Σελίδες

Τετάρτη 28 Μαΐου 2014

Η ΚΟΣΜΙΚΗ ΔΙΝΗ – ΕΜΠΕΔΟΚΛΗΣ (Β 35, 3-4)

 Θεόφιλος Βέϊκος
Ἀυτάρ ἐγώ παλίνορσος ἐλεύσομαι ἐς πόρον ὕμνων,
τόν πρότερον κατέλεξα, λόγου λόγον ἐξοχετεύων,
κεῖνον· ἔπει Νεῖκος μέν ἐνέρτατον ἵκετο βένθος
δίνης, ἐν δέ μέσῃ Φιλότης στροφάλιγγι γένηται,
ἐν τῇ δή τάδε πάντα συνέρχεται ἕν μόνον εἶναι
οὐκ ἄφαρ, ἀλλά θελημά συνιστάμεν’ ἄλλοθεν ἄλλα.
                                                                                                                (Β 35, 1)
 Ὁ τρό­πος μέ τόν ὁ­ποῖ­ο πα­ρου­σι­ά­ζον­ται, γε­νι­κά συν­δε­δε­μέ­νες μέ­σα στό κεί­με­νο τοῦ Ἐμ­πε­δο­κλή οἱ δυ­νά­μεις Φι­λό­της καί Νεῖ­κος μοῦ φαι­νό­ταν τό­σο τέ­λει­ος, ὥ­στε νά φαν­τά­ζω­μαι ὅτι ὁ φι­λό­σο­φος βρῆ­κε ἕ­να θαυ­μά­σιο ὑ­πο­κα­τά­στα­το τῆς κο­σμι­κῆς δι­και­ο­σύ­νης: ἕ­να ἀ­κρι­βές καί ται­ρια­στό μέ­τρο ἰ­σορ­ρο­πί­ας πά­νω στό ὁ­ποῖ­ο σταθ­μί­ζε­ται τό κο­σμι­κό γί­γνε­σθαι, ἀ­δι­ά­φο­ρο πρός ποι­ά κα­τεύ­θυν­ση τεί­νει κά­θε φο­ρά ἡ πο­ρεί­α τοῦ κό­σμου. Μέ βά­ση αὐτή τή γε­νι­κή ἐν­τύ­πω­ση, ἦ­ταν φυ­σι­κό νά βλέ­πω στό Β 35, 3-4, ὅπως ὅ­λοι γε­νι­κά οἱ με­λε­τη­τές, τήν πε­ρι­γρα­φή τῆς ἥτ­τας τοῦ Νεί­κους κα­τά τή στιγ­μή πού ἡ δύ­να­μη τῆς Φιλό­τη­τας ἔ­φθα­νε στό κο­ρύ­φω­μά της. Ἡ ἑρ­μη­νεί­α αὐ­τή πα­ρου­σι­ά­ζε­ται εὔ­λο­γη ἀ­πό τους ἑ­πό­με­νους στί­χους τοῦ ἀ­πο­σπά­σμα­τος αὐ­τοῦ, στούς ὁ­ποί­ους δι­α­γρά­φε­ται κί­νη­ση ἀ­πό τήν πολ­λα­πλό­τη­τα στήν ἑ­νό­τη­τα.
Ἀ­πέ­ναν­τι σ’ αὐτή τήν κοι­νά πα­ρα­δε­κτήν ἑρ­μη­νεί­α, ὁ Burnet  πρό­τει­νε μιάν ἄλ­λη, ἐν­τε­λῶς ἀν­τί­θε­τη ἑρ­μη­νεί­α πά­νω στό Β 35, 3-4, μό­νο πού δέν φρόν­τι­σε νά τήν πα­ρου­σιά­ση θε­με­λι­ω­μέ­νη καί νά ἐ­πι­μεί­νη σ’ αὐτήν : ἐ­νῶ, κα­θώς κυ­ρια­ρχεῖ ἡ Φι­λο­τη­τα στή μά­ζα τῆς σφαί­ρας, τό Νεῖ­κος πε­ρι­βάλ­λει ἀ­πέ­ξω τή σφαί­ρα αὐτή, στήν ἀν­τί­θε­τη φά­ση τοῦ κό­σμου, ὅ­ταν δη­λα­δή τό Νεῖκος ἀρ­χί­ση νά εἰ­σέρ­χε­ται στή σφαι­ρό­μορ­φη κο­σμι­κή μά­ζα καί νά ἀ­σκῆ ἐ­πιρ­ρο­ή πά­νω στά στοι­χεῖ­α, ἡ Φι­λο­τη­τα βρί­σκε­ται στό κέν­τρο καί δέν βγαί­νει ἔ­ξω ἀ­πό τόν κό­σμο τοῦ Νεί­κους. Τήν ἑρ­μη­νεί­α αὐτή τήν προ­σέ­χει τε­λευ­ταί­α ὁ Guthrie καί προ­α­ναγ­γέλ­λει μί­α ὁ­λο­κλη­ρω­μέ­νη καί θε­με­λι­ω­μέ­νη ἑρ­μη­νεί­α τοῦ O’ Brien πού ὑ­πό­σχε­ται νά ξε­κα­θα­ρί­ση τό ὅλο πρό­βλη­μα τῆς ση­μα­σί­ας τοῦ, Β 35. Πράγ­μα­τι, ὁ O’ Brien προ­σπα­θεῖ νά πα­ρου­σιά­ση μιά θε­με­λι­ω­μέ­νη ἑρ­μη­νεί­α τοῦ ἀ­πο­σπά­σμα­τος αὐ­τοῦ ἀ­πό τή σκο­πιά πού ὑ­πε­δει­ξεν ὁ Burnet. Πρέ­πει ὁ­μως νά ση­μει­ω­θῆ ἀ­κό­μα ὅτι ὁ Zeller καί ὁ v. Arnim εἶ­χαν πα­ρα­τη­ρή­σει ὅτι τά γε­γο­νό­τα στό Β 35, 3-4 προ­η­γοῦν­ται τοῦ σχη­μα­τι­σμοῦ τῶν θνη­τῶν πραγ­μά­των, ὅπως αὐ­τός πε­ρι­γρά­φε­ται στό ὑ­πό­λοι­πο ἀ­πό­σπα­σμα. Ὁ  Ο’Brien ξε­κι­νᾶ ἀ­κρι­βῶς ἀ­π’ αὐτή τή δι­α­πί­στω­ση: οἱ στί­χοι 3-4 πε­ρι­γρά­φουν γε­γο­νό­τα πού ἀρ­χί­ζουν πρίν τά στοι­χεῖ­α ἀρ­χί­σουν νά συ­νέρ­χων­ται: αὐτή θά εἶ­ναι ἡ ὥ­ρα τοῦ ὁ­λο­κλη­ρω­μέ­νου Νεί­κους καί τό­τε ἀ­κρι­βῶς ἡ Φι­λο­τη­τα βρί­σκε­ται ἕν μέ­ση στρο­φά­λιγ­γι, στό μέ­σο τῶν στοι­χεί­ων. Ἡ ἑρ­μη­νεί­α αὐτή δί­νει γε­νι­κά βά­σι­μη ἀ­πάν­τη­ση στό ἁ­πλό ἐ­ρώ­τη­μα, πού πη­γαί­νει ἡ Φι­λο­τη­τα ὅταν κυ­ρί­αρ­χῆ τό Νεῖκος. Για­τί ἐ­νῶ εἶ­ναι φα­νε­ρό ὅτι, ὅταν ἐ­πι­κρατῆ ἡ Φι­λο­τη­τα, τό Νε­ῖ­κος ὁ­δη­γεῖ­ται ἐπ’ἔ­σχα­τα τέρ­μα­τα κύ­κλου, δέν εἶ­ναι δυ­να­τό, ἀν­τί­θε­τα, νά γί­νη ἀ­πο­δε­κτό ὅτι, κα­τά τό χρό­νο πού κυ­ρια­ρχεῖ τό Νεῖκος, ἡ Φι­λο­τη­τα ὁ­δη­γεῖ­ται κι’ αὐτή ἔ­ξω ἀ­πό τόν κό­σμο . Ἡ θέ­ση τοῦ Ο’ Brien εἶ­ναι ὅτι ἡ Φι­λο­τη­τα ὁ­δη­γεῖ­ται κα­τά τή διά­ρκεια τῆς κυ­ρι­αρ­χί­ας τοῦ Νεί­κους στό κέν­τρο τοῦ κό­σμου καί, ἀν­τί­στρο­φα, ὅταν ἡ ἴ­δια κυ­ρί­αρ­χη, ἐ­πε­κτεί­νε­ται ἀ­πό τό κέν­τρο καί ὁ­δη­γεῖ τό Νεῖκος στήν πε­ρι­φέ­ρεια.
Ἡ με­λέ­τη αὐτή βα­σί­ζε­ται εἰ­δι­κά στήν ἄ­πο­ψη ὅτι ἡ δί­νη ἀ­πο­τε­λεῖ τό κα­θο­δη­γη­τι­κό σχῆ­μα γιά τήν ἑρ­μη­νεί­α τῶν κο­σμο­λο­γι­κῶν γε­γο­νό­των, τά ὁ­ποῖ­α συν­δέ­ον­ται οὐ­σι­α­στι­κά μέ τήν κο­σμο­γο­νι­κή φά­ση πού ἀ­πει­κο­νί­ζε­ται στό Β 35, 3-4, καί προ­σφέ­ρει μί­αν ἄλ­λη θε­με­λί­ω­ση καί ἐ­νί­σχυ­ση τῆς ἄ­πο­ψης τῶν Burnet, Guthrie καί Ο’ Brien.
Ἡ δί­νη ἀ­πο­τε­λεῖ ἕ­να ἀ­πό τά κύ­ρια φυ­σι­κά πρό­τυ­πα πού ἔ­παι­ξαν ἀ­πο­φα­σι­στι­κό ρό­λο στή δι­α­μόρ­φω­ση ὁ­ρι­σμέ­νων προ­σω­κρα­τι­κῶν κο­σμο­λο­γι­κῶν συ­στη­μά­των. Ὁ ρό­λος αὐ­τός ἀ­πη­χεῖϊ­ται ἰ­δι­αί­τε­ρα στόν Ἀ­ρι­στο­φά­νη,
 Νέφ. 828   Δῖ­νος βα­σι­λεύ­ει τόν Δι’ ἐ­ξε­λη­λα­κὠς
 Ἄν δι­α­σώ­ζε­ται ἐ­δῶ μιά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή ἀν­τί­λη­ψη τῆς πρώ­ι­μης ἑλ­λη­νι­κῆς κο­σμο­λο­γί­ας (πράγ­μα πού συ­χνά πα­ρα­τη­ρεῖ­ται στίς Νε­φέ­λες τοῦ Ἀ­ρι­στο­φά­νη ), πρέ­πει νά σκε­φθοῦ­με ὅτι τό σχῆ­μα δί­νη ἡ δῖ­νος ἐ­ξυ­πη­ρε­τοῦ­σε τήν πα­ρά­στα­ση ὁ­ρι­σμέ­νων κο­σμο­λο­γι­κῶν φά­σε­ων κα­τ’ ἀ­να­λο­γί­α μί­ας δί­νης νε­ρο­ῦ ἤ ἀ­νέ­μου.
Στόν Ἐμ­πε­δο­κλή εἰ­δι­κά, ἡ δί­νη μαρ­τυ­ρεῖ ὅτι τό πρό­τυ­πο, σύμ­φω­να μέ τό ὁ­ποῖ­ο σχε­δι­ά­στη­κε ὁ κι­νού­με­νος κό­σμος στήν κο­σμο­γο­νι­κή αὐτή φά­ση πού ἀ­πει­κο­νί­ζε­ται στό Β 35, 3-4 ἦ­ταν ἡ δί­νη ἀ­νέ­μου, ἡ ὁ­ποί­α ἐ­ξυ­πη­ρε­τεῖ τήν πα­ρά­στα­ση τῆς πολ­λα­πλό­τη­τας. Ἐ­πι­πλέ­ον, ἡ δί­νη ἦ­ταν γε­νι­κά πο­λύ κα­τάλ­λη­λο σχῆ­μα γιά νά πα­ρα­στα­θῆ, μ’ αὐ­τό, τό κο­σμο­γο­νι­κό στά­διο κα­τά τό χρό­νο τῆς ἐ­ξα­κο­λου­θη­τι­κῆς ἐ­ξα­σθέ­νη­σης τῆς Φι­λο­τη­τας. Πρό­κει­ται γιά τή φά­ση ἐ­κεί­νη, πού εἶ­ναι καί ἡ πιό ρευ­στή, κα­τά τήν ὁ­ποί­α ἡ σφαί­ρα, τό βα­σί­λει­ο τῆς Φι­λο­τη­τας, με­τα­σχη­μα­τί­ζε­ται σέ δί­νη. Αὐτή ἡ ἀλ­λα­γή δέν πε­ρι­γρά­φε­ται στά σω­ζό­με­να ἀ­πο­σπά­σμα­τα τοῦ Ἐμ­πε­δο­κλῆ. Τό κε­νό πα­ρου­σι­ά­ζε­ται κα­θα­ρά ἀ­νά­με­σα στήν ἀ­πει­κό­νι­ση τοῦ Σφαί­ρου ὡς μί­ας ἰ­σορ­ρο­πη­μέ­νης σφαι­ρι­κῆς μά­ζας πού ὅλες οἱ συ­στα­τι­κές δυ­νά­μεις της εἶ­ναι ἴσες (Β 29,3) — κι αὐ­τό ση­μαί­νει ὅτι ἡ Φι­λο­τη­τα ἔ­χει ἐ­πι­τύ­χει τήν ἐ­ξι­σορ­ρό­πη­ση ὅλων τῶν ἀν­τί­θε­των ρο­πῶν μέ­σα στή σφαι­ρό­μορ­φη αὐτή κο­σμι­κή μά­ζα —, καί στήν πε­ρι­γρα­φή τῆς αὔ­ξη­σης τοῦ Νεί­κους τοῦ ὁ­ποί­ου ἡ ἐ­νέρ­γεια κα­τορ­θώ­νει νά κλο­νί­ση τά μέ­λη τοῦ θε­οῦ Σφαί­ρου καί νά τά ἐ­ξαρ­θρώ­ση, προ­κα­λών­τας σ’ αὐ­τά ἁ­λυσ­σω­τές κι­νή­σεις (Β 31 πάν­τα γάρ ἑ­ξεί­ης πε­λε­μί­ζε­το γυῖ­α θε­οῖ­ο). Οἱ με­τα­βο­λές αὐ­τές ἐ­ξη­γο­ῦν­ται βέ­βαι­α, μέ τό γε­γο­νός ὅτι ἡ ἐν­δυ­νά­μω­ση τοῦ Νεί­κους καί ἡ ἐ­πιρρο­ή του πά­νω στίς συ­νε­κτι­κές δυ­νά­μεις τοῦ Σφαί­ρου συ­νε­πά­γε­ται μιά κί­νη­ση πού χα­λα­ρώ­νει καί δι­α­λύ­ει τίς συ­νε­κτι­κές δυ­νά­μεις τῶν στοι­χεί­ων. Πῶς γί­νε­ται ἐν συ­νε­χεία τό πέ­ρα­σμα στή δί­νη (Β 35, 3-4), δέν πε­ρι­γρά­φε­ται στό κείμενο τοῦΰ Ἐμ­πε­δο­κλῆ. Ὅ,τι προ­κύ­πτει μο­νά­χα ἀ­πό τους πρώ­τους στί­χους το­ῦ Β 35 εἶ­ναι ὅτι τό κο­σμι­κό φαι­νό­με­νο τῆς δί­νης πε­ρι­γρα­φό­ταν σέ προ­η­γού­με­νους στί­χους τοῦ ἀρ­χι­κοῦ ποι­ή­μα­τος καί ὅτι ἡ πε­ρι­γρα­φή αὐτή εἶ­χε δι­α­κο­πή μέ μιά πα­ρέν­θε­ση. Τό ἀ­πό­σπα­σμα 35 ἄρ­χι­ζει ἀ­κρι­βῶς κα­θώς κλεί­νει ἡ πα­ρέν­θε­ση αὐτή (στ. 1-2). Τό κε­νό λοι­πόν αὐ­τό ἀ­να­πλη­ρώ­νε­ται μέ μιά κο­σμο­γο­νι­κή φά­ση πού ἀ­πο­τε­λεῖ ἐ­σω­τε­ρι­κή ἀ­νάγ­κη τοῦ κο­σμο­λο­γι­κοῦ συ­στή­μα­τος τοῦ Ἐμ­πε­δο­κλῆ καί μπο­ρεῖ νά πε­ρι­γρα­φῆ κα­τά τόν ἀ­κό­λου­θο τρό­πο:
Με­τά τό θρί­αμ­βο τῆς Φι­λο­τη­τας καί μέ τό πλή­ρω­μα τοῦ χρό­νου (Β 30,2 τε­λει­ο­μέ­νοι­ο χρό­νοι­ο), τό Νεῖ­κος ἄρ­χι­ζε νά ἐ­πε­νερ­γῆ βαθ­μη­δόν ἀ­πό τήν ἐ­ξω­τε­ρι­κή ἐ­πι­φά­νεια πά­νω στή μά­ζα τῆς σφαί­ρας καί νά τήν κι­νῆ. Τήν ἐ­πε­νέρ­γεια αὐτή πρέ­πει νά τή δο­ῦ­με ὡς μιά ὁ­μοι­ο­με­ρῆ καί συ­νε­χῶς αὐ­ξα­νό­με­νη ἀ­π’ ὅλα τά ση­μεῖ­α τῆς σφαί­ρας δρά­ση, πού συ­νε­πά­γε­ται μιά δια­ρκῶς αὐ­ξα­νό­με­νη, συγ­κεν­τρι­κά, κί­νη­ση τῆς μά­ζας τῶν στοι­χεί­ων. Ἔ­τσι, κα­θώς τό Νεῖκος ἀρ­χί­ζει νά δι­εισ­δύ­η ἀ­πό τήν ἐ­ξω­τε­ρι­κή ἐ­πι­φά­νεια καί νά ἀ­σκῆ ἐ­πιρ­ρο­ή πά­νω στά στοι­χεῖ­α, ἀ­να­πτύσ­σε­ται βαθ­μη­δόν μέ­σα στή σφαί­ρα μιά στρο­βι­λι­κή κί­νη­ση καί ὅλη ἡ μά­ζα με­τα­σχη­μα­τί­ζε­ται σι­γά σι­γά σέ δί­νη. Τό Νεῖκος πρέ­πει νά κί­νη­σε ἀρ­χι­κά τίς ἐ­ξω­τε­ρι­κές πε­ρι­ο­χές τῆς σφαί­ρας καί ἡ ἐ­πιρ­ρο­ή του ἔ­βαι­νε ἀ­νάλο­γα πρός τήν ὑ­πο­χω­ρη­τι­κή κί­νη­ση τῆς Φι­λο­τη­τας. Κα­θώς ὑ­πο­βάλ­λον­ται ἔ­τσι τά στοι­χεῖ­α σέ κί­νη­ση, συν­τε­λεῖ­ται ἡ λει­τουρ­γί­α τοῦ ἀ­πο­χω­ρι­σμοῦ: τά στοι­χεῖ­α δι­α­γρά­φουν ὅλο καί πιό δι­α­κρι­τές με­τα­ξύ τους τρο­χι­ές, ἀ­παλ­λάσ­σον­ται ὅλο καί πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό τήν ἐ­πιρ­ρο­ή της Φι­λό­τη­τας καί τί­θεν­ται ἀν­τί­στοι­χα κά­τω ἀ­πό τήν ἐ­πιρ­ρο­ή τοῦ Νεί­κους. Μιά καί ἡ δί­νη σχη­μα­τί­ζε­ται κα­τά τό πέ­ρα­σμα ἀ­πό τόν Σφαῖΐ­ρο στόν πολ­λα­πλό κό­σμο, εἶ­ναι εὔ­λο­γο νά σκε­φτοῦ­με ὅτι κα­τά τόν σχη­μα­τι­σμό αὐτόν ἡ Φι­λο­τη­τα καί τό Νεῖκος βρί­σκον­ται σέ μιά τε­λι­κή φά­ση τοῦ ἀ­γώ­να τους, κά­τω ἀ­πό ὁ­ρι­σμέ­νες ἀ­να­λο­γί­ες τῶν δυ­νά­με­ών τους, ἀλ­λά ἡ ὑ­πε­ρο­χή βαί­νει σα­φῶς αὐ­ξα­νό­με­νη ὑ­πέρ τοῦ Νεί­κους καί εἰς βά­ρος ἀν­τί­στοι­χα της δύ­να­μης τῆς Φι­λό­τη­τας. Μιά τέ­τοι­α ἐ­ξα­κο­λου­θη­τι­κή αὔ­ξη­ση τοῦ Νεί­κους πεί­θει ὅτι τό πέ­ρα­σμα στήν πολ­λα­πλό­τη­τα δέν γί­νε­ται μέ μιά «ἔ­κρη­ξη» ἡ «δι­άρ­ρη­ξη» τῆς σφαί­ρας. Τήν τή­ρη­ση τῆς κο­σμι­κῆς τά­ξης τήν ἐγ­γυᾶ­ται, ἀ­κρι­βῶς ἡ δί­νη, μέ­σα στήν ὁ­ποί­α τά πάν­τα κι­νοῦν­ται, ἀλ­λά σύμ­φω­να μέ μιάν ἀ­ναγ­και­ό­τη­τα, ἡ ὁ­ποί­α ὑ­πα­γο­ρεύ­ε­ται ἀ­πό τήν ἴδια τή φύ­ση τῆς δί­νης Συγ­κε­κρι­μέ­να, ὅ­ταν ὅ­λα τά συ­στα­τι­κά στοι­χεῖ­α πού πε­ρι­κλεί­ον­ται μέ­σα στή σφαί­ρα ὑ­πο­τα­χθο­ῦν κα­νο­νι­κά στή στρο­βι­λι­κή κί­νη­ση, τό Νεῖκος ἔ­χ­ει ἤ­δη ὑ­πε­ρι­σχύ­σει καί τί­θε­ται ὡς βά­ση καί κι­νη­τή­ρια δύ­να­μη τῆς δί­νης. Τό Νεῖκος, πού ἡ ἐ­πε­νέρ­γεια του ξε­κί­νη­σε ἀ­πό τίς ἐ­ξω­τε­ρι­κές πε­ρι­ο­χές τῆς σφαί­ρας, ἔ­­χει φτά­σει τώ­ρα στό ἐ­νέρ­τα­τον βέν­θος τῆς δί­νης, στό κέν­τρο δη­λα­δή τοῦ κό­σμου. Τά πάν­τα τώ­ρα πε­ρι­στρέ­φον­ται γύ­ρω ἀ­πό ἕ­ναν ἄ­ξο­να. Ἡ κί­νη­ση ὅ­μως αὐτή, ὡς ἑ­νο­ποι­η­τι­κή, δέν μπο­ρεῖ νά ἀ­πο­δο­θῆ στό ἴδιο τό Νεῖκος. Ἑ­πο­μέ­νως, μιά καί ἡ Φι­λο­τη­τα εἶ­ναι ἐγ­κα­τε­στη­μέ­νη τώ­ρα, πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νη κα­τά τόν ἄ­ξο­να τῆς δί­νης, ἡ ἑ­νο­ποι­η­τι­κή αὐ­τή κί­νη­ση δέν δι­και­ο­λο­γεῖ­ται πα­ρά ὡς κα­τά­λοι­πο τῆς ἐ­ξα­σθε­νη­μέ­νης Φι­λο­τη­τας.
Ἡ δί­νη λοι­πόν, σύμ­φω­να μέ τούς ὁὅρους τοῦ κει­μέ­νου (Β 35, 3-4), ἀ­πο­τε­λε­ΐ ἕ­να δυ­να­μι­κό πε­δί­ο πού ἔ­χει σχῆ­μα χο­ά­νης:
  Νεῖ­κος (ἐ­νέρ­τα­τον βέν­θος δί­νης)
 Στό κα­τώ­τα­το βά­θος τῆς δί­νης-χο­ά­νης, στό μο­να­δι­κό ση­μεῖ­ο ἀ­π’ ὅ­που εἶ­ναι δυ­να­τό νά ρυθ­μί­ζε­ται ἡ κί­νη­ση καί νά ἐ­λέγ­χε­ται ὅ­λο τό σύ­στη­μα τῆς στρο­βι­λι­ζό­με­νης μά­ζας, βρί­σκε­ται τό Νεῖκος (ἐνέρ­τα­τον βέν­θος). Ἀ­πό τήν κυ­ρί­αρ­χη αὐ­τή θέ­ση τοῦ τό Νεῖκος κά­νει τά πάν­τα νά στρο­βι­λί­ζων­ται καί νά ἀ­πο­χω­ρί­ζων­ται με­τα­ξύ τους. Ἡ δί­νη ἀ­πο­τε­λεῖ βέ­βαι­α τήν ἀ­πό­δει­ξη ὅτι τό Νεῖκος ἔ­χει ἐ­πι­τύ­χει ἀ­πό­λυ­τη ὑ­πε­ρο­χή μέ­σα στόν κό­σμο, ἀλ­λά τά στοι­χεῖ­α δι­α­φο­ρο­ποι­οῦν­ται ἔ­χον­τας ἕ­να ἑ­νο­ποι­η­τι­κό κέν­τρο, πράγ­μα πού ση­μαί­νει ὅτι ἡ ἐ­πιρ­ρο­ή τοῦ Νεί­κους δέν εἶ­ναι ἀ­πε­ρι­ό­ρι­στη: ὅλες οἱ κι­νή­σεις δι­α­φο­ρο­ποί­η­σης ἐν­τάσ­σον­ται μέ­σα στά δρια τῆς δί­νης, ἡ ὁ­ποί­α ἀ­κρι­βῶς ἀ­πο­τε­λεῖ ἕ­να αὐ­τό­νο­μο καί ὀρ­γα­νω­μέ­νο σύ­στη­μα κί­νη­σης. Χω­ρίς τή δί­νη, θά λάμ­βα­νε χώ­ρα μιά ἀ­πε­ρι­ό­ρι­στη δρά­ση τοῦ Νεί­κους, πού θά ἔ­φτα­νε στό ση­μεῖ­ο νά φέ­ρη χά­ος μέ­σα στόν δη­μι­ουρ­γού­με­νο κό­σμο. Πα­ράλ­λη­λα, οἱ κι­νή­σεις δι­έ­πον­ται ἀ­πό μιάν ἀ­ναγ­και­ό­τη­τα σύμ­φυ­τη μ’ αὐτή τήν ἴδια τήν ξε­χω­ρι­στή φύ­ση κά­θε στοι­χεί­ου: μέ τή δια­ρκῶς αὐ­ξα­νό­με­νη τα­χύ­τη­τά τους τά στοι­χεῖ­α ἀ­πο­χω­ρί­ζον­ται κα­τά τρό­πο πού νά κα­τα­λαμ­βά­νουν μιά δι­α­τε­ταγ­μέ­νη θέ­ση μέ­σα στό χῶ­ρο τῆς δί­νης ἀ­νά­λο­γη μέ τό εἰ­δι­κό βά­ρος τους. Στό κέν­τρο κα­τα­λαμ­βά­νουν θέ­ση οἱ πιό βα­ρι­ές συ­στα­τι­κές ὕ­λες (γῆ), πιό πά­νω τό νε­ρό, με­τά ὁ ἀ­έ­ρας καί ἐ­ξω­τε­ρι­κά ὁ αἰ­θέ­ρας (πῦρ).
Ἡ δί­νη ἀ­πο­τε­λεῖ βέ­βαι­α ἕ­να με­τα­βλη­τό καί πλα­στι­κό σύ­νο­λο πού προ­α­ναγ­γέλ­λει ἀ­πό τήν ἀρ­χή τήν ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κή ἐ­πι­κρά­τη­ση τοῦ Νεί­κους, ἀλ­λά ἡ Φι­λοότη­τα δέν μέ­νει ἀ­μέ­το­χη στό κο­σμο­γο­νι­κό στά­διο πού πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ἐ­δῶ. Δι­α­φο­ρε­τι­κά δέν θά εἶ­χε νό­η­μα ἡ χρή­ση δύ­ο δι­α­φο­ρε­τι­κῶν ἐκ­φρά­σε­ων μέ τίς ὁ­ποι­ες προσ­δι­ο­ρί­ζε­ται ἀ­πό τή μιά με­ριά ἡ θέ­ση τοῦ Νεί­κους (ἐ­νέρ­τα­τον βέν­θος δί­νης) καί ἀ­πό τήν ἄλ­λη ἡ ἀν­τί­στοι­χη θέ­ση τῆς Φι­λό­τη­τας (ἐν μέ­σῃ στρο­φά­λιγ­γι). Ἡ δί­νη, λοι­πόν, ὡς δυ­να­μι­κό κο­σμο­γο­νι­κό πε­δί­ο, ἐ­ξη­γεῖ­ται ἀ­πό τό γε­γο­νός ὅτι τό Νεῖκος, καί κα­τά τό χρό­νο ἀ­κό­μα της μέ­γι­στης ἀκ­μής τῆς δύ­να­μής του, κα­τά τόν ὁ­ποῖ­ο ἔ­­χει πε­ρι­ο­ρί­σει τήν Φι­λότη­τα στό ἔ­σχα­το ση­μεῖ­ο τοῦ κέν­τρου τοῦ κό­σμου, πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται ταυ­τό­χρο­να ἀ­π’ αὐτήν τήν ἴδια τήν (ἡτ­τη­μέ­νη) ἀν­τί­πα­λό του. Αὐ­τό γί­νε­ται σα­φές ἄν σκε­φτοῦ­με ὅτι ἡ μά­ζα πού πῆ­ρε τό σχῆ­μα δί­νης πλα­ταί­νει ὅλο καί πε­ρισ­σό­τε­ρο, πράγ­μα πού συ­νε­πά­γε­ται τήν ἐ­ξα­κο­λου­θη­τι­κή μεί­ω­ση, ὡς πρός τό μῆ­κος, τοῦ ἄ­ξο­να τῆς δί­νης, κα­τά τόν ὁ­ποῖ­ο ἐ­κτεί­νε­ται ἡ Φι­λο­τη­τα. Ἡ μεί­ω­ση αὐτή ὁ­δη­γεῖ στήν τε­λι­κή ἐ­ξα­φά­νι­ση τοῦ ἄ­ξο­να τῆς δί­νης καί στόν συ­να­κό­λου­θο πε­ρι­ο­ρι­σμό τῆς Φι­λο­τη­τας σ’ ἕ­να ἐ­λά­χι­στο ση­μεῖ­ο-κέν­τρο, τό ὁ­ποι­ο ἀ­κρι­βῶς πε­ρι­κλεί­ε­ται ἀ­πό τό Νεῖκος.
Εἶ­ναι φα­νε­ρό πῶς ἡ δί­νη ἀ­πει­κο­νί­ζει τή φά­ση ἐ­κεί­νη τοῦ κό­σμου κα­τά τήν ὁ­ποί­α γί­νε­ται χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ἀν­τι­λη­πτή ἡ ἐ­ξι­σορ­ρο­πη­τι­κή ἐ­ναλ­λα­γή ὑ­πε­ρο­χῆς τῶν δύ­ο δυ­νά­με­ων: ἡ ἴ­δια ἡ φύ­ση τῆς δί­νης προ­ϋ­πο­θέ­τει μιά συμ­με­το­χή τῆς Φι­λότη­τας (ἔ­στω καί δια­ρκῶς μει­ου­μέ­νη) καί μιά ἐ­ξα­κο­λου­θη­τι­κή αὔ­ξη­ση τῆς ἐ­πιρ­ρο­ῆς τοῦ Νεί­κους, ἡ ὁ­ποί­α ὅ­μως βαί­νει ὡς ἕ­να ση­μεῖ­ο πλή­ρους ὁ­λο­κλή­ρω­σης, με­τά τό ὁ­ποῖ­ο ἐ­πέρ­χε­ται ἀ­ναγ­κα­στι­κά ἡ πτώ­ση, ἡ δια­ρκής ἐ­ξασθέ­νη­ση τοῦ Νεί­κους. Ἡ ἴ­δια ἡ νο­μο­τέ­λεια πού προσ­δι­ο­ρί­ζει τήν κυ­ρι­αρ­χί­α τοῦ Νεί­κους προσ­δι­ο­ρί­ζει καί τήν ἥτ­τα του.
Ἡ ἑρ­μη­νεί­α αὐτή ὑ­πα­γο­ρεύ­ε­ται ἀ­πό τό ἴ­διο τό κεί­με­νο μέ τήν ἀλ­λα­γή της δι­ά­θε­σης ἀ­πό τό ἵκε­το (Νεῖκος) στό γέ­νη­ται (Φι­λό­της).Ό Wilamowitz θε­ω­ρο­ῦ­σε ἀ­δι­α­νό­η­τη αὐτή τήν ἀλ­λα­γή. Ἦταν φυ­σι­κό οἱ ὑ­πο­ψί­ες νά συγ­κεντρω­θο­ῦν στό γέ­νη­ται καί νά γί­νουν προ­σπά­θει­ες ἐ­ξο­μά­λυν­σης τοῦ πε­ρά­σμα­τος ἀ­πό τή μί­α δι­ά­θε­ση στήν ἄλ­λη μέ δι­ά­φο­ρες δι­ορ­θώ­σεις τοῦ γέ­νη­ται: γέγέ­νη­ται, γέ­γα­κε, γέ­νε­το. Φαί­νε­ται ὁ­μως ὅτι τό πρό­βλη­μα πού πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ἐ­δῶ δέν εἶ­ναι πρό­βλη­μα κει­μέ­νου, ἀλ­λά δυ­σκο­λί­α νά ἑρ­μη­νευ­θῆ ἡ σκέ­ψη τοῦ φι­λο­σό­φου, ἡ ὁ­ποί­α ἐκ­φρά­ζε­ται στό κεί­με­νο αὐτό. Δι­ό­τι ἡ ἀλ­λα­γή δι­ά­θε­σης ἐ­ξη­γεῖ­ται πο­λύ κα­λά μιά καί πρό­κει­ται γιά με­τά­βα­ση ἀ­πό ἕ­να γε­γο­νός σέ κά­τι ἄλ­λο πού ἀν­τι­στοι­χε­ῖ σ’ αὐ­τό καί πού δέν ἔ­χει ἀ­κό­μα συν­τε­λε­σθῆ . Τό ἵκε­το ἐκ­φρά­ζει ὡς πρός τό Νεῖκος ἕ­ναν ὁ­ρι­στι­κό χρό­νο πού ἀ­πο­τε­λε­ῖ συ­νάρ­τη­ση τοῦ χώ­ρου στόν ὁ­ποι­ο βρί­σκε­ται τό ἴ­διο τό Νεῖκος : «ὅταν τό Νεῖκος ἔ­φτα­σε στό ἐ­νέρ­τα­τον βέν­θος τῆς δί­νης» (αὐ­τό δη­λώ­νει μιά ὁ­ρι­στι­κή χρο­νι­κή στιγ­μή καί ἕ­ναν ὁ­ρι­στι­κά προσ­δι­ο­ρι­σμέ­νο χῶ­ρο πού θά κα­τα­λαμ­βά­νη τό Νεῖκος ὅσο θά δια­ρκῆ ἡ ἐ­πιρ­ρο­ή του), καί «ὅ­ταν ἡ Φι­λο­τη­τα φτά­νη νά βρί­σκε­ται στόν μέ­σο ἄ­ξο­να τῆς δί­νης» (αὐ­τό ση­μαί­νει ὅτι ἡ Φι­λο­τη­τα δέν προσ­δι­ο­ρί­ζε­ται ἐ­δῶ σ’ ἕ­να ὁ­ρι­σμέ­νο ση­μεῖ­ο τοῦ μέ­σου, για­τί ἀ­κρι­βῶς ἡ αὐ­ξα­νό­με­νη δύ­να­μη τοῦ Νεί­κους τῆς ἀ­φαι­ρεῖ ὅ­λο καί πε­ρισ­σό­τε­ρη δι­και­ο­δο­σί­α ἐν χώ­ρῳ) — ἀ­κο­λου­θεῖ ἡ πε­ρι­γρα­φή γε­γο­νό­των πού ἀ­νά­γον­ται στήν ἄλ­λη φά­ση τοῦ κό­σμου καί πού ἀρ­χί­ζουν τή στιγ­μή κα­τά τήν ὁ­ποι­α τό Νεῖκος ξε­πέ­ρα­σε τήν κο­ρυ­φή τῆς δύ­να­μής του. Τό γέ­νη­ται, λοι­πόν, ἀν­τί­θε­τα ἀ­πό τό ἵκε­το, ἐκ­φρά­ζει μιά ἐ­νέρ­γεια πού δέν συν­τε­λέ­στη­κε, ἀλ­λά πού τεί­νει νά συν­τε­λε­στῆ, κι αὐ­τό δέν ἑρ­μη­νεύ­ε­ται πα­ρά μέ τόν με­τα­βλη­τό καί πλα­στι­κό χα­ρα­κτή­ρα τῆς δί­νης. Ὁ Ο’ Brien, πού δέν ἐ­ξαρ­τᾶ τήν ὅλη ἑρ­μη­νεί­α τοῦ κει­μέ­νου ἀ­πό τή δί­νη ὡς ἕ­να πλα­στι­κό κο­σμο­λο­γι­κό σχῆ­μα, ἀ­ναγ­κά­ζε­ται νά θε­ω­ρή­ση τά γε­γο­νό­τα πού πε­ρι­γρά­φον­ται ἐ­δῶ σέ σχέ­ση ὄ­χι μο­νά­χα μ’ ἕ­ναν κύ­κλο, ὅπως συμ­βαί­νει μέ τό ἵκε­το, ἀλ­λά μ­έ τήν ἀ­τε­λεί­ω­τη δι­α­δο­χή κο­σμι­κῶν κύ­κλων. Τά γε­γο­νό­τα ὁ­μως, τά ὁ­ποί­α πε­ρι­γρά­φον­ται τό­σο μέ τό ἵκε­το ὅ­σο καί μέ τό γέ­νη­ται, ἀ­να­φέ­ρον­ται στή δί­νη, κα­τά τό χρό­νο τῆς ἐ­πι­κρά­τη­σης τοῦ Νεί­κους, καί ὁ φι­λό­σο­φος δέν θά εἶ­χε κα­νέ­να λό­γο νά μᾶς πῆ «ὁ­πο­τε­δή­πο­τε ἡ Φι­λότη­τα βρί­σκε­ται στή μέ­ση της δί­νης…». Ὁ Ἐμ­πε­δο­κλῆς λέ­γει πῶς «ὅ­ταν τό Νεῖκος ἔ­φτα­σε στό κα­τώ­τα­το βά­θος τῆς δί­νης, ἀλ­λά κα­τά τό χρό­νο, ἀ­πό τό ἄλ­λο μέ­ρος, πού ἡ Φι­λο­τη­τα φτά­νει νά βρί­σκε­ται κα­τά τόν ἄ­ξο­να τῆς δί­νης, τό­τε ὅλα ἀρ­χί­ζουν νά συγ­κλί­νουν γιά σχη­μα­τι­σμό ἑ­νό­τη­τας». Τό δέ (ἐν δέ μέ­σῃ Φι­λό­της…) δέν πρέ­πει νά ἀ­πο­δί­δε­ται, ὅπως συ­νή­θως γί­νε­ται, μέ τό «καί», για­τί δέν εἶ­ναι μό­νο τό γέ­νη­ται πού ἐκφρά­ζει δι­α­φο­ρε­τι­κή λει­τουρ­γί­α: τό δέ εἰ­σά­γει ἀ­κρι­βῶς τή φρά­ση μέ τήν ὁ­ποι­α ἀν­τι­πα­ρα­τάσ­σε­ται στό «πό­στο» τοῦ Νεί­κους μιά δι­α­φο­ρε­τι­κή θέ­ση στήν ὁ­ποί­α βρί­σκε­ται ἡ Φι­λό­τη­τα. Τό ἐν τῇ δή ἐ­ξάλ­λου, πού μᾶς συν­δέ­ει μέ τά ἑ­πό­με­να, ὁ­που πε­ρι­γρά­φον­ται γε­γο­νό­τα τά ὁ­ποί­α ἀ­νή­κουν στήν ἄλ­λη φά­ση τοῦ κό­σμου, ἡ ὁ­ποί­α δη­λα­δή ἔρ­χε­ται με­τά τό βα­σί­λει­ο τοῦ Νεί­κους, εἶ­ναι πο­λύ φυ­σι­κό νά ἔ­χη χρο­νι­κή ση­μα­σί­α καί ὄ­χι χω­ρι­κή. Ἡ χρο­νι­κή αὐτή στιγ­μή, πού μᾶς περ­νᾶ στήν ἄλ­λη κο­σμι­κή φά­ση, εἶ­ναι φυ­σι­κό νά μήν προσ­δι­ο­ρί­ζε­ται ἀ­πό τό γε­γο­νός ὅτι τό Νεῖκος ἵκε­το στό κα­τώ­τα­το βά­θος τῆς δί­νης (αὐ­ό εἶ­ναι ἕ­να συν­τε­λε­σμέ­νο γε­γο­νός), ἀλ­λά ἀ­πό τή διά­ρκεια τοῦ φαι­νο­μέ­νου κα­τά τό ὁ­ποῖ­ο ἡ Φι­λο­τη­τα κα­τα­λαμ­βά­νει τόν μέ­σο ἄ­ξο­να τῆς δί­νης, ὁ ὁ­ποῖ­ος ὅ­μως χά­νει συ­νε­χῶς ἔ­κτα­ση καί γί­νε­ται τε­λι­κά ἕ­να ση­μεῖ­ο πού πε­ρι­κλεί­ε­ται ἀ­πό τό Νεῖκος. Ἡ στιγ­μή λοι­πόν τῆς μέ­γι­στης ἀκ­μῆς τοῦ Νεί­κους εἶ­ναι ἀ­κρι­βῶς ἡ στιγ­μή τῆς πτώ­σης του καί ἀν­τί­στοι­χα ἡ ἀρ­χή τῆς ἀ­νά­πτυ­ξης τῆς Φι­λό­τη­τας. Ἔ­τσι ἔ­ξη­γεῖϊ­ται για­τί ἀ­κο­λου­θε­ΐ ἀ­μέ­σως ἡ πε­ρι­γρα­φή τῆς πο­ρεί­ας τῶν στοι­χεί­ων γιά ἑ­νό­τη­τα. Τό ἔρ­γο τοῦ Νεί­κους συν­τε­λέ­στη­κε καί τό φαι­νό­με­νο δί­νη δέν ὕ­πάρχει πλέ­ον. Ἡ Φι­λο­τη­τα πε­ρι­κλεί­ε­ται τώ­ρα στό κέν­τρο τοῦ κό­σμου ἀ­πό τό Νεῖκος, τό ὁ­ποῖ­ο ἀρ­χί­ζει νά ὑ­πο­χω­ρῆ πρός τά ἐ­ξω­τε­ρι­κά στρώ­μα­τα τοῦ κο­σμι­κο­ῦ κύ­κλου. Εἶ­ναι φυ­σι­κό νά δε­χτοῦ­με ὅτι, ὁ­ταν τά στοι­χεῖ­α ἔ­παυ­σαν νά βρί­σκων­ται σέ στρο­βι­λι­κή κί­νη­ση, κα­τέ­λα­βαν θέ­σεις ἀ­νά­λο­γες πρός τή βα­ρύ­τη­τά τους: στό κέν­τρο ἡ γῆ, κα­τό­πιν τό ὑ­γρό στοι­χεῖ­ο, γύ­ρω του ὁ ἀ­έ­ρας καί ἐ­ξω­τε­ρι­κά τό πύ­ρι­νο στρῶ­μα τοῦ αἰ­θέ­ρα. Ὅ­ταν λοι­πόν τό Νεῖκος, πού ἔ­χει τυ­λί­ξει τή Φι­λο­τη­τα στό κέν­τρο τοῦ δι­α­φο­ρο­ποι­η­μέ­νου κό­σμου, ἐ­ξαν­τλή­ση τίς δυ­να­τό­τη­τες κυ­ρι­αρ­χί­ας, ἡ Φι­λό­τη­τα βρί­σκει ἐ­λεύ­θε­ρο πε­δί­ο δρά­σης καί ἀρ­χί­ζει νά ἅ­πλώ­νη ἀ­πο­κεν­τρω­τι­κά τή δύ­να­μή της. Ἔ­τσι, εἶ­ναι φυ­σι­κό ἡ γῆ νά ἀ­πο­τε­λο­ῦ­σε τήν πρώ­τη πε­ρι­ο­χή πού δέ­χτη­κε τήν ἐ­πιρ­ρο­ή τῆς Φι­λο­τη­τας. Ἡ συ­νέ­χεια τοῦ Β 35 (στ. 5 κ.ε.) πε­ρι­γρά­φει ἀ­κρι­βῶς τά ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα ἀ­πό τήν ἐ­πε­νέρ­γεια τῆς Φι­λό­τη­τας μέ­σα στή μά­ζα τῆς γῆς γιά τή δη­μι­ουρ­γί­α ζων­τα­νῶν ὄν­των. Ὅ­ταν ἡ Φι­λο­τη­τα θά ἐ­πε­κτα­θῆ καί πρός τά ἄλ­λα στοι­χεῖ­α καί ἐ­πε­νερ­γή­ση ὥ­στε αὐ­τά νά συ­νά­ψουν ἑ­νό­τη­τες, τό ἔρ­γο τῆς ζω­ο­γο­νί­ας θά τεί­νη πρός τήν ὁ­λο­κλή­ρωσή του. Στό με­τα­ξύ τό Νεῖκος ἀ­πο­σύ­ρε­ται βαθ­μη­δόν πρός τήν πε­ρι­φέ­ρεια καί τε­λι­κά κα­τα­φεύ­γει στά ἔ­σχα­τα τέρ­μα­τα κύ­κλου (Β 35,10). Ἡ ἔκ­φρα­ση αὐτή κα­θώς καί ἡ πα­ράλ­λη­λη τῶν δέ συ­νερ­χο­μέ­νων ἕξ ἔ­σχα­τον ἵστα­το Νεῖκος (Β 36) πε­ρι­γρά­φουν τήν ἐν­τε­λῶς ἀν­τί­θε­τη φά­ση τοῦ κό­σμου. Κα­τά τή φά­ση αὐτή, πού ἡ Φι­λό­τη­τα κερ­δί­ζει δύ­να­μη εἰς βά­ρος τοῦ Νεί­κους, χω­ρίς ὡ­στό­σο ἡ κυ­ρι­αρ­χί­α της νά ἔ­χη ἀ­κό­μα ἐ­πι­κυ­ρω­θῆ, τά στοι­χεῖ­α δι­έ­πον­ται ἀ­πό δι­ά­θε­ση γιά ἕ­νω­ση καί εἶ­ναι φυ­σι­κό νά ἀ­πο­δι­ώ­χνουν τήν ἐ­πιρ­ρο­ή τοῦ Νεί­κους. Σέ με­ρι­κά ση­μεῖ­α μο­νά­χα τό Νεῖκος πα­ρου­σιά­ζει ἀ­κό­μα κά­ποι­α ζω­τι­κό­τη­τα (Β 35, 10-11) κι αὐτό συμ­βαί­νει βέ­βαι­α σέ ἐ­ξω­τε­ρι­κές ζῶ­νες τοῦ κύ­κλου. Αὐ­τός εἶ­ναι δ λό­γος γιά τόν ὁ­ποῖ­ο πολ­λές συ­στα­τι­κές ὕ­λες μέ­νουν ἀ­κό­μα «ἄ­μεικτες» ἀ­νά­με­σα στίς ἀ­να­μιγ­μέ­νες (Β 35,8). Τε­λι­κά, ἀ­κό­μα κι ἄν τό Νεῖκος πα­ρου­σι­ά­ζε­ται νά ἐ­ξα­σφα­λί­ζη γιά λί­γο κά­ποι­α ὑ­πε­ρο­χή κα­τά τό­πους, ἡ ἐ­πιρ­ρο­ή της Φι­λο­τη­τας βαί­νει συ­νε­χῶς αὐ­ξα­νό­με­νη καί τεί­νει νά ὁ­λο­κλη­ρω­θῆ (Β 35, 12-13). Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή εἶ­ναι ἡ ἀ­κο­λου­θί­α ὅσον δ’ αἰ­έν ὕπεκ­προ­θέ­οι (Νεῖκος), τό­σον αἰ­έν ἐ­πῃ­ει (Φι­λό­της), πού δεί­χνει ἀ­κρι­βῶς τήν πο­ρεί­α κα­τά τήν ὁ­ποι­α ἡ Φι­λοότη­τα κα­τα­λαμ­βά­νει τό­σο χῶ­ρο ὅσο χά­νει τό Νεῖκος ὀ­πι­σθο­χω­ρών­τας. Ἄν, βέ­βαι­α, δη­λω­νό­ταν ὅτι ἡ Φι­λό­τη­τα ἐ­νερ­γεῖ εἰς βά­ρος τοῦ Νεί­κους, θά πε­ρι­μέ­να­με νά ὑ­πῆρ­χε στό κεί­με­νο τό σχῆ­μα τό­σον…ὅσον. Ὅ­ταν τό συγ­κέ­ρα­σμα ὅ­λων τῶν στοι­χεί­ων θά ἔ­χη ὁ­λο­κλη­ρω­θῆ, τό κρά­τος τῆς Φι­λοότη­τας θά πά­ρη τή μορ­φή μί­ας τέ­λειας, ἰ­σορ­ρο­πη­μέ­νης σφαί­ρας καί τό Νεῖκος θά μέ­νη κα­θ’ ὁ­λη τή διά­ρκεια τοῦ θριά­μβου της ἐ­ξό­ρι­στο καί θά πλα­νᾶ­ται στήν ἐ­ξω­τε­ρι­κή ἐ­πι­φά­νεια τῆς σφαί­ρας ἐ­ξαν­τλη­μέ­νο. Μέ τό πλή­ρω­μα τοῦ χρό­νου (τε­λει­ο­μέ­νοι­ο χρό­νοι­ο) καί ὅ­ταν ἡ Φι­λό­τη­τα δέν θά εἶ­ναι πλέ­ον σέ θέ­ση νά συγκρα­τή­ση ἑ­νω­μέ­να τά στοι­χεῖ­α., τό Νεῖκος θά βρῆ χα­λα­ρή τή συ­νε­κτι­κό­τη­τα τῆς σφαι­ρι­κῆς μά­ζας καί θά ἀρ­χί­ση νά δι­εισ­δύ­η ἀ­π’ ὁ­λα τά ση­μεῖ­α τῆς ἔ­ξω­τερι­κῆς ἐ­πι­φά­νειας μέ κα­τεύ­θυν­ση πρός τό κέν­τρο καί νά προ­κα­λῆ δια­ρκῶς αὐ­ξα­νό­με­νη κί­νη­ση, ἡ ὁ­ποί­α θά κά­νη τή σφαί­ρα νά με­τα­σχη­μα­τι­σθῆ σέ δί­νη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου