O ΚΛΗΡΟΣ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ
Σε μιά αναμέτρηση λοιπόν και αντιπαράταξη θυσιαστικά δύο θρησκειών και δυό κόσμων οι Ορθόδοξοι Έλληνες κληρικοί και μάλιστα οι αρχιερείς όχι μόνο δεν αντέδρασαν ούτε χλεύασαν τον αγώνα, αλλ’ όπως είναι φυσικό και αυτονόητο. υπήρξαν οι φυσικοί ταγοί και ηγέτες, τού αγωνιζομένου λαού.
Πραγματικοί μπροστάρηδες, πού, σαν άλλοι Μωυσείς ανέλαβαν να οδηγήσουν το λαό από τη σκλαβιά στην ελευθερία με κάθε προσωπική τους θυσία.
Το ράσο όλων των κληρικών, από τού ασημότερου καλόγερου μέχρι του πολιουσεβάσμιου και άγιου Πατριάρχη, μεταβλήθηκε σε φλάμπουρο, πού ηλέκτριζε και πύρωνε τα πνεύματα των αγωνιζομένων Ελλήνων.
Η συμμετοχή των κληρικών, και μάλιστα των αρχιερέων, ήταν τόσο φυσική και τόσο αυτονόητη και απαραίτητη, ώστε όχι μόνο να συμπαρίστανται σε κάθε αγωνιστική προσπάθεια αλλά να θεωρούνται «εκ των ων ούκ άνευ», μιά και οι Έλληνες δεν επιχειρούσαν τίποτε, εάν προηγουμένως δεν έβλεπαν τούς ρασοφόρους να τούς ευλογούν, με τούς σταυρούς και τα ιερά τους άμφια, και να τούς οδηγούν στο καθήκον.
Ενδεικτικό του πόσο πολύ υπολόγιζαν όλοι οι Έλληνες (διοικούντες και λαός) τότε την παρουσία των αρχιερέων στις πολεμικές συρράξεις είναι και ένα έγγραφο τής προσωρινής Ελληνικής κυβερνήσεως κατά το Μάϊο του 1825, με το οποίο, μπροστά στον κίνδυνο τής προελάσεως του Ιμπραήμ, έδωσε εντολή στους αρχιερείς, πού βρισκόταν στο Μωριά: Κομάνων Αγαθάγγελο, Παροναξίας Ιερόθεο, Φαρσάλων Γεράσιμο, Τριπόλεως Δανιήλ και Ρέοντος και Πραστού Διονύσιο, «να κινηθώσι όσον τάχος» για να περιέρχονται τις επαρχίες Άργους, Τριπολιτζάς, Βοστίτζης (Αιγίου), Πατρών, Λεονταρίου και Μεσσήνης και να κηρύσσουν το τής εθνεγερσίας σάλπισμα, προτρέποντας τούς χριστιανούς σε γενική εξέγερση κατά του τυράννου κατακτητού «διά να συντρέξουν εις την ταχείαν ξεκίνησιν των στρατευμάτων».
Κατά συνέπεια δεν πρέπει να θεωρείται υπερβολική ή κρίση ότι «άνευ τής συμμετοχής, τής συμπαραστάσεως και τής συμπράξεως τού ιερού κλήρου δεν θα ευωδούντο τα τού ιερού αγώνος».
Ο Φωτάκος, δίδοντας το μέτρο τής εκτιμήσεως και τού σεβασμού των τότε Ελλήνων στους ρασοφόρους, χαρακτηρίζει τον κλήρο «θεόπεμπτο και σεβάσμιο» και επιλέγει «εις την επανάστασιν πρώτος ό κλήρος εφάνη εις τον αγώνα με τον σταυρόν και με τη σπάθην εις τας χείρας».
Σε άλλο πάλι σημείο των απομνημονευμάτων του (ως να διαισθάνθηκε ότι θα εγερθούν άνδρες, πού θα ισχυρισθούν ότι οι αρχιερείς διά τής βίας σύρθηκαν στον αγώνα) τονίζει εμφαντικά και απερίφραστα:
«Οι αρχιερείς της και άπας ό λοιπός κλήρος...αυθόρμητος εκινήθη. . .και πρώτος έλαβε τα όπλα».
Αναγνωρίζοντας δε την αμέριστη συμμετοχή και συνδρομή των κληρικών στους αγώνες τού 1821 αναφωνεί: «Ευτυχισμένη ήταν ή ημέρα τής επαναστάσεως τής ελληνικής φυλής, διότι και τότε και προ χρόνων ακόμη το έθνος είχε και τον θεόπεμπτον και σεβάσμιον κλήρον ως οδηγόν του... Ο Κλήρος παρουσιάσθη εμπρός με τον σταυρόν και με το όπλον εις τας χείρας, έβαλε την φωνήν εκ μέρους τής θρησκείας και έδωκε το σύνθημα «πατρίς και θρησκεία».. .εσυμβούλευσε, ευλόγησε, αγίασε τα όπλα, ύψωσε την σημαίαν τού σταυρού… Έκαστος δε κληρικός επήρε πλέον ως έργον τού πολέμου να παρευρίσκεται παντού εις τα στρατόπεδα και εις τα φροντιστήρια διά να ετοιμάζη τα πολεμοφόδια και τας τροφάς, όχι μόνον δι’ ιδίων εξόδων και θυσιών αλλά και με τα ίδιά του τα χέρια, άλλοι δε εξ αυτών να πολεμούν τον εχθρόν τής πίστεως και τής πατρίδος, μαζύ με τούς στρατιώτας και άλλοι πάλιν να στέκωνται έμπροσθεν τού Υψίστου και να επικαλούνται την εξ ύψους βοήθειαν. . . Ούτως δε ενεργείται ή Ελληνική επανάστασις από όλας τας τάξεις των κληρικών, των αρχιερέων δηλαδή, των ιερέων και των μοναχών των μοναζόντων εις τα ιερά καταγώγια, τα οποία έγιναν κοινά διά την ελευθερίαν την εθνικήν».
Τέλος ή επιτροπή πού συστήθηκε (1833) από τον Όθωνα (μεταξύ των οποίων ό Σπ. Τρικούπης, ό Π. Νοταράς και ό Σκαρλ. Βυζάντιος) για τα Εκκλησιαστικά πράγματα τής Ελλάδος, έγραψε στην έκθεσή της:
«Πρώτοι οι ιερείς τού Υψίστου έκλιναν ούς ευήκοον εις την φωνήν τής ελευθερίας και περιζωσάμενοι μετά τής νοητής ρομφαίας τού Ευαγγελικού λόγου το ξίφος τού Άρεως, διέπρεψαν πολλαχώς εις τον Ελληνικόν αγώνα. Και τα ονόματα των εν Κωνσταντινουπόλει αθλησάντων Αρχιερέων θέλουν στολίζει διά παντός τας πρώτας σελίδας τής νεωτέρας Ελληνικής ιστορίας».
Και μόνο με τα παραπάνω κείμενα θα έπρεπε να σιγήσει κάθε αντίρρηση και αντίλογος για τη συμπεριφορά τού κλήρου και μάλιστα των αρχιερέων κατά το 1821. Επειδή όμως πιθανώς να υπάρχουν έστω μερικοί πού θα επιμένουν να αμφισβητούν τις μαρτυρίες εκείνων των αυτοπτών και συν-αγωνιστών των ιεραρχών και επειδή είναι γεγονός ότι δεν φωτίσθηκε ακόμα επαρκώς ή πτυχή τής συνεισφοράς των αρχιερέων στην παλιγγενεσία τού 1821 θα καταβληθεί προσπάθεια να έλθουν στο φως ορισμένες τουλάχιστον ενέργειες και δραστηριότητες των τότε αρχιερέων, όσες δηλ. ή σμίλη τής ιστορίας κατόρθωσε να περισώσει μέσα από το χαλασμό και την ερήμωση εκείνων των χρόνων, μιά και είναι αδύνατον να περιγραφεί αναλυτικά ή όλη προσφορά αυτών «λόγω ποικιλίας και πυκνότητος μαχητικής αλλά και εξειδικευμένης προσφοράς».
ΑΡΧΙΕΡΕΙΣ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΤΟΥ 1821
Είναι γνωστόν αλήθεια ότι οι μύδροι των επικριτών δε στρέφονται γενικά κατά τού κλήρου αλλά κυρίως κατά των αρχιερέων ή γενικά κατά τού «ανωτέρου κλήρου». Σε πολλές μάλιστα περιπτώσεις γίνεται αντιδιαστολή ότι ενώ ό κατώτερος κλήρος (εννοώντας τούς ιερείς) συμμετέσχε και συνέπραξε «σύξυλος» στον αγώνα, ό ανώτερος κλήρος και μάλιστα οι αρχιερείς ήταν εκείνοι πού αντέδρασαν και αντιτάχθηκαν σ’ αυτόν.
Για να υποστηρίξουν δε τις απόψεις και ισχυρισμούς τους οι επικριτές επικαλούνται πραγματικά περιστατικά και λόγους των ιδίων των ιεραρχών, πού μαρτυρούν ότι μεμονωμένα ό α’ ή β’ ιεράρχης, ή μερικοί τουλάχιστον από αυτούς, έδειχναν να δυσπιστούν και να αμφιβάλλουν για τη δυνατότητα επιτυχίας ενός τέτοιου εγχειρήματος, όπως ό γενικός ξεσηκωμός τού γένους, ενώ για άλλους ότι έφθαναν να αντιδρούν και να φαίνονται ότι τάσσονται στο πλευρό των Τούρκων. Αναφέρονται ακόμα και ορισμένες αδυναμίες ή και πάθη των ιεραρχών, πού τα προβάλλουν ως βδεληρά και αποτρόπαια, ξεχνώντας ότι και οι αρχιερείς είχαν σώμα και ήταν άνθρωποι σαν όλους τούς άλλους συγχρόνους τους ή και σαν και εμάς σήμερα με τις μικροεπιθυμίες, φιλοδοξίες, όνειρα, εγωισμούς κ.λπ. και επομένως θα πρέπει να τούς βλέπουμε - όσο κι’ αν ήταν οι κατά τόπους κεφαλές τής Εκκλησίας και «εις τύπον Θεού» - ως ανθρώπους και όχι ως αγγέλους.
Ξεπερνώντας λοιπόν τις ενδεχόμενες και αναγνωριζόμενες ανθρώπινες αδυναμίες, πού τούς καταμαρτυρούν, θα πρέπει να αναζητήσουμε να δούμε εάν τελικά κατόρθωσαν να αρθούν στο ύψος των τότε περιστάσεων και να προσφέρουν θετικό έργο στην υπόθεση τού 1821.
Επιχειρώντας μάλιστα να διερευνήσουμε τα μύχια των ανθρώπων εκείνων και να τούς ηθογραφήσουμε καλό είναι να μη μένουμε στα λόγια ή τις ενέργειες κάποιας οποιασδήποτε στιγμής τους αλλά να αναζητούμε τις οριακές στιγμές τής πολιτείας τους, και μάλιστα τού τέλους τους, γιατί, όπως έγραψε και ό Θουκυδίδης, «προς το τελευταίον εκβάν έκαστον των πριν υπαρξάντων κρίνεται», και ανάλογα να τούς μακαρίσουμε ή να τούς κατακρίνουμε, κατά το απόφθεγμα τού Σόλωνος «μηδένα πρό τού τέλους μακάριζε» (αλλά και κατάκρινε).
Πόσο κοντά λοιπόν στην αλήθεια είναι ό ισχυρισμός των επικριτών ότι αντέδρασαν οι αρχιερείς στο 1821; Ήταν στα αλήθεια εναντίον τής αποτινάξεως τού τουρκικού ζυγού ή όχι; Αλλά και εάν δεν αντέδρασαν ποια ή συμμετοχή τους στο έπος τού 1821; Ποια ή θετική και αδιαμφισβήτητη συνεισφορά τους στην παλιγγενεσία των Ελλήνων;
Το ερώτημα αυτό θα επιχειρηθεί να διερευνηθεί και να απαντηθεί. Ποιο συγκεκριμένα θα αναζητηθούν στοιχεία και μαρτυρίες για το πόσοι και ποιοι από τούς αρχιερείς συμμετέσχαν, αυτόβουλοι και απρόσκλητοι, ενεργά και δραστήρια στον αγώνα. Πόσοι και ποιοι πήραν στο ένα χέρι το Σταυρό και στο άλλο το γιαταγάνι. Πόσοι εγκατέλειψαν τις πατερίτσες για τα καρυοφύλλια, τούς θρόνους για τα μετερίζια και τα ταμπούρια, την επισκοπή για την ελευθερία.
Ποιοι πάλι δοκιμάσθηκαν σαν αληθινοί ποιμένες χάρη τού λαού στα ανήλια, υγρά, θεοσκότεινα, δυσώδη και φοβερά μπουντρούμια των τουρκικών φυλακών όπου επί μέρες και μήνες ή χρόνια καθημερινά δοκίμαζαν τα πάνδεινα βασανιστήρια και φρικτές στερήσεις.
Τέλος ποιοι έδωσαν και την τελευταία τους πνοή, ώστε το όραμα τόσων γενεών να θεμελιωθεί και στοιχειωθεί επάνω στα λιπόσαρκα, αιμάσσοντα και ασπαίροντα κορμιά- σκέλεθρά τους, ώστε από τα κατ’ εξοχήν ιερά τους κόκκαλα να εξανθίσει ό κάλλιστος σπόρος και καρπός τής ελευθερίας.
Έτσι π.χ. ό Σκαρίμπας, αν και ισχυρίζεται ότι όλοι οι ιεράρχες χλεύασαν και αντέδρασαν στο 21, τελικά φθάνει να παραδεχθεί ότι, έστω, μόνον οι αρχιερείς Σαλώνων Ησαΐας, Μεθώνης Γρηγόριος και Ρωγών Ιωσήφ υπήρξαν εκείνοι, πού με τη θέληση τους συμμετέσχαν στον αγώνα και έδωσαν και τη ζωή τους σ’ αυτόν.
Άλλοι όμως ερευνητές δέχονται ότι ό αριθμός των αρχιερέων πού συμετέσχαν με τον α’ ή β’ τρόπο στους αγώνες τού 1821 και πρόσφεραν και τη ζωή τους ή βασανίσθηκαν και δοκιμάσθηκαν από τούς δυνάστες σ’ αυτόν τον ιερό πόλεμο είναι πολλαπλάσιοι.
Αλλά και αυτοί πού υπεραμύνονται τής προσφοράς των αρχιερέων δυστυχώς δεν αναφέρουν επώνυμα και συγκεκριμένα παρά μόνο ελάχιστα ονόματα αρχιερέων, συνήθως τα ίδια και τα ίδια, πού επαναλαμβάνονται από όλους τούς μελετητές και συγγραφείς, ως απόδειξη τής συμπράξεως των αρχιερέων στην παλιγγενεσία.
Έτσι συνήθως αναφέρονται τα ονόματα τού Πατριάρχου Γρηγορίου και των αρχιερέων Αδριανουπόλεως Δωροθέου, Εφέσου Διονυσίου, Δέρκων Γρηγορίου, Αγχιάλου Ευγενίου, Π. Πατρών Γερμανού, Χριστιανουπόλεως Γερμανού, Δημητσάνης Φιλοθέου, Σαλώνων Ησαΐα, Ρωγών Ιωσήφ, Μεθώνης Γρηγορίου, Κορώνης Γρηγορίου, Κύπρου Κυπριανού, Κρήτης Γερασίμου, Έλους Ανθίμου, Ταλαντίου Νεοφύτου, και, κατά περίπτωση, μερικών άλλων, ωσάν μόνον αυτοί να ήταν οι αρχιερείς πού πήραν μέρος στους αγώνες του Έθνους.
Αλλ’ όπως είναι ευνόητο, εάν πραγματικά μόνον οι παραπάνω αρχιερείς ήταν εκείνοι πού πήραν μέρος στον αγώνα, όσο κι’ αν, συγκρινόμενοι με τούς 2-3 τού Σκαρίμπα, θεωρούνται πολλαπλάσιοι, εν τούτοις αν ήθελαν συγκριθεί με τούς 190 ή έστω 200 αρχιερείς πού υπήρχαν σ’ ολόκληρη την Οθωμανική αυτοκρατορία θα πρέπει να ομολογηθεί ότι αποτελούν περιορισμένη μειοψηφία, και φαίνεται να δικαιώνονται σε αρκετά υψηλό βαθμό οι επικριτές των.
Φαίνεται όμως ότι ό αριθμός των αρχιερέων πού έλαβε μέρος στην Επανάσταση και θυσιάσθηκε σ’ αυτήν πρέπει να είναι μεγαλύτερος, γιατί διαφορετικά δε θα μπορούσε ή επί των εκκλησιαστικών επιτροπή τού Όθωνα να γράψει το 1833, οπόταν δηλ. ακόμα ήταν νωπές οι μνήμες, ότι «Εν διαστήματι τής επαναστάσεως, πολλαί των επαρχιών τής Ελλάδος εστερήθησαν τούς Αρχιερείς τους, θυσιασθέντας τούς περισσοτέρους εις τούς υπέρ της πατρίδος αγώνας». Όπως δε συνάγεται και από άλλα σημεία τής ίδιας εκθέσεως από τούς 49 αρχιερείς, πού ποίμαιναν επί Τουρκοκρατίας «τας ήδη συγκροτούσας το Βασίλειον τής Ελλάδος επαρχίας» μόνον 22 αρχιερείς «επέζησαν εις τας άχρι τούδε πολιτικάς μεταβολάς αυτού τού τόπου», πράγμα βέβαια πού σημαίνει ότι οι άλλοι 27, πού πραγματικά ήταν και οι περισσότεροι, «θυσιάσθηκαν» κατά τη διάρκεια τού ιερού αγώνα.
Για το λόγο αυτό θα επιχειρηθεί μιά ενδελεχέστερη διερεύνηση τού όλου θέματος για τη στάση και συμπεριφορά αν όχι τού συνόλου των αρχιερέων (γιατί, δυστυχώς, δεν υπάρχουν στοιχεία για όλους) οπωσδήποτε όμως τής συντριπτικής πλειονότητας αυτών. Να διαπιστωθεί επί τέλους εάν οι αρχιερείς έλαβαν θετική ή αρνητική στάση στην επανάσταση, κατά πόσο δηλ. την χλεύασαν ή την καταπολέμησαν, όπως διατείνονται οι επικριτές τους, ή την υπερασπίσθηκαν και την υπηρέτησαν με λόγια, έργα, όπλα, μαρτύρια ή και τη ζωή τους.
Για το λόγο αυτό και προκειμένου να είναι πιο συστηματική και μεθοδική ή διερεύνηση τής στάσεως και προσφοράς των αρχιερέων στο 21 θα επιχειρηθεί ή παρουσίαση αυτών ταξινομημένη κατά την εξής σειρά:
α) Αγωνιστές Ιεράρχες 1) τής Πελοποννήσου, Στερεάς Ελλάδος και των νησιών τού Αιγαίου Πελάγους και 2) των υπολοίπων περιοχών τού Ελληνισμού, οι οποίοι εγκατέλειψαν τις επαρχίες και θέσεις τους, για να συμπράξουν και αυτοί στους αγώνες τού Έθνους.
β) Αρχιερείς πού φυλακίσθηκαν, βασανίσθηκαν, εξορίσθηκαν και γενικά κακοπάθησαν ή αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν τις επαρχίες τους επειδή θεωρήθηκαν ότι συνεργούσαν στην παλιγγενεσία τού Γένους και
γ) Αρχιερείς πού θυσιάσθηκαν, ως ολοκαυτώματα, στο βωμό τής ελευθερίας τού Γένους.
Α’ ΑΡΧΙΕΡΕΙΣ ΑΓΩΝΙΣΤΕΣ
Όπως τονίσθηκε και προηγουμένως οι Έλληνες Ορθόδοξοι κληρικοί και μάλιστα οι κατά τόπους αρχιερείς στη συντριπτική τους πλειονότητα δέχθηκαν με νεανική αδημονία το μεσσιανικό μήνυμα τής απολυτρώσεως τού δούλου γένους, πού, ως άγγελοι τής σωτηρίας τού Έθνους, ευαγγελίζονταν οι Φιλικοί και με Συμεωνική εγκαρτέρηση και ελπίδα προσδοκούσαν την ευλογημένη ώρα. Βέβαια ως υπεύθυνοι ταγοί τού γένους έπρεπε να είναι μέχρι παρεξηγήσεως αυτοσυγκρατημένοι και προσεκτικοί, «φρόνιμοι» και επιφυλακτικοί, προσποιητοί κόλακες με ευλύγιστη μέση και απλόχερη γενναιοδωρία προς τούς «κρατούντας», προς δε ελεγκτικοί και επιτιμητικοί προς τυχόν θερμοαίμους και ανυπόμονους πατριώτες και ταυτόχρονα ειδήμονες, δραστήριοι και άγρυπνοι «φιλογενείς».
Όταν όμως ήχησαν οι σάλπιγγες τής ελευθερίας και σήμαναν τής ανάστασης οι καμπάνες, οι αρχιερείς εγκατέλειψαν τα προσχήματα και τα κατά συνθήκη μειδιάματα ή προσκυνήματα προς τούς αλλοθρήσκους και αλλογενείς δυνάστες τού γένους και έδειξαν τον πραγματικό τους εαυτό οπουδήποτε και αν υπηρετούσαν. Τα σκουλήκια μεταμορφώθηκαν σε σταυραετούς.
Ως ένας άνθρωπος συνεγέρθηκαν χωρίς αμφιταλαντεύσεις και αμφιγνωμίες και όχι απλώς συντάχθηκαν αλλά προ-τάχθηκαν των αγωνιζομένων Ελλήνων. Έτσι μαρτυρούνται να συμμετέχουν από την πρώτη στιγμή τού ένοπλου πλέον αγώνα ενεργά και δραστήρια σχεδόν όλοι τους. Άλλοτε μέσα στις εκκλησιές με το λόγο, το κήρυγμα, τις ευχές, τις παροτρύνσεις ή τις απειλές για να ενθαρρύνουν και ξεσηκώσουν τούς δειλούς και αμφιταλαντευομένους και άλλοτε στα στρατόπεδα και τα πεδία των μαχών με τις συνταλαιπωρίες, τις πείνες, τις αγρύπνιες, τις συγκατακλείσεις στα ταμπούρια και την κοινή τύχη στις πολεμικές συρράξεις. Κοντά σ’ αυτά αναδείχθηκαν οι ένθερμοι και ειλικρινείς προασπιστές τού λαού στις εθνοσυνελεύσεις ή οι κατ’ έξοχή άξιοι αντιπρόσωποι τού έθνους στις διάφορες Ευρωπαϊκές συσκέψεις ή κυβερνήσεις.
Πιο συγκεκριμένα αναφέρονται να έλαβαν ενεργό μέρος στον αγώνα:
Α’ Από τούς αρχιερείς τής Πελοποννήσου οι:
1) Παλ. Πατρών Γερμανός
2) Ρέοντος και Πραστού Διονύσιος
3) Δαμαλών Ιωνάς
4) Έλους Άνθιμος
5) Κερνίτσης Προκόπιος
6) Κορίνθου Κύριλλος
7) Ανδρούσης Ιωσήφ
8) Τριπολιτζάς Δανιήλ
9) Βρεσθένης Θεοδώρητος
10) Λακεδαιμονίας Χρύσανθος
11) πρ. Τριπολιτζάς Διονύσιος
12) Μαΐνης Νεόφυτος
13) Μαΐνης Ιωσήφ
14) Μαλτζίνης Ιωακείμ
15) Χαριουπόλεως Βησσαρίων
16) Ζαρνάτας Γαβριήλ
17) Ανδρουβίτσας Θεόκλητος
18) Πλάτζης Ιερεμίας
19) Καρυουπόλεως Κύριλλος
20) Μηλέας Ιωσήφ
Β’ Από τούς αρχιερείς της Στερεάς Ελλάδος οι:
21) Αθηνών Διονύσιος
22) Ταλαντίου Νεόφυτος
23) Λιτζάς και Αγράφων Δοσίθεος
24) Θηβών Παΐσιος
25) Λοιδωρικίου Ιωαννίκιος
26) Μενδενίστης Γρηγόριος
27) Μενδενίτσης Διονύσιος
Γ’ Από τούς αρχιερείς των Νήσων Αιγαίου Πελάγους οι:
28) Καρύστου Νεόφυτος
29) Παροναξίας Ιερόθεος
30) Σάμου Κύριλλος
31) Χίου Δανιήλ
32) Σκιάθου και Σκοπέλου Ευγένιος
33) Σκύρου Γρηγόριος
34) Αιγίνης, Πόρου και Ύδρας Γεράσιμος
35) Άνδρου Διονύσιος
36) Τζιάς και Θερμίων Νικόδημος
Για όλους τού παραπάνω αρχιερείς όμως ό δύσπιστος επικριτής θα μπορούσε να αντιτείνει ότι όλοι αυτοί, ή, έστω οι περισσότεροι από αυτούς, ξεσηκώθηκαν στην επανάσταση κάτω από το ζορμπαλίκι των ελληνικών γιαταγανιών. Αν είναι δυνατόν! Αλλά και εάν υποτεθεί ότι αυτή είναι ή αλήθεια, τι θα μπορούσε να ισχυρισθεί για ένα άλλο νέφος αρχιερέων, πού επειδή στις επαρχίες τους δεν είχε εκδηλωθεί ή δε μπόρεσε να ευδοκιμήσει ή επανάσταση, δε δίστασαν να εγκαταλείψουν τούς θρόνους και τις τιμές για να σπεύσουν αυτόκλητοι, όπου υπήρχαν επαναστατικές εστίες και μάλιστα προς την αγωνιζομένη νότια Ελλάδα για να συμμετάσχουν στον αγώνα προς αποτίναξη τού Οθωμανικού ζυγού;
Έτσι βλέπουμε να σπεύδουν προς τις επαναστατημένες περιοχές αρχιερείς από διάφορα μέρη και με τον α’ ή β’ τρόπο να συμπράττουν και αυτοί για τον κοινό σκοπό.
Πιο συγκεκριμένα:
Α’ Από τη Θεσσαλία σπεύδουν οι:
37) Πρ. Λαρίσης Κύριλλος
38) Δημητριάδος Αθανάσιος
39) Δημητριάδος Παρθένιος
40) Σταγών Αμβρόσιος
41) Φαναριοφαρσάλων Γεράσιμος
Β’ Από την Ήπειρο οι:
42) πρ. Άρτης και Ναυπάκτου Πορφύριος
43) πρ. Παραμυθιάς Προκόπιος
44) πρ. Παραμυθιάς Αμβρόσιος
45) Περιστεράς Λεόντιος
46) πρ. Ρωγών Μακάριος
Γ’ Από την Μακεδονία οι:
47) Αρδαμερίου Ιγνάτιος
48) Ειρηνουπόλεως και Βατοπεδίου Γρηγόριος
49) Σιατίστης Ιωαννίκιος
Δ’ Από τη Θράκη οι:
50) Μετρών Μελέτιος
51) Σηλυβρίας Μακάριος
52) Παμφίλου Κύριλλος
53) Θεοδωρουπόλεως Άνθιμος
Ε’ Από τη Μικρά Ασία οι:
54) Μοσχονησίων Βαρθολομαίος
55) ‘Ηλιουπόλεως Άνθιμος
56) πρ. Αγκύρας Αγαθάγγελος
57) Μυρρίνης Σωφρόνιος
58) Ελαίας Παΐσιος
59) Κομάνων Αγαθάγγελος
Τέλος για να κλείσει όλο αυτό το νέφος των γνωστών αγωνιστών ιεραρχών, θα πρέπει να συγκαταριθμηθούν ακόμα και οι:
60) Πατριάρχης Αλεξανδρείας Θεόφιλος και
61) Μολδοβλαχίας Βενιαμίν.
Για τούς παραπάνω αρχιερείς πού εγκατέλειψαν τις επαρχίες και τις τιμές για να λάβουν μέρος, όπου τούς είχε ανάγκη ή πατρίδα, δεν είναι εύκολο στον οποιονδήποτε επικριτή να ισχυρισθεί ότι το έκαμαν κάτω από τη βία των επαναστημένων Ελλήνων.
Αντίθετα, θέλω να πιστεύω πώς όλοι συμφωνούν ότι, οι αρχιερείς αυτοί εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και το «γάμο» για τα «πουρνάρια», γιατί ένιωθαν μέσα τους πύρωμα ψυχής για ελευθερία, σεβασμό, αξιοπρέπεια, τιμή και πάνω απ’ όλα ΠΑΤΡΙΔΑ και ΘΡΗΣΚΕΙΑ.
Κοντά όμως σ’ όλους αυτούς τούς αγωνιστές ιεράρχες θα πρέπει αναντίλεκτα να προστεθούν και οι:
62) Μεθώνης Γρηγόριος
63) Σαλώνων Ησαΐας
64) Ρωγών Ιωσήφ
65) Ιερισσού και Αγίου Όρους Ιγνάτιος
66) Πλαταμώνος Γεράσιμος
67) Μαρωνείας Κωνστάντιος και
68) Σωζοπόλεως Παΐσιος
οι οποίοι, όπως θα αναφερθεί και πιο κάτω, πέρα από την αγωνιστική τους προσφορά, θυσιάσθηκαν στον υπέρ όλων αγώνα και για τούτο γι’ αυτούς γίνεται λόγος και σε άλλη συνάφεια.
Τέλος θα πρέπει ακόμα να συγκαταριθμηθούν στους αγωνιστές ιεράρχες και οι:
69) Αδριανουπόλεως Γεράσιμος
70) Βιζύης Ιωάσαφ
71) Αγαθουπόλεως Ιωσήφ
72) Βάρνας Φιλόθεος και
73) Ευδοκιάδος Γρηγόριος
οι οποίοι, πέρα από την αγωνιστική τους παρουσία, δοκιμάσθηκαν, βασανίσθηκαν ή αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν τις επαρχίες τους όπως θα γίνει αναλυτικώτερα λόγος πιο κάτω για τον καθένα από αυτούς.
Αθροιστικά λοιπόν ένα σύνολο 73 επωνύμων αρχιερέων μαρτυρούνται να έλαβαν ενεργό μέρος στις διάφορες φάσεις τού απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων από όλα τα διαμερίσματα τής Ελλάδος.
Και να ληφθεί υπόψη ότι οι περισσότεροι από αυτούς μπήκαν στη τιτανομαχία παρά την κάποια προχωρημένη ηλικία, πού οπωσδήποτε έφερναν στους ώμους τους και τις συμπαραμαρτούσες προς αυτά καχεκτικότητες και ασθένειες, πού αναμφίβολα καθιστούσαν αν όχι προβληματική πάντως δυσχερή τη διακίνηση και καθόλου δραστηριότητά τους, μέσα στις μύριες κακουχίες και δοκιμασίες, πού συνεπαγόταν ή απόφαση για την ανάσταση τού Γένους ή όπως λέγει ένας δόκιμος μελετητής «εν ιδρώτι πολλώ και πόνοις και κακουχίαις, στερήσεσί τε και συμφοραίς. . . .εν λιμώ, λοιμώ και δίψη, εν αυχμώ και κρυμώ».
Παρ’ όλα αυτά όμως οι αγωνιστές ιεράρχες περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη κατηγορία ή «τάξη» αγωνιστών αποδείχθηκαν «αεί παίδες» στο φρόνημα και την ψυχή.
Β’ ΑΡΧΙΕΡΕΙΣ ΜΑΡΤΥΡΕΣ
Ο αριθμός όμως των αρχιερέων, πού συνέδραμαν, συνέπραξαν και συναγωνίσθηκαν μαζί με όλους τούς άλλους Έλληνες στο έπος τής παλιγγενεσίας τού 1821 δεν εξαντλείται μόνο με τον παραπάνω κατάλογο, των αγωνιστών ιεραρχών.
Υπάρχει και μιά δεύτερη κατηγορία αρχιερέων, οι οποίοι έδωσαν το παρόν τους, τη μαρτυρία και τη συνεισφορά τους στον αγώνα με πιο επώδυνο γι’ αυτούς τρόπο.
Πρόκειται για το νέφος εκείνο των αρχιερέων, πού με ποικίλους, ασύλληπτους από ανθρώπινο νου και απερίγραπτους από ανθρώπινα χείλη ή χέρια, τρόπους, δοκιμάσθηκαν, ταπεινώθηκαν, διαπομπεύθηκαν και εξευτελίσθηκαν από τούς κρατούντες με φυλακίσεις, φοβερά βασανιστήρια, εξορίες, εκθρονίσεις, περιορισμούς, χλευασμούς και ταπεινώσεις για τον απλό και μόνο λόγο ότι ήταν Έλληνες Ορθόδοξοι χριστιανοί αρχιερείς. Μιλιέτ μπασήδες (=εθνάρχες) των ρωμιών και κύριοι υπόλογοι απέναντι στο σουλτάνο και τούς επάρχους του για ό,τι ήθελε συμβεί στην επαρχία τους ή ακόμα και για απλή υπόνοια συνεργείας ή ανοχής, αν μη συμμετοχής, στον αγώνα των «απίστων».
Έτσι ουσιαστικά οι κατά τόπους αρχιερείς των Ελλήνων ήταν στην κυριολεξία οι κυριώτεροι και πλέον υπεύθυνοι όμηροι στα χέρια τού σουλτάνου, πού μ’ αυτό τον τρόπο προσπαθούσε να κρατά υποχείριους και καταδυναστευόμενους τούς Έλληνες κάθε περιοχής.
Αλλά παρά τα φρικτά βασανιστήρια πού κατά καιρούς δοκίμαζαν οι αρχιερείς στις διάφορες τουρκικές ειρκτές, «φούρνους», «λουτρά» και «μπουντρούμια», «υστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακοχούμενοι» και υφιστάμενοι τα πάνδεινα, αυτοί δεν λύγισαν. Προτιμούσαν όλες τις ταπεινώσεις, εξαθλιώσεις, εξορίες και στερήσεις και υπέμειναν, όσο άντεχαν, πιο αγόγγυστα τα ποικίλα βασανιστήρια των δημίων τους, παρά να προδώσουν το Έθνος και τούς οραματισμούς του.
Αν και δεν είναι γνωστά όλα όσα υπέμειναν οι αρχιερείς από τούς δυνάστες τους στα δύσκολα εκείνα χρόνια τής νεώτερης Ελληνικής τιτανομαχίας και για τούς περισσότερους από αυτούς ελάχιστες μόνο πληροφορίες ή απλώς νύξεις και ενδείξεις έχουμε, ενώ για τη συντριπτική πλειονότητα αυτών δε γνωρίζουμε απολύτως τίποτα, θα καταβληθεί προσπάθεια να εκδιπλωθεί και ή πτυχή αυτή τής προσφοράς των αρχιερέων στο 1821. Και τούτο, διότι κι’ αν ακόμα αυτοί δεν έφθασαν να γευθούν την τελευταία σταγόνα τής ολοκληρωτικής δοκιμασίας και θυσίας τους, το θάνατο, εν τούτοις, με τα καθημερινά βασανιστήρια και εκροές των αιμάτων τους, ήταν σα να έδιναν τη ζωή τους κάθε μέρα, επιβεβαιώνοντας το Γραφικό: «ένεκά σου θανατούμεθα όλη την ημέραν» (Ρωμ.8,36)
Έτσι ή σιωπηλή και σεμνή αυτή στρατιά των βασανισμένων και μαρτυρικών αρχιερέων, κι’ αν δεν έλαβε από τούς ανθρώπους το φωτοστέφανο τού εθνομάρτυρα και νεομάρτυρα, αναμφίβολα και αναμφισβήτητα αποτελεί την εκλεκτή μερίδα των ιδανικών εκείνων ποιμένων, πού αυταπαρνούμενοι θέσεις, αίγλη, ανέσεις, τιμές, «πολυχρόνια», «φήμες», χειροφιλήματα αλλά και ελευθερία κινήσεως, σωματική ακεραιότητα κ.λπ μέχρι και τη ζωή τους, έθεσαν τον εαυτό τους υπέρ τού λαού τού Θεού, πού τούς εμπιστεύθηκε το γένος και ή Εκκλησία, και αναδείχθηκαν πραγματικοί μ ά ρ τ υ ρε ς, πού με όλες τις δοκιμασίες και τα βασανιστήρια τους φανέρωσαν, μαρτύρησαν και διακήρυξαν μπροστά στους αλλοπίστους τι σημαίνει Ορθόδοξος επίσκοπος.
Η στάση τους λοιπόν μπροστά στις δοκιμασίες αναδεικνύεται από τις ουσιαστικώτερες εκδουλεύσεις των αρχιερέων προς το Έθνος μιά και ή δική τους δοκιμασία αποδείχθηκε ακατάβλητος κυματοθραύστης όπου εκτονώνονταν το μένος, ή αντεκδικητικότητα και ό θρησκευτικός φανατισμός των Μουσουλμάνων Τούρκων αφ’ ετέρου δε σωτήριο κρηπίδωμα για τούς αγωνιζομένους Έλληνες, γιατί αντλούσαν δύναμη και κουράγιο να υπομένουν και αυτοί τούς δικούς τους κατατρεγμούς και δοκιμασίες.
Αναδιφώντας λοιπόν τις πηγές τής ιστορίας εκείνων των χρόνων, τις γνωστές και άγνωστες μαρτυρίες, ενθυμήσεις, απομνημονεύματα, επιστολές, κώδικες και λοιπά κείμενα με έκπληξη ανακαλύπτουμε ένα αρκετά μεγάλο αριθμό αρχιερέων να έχει δεχθεί ποικίλες δοκιμασίες, φυλακίσεις και βασανιστήρια. Το πιο ίσως αξιοθαύμαστο είναι ότι όλοι αυτοί, σεμνοί από τη φύση ή τη θέση τους, βάσταζαν, με υπερηφάνεια μεν αλλά χωρίς κομπορρημοσύνες, τα στίγματα των βασάνων ως εύσημα τής συνεισφοράς των στην κοινή υπόθεση τής ελευθερίας τού γένους.
Ποιός όμως ό ακριβής αριθμός των δοκιμασθέντων αρχιερέων παραμένει άγνωστος. Από τα λίγα στοιχεία πού μπόρεσαν να συλλεγούν προκύπτει ό παρακάτω κατάλογος, πού δεν νομίζω να είναι ευκαταφρόνητος:
Α’ Οι Πατριάρχες
1) Ευγένιος
2) Άνθιμος
3) Χρύσανθος
4) Αγαθάγγελος
Β’ Οι Αρχιερείς
5) Χαλκηδόνος Άνθιμος
6) Νικομηδείας Πανάρετος
7) Δέρκων Ιερεμίας
8) Θεσσαλονίκης Ματθαίος
9) Μυτιλήνης Καλλίνικος
10) Σμύρνης Παΐσιος
11) Εφέσου Μακάριος
12) Δέρκων Νικηφόρος
13) Προύσης Νικόδημος
14) Σβορνικίου Γαβριήλ
15) Αδριανουπόλεως Γεράσιμος
16) Ηρακλείας Ιγνάτιος
17) Τορνόβου Ιλαρίων
18) Ρασκοπρεσρένης Ζαχαρίας
19) Βιζύης Ιωάσαφ
20) Φιλιππουπόλεως Σαμουήλ
21) Χαλκηδόνος Αγαθάγγελος
22) Αγαθουπόλεως Ιωσήφ
23) Βάρνας Φιλόθεος
24) Ρόδου Αγάπιος
25) Ιωαννίνων Γαβριήλ
26) Άρτης Άνθιμος
27) Ευδοκιάδος Γρηγόριος
28) πρ. Ελασσώνος Σαμουήλ
29) Ρέοντος και Πραστού Διονύσιος
30) Βρεσθένης Θεοδώρητος
31) Ευρίπου Γρηγόριος
32) Σερρών Χρύσανθος
33) Τριπολιτζάς Δανιήλ
34) Ανδρούσης Ιωσήφ
35) Κορίνθου Κύριλλος
36) Βιδύνης Γερμανός
37) Λαρίσης Μελέτιος
38) ‘Αρκαδίας (Κρήτης) Νεόφυτος
39) Διδυμοτείχου Καλλίνικος
40) Μυριοφύτου Σεραφείμ.
41) Νύσσης Ιωσήφ
42) πρ. Μήλου Διονύσιος
Γ’ ΑΡΧΙΕΡΕΙΣ ΘΥΜΑΤΑ
Τρίτη μερίδα, ασφαλώς ή εκλεκτότερη και ηρωικότερη των αρχιερέων πού συνέπραξαν και συνέπαθαν μαζί μ’ όλους τούς άλλους Έλληνες για τον κοινό σκοπό, την αποτίναξη τού Τουρκικού ζυγού και την απόλαυση τής θρησκευτικής και εθνικής ελευθερίας, είναι αναμφίβολα όλες εκείνες οι σεπτές και άγιες μορφές των ανωτάτων κληρικών, οι οποίες, ως εθελόθυτα εξιλαστήρια θύματα, πορεύθηκαν το δρόμο τού μαρτυρίου και τής θυσίας.
Όλοι αυτοί αδιαμφισβήτητα αποτελούν τον κατ’ έξοχή σεβάσμιο χορό, πού πήρε επάνω του, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη εκλεκτή μερίδα των Ελλήνων, την οργή, το μίσος, το πάθος, τη θρησκευτική υστερία και φανατισμό τού μουσουλμανικού όχλου και τής εξουσίας. Ταυτόχρονα όμως όλοι αυτοί με την αυτοθυσία και το αίμα τους θεμελίωσαν ασάλευτα και στερέωσαν αταλάντευτα το οικοδόμημα τής ελευθερίας των Ελλήνων, σφυρηλάτησαν, χαλύβδωσαν και γαλβάνισαν τη θέληση κάθε ελληνικής ψυχής, ώστε να πληρωθεί με ιδανικά και οραματισμούς για ιερή εκδίκηση και την επίτευξη τού επιδιωκόμενου με κάθε τρόπο, και να αναζητεί πλέον «ή τη νίκη ή τη θανή», όπως θα τραγουδήσει ό εθνικός μας ποιητής, χωρίς πισωγυρίσματα.
Παράλληλα ή θυσία όλων αυτών γέννησε και γιγάντωσε την απαίτηση και των άλλων Ορθοδόξων λαών, και μάλιστα των Ρώσων, για θρησκευτική ικανοποίηση και αντάξια τιμωρία των υβριστών τής θρησκείας τού Χριστού, αλλά και συνετέλεσε όσο τίποτε άλλο στη μεταστροφή των εχθρικών αισθημάτων των Ευρωπαίων, στον αγώνα των Ελλήνων, σε κατανόηση, συμπάθεια, συνδρομή και τέλος συμπαράσταση και συμπαράταξη.
Δυστυχώς όμως παρά την τόσο υψηλή και ουσιαστική συμβολή τής θυσίας των αρχιερέων για τη θεμελίωση και επίτευξη τής ελευθερίας των νεοελλήνων, ό χορός αυτός στην πλειονότητά του είναι αφανής και άγνωστος. Και το ακόμα πιο ειρωνικό είναι ότι αυτή ή άγνοια υπάρχει και σ’ αυτή την επίσημη Εκκλησία, ώστε και αυτή να σιωπά ή να αναμασά και να προβάλλει μόνο 5-10 ονόματα αρχιερέων, πού θυσιάσθηκαν για την ελευθερία, ωσάν μόνον αυτοί να ήσαν. Οι πολέμιοι δε και αρνητές τής προσφοράς των αρχιερέων τούς περιορίζουν σε 2-3 με συνέπεια να εκμηδενίζεται και να καταντά ανύπαρκτη ή αιματηρή συνεισφορά των Ιεραρχών στον αγώνα και να διατείνονται ότι οι αρχιερείς χλεύασαν, αφόρισαν και πολέμησαν τον αγώνα τού 1821.
Και όμως ή πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική. Οι αρχιερείς πού έπεσαν θύματα τής οργής και τού φανατισμού των Τούρκων αποτελούν επιβλητικό χορό δεκάδων ιεραρχών. Αν και δεν μπορούμε να έχουμε υπόψη μας το σύνολο των ιεραρχών πού θυσιάσθηκαν για την ελευθερία, τα στοιχεία πού κατέστη δυνατόν να συλλεγούν προκύπτει ό εξής εντυπωσιακός κατάλογος των αρχιερέων πού αναδείχθηκαν εθελόθυτα εξιλαστήρια θύματα:
Α’ Οι Πατριάρχες
1) Γρηγόριος Ε’
2) Κύριλλος ΣΤ’
Β’ Οι Αρχιερείς
3) Εφέσου Διονύσιος
4) Αγχιάλου Ευγένιος
5) Νικομηδείας Αθανάσιος
6) Τορνόβου Ιωαννίκιος
7) Αδριανουπόλεως Δωρόθεος
8) Θεσσαλονίκης Ιωσήφ
9) Δέρκων Γρηγόριος
10) Σωζοπόλεως Παΐσιος
17) Μαρωνείας Κωνστάντιος
12) Γάνου και Χώρας Γεράσιμος
13) Μυριοφύτου και Περιστάσεως Νεόφυτος
14) Σαμμακοβίου Ιγνάτιος
15) Μονεμβασίας Χρύσανθος
16) Χριστιανουπόλεως Γερμανός
17) Άργους και Ναυπλίου Γρηγόριος
18) Ωλένης Φιλάρετος
19) Δημητσάνης Φιλόθεος
20) Κορώνης Γρηγόριος
21) Μεθώνης Γρηγόριος
22) Σαλώνων Ησαΐας
23) Ρωγών Ιωσήφ
24) Λαρίσης Πολύκαρπος
25) Λαρίσης Κύριλλος
26) Γηρομερίου Αγαθάγγελος
27) Κίτρους Μελέτιος
28 Ιερισσού και Αγ. Όρους Ιγνάτιος
29) Πλαταμώνος Γεράσιμος
30) Χίου Πλάτων
31) Κύπρου Κυπριανός
32) Πάψου Χρύσανθος
33) Κιτίου Μελέτιος
34) Κυρηνείας Λαυρέντιος
35) Κρήτης Γεράσιμος
36) Κνωσού Νεόφυτος
37) Χερσονήσου ‘Ιωακείμ
38) Ρεθύμνης Γεράσιμος
39) Κυδωνίας Καλλίνικος
40) Λάμπης Ιερόθεος
41) Πέτρας Ιωακείμ
42) Σητειάς Ζαχαρίας
43) Κισάμου Μελχισεδέκ
44) Διουπόλεως Καλλίνικος
45) Νύσσης Μελέτιος
Για την ιστορική αλήθεια θα πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι οι αναφερόμενοι από άλλους ώς εθνομάρτυρες αρχιερείς Άρτας, Ιωαννίνων και Γρεβενών, δε μαρτυρούνται να θυσιάσθηκαν και γι’ αυτό δε τούς συμπεριλαμβάνω στην παραπάνω λίστα των θυμάτων αρχιερέων.
Απολογιστικό συμπέρασμα
Μετά τα παραπάνω νομίζω ότι είναι καιρός πλέον να επιχειρήσουμε να κάνουμε έναν απολογιστικό συγκριτικό πίνακα για να δούμε με αριθμούς και ποσοστά τη συμμετοχή των αρχιερέων στον εθνικό μας αγώνα.
Έτσι με βάση την αψεγάδιαστη και ανελέητη γυμνή αλήθεια των αριθμών θα μπορούμε πλέον να μιλούμε για μικρή ή μεγάλη συμμετοχή αυτών στην παλιγγενεσία και να παύσουν επί τέλους οι μεγαλοστομίες για αόριστες «εκατόμβες» θυμάτων αλλά και οι γκρίνιες και μεμψιμοιρίες των επικριτών ότι μόνο 2-3 ήταν οι αρχιερείς πού έλαβαν μέρος στον αγώνα.
Από τούς 200 λοιπόν αρχιερείς, πού, όπως είδαμε πιο μπροστά, υπήρχαν σ’ ολόκληρη την Οθωμανική αυτοκρατορία, μαρτυρούνται να:
α) Έλαβαν ενεργό μέρος, στον αγώνα επώνυμα και αδιαμφισβήτητα, 73 Ιεράρχες, δηλ. ποσοστό 36,5%.
β) Είναι γνωστοί ότι δοκιμάσθηκαν, φυλακίσθηκαν, βασανίσθηκαν κ.λπ. 42 αρχιερείς, δηλ. ποσοστό 21,0% και
γ) Μαρτυρείτε ότι θυσιάσθηκαν για την ελευθερία, είτε από βασανιστήρια και θανατώσεις των Τούρκων είτε στις πολεμικές συρράξεις, 45 αρχιερείς, δηλ. ποσοστό 22,5%.
Συγκεντρωτικά λοιπόν έχουμε:
α) Ποσοστό αγωνιστών ιεραρχών 36,5%
β) Ποσοστό μαρτύρων ιεραρχών 21,0%
γ) Ποσοστό θυμάτων ιεραρχών 22,5%
Γενικό ποσοστό 80,0%
Αν όμως ληφθεί υπόψη ότι οι πλείστοι αρχιερείς τής Μ. Ασίας, τής Συρίας, τής Σερβίας ή Βουλγαρίας λόγω αδιαφορίας ή αδυναμίας των χριστιανών των περιοχών αυτών, δεν έλαβαν μέρος στους αγώνες, τότε το ποσοστό των αρχιερέων τής Ελληνικής χερσονήσου, δηλ. από τη Θράκη, τη Μακεδονία και τα δυτ. παράλια τής Μ. Ασίας και κάτω είναι ασφαλώς πολύ υψηλότερο, πού φθάνει οπωσδήποτε γύρω στα 90% του συνολικού αριθμού των αρχιερέων. Σε τελική ανάλυση λοιπόν δε θα πρέπει να αναζητούμε ποιοι αρχιερείς και πώς έλαβαν μέρος στον αγώνα αλλά ποιοι είναι αυτοί οι ελάχιστοι αρχιερείς, δηλ. το υπόλοιπο 10% πού δεν έλαβαν μέρος στην εθνεγερσία του 1821 και γιατί.
Πηγή: Η εκπληκτική έρευνα του Κου ΠΕΤΡΟΥ Α. ΓΕΩΡΓΑΝΤΖΗ δ Θ., «ΟΙ ΑΡΧΙΕΡΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟ ’21 (αντίδραση ή προσφορά; ), Ξάνθη 1905.
Πηγή.
http://eistorias.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου