκλικές και σε μία κεντρική οπή με τρεις ελλειψοειδείς εσοχές. Απλή να ερμηνευθεί και με επιβεβαίωση από σχετικά ευρήματα είναι η κυκλική εγκοπή, στην οποία ήταν τοποθετημένο ένα μαρμάρινο κάγκελο. Με αυτό κρατούνταν ελεύθερος ο χώρος του κεντρικού κύκλου στο εσωτερικό του Πύργου, ώστε ο επισκέπτης μπορούσε να προσεγγίσει το ωρολόγιο μόνον μέχρι το σημείο αυτό. Σαφής είναι επίσης και ο ρόλος των ευθύγραμμων αυλακώσεων, όπου σίγουρα ήταν τοποθετημένοι μολύβδινοι σωλήνες μεταφοράς του νερού που ήταν απαραίτητο για τη λειτουργία του ωρολογίου. Όμως η χονδροειδής κατασκευή των αυλακώσεων αυτών μαρτυρά ότι αυτοί μπορεί να είναι μόνον μεταγενέστεροι και φαίνεται πως κατασκευάστηκαν σε σχέση με το άνοιγμα στο νότιο τοίχο, ενώ η αρχική εγκατάσταση βρισκόταν σε υπόγειο αγωγό. Σίγουρη είναι επίσης η ερμηνεία των τριών ελλειψοειδών εσοχών, το σχήμα των οποίων αναμφισβήτητα οδηγεί στο συμπέρασμα πως αποτελούσαν βάσεις αγαλμάτων, για τις μορφές όμως των οποίων μέχρι στιγμής δεν είναι τίποτε γνωστό.



Περισσότερο ενδιαφέρον ενέχει, φυσικά, η αναπαράσταση του ίδιου του υδραυλικού ωρολογίου, το οποίο κατά τα φαινόμενα βρισκόταν τοποθετημένο στο κέντρο της αίθουσας επάνω από τη στρογγυλή οπή. Από το ωρολόγιο το ίδιο δεν έχει σωθεί τίποτε, ωστόσο μια ιδέα μας δίνει η αναπαράσταση ενός ωρολογίου που περιγράφεται από τον Κτησίβιο τον Αλεξανδρινό. Ανεξαρτήτως της εμφάνισης ενός τέτοιου ωρολογίου, η αρχή κατασκευής και λειτουργίας του μπορεί να περιγραφεί ως εξής: μια πηγή τροφοδοτεί μια δεξαμενή κι αυτή με τη σειρά της τροφοδοτεί ένα άλλο δοχείο, που προσφέρει την απαραίτητη πίεση. Η ροή προς αυτήν ρυθμίζεται κατά τρόπον ώστε να διατηρείται μία σταθερή στάθμη νερού. Από το «πιεστικό» το νερό μεταφέρεται προς το κυρίως ωρολόγιο. Ο ωρολογιακός μηχανισμός αποτελείται από ένα δοχείο, όπου η στάθμη του νερού ανεβαίνει από το εισερχόμενο νερό. Η στάθμη πάλι ανυψώνει έναν πλωτήρα συνδεδεμένο με ένα δείκτη, ο οποίος δείχνει την ώρα επάνω σε μία κλίμακα. Η θεωρία, λοιπόν, πως στον Πύργο των Ανέμων βρισκόταν ένας ωρολογιακός μηχανισμός που έδειχνε εγγυημένα την ώρα και ήταν τόσο εντυπωσιακός όσο και το πρότυπο του Κτησίβιου, μπορεί να ευσταθεί, πώς όμως ήταν στην πραγματικότητα, μάλλον δεν είναι δυνατόν πλέον να διαπιστωθεί, αφού μοναδικά στοιχεία αξιολόγησης δεν είναι παρά τα ίχνη εργασιών στο δάπεδο του οικοδομήματος. Έτσι δεν μπορεί πλέον να διευκρινιστεί και το ερώτημα, αν με το μηχανισμό καταμετριούνταν οι ώρες της ημέρας κατά την αρχαία παράδοση με διαφορετική διάρκεια.



Για την αρχιτεκτονική του Πύργου δεν έχει βρεθεί σε ολόκληρη την ελληνική ιστορία καμία περίπτωση προς σύγκριση. Βεβαίως, η επιλογή ενός οκταγώνου προκειμένου να αναπαρασταθούν οι οκτώ κατευθύνσεις του ανέμου - το σχήμα ενός πρίσματος - θυμίζει στην αυστηρότητα της μάλλον τις αιγυπτιακές πυραμίδες, όμως στην Ελλάδα είναι μοναδικό. Και προκύπτει το ερώτημα, τι σκεφτόταν στην αρχή των εργασιών του ο αρχιτέκτων: το ιδανικό οικοδόμημα ή τη λειτουργικότητα που έπρεπε να έχει η κατασκευή, δηλαδή την παρουσίαση των οκτώ ανέμων με όσο το δυνατόν εντυπωσιακότερο τρόπο; Κατά τ’ άλλα ο Πύργος δεν φαίνεται να πληρούσε κανέναν άλλο σκοπό παρά εκείνον ενός επισήμου ωρολογίου, ένα μνημείο χτισμένο προς τέρψιν των οφθαλμών των πολιτών κατ προς ενημέρωση τους για τα επιτεύγματα των φυσικών επιστημών και - γιατί όχι - για να τους καθιστά υπερήφανους ως πολίτες των Αθηνών.



Δεν γνωρίζουμε αν με το μηχανισμό καταμετριούνταν οι ώρες της ημέρας, κατά την αρχαία παράδοση, με διαφορετική διάρκεια
Το ζήτημα, εάν ένα παρόμοιο οικοδόμημα ανεγέρθηκε από το δήμο, είναι υπό αμφισβήτηση· μάλλον πρέπει να υποθέσουμε την ύπαρξη κάποιου χορηγού, του οποίου το όνομα παραμένει μέχρι στιγμής άγνωστο. Σ' αυτήν την περίπτωση πρέπει να υποθέσουμε και την ύπαρξη κάποιας αναθηματικής επιγραφής που μάλλον θα ήταν τοποθετημένη στη στρογγυλή επέκταση του Πύργου, αφού εκεί δεν θα διατάρασσε τη συμμετρία αλλά κατ επειδή η νότια πλευρά - στραμμένη προς τον περιφερειακό της Ακροπόλεως δακτύλιο - αποτελούσε και την κύρια πλευρά του Πύργου. Το οικοδόμημα - σύμφωνα με την αναφορά του Βιτρούβιου και κυρίως του Βάρρωνος- πρέπει να χτίστηκε πριν από το 37 π.Χ. Ο κλάδος των ειδικών έχει συγκλίνει μέχρι τώρα σε μια χρονολογία πολύ κοντινή στην ανωτέρω, τοποθετώντας την ανέγερση του Πύργου στα μέσα του 1ου αιώνα π.Χ. Ωστόσο πιθανότερο φαί-νεται ο Πύργος να ανεγέρθηκε κατά το 2ο αιώνα π.Χ., εποχή πολύ πιο πρόσφορη για παρόμοια τεχνικά «πειράματα» απ’ ό,τι οι αρχές της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Μετάφραση: Όλγα Κολιάτσου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου