Σελίδες

Πέμπτη 30 Απριλίου 2009

Η ΓΕΝΝΕΣΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΩΝΥΜΟΥ

ΤΟ ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΚΟ ΔΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΛΕΒΟΓΙΑΝΝΗ (ΤΩ ΛΕΒΑΪΙΑΝΝΑΔΩ) ΣΤΗΝ ΚΩΜΙΑΚΗ
του φιλόλογου Νίκου Ι. Λεβογιάννη
η παράδοση
Σύμφωνα με την παράδοση, που είναι ευρύτατα διαδεδομένη από γενιά σε γενιά στους Λεβαϊιαννάδες, το παρατσούκλι «Λεβαϊιάννης» δημιουργήθηκε ως εξής :
Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας δεν ήταν εύκολα τα ταξίδια. Για να ταξιδέψει κάποιος έπρεπε να βρει καϊκι, που θα πήγαινε σε κάποιο από τα λιμάνια του Αιγαίου, τη Σμύρνη, την Πόλη, τον Πειραιά. Συνήθως εκείνοι που ταξίδευαν, μπάρκαραν στα καϊκια ως πλήρωμα. Προφανώς έτσι πλήρωναν το ναύλο τους, δουλεύοντας μέσα στο καϊκι.
Εκείνος λοιπόν, ο πρώτος πρόγονος των Λεβαϊιαννάδω, ο Γιάννης, κατά πάσα πιθανότητα βοσκός από την Κωμιακή, που το πρώτο παρατσούκλι του (επίθετο) φαίνεται πως ήταν Κόχυλας, κάποτε χρειάστηκε να ταξιδέψει και μπάρκαρε απ’ το λιμνάρι τση Κεράς στην Αγιά σε κάποιο καϊκι με προορισμό μάλλον τη Σμύρνη. Στη διάρκεια του πολυήμερου ταξιδιού ο Γιάννης ο Κόχυλας1, δούλευε μέσα στο καϊκι μαζί με άλλους συνταξιδιώτες στο βιράρισμα των κάβων και των σχοινιών στα πανιά και τα παλάγκα του καϊκιού.
Το βιράρισμα ή λεβάρισμα των σχοινιών γινόταν από πολλούς ναύτες μαζί ρυθμικά και δεν ήταν εύκολη αυτή η ομαδική εργασία.
Το λέβα και το βίρα ήταν λέξεις που έδιναν το σύνθημα και το ρυθμό στο βιράρισμα του κάβου, στο τέντωμα των πανιών, στο μάζεμα της άγκυρας του καϊκιού. Η λέξη «λέβα» προέρχεται από τη ναυτική Ιταλική λέξη leva (βίρα)2.
Προφανώς ο Γιάννης, βοσκός όντας, δεν είχε σχέση με τη θάλασσα. Οι Κωμιακίτες εξ άλλου ζούσαν μακριά από τη θάλασσα στην απόκρημνη περιοχή που ήταν χτισμένο το χωριό και δεν ήταν καν ορατό απ’ τη θάλασσα για το φόβο των πειρατών.
Φυσιολογικά λοιπόν ο Γιάννης είχε άγνοια από ναυτικές εργασίες και δυσκολευόταν να προσαρμοστεί και να συντονιστεί στο ρυθμό αυτής της ομαδικής δουλειάς και οι άλλοι του φώναζαν συνέχεια: «Λέβα- Ιιάννη, λέβα-Ιιάννη, λέβα-Ιιάννη».
Το περιστατικό αυτό έμεινε να συζητιέται ως καλαμπούρι για πολύ καιρό και το σύνθημα «Λέβα-Ιιάννη», που μεταφέρθηκε στο χωριό προφανώς από άλλους συνταξιδιώτες χωριανούς, σχολιά-στηκε, άρεσε, προκαλούσε γέλιο και έγινε συνεπώς καλαμπούρι και έμεινε. Οι Κωμιακίτες εξ άλλου ήταν και συνεχίζουν να είναι γνωστοί για τα πειράγματά τους.
Έτσι από στόμα σε στόμα «έκατσαν» στο Γιάννη Κόχυλα το παρατσούκλι «ο Λεβαϊιάννης».
Αργότερα στην Κωμιακή του έβγαλαν και κοτσάκι:
Λέβα-Ιιάννη,Λέβα-Ιιάννη
μα ο πειρασμός σε βάνει.
Τελικά, όπως συνήθως συμβαίνει, επικράτησε το παρατσούκλι αυτό του παλιού επιθέτου, ίσως ήταν και ηχητικά καλύτερο και αυτός και οι απόγονοί του με το παρατσούκλι Λεβαϊιάννης-Λεβαϊιαννάδες ήταν έκτοτε αναγνωρίσιμοι στο χωριό.
Το παλιό παρατσούκλι-επίθετο Κόχυλας ξεχάστηκε ολοκλη-ρωτικά και δεν συναντάται ούτε στις μέχρι σήμερα γνωστές γραπτές πηγές
Αργότερα κάποιος γραμματιζούμενος προφανώς, μετέτρεψε στα χαρτιά το Λεβαϊιάννης σε Λεβαγιανόπουλος-Λεβογιανόπουλος-Λεβογιάννης και από κάποια στιγμή το παρατσούκλι Λεβαϊιάννης, εξωραϊσμένο σε Λεβογιάννης, έγινε το επίθετο σ’ αυτό το μεγάλο σόι της Κωμιακής.
Πότε συνέβησαν αυτές οι μεταβολές είναι προς το παρόν άγνωστο.
Το γεγονός ότι δεν έχει βρεθεί το παρατσούκλι-επίθετο Κόχυλας σε γραπτή πηγή ή σε τοπωνύπιο στην Κωμιακή, υποδηλώνει ότι αυτή η γλωσσική μεταβολή συνέβη πολύ παλιά και σίγουρα πριν από την συγκρότηση του νεοελληνικού κράτους.
Αυτό επιβεβαιώνεται και από την ύπαρξη του τοπωνυμίου «στη σκάλα του Λεβαϊιάννη»3.
Εξ άλλου οργανωμένη καταγραφή επιθέτων για ολόκληρο τον πληθυσμό άρχισε να γίνεται με τη συγκρότηση του νεοελληνικού κράτους μετά την Επανάσταση του 1821.

Στον προφορικό λόγο και στο τοπικό γλωσσικό ιδίωμα της Κωμιακής ακόμη και σήμερα το επίθετο «Λεβογιάννης» προφέρεται «Λεβαϊιάννης», ιδιαίτερα όταν είναι α΄συνθετικό σε ονόματα, π.χ.Λεβαϊιαννο-ϊιάννης, Λεβαϊιαννοέργης, Λεβαϊιαννονι-κόλας, Λεβα Λεβαϊιαννομητσος, Λεβαϊιαννο-σοφιά, Λεβαϊιαννο-μαρία, Λεβαϊιαννο-ιάννενα.

2 σχόλια: