Σελίδες

Τρίτη 19 Ιουλίου 2011

Ἔχω ψηλώσει τώρα τελευταῖα!



(Το αναμεταδίδω ερωτώντας Σας: Για γέλια ή για κλάματα;;;)

π τν/τν Φιλονόη κ το Πόντου

Δν ξέρω πς γίνεται, λλ τώρα τελευταα χω ψηλώσει πάρα πολύ! Μ πάρα πάρα πολύ!

Φυσιολογικ τ ψος μου παψε ν λλάζ γύρω στ 17. μεινα στ 1,70 περίπου, να κανονικ τ δικά μου δεδομένα) ψος. Μάλλιστα, τ τελευταα χρόνια, λίγο τ διάφορα γεγονότα κα τ συναισθήματα πο γεννοσαν, λίγο τ βάρη τς ζως, λίγο λικία πο τρέχει…..νοιωθα πς τ 1,70 μειωνόταν σταδιακς.. Συρρίκνωσις λέγεται ατό ἐὰν δν τ ξέρετε.

Τώρα τελευταα μως κάτι χει συμβε. χω ψηλώσει πάρα πολύ! Δν ξέρω πς γίνεται κα πηγαίνω νάντια στος νόμους τς φύσεως… λλ γίνεται. Κάτι στ περπάτημά μου, κάτι στ βλέμμα μου, κάτι στν καθημερινότητά μου, κάτι στς νύκτες μου… Καθημερινς ψηλώνω κα περισσότερο.

Δν ξέρω πο θ καταλήξω. Ασθάνομαι σν να παιδ πο π τέλους νακαλύπτει τν θέσι του μέσα στος νήλικες. κόμη καλλίτερα, σν νας σκλβος πο π τέλους πέταξε τς λυσίδες του….

Κάτι περίεργα πράγματα πο συμβαίνουν μως στν κόσμο. λοι κα λα γύρω μου μαζεύονται, μικραίνουν, χάνονται. Ο πολιτικοί μας, ο κομματρχες μας, τ βολεμένα μας, ο δυνάμεις καταστολς πο χρησιμοποιον, κάποιοι γνωστοί μου κα φίλοι μου πο δν θέλουν ν ξεκολλήσουν π τν μιζέρια κα τν φόβο τους, τ λλαδοξεφτιλιστάν… λα γύρω μου μικραίνουν, μειώνονται, συρρικνώνονται, χάνονται, σβήνουν, τελειώνουν…. Κι γ μεγαλώνω, ψηλώνω, μορφαίνω… Περίεργα πράγματα.. Πολ περίεργα… φύσικα θ λεγαν κάποιοι….

Κα ποιά εναι μεγάλη ερωνία;

κόμη ερίσκομαι μέσα σ να μεγλο κουτί. Μίαν ερκτή! Μίαν νήλιαγη φυλακή. Λογικ, πάντα μ βάσι τν κοινή λογική, εναι δύνατον ν βγ π κε μέσα! Δν γίνεται! τσι λένε λοι! Δν γίνεται λένε ν βγ π τν φυλακή μου παρ μόνον μ ντικλείδι! τσι λένε! τσι πιστεύουν!

Ατ φυλακ μως, μικραίνει πίσης, πως λα τ λλα γύρω μου. Κάποιαν στιγμή, πο θ μ πλακώσ κα θ μ σκάσ κα θ μ λιώσ, πο θ σπάσ. Κι γ ψηλώνω, μεγαλώνω κι μορφαίνω κάθε στιγμή! Κα φυλακή στενεύει κάθε στιγμή!

ρχίζω κα δυσφορ! Δν χωράω λλο μέσα σ ατ τ κουτί! Δν θ ντέξω γι πολύ!

Κι μως, μαζ μ τ ψος, τώρα τελευταα χω ποκτήσει μίαν περίεργη δύναμι. Πο κι ατ μεγαλώνει κάθε στιγμή! Μεγαλώνει, μεγαλώνει, μεγαλώνει… Πιάνω τν πέτρα κα τν στύβω. Τ δοκίμασα. Τν στύβω, σς δίδω τν λόγο μου!

Δν ξέρω π πο πηγάζει λη ατ δύναμις. Εναι κι ατ παράλογη κα καταρρίπτει λους τος φυσικος νόμους! Δν δείχνει ν χ φανερ ατία. Τς νύκτες μως στ νειρα μου χω περιέργους πισκέπτες. Πολ περιέργους.

Τν πρώτη νύκτα φθασε Προμηθεύς. Τν γνώρισα π τ αματα πο σταζαν π τ συκώτι του. Μ κύτταξε σια στ μάτια κα μο πιασε τ χέρι. Τ κράτησε σφικτ κα κάτι ψιθύρισε, πο μως δν κουσα. Χαμογελοσε διαρκς. δειχνε ετυχισμένος πο ταν κε μαζί μου. Το δειξα τν βρχο γι ν κάτσ λλ δν θελε. (Ξέχασα ν σς π τι στ νειρά μου χω ναν μεγάλο βρχο, σν θρόνο, πο κε κάθομαι κι γναντεύω. λοι ο καλο χωρον ν κάτσουν πλάι μου.) Κάποιαν στιγμ, πάντα χαμογελαστός, ξεκίνησε ν φύγ. πως τράβηξε τ χέρι του νεκάλυψα μίαν μικρ φωτειν σφαίρα μέσα στ δικό μου.

Λίγες νύκτες ργότερα φθασε ρακλς! Στν ρχ τρόμαξα. λλ ταν τν γνώρισα μαλάκωσα. κατσε πλάι μου!Δν επε πολλά! Μόνον γι τ σταυροδρόμι του μίλησε. ταν σηκώθηκε γι ν φύγ μο φησε τν λεοντή του. Ξαφνιάστηκα. Χαμογέλασε κι φυγε. π μακριά τν κουσα ν φωνάζ: «θ σο δίδ δύναμι λέοντος»… Κα χάθηκε!

Δύο νύκτες ργότερα κατέφθασε Θησεύς! Κι ατς δν επε πολλά. κατσε τν περισσότερη ρα κα δν μίλαγε. Μο διηγήθηκε μως τος θλους του κα δίως τν περιπέτειά του στν Κρήτη μ τν Μινώταυρο. Μο χάρισε τ σανδάλια του, ατ το Αγαίως. Κα μετ χάθηκε κι ατός! π μακρι μο φώναξε «ν θυμηθς ν λλάξς τ πανιά!» Δν κατάλαβα μως τί ννοοσε.

Μετ κατέφθασε Μιλτιάδης. Μαγικός! Κι ατς δν επε πολλά, παρ μόνον ατό: «ἐὰν μίαν φορ νενικήκαμεν, πάντα μπορομε ν νικομε!» Ξεκίνησα ν ρθρώσ ρωτήσεις μ εχε δη χαθε. Στν θέσι του βρκα μόνον μία στραφτερ πανοπλία, κείνην πο φόραγε ταν φθασε, μαζί μ να μικρ γχειρίδιο. Πολ μικρό, σχεδν σν σουγιά.

Τν πομένη λθε Λεωνίδας. Κουβέντα δν το πρα. Οτε καλοεδα τ προσωπό του. ταν σηκώθηκε ν φύγ μόνον μίλησε: «κρατ κόμη στς Θερμοπλες. Δυνάμωσε!» Κα στερα χάθηκε. Πρν χαθ μο φησε μίαν σπίδα. ταν σήκωτη λλ σ πειθε πς μποροσε ν προστατεύσ ναν πολεμιστή.

Λίγες νύκτες ργότερα κατέφθασε Θεμιστοκλς. Δν ταν διαιτέρως ψηλός, λλ ταν πανέμορφος μέσα στν στραφτερή του πανοπλία. Καμάρωνα πο τν εχα δίπλα μου. ρχισε ν μο μιλ γι τν θήνα. Γι τ «κόλπα» του πρ κειμένου ν μπορέσ ν πείσ τος συμπατριτες του ν τν κολουθήσουν. Μαγεύτηκα! ρκετν ρα ργότερα σηκώθηκε κα μο επε πς πρέπει ν πά ν κερδίσ μίαν ναυμαχία. Χαμογέλασα. Πρν φύγ μως, βγαλε τν περικεφαλαία του κα τν φησε πλάι μου. τσι πως ταν στραφτερ μ θάμπωσε!

Κάθε νύκτα νας πρόγονος φήνει τν συχία του κα μο ρχεται γι παρέα. Κάθε πρωΐ ερισκα δίπλα μου τ δρο πο μο φησε. χω γεμίσει τν ζωή μου μ τ δρα τους. λλ δν τελείωσαν κε ο πισκέψεις…..

Πρ μερικν βδομάδων μο λθε Νικηταρς. Θολ τ βλέμμα του, λίγο δακρυσμένο, κρατοσε κι να αβδί θεόστραβο, κατσε πλάι μου, μο κράτησε γι λίγο τ χέρι, κούνησε τ κεφάλι σκεπτικός… Ξάφνου, βγάζει τν Νικαταραίικη σπάθα κα μο τν κουμπ στ πόδια. «Πρε», μο λέει. «Κόβει Περσιάνους ατ σπάθα… Κόβει καλά!» Μετ π λίγο χάθηκε… Μ σν π μακρι ν κουσα τν φωνή του λίγο ργότερα…. «κα τος Μαυροκορδάτους κόβει σπάθα»…. Ξύπνησα κα βρκα μίαν σπάθα στ πόδια το κρεββατιο μου.


Λίγες νύκτες ργότερα, κατέφθασε Γέρος. Ατς δν ταν μόνος του! Εχε μαζί του πολλούς. Μαζί του κι Πλαπούτας κα δεκάδες παλληκάρια. λοι ο λλοι κατσαν παράμερα, Γέρος πλάι μου κι Πλαπούτας ρθός δίπλα του. Κι ατο δν μιλοσαν. Κάποιαν στιγμή Γέρος μο χάιδεψε τ μαλλιά. Τρυφερ τ χάδι του, ν κα τ χέρι γριεμένο. Τν ρα πο κίνησε ν φύγ, βγάζει π τ σελάχι του δύο κουμπούρια κα τ κουμπ κε πο καθόταν. «Ατ σκοτώνουν τος μουχαμέτηδες» μο επε. Τν κύτταξα παραξενεμένη. Εχα δη μίαν σπάθα, μίαν λεοντή, μίαν πανοπλία, να γχειρίδιο, μίαν περικεφαλαία, κάτι πέδιλα κα μίαν φωτειν σφαίρα… Τί ν τ κάνω κα τ κουμπούρια; Τότε μίλησε Πλαπούτας: «Ολους τος βασιλες, τος ντιβασιλες κα τος παρατρεχαμένους τους ν τος πετάξετε ξω! Κανέναν μήν φήκετε! Κανέναν!! Ολους ξω!!!» Τότε πρε τν λόγο Γέρος: «Φωτι κα τσεκούρι σ Νενέκους, προσκυνημένους κα πουλημένους! Μ φήκετε τίποτα ρθιο! Μ τ αμα τους θ ξεπλύνουν τ αμα κάθε θώου! Κα μν σ νοιάζ φυλακή σου. δική μου ταν μικρότερη κα μίκραινε πι γρήγορα π τν δική σου. λλ δν ξερα τν τρόπο ν μεγαλώσω κα ν τν σπάσω. σ θ τν μάθς!» Μόλις λίγο πεμακρύνθησαν, στρέφει Γέρος κα μο λέει: «Θ τν σπάσς τν φυλακή. Μν παρακαλέσς κανέναν! Γεννήθηκες λεύθερη!»

Τώρα λοιπν πο διαρκς ψηλώνω κα δυναμώνω, μ τόσα πλα γύρω π τ κρεββάτι μου, μ μίαν φυλακ πο διαρκς μικραίνει, μ να σμα πο γιγαντώνεται, νομίζω πς ρχίζω ν καταλαβαίνω κάτι… Τν δύναμι μο τν δίδουν ο πισκέπτες μου. φύσικα πράγματα, λλ ληθινά!


Ξέχασα ν σς π μως κάτι.

Τς πρ λλες εχε λθει Καραϊσκάκης. Μπαρουτοκαπνισμένος, μαυριδερός κα πολ θυμωμένος. Μ κύτταξε βαθι μέσα στ μάτια, μο χαμογέλασε, μο κλεισε τ μάτι κα κίνησε ν φύγ. Δν μο φησε τίποτα. Ξάφνου σταμάτησε, στρεψε τ κεφάλι λίγο κα μο επε:

«γαμστε τους»!!!

Φιλονόη.

Υ.Γ. Τ δικά σας δρα τ πήρατε;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου