Όλη την ημέρα της 19ης Ιουνίου [1913] οι τέσσερις ελληνικές Μεραρχίες του κέντρου αγωνίζονταν δυνατά εναντίον των βουλγάρικων δυνάμεων που ήτανε ταμπουρωμένες γερά στα νότια του Κιλκίς. Είχανε καλά δουλέψει εκεί πέρα, μήνες και μήνες, φτιάχνοντας χαρακώματα και πυροβολεία. Οι Μεραρχίες μας προχωρούσαν βέβαια σταθερά και σ’ αυτό τον τομέα, αλλά πολύ αργά και με μεγάλες απώλειες υποχρεωμένες να παίρνουν με τη λόγχη τις απανωτές σειρές βουλγάρικων χαρακωμάτων.
Ως το βράδυ της ημέρας εκείνης η γραμμή της μάχης βρισκόταν ανάμεσα του Γαλλικού ποταμού και της σιδηροδρομικής γραμμής, έξη ως εφτά χιλιόμετρα μακριά από το κύριο συγκρότημα των αμυντικών έργων του Κιλκίς. Όσο για τη δέκατη Μεραρχία του Παρασκευόπουλου, πέρασε ολάκερη τη γέφυρα του Στρυμόνα και ρίχτηκε κατά των Βουλγάρων που είχαν ανασυνταχτεί γύρω από το Καλλίνοβο. Το Γενικό Στρατηγείο είχε ενισχύσει τη Μεραρχία και με μια ακόμη ορειβατική πυροβολαρχία. Ως το βραδάκι ανάγκασε τους Βούλγαρους να υποχωρήσουν κι’ έπιασε μ’ ένα τάγμα και μια ορειβατική πυροβολαρχία τα γύρω από το Σέχοβο υψώματα για να επιτηρεί τους Βούλγαρους της Γευγελής.
Οι δύο πρώτες μέρες ήτανε γόνιμες σ’ επιτυχίες για τη Μεραρχία αυτή του άκρου αριστερού της Στρατιάς. Παντού ανάγκαζε τους Βούλγαρους να υποχωρήσουν. Έτσι αποφάσισε να επιτεθεί κατά της Γευγελής για να καθαρίσει το προς βορράν έδαφος από τον εχθρό και να στραφεί έπειτα προς τον τομέα του Κιλκίς, όπου η Στρατιά έδινε την κύρια μάχη προς τους εκεί οχυρωμένους Βούλγαρους. Γι’ αυτό το σκοπό πρόσταξε ο Μέραρχος ένα σύνταγμα να μείνει και να συνεχίσει τη δράση κατά του εχθρού κι’ αυτός με την άλλη δύναμη της Μεραρχίας έκαμε στροφή κατά το βοριά να χτυπήσει τη Γευγελή μαζί με τα υπόλοιπα που βρίσκονταν στη δεξιά όχθη του Στρυμόνα κοντά στο Σέχοβο. Η κίνηση αυτή πέτυχε κι’ οι Βούλγαροι αναγκάστηκαν να αφήσουν τη Γευγελή στα χέρια των Ελλήνων. Κι’ έτσι ελεύθερη πια από κάθε εχθρική πίεση η δέκατη Μεραρχία γύρισε κατά το Κιλκίς να ενισχύσει την εναντίον του επίθεση του κέντρου της Στρατιάς μας. Εκτελώντας την κίνηση αυτή η δέκατη Μεραρχία μπόρεσε να εμποδίσει σημαντικές βουλγάρικες εφεδρείες να φτάσουν στο Κιλκίς όπου κατέβαιναν σιδηροδρομικώς για να ενισχύσουν την άμυνα του εχθρού και τις ανάγκασαν να γυρίσουν στη Δοϊράνη.
Στις 20 Ιουνίου, δεύτερη μέρα της μάχης του Κιλκίς, το Στρατηγείο του Κωνσταντίνου πρόσταζε γενική επίθεση από τις πέντε το πρωί σ’ όλο το μέτωπο. Στο άκρο δεξιό η έβδομη Μεραρχία είχε αξιοσημείωτη επιτυχία. Ύστερ’ από σκληρό αγώνα μπήκε στη Νιγρίτα και προχώρησε πέρα κι’ απ’ αυτή, κατά το βοριά, αιχμαλωτίζοντας ολάκερο βουλγάρικο σύνταγμα.
Οι άλλες Μεραρχίες στο κέντρο, η δεύτερη, η τρίτη, τέταρτη και Πέμπτη εξακολούθησαν την επίθεσή τους εναντίον του Κιλκίς, αλλά προχωρούσαν με πολύ αργό ρυθμό γιατί τα μέρη, γυμνά και στρωτά, δεν έδιναν στον επιτιθέμενο κανένα στήριγμα, η δε άμυνα του εχθρού ήτανε γεμάτη απόφαση και πείσμα. Όλη την ημέρα οι Βούλγαροι έκαναν αντεπιθέσεις δυνατές που το πεζικό μας τις αντιμετώπιζε και τις τσάκιζε για να προχωρήσει.
Στον τομέα του Λαχανά η πρώτη Μεραρχία στάθηκε πιο τυχερή. Κυριεύοντας μ’ έφοδο έξη κανόνια του εχθρού μπόρεσε να προχωρήσει πιο γοργά και να φτάσει στις νότιες προσβάσεις της οχυρωμένης τοποθεσίας. Εκεί, όμως, απάντησε την πεισματική και δυνατή αντίσταση των Βουλγάρων. Στο αριστερό της η έχτη Μεραρχία βρισκότανε σε πολύ δύσκολη θέση γιατί, όπως είδαμε, πολεμούσε χωρίς πυροβολικό. Και ναι μεν ώσπου να βραδιάσει τα αθάνατα ευζωνάκια είχανε πιάσει τη Λιγκοβάνη, βρέθηκαν, όμως, στα ριζοβούνια του απαίσιου «Πράσινου Λόφου», που οι Βούλγαροι τον είχανε κάνει φρούριο με σειρές χαρακώματα για όρθιους μαχητές και πυροβολεία σαν του Μπιζανιού. Έτσι το δειλινό της 20ης Ιουνίου η κατάσταση έμοιαζε πολύ σκούρα στο Λαχανά, πιο κρίσιμη κι’ από το Κιλκίς.
Στην προέλασή του και κοντοζυγώνοντας στα δυτικά ριζοβούνια του Λαγκαδά, το πρώτο-τριακοστόν όγδοο σύνταγμα ευζώνων είχε σοβαρές απώλειες. Εκτός από τον ταγματάρχη Ιατρίδη που είχε σκοτωθεί στο υψόμετρο 605 είχε χάσει και τα δύο τρίτα σχεδόν από τους λοχαγούς και μάλιστα μερικούς από τους καλύτερους, όπως ο Ζητουνιάτης κι’ ο Λυμπέρης. Οι αξιωματικοί ήταν -και με το δίκιο τους- αναστατωμένοι. Κατηγορούσαν το πυροβολικό που είχε αφήσει το σύνταγμα βορά στα βουλγάρικα κανόνια. Ξέρανε ότι τρεις ελληνικές μοίρες πεδινού πυροβολικού βρίσκονταν συγκεντρωμένες πίσω από τη γειτονική δυτική λοφοσειρά -είκοσι τρία κανόνια- και δε μπορούσαν να καταλάβουν πώς τους είχαν αφήσει έτσι έρημους μέσα στις πιο κρίσιμες στιγμές.
Κι όταν οι επιτελείς τους λέγανε ότι οι πυροβολητές δε θέλουν να περάσουν ακάλυπτοι τον αμαξιτό δρόμο που βάλλεται θεριστικά από το πυροβολικό του εχθρού, γιατί φοβούνται ότι θα συντριφτούν τα οχήματα, φώναζαν:
– Ας περάσουν κι’ ας μείνουν στο δρόμο τα μισά κανόνια!
Τίποτα δεν ήτανε πιο σωστό απ’ αυτή την απαίτηση. Ο Μέραρχος κάλεσε αμέσως τους διοικητές των μοιρών. Τέσσερις συνταγματάρχες του πυροβολικού ήταν μαζεμένοι εκεί. Του πρόσταξε να περάσουν με κάθε θυσία το βαλλόμενο κομμάτι του δρόμου, που ήταν ένα ως ενάμιση χιλιόμετρο, για να δώσουν βοήθεια στο πεζικό που βρισκότανε σε δραματική θέση. Το σκέφτηκαν και το ξανασκέφτηκαν σε συμβούλια κι’ αποκρίθηκαν στο Μέραρχο παστρικά και ξάστερα, ότι αυτοί δε μπορούσαν να πάρουν απάνω τους την ευθύνη να διατάξουν να περάσουν ζεμένες πυροβολαρχίες από δρόμο που έχει επισημανθεί και βάλλεται από το εχθρικό πυροβολικό:
– Ρουθούνι δε θα μείνει έλεγαν στο Μέραρχο- ούτε άντρες, ούτε άλογα, ούτε κανόνια!…
Η κατάσταση χειροτέρεψε ακόμη περισσότερο το βράδυ που οι Βούλγαροι ξαπόλυσαν σοβαρή κι’ ορμητική αντεπίθεση κατά του πέμπτου πεζικού συντάγματος και το ανάγκασαν να υποχωρήσει. Και κανένας δεν ξέρει τι εξέλιξη θα μπορούσαν να πάρουν τα πράγματα, αν ο υπασπιστής του συντάγματος αυτού Οθωναίος δεν έβαζε όλα τα δυνατά του να συγκρατήσει τους άντρες.
Οι Μεραρχίες του κέντρου τον ίδιο καιρό καρφώνονταν στις θέσεις τους, αναχαιτισμένες από την αιμορραγία. Το πεζικό, υποχρεωμένο να βγάζει με τη λόγχη τους Βούλγαρους από τα χαρακώματά τους -πολλοί μάλιστα δε φεύγανε αλλά τους βρίσκανε λογχισμένους μέσα- είχε απώλειες μεγάλες: Τέσσερις διοικητές συνταγμάτων έχασε αυτή την ημέρα. Κι’ ανάμεσα σ’ αυτούς, τον Καμάρα και το Διαλέτη. Το Γενικό Στρατηγείο, ανήσυχο για την εξέλιξη της μάχης, έβγαλε το απόγευμα καινούρια διαταγή προς τη δεύτερη, τρίτη, τέταρτη και Πέμπτη Μεραρχία να πάρουν με κάθε θυσία τις θέσεις του Κιλκίς πριν σκοτεινιάσει. Όλες οι πυροβολαρχίες έπρεπε να προχωρήσουν και να ζυγώσουν περισσότερο τις εχθρικές γραμμές για να βοηθήσουν αποτελεσματικότερα το πεζικό. Και τέλος η δεύτερη Μεραρχία έπρεπε να κυριεύσει μ’ οποιαδήποτε θυσία το υψόμετρο 197, βορειανατολικά του Κιλκίς, για να επιτεθεί κατά του αριστερού των Βουλγάρων και να τους αναγκάσει να υποχωρήσουν.
Ωστόσο, μ’ όλες τις φρενιασμένες επιθέσεις, μ’ όλες τις εφόδους του πεζικού και τις ομοβροντίες του πυροβολικού, μ’ όλο το αίμα πούτρεχε ποτάμι, το σκοτάδι κατέβηκε χωρίς ο εχθρός ν’ αφήσει τις θέσεις του. Κι’ η νύχτα γίνηκε κρίσιμη σ’ όλη τη γραμμή από Κιλκίς ως Λαχανά.
Στο Λαχανά η επίθεση των ελληνικών τμημάτων είχε σταματήσει στις προσβάσεις της τοποθεσίας και το γενναίο αλλ’ αβοήθητο πεζικό είχε καρφωθεί μπροστά -και πολύ κοντά- στα εχθρικά χαρακώματα. Είχε μεγάλες απώλειες και του ήταν αδύνατο να προχωρήσει χωρίς την υποστήριξη του πυροβολικού. Στη Μπάλτζα το Γενικό Στρατηγείο δεν ήταν διόλου ήσυχο… Μετά την επαφή τους οι Μεραρχίες έχτη και πρώτη είχανε σχηματίσει τμήματα Στρατιάς υπό τη διοίκηση του Μέραρχου της πρώτης Στρατηγού Μανουσογιαννάκη. Προς αυτό λοιπόν το τμήμα απηύθυνε τη νύχτα της 20ης προς την 21η μια διαταγή, που αν έμπαινε σ’ εκτέλεση θα είχε πολύ δυσάρεστες και ανεπανόρθωτες συνέπειες.
Η διαταγή έλεγε μεταξύ άλλων τα εξής: «Ειδοποιήθη δε η δευτέρα Μεραρχία ότι εντός της ημέρας θα καταφθάση εις το δεξιόν αυτής η έκτη εκ Λιγκοβάνης, διότι είχον διαταχθή η πρώτη και η έκτη Μεραρχία να σχηματίσωσιν απόσπασμα εξ ενός Συντάγματος της έκτης και έτερον της πρώτης μετά του ορειβατικού πυροβολικού της πρώτης Μεραρχίας και των αναγκαίων βοηθητικών υπηρεσιών υπό τη διοίκησιν του διοικητού της έκτης Μεραρχίας. Το απόσπασμα τούτο διετάχθη να σπεύση δια της συντομωτέρας οδού προς το Στρέζοβον, νοτίως Κιουρκούζ, όπως συμμετάσχη εις τον αγώνα του Κιλκίς, επιτιθέμενον κατά του πλευρού και των νώτων του εχθρού. Τα υπόλοιπα τμήματα της πρώτης και της έκτης Μεραρχιών μετά του πεδινού πυροβολικού της έκτης και την διοίκησιν του διοικητού της πρώτης Μεραρχίας να συνεχίσωσι των κατά Λαχανά αγώνα».
Όταν το πρωί της 21ης η έχτη Μεραρχία έλαβε γνώση αυτής της διαταγής του Γενικού Στρατηγείου προς το Στρατηγό Μανουσογιαννάκη αναστατώθηκε. Ενώ η κατάσταση στο Λαχανά ήταν, όπως είδαμε, κρισιμότατη και οι Βούλγαροι ενεργούσαν δυνατές αντεπιθέσεις, η διαταγή αφαιρούσε από το μέτωπο δύο συντάγματα και το ορειβατικό πυροβολικό της πρώτης Μεραρχίας, το μόνο που βοηθούσε το πεζικό στο Λαχανά, για να τρέξουν ν’ αγωνιστούν στο Κιλκίς. Ο Μέραρχος της έκτης συνταγματάρχης Δελαγραμμάτικας, σύμφωνα με τη διαταγή αυτή, πρόσταξε το μόνο εφεδρικό σύνταγμά του να συγκεντρωθεί κοντά στη Λιγκοβάνη και να είναι έτοιμο να ξεκινήσει για το Κιλκίς.
Ο επιτελάρχης της Μεραρχίας έβλεπε ότι η διαταγή θάφερνε την καταστροφή, γιατί ο εθχρός, από τις ψηλότερες θέσεις που κατείχε, βλέποντας να φεύγουν από το πεδίο της μάχης μια Μεραρχία περίπου και ολάκερο το πυροβολικό, θάκανε σίγουρα αντεπίθεση. Ωστόσο διατύπωσε τη γνώμη, ότι η διαταγή του Αρχιστράτηγου έπρεπε να εκτελεστεί. Οι τρεις, όμως, άλλοι επιτελείς της Μεραρχίας, οι λοχαγοί Κοκκίδης, Κλάδος και Πάγκαλος, ύστερα από μικρή σύσκεψη αποφάσισαν να υποδείξουν στο Μέραρχο την άφευκτη καταστροφή, αν εκτελούσε τη διαταγή. Ο Μέραρχος, κοιτάζοντας τον απέναντι Πράσινο Λόφο του Λαχανά, είπε στους επιτελείς του.
– Οι Βούλγαροι από κει πάνω, όταν δουν να φεύγουν οι φάλαγγες των δύο συνταγμάτων και το πυροβολικό, θα πεισθούν ότι πρόκειται για υποχώρηση και αναμφισβητήτως θα ενεργήσουν αμέσως γενική αντεπίθεση εναντίον μας. Αν λάβει κανείς υπ’ όψιν ότι το ηθικό του εχθρού θα υψωθεί, ενώ των δικών μας θα καταπέσει, όταν φύγουν και τα μόνα υποστηρίζοντα τον αγώνα ορειβατικά κανόνια, είναι φανερό, ότι θα παρασύρουν εύκολα τα τμήματα που θα μείνουν και ο εχθρός θα βαδίσει γρήγορα προς τη Θεσσαλονίκη και στα νώτα της Στρατιάς, που μάχεται στο Κιλκίς.
Οι επιτελείς συνεννοήθηκαν κατόπι με το στρατηγό Μανουσογιαννάκη και αποφασίστηκε να αναφέρουν αυτά όλα στο Γενικό Στρατηγείο και να ζητήσουν να αναβληθεί η εκτέλεση της διαταγής, ώσπου να σκοτεινιάσει, τουλάχιστον, ώστε ούτε οι Βούλγαροι, ούτε τα μαχόμενα τμήματά μας να αντιληφθούν την αποχώρηση. Ο Μέραρχος έδωσε αμέσως την εντολή να συνδεθούν με το Γενικό Στρατηγείο και ν’ αναφέρουν τις γνώμες των Σωματαρχών. Ο Κωνσταντίνος πληροφορήθηκε αμέσως τις αντιλήψεις των επιτελών, αντιλήφθηκε τον κίνδυνο και πρόσταξε να ανασταλεί κάθε κίνηση ώσπου να νυχτώσει. Πρόστεσε κατόπιν ο Βασιλιάς, ότι το τμήμα Στρατιάς έπρεπε να αναλάβει γενική επίθεση και να καταλάβει το Λαχανά εντός της ημέρας, για να μπορέσει έπειτα να στραφεί εύκολα για ενίσχυση της δεύτερης Μεραρχίας προς το Στρέζοβο. Ο Βασιλιάς πρόσταξε ακόμα να κάμει το μηχανικό δίοδο για να περάσει αντί πάσης θυσίας το πεδινό πυροβολικό.
Και τώρα ερχότανε το δεινό πρόβλημα του πώς θα περνούσε από το βαλλόμενο μέρος του δρόμου το πεδινό πυροβολικό, για να πάρει μέρος στην επίθεση. Οι δισταγμοί των διοικητών του πυροβολικού είχαν αυξήσει από την περασμένη μέρα, όταν ο αντισυνταγματάρχης του πυροβολικού Κορομηλάς, προχωρώντας πέρα από τις γραμμές του πεζικού για να κάμει αναγνώριση του δρόμου, που θα μπορούσε να πάρει το πυροβολικό για να ζυγώσει τις εχθρικές θέσεις, δέχτηκε βλήμα κατάστηθα και έμεινε στον τόπο. Ο Μέραρχος, όμως, αυτή τη φορά εννοούσε να τελειώνει με την κωμική αυτή κατάσταση… Έστειλε γραφτή διαταγή στους διοικητές του πυροβολικού να περάσουν από το βαλλόμενο αμαξιτό δρόμο τέσσερις πεδινές πυροβολαρχίες προς τη Λιγκοβάνη.
Μ’ όλη αυτή τη διαταγή, οι συνταγματάρχες του πυροβολικού δυστροπούσαν να συμμορφωθούν και δήλωναν ότι οι πυροβολαρχίες που θάκαναν την απόπειρα να περάσουν, ασφαλώς θα συντριβούν από τα εχθρικά πυρά.
– Να πείτε στον κύριο Μέραρχο -δήλωσαν στο σύνδεσμο που πήγε τη διαταγή- ότι το ζήτημα είναι τεχνικό και ότι παίρνει πάνω του τη μεγάλη ευθύνη, αν, παρά τη γνώμη μας, καταστραφούν οι πυροβολαρχίες.
Ο Μέραρχος έγινε θηρίο μ’ αυτή τη δήλωση:
– Πήγαινε και πες του -πρόσταξε το σύνδεσμο, έναν από τους λοχαγούς επιτελείς του- να προελάσουν αμέσως και αν αρνηθούν να παραδώσουν σ’ εσάς -τους επιτελείς- τη διοίκηση των πυροβολαρχιών και… να μου ετοιμάσουν το άλογό μου γιατί θα παρακολουθήσω αυτοπροσώπως την κίνηση!…
Ο σύνδεσμος βρήκε τους συνταγματάρχες του πυροβολικού κοντά στο δρόμο, περιστοιχισμένος απ’ όλους σχεδόν τους αξιωματικούς τους. Τους ανακοίνωσε ξερά την προσταγή του Μέραρχου και πρόστεσε:
– Αν διστάζετε… αφήστε τα κανόνια σ’ εμάς. Έχουμε εντολή να τα περάσουμε!
Τότε το φιλότιμο θέριεψε:
– Κανείς δεν αρνείται! -φώναξαν- Όλα εμείς θα τα περάσουμε!…
Η διαταγή του Μέραρχου καθόριζε, όταν τα κανόνια και τα βλητοφόρα θάφταναν στην κορυφογραμμή, ν’ ακολουθούν το δεξιό του δρόμου, να βρίσκονται σ’ απόσταση εξήντα μέτρων περίπου το ένα από τ’ άλλο και να περνούν το βαλλόμενο κομμάτι του δρόμου σ’ ανοιχτό καλπασμό, ώσπου να φτάσουν στην καλυπτόμενη ζώνη, κοντά στη ρεματιά της Λιγκοβάνης. Κάθε βλητοφόρο ή κανόνι που θα χτυπιόταν από τον εχθρό, θα σταματούσε και θα σερνότανε απ’ όσους θάχανε γλυτώσει, στο δεξιό του δρόμου, ενώ οι άνδρες και τα γερά άλογα θα κρύβονταν για να προφυλαχτούν στις γειτονικές προς το δρόμο ρεματιές.
Οι αρχηγοί πυροβολαρχιών, αφού άκουσαν τις οδηγίες της Μεραρχίας, έτρεξαν να ετοιμάσουν την προέλαση. Κάθε όχημα έφτανε βάδην ως την κορυφογραμμή, κι’ έπειτα εξορμούσε με φρενιασμένο καλπασμό στην κατηφοριά του αμαξιτού δρόμου κατά τη Λιγκοβάνη. Τα βουλγαρικά κανόνια χτυπούσαν μανιασμένα κάθε όχημα που παρουσιαζότανε στην κορυφογραμμή και το παρακολουθούσαν με δραστική βολή ώσπου να καλυφτεί. Οι οβίδες τους, όμως, σχεδόν όλες σκάζανε στο έδαφος, σήκωναν σκόνη, που ανακατευότανε με τον καπνό και σκέπαζε όλο το βαλλόμενο κομμάτι του δρόμου, σα να καιγότανε. Όλοι οι αξιωματικοί, διοικητές κι’ επιτελείς της Μεραρχίας και του πυροβολικού παρακολουθούσαν με σιωπηλή αγωνία το τρομερό και μεγαλοπρεπέστατο θέαμα, χωρίς να μπορούν, από τον καπνό και τη σκόνη, να ξεχωρίσουν αποτελέσματα. Αλλά και οι Βούλγαροι πυροβολητές χτυπούσαν σε λίγο, χωρίς πια να βλέπουν στόχο.
Οι αρχηγοί πυροβολαρχιών, αφού άκουσαν τις οδηγίες της Μεραρχίας, έτρεξαν να ετοιμάσουν την προέλαση. Κάθε όχημα έφτανε βάδην ως την κορυφογραμμή, κι’ έπειτα εξορμούσε με φρενιασμένο καλπασμό στην κατηφοριά του αμαξιτού δρόμου κατά τη Λιγκοβάνη. Τα βουλγαρικά κανόνια χτυπούσαν μανιασμένα κάθε όχημα που παρουσιαζότανε στην κορυφογραμμή και το παρακολουθούσαν με δραστική βολή ώσπου να καλυφτεί. Οι οβίδες τους, όμως, σχεδόν όλες σκάζανε στο έδαφος, σήκωναν σκόνη, που ανακατευότανε με τον καπνό και σκέπαζε όλο το βαλλόμενο κομμάτι του δρόμου, σα να καιγότανε. Όλοι οι αξιωματικοί, διοικητές κι’ επιτελείς της Μεραρχίας και του πυροβολικού παρακολουθούσαν με σιωπηλή αγωνία το τρομερό και μεγαλοπρεπέστατο θέαμα, χωρίς να μπορούν, από τον καπνό και τη σκόνη, να ξεχωρίσουν αποτελέσματα. Αλλά και οι Βούλγαροι πυροβολητές χτυπούσαν σε λίγο, χωρίς πια να βλέπουν στόχο.
Κανένας δεν είχε φανταστεί πόσο λίγο θα στοίχιζε στους Έλληνες η προέλαση αυτή του πεδινού πυροβολικού από την ακάλυπτη και επισημασμένη από τον εχθρό διάβαση. Από τα τριάντα και πλέον οχήματα, κανόνια και βλητοφόρα, που πέρασαν απ’ αυτό το δρόμο της Κόλασης, μονάχα τρία χτυπήθηκαν από τις βουλγάρικες οβίδες. Κι’ από αυτά ένα μόνο χτυπήθηκε τόσο γερά -ένα βλητοφόρο- ώστε να αναγκαστεί να μείνει στο δρόμο. Μέσα σε μια ώρα δεκάξη ελληνικά κανόνια είχανε στηθεί σε λαμπρές θέσεις και σ’ αποστάσεις δύο και δυόμιση χιλιάδων μέτρων από τα εχθρικά χαρακώματα και τα πυροβολεία. Γίνηκε κι’ ένα «θαύμα» στη διαδρομή αυτή: βουλγάρικη οβίδα πέτυχε το πίσω μέρος ενός βλητοφόρου που ήτανε γεμάτο οβίδες και τρύπησε τους κάλυκές τους χωρίς να σκάσει, οπότε θάπαιρναν φωτιά όλες και το όχημα θα τιναζότανε στον αέρα.
Το απόγεμα στις δύο, οι Μεραρχίες του τμήματος Στρατιάς αποφάσισαν να κάνουν γενική επίθεση κατά των εχθρικών θέσεων, επειδή, μετά λίγες ώρες που θα νύχτωνε, δύο από τα συντάγματα και το ορειβατικό πυροβολικό θα φεύγανε για το Κιλκίς, σύμφωνα με τη διαταγή του Κωνσταντίνου. Η επίθεση αποφασίστηκε να γίνει αιφνιδιαστικά στις τρισήμιση, μετά σύντομη ετοιμασία του πυροβολικού. Η έχτη Μεραρχία θα ξαπόλυε την επίθεση από κατεύθυνση βορειοδυτική, ενώ η πρώτη Μεραρχία θα χτυπούσε από το μέρους του Νοτιά και της Ανατολής, δεξιά από τον αμαξιτό δρόμο των Σερών. Την επίθεση κατά της κύριας τοποθεσίας του εχθρού, δηλαδή του λόφου Λαχανά, πήρε απάνω του ο εθνικός ήρωας ταγματάρχης Γιάννης Βελισσαρίου. Μ’ έξη μονάχα διαλεχτούς λόχους, τέσσερις του ένατου τάγματος και δύο του όγδοου -του πρώτου τριακοστού όγδοου- συντάγματος ευζώνων και τον τρόπο που ήξερε αυτός, ανάλαβε να κυριεύσει τα βουλγάρικα χαρακώματα και τα πυροβολεία. Εξηγήθηκε καλά με τους αξιωματικούς και τους άντρες του:
– Παιδιά, τους είπε, δεν έχουμε να χασομερήσουμε πολύ σ’ αυτή τη δουλειά!… Μ’ ένα άλμα με βήμα προσβολής, θα βρεθούμε μονομιάς σ’ απόσταση εφόδου από τους Βούλγαρους… θα ρίξουμε μια μοναχή μπαταριά… κι’ από κει λόγχη, πολεμική κραυγή… και άγιος ο Θεός!…
Στις τρεις και είκοσι οι ελληνικές πυροβολαρχίες άρχισαν ξαφνικά φοβερό καταιγισμό κατά των εχθρικών χαρακωμάτων και των πυροβολείων. Τα πάντα καίγονταν, το έδαφος σειότανε σαν από σεισμό, τρομερή χλαπαταγή κι’ αντίλαλοι από βροντές κι’ εκρήξεις γέμισε τον αέρα. Μέσα σ’ αυτό το κακό πετάχτηκε ο Βελισσαρίου με τους έξη λόχους του, δρασκέλισε γοργά τις ανηφοριές και βρέθηκε τρακόσα μέτρα μπροστά στις γραμμές και τα πυροβολεία των Βουλγάρων, που σαστισμένοι έχουν αραιώσει τα πυρά τους. Τα ευζωνάκια ρίχνουν τότε τη συμφωνημένη πυκνή μπαταριά, βάζουνε λόγχη κι’ ορμούν μ’ αλαλαγμούς. Χίλιες λόγχες αστράφτουν φοβερές, και ζυγώνουν ραγδαία τους αμυνόμενους. Και, πριν οι εύζωνοι ζυγώσουν στα εκατό πενήντα μέτρα, αρχίζουν να φεύγουν πρώτα λίγοι κι’ έπειτα ομαδικά, με την κραυγή της τρομάρας:
– Ω λελέ μάικω! –«ωχ μανούλα μου!»
Αυτά όλα γίνηκαν σε μικρό διάστημα χρόνου. Ωστόσο δε φεύγουν όλοι οι Βούλγαροι από τα χαρακώματα, ούτε από τα κανόνια τους. Μερικά πυροβόλα βάλλουν ως την τελευταία στιγμή με βολιδοφόρες οβίδες. Πυροβολάρχες πέφτουν νεκροί στις θέσεις τους, πυροβολητές λογχίζονται πάνω στα κανόνια τους. Και οι εύζωνοι, που πηδούν λυσσασμένοι μέσα στα ορύγματα, δίνουν δραματικές λογχομαχίες. Μια ολάκερη βουλγάρικη πυροβολαρχία που ήτανε στην πλαγιά του λόφου, κυριεύτηκε με τη λόγχη από τους εύζωνους: Ο λοχαγός κι’ οι περισσότεροι πυροβολητές ήτανε σκοτωμένοι στον τόπο.
Στο δεξιό των ευζώνων πολεμούσε με την ίδια θαυμαστή ορμή, το τέταρτο πεζικό σύνταγμα της πρώτης Μεραρχίας με το συνταγματάρχη Παπακυριαζή. Είναι μπατζανάκηδες με το Βελισσαρίου, αλλά, μαλωμένοι από τη μάχη του Σαραντάπορου, δε μιλιούνται. Τώρα διαγωνίζονταν ποιος θα περάσει τον άλλον στην αντρεία. Μετά την έφοδο το μάτι του Βελισσαρίου πήρε το λοχαγό Γ. Ζήρα, που ήτανε στο σύνταγμα του Παπακυριαζή και του φώναξε κοροϊδευτικά:
– Που είναι, βρε Ζήρα, ο διοικητής σου να δει;
– Σκοτώθηκε -του αποκρίθηκε ο λοχαγός- δεν είναι πολλή ώρα.
Ο Βελισσαρίου, μετανιωμένος για το κοροϊδευτικό του ύφος και καταλυπημένος πούχασε το συγγενή του, έκανε το σταυρό του:
– Ο Θεός ας τον συχωρέσει! –μουρμούρισε και τράβηξε στους άντρες του να συνεχίσει την καταδίωξη του εχθρού.
Οι έξη λόχοι του κι’ ολάκερο το σύνταγμα των ευζώνων -το ένα τριάντα οχτώ- μ’ όλη την κούραση απ’ τον αγώνα και την έφοδο δε στάθηκε ούτε στιγμή ν’ ανασάνει. Πήρε καταπόδι τους Βούλγαρους πούφευγαν άταχτα, σ’ όλο το μάκρος της οδού Σερών. Αλλά ο διοικητής του τμήματος Στρατιάς στρατηγός Μανουσογιαννάκης, πρόσταξε ν’ ανασυνταχτούν οι Μεραρχίες και να καταυλιστούν συγκεντρωμένες στο Λαχανά, όπου θα περίμεναν τις διαταγές του Κωνσταντίνου, γιατί δεν επρόκειτο πια να πάνε τα δύο συντάγματα και το ορειβατικό πυροβολικό να βοηθήσουν τον αγώνα του Κιλκίς, που είχε πέσει στο μεταξύ κι’ αυτά στα χέρια της Στρατιάς.
Έστειλαν το λοχαγό Θεόδωρο Πάγκαλο να κοινοποιήσει τη διαταγή του Μανουσογιαννάκη στο ένατο σύνταγμα ν’ αφήσει την καταδίωξη και να γυρίσει να καταυλιστεί κι’ αυτό στο Λαχανά. Ο Πάγκαλος, που νόμιζε πως θα βρει το σύνταγμα λίγο παραπάνω, είδε με μεγάλη έκπληξη ότι είχε διανύσει πολλά χιλιόμετρα κυνηγώντας τον εχθρό. Πάνω στο δημόσιο δρόμο των Σερών απάντησε πρώτη την εφεδρεία του συντάγματος. Το τάγμα των Κρητών, με τον ταγματάρχη Γεώργιο Κολοκοτρώνη, έγγονο του Γέρου του Μοριά, πούχε κληρονομήσει την παληκαριά του και το χιούμορ του -τον τελευταίο της μεγάλης γενιάς πούδωσε το αίμα του στην πατρίδα: Έπεσε ηρωικά σ’ αυτό τον πόλεμο:
– Δεν αφήνεις γι’ αργότερα -του είπε- την κοινοποίηση αυτής της διαταγής, να μπορέσουμε να ξεκαθαρίσουμε λίγους Βούλγαρους ακόμα;…
Τα ευζωνικά τάγματα είχαν μοιραστεί σε μικρά τμήματα δεξιά και αριστερά του δρόμου και κυνηγούσαν φρενιασμένα κι’ αποδεκάτιζαν τους εχθρούς που φεύγανε. Ο διοικητής του ευζωνικού συντάγματος, ο Αθανάσιος Παπαδόπουλος, όταν άκουσε τη διαταγή να γυρίσει στο Λαχανά δε μπορούσε να κρατήσει το θυμό του:
– Τι έκανε λέει;… Ν’ αφήσουμε το γάμο και να πάμε για πουρνάρια;… Δεν είμαστε καλά!… Για να φωνάξουμε το Γιάννη -το Βελισσαρίου- να ιδούμε τι λέει κι’ αυτός!
Ο Βελισσαρίου έφτασε ιδρωμένος, σκονισμένος, μπαρουτοκαπνισμένος: Κολοκοτρώνης, Παπαδόπουλος, Πάγκαλος έκαναν συμβούλιο μαζί του. Ο Βελισσαρίου φώναξε:
– Η δίωξη πρέπει να εξακολουθήσει και τη νύχτα… Πρέπει να πάμε κυνηγώντας τους Βούλγαρους ως το Στρυμόνα και να πιάσουμε τα γεφύρια της Κουμάριανης και του Όρλιακο!… Όλα τ’ άλλα είναι χαζομάρες!
Η εξέλιξη των επιχειρήσεων απέδειξε ότι το δίκιο ήτανε με το μέρος του Βελισσαρίου. Αν η καταδίωξη εξακολουθούσε ως το Στρυμόνα κι’ αν πιάνονταν οι γέφυρες της Κουμάριανης και του Όρλιακο, οι Βούλγαροι δε θα ξανάβρισκαν την ψυχραιμία τους, βλέποντας ότι δεν τους κυνηγάει κανείς και δε θα γύριζαν να καταστρέψουν αυτές τις γέφυρες που έφεραν ύστερα τόσα εμπόδια στις ελληνικές δυνάμεις. Στη μάχη αυτή η τρίτη Μεραρχία είχε κυριέψει δώδεκα ταχυβόλα και πλήθος όπλα και πολυβόλα που άφησε ο εχθρός στην άτακτη υποχώρησή του.
Ο Κωνσταντίνος με δίκαιη περηφάνια έλεγε στην έκθεση που απηύθηνε στο υπουργείο των Στρατιωτικών: «Αι δύο κατά Λαχανά επιχειρήσασαι Μεραρχίαι είχον την ημέραν ταύτην -21 Ιουνίου- βαρύτατην αποστολήν και σκληρότατον αγώνα∙ μετά μεγίστης προσπάθειας κατώρθωσαν να τάξωσι το πυροβολικόν αυτών και μετ’ αλλεπαλλήλους εφόδους κατώρθωσαν να κυριεύσωσι δια της λόγχης τα υψώματα του Λαχανά, άτινα ο εχθρός υπερήσπισε μετά λύσσης.
Αληθείς εκατόμβας εστοίχισαν αι έφοδοι αύται εις τα ηρωικά μας συντάγματα, αλλ’ η καταστροφή του εχθρού υπήρξε τελεία καίτοι ήτο ούτος αριθμητικώς σχεδόν ισοδύναμος, ήτοι εξ δεκαέξ τμημάτων πεζικού μετά εικοσιτεσσάρων πυροβόλων. Ο εχθρός εκτιναχθείς εκ των θέσεών του ετράπη εις φυγήν προς την κατεύθυνσιν της γέφυρας Όρλιακο, αφήσας εις χείρας ημών δώδεκα πυροβόλα, πολυβόλα και άλλα είδη οπλισμού.
Τα στρατεύματα ημών κατεδίωξαν αυτόν μέχρι Μπάσκιοϊ ένθα έταξαν προφυλακάς».
Αλλά και ο αγώνας στο Κιλκίς είχε σύγχρονα το ίδιο νικηφόρο τέλος. Οι τρεις Μεραρχίες του κέντρου είχανε ξαναορμήσει πρωί-πρωί κατά των Βούλγαρων, αυτή τη φορά με πιο αποτελεσματική βοήθεια του πυροβολικού που είχε προχωρήσει τη νύχτα σ’ εφτά καινούργιες θέσεις πολύ κοντά στις εχθρικές γραμμές. Ο αγώνας στάθηκε σκληρός, αληθινά επικός, όλη την ημέρα. Αλλά μ’ όλη του την αιμορραγία το ελληνικό πεζικό κατόρθωσε ως τ’ απόγεμα να επιβληθεί στον εχθρό και προς το βραδάκι να τον βγάλει απ’ όλα του τα χαρακώματα και να τον αναγκάσει σ’ άταχτη φυγή. Στην υποχώρηση των Βουλγάρων συντέλεσε πολύ και η σοβαρή απειλή του δεξιού των από τη δεύτερη Μεραρχία. Αλλά και η δέκατη Μεραρχία, ύστερ’ από μεγάλο αγώνα στα στενά του Καλίνοβου, ανάγκαζε τις εχθρικές δυνάμεις να υποχωρήσουν άταχτα προς το Κιλινδόρ και πρόσφερε κι’ αυτή σημαντικήν υπηρεσία στη νίκη.
Το τίμημα, όμως, στάθηκε βαρύ για τη Στρατιά: Πέρασαν τις χιλιάδες οι νεκροί κι’ οι τραυματίες της πρώτης αυτής αποφασιστικής μάχης του Κιλκίς-Λαχανά. Κι ανάμεσά σ’ αυτούς διοικητές συνταγμάτων και ταγμάτων: Παπακυριαζής, Καμπάνης, Καραγιαννόπουλος, Καμάρας, Κορομηλάς, Διαλέτης -νεκροί- και ο αντισυνταγματάρχης Τερτίπης διοικητής του δέκατου όγδοου τραυματίας∙ έπεσαν ακόμη οι ταγματάρχες Κουτήφαρης, Κατσιμήδης, Ιατρίδης και Χατζόπουλος. Κι’ αυτό φτάνει να δώσει μια ιδέα για τη λύσσα του αγώνα.
Όταν έφτασε στη Μπάλτζα, στο Γενικό Στρατηγείο η είδηση για την άταχτη υποχώρηση του εχθρού, ο Κωνσταντίνος έδωσε την ακόλουθη σύντομη διαταγή: «Προς Δευτέραν, Τρίτην, Τέταρτην, Πέμπτην και Δεκάτην Μεραρχίας και την Ταξιαρχίαν Ιππικού: Καταδιώξατε κατά πόδας τον εχθρόν, παντί σθένει, μέχρι τελείας εξαντλήσεώς σας.» Την τελευταία φράση μάλιστα «μέχρι τελείας εξαντλήσεώς σας» την είχε προστέσει ο Βασιλιάς στο κείμενο με το χέρι του, πάνω στον ενθουσιασμό της νίκης. Τη διαταγή αυτή όχι μόνο δε μπόρεσαν να την εκτελέσουν οι Μεραρχίες αυτές του Κιλκίς, αλλ’ ούτε τη συνηθισμένη δίωξη να κάμουν, κατάκοπες όπως ήταν από τον αγώνα κι’ αισθητά αποδεκατισμένες από τις απώλειες. Καταυλίστηκαν στο πεδίο της μάχης και μόλις την άλλη μέρα μπόρεσαν να ξεκινήσουν πάλι κατά του εχθρού. Μονάχα στον τομέα του Λαχανά ο Παπαδόπουλος, όπως είδαμε, με το Βελισσαρίου κυνήγησαν ως τη νύχτα τους Βούλγαρους, χωρίς να πάρουν γι’ αυτό καμιά διαταγή! Αυτοί μονάχα καταυλίστηκαν, αφού πήραν διαταγή να σταματήσουν κι’ έβγαλαν προφυλακές πάνω στο δημόσιο δρόμο των Σερών.
Γίνηκε κάτι ακόμα πιο ακατανόητο: Όταν έφυγαν οι Βούλγαροι από το Λαχανά προς το Στρύμονα, η έβδομη Μεραρχία βρισκότανε κοντά στη Δημητρίτσι σ’ απόσταση βολής πυροβόλου από το δρόμο της φυγής των Βουλγάρων. Και μ’ όλο που ο Μανουσογιαννάκης ειδοποίησε το Μέραρχο ότι ο «φεύγων εχθρός» περνούσε κάτω από τη μύτη του, δεν κουνήθηκε να του κόψει την υποχώρηση και να τον αιχμαλωτίσει. Δεν είχαν πάρει διαταγή!…
Από το βιβλίο του Σπύρου Μελά: «Οι Πόλεμοι 1912-1913» Μακεδονία – Ήπειρος – Αιγαίον – Ο Πόλεμος της Διπλωματίας, του εκδοτικού οίκου “Μπίρης”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου