Σελίδες

Τετάρτη 6 Ιουλίου 2011

Το λίθινο χέρι

Του Αθανάσιου Τσακνάκη
.
.

Η κοινωνία είναι προϊόν τής ανθρώπινης συνεργασίας. Εάν συνεργασία είναι η από κοινού παραγωγή έργου, τότε η κοινωνία είναι δημιούργημα των εργαζομένων. Εντός τής κοινωνίας, κάθε εργαζόμενος κατέχει μία θέση, η οποία ονομάζεται «θέση εργασίας». Η κάθε θέση εργασίας δικαιούται να υφίσταται εφόσον ο κάτοχός της παράγει έργο. Εάν δεν παράγεται έργο, τότε η θέση παύει να υφίσταται, επειδή ο κάτοχός της έχει πάψει να είναι εργαζόμενος, ενώ «είναι αναγκαίο να μοχθούν οι άνθρωποι» (Ευριπίδης, «Ιππόλυτος», 207).

Οι εργαζόμενοι αμείβονται επειδή παράγουν έργο μέσω τής θέσης εργασίας που κατέχουν. Εάν πάψουν να παράγουν έργο, δεν δικαιούνται αμοιβή, με εξαίρεση την περίπτωση των κάθε είδους συνταξιούχων. Άρα, κανείς δεν δικαιούται να λαμβάνει αμοιβή επειδή απλά και μόνον κατέχει μία θέση εργασίας, διότι η θέση είναι το μέσον, αλλά όχι ο σκοπός τού εργαζόμενου, ενώ η αμοιβή καταβάλλεται λόγω τής επίτευξης τού σκοπού τής εργασίας. Η λογική, λοιπόν, αποδέχεται δύο σαφείς κανόνες: (1) μία θέση εργασίας υφίσταται μόνον εάν ο κάτοχός της παράγει έργο και (2) η αμοιβή καταβάλλεται στον εργαζόμενο επειδή παράγει έργο. Η νεοελληνική παράνοια, ωστόσο, εδώ και τρεις περίπου δεκαετίες, έχει υιοθετήσει δύο διαφορετικούς κανόνες: (1) μία θέση εργασίας δύναται να υφίσταται ασχέτως προς το αν ο κάτοχός της παράγει ή δεν παράγει έργο και (2) ο κάτοχος μιάς θέσης εργασίας αμείβεται ακριβώς επειδή κατέχει την συγκεκριμένη θέση.

Οι δύο παρανοϊκοί κανόνες, συνεπικουρούμενοι και από το σχιζοφρενικό σόφισμα τής «μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων», βρίσκουν άμεση εφαρμογή στον δημόσιο τομέα τής Πατρίδας μας. Οι άνευ ουσιαστικού αντικειμένου θέσεις εργασίας είναι πλέον αμέτρητες, ενώ οι κάτοχοί τους αμείβονται επειδή απλά και μόνον τις κατέχουν και όχι επειδή παράγουν κάποιο έργο μέσω αυτών. Προς επίρρωση, μάλιστα, αυτού τού παρασιτισμού, οι εν λόγω αμειβόμενοι και οι επαγγελματίες εργατοπατέρες τους έχουν μετονομάσει αυτή την «κατοχή» σε «κεκτημένο δικαίωμα», έχοντας το απύθμενο θράσος να θεωρούν δικαίωμά τους το να αμείβονται χωρίς να εργάζονται. Εάν, μάλιστα, λάβουμε υπ’ όψιν το γεγονός ότι οι παράσιτοι εξασθενούν οικονομικά το κρατικό ταμείο και εμποδίζουν, με την άσκοπη και ως εκ τούτου ενοχλητική παρουσία τους στον χώρο εργασίας, τους πραγματικά εργαζόμενους δημοσίους υπαλλήλους, τότε θα πρέπει να αντικαταστήσουμε τον όρο «παράνοια» με τον όρο «αυτοκτονική τάση».

Μία ιδιαίτερα προκλητική απόπειρα δικαιολόγησης αυτού τού φαινομένου πηγάζει και συντηρείται από εκείνα τα κέντρα, τα οποία επιθυμούν, προς ίδιον όφελος, να δουν την Πατρίδα μας να καταντά «σοβιετική δημοκρατία», σε μιά εποχή κατά την οποία ο κομμουνισμός, με όσα όργανα βασανισμού τον συνόδευαν κάποτε, όπως η απέραντη γραφειοκρατία, ο αδιάλειπτος κρατικός παρεμβατισμός σε κάθε τομέα τού βίου, η δημοσιοϋπαλληλοποίηση των πάντων, και άλλα δεινά, έχουν καταδικαστεί οριστικά από ολόκληρη την πολιτισμένη ανθρωπότητα. Στηριζόμενοι στον παθολογικό, πλέον, συναισθηματισμό των Νεοελλήνων και στην ύπουλα εξαπλωνόμενη ηττοπάθειά τους, οι μελιστάλακτοι ψευδοστοχαστές τού νεοκομμουνισμού, εραστές των σοβιετικών «κολχόζ» και «γκουλάγκ», συμπεραίνουν ανερυθρίαστα ότι «ο κοσμάκης δεν έχει άλλες επιλογές και κοιτάζει να τρυπώσει στο Δημόσιο γιά να σωθεί». Με άλλα λόγια, περισσότερο ξεκάθαρα: «ας κατασκευάσουμε μία πολυάριθμη κοινωνική τάξη δημοσίων υπαλλήλων, οι οποίοι θα υποκρίνονται ότι εργάζονται, ενώ το κράτος θα υποκρίνεται ότι τους αμείβει, και ας τους καθίσουμε ως επιστάτες ή δεσμοφύλακες επάνω στην ράχη των κατ’ ουσία εργαζομένων, τους οποίους θα ελέγχουν, θα τιμωρούν, θα φορολογούν και θα βασανίζουν με γραφειοκρατικές μεθόδους, απομυζώντας παράλληλα τον κόπο και τον ιδρώτα τους».

Η σταδιακή απόπειρα εφαρμογής αυτών των καταχθόνιων σχεδίων έχει στεφθεί αρκετές φορές από επιτυχία, αφού «συχνά η ανομία νικά τους νόμους» (Ευριπίδης, «Ιφιγένεια η εν Αυλίδι», 1095), αλλά η φιλελεύθερη ελληνική ιδιοσυγκρασία έχει, προς στιγμήν, κατορθώσει να αποτρέψει την οριστική επιβολή τους, στηριγμένη στις μόνες υγιείς βάσεις τού Ελληνισμού, που είναι η ελεύθερη σκέψη, η ελεύθερη αναζήτηση, η ελεύθερη εργασία και η δημιουργικότατη ιδιωτική πρωτοβουλία. «Αυτόν, που καταπονείται, τον βοηθά και ο Θεός» (Ευριπίδης, Αποσπάσματα). Εξάλλου, η κοινή λογική, που αργά ή γρήγορα θα επανέλθει στυγνή και ανελέητη στην ονειροπόλα καθημερινότητά μας, έχει αποδείξει ότι, εάν σε έναν χώρο εργασίας, όπως το ελληνικό Δημόσιο, στον οποίο κατέχουν θέσεις εργασίας πολύ περισσότεροι από τους αναγκαίους υπαλλήλους, όπως είναι οι εν Ελλάδι δημόσιοι υπάλληλοι, δεν παράγεται το αναμενόμενο έργο, όπως συμβαίνει στην Πατρίδα μας, η οποία στερείται, μεταξύ πολλών άλλων, αξιοπρεπούς δημόσιας Παιδείας και δημόσιας Υγείας, τότε είναι σαφές ότι ένα μεγάλο μέρος των εν λόγω αμειβομένων δεν είναι εργαζόμενοι, αφού δεν παράγουν έργο αντάξιο τού επικίνδυνα διογκωμένου αριθμού τους. Εξάλλου, «τα ψεύτικα λόγια δεν αποφέρουν καρπούς» (Σοφοκλής, Αποσπάσματα). Σε τι βαθμό αυταπάτης ή υποκρισίας ή πονηρίας θα πρέπει να έχει φτάσει ένας ανθρώπινος νους, ώστε να καταδεχτεί να υποστηρίξει ότι είναι απολύτως λογικό τέσσερις άνθρωποι να μην είναι σε θέση να παράγουν έργο τουλάχιστον ισάξιο προς το έργο που παράγουν αλλού μόνον δύο ή μόνον ένας άνθρωπος; Πώς να δεχτούμε το γεγονός ότι η Πατρίδα μας, η οποία επί δεκαετίες τρέφει εξωφρενικά υπεράριθμους δημοσίους υπαλλήλους, δεν έχει ακόμη κατορθώσει να κατασκευάσει μία ταχύτατη, αποτελεσματικότατη και υποδειγματική κρατική μηχανή; Μήπως μας απαντά ο Αισχύλος; «Σεβάσου τής Δικαιοσύνης τον βωμό και μην τον λακτίζεις με άθεο πόδι, γιά χάρη τού κέρδους, επειδή θα επέλθει η ποινή» (Αισχύλος, «Ευμενίδες», 539-541).

Η αλήθεια, την οποία συνηθίζουμε να ονομάζουμε «πικρή» όταν δεν μας αγγίζει, αλλά προσπαθούμε να «γλυκάνουμε» όταν χτυπήσει την εξώθυρά μας, είναι απλή: όταν ο εργαζόμενος πεινά τόσο, όσο και ο μη εργαζόμενος, τότε ο δεύτερος οφείλει είτε να εργαστεί είτε να πεινάσει περισσότερο, γιατί «είναι βαριά η οργή και η κραυγή τού λαού, και πάντοτε εκπληρώνεται η κατάρα των δημοκρατικών» (Αισχύλος, «Αγαμέμνων», 456-457). Εάν ακόμη διαθέτουμε έστω και λίγη από την φρόνηση και την αξιοπρέπεια, που κάποτε διέκριναν τον λαό μας, ας ακούσουμε τον λόγο τού Αριστοτέλη: «Και είναι φυσικό να ίσταται η πόλη πάνω από την οικογένεια ή από τον καθένα μας, γιατί το σύνολο βρίσκεται κατ’ ανάγκη πάνω από το μέρος και, εάν απονεκρωθεί το σύνολο, δεν υφίσταται ούτε πόδι ούτε χέρι, εκτός εάν ως χέρι εννοούμε το λίθινο» (Αριστοτέλης, «Πολιτικά», Α΄ 2).

Αρκετά «λίθινα χέρια» έχουν φυτρώσει στον κορμό τής Πατρίδας μας. Αρκετά «λίθινα χέρια» έχουν αρπάξει το ψωμί από τα ροζιασμένα, μαυρισμένα, κυρτωμένα, ιδρωμένα, σκισμένα, αλλά πάντως σάρκινα και ζωντανά και παραγωγικά χέρια τού Έλληνα εργαζόμενου, και κυρίως τού Έλληνα ιδιώτη. Η σιωπή είναι συνενοχή και «είναι χαρακτηριστικό δούλου να μην λέει κάποιος όσα φρονεί» (Ευριπίδης, «Φοίνισσαι», 392).

Πηγή.

http://eistorias.wordpress.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου