Η κατασκευή ενός ψηφιδωτού αντιγράφου είναι μια μοναδική εμπειρία δημιουργικότητας που δίνει χαρά και βαθιά ικανοποίηση σε όποιον καταπιάνεται με αυτήν. Τουλάχιστον έτσι πιστεύουμε όσοι ασχολούμαστε ερασιτεχνικά (ή και επαγγελματικά) με τα μυστικά της τέχνης του ψηφιδωτού, στο εργαστήριο ψηφιδωτού "ΨΗΦΙΔΩΝ ΓΝΩΣΙΣ" υπό την επίβλεψη και καθοδήγηση του καθηγητή ψηφοθέτη Νίκου Τόλη. Ακολουθούν δύο παρουσιάσεις: η πρώτη δείχνει συνοπτικά τον τρόπο κατασκευής ενός ψηφιδωτού αντιγράφου με τον παραδοσιακό τρόπο της άμεσης ψηφοθέτησης σε προσωρινό υπόστρωμα και η δεύτερη είναι μια προσπάθεια παρουσίασης ψηφιδωτών έργων τέχνης από την αρχαιότητα μέχρι τη σημερινή εποχή.
Το ψηφιδωτό εμφανίστηκε κατά την πρωτοϊστορική εποχή στη Μεσοποταμία (τέλη της 4ης χιλιετηρίδας) σε ναό της Ουρούκ, υπό μορφή ημικιόνων, διακοσμημένων με πήλινα καρφιά που έφερναν έγχρωμη κεφαλή, σχηματίζοντας γεωμετρικά σχέδια, κόκκινα μαύρα και άσπρα. Στη δυτική Μ.Ασία σώζονται τα παλαιότερα δείγματα ψηφιδωτών δαπέδων με χονδροειδή χαλίκια, ένθετα σε πρωτόγονου τύπου κονίαμα (Γόρδιο, κοντά στην Άγκυρα, 8ος π.Χ. αι.)
Τα ψηφιδωτά που φιλοτεχνήθηκαν στη Ραβέννα για τον Οστρογότθο βασιλιά Θεοδώριχο (493-526 μ.Χ.) είναι οι πρώτες ολοκληρωμένες εκδηλώσεις της βυζαντινής τέχνης στη Δύση. Κυριαρχεί το χρυσό φόντο και ακολουθεί το ασημένιο που αποτελεί καινοτομία στα ψηφιδωτά της Ιταλίας. Στην Ανατολή, ο περίκεντρος ναός του Αγίου Γεωργίου στην Θεσσαλονίκη δείχνει την πρωιμότερη άνθηση του βυζαντινού ψηφιδωτού (400 μ.Χ. περίπου). Στις μορφές των αγίων για τα πρόσωπα και τα χέρια χρησιμοποιείται κυρίως φυσική πέτρα , που οι λεπτές τονικές διαβαθμίσεις της έρχονται σε αντίθεση με τις έντονων χρωμάτων γυάλινες ψηφίδες της κόμης και των ενδυμάτων.
Μετά την πτώση του Βυζαντίου, αν και συνέχισε να χρησιμοποιείται στη διακόσμηση των εκκλησιών, το ψηφιδωτό μιμήθηκε περισσότερο τη ζωγραφική και έχασε τη λάμψη του.
Το ψηφιδωτό είναι σχέδιο ή παράσταση για τη διακόσμηση δαπέδου, τοίχου ή οροφής, που σχηματίζεται με την συναρμολόγηση και συγκόλληση μικρών ποικιλόχρωμων κύβων (ψηφίδων) από μάρμαρο, πέτρα, σμάλτο ή οπτή γη (αλλιώς ψηφοθέτημα ή μωσαϊκό). Συνεκδοχικά, με τον όρο «ψηφιδωτό» δηλώνεται η τέχνη της διακόσμησης μιας επιφάνειας με τη μέθοδο αυτή.
Το ψηφιδωτό επηρεάστηκε πολύ αλλά και επηρέασε την ζωγραφική με την οποία έχει και τα περισσότερα κοινά στοιχεία.
ΥΛΙΚΑ
Στην αρχαιότητα τα ψηφιδωτά κατασκευάζονταν αρχικά με ακατέργαστα (φυσικά) χαλίκια, ομοιόμορφα σε μέγεθος. Οι Έλληνες επινόησαν επίσης και την τεχνική των ψηφίδων (στα Λατινικά “tesserae”, “κύβοι’’ ή ‘’ζάρια’’), μικρών τεμαχίων κομμένων σε τριγωνικό, τετράγωνο ή άλλο κανονικό σχήμα, ώστε να ταιριάζουν ακριβώς στον κάνναβο των κύβων που σχηματίζουν την επιφάνεια του ψηφιδωτού.
Οι ψηφίδες ποικίλουν σημαντικά σε μέγεθος, ανάλογα με τη λειτουργία που επιτελούν: στα μεσαιωνικά έργα π.χ. οι περιοχές που απαιτούν λεπτομέρεια, όπως τα πρόσωπα και τα χέρια, είναι σχηματισμένα με ψηφίδες μικρότερες του συνήθους. Οι κανονικές διακοσμήσεις δαπέδων στην αρχαιότητα αποτελούνται από ψηφίδες ενός εκατοστού περίπου.
Όσο το ψηφιδωτό χρησιμοποιείτο στην κατασκευή δαπέδων, το κύριο ζητούμενο από τα υλικά του, εκτός από το χρώμα τους ήταν και η αντοχή τους στη φθορά.
Πέτρα
Η πέτρα κυριάρχησε για μεγάλο διάστημα καθ’ όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας αλλά και κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους και τα φυσικά χρώματα της πέτρας παρείχαν το βασικό φάσμα αποχρώσεων που είχε στη διάθεσή του ο καλλιτέχνης. Μολονότι προτιμούνταν συνήθως το μάρμαρο και ο ασβεστόλιθος, στα ρωμαϊκά ψηφιδωτά χρησιμοποιήθηκε πολύ και ο μαύρος βασάλτης (ιδίως στην ασπρόμαυρη τεχνική). Η φυσική πέτρα χρησιμοποιείται και στα μοντέρνα ψηφιδωτά (π.χ. στα ψηφιδωτά που καλύπτουν την εξωτερική επιφάνεια του σταδίου του Ντιέγκο Ριβέρα στο Μεξικό(1957).
Γυαλί
Το γυαλί πρωτοεμφανίστηκε ανάμεσα στα υλικά των ψηφιδωτών κατά τους ελληνιστικούς χρόνους (3ος-1ος π.Χ. αι.)και προσέφερε απεριόριστες χρωματικές δυνατότητες στην τέχνη αυτή. Οι καλλιτέχνες ψηφιδωτών της παλαιοχριστιανικής εποχής έδωσαν νέα κατεύθυνση στην τέχνη με την αξιοποίηση των χρυσών και των ασημένιων ψηφίδων. Όπως στον καθρέφτη, στις γυάλινες αυτές ψηφίδες επικολλούσαν φύλλο μετάλλου , χρυσού ή κασσίτερου.. Οι ψηφίδες αυτές έδιναν πολύ λαμπερές χρυσές ή ασημένιες ανταύγειες και χρησιμοποιούνταν, κυρίως, για να αποδώσουν το εκπορευόμενο από το Θεό φως(μαυσωλείο της Γκάλα Πλακίντια , Ραβέννα 450μ.Χ. ), Το χρυσό βάθος έγινε ο κανόνας από τον 6ο αι.
Άλλα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν στα χριστιανικά ψηφιδωτά ήταν το φίλντισι, οι ημιπολύτιμοι λίθοι (σπάνια) και ψηφίδες από ψημένο πηλό (τερακότα).
ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΚΕΝΤΡΑ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ
Ουρούκ, 4.000 π.Χ
|
Το ψηφιδωτό εμφανίστηκε κατά την πρωτοϊστορική εποχή στη Μεσοποταμία (τέλη της 4ης χιλιετηρίδας) σε ναό της Ουρούκ, υπό μορφή ημικιόνων, διακοσμημένων με πήλινα καρφιά που έφερναν έγχρωμη κεφαλή, σχηματίζοντας γεωμετρικά σχέδια, κόκκινα μαύρα και άσπρα. Στη δυτική Μ.Ασία σώζονται τα παλαιότερα δείγματα ψηφιδωτών δαπέδων με χονδροειδή χαλίκια, ένθετα σε πρωτόγονου τύπου κονίαμα (Γόρδιο, κοντά στην Άγκυρα, 8ος π.Χ. αι.)
Αρχαία ελληνικά και ελληνιστικά ψηφιδωτά
Τρεις φάσεις στην εξέλιξη της τέχνης του ψηφιδωτού: η πρώτη, σχετιζόμενη με την Ελλάδα, τελειοποίησε σταδιακά το ψηφιδωτό από φυσικά χαλίκια.
Η δεύτερη σχετίζεται με την επινόηση και τη διάδοση της τεχνικής των ψηφίδων και έλαβε χώρα εν μέρει στον ελληνιστικό κόσμο και εν μέρει σε ρωμαϊκό έδαφος.
Η τρίτη, ρωμαϊκό κατά βάση φαινόμενο, χαρακτηριζόταν από την εκλαΐκευση του ψηφιδωτού και την εφαρμογή του σε νέες λειτουργίες.
Ρωμαϊκά ψηφιδωτά
Οι Ρωμαίοι εισήγαγαν το ψηφιδωτό στην εκλεπτυσμένη μορφή του, τόσο στην αρχιτεκτονική της κατοικίας όσο και στους τόπους λατρείας τους.
Η Πομπηία έχει διασώσει ένα πλήθος ψηφιδωτών στην τεχνική του opus vermiculatum (από πολύ μικρές, ακανόνιστες ψηφίδες) (2ος-1ος π.Χ.αι.) Το διασημότερο από αυτά είναι ‘Η Μάχη της Ισσού’,το μεγαλύτερο από τα γνωστά έργα , φιλοτεχνημένο στη μικρογραφική τεχνική του ψηφιδωτού. οι Ρωμαίοι μετέτρεψαν το ψηφιδωτό από τέχνη για τους λίγους σε συνηθισμένο διακοσμητικό μέσο (οικίες Δήλου 2ος π.Χ.αι.) Κατά τη διάρκεια του 3ου π.Χ. αι. ητέχνη του ψηφιδωτού υπέστη ριζική αλλαγή και χρησιμοποιήθηκε, εκτός από τα δάπεδα, στην αρχιτεκτονική κήπων (κρήνες με ψηφιδωτά), στη διακόσμηση θόλων λουτρών και κτηρίων και για τη φιλοτέχνηση θρησκευτικών εικόνων.
Παλαιοχριστιανικά ψηφιδωτά
Από τις παλαιότερες χριστιανικές διακοσμήσεις τοίχων με ψηφιδωτά είναι εκείνη της εκκλησίας της Σάντα Κοντσάντσα (Αγίας Κωνσταντίας) της Ρώμης , που κτίστηκε το 320-330 ως μαυσωλείο της κόρης του Κωνσταντίνου. Το θεματολόγιο των παραστάσεων έχει πολλά διονυσιακά και ειδωλολατρικά στοιχεία, επειδή προφανώς δεν είχε δημιουργηθεί ακόμη χριστιανικό εικονογραφικό πρόγραμμα αλλά και λόγω της αλληγορικής σημασίας της αμπέλου και του οίνου στη χριστιανική θρησκεία.
Βυζαντινά ψηφιδωτά
Ψηφιδωτό από την Αγία Σοφία
|
Στα ψηφιδωτά του 6ου αι.συναντώνται οι πρώτες εκλεπτύνσεις που εισήγαγαν οι βυζαντινοί για να τονίσουν τη λάμψη των χρυσών ψηφίδων.Τις τοποθετούσαν σε λοξές γωνίες κι έτσι προσέδιδαν στα ιερά πρόσωπα μια εξαίσια φωτεινή αίγλη.
Η λεγόμενη Αναγέννηση των Παλαιολόγων (1261-1453) οδήγησε στην ανανέωση της βυζαντινής τέχνης των ψηφιδωτών. Καθώς η ζωγραφική έδειξε προτίμηση για την προοπτική και τον τρισδιάστατο χαρακτήρα, οι ψηφιδογράφοι αναμόρφωσαν την τεχνική τους: μικρότερο μέγεθος ψηφίδων, τα περιγράμματα έπαψαν να είναι άκαμπτα και έγιναν λεπτότερα, επανήλθε το χρώμα και το ενδιαφέρον για τις οπτικές εντυπώσεις του χρυσού. Η αίσθηση του χρώματος χαρακτηρίζει ένα από τα μεγαλύτερα ψηφιδωτά αριστουργήματα, το τύμπανο της Δέησης στο νότιο υπερώο της Αγια-Σοφιάς.
Μεσαιωνικά ψηφιδωτά της Δυτικής Ευρώπης
Τα ψηφιδωτά δαπέδου γνώρισαν στη Δύση μια μοναδική αναγέννηση. Κατά τον πρώιμο μεσαίωνα οι βυζαντινοί ανέπτυξαν έναν ιδιαίτερο τύπο κάλυψης δαπέδου με γεωμετρικά ψηφιδωτά από κομμάτια μαρμάρου διαφόρων μεγεθών και σχημάτων (opus sectile, μαρμαροθετήματα). Η τέχνη αυτή που αποκλήθηκε Κοσμάτι(από την ομώνυμη οικογένεια μαρμαρογλυπτών της Ρώμης) , διαδόθηκε στη Δύση, όπου υπήρξε μια αναβίωση της διακόσμησης των δαπέδων των ναών με ψηφίδες και με σκηνές τόσο θρησκευτικές όσο και μυθολογικές.
Από την Αναγέννηση στα σύγχρονα ψηφιδωτά
Ψηφιδωτό του σταδίου Ντιέγκο Ριβέρα, 1957
|
Η νεώτερη αναβίωση του ψηφιδωτού οφείλεται σε πολλούς λόγους, όπως η αγάπη του κοινού για τη μεσαιωνική τέχνη, για το εξπρεσιονιστικό και αφηρημένο στοιχείο που ενυπάρχει στα ψηφιδωτά, η υφή τους, που ταιριάζει στη μοντέρνα αρχιτεκτονική. Η μεγαλύτερη σύγχρονη χρησιμοποίηση του ψηφιδωτού ως αρχιτεκτονικής διακόσμησης συναντάται στο Μεξικό, όπου σημαντικοί καλλιτέχνες διακόσμησαν με ψηφιδωτά δημόσια κτήρια, όπως οι Ντιέγκο Ριβέρα, Φρανσίσκο Έπενς, κ.ά.
Το ψηφιδωτό σήμερα -εκτός από τη συμβατική χρήση του- αποτελεί μια από τις πολυάριθμες τεχνικές για τη διακοσμητική κάλυψη μιας επιφάνειας με τη χρήση διάφορων ανθεκτικών ή μη υλικών.
Προκολομβιανά ψηφιδωτά
Η τεχνική συναντάται στα εδάφη των Μάγια από το 590 π.Χ. , αλλά έγινε πιο γνωστή επί της αυτοκρατορίας των Αζτέκων (1376-1519). Οι μεξικανοί τεχνίτες δούλευαν με οψιδιανό, χαλαζία, βήρυλλο, μαλαχίτη, νεφρίτη, χρυσό , φίλντισι, όστρακο, αλλά κυρίως τυρκουάζ. Λόγω του πλούτου των θρησκευτικών εθίμων χρησιμοποιούσαν τα υλικά αυτά για να κατασκευάσουν τελετουργικά σύνεργα: μάσκες, ασπίδες, κράνη, περιλαίμια, λαβές μαχαιριών, κάτοπτρα, φιγούρες ζώων κλπ.
Μνημειακή χρήση της τεχνικής συναντάται στην υπό τύπο ψηφιδωτού εξωτερική επένδυση τοίχων ορισμένων κτηρίων στη Μίλτα (της Οαχάκα) αλλά και στις περίτεχνες προσόψεις των Μάγια (Γιουκατάν).
ΠΑΠΥΡΟΣ ΛΑΡΟΥΣ ΜΠΡΙΤΑΝΝΙΚΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου