Στο τέλος της δεύτερης φάσης της τουρκικής εισβολής στα τέλη Αυγούστου του 1974, περίπου 20.000 Έλληνες και Μαρωνίτες Κύπριοι που κατοικούσαν σε χωριά και κωμοπόλεις κυρίως στη χερσόνησο της Καρπασίας στη βορειοανατολική Κύπρο και σε χωριά δυτικά της Κερύνειας παρέμειναν πίσω από τη γραμμή κατάπαυσης του πυρός.
Σήμερα (Δεκέμβριος 2010), συνολικά μόλις 455 άτομα παραμένουν πίσω από την «πράσινη γραμμή», από τα οποία 343 είναι Ελληνοκύπριοι και 112 Μαρωνίτες.
Τα άτομα αυτά είναι γνωστά ως οι «εγκλωβισμένοι».
Οι περισσότεροι από αυτούς επέλεξαν να παραμείνουν εκεί εξαιτίας της συναισθηματικής τους σύνδεσης με τα σπίτια και τις περιουσίες τους, του φόβου της εκτόπισης, και της ελπίδας ότι μετά την κατάπαυση του πυρός θα μπορούσαν να μείνουν και να συνεχίσουν τη ζωή τους.
Αποδείχθηκε ότι έκαναν λάθος.
Στις 2 Αυγούστου 1975, μετά την ολοκλήρωση ενός γύρου διακοινοτικών συνομιλιών υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, οι ηγέτες της ελληνοκυπριακής και της τουρκοκυπριακής κοινότητας κατέληξαν σε συμφωνία, γνωστή ως η «Τρίτη Συμφωνία της Βιέννης», με την οποία διευθετούνταν σημαντικά ανθρωπιστικής φύσεως ζητήματα που επηρέαζαν τη ζωή των εγκλωβισμένων. Στη συμφωνία προβλεπόταν ότι:
· Οι Ελληνοκύπριοι που βρίσκονταν ακόμα στο βόρειο τμήμα του νησιού ήταν ελεύθεροι να παραμείνουν. Θα τους προσφερόταν κάθε βοήθεια που θα οδηγούσε σε ένα ομαλό τρόπο ζωής, συμπεριλαμβανομένων διευκολύνσεων για την εκπαίδευση και την άσκηση της θρησκευτικής λατρείας, καθώς και ιατρική φροντίδα από τους δικούς τους γιατρούς. Θα είχαν το δικαίωμα ελεύθερης διακίνησης στο βόρειο τμήμα της Κύπρου· Οι Ελληνοκύπριοι που κατοικούσαν στο βόρειο τμήμα της Κύπρου, οι οποίοι κατά δική τους αίτηση και χωρίς να έχουν υποστεί οποιοδήποτε είδος πίεσης επιθυμούσαν να μετακινηθούν στην περιοχή που βρισκόταν υπό κυβερνητικό έλεγχο, θα είχαν το δικαίωμα να το κάνουν
· Η ειρηνευτική δύναμη του ΟΗΕ θα είχε ελεύθερη και ομαλή πρόσβαση στα ελληνοκυπριακά χωριά στον βορρά
· Θα δινόταν προτεραιότητα στην επανένωση των οικογενειών, συμπεριλαμβανομένης της πιθανής μετακίνησης στο βόρειο τμήμα του νησιού ενός αριθμού Ελληνοκυπρίων που προς το παρόν βρίσκονταν στο νότο.
Παρά την υπογραφή της Τρίτης Συμφωνίας της Βιέννης, η Τουρκία και τα τουρκοκυπριακά της υποκατάστατα όργανα έχουν παραβιάσει όλους τους όρους της. Από το 1974, οι εγκλωβισμένοι έχουν υποστεί συνθήκες ταλαιπωριών και καταπίεσης λόγω της εθνικότητας, της γλώσσας και της θρησκείας τους.
«…Η μεταχείριση που καταγγέλλεται ήταν σαφώς μεροληπτική σε βάρος τους στη βάση της “εθνικής καταγωγής, φυλής και θρησκείας” τους… οι ταλαιπωρίες στις οποίες υποβλήθηκαν οι εγκλωβισμένοι Ελληνοκύπριοι… έφτασαν ένα επίπεδο σκληρότητας που συνιστούσε προσβολή στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια…»
(Συμβούλιο της Ευρώπης, Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Υπόθεση Κύπρου εναντίον Τουρκίας, Προσφυγή Νο. 25781/94, Απόφαση, 10 Μαΐου 2001, παρ. 304).
Η μεταχείριση των εγκλωβισμένων έχει εξεταστεί στις διακρατικές προσφυγές που υποβλήθηκαν από την Κύπρο κατά της Τουρκίας σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση· από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο· από την Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης· και τέλος, από τα Ηνωμένα Έθνη. Τα στοιχεία για την κακομεταχείριση των εγκλωβισμένων και για τις παραβιάσεις των δικαιωμάτων τους είναι συντριπτικά:
· Κατά τη διάρκεια της εισβολής και μέχρι το τέλος των στρατιωτικών επιχειρήσεων, άντρες, γυναίκες και παιδιά κάθε ηλικίας κρατήθηκαν υπό απάνθρωπες συνθήκες. Πολλοί επίσης κρατήθηκαν ως όμηροι
· Επιβλήθηκαν περιορισμοί στη μετακίνηση των εγκλωβισμένων σε απόσταση ενός χιλιομέτρου από τα σπίτια τους
· Δεν επιτρεπόταν στους εγκλωβισμένους να επισκέπτονται κοντινά χωριά ή μέλη των οικογενειών τους σε άλλα μέρη της κατεχόμενης Κύπρου
· Απαιτείτο ειδική άδεια για να εργάζεται κάποιος στα ίδια του τα χωράφια. Ακόμη κι όταν παραχωρείτο αυτή η άδεια, δινόταν υπό εξευτελιστικούς όρους
· Η αποδιάρθρωση της οικονομικής ζωής υποχρέωσε τους εγκλωβισμένους να στηρίζονται στην περιορισμένη ανθρωπιστική βοήθεια που λάμβαναν από τις ελεύθερες περιοχές υπό την αιγίδα του ΟΗΕ
· Τον πρώτο καιρό της κατοχής οι άνδρες έπρεπε να παρουσιάζονται στην τουρκική αστυνομία δύο φορές καθημερινά
· Η καθημερινή ζωή επιτηρείτο πλήρως από τις αρχές κατοχής
· Η χρησιμοποίηση τηλεφώνων δημόσιας χρήσης επιτρεπόταν μόνον υπό αστυνομική παρουσία. Το απόρρητο της αλληλογραφίας δεν γινόταν σεβαστό
· Οι εγκλωβισμένοι κακοποιούνταν, δέρνονταν, συλλαμβάνονταν, ακόμα και φυλακίζονταν, για λόγους όπως ότι δεν χαιρέτησαν ένα μέλος του στρατού κατοχής
· Διεξάγονταν αδιακρίτως έρευνες σε άτομα και σε σπίτια ακόμη και κατά τη διάρκεια της νύχτας
· Οι βιαιοπραγίες έγιναν ένα καθημερινό και συνηθισμένο φαινόμενο. Αυξήθηκαν με τη μαζική εισροή Τούρκων εποίκων από την Ανατολία στη χερσόνησο της Καρπασίας
· Συνηθισμένη ήταν η πρακτική της λεηλασίας περιουσιών
· Δεν είχαν αποτελεσματικά εγχώρια ένδικα μέσα
· Δεν ήταν διαθέσιμη ιατρική περίθαλψη από Ελληνοκυπρίους γιατρούς που μπορούσαν να επικοινωνήσουν με τους ασθενείς τους. Σε άτομα που δέχονταν ιατρική περίθαλψη στις ελεύθερες περιοχές της Δημοκρατίας δεν επιτρεπόταν να επιστρέψουν στα σπίτια τους
· Ο διαχωρισμός οικογενειών και η αναστάτωση της οικογενειακής ζωής ήταν κάποια από τα επακόλουθα της εθνοκάθαρσης
· Οι εγκλωβισμένοι χρειάζονταν Τουρκοκυπρίους συνοδούς για να πάνε στην εκκλησία ή στην αγορά
· Μέχρι το 2003, η εκπαίδευση περιοριζόταν σε μερικά ελλιπώς εξοπλισμένα και στελεχωμένα δημοτικά σχολεία. Τα βιβλία που έρχονταν από τις ελεύθερες περιοχές της Δημοκρατίας υφίσταντο αυστηρή λογοκρισία, ενώ οι λίγοι δάσκαλοι στους οποίους επιτρεπόταν να διδάξουν έπρεπε να έχουν την έγκριση των κατοχικών αρχών
· Η ελευθερία της θρησκευτικής έκφρασης περιορίστηκε δραματικά. Εκκλησίες λεηλατήθηκαν, βεβηλώθηκαν και καταστράφηκαν. Στους πιστούς και τους ιερείς τους δεν επιτρεπόταν η ελευθερία της μετακίνησης για να συμμετάσχουν σε θρησκευτικές τελετές
· Οι εγκλωβισμένοι έβλεπαν τις περιουσίες τους να κατάσχονται, να λεηλατούνται και να καταστρέφονται. Δεν μπορούσαν να κληροδοτήσουν περιουσιακά τους στοιχεία σε συγγενείς τους που ζούσαν στις ελεύθερες περιοχές της Δημοκρατίας
· Οι ειρηνευτικές δυνάμεις του ΟΗΕ στην Κύπρο αντιμετώπισαν σοβαρούς περιορισμούς στην ελευθερία τους για μετακίνηση και στη δυνατότητά τους να μεριμνήσουν για την ασφάλεια και την ευημερία των εγκλωβισμένων
· Οι εγκλωβισμένοι δεν είχαν τη δυνατότητα να επικοινωνούν με μέλη των οικογενειών τους που βρίσκονταν στις ελεγχόμενες από την κυβέρνηση περιοχές της Κύπρου. Αυτή ήταν μία ιδιαίτερη δοκιμασία, καθώς παιδιά ηλικίας πάνω των δώδεκα ετών που πήγαιναν σχολείο στις ελεύθερες περιοχές της Κύπρου δεν είχαν επαφή με τους γονείς τους.
Οι απάνθρωπες και εξευτελιστικές αυτές συνθήκες είχαν ως αντικειμενικό σκοπό την ολοκλήρωση της εθνοκάθαρσης της κατεχόμενης Κύπρου και στρέφονταν εναντίον Ελλήνων και Μαρωνιτών Κυπρίων εξαιτίας της γλώσσας, της εθνικότητας και της θρησκείας τους. Όλες αυτές οι ενέργειες παραβιάζουν τόσο την Ευρωπαϊκή Σύμβαση όσο και την Τρίτη Συμφωνία της Βιέννης του 1975. Οι παραβιάσεις αυτές έχουν τεκμηριωθεί από πολλαπλές ευρωπαϊκές αποστολές και θεσμικά όργανα. Είναι ειρωνικό το γεγονός ότι στην απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην τέταρτη διακρατική προσφυγή της Κύπρου κατά της Τουρκίας, η μόνη αρνητική ψήφος στην καταδικαστική για την Τουρκία απόφαση ήταν η ψήφος του Τούρκου δικαστή. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων διαπίστωσε με ψήφους 16-1 σοβαρές παραβιάσεις του άρθρου 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης (ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας), του άρθρου 10 (ελευθερία έκφρασης), του άρθρου 1 του 1ου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης (ειρηνική απόλαυση των αγαθών, δήμευση περιουσίας), του άρθρου 2 του 1ου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης (πρόσβαση στην εκπαίδευση), του άρθρου 3 (μεροληπτική μεταχείριση), του άρθρου 8 (σεβασμός στην κατοικία και την ιδιωτική και οικογενειακή ζωή), του άρθρου 13 (απουσία αποτελεσματικών ένδικων μέσων).
Το Τρίτο Τμήμα του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στις 9 Νοεμβρίου 2006 ανακήρυξε αποδεκτή την υπόθεση της κυρίας Ελένης Φωκά κατά της Τουρκίας. Πρόκειται για μία Ελληνοκύπρια δασκάλα που εκδιώχθηκε από τις κατεχόμενες περιοχές, υπέστη άδικη μεταχείριση και δεν της επετράπη να επιστρέψει στο σπίτι της και την εργασία της.
Παρόλο που το Τέταρτο Τμήμα του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην απόφασή του της 24ης Ιουνίου 2008 δικαίωσε την ενάγουσα σε συγκεκριμένες πλευρές της υπόθεσής της, οι δικηγόροι της κυρίας Φωκά άσκησαν έφεση κατά της απόφασης στην ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου ώστε να διασαφηνιστούν ορισμένα τεχνικά και άλλα νομικά σημεία που ανέκυψαν από την απόφαση.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχει κρίνει την Τουρκία υπεύθυνη για όλες αυτές τις παραβιάσεις είτε αυτές διαπράχθηκαν από δικά της όργανα είτε από την υποτελή σε αυτήν τοπική διοίκηση, επειδή η Τουρκία έχει τον ουσιαστικό έλεγχο των κατεχόμενων περιοχών. Τόσο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όσο και η Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης έχουν καταδικάσει τις πρακτικές της Τουρκίας σε βάρος των εγκλωβισμένων. Οι παραβιάσεις αυτές συνεχίζονται για περισσότερα από τριάντα χρόνια μετά την τουρκική εισβολή, ενώ η Τουρκία φιλοδοξεί να γίνει μέλος της ΕΕ.
«…Η Συνέλευση συγκλονίστηκε ιδιαίτερα από τον επιβληθέντα διαχωρισμό οικογενειών, την απαγόρευση σε νέους ανθρώπους να επιστρέψουν στα σπίτια τους, τις αναγκαστικές δημεύσεις και απαλλοτριώσεις και το γενικό κλίμα ανησυχίας και αβεβαιότητας, ακόμη και φόβου, στο οποίο σκόπιμα υποβάλλονται μέλη αυτών των κοινοτήτων… [Η Συνέλευση καλεί την Τουρκία]… να σταματήσει κάθε εξευτελισμό της ελληνοκυπριακής και της μαρωνιτικής κοινότητας και να θέσει τέλος στο κλίμα εκφοβισμού…»
(Κοινοβουλευτική Συνέλευση, Συμβούλιο της Ευρώπης, Ψήφισμα 1333 (2003), 24 Ιουνίου 2003, παρ. 8 και 9).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου