Αντιμετώπιση των Αγωνιστών του 1821-----
Η «εφιαλτική» από τους Κυβερνώντες,
Αντιμετώπιση των Αγωνιστών του 1821
Οι Βαυαροί, (Γερμανοί) που ήρθαν με τον Όθωνα και κυβέρνησαν την Ελλάδα
απολυταρχικά επί τριάντα ολόκληρα χρόνια (1833-1862), θα περιφρονήσουν και θα
αγνοήσουν και τους φτωχούς λαϊκούς αγωνιστές του ’21, που είχαν ποτίσει με
ποταμούς αιμάτων το δέντρο της λευτεριάς και που τώρα ζητούσαν αποκατάσταση.----
Ορισμένες φορές η περιφρόνηση αυτή λαμβάνει την μορφή ωμής καταδίωξης και
φυσικής εξόντωσης. Κραυγαλέες περιπτώσεις οι θανατικές καταδίκες των πατριωτών
στρατηγών Θεοδώρου Κολοκοτρώνη (25 Μαΐου 1834) και Γιάννη Μακρυγιάννη (16
Μαρτίου 1853), του Νικολάου Πλαπούτα κλπ.
«Έτσι δυσαρεστημένη και αγανακτισμένη
έσβησε η τάξη των αγωνιστών με το πέρασμα του χρόνου».
Το απαράδεκτο αυτό φαινόμενο βρήκε την έκφρασή του στην λογοτεχνία της
εποχής. Στην ποίηση, την πεζογραφία (δηλαδή κυρίως στα Απομνημονεύματα του
Αγώνα) και το θέατρο. Οι προοδευτικοί λογοτέχνες του περασμένου αιώνα
διεκτραγωδούν την οικονομική εξαθλίωση των αγωνιστών, οι οποίοι, φτωχοί και
ρακένδυτοι, ζητιανεύουν για να ζήσουν και μερικοί πεθαίνουν στους δρόμους από
την πείνα.
Και το ιδιαίτερα σημαντικό είναι ότι, πέρα από τις ιδεολογικές και
τεχνοτροπικές διαφορές τους, τα κείμενα αυτά συνδέονται μεταξύ τους με έναν
κοινό ηθικό παρονομαστή, ιδιαίτερα ισχυρό και επίμονο. Απέναντι στο ίδιο
φαινόμενο η αντίδραση συγγραφέων ποικιλότατης ιδιοσυγκρασίας και παιδείας, από
τον Μακρυγιάννη ως τον Αλέξανδρο Σούτσο, διαμορφώνει μιαν ενιαία στάση: πικρή
απογοήτευση και επαναστατική διαμαρτυρία.
* Νικηταράς ο Τουρκοφάγος: Όταν η
Τρίπολη καταλήφθηκε από τους Έλληνες, δε ζήτησε κανένα λάφυρο για τον εαυτό του
και όταν του πρόσφεραν ένα αδαμαντοκόλλητο σπαθί, το έκανε δώρο στην προσωρινή
κυβέρνηση. Όταν οι Έλληνες κατέστρεψαν τη στρατιά του Δράμαλη στα στενά των
Δερβενακίων, ο Νικηταράς μαζί με τους Δημήτριο Υψηλάντη και Παπαφλέσσα, είχε
καταλάβει τη χαράδρα γύρω από τον Άγιο Σώστη, απ’ όπου θα περνούσαν οι Τούρκοι,
τους προκάλεσε δε μεγάλη καταστροφή.
Καθώς ο Δράμαλης υποχωρούσε προς το Άργος, ο Νικηταράς κατέλαβε την οχυρή
θέση Αγινόρι και σκότωσε πολλούς Τούρκους που προσπάθησαν να διαφύγουν μέσω
αυτής. Συνετέλεσε στο να υποχωρήσει τελικά ο Δράμαλης, υφιστάμενος πανωλεθρία.
Στη μάχη αυτή πήρε και το όνομα τουρκοφάγος, καθώς, σύμφωνα με ιστορικές πηγές,
έσπασε τρεις σπάθες με τη δύναμη με την οποία χτυπούσε. Στο τέλος της μάχης το
χέρι του είχε μαρμαρώσει και δεν μπορούσε να αφήσει την σπάθα. (26 – 28 Ιουλίου
1822).
Ο Νικηταράς πήρε μέρος σε πολλές ακόμη μάχες μέχρι που απελευθερώθηκε η χώρα.
Επί Καποδίστρια και Όθωνα ανήκε στο κόμμα των Ναπαίων (Ρωσόφιλων). Η ελληνική
κυβέρνηση, φοβούμενη ότι το ρωσόφιλο κόμμα επεδίωκε να αντικαταστήσει τον
βασιλιά Όθωνα με κάποιον Ρώσο πρίγκιπα, συνέλαβε το Νικηταρά το 1839 και τον
καταδίκασε, αν και παντελώς αθώο, σε ενάμιση χρόνο φυλακή, την οποία
εξέτισε στις φυλακές της Αίγινας. Όταν αποφυλακίστηκε, ή υγεία του ήταν
εξασθενημένη από τα βασανιστήρια που του έκαναν κατά τη διάρκεια της φυλάκισης
του. Έπασχε από ζάχαρο χωρίς να το γνωρίζει με αποτέλεσμα να χάσει σε μεγάλο
βαθμό την όραση του.
Βίωσε την αχαριστία και την αγνωμοσύνη της ελληνικής πολιτείας όταν του
αρνήθηκε μια αξιοπρεπή σύνταξη ώστε να ζει αυτός και η οικογένεια του ευπρεπώς
και αντί αυτού, του χορηγήθηκε «άδεια επαιτείας» στον ναό της Ευαγγελίστριας
κάθε Παρασκευή. Το 1843 όταν ο βασιλιάς Όθωνας αναγκάστηκε να δώσει σύνταγμα
στην Ελλάδα, του απομενήμηθηκε ο βαθμός του υποστράτηγου μαζί με μία πενιχρή
σύνταξη. Πέθανε το 1849 σε ηλικία 68 ετών. Τελευταία του επιθυμία ήταν να ταφεί
δίπλα στο Κολοκοτρώνη όπως και έγινε.
Νικηταρά – Νικηταρά πού’χεις στα πόδια σου φτερά
και στην καρδιά ατσάλι
* Οδυσσέας Ανδρούτσος: Οι παλιές
προστριβές του Ανδρούτσου με τους καλαμαράδες, όπως ονόμαζε τους πολιτικούς, και
οι έντονες αντιδράσεις του, η τάση τέλος της Κυβέρνησης Κουντουργιώτη να τον
παραγκωνίζει και να μην του χορηγεί τα απαιτούμενα χρήματα και εφόδια για τη
συγκρότηση ισχυρού στρατού και στρατοπέδων στη Στερεά, είχαν απογοητεύσει τον
Ανδρούτσο.
Ο εμφύλιος πόλεμος στην Πελοπόννησο, η απροθυμία της κυβερνήσεως να τον
βοηθήσει και ο κίνδυνος των επαρχιών της Στερεάς Ελλάδας από την προέλαση των
τουρκικών στρατευμάτων, τον είχαν κάνει στις αρχές Αυγούστου 1824 να έλθει σε
επαφή με τους Τούρκους αρχηγούς για να βάλει ξανά καπάκια, μολονότι μόλις τον
Απρίλιο, στη συνέλευση των Σαλώνων, είχε αποφασισθεί «κανένας στρατιωτικός να
μην ημπορεί να βάλει τα λεγόμενα καπάκια».
Διαβλέποντας παντού μηχανορραφίες των πολιτικών, ο Ανδρούτσος αποσύρεται
απογοητευμένος στη σπηλιά του, στη Μαύρη Τρύπα, στα βόρεια του Παρνασσού, κοντά
στο χωριό Βελίτσα. Οι κινήσεις και οι διαθέσεις του όμως τον έκαναν περισσότερο
ύποπτο στην κυβέρνηση, και κυρίως στον Κωλέττη και στους άλλους εχθρούς του, που
ζητούσαν να διορίσουν άλλους καπεταναίους στη θέση του.
Η καχυποψία του ενισχύθηκε όταν έμαθε τη σύλληψη του Κολοκοτρώνη. Τα γεγονότα
αυτά επηρέασαν τόσο πολύ τον Ανδρούτσο, ο οποίος θέλοντας να φοβίσει τους
καλαμαράδες, ενώθηκε με τους Τούρκους με τον όρο να του δώσουν την αρχηγία των
επαρχιών της Εύβοιας, Ταλαντίου, Λιβαδιάς και Θήβας. Η συμφωνία που κλείστηκε
τότε με τον Ομέρ πασά του Ευρίπου «ήταν κάτι περισσότερο από τα συνηθισμένα
καπάκια, ήταν μια πράξη απελπισίας που έφθανε στα όρια της προδοσίας». Ο
πραγματικός της σκοπός φαίνεται από όσα γράφει ο Σπηλιάδης, «…αν εφάνη
συνεννοούμενος με τον εχθρό δεν αποδείχνει άλλο ειμή ότι ηπείλει την κυβέρνησιν,
και εν ταυτώ ηπάτα τους Τούρκους δια τον σκοπόν του »
Τότε η κυβέρνηση, για να αντιμετωπίσει την ύποπτη στάση του διόρισε στις 20
Φεβρουαρίου 1825 το παλιό πρωτοπαλίκαρό του Γιάννη Γκούρα αρχηγό της εκστρατείας
στην ανατολική Ελλάδα και του χορήγησε 140.000 γρόσια. Ο Γκούρας βάδισε προς τη
Δόμβραινα και από εκεί στη Λειβαδιά. Οι κυβερνητικές δυνάμεις τον ακολούθησαν
καταπόδι και τον ανάγκασαν, αυτόν και τους 400 Τούρκους ντελήδες (ιππείς) που
του είχε στείλει ο Ομέρ πασάς από τη Χαλκίδα, να υποχωρήσουν στη Χαιρώνεια και
κατόπιν στην πατρίδα του Λιβανάτες. Στο μοναστήρι της Βελιβούς, μεταξύ 27
Μαρτίου- 7 Απριλίου, η θέση του Ανδρούτσου έγινε δύσκολη και τελικά, μετά από
συνεννοήσεις με τον Νικόλαο Γκριτζιώτη, εγκατέλειψε κρυφά τους ντελήδες και
παραδόθηκε στον Γκούρα που τον έστειλε με συνοδεία στην Αθήνα.
Μόλις έφθασε εκεί, τον έκλεισαν σε φυλακή στο κάτω μέρος του ψηλού Γουλά
(πύργου) που υψωνόταν δεξιά στην είσοδο των Προπυλαίων της Ακρόπολης. Τότε έγινε
απόπειρα απελευθέρωσης του Ανδρούτσου. Όταν ο Γκούρας ο οποίος είχε
στρατοπεδεύσει στον Όσιο Λουκά, επειδή είχε ανάγκη από τρόφιμα και πολεμοφόδια
για να αντιμετωπίσει τον Ντεμίρ πασά και τον Μουστάμπεη οι οποίοι είχαν μπει στα
Σάλωνα, είχε στείλει τον παλαιό γραμματικό του Οδυσσέα Γεωργαντά να κάνει
προμήθειες στο Λουτράκι. Εκεί θα συναντήσει τον Γεώργιο Καραϊσκάκη, φίλο του
Ανδρούτσου και τον Κώστα Μπότσαρη. Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης μόλις έμαθε τα
γεγονότα σχετικά με τη φυλάκιση του Ανδρούτσου, εξοργίστηκε και «έβρισε τον
Γκούρα παλιόβλαχο» Ο Καραϊσκάκης θα ξεκινήσει για το στρατόπεδο της Στερεάς για
να απελευθερώσει τον φίλο του.
Ο Γκούρας θα οχυρωθεί εκεί και ο Καραϊσκάκης δεν θα μπορέσει να τον
απελευθερώσει. Για να αποκλιμακώσει την ένταση η Διευθυντική Επιτροπή της
Ανατολικής Στερεάς Ελλάδος έστειλε επιστολή στην έδρα της διοικήσεως
γνωμοδοτώντας την μετάθεση του Γκούρα στο στρατόπεδο της Αθήνας και η κυβέρνηση
να μαλακώσει τον Καραϊσκάκη. Περιμένοντας να δικαστεί ο Ανδρούτσος, στις 5
Ιουνίου μετά τα μεσάνυχτα, ο οπλαρχηγός Μαμούρης και Γκούρα, οργάνωσαν την
δολοφονία του μεγάλου αγωνιστή.
Εκτελεστικά όργανα της δολοφονίας ήταν οι Ιωάννης Μαμούρης, Παπακώστας
Τζαμάλας, Μήτρος της Τριανταφυλλίνας και ο στρατιώτης Θεοχάρης από το Λιδωρίκι,
ενεργώντας κατά διαταγή του Γκούρα, απομάκρυναν τον δεσμοφύλακα, μπήκαν στο κελί του Οδυσσέα Ανδρούτσου και τον
θανάτωσαν με τα ίδια τους τα χέρια. Ύστερα γκρέμισαν το σώμα του από
τον Γουλά κάτω στο λιθόστρωτο του ναού της απτέρου Νίκης και διέδωσαν ότι τάχα ο
φυλακισμένος είχε επιχειρήσει να δραπετεύσει, αλλά το σχοινί που χρησιμοποίησε
κόπηκε και έτσι σκοτώθηκε.
* Μπουμπουλίνα η Λασκαρίνα: Μετά
την κατάληψη του Ναυπλίου από τους Έλληνες στις 30 Νοεμβρίου 1822, το νεοσύστατο
κράτος της έδωσε κλήρο στην πόλη ως ανταμοιβή για την προσφορά της στο έθνος και
η Μπουμπουλίνα εγκαταστάθηκε εκεί. Στα τέλη του 1824, η Ελλάδα υποφέρει από τον
δεύτερο εμφύλιο πόλεμο, όπου η Κυβέρνηση Κουντουριώτη (η κυβέρνηση των
Καπεταναίων των νησιών) υπερισχύει του συνασπισμού των Κοτζαμπάσηδων και των
Στρατιωτικών της Πελοποννήσου, με αποτέλεσμα ο Πάνος Κολοκοτρώνης, που
διατελούσε φρούραρχος Ναυπλίου, να δολοφονηθεί και ο Κολοκοτρώνης να συλληφθεί
και να φυλακιστεί μαζί με άλλους οπλαρχηγούς σε ένα μοναστήρι της Ύδρας, τον
Προφήτη Ηλία.
Η Μπουμπουλίνα αντέδρασε και ζήτησε την αποφυλάκιση του Κολοκοτρώνη,, λόγω
του σεβασμού που έτρεφε προς αυτόν. Τότε η ίδια κρίνεται επικίνδυνη από την
Κυβέρνηση και συλλαμβάνεται δύο φορές από το Υπουργείο Αστυνομίας με εντολή να
φυλακιστεί. Τελικά η Μπουμπουλίνα εξορίστηκε
στις Σπέτσες χάνοντας τον κλήρο γης που το Κράτος της είχε παραχωρήσει
στο Ναύπλιο.
Το 1825 και ενώ η Μπουμπουλίνα ζούσε στις Σπέτσες, πικραμένη από τους
πολιτικούς και την εξέλιξη του Αγώνα και έχοντας ξοδέψει όλη την περιουσία της
στον πόλεμο, η Ελλάδα βρέθηκε ξανά σε μεγάλο κίνδυνο. Στις 12 Φεβρουαρίου ο
Αιγύπτιος ναύαρχος Ιμπραήμ Πασάς με έναν τουρκοαιγυπτιακό στόλο, αποβιβάζεται
στο λιμάνι της Πύλου στην Πελοπόννησο με 4.400 άντρες, σε μια τελευταία
προσπάθεια να σταματήσει την επανάσταση.
Η Μπουμπουλίνα, παραμερίζοντας την δυσαρέσκειά της για τους πολιτικούς και
καθοδηγούμενη μόνο από την φιλοπατρία της, άρχισε να προετοιμάζεται για νέες
μάχες όταν έρχεται όμως τότε το άδοξο τέλος της, στις 22 Μαΐου 1825. Ο
μικρότερος γιος της από τον πρώτο της γάμο, ερωτεύεται την κόρη της πολύ
πλούσιας οικογένειας των Κουτσαίων στις Σπέτσες.
Οι Κουτσαίοι ήταν πάρα πολύ πλούσια οικογένεια και πρόκριτοι των Σπετσών, οι
οποίοι όμως δεν ήθελαν τον γάμο μεταξύ των δύο οικογενειών διότι η Μπουμπουλίνα
είχε ξοδέψει πια την τεράστια περιουσία της και είχε παραπέσει οικονομικά.
Υπάρχει και η εκδοχή ότι η κοπέλα αυτή, Ευγενία Κούτση, ήταν ήδη λογοδοσμένη να
πάρει κάποιον άλλον πλουσιότερο Σπετσιώτη. Οι δύο νέοι όμως αγαπιούνται,
κλέβονται και πηγαίνουν στο σπίτι του πρώτου άντρα της Μπουμπουλίνας, του
Δημητρίου Γιάννουζα.
Η Μπουμπουλίνα μαθαίνει το γεγονός και πάει και αυτή στο σπίτι να δει τι
γίνεται, λίγο αργότερα καταφθάνουν και οι Κουτσαίοι πολύ εξαγριωμένοι με την
απαγωγή, την οποία θεώρησαν μεγάλη προσβολή σύμφωνα με τα έθιμα της εποχής. Κατά
την διάρκεια μιας πάρα πολύ μεγάλης λογομαχίας μεταξύ Μπουμπουλίνας και
Κουτσαίων, o Ιωάννης Κούτσης πυροβολεί την Μπουμπουλίνα το βόλι την πετυχαίνει
στο μέτωπο και την αφήνει αμέσως νεκρή.
Έτσι η Μπουμπουλίνα, που αφιέρωσε
όλη της τη ζωή για την απελευθέρωση του έθνους της, δολοφονήθηκε ύπουλα
σε μια γελοία συμπλοκή. Οι Ρώσοι μετά τον θάνατό της, της απένειμαν τον
τίτλο της «Ναυάρχου», έναν τίτλο με παγκόσμια μοναδικότητα για γυναικεία μορφή.
Η ελληνική πολιτεία έκλεισε την υπόθεση και δεν αναζήτησε τους δράστες.
* Μαντώ Μαυρογένους: Καταγόταν
από ελληνική οικογένεια της Ρουμανίας, η οποία έφυγε κρυφά για την Ιταλία.
Εγκαταστάθηκαν στην Τεργέστη και εκεί ο πατέρας της Nικόλαος Μαυρογένης
ασχολήθηκε με το εμπόριο. Με την έναρξη της Επανάστασης πήγε στην Μύκονο και
ξεσήκωσε τους κατοίκους εναντίον των Τούρκων. Με πλοία εξοπλισμένα με δικά της
έξοδα, καταδίωξε τους πειρατές που λυμαίνονταν τις Κυκλάδες και αργότερα
πολέμησε στο Πήλιο, στη Φθιώτιδα και στη Λιβαδειά.
Κάτοχος της γαλλικής γλώσσας, συνέταξε συγκινητική έκκληση προς τις γυναίκες
της Γαλλίας, ζητώντας τη συμπαράστασή τους στον πληθυσμό της Ελλάδας. Για τον
Αγώνα διέθεσε όλη της την περιουσία. Για τη δραστηριότητά της, συνολικά, ο
Ιωάννης Καποδίστριας της απένειμε -τιμή μοναδική σε γυναίκα- το αξίωμα του
επίτιμου αντιστράτηγου και της παραχώρησε κεντρικό σπίτι στο Ναύπλιο.
Επίσης, αξίζει να σημειωθεί πώς, εκτός από τη Γαλλική, μιλούσε άπταιστα την
Ιταλική αλλά και την Τουρκική. Μετά την Επανάσταση, απογοητευμένη από την άτυχη
ερωτική περιπέτειά της με το Δημήτριο Υψηλάντη και καταδιωκόμενη από τον Ιωάννη
Κωλέττη, ξαναγύρισε στη Μύκονο και έπειτα από λίγα χρόνια πέθανε πολύ φτωχή παραγκωνισμένη από την οικογένεια
της και λησμονημένη από την πατρίδα που ελευθέρωσε.
* Πλαπούτας (ἢ Κολιόπουλος) Δημήτριος
(Παλούμπα Γορτυνίας, 1786-1864) Φιλικός και οπλαρχηγός του 1821,
στενός συνεργάτης του Θ. Κολοκοτρώνη. Μὲ τοὺς διωγμοὺς τῶν Τούρκων, πήγε στη
Ζάκυνθο και κατατάχθηκε στον αγγλικό στρατό ὡς εκατόνταρχος. Επιστρέφοντας στὸ
Μοριά, έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στον ξεσηκωμό της Γορτυνίας. Μετά την
απελευθέρωση ὑποστήριξε τὸν Ἰ. Καποδίστρια καὶ πῆρε τὸ βαθμὸ τοῦ συνταγματάρχη.
Εκλέχτηκε πληρεξούσιος Γορτυνίας στὴν Δ´ Ἐθνοσυνέλευση τοῦ Ἄργους (1824).
Το 1832 ταξίδεψε στὸ Μόναχο μαζί με τον Κ. Μπότσαρη και Ἀ. Μιαούλη νια να
υποβάλλουν χαιρετισμό στὸν πρίγκιπα Ὄθωνα, μέλλοντα βασιλιά της Ελλάδας. Το 1833
τον κατηγόρησαν, μαζὶ μὲ τον Θ. Κολοκοτρώνη ως υποπτο συνωμοσίας εναντίον της
αντιβασιλείας, πριν από την ενηλικίωση τοῦ Όθωνα. Οἱ δυό αγωνιστές κλείστηκαν στις φυλακές τοῦ
Ναυπλίου, δικάστηκαν καὶ καταδικάστηκαν σε θάνατο, με την κατηγορία της εσχάτης
προδοσίας. Με την ενηλικίωση τοῦ βασιλιά, τους δόθηκε χάρη και
αποφυλακίστηκαν. Ἔγινε γερουσιαστής καὶ αποσύρθηκε στὴ γενέτειρά του με το βαθμό
του αντιστράτηγου. Πέθανε απογοητευμένος στον οἰκογενειακὸ πύργο, που σώζεται
ακόμη καὶ αποτελεί αξιοθέατο σημείο για τους επισκέπτες.
* Θεόδωρος Κολοκοτρώνης: Σημείο
αναφοράς της ομιλίας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στη Πνύκα (1838) αποτελεί το
παρακάτω απόσπασμα:
«Όταν αποφασήσαμε
να κάμομε την Επανάσταση, δεν εσυλογισθήκαμε, ούτε πόσοι είμεθα, ούτε πως δεν
έχομε άρματα, ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις, ούτε
κανένας φρόνιμος μας είπε: «Που πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα
βατσέλα;», αλλά , ως μία βροχή, έπεσε σε όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας
μας, και όλοι, και οι κληρικοί, και οι προεστοί, και οι καπεταναίοι, και οι
πεπαιδευμένοι, και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το
σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση.
Υπήρξε ένθερμος οπαδός της πολιτικής του Καποδίστρια και πρωτοστάτησε στα
γεγονότα για την ενθρόνιση του Όθωνα. Το 1833, όμως, οι διαφωνίες του με την
Αντιβασιλεία τον οδήγησαν, μαζί με άλλους αγωνιστές, πάλι στις φυλακές του
Ιτς-Καλέ στο Ναύπλιο με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας και στις 25 Μαΐου
1834, μαζί με τον Πλαπούτα, καταδικάστηκε σε θάνατο. Έλαβε χάρη μετά την
ενηλικίωση του Όθωνα το 1835, οπότε και ονομάστηκε στρατηγός και έλαβε το αξίωμα
του «Συμβούλου της Επικρατείας».
Στο μεταξύ, ο Κολοκοτρώνης είχε περάσει
στις φυλακές μεταχείριση που δεν του είχαν επιφυλάξει ούτε οι Οθωμανοί διώκτες
του. Έζησε για εφτά μήνες στα μπουντρούμια των μεσαιωνικών φυλακών στο
Παλαμήδι και την Ακροναυπλία. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Κολοκοτρώνης
υπαγόρευσε στον Γεώργιο Τερτσέτη τα «Απομνημονεύματά» του, που κυκλοφόρησαν το
1851 με τον τίτλο Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836
και τα οποία αποτελούν πολύτιμη πηγή για την Ελληνική Επανάσταση. Ο Θεόδωρος
Κολοκοτρώνης πέθανε μια νύχτα του 1843 από εγκεφαλικό επεισόδιο, επιστρέφοντας
από γλέντι στα βασιλικά ανάκτορα.
«Μ’ έβαλαν έξι
μήνες μυστική φυλακή, χωρίς να δω άνθρωπο εκτός του δεσμοφύλακα. Δεν ήξερα τι
γίνεται για έξι μήνες, ούτε ποιος ζει, ούτε ποιος πέθανε, ούτε ποιόν [άλλον]
έχουν στη φυλακή. Για τρεις μέρες δεν ήξερα πως υπάρχω, μου φαινόταν σαν όνειρο.
Ρωτούσα τον εαυτό μου αν ήμουν εγώ ο ίδιος ή άλλος κανένας. Δεν ήξερα γιατί μ’
έχουν κλεισμένο. Με τον καιρό μου πέρασε απ’ το νου, πως ίσως η Κυβέρνηση,
βλέποντας την υπόληψη που ‘χε ο λαός προς εμένα, με φυλάκισε για να μου κόψει
την επιρροή. Ποτέ δεν πίστεψα πως θα φτάσουν σε τέτοιο σημείο να φτιάξουν
ψευδομάρτυρες».
Κίτσος Τζαβέλας: Συνεργάστηκε με
τον Καραϊσκάκη στη νίκη της Άμπλιανης το 1824. Πολέμησε στο Δίστομο και στο
Κρεμμύδι της Πύλου. Διέσπασε τα στρατεύματα του Κιουταχή τον Ιούνιο του 1825 στο
Μεσολόγγι και μπήκε στην πόλη. Κατά την ηρωική έξοδο των Μεσολογγιτών αρχηγός
2.500 ανθρώπων έσπασε τις γραμμές των Τούρκων και πήγε στα Σάλωνα (Άμφισσα) με
1.300 άνδρες. Πήρε μέρος μαζί με τον Καραϊσκάκη στις μάχες τις Αττικής και, μετά
το θάνατο του δεύτερου, ανατέθηκε σ’ αυτόν η αρχιστρατηγία, προσωρινά.
Ο Καποδίστριας τον έκανε χιλίαρχο, αναθέτοντάς του μάλιστα να καθαρίσει την
Στερεά Ελλάδα από τους Τουρκαλβανούς και τους Τουρκοαιγυπτίους. Μαζί με τον
Κολοκοτρώνη, στα χρόνια της Αντιβασιλείας, ρίχτηκε στη φυλακή, διότι υπήρξε
μέλος της ρωσόφιλης μερίδας. Ο Όθωνας τον έκανε υποστράτηγο κι αργότερα
αντιστράτηγο και υπασπιστή του. Το 1844 αναδείχτηκε Υπουργός Στρατιωτικών στην
κυβέρνηση Κωλέττη, το 1847-1848 πρωθυπουργός (Κυβέρνηση Κίτσου Τζαβέλλα 1847)
και το 1849 Υπουργός των Στρατιωτικών πάλι.
Όταν στην Ελλάδα ξέσπασε το Απελευθερωτικό Κίνημα των Αλύτρωτων περιοχών,
μαζί με άλλους Σουλιώτες αξιωματικούς ανέλαβε την ηγεσία των επιχειρήσεων στην
Ήπειρο. Μετά την αποτυχία του εγχειρήματος, απογοητευμένος αποσύρθηκε. Πέθανε στις 9
Μαρτίου 1855 στην Αθήνα.
Ο ΨΩΜΟΖΗΤΗΣ
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ
Ένας γέρος στρατιώτης με του ζήτουλα τον δίσκο,
Στο ραβδί ακουμβισμένος και με το σακκί στον
ώμο,
Έλεγε σ’ ένα παιδάκι που του έδειχνε τον δρόμο•
Μη, παιδάκι μου, μην
τρέχης και πολύ οπίσω μνήσκω•
Εσύ είσ’ ευτυχισμένο… τα ματάκια σου τα
έχεις,
Γερά έχεις ποδαράκια, κ’ ελαφρό σαν λάφι τρέχεις.
Εγώ έχασα το φως
μου στου Μεσολογγιού την πόλι,
Και το ένα μου ποδάρι με το άρπαξε το
βόλι.
Πού να είμασθε, παιδί μου; Είναι νύκτα;μ Είναι
μέρα;
- Νύκτα είναι… Στο Ανάπλι εζυγώσαμε,
πατέρα.
- Στο Ανάπλι! -Κλαίεις, γέρο; -Τα παλιά μου ενθυμούμαι.
Τ’ ήμουν
πρώτα, τ’είμαι τώρα στέκουμαι και συλλογούμαι.
Στο Ανάπλι!!! Εγώ πρώτος και
με το σπαθί στο στόμα
Πήδησα στο Παλαμίδι•
Από ένα σ’ άλλον βράχο πρώτα ρίπτουμουν σαν
φίδι,
Και σηκώνω μόλις τώρα το βαρύνεκρό μου
σώμα.
Ετυφλώθηκα. Δεν βλέπω της Ελλάδος τα βουνά,
Κι’ ο ελεύθερός της ήλιος στα ματάκια μου δεν
λάμπει.
Δενδροσκέπαστοι, ωραίοι κ’αιματοβρεμένοι κάμποι,
Σ’εσάς τώρα
κόσμος άλλος ζωήν ήσυχη περνά.
Εγώ μόνος, για να ζήσω, τρέχω και
ψωμοζητώ•
Στα ερημοκλήσια μέσα και στους δρόμους ξενυκτώ.
Παντού είμαι απορριμένος•
Ξένος είμαι στην Ελλάδα, και στο σπήτι μ’είμαι
ξένος.
Όλος άλλαξε ο κόσμος, και την σήμερον ημέρα
Τα παιδιά εις την Ελλάδα δεν γνωρίζουν τον
πατέρα.
Ταις θυσίαις, τους αγώνας ξέχασαν των παλαιών,
Και τον Πλούτον
έχουν όλοι δια μόνον τους θεόν.
Προσπαθώ του κάκου ναύρω έναν φίλο του παλιού
μας,
Του ηρωικού καιρού μας.
Άλλοι πέθαναν, και άλλοι ζουν απ’ όλους
ξεχασμένοι•
Όπου κι’ αν σταθώ με σπρώχνουν, με
περιγελούν οι ξένοι.
Ξένοι, μην περιγελάτε τα χυμένα μου τα μάτια,
Το σπασμένο μου ποδάρι•
Του μεγάλου Μπότζαρή μας
ήμουν πρώτο παλλικάρι.
Η παλιά μου φουστανέλλα, όπου βλέπετε
κομμάτια,
Χάρισμα του Καραΐσκου, από δόξα με σκεπάζει•
Το σπαθί αυτό που
φέρνω στο πλευρό μου κρεμαστό,
Αν δεν ήναι με χρυσάφι και κοράλια σκεπαστό,
Είν’ ενθύμησις φιλίας του Ναυάρχου μας Τομπάζη.
Ήρωες εξακουσμένοι!
Και αν ήσθε πεθαμένοι,
Στην ενθύμησιν του κόσμου,
στην ενθύμησίν μας ζήτε•
Πέθαναν, κι’ αν ζουν ακόμα, όσοι άτιμοι
πολίται
Εις τους τάφους σας πατούν,
Να κληρονομήσουν όλας τας θυσίας σας
ζητούν,
Και αφίνουν της πατρίδος τους πατέρας, τους
προμάχους,
Να ψωμοζητούν στας πόλεις και να
ξενυκτούν στους βράχους.
(Τον Ιούνιον του 1831) Αλέξανδρος Σούτσος
(1803-1863)
Αντιμετώπιση των Αγωνιστών του 1821 Αναρτήθηκε από Eos Aurora // info facts
Τι απέγιναν οι αγωνιστές
του '21;----
Νικηταρά – Νικηταρά πού’χεις στα πόδια σου φτερά
και στην καρδιά ατσάλι
«Όταν αποφασήσαμε
να κάμομε την Επανάσταση, δεν εσυλογισθήκαμε, ούτε πόσοι είμεθα, ούτε πως δεν
έχομε άρματα, ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις, ούτε
κανένας φρόνιμος μας είπε: «Που πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα
βατσέλα;», αλλά , ως μία βροχή, έπεσε σε όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας
μας, και όλοι, και οι κληρικοί, και οι προεστοί, και οι καπεταναίοι, και οι
πεπαιδευμένοι, και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το
σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση.
«Μ’ έβαλαν έξι
μήνες μυστική φυλακή, χωρίς να δω άνθρωπο εκτός του δεσμοφύλακα. Δεν ήξερα τι
γίνεται για έξι μήνες, ούτε ποιος ζει, ούτε ποιος πέθανε, ούτε ποιόν [άλλον]
έχουν στη φυλακή. Για τρεις μέρες δεν ήξερα πως υπάρχω, μου φαινόταν σαν όνειρο.
Ρωτούσα τον εαυτό μου αν ήμουν εγώ ο ίδιος ή άλλος κανένας. Δεν ήξερα γιατί μ’
έχουν κλεισμένο. Με τον καιρό μου πέρασε απ’ το νου, πως ίσως η Κυβέρνηση,
βλέποντας την υπόληψη που ‘χε ο λαός προς εμένα, με φυλάκισε για να μου κόψει
την επιρροή. Ποτέ δεν πίστεψα πως θα φτάσουν σε τέτοιο σημείο να φτιάξουν
ψευδομάρτυρες».
Στο ραβδί ακουμβισμένος και με το σακκί στον ώμο,
Έλεγε σ’ ένα παιδάκι που του έδειχνε τον δρόμο•
Μη, παιδάκι μου, μην τρέχης και πολύ οπίσω μνήσκω•
Εσύ είσ’ ευτυχισμένο… τα ματάκια σου τα έχεις,
Γερά έχεις ποδαράκια, κ’ ελαφρό σαν λάφι τρέχεις.
Εγώ έχασα το φως μου στου Μεσολογγιού την πόλι,
Και το ένα μου ποδάρι με το άρπαξε το βόλι.
- Νύκτα είναι… Στο Ανάπλι εζυγώσαμε, πατέρα.
- Στο Ανάπλι! -Κλαίεις, γέρο; -Τα παλιά μου ενθυμούμαι.
Τ’ ήμουν πρώτα, τ’είμαι τώρα στέκουμαι και συλλογούμαι.
Στο Ανάπλι!!! Εγώ πρώτος και με το σπαθί στο στόμα
Πήδησα στο Παλαμίδι•
Και σηκώνω μόλις τώρα το βαρύνεκρό μου σώμα.
Κι’ ο ελεύθερός της ήλιος στα ματάκια μου δεν λάμπει.
Δενδροσκέπαστοι, ωραίοι κ’αιματοβρεμένοι κάμποι,
Σ’εσάς τώρα κόσμος άλλος ζωήν ήσυχη περνά.
Εγώ μόνος, για να ζήσω, τρέχω και ψωμοζητώ•
Στα ερημοκλήσια μέσα και στους δρόμους ξενυκτώ.
Ξένος είμαι στην Ελλάδα, και στο σπήτι μ’είμαι ξένος.
Τα παιδιά εις την Ελλάδα δεν γνωρίζουν τον πατέρα.
Ταις θυσίαις, τους αγώνας ξέχασαν των παλαιών,
Και τον Πλούτον έχουν όλοι δια μόνον τους θεόν.
Προσπαθώ του κάκου ναύρω έναν φίλο του παλιού μας,
Του ηρωικού καιρού μας.
Όπου κι’ αν σταθώ με σπρώχνουν, με περιγελούν οι ξένοι.
Το σπασμένο μου ποδάρι•
Του μεγάλου Μπότζαρή μας ήμουν πρώτο παλλικάρι.
Η παλιά μου φουστανέλλα, όπου βλέπετε κομμάτια,
Χάρισμα του Καραΐσκου, από δόξα με σκεπάζει•
Το σπαθί αυτό που φέρνω στο πλευρό μου κρεμαστό,
Είν’ ενθύμησις φιλίας του Ναυάρχου μας Τομπάζη.
Και αν ήσθε πεθαμένοι,
Στην ενθύμησιν του κόσμου, στην ενθύμησίν μας ζήτε•
Πέθαναν, κι’ αν ζουν ακόμα, όσοι άτιμοι πολίται
Εις τους τάφους σας πατούν,
Να κληρονομήσουν όλας τας θυσίας σας ζητούν,
Να ψωμοζητούν στας πόλεις και να ξενυκτούν στους βράχους.
Παρελάσεις και χορούς είδαμε προχθές, προς τιμήν εκείνων που πολέμησαν γενναία για να συνεχίσουμε να υπάρχουμε ως Έλληνες και να καμαρώνουμε για την ιστορία μας.----
Δεν υπήρξα ποτέ εναντίον των παρελάσεων. Τουναντίον, πιστεύω ότι και απαραίτητες είναι όλες οι γιορτές,άρα και παρελάσεις, που θυμίζουν όσα η Ιστορία μας κατέγραψε και κακό δεν προκαλούν σε κανέναν.
Ανασκάλεμα μνήμης που είναι απαραίτητη μια και ποτέ στα σχολεία ως μαθητές δε δίνουμε βάση- τουλάχιστον η πλειοψηφία- σε ό,τι μαθαίνουμε. Γιατί είμαστε ανιστόρητοι ως πολίτες. Είναι γεγονός. Αλλιώς πώς εξηγείς ότι τίποτε δεν μας έχει διδάξει η Ιστορία μας;
Εκείνοι, οι αγωνιστές του 1821, που πολέμησαν, έχυσαν το αίμα τους στην κυριολεξία για την ελευθερία των επόμενων γενναίων, πρέπει να τιμώνται όπως τους αξίζει.
Ανδραγαθήματα, ριψοκίνδυνες ενέργειες, γενναιότητα και αγάπη στην πατρίδα, όνειρα για μια ελεύθερη Ελλάδα που δεν είχαν γνωρίσει αλλά μόνο ονειρεύονταν, λάθη σίγουρα που έγιναν μια και άνθρωπος χωρίς λάθη δεν νοείται, συμφέροντα που έπαιξαν μεγάλο ρόλο στις αποφάσεις, είναι όλα αυτά που πρέπει να θυμόμαστε, έστω μια φορά το χρόνο. Γιατί αυτά είμαστε όλοι εμείς. Γιατί αυτά διδάσκουν. Γιατί αν ξεχνάς παθαίνεις τα ίδια.
Πολλές φορές αναρωτήθηκα πώς να ένιωθαν οι αγωνιστές του 1821 με την απελευθέρωση και την ίδρυση του πρώτου Ελληνικού κράτους, όσο μικρό και αν ήταν τότε! Σίγουρα το όνειρό τους δεν είχε καμιά σχέση με την πραγματικότητα. Η οποία πολλές φορές μας απογοητεύει.
Αν λάβουμε υπόψιν τις φυλακίσεις ηρώων του '21- δε σου λέω ονόματα τα ξέρεις- αν λάβουμε υπόψιν δικαστήρια και καταδίκες εναντίον εκείνων που διαφωνούσαν και απειλούσαν την καθεστηκυία τάξη που δημιουργήθηκε, σίγουρα απογοητεύτηκαν πολλοί.
Τα συμφέροντα και οι πολιτικές πεποιθήσεις έπαιξαν σοβαρό ρόλο στην μετέπειτα ζωή πολλών αγωνιστών στην ελεύθερη Ελλάδα.
Πώς έζησαν έκτοτε μέχρι το τέλος τους;
Με τι ασχολήθηκαν;
Κάτι έπρεπε να κάνουν για να ζήσουν αφενός. Έπρεπε να προσαρμοστούν στο νέο κράτος.
Τι ξέρω για το μετά των αγωνιστών;;
Υπήρξαν πολλοί που συνέχισαν τον αγώνα και πήγαιναν όπου υπήρχε μάχη με τους Τούρκους στην υπόλοιπη Ελλάδα. Πολλοί διατηρούσαν σε όλο τον αγώνα δικό τους σώμα που το συντηρούσαν μόνοι τους, και πολεμούσαν όπου ο τόπος είχε ανάγκη μέχρι το τέλος τους. Χρήματα είχαν...........
Υπήρξαν και άλλοι που ασχολήθηκαν με την πολιτική. Που στάθηκαν στον πλευρό του πρώτου κυβερνήτη μας του Καποδίστρια ή που κοντράρισαν με τον Όθωνα τον πρώτο βασιλιά της χώρας μας, ξενόφερτος αυτός.
Άλλοι εντάχθηκαν στον τακτικό στρατό της Ελλάδας, παίρνοντας αξιώματα και αριστεία για τις προσφορές τους στον αγώνα.
Λίγοι είναι η αλήθεια, στάθηκαν στο πλευρό του Όθωνα, σταδιοδρόμησαν ως πρόξενοι ή ως σύμβουλοι ή σε άλλες θέσεις όπως έφοροι.Δεν προκαλεί απορία ότι πολλοί διώχθηκαν από το στρατό όταν ήλθε ο Όθων με τους Βαυαρούς του!!!
Δεν υπάρχουν πολλές καταγραφές για όσους δεν ασχολήθηκαν με την πολιτική. Η Ιστορία καταγράφει μόνο εκείνους που συνεχίζουν να ''ασχολούνται μαζί της''.
Πάντως, ένα από τα πρώτα τυπογραφεία στην Ελλάδα άνοιξε αγωνιστής του '21 (Γ Αθανασιάδης Μελισταγής).
Μια βραχύβια θεατρική ομάδα με έργα δικά του έστησε ο οπλαρχηγός του '21 Αλκαίος Θεόδωρος.
Υπήρξαν και αρκετοί που έφυγαν στο εξωτερικό.
Πολλοί επιδόθηκαν σε ληστείες παντός είδους! Ληστείες που μάστιζαν για καιρό τη χώρα. Επαιτεία ή ληστεία ήταν για πάρα πολλούς η κατάληξη.
Πόσο λυπηρό!!!!!!!!
Υπήρξαν πολλοί που πέθαναν πάμφτωχοι.
Θυμήσου το Νικηταρά που πέθανε επαίτης στον Πειραιά!!! Άπορος στο Ρέθυμνο πέθανε και ο Ιω Αληκάκης, αγωνιστής της επανάστασης, αφού πολέμησε ακατάπαυστα.
Δεν είναι λίγοι και οι αγωνιστές που έφτιαξαν οικογένεια και που δυσκολεύτηκαν να τη ζήσουν.
Αυτά ξέρω μέχρι στιγμής....και ονόματα πολύ λίγα!
Θα ήθελα να γνωρίζω όμως, όχι μόνο την πολιτική σταδιοδρομία κάποιων...όχι μόνο να νιώθω την ντροπή από τη δίωξη αγωνιστών για πολιτικές σκοπιμότητες, αλλά και για τόσους γενναίους που δεν έχουμε λεπτομέρειες για τη μετέπειτα ζωή τους.
Άνευ σημασίας επιθυμία λες;;
από τη φίλη ANNA Flo
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου