Οι Βλάχοι ----
Τα ιστορικά στοιχεία για τους Βλάχους είναι διάσπαρτα στους Βυζαντινούς χρονογράφους και η ιστορική παρουσία τους έχει πορεία περίπου δύο χιλιάδων χρόνων, με τις ρίζες στα Ρωμαϊκά χρόνια και στον εκλατινισμό των Βαλκανίων (K. Πορφυρογέννητος, Ι. Λυδός). ----
Ως πρώτη γραπτή μαρτυρία της Βλάχικης γλώσσας εκλαμβάνεται αυτή των Βυζαντινών χρονογράφων Θεοφάνη και Θεοφύλακτου (579 μ.Χ.), ενώ η λέξη Βλάχος αναφέρεται για πρώτη φορά το 976 μ.Χ. από τον Κεδρηνό, που μιλάει για "Βλάχους οδίτες" στην περιοχή Καστοριάς - Πρέσπας.
Πάντως, οι Βλάχοι έξω από ελάχιστες περιπτώσεις δεν αυτοαποκαλούνται με αυτό το όνομα, αλλά με το Αrnanji, λέξη που παράγεται από το "Romanus cives" και σχετίζεται με το διάταγμα του Καρακάλα (Edictum Antoninianum), 212 μ.Χ., με το οποίο γενικεύτηκε το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη σε όλους τους κατοίκους των Ρωμαϊκών επαρχιών.
Η λέξη Βλάχος - σύμφωνα με τις τελευταίες έρευνες - ανάγεται στη Γερμανική γλώσσα, που ονομάζει Βάλλους (Walhvolc) τους Λατινόφωνους, και έχει την ίδια ρίζα με τις λέξεις Βαλόνος, Βαλία, Ουαλία κ.τ.λ.
Πέρα από το γενικό όνομα "Βλάχος", οι Λατινόφωνοι της νότιας Βαλκανικής αποκαλούνται και με άλλα ονόματα (Φαρσιαρώτες, Τσίπανιι, Μιγλινιάτς = Μογλενίτες), Καράβλαχοι ή Μαυρόβλαχοι (Monte Negro), Μπιτουλιάνοι, Γραμμουστιάνοι, Μουζικιάρoι ή Τσιμουρεάνοι, Σαρμανιώτες κ.τ.λ.
Ο όρος Κουτσόβλαχος που χρησιμοποιούν οι λόγιοι από τον προηγούμενο αιώνα, και συχνά έχει μειωτικό χαρακτήρα, σχετίζεται με το "Κιουτσούκ Βλαχία", όπως ονόμαζαν οι Τούρκοι την περιοχή Αιτωλοακαρνανίας που ως τα χρόνια του Κοσμά του Αιτωλού είχε πολλούς βλαχόφωνους(επίγραμμα Ευγένιου Αιτωλού).
Μετά την πρώτη μαρτυρία του Κεδρηνού, οι Βλάχοι αναφέρονται επανειλημμένα. Ενδεκτικά:Σιγίλια Βασιλείου Β΄, Κεκαυμένος, Αννα Κομνηνή, Χωνιάτης, Κίνναμος, Χαλκοκονδύλης, Φραντζής, Λατινικές Πηγές, αρχεία Βενετίας, Chanson de Roland, γερμανικό έπος Νιμπελούγκεν, Χρονικό του Μωρέως, Ερωτόκριτος.
Στη συνέχεια η ιστορική παρουσία των Βλάχων είναι έντονη. Δεν υπάρχει ξένος περιηγητής - στα χρόνια της Τουρκοκρατίας - που να μην τους αναφέρει. Ενδεικτικά αναφέρονται τα ονόματα των Pouqueville (Voyage en Grece), Leak (Travels in Northern Greece), Heuzey (1858), Coυzineri (Voyages en Macedoine), Berard - (Τουρκοκρατία και Ελληνισμός) κ.τ.λ., WACE- THOMPSOΝ(Νομάδες των Βαλκανίων).
Το 18ο αιώνα, κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες (αποσύνθεση οθωμανικής αυτοκρατορίας, αποσχιστικές τάσεις πασάδων, Ορλωφικά, εσωτερικές διαμάχες) μεγάλες βλάχικες πόλεις, όπως η Μοσχόπολη, η Νικολίτσα, το Λινοτόπι, η Γράμμουστα και άλλες καταστράφηκαν ολοσχερώς και οι κάτοικοι διασκορπίστηκαν σε όλες τις κατευθύνσεις:Βιέννη, Βουδαπέστη, Βελιγράδι, Βουκουρέστι, Θεσσαλονίκη, Βέροια, Νάουσα, Σέρρες, Φιλιππούπολη, Κωνσταντινούπολη κ.α. Χαρακτηριστικά ο Σέρβος Πανεπιστημιακός Dousan Popovic, στο έργο του "ΟCincarina" αναφέρει ότι το 18ο αιώνα οι Σερβικές αγορές κατακλύστηκαν από Βλάχους, οι οποίοι είχαν στα χέρια τους όλο το εισαγωγικό και εξαγωγικό εμπόριο του Βελιγραδίου και δημιούργησαν την αστική τάξη της Σερβίας.
Εξάλλου, η μεγάλη διασπορά των Βλάχων οφείλεται και στις επαγγελματικές τους ενασχολήσεις, καθώς ήταν κυρίως κτηνοτρόφοι, κυρατζήδες και έμποροι, ήταν διαρκώς "καθ΄ οδόν", μεταφορείς όχι μόνο προϊόντων αλλά και ιδεών, σύνδεσμος του Ελλαδικού χώρου με τον ευρύτερο Βαλκανικό και την Ευρώπη. Η προσφορά των Βλάχων στον Ελληνισμό είναι, αποδεδειγμένα, τεράστια σε όλους τους τομείς (αρματωλισμός, επανάσταση, ευεργέτες, οικονομία, γράμματα). Ενδεικτικά αναφέρονται κάποια ονόματα:Ρήγας Βελεστινλής, Γεωργάκης Ολύμπιος, Γιάννης Φαρμάκης, Χατζηπέτρος, Βλαχαβαίοι, όλοι οι ευεργέτες (πλην Συγγρού), Ζάππας, Γ. Σταύρου, Αβέρωφ, Σίνας, Δούμπας, Τοσίτσας και Στουρνάρας, Κωλέτης, Σπυρίδων Λάμπρου, Παπάγος, Σβώλος, Κρυστάλλης και άλλοι που με το αίμα και το πνεύμα τους, το χρήμα και τις δωρεές τους, στέριωσαν οικονομικά το νεοσύστατο Ελληνικό κράτος και έβαλαν τα θεμέλιά του. Και μια διάσταση στη νεότερη Ελλάδα που δεν είναι πλατιά γνωστή:πολλοί σύγχρονοι καλλιτέχνες έχουν βλάχικη καταγωγή:Κουτσομύτης, Προκόβας, Παπατάκης, Τσιτσάνης, Βίρβος, Καλδάρας, Μητροπάνος, Σγούρος, Μουσαφίρης κ.ά.
Παρά την τεράστια διασπορά και τις αντίξοες συνθήκες και σήμερα ακόμη ζουν χιλιάδες Βλάχοι έξω από την Ελληνική Επικράτεια: Αλβανία, περιοχή Μοναστηρίου - Σκοπίων, Βουλγαρία (όσοι δεν αφομοιώθηκαν) και Ρουμανία, στην οποία κατέφυγαν κάτω από ποικίλες πολιτικές και εθνικιστικές σκοπιμότητες, τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας. Και σε αυτές τις χώρες είναι τεράστια η προσφορά τους. Ενδεικτικά αναφέρονται τα ονόματα του Γιώργου Μούρνου που μετέφρασε την Ιλιάδα στη Ρουμανική γλώσσα, και του μεγαλύτερου κωμωδιογράφου της Σερβικής λογοτεχνίας, του Αλκιβιάδη Νούσια, που είναι Βλάχος από την Κλεισούρα της Μακεδονίας, και είναι γνωστός στη Σερβία με το όνομα Βranislav Nushici, καθώς επίσης και των αδελφών Μανάκια, πρωτοπόρων φωτογράφων και κινηματογραφιστών, από την Αβδέλα Γρεβενών, που ένα μεγάλο μέρος του έργου τους υπάρχει στο Μοναστήρι και τα Σκόπια.
Η Βλάχικη Γλώσσα.
Η βλάχικη γλώσσα είναι μια αυτόνομη νεολατινική γλώσσα, ήδη διαμορφωμένη τον 6ο αιώνα μ.Χ. Ως πρώτη γραπτή μαρτυρία της βλάχικης θεωρείται η φράση "τόρνα, τόρνα, φράτερ", που τη διασώζει ο βυζαντινός χρονογράφος Θεοφύλακτος Σιμοκάτης (7ος αιώνας μ.Χ.).
Για τη γένεση της Βλάχικης γλώσσας η επιστημονική έρευνα έχει δώσει σήμερα απάντηση. Επίσημη γλώσσα του ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους - Βυζάντιο ονομάστηκε αιώνες αργότερα - ως τα χρόνια του Ηράκλειου (αρχές 7ου αιώνα μ.Χ.) ήταν η Λατινική.
Από τη λαϊκή λατινική της Βαλκανικής (Latinum Balcanicum) προήλθαν, μετά την "πρωτορωμανική περίοδο" που πέρασαν οι νεολατινικές γλώσσες, και για συγκεκριμένους λόγους, τέσσερις νεολατινικές γλώσσες (η Βλάχικη και η Μογλενίτικη στον άξονα της Εγνατίας, και η Ιστρορουμανική και Δακορουμανική στον άξονα του Δούναβη), όπως ακριβώς, με τον ίδιο τρόπο, από τη δυτική Λατινική προήλθαν οι σύγχρονες νεολατινικές γλώσσες (Ιταλική, Γαλλική, Ισπανική, Πορτογαλική). Έτσι εξηγούνται οι ομοιότητες της Βλάχικης γλώσσας και με αυτές τις Ευρωπαϊκές γλώσσες, όπως και με τις αντίστοιχες νεολατινικές της Βαλκανικής.
"Αν κάποιος σκύψει με σεβασμό στον πολιτισμό των Βλάχων, όπως αυτός εκφράζεται μέσα και από τη Βλάχικη γλώσσα, θα ανακαλύψει στα τραγούδια, τις παραδόσεις, τα παραμύθια, τις παροιμίες, πλούτο πρωτόγνωρο. Τα τελευταία χρόνια, με ατομική ή συλλογική πρωτοβουλία, βλέπουν το φως ανάλογες εκδόσεις που αναδεικνύουν ένα πλούσιο πρωτογενές υλικό, γλωσσικό, ιστορικό, κοινωνικό, που συνιστά μια έξοχη "προφορική λογοτεχνία".
Τα πρώτα γραπτά δείγματα της Βλάχικης γλώσσας έχουν την αφετηρία τους στα μέσα του 18ου αιώνα, και είναι κυρίως επιγραφές με ελληνικό αλφάβητο και κείμενα λογίων λεξικογράφων, με ελληνικό και λατινικό αλφάβητο.
Η πρώτη γραμματική της Βλάχικης γλώσσας, του Μ. Μπογιατζή, τυπώθηκε το 1813 στη Βιέννη. Για τον εγγραμματισμό της Βλάχικης γλώσσας προτείνει το λατινικό αλφάβητο "καθώς έκαμαν πολύ πρότερον και όλες οι θυγατέρες της Λατινικής". Στην τελευταία Βλάχικη γραμματική των Πανεπιστημιακών Ν. Κατσάνη - Κ. Ντίνα (Θεσσαλονίκη 1990), η βλάχικη γλώσσα καταγράφεται με λατινικά στοιχεία, συμπληρωμένα με στοιχεία του Ελληνικού αλφάβητου.
Η επιλογή βέβαια αλφάβητου, και σήμερα δεν είναι πολύ απλή, γιατί υπάρχουν πολλές παράμετροι (ιστορικές, θρησκευτικές, πολιτιστικές, πολιτικές) που πρέπει να παρθούν υπόψη. Ηαπροκατάληπτη όμως και χωρίς σκοπιμότητες επιστήμη δεν μπορεί να αρνηθεί ότι μια νεολατινική γλώσσα, όπως η Βλάχικη, μπορεί να εγγραμματιστεί πιο αποτελεσματικά με το λατινικό αλφάβητο.
Η βλάχικη γλώσσα, που κάποτε τη μιλούσαν πλατειές μάζες στα Βαλκάνια, σήμερα - μέρα με τη μέρα - χάνεται. Η γλώσσα συρρικνώθηκε από λόγους όχι φυσικούς, αλλά ιστορικούς και κοινωνικούς. Παρόλα αυτά, η βλάχικη γλώσσα και μέσα στις αντίξοες σύγχρονες ισοπεδωτικές συνθήκες της έντονης αστικοποίησης, της διάλυσης των παλιών κλειστών κοινωνικών δομών, της επικοινωνίας, αποτελεί μια πραγματικότητα.
Το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθινό, και να μην αντιμετωπίζεται η βλάχικη γλώσσα με καμιά απαξιωτική διάθεση, γιατί όπως λέει ο μεγάλος σύγχρονος διανοούμενος Noam Tsomsky δεν υπάρχουν καλές ή κακές γλώσσες, ανώτερες ή κατώτερες, αλλά υπάρχουν γλώσσες αναπτυγμένες ή λιγότερο ή καθόλου ανεπτυγμένες, με τις οποίες επικοινωνούν οι άνθρωποι.
Από σεβασμό και ευαισθησία στον ανθρώπινο πολιτισμό, οι ηχογραφήσεις των τραγουδιών στη βλάχικη γλώσσα, αποτελούν μια μικρή κατάθεση του Συλλόγου Βλάχων Βέροιας, για την καταγραφή και τη διάσωση της βλάχικης γλώσσας.
Οι Βλάχοι της Βέροιας.
Η Βέροια είναι πόλη πολύ παλιά. Ήδη την αναφέρει ο Θουκυδίδης Α 61 "και αφικόμενος ες Βέροιαν". Αργότερα, στην αρχή της Ρωμαιοκρατίας (146μ.Χ.) ήταν η Ιερή πόλη, όπου είχε την έδρα του ο αρχιερέας του κοινού των Μακεδόνων, που σκοπό είχε τη λατρεία της θεάς Ρώμης και του Αυγούστου. Σε αυτήν τελούνταν γιορτές και συνέρχονταν ο αρχιερέας με τους αξιωματούχους του, οι σύνεδροι και πλήθος κόσμου από πολλές περιοχές της Μακεδονίας. Η Βέροια είχε το δικαίωμα να χτίσει ναό των αυτοκρατόρων, για την άσκηση της λατρείας τους.
Φυσικό είναι η Βέροια να είδε εγκατάσταση Ρωμαίων αρχόντων, οικονομικών παραγόντων, ενοικιαστών φόρων και άλλων επίσημων Ρωμαίων, και με δεδομένο ότι όλοι αυτοί μιλούσαν την επίσημη γλώσσα, τη Λατινική, αναπόφευκτο ήταν να μεταδόθηκε αυτή στη Βέροια, και έτσι από την αρχή της Ρωμαιοκρατίας, να εμφανίζονται Λατινόφωνοι σε αυτήν.
Βεβαιωμένο είναι ότι η μαζική εγκατάσταση των Βλάχων στη Βέροια, από τις προαιώνιες Πινδικές τους κοιτίδες, έγινε τη δεύτερη δεκαετία του 19ου αιώνα. Είναι ωστόσο σίγουρο ότι Βλάχοι υπήρχαν στη Βέροια και κατά τη Βυζαντινή περίοδο και κατά την Τουρκοκρατία. Έτσι, γνωρίζουμε ότι το 1350 μ.Χ., ο αρχιτσέλιγκας Μαρτζελάτος βοήθησε το Βυζαντινό αυτοκράτορα Ιωάννη Καντακουζηνό στην ανακατάληψη της Βέροιας την οποία κατείχε προηγουμένως, για μικρό διάστημα, ο Σέρβος Στέφανος Δουσάν (Γ.Χ. Χιονίδης, Ιστορία της Βέροιας, τόμος 2ος, Βυζαντινοί Χρόνοι, Θεσ/νίκη 1970, σελ. 48 - 49 και 106).
Επίσης, το 1627 αναφέρεται ως κάτοικος της περιοχής ο Μαρτζέλος που, σύμφωνα με το Βλάχο ερευνητή Σ. Λιάκο και τον Α. Βακαλόπουλο, καθηγητή του Α.Π.Θ., ήταν από φάρα Αρβανιτοβλάχικη, που κατέβαινε στα χειμαδιά του κάμπου της Βέροιας - Θεσσαλονίκης κατά προαιώνια παράδοση, και την άνοιξη ανέβαινε για ξεκαλοκαίριασμα στις ορεινές βοσκές (Α. Βακαλόπουλου, Παγκαρπία Μακεδονικής 545, σελ. 637 - 642).
Εξάλλου και ο Τούρκος Περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή αναφέρει ότι ανάμεσα στους κατοίκους της Βέροιας (1668) υπήρχαν και "Λατίνοι" και φυσικό είναι αυτή η πληροφορία να αφορά τους Βλάχους της Βέροιας.
Γύρω από το 1770, μετά την βανδαλικών διαστάσεων καταστροφή της Μοσχόπολης, πολλοί Μοσχοπολίτες - αστοί - εγκαταστάθηκαν και στη Βέροια, ενώ η μαζική εγκατάσταση των Βλάχων στη Βέροια έγινε πενήντα χρόνια αργότερα - όταν ο Αλήπασας χτύπησε τα βλάχικα αρματολίκια, ανέθεσε τα ντερβένια στους Αρβανίτες, αναστάτωσε την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των Βλάχων, υπονόμευσε τα τσελιγκάτα, πρόσβαλε την τιμή τους.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, τσελιγκάδες από τα ευημερούντα βλαχοχώρια της Πίνδου και κυρίως από την Αβδέλα, αντί για τη Θεσσαλία, τράβηξαν κατά τη Μακεδονία, και μοίραζαν το χρόνο ανάμεσα στα χειμαδιά της Κασάνδρας και στα βοσκοτόπια του Μπέλες και του Βέρμιου, όπου έφτιαξαν τα "καλύβια" του Μπαντραλέξη, το σημερινό Σέλι, το οποίο ενισχύθηκε και με άλλες οικογένειες από τη Σαμαρίνα και το Περιβόλι. Τα ίδια χρόνια, Βλάχοι κατοίκησαν και το Ξερολείβαδο, και Σελιώτες και Ξερολειβαδιώτες έκαναν και την Ντόλιανη (Κουμαριά). Παράλληλα, στο Ανω Σέλι εγκαταστάθηκε το μεγάλο τσελιγκάτο του Ζέγκα, από τη Φράσιαρη της Νότιας Αλβανίας, πάνω από πενήντα χιλιάδες γιδοπρόβατα.
Για τη μετακίνηση των Βλάχων από τις προαιώνιες εστίες τους της Πίνδου, και την εγκατάσταση στη Βέροια, βασική πηγή είναι η πλούσια προφορική παράδοση, τα βλάχικα τραγούδια που αναφέρονται σε εκείνα τα χρόνια, τα ιστορικά σημειώματα για τους Βλάχους του Α. Παπαβασιλείου, αλλά κυρίως οι αναμνήσεις του Γιώτη Ναούμ που εκδόθηκαν το 1984 από το Γ.Χ. Χιονίδη, με πλούσιες υποσημειώσεις.
Οι Βλάχοι της Βέροιας, το 1878, πρωτοστάτησαν στην εξέγερση του Κολινδρού, με επικεφαλής τους Μπαντραλεξέους, και η οποία κατέληξε στο ολοκαύτωμα "στους Αγίους Πάντες".
Τα χρόνια πέρασαν. Οι αλλαγές στις οικονομικές δομές, η μεγάλη γεωργική ανάπτυξη του κάμπου της Βέροιας, οι πρωτόγονες συνθήκες στην κτηνοτροφία, η εκβιομηχάνιση μετατόπισαν τη ζώη από το βουνό στην πόλη και στους κάμπους, και τα βλάχικα χωριά του Βέρμιου, Σέλι, Ξερολείβαδο, Κουμαριά, εξελίχτηκαν σε ωραία θέρετρα. Σήμερα, στο νομό Ημαθίας, ο κύριος όγκος των Βλάχων κατοικεί στη Βέροια και στη Νάουσα. Ειδικά στη Βέροια, μετά τη δεκαετία του ΄50 προσήλθαν και άλλοι Βλάχοι από τη Μπριάζα, την Αρμάτα, τη Σμίξη, τη Νέβεσκα, το Μπλάτσι κ.ά. Βλάχοι στο νομό, επίσης ζουν και σε πολλά χωριά του κάμπου της Βέροιας, κυρίως Περιβολιώτες και Αρβανιτόβλαχοι.
Οι Βλάχοι αποτελούν ένα δυναμικό στοιχείο του νομού Ημαθίας και διακρίνονται σε όλους τους τομείς:γράμματα, επιστήμες, οικονομία, βιομηχανία, εμπόριο, κτηνοτροφία και εκπροσωπούνται από τρεις συλλόγους Βλάχων (Βέροιας, Νάουσας, Σκυλιτσίου και Περιχώρων) που κάνουν έντονη την παρουσία τους με ποικίλες εκδηλώσεις και κυρίως με τις προσπάθειες για την καταγραφή και τη διάσωση της Βλάχικης γλώσσας.
Τα Βλάχικα Τραγούδια.
Το βλάχικο τραγούδι, λόγω της μεγάλης διασποράς των Βλάχων - καθώς ήταν κυρίως κτηνοτρόφοι, κυρατζήδες, έμποροι - διαφοροποιήθηκε από περιοχή σε περιοχή, και υπάρχει μια μεγάλη ποικιλία. Ωστόσο, κυριαρχούν δύο τύποι εκτέλεσης. Οένας, ο πιο διαδεδομένος, απαντά στους Βλάχους της Πίνδου, της Γράμμουστας, στα Μπιτόλια, στο Βέρμιο. Ο άλλος στους Αρβανιτόβλαχους, τους Φαρσιαρώτες.
Τα τραγούδια του πρώτου τύπου εκτελούνται γενικά ομοφωνικά, πιο σπάνια ετεροφωνκά ή πολυφωνικά. Η πλειοψηφία των εκτελεστών τραγουδούν τη βασική μελωδία και αυτοί που έχουν καλές φωνές μετακινούνται - πάνω κάτω - από τη βασική μελωδία. Στους Φαρσιαρώτες το πολυφωνικό τραγούδι είναι γενικευμένο, ενώ η ατομική εκτέλεση σχεδόν ανύπαρκτη. Ημελωδία του τραγουδιού διατηρείται από δύο κύριους τραγουδιστές, ενώ οι υπόλοιποι - ο χορός - απλά συνοδεύει (εε ...).
Χαρακτηριστικό των βλάχικων τραγουδιών είναι και οι αντιφωνίες, κυρίως ανδρών - γυναικών. Αυτές ίσως γεννήθηκαν από την ανάγκη να ξεκουράζονται ή να συναγωνίζονται οι δυο ομάδες αυτών που τραγουδούν.
Αν και το ομαδικό - πολυφωνικό τραγούδι στους Βλάχους είναι παραδοσιακό και περίπου γενικευμένο, υπάρχουν όμως περιπτώσεις, κυρίως στα τραγούδια του πρώτου τύπου, που πολλά τραγούδια είναι τραγουδισμένα προσωπικά. Σε αυτή την κατηγορία υπάγονται ειδκά τα κυρατζίδικα τραγούδια, τα κτηνοτροφικά ( picurarescu cαnticu), και πολλά ερωτικά (di vreare), στα οποία αντανακλάται η μοναχική ζωή των κυρατζήδων και των κτηνοτρόφων.
Τραγούδια αυτού του είδους - μονοφωνικά και διφωνίες - περιέχουν οι ως τώρα ηχογραφήσεις, και ήδη ο Σύλλογος, στη νέα προσπάθειά του, προσανατολίζεται στα πολυφωνικά τραγούδια, που κυρίως τραγουδούσαν οι Βλάχοι.
Η οργανική μουσική επένδυση στα βλάχικα τραγούδια είναι μεταγενέστερη και ακολούθησε τις μελωδίες των τραγουδιών που ήδη υπήρχαν. Η αυτοσχέδια φλογέρα συνόδευε τους κτηνοτροφικούς σκοπούς, ενώ από τα όργανα της σημερινής κομπανίας, πρώτο το βιολί - σύμφωνα με προφορικές παραδόσεις - συνόδευε τα βλάχικα τραγούδια, γιατί μπορούσε να ακολουθήσει τις διακυμάνσεις στις βλάχικες μελωδίες. Αργότερα μπήκε το κλαρίνο και έγινε το κύριο όργανο της κομπανίας που συμπληρώθηκε με λαούτο και ντέφι. Τα χάλκινα όργανα μπήκαν αργότερα, είναι δυτική επίδραση και σχετίζονται με τις στρατιωτικές μπάντες, και απαντούν κυρίως, σε αστικοβιοτεχνικά κέντρα των Βλάχων (Νέβεσκα, Κλεισούρα, Μπιτόλια κ.ά.). Στη Βέροια, τις τελευταίες δεκαετίες, κυριαρχούν τα χάλκινα, που εκτόπισαν τα βιολιά, μια και το τραγούδι υποχώρησε. Παλιότερα, στο γλέντι, όσο υπήρχε το τραγούδι, μονοφωνικό ή πολυφωνικό, τα χάλκινα δεν μπορούσαν να συνοδέψουν. Στις ηχογραφήσεις που έκανε ο Σύλλογος, η μουσική επένδυση είναι με "βιολιά", γιατί όλα τα τραγούδια που περιέχονται είναι παλιότερα από την είσοδο των χάλκινων.
Ο καθηγητής στην έδρα της γλωσσολογίας στο Α.Π.Θ., N. Κατσάνης, σημειώνει ότι τα βλάχικα τραγούδια ελάχιστα μέχρι τις μέρες μας έγιναν αντικείμενο από την φιλολογική επιστήμη στη χώρα μας, όπως δε μελετήθηκε και η σχέση με τα Ελληνόφωνα τραγούδια που επίσης τραγουδούν οι Βλάχοι. Πολλά τραγούδια της Βλάχικης τραγουδιόνταν και στα Ελληνικά, και φυσικό είναι να μην επέζησε η αρχική τους μορφή. Η ρητή μαρτυρία του Κ. Κρυστάλλη ότι μετέφρασε πολλά βλάχικα τραγούδια στην Ελληνική γλώσσα, καθώς και ότι σε πολλά Ελληνόφωνα τραγούδια εξυμνούν τη "Βλάχα την έμορφη ...", οδηγούν σ΄αυτήν τη σκέψη.
Η μελέτη των βλάχικων τραγουδιών από τον αξέχαστο Sam. Baud - Bovy δεν ολοκληρώθηκε λόγω του θανάτου του, και τα τελευταία χρόνια, οι Σύλλογοι Βλάχων έχουν στα αρχεία τους πολύ πλούσιες συλλογές βλάχικων τραγουδιών, που περιμένουν τους λαογράφους, εθνολόγους και μουσικολόγους για την επιστημονική τους προσέγγιση.
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ:
http://clubs.pathfinder.gr/ELLHNIKH_ISTOPIA
Η κρύα Βρύση Πέλλας έχει 2500 βλάχους και κάτι ακόμα οι βλάχοι της ΕΛΛΑΔΑΣ είναι 500.000
ΑπάντησηΔιαγραφή