Σελίδες

Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2014

Ζητάμε τα Μάρμαρα του Παρθενώνα, διεκδίκηση που κρίνεται με την αρχή της ακεραιότητας της καλλιτεχνικής δημιουργίας του ίδιου του μνημείου


Τα αγάλματα του Μαυσώλου και της Αρτεμισίας από το Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού διεκδικούν από το Βρετανικό Μουσείο οι Τούρκοι
Την ώρα που οι δηλώσεις του Τζορτζ Κλούνι έκαναν τον γύρο του κόσμου υπέρ της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα, ο σπουδαιότερος μουσειακός θεσμός της Βρετανίας, αν και δέχεται βροχή αιτημάτων για να επιστρέψει παρανόμως αποκτηθέντα έργα τέχνης και παρακολουθεί την κοινή γνώμη να τάσσεται υπέρ των διεκδικούντων, εξακολουθεί να τηρεί σκληρή στάση
Μαίρη Αδαμοπούλου, ΤΑ ΝΕΑ, 06/03/2014
Neil McGregor, director of the British Museum in London stands next to a Cavalrymans quilted coat and helmet from Sudans al-Mahdiya period in the late 19th century, during a photocal, Thursday, Aug. 12, 2004, at which the museum announced it will mount a major Sudanese exhibition opening on Sept. 9. (AP Photo/Richard Lewis)
{{ (File:AP040812014898.jpg)(Country:GBR XEN)(City:LONDON)(Object:ART SUDAN EXHIBIT) }}
Benin Bronzes at the British Museum

Καυχιέται πως µε µία µόνο επίσκεψη στις αίθουσές του µπορεί κάποιος να ταξιδέψει στον χρόνο και να δει τα επιτεύγµατα του ανθρώπου τα τελευταία δύο εκατοµµύρια χρόνια. Στις προθήκες του εκτίθενται έργα τέχνης από 120 χώρες του κόσµου – από την Ελλάδα έως τη Γουινέα και από τη Γροιλανδία έως την Υεµένη – και µαζί µε όσα βρίσκονται στις κατάµεστες αποθήκες του εκτιµάται ότι διαθέτει περισσότερα από οκτώ εκατοµµύρια αντικείµενα, που πέρασαν το κατώφλι του για να τα θαυµάσουν µόνο µέσα στην περασµένη χρονιά 6,7 εκατ. επισκέπτες – αριθµός-ρεκόρ. Ο λόγος για το Βρετανικό Μουσείο, που πέρα από το αποικιοκρατικής λογικής μουσείο, το οποίο ενδύεται τον μανδύα του εγκυκλοπαιδικού, στο πνεύμα του Διαφωτισμού, θα μπορούσε να έχει και την προσωνυμία «μουσείο των αντιφάσεων». Για ποιους λόγους;
Αντίφαση πρώτη. Απέχει πολύ από αυτό που θα περίμενε κάποιος να δει κάτω από τον τίτλο ενός εθνικού μουσείου, όπως θα συνέβαινε για παράδειγμα στην Ελλάδα, την Ιταλία ή την Αίγυπτο. Για πολλούς ίσως να μοιάζει οξύμωρο το γεγονός ότι στο Βρετανικό Μουσείο χωράνε οι πολιτισμοί όλου του κόσμου όταν έχουν εξοικειωθεί με μουσεία εθνικά, θεματικά ή τοπικά με ανάλογα εκθέματα της κάθε περιοχής. Πόσω δε μάλλον όταν ακόμη και το ίδιο το μουσείο δεν προβάλλει στα έργα-σταθμούς που πρέπει οπωσδήποτε κάποιος να δει τα αντικείμενα από τη Βρετανία, αλλά εκείνα από την Αίγυπτο, τη Σκανδιναβία και τη Μεσοποταμία.
Αντίφαση δεύτερη. Αρνείται πεισματικά όχι να επιστρέψει στην Ελλάδα τα Γλυπτά του Παρθενώνα που η χώρα μας τα διεκδικεί ήδη από τον 19ο αιώνα, αλλά ούτε καν να συζητήσει το ζήτημα, καθώς επιμένει να θέτει θέμα ιδιοκτησίας. Και ενώ ως βασικό επιχείρημά του κατά του ελληνικού αιτήματος είναι ότι «τα Γλυπτά ανήκουν σε ολόκληρη την ανθρωπότητα», την ίδια στιγμή αρνείται να εξετάσει και το ενδεχόμενο του δανεισμού τους αν η Ελλάδα δεν αναγνωρίσει το Βρετανικό Μουσείο ως νόμιμο ιδιοκτήτη των Γλυπτών, τα οποία αφαίρεσε με βάναυσο τρόπο ο λόρδος Ελγιν από τον Παρθενώνα δωροδοκώντας τους οθωμανούς προύχοντες.
Αντίφαση τρίτη. Κάθε μουσείο ανά τον κόσμο – και το Βρετανικό ως ένα από τα μεγαλύτερα και καλύτερα εξοπλισμένα παγκοσμίως – ισχυρίζεται ότι προστατεύει τα εκθέματά του. Κι όλα αυτά την ώρα που όχι μόνο κινδύνευσε το σημαντικότερο μνημείο της κλασικής αρχαιότητας να καταστραφεί από τη βίαιη απόσπαση των Γλυπτών, αλλά και που εν συνεχεία τα Γλυπτά από τον Παρθενώνα καθαρίστηκαν με βάναυσο τρόπο, όπως αποδείχθηκε, για να γίνουν ολόλευκα.
Και βεβαίως η περίπτωση της Ελλάδας – που ήρθε για ακόμη μία φορά στο προσκήνιο και μάλιστα με αναπάντεχο τρόπο χάρη στις δηλώσεις του Τζορτζ Κλούνι, λίγες ημέρες πριν από την επέτειο θανάτου της Μελίνας Μερκούρη, η οποία ξεκίνησε το 1982 την καμπάνια υπέρ της επιστροφής – δεν είναι μοναδική.
Τον επαναπατρισμό των δικών τους «ελγινείων» (βάναυσα αποσπασμένων ή κλεμμένων αρχαιοτήτων) διεκδικούν και οι Αιγύπτιοι, οι οποίοι ζητούν επανειλημμένως – και ειδικά όταν ήταν στα πράγματα ο σκληρός διαπραγματευτής και ισχυρός άνδρας της αιγυπτιακής αρχαιολογίας Ζαχί Χαουάς – την περίφημη Στήλη της Ροζέτας, την πλάκα εκείνη με την ίδια επιγραφή γραμμένη σε ιερογλυφικά, ελληνικά και δημώδη αιγυπτιακά, χάρη στην οποία αποκρυπτογραφήθηκαν τα ιερογλυφικά.
Οι Τούρκοι διεκδικούν εδώ και καιρό μια στήλη από βασάλτη του 1ου αι. μ.Χ. στην οποία απεικονίζεται ο Αντίοχος Α’ ο Επιφανής να χαιρετά τον Ηρακλή, ενώ προσφάτως στις διεκδικήσεις τους προσέθεσαν και τα εντυπωσιακά αγάλματα του Μαυσώλου και της Αρτεμισίας που θεωρείται ότι βρίσκονταν στην κορυφή του Μαυσωλείου της Αλικαρνασσού, το οποίο ήταν ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου.
Η Νιγηρία πιέζει έντονα για να της επιστραφούν τα χάλκινα του Μπενίν – αναθηματικά ανάγλυφα πλακίδια – που λεηλατήθηκαν από το ομώνυμο παλάτι και διασκορπίστηκαν σε διάφορα μουσεία, με το Βρετανικό Μουσείο να διαθέτει στις συλλογές του τη μερίδα του λέοντος, περί τα 700 κομμάτια.
Η Κίνα από την πλευρά της προσφάτως άνοιξε θέμα επιστροφής 23.000 κομματιών που κατέληξαν στις συλλογές του μουσείου, ύστερα από λεηλασία του βρετανικού στρατού κατά την εξέγερση των Μπόξερ τον 19ο αι.
Ο κατάλογος είναι αρκετά μακρύς. Για να μη συμπεριλάβουμε βεβαίως τις αρχαιότητες που είναι μεν κλεμμένες, αλλά δεν διεκδικούνται, όπως από την πλευρά της Ελλάδας η έκτη Καρυάτιδα από το Ερέχθειο, που επίσης απήχθη από τον Ελγιν, ή η ανάγλυφη ζωφόρος από τον ναό του Επικούριου Απόλλωνα στις Βάσσες της Φιγαλείας.
Εδώ θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι το Βρετανικό δεν είναι παρά ένα από τα δημόσια και ιδιωτικά μουσεία παγκοσμίως που επιχειρούν να παρουσιάσουν το πανόραμα της Ιστορίας του Πολιτισμού, όπως το Λούβρο στο Παρίσι, το Ερμιτάζ στην Αγία Πετρούπολη, το Μητροπολιτικό της Νέας Υόρκης και το Γκέτι στο Μαλιμπού, μέσα από αντικείμενα που συχνά εκλάπησαν από τις χώρες δημιουργίας τους, κατέληξαν σε ιδιωτικές συλλογές και εν τέλει μέσω δωρεών στις αίθουσες μουσείων. Αρκεί να σκεφθεί κανείς ότι το Αρχαιολογικό Ινστιτούτο της Αμερικής εκτιμά ότι το 85%-90% των αρχαιοτήτων που κυκλοφορούν στην αγορά δεν συνοδεύονται από πιστοποιητικά προέλευσης. Το ζήτημα λοιπόν που εδώ και χρόνια πλανάται και κατά διαστήματα έρχεται στην επικαιρότητα, είναι αν δικαιούνται μεγάλα μουσεία του εξωτερικού να συγκεντρώνουν θησαυρούς από άλλες χώρες. Και σε ποιον ανήκουν οι αρχαιότητες και, τελικά, ο πολιτισμός;
ΤΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ. Οι υποστηρικτές των εγκυκλοπαιδικών μουσείων υποστηρίζουν ότι αυτά έχουν μεγαλύτερη επισκεψιμότητα και επιτρέπουν σε περισσότερο κόσμο να γνωρίσει και να θαυμάσει τα συγκεκριμένα έργα τέχνης. Κάτι με το οποίο δεν διαφωνούν και έλληνες αρχαιολόγοι.
Ο διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη, Αγγελος Δεληβορριάς, άλλωστε έχει δημόσια υποστηρίξει ότι «η Ελλάδα δεν διεκδικεί την επιστροφή της Νίκης της Σαμοθράκης, που είναι υπέροχα στημένη στο Λούβρο και προβάλλει τον ελληνικό πολιτισμό. Ζητά τα Μάρμαρα του Παρθενώνα, διεκδίκηση που κρίνεται με την αρχή της ακεραιότητας της καλλιτεχνικής δημιουργίας του ίδιου του μνημείου».
«Η διασπορά αρχαιοτήτων σε όλο τον κόσμο μειώνει τις πιθανότητες καταστροφής, που θα υπήρχαν αν ήταν όλες στο ίδιο μέρος» υποστηρίζει ο αρθρογράφος των «Νιου Γιορκ Τάιμς» Τζον Τίρνι, που εκτιμά ότι «προστατεύονται καλύτερα από ιδιώτες και μουσεία απ’ ό,τι από κυβερνήσεις, ιδιαίτερα όταν είναι διεφθαρμένες».
Πιο μακριά πάει την υπόθεση ο Τζέιμς Κούνο, διευθυντής του Ινστιτούτου Τεχνών του Σικάγου, καθώς υποστηρίζει ότι ουσιαστικά δεν πρέπει οι διάφορες χώρες να διεκδικούν έργα τέχνης που κάποτε γεννήθηκαν στην εδαφική τους επικράτεια καθόσον οι Κόπτες δεν έχουν σχέση με τους Αιγυπτίους, οι Θιβετιανοί με την Κίνα και οι Κούρδοι με το Ιράκ.
«Σημασία έχει η αξία των πολιτιστικών αγαθών για τους ανθρώπους και όχι για τους λαούς. Δεν είναι οι λαοί που βιώνουν και αξιολογούν την τέχνη. Μόλις το καταλάβουμε αυτό, τότε δεν υπάρχει κανένας λόγος για τον οποίο ένα ισπανικό μουσείο δεν μπορεί και δεν πρέπει να φυλάσσει ένα σκανδιναβικό ποτήρι που έχει αποκτήσει νόμιμα σε μια δημοπρασία» υποστηρίζει από την πλευρά του ο καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον, Κουάμε Απία.
«Είναι λογικό η απόφαση για την τύχη παρόμοιων αντικειμένων να λαμβάνεται από την κυβέρνηση στο έδαφος της οποίας δημιουργήθηκαν. Η σωστή κατάληξη γι’ αυτά δεν είναι ότι πάντα πρέπει να μένουν στη χώρα όπου βρέθηκαν θαμμένα» καταλήγει.
Ακόμη όμως και οι υποστηρικτές των πολυσυλλεκτικών μουσείων, όσο κι αν προσπαθούν να διατηρήσουν κεκτημένα με τα οποία γαλουχήθηκαν, όπως τα μουσεία γεμάτα από αρχαιότητες-προϊόντα αρχαιοκαπηλίας, παραδέχονται ότι «υπάρχουν έργα τέχνης που ο καλύτερος τρόπος για να τα εκτιμήσεις είναι να τα δεις εκεί όπου δημιουργήθηκαν. Γι’ αυτό πρέπει να παραμείνει η Πυραμίδα του Χέοπος στην Αίγυπτο και το Πάνθεον στη Ρώμη» επισημαίνει ο Τζον Τίρνι, «ξεχνώντας» να αναφέρει τον βαριά τραυματισμένο Παρθενώνα που είναι μεν στη θέση του, αλλά μισός, καθώς ο άπληστος λόρδος Ελγιν δεν πριόνισε απλώς τον αρχιτεκτονικό του διάκοσμο, αλλά απέσπασε πολύτιμα αρχιτεκτονικά του μέλη.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου