Σελίδες

Παρασκευή 20 Ιουλίου 2012

Τα Άγραφα κατά την Τουρκοκρατία


                
            Για την προέλευση του τοπωνυμίου Άγραφα και για τα γεωγραφικά όρια, τα οποία προσδιόριζαν την περιοχή,  υπάρχει διχογνωμία. Σύμφωνα με την άποψη του Κασομούλη, άποψη με την οποία συντάσσονται πολλοί μελετητές, η ονομασία  Άγραφα επικράτησε, επειδή η περιοχή δεν είχε εγγραφεί στα τουρκικά φορολογικά πρωτόκολλα. Άλλη όμως εκδοχή μετατοπίζει τα πράγματα στη βυζαντινή εποχή και αποτελεί επιχείρημα ισχυρό  για αμφισβήτηση της άποψης του Κασομούλη.---

          Συγκεκριμένα, όταν ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Κωνσταντίνος ο Κοπρώνυμος (741-775) εξέδωσε διαταγή για αφαίρεση των εικόνων από τις εκκλησίες , οι Αγραφιώτες όχι μόνο δεν υπάκουσαν, αλλά προέβησαν στη θανάτωση των ανθρώπων , τους οποίους ο αυτοκράτορας  είχε αποστείλει , για να διαπιστώσουν την εφαρμογή ή μη της διαταγής του. Αυτό το γεγονός προκάλεσε την απόφασή του να διαγράψει ολόκληρη την περιοχή από το χάρτη της αυτοκρατορίας  και από τότε , σύμφωνα με τα παραπάνω, επικράτησε η ονομασία Άγραφα .

          Αλλά και για τα γεωγραφικά τους όρια οι απόψεις δεν συμπίπτουν. Διαφορετικά τα ορίζει ο Πουκεβίλ, διαφορετικά ο Κασομούλης, αλλά και όσοι άλλοι ασχολήθηκαν  με την περιοχή. Ο Κασομούλης τα προσδιορίζει ανατολικώς μέχρι τη Γιαννιτσού, δυτικώς μέχρι τη γέφυρα  Κοράκου και τον Αχελώο ποταμό, βορείως μέχρι τη Σαλαμπριά και μεσημβρινώς μέχρι τον Αγαλινό ποταμό και το Βελούχι.[1] Ο Πουκεβίλ θεωρεί ότι αποτελούν    συνέχεια του βιλαετιού του Ασπροποτάμου και τα ταυτίζει με την Αιτωλική Αγραΐδα.

          Λαμβάνοντας υπόψη τις πληροφορίες του Κασομούλη και του Πουκεβίλ, πρέπει να δεχθούμε ότι τα όρια των Αγράφων περιελάμβαναν το βορειοδυτικό σύνορο του νομού Καρδίτσης με το νομό Τρικάλων, την περιοχή που ακολουθεί τη διαδρομή του Αχελώου από τη γέφυρα Κοράκου προς βορράν μέχρι τον Αγαλινό  προς νότο και χωρίζει τα Άγραφα από τον Βάλτο και την Άρτα, τη νοητή γραμμή από την εκβολή του Αγαλινού μέχρι το Βελούχι  και τέλος το σύνολο των χωριών του ορεινού όγκου της Καρδίτσης. Βεβαίως, τα όρια αυτά δεν ήταν σταθερά. Άλλοτε επεκτείνονταν και άλλοτε συρρικνώνονταν, ανάλογα με τη δύναμη που διέθετε κάθε φορά ο αρματολάρχης  και τις σχέσεις του με τα γειτονικά αρματολίκια.

          Σύμφωνα πάντως με τα προαναφερθέντα όρια ,  τα Άγραφα συναποτελούσαν οι τέως Δήμοι Γόμφων, Νευρουπόλεως , Ιτάμου, Αργιθέας, Μενελαΐδος , Ταμασίου, Ιθώμης (στο ορεινό, δυτικό και νότιο τμήμα του σημερινού νομού Καρδίτσης ) , Αγραίων, Αγράφων, Απεραντίων, Κτημενίων, Δολόπων (ορεινό βόρειο τμήμα του σημερινού νομού Ευρυτανίας) και οι κοινότητες Νεοχωρίου και Παλαιοκάστρου (σημερινής επαρχίας Φθιώτιδας) κατά τον Πουκεβίλ, και Γιαννιτσούς, κατά τον Κοσομούλη.[2]

          Σήμερα, η περιοχή περιλαμβάνει το ορεινό τμήμα του νομού Καρδίτσης, δεσπόζουσα θέση στο οποίο κατέχει η Αργιθέα με τα ιστορικά χωριά της, που αποτελεί αναμφίβολα την καρδιά  των Αγράφων, και το ορεινό επίσης τμήμα του νομού Ευρυτανίας.[3]

          Εξαιτίας του φυσικού εγκλεισμού τους ανάμεσα σε βουνά και της απόστασης, η οποία τα χωρίζει από τις πεδινές περιοχές , διαμορφώθηκε στους κατοίκους τους , κατά τους χρόνους της δουλείας, άκαμπτο και αδούλωτο φρόνημα και τους έκανε ασυμβίβαστους με τον τουρκοκρατούμενο κάμπο.

          Η ιστορική όμως έρευνα στάθηκε ιδιαιτέρως φειδωλή απέναντί τους και έμεινε μακριά από μια σοβαρή διεξοδική παρουσίαση της πορείας τους στο χρόνο. Αποτέλεσμα του γεγονότος αυτού είναι η διαστρέβλωση και συχνά η παραποίηση της ιστορικής πραγματικότητας σε κείμενα που κατά καιρούς εμφανίζονται και βρίθουν ανακριβειών.

          Ίσως αυτό να οφείλεται στην αντίληψη με την οποία συχνά αντιμετωπίζεται η Ιστορία. Αντίληψη που τη θέλει να ασχολείται με το αξιόλογο, το σπουδαίο και να παρακάμπτει το τοπικό. Έτσι όμως, δημιουργούνται πολλές δυσκολίες άντλησης πληροφοριών για τις τοπικές κοινωνίες , την καθημερινή ζωή σε αυτές και τον πολιτισμό που δημιουργείται στα όριά τους.

          Δεν θα απομακρυνόμασταν λοιπόν πολύ από την αλήθεια, αν υποστηρίζαμε ότι ο τοπικός  πολιτισμός των Αγράφων αντιμετωπίσθηκε ως κατώτερος , επειδή οι κάτοικοί τους έζησαν κάτω από ιδιαιτέρως δύσκολες συνθήκες.

          Με επίγνωση όλων αυτών επιχειρείται η συνοπτική τούτη αναφορά στην Ιστορία τους, κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Οπωσδήποτε, η όποια προσπάθεια παρουσίασης της  Ιστορίας της συγκεκριμένης περιοχής καθίσταται δυσχερής, καθ’ όσον  οι πηγές δεν είναι πολλές. Στο γεγονός αυτό οφείλονται βεβαίως και όσα αντιφατικά και αλληλοαναιρούμενα  έχουν υποστηριχθεί κατά καιρούς.

          Η Θεσσαλία κατακτήθηκε από το σουλτάνο Βαγιαζίτ Α΄, το 1393, και οργανώθηκε σε σαντζάκιο[4] , το οποίο είχε ως πρωτεύουσα τα Τρίκαλα και γι’ αυτό ονομάσθηκε σαντζάκιο των Τρικάλων.[5] Στο σαντζάκιο των Τρικάλων  περιήλθαν και τα Άγραφα , που αποτέλεσαν μάλιστα  έναν εκ των καζάδων του.[6]

          Όπως ήταν φυσικό, ο έλεγχος της τουρκικής διοίκησης ήταν εμφανής σε όλο τον πεδινό χώρο. Η καθυπόταξη του πληθυσμού στο χώρο αυτό και η πολιτική που ακολουθήθηκε επί των γαιών είχαν ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση της μικρής ιδιοκτησίας  και τη συγκέντρωση μεγάλων εδαφικών εκτάσεων στα χέρια λίγων. Οι νέες  συνθήκες που διαμορφώθηκαν στον κάμπο, αλλά και οι καταπιέσεις των Τούρκων, έστρεψαν τον πληθυσμό προς τον ορεινό όγκο των Αγράφων[7] . Η στροφή αυτή του πληθυσμού προς τα ορεινά πήρε μεγαλύτερες διαστάσεις , όταν εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλία οι Κονιάροι, όπως ονομάζονταν οι άνθρωποι που μεταφέρθηκαν από τη Μικρά Ασία , για την καλύτερη εκμετάλλευση της γης [8].

          Βεβαίως, ο ορεινός πληθυσμός, από τους πρώτους κιόλας χρόνους της οθωμανικής κυριαρχίας, δεν έδειξε καμιά διάθεση για αποδοχή και συμβιβασμό. Παρέμεινε ανυπότακτος και δεν άργησε να συγκροτήσει τους πρώτους πυρήνες  αντίστασης. Οι πυρήνες αυτοί αποτέλεσαν τη βάση για την οργάνωση των σωμάτων της κλεφτουριάς , που έμελλαν να προκαλέσουν ανυπέρβλητα προβλήματα στον κατακτητή , αφού οι κλέφτες δεν έμειναν κλεισμένοι στα λημέρια τους, στις βουνοκορφές . Διατηρούσαν επικοινωνία  και με τα πεδινά , προκειμένου να εξασφαλίζουν τα απαραίτητα αγαθά. Συχνά , όμως , οι επισκέψεις τους στον κάμπο έπαιρναν τη μορφή επιδρομών με στόχο τη λεηλασία των οθωμανικών ιδιοκτησιών. Άλλες πάλι φορές ,  οι κλέφτες έφθαναν  στα πεδινά , κατέφεραν χτυπήματα στον κατακτητή και, πριν εκείνος προλάβει να αντιδράσει, ανέβαιναν στα απόκρημνα λημέρια τους , για να προετοιμάσουν το επόμενο χτύπημα.

          Ο έλεγχος των Τούρκων στις ορεινές αυτές περιοχές εξασθενούσε και  οι δυσκολίες που συναντούσαν στην προσπάθειά τους να επιβάλλουν την άτεγκτη κυριαρχία τους ήταν πολλές[9] .Ήταν φυσικό λοιπόν, να επικρατήσει στα Άγραφα πνεύμα ανεξαρτησίας, το οποίο δεν μπόρεσε να κάμψει καμιά τουρκική αρχή και κανένας εκπρόσωπός της.

          Θα πρέπει να θεωρηθεί βέβαιο ότι οι Τούρκοι, αντιλαμβανόμενοι πόσο επικίνδυνη ήταν οποιαδήποτε επέμβασή τους εκεί, προχώρησαν στην αναγνώριση προνομίων προς τους κατοίκους της περιοχής, μεταξύ των οποίων ήταν και η αυτονομία. Αυτό μπορεί να συναχθεί και από το γεγονός ότι, αργότερα , όταν ο Μουράτ Β΄ κυρίευσε οριστικά τη Θεσσαλία, τα Άγραφα έμειναν  έξω από την κυριαρχία του. Το απροσπέλαστο της περιοχής και ο φιλελεύθερος χαρακτήρας των κατοίκων έκαναν αδύνατη την επέκτασή του μέχρι εκεί. Γι’ αυτό ο Μουράτ προτίμησε να διαπραγματευθεί και να καταλήξει  σε συμφωνία (1446-1447)[10]. Η συμφωνία προέβλεπε ότι η περιοχή των Αγράφων δεν θα είναι καταγεγραμμένη στα φορολογικά πρωτόκολλα και δεν θα υπάρχει οθωμανικός στρατός σ’ αυτήν.[11] Σε αντάλλαγμα ο Μουράτ ζήτησε να καταβάλουν ατύπως οι  κάτοικοι  τον κεφαλικό φόρο, που είναι γνωστός ως χαράτζι, και αυτό ως δηλωτικό της εκ μέρους τους αναγνώρισης της σουλτανικής κυριαρχίας. Ο φόρος δεν ήταν ιδιαιτέρως βαρύς, αλλά οι τρόποι που χρησιμοποιούσαν οι εισπράκτορές του ήταν πολύ σκληροί. Βεβαίως, στην περίπτωση των Αγραφιωτών θα καταβαλλόταν στη δική τους διοίκηση. Όμως, δεν έχουμε στοιχεία που αποδεικνύουν ότι ο φόρος καταβλήθηκε.[12] στις τουρκικές αρχές.

          Ωστόσο, ο Μουράτ και οι διάδοχοί του  δεν θα σταματήσουν τις προσπάθειες εξεύρεσης τρόπου,  με τον οποίο θα επέβαλαν έλεγχο και σε περιοχές , που  η γεωγραφική διαμόρφωση ευνοούσε τη δημιουργία νησίδων αντίστασης ή και ορμητήριο των κατοίκων τους για διεξαγωγή επιχειρήσεων εναντίον των τουρκικών δυνάμεων. Στις προσπάθειες  αυτές εντάσσεται και ο θεσμός των αρματολών , ο οποίος τώρα οργανώνεται  συστηματικά .[13]  Σε καίρια λοιπόν σημεία τέτοιων περιοχών τοποθετήθηκαν Έλληνες ή και Τούρκοι πολεμιστές και είχαν ως έργο τους τη φύλαξη του ευρύτερου χώρου και την άμβλυνση της διάθεσης για αντίσταση στον κατακτητή. Στην περίπτωση όμως των Αγράφων , όπου ιδρύθηκε το πρώτο αρματολίκι στην Ελλάδα, δεν προκύπτει από καμία βάσιμη πηγή ότι οι κάτοικοί τους δέχθηκαν να διαδραματίσουν έναν τέτοιο ρόλο και να προσφέρουν  καθ’ οιονδήποτε  τρόπο υπηρεσίες, που θα διευκόλυναν τη διείσδυση των Τούρκων. Παρέμειναν μέχρι τέλους ανυπότακτοι και το φιλοπόλεμο πνεύμα τους  απέτρεψε τους Οθωμανούς από κάθε σχέδιο να τους υποτάξουν.

Αργότερα , επί Σουλεϊμάν  Α΄ του Μεγαλοπρεπούς (1520-1566), ιδρύθηκαν αρματολίκια  στη Μακεδονία,  Θεσσαλία, Ήπειρο,  Αιτωλοακαρνανία και σε άλλα σημεία του ελλαδικού χώρου . Οι αρματολοί  στις περιοχές αυτές χρησιμοποιούνται από την τουρκική εξουσία εναντίον των κλεφτών.[14] Έναντι των υπηρεσιών τους εξασφάλιζαν οικονομικά ανταλλάγματα.

          Από τις αρχές όμως του 18ου αι., η στάση των αρματολών αλλάζει, ανεξαρτητοποιούνται και συνεργάζονται στενά με τους κλέφτες. Το γεγονός αυτό φαίνεται ότι οδήγησε τους Τούρκους  στην απόφαση να αφαιρέσουν  τα αρματολίκια από τους Έλληνες και να  τα παραχωρήσουν στους εξισλαμισθέντες Αλβανούς και σε κάποιες περιπτώσεις να τα καταργήσουν.

          Μόνο το φιρμάνι με το οποίο ιδρύθηκε το αρματολίκι των Αγράφων ίσχυσε καθ’ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας μέχρι την έναρξη της Επανάστασης. Δεν έλειψαν βεβαίως εκ μέρους των τουρκικών αρχών οι προσπάθειες άρσης της αυτονομίας και των ιδιαίτερων προνομίων που απολάμβανε η περιοχή.

          Η πιο σημαντική από αυτές θα εκδηλωθεί το 1525, από τον μπεηλέρμπεη της Ρούμελης,  ο οποίος  εισέβαλε στο χωριό Ταμάσι (σημ. Ανάβρα), αλλά αντιλήφθηκε νωρίς το μάταιο των σχεδίων του και  την  10 Μαΐου 1525 υπέγραψε τη συνθήκη του Ταμασίου, οι όροι της οποίας προέβλεπαν:



          «1. Άπαντα τα χωρία των Αγράφων αποτελούσιν αυτονομίαν, η οποία διοικείται υπό Συμβουλίου, έχοντος έδραν την παρά το οροπέδιον Νευροπόλεως ονομαστήν κωμόπολιν (κασαμπά) Νεοχώριον.

2. Ουδεμία τουρκική οικογέρνεια επιτρέπεται να κατοικήσει διαρκώς εις τα χωρία των Αγράφων εκτός του Φαναρίου.

3. Oι κάτοικοι  των πεδινών και ορεινών μερών επικοινωνούσι ελευθέρως.

4. Εκάστη κοινότης των Αγράφων υποχρεούται να πληρώνη εις την υψηλήν Πύλην ετησίως  δόσιμον 50.000 γρόσια. Το ποσόν δε τούτο θα αποστέλληται παρά του ειρημένου Συμβουλίου δι’ εμπίστου προσώπου εις την έδραν της  Ευδαιμονίας (Κωνσταντινούπολιν)» [15].

          Από το κείμενο της συνθήκης μπορούμε να συμπεράνουμε ότι αυτό , προφανώς, υπήρξε αποτέλεσμα αξιώσεων που προέβαλαν οι εκπρόσωποι των Αγραφιωτών , τις οποίες οι Τούρκοι αποδέχθηκαν στην προσπάθειά τους να κατευνάσουν το ανυπότακτο πνεύμα τους και να αποτρέψουν την εκδήλωση επιθετικών ενεργειών της κλεφτουριάς, που ήδη είχε φουντώσει στις δυσπρόσιτες βουνοκορφές. Άλλωστε, σε καμία  περίπτωση ο κατακτητής δεν θα ανεχόταν την όποια αμφισβήτηση της κυριαρχίας του. Η περίπτωση των Αγράφων είναι δηλωτική της αδυναμίας του να ελέγξει  και να καταστείλει την αμφισβήτηση, που πολύ συχνά οι κάτοικοί τους εξεδήλωναν προς την εξουσία του. Δεν μπορεί να εξηγηθεί διαφορετικά η ενδοτικότητα του κατακτητή. Αποτελεί λοιπόν ένδειξη της αδυναμίας του, να ελέγξει την περιοχή η αποδοχή του όρου περί μη εγκατάστασης τουρκικών οικογενειών στα χωριά των Αγράφων. ΄Ένδειξη αδυναμίας του αποτελεί επίσης, η αποδοχή της ελεύθερης επικοινωνίας του ορεινού και πεδινού χώρου. Η επικοινωνία αυτή είχε μεγάλη σημασία για τον ορεινό πληθυσμό, γιατί έτσι εξασφάλιζε την προμήθειά του σε τρόφιμα και  άλλα αναγκαία αγαθά. Η άρνηση του κατακτητή να επιτρέψει  την επικοινωνία  των ορεινών με το χώρο του κάμπου θα σηματοδοτούσε εχθρικές ενέργειες  των πρώτων με στόχο να διασπάσουν  τον αποκλεισμό τους και αυτές ήθελε με κάθε τρόπο να τις αποφύγει.

Η κατ’ εξαίρεση, σύμφωνα με τη συνθήκη, δυνατότητα εγκατάστασης τουρκικών οικογενειών στο Φανάρι και ο φόρος που θα κατέβαλαν οι κάτοικοι των Αγράφων στην Υψηλή  Πύλη δεν αποτελούν  παρά την προσπάθεια των Οθωμανών να αναγνωρισθεί έστω και τυπικώς η κυριαρχία τους στην περιοχή. Εξάλλου το Φανάρι απέχει μόλις δέκα χιλιόμετρα από την Καρδίτσα, δεν ανήκε στον ορεινό κορμό των Αγραφιώτικων χωριών και δεν φαίνεται  να διαπραγματεύθηκαν  επ’ αυτού οι εκπρόσωποί τους[16]. Όσο για τον μνημονευόμενο φόρο , όπως και στα προηγούμενα  σημειώσαμε , δεν προκύπτει από κάποια πηγή ότι αυτός καταβλήθηκε ή επιχειρήθηκε η είσπραξή του με τη γνωστή σκληρότητα που ακολουθούσαν όσοι ήταν εντεταλμένοι προς το σκοπό αυτό.

Οι όροι της συνθήκης του Ταμασίου τηρήθηκαν για μεγάλο χρονικό διάστημα με εξαίρεση εκείνον της ελεύθερης επικοινωνίας με τον πεδινό χώρο. Κατά καιρούς , βεβαίως, ο κατακτητής προσπάθησε να θέσει υπό τον έλεγχό του και τα ορεινά. Οι προσπάθειες αυτές θα ενταθούν αργότερα, κυρίως στους χρόνους του Αλή πασά, ο οποίος πεισμόνως προσδοκούσε να καθυποτάξει την κλεφτουριά.

Όμως,  οι μάχες που θα ακολουθήσουν  μεταξύ στρατευμάτων  του Αλή και των κλεφτών θα καταλήξουν στη συντριβή  των πρώτων, πράγμα το οποίο θα εξοργίσει τον Αλή και θα ανάψει τη δίψα του για εκδίκηση. Αλλά οι βλέψεις του  στο αρματολίκι των Αγράφων συμπίπτουν με την περίοδο, κατά την οποία στην περιοχή δρουν κορυφαίες μορφές της κλεφτουριάς με πρωτοκάθεδρες εκείνες του Κατσαντώνη και των παλληκαριών του.[17] Οι Τουρκαλβανοί του Αλή πύκνωσαν τις επιδρομές τους, αλλά δεν είναι λίγες οι φορές που αποδεκατίσθηκαν  από τους θρυλικούς Κατσαντωναίους. Επιτυχίες κατά των Τουρκαλβανών,   όπως εκείνη του 1806,  στο Κεράσοβο της Ευρυτανίας , στην οποία εξόντωσε ολοσχερώς το στράτευμα του Χασάν Μπελούση , και στη θέση Αλαμάνου, όπου φόνευσε τον Βεληγκέκα, τον διαπρεπέστερο των δερβεναγάδων του Αλή , εξάπλωσαν τη φήμη του Κατσαντώνη σε ολόκληρη την Ελλάδα και πανικόβαλαν τον Αλή[18]. Παράλληλα ,  κατέστησαν τα Άγραφα περιώνυμα για την λυσσαλέα αντίδρασή τους στην τυραννία.

Απέναντι  στη ζωή των ηρωικών αυτών μορφών ο ανώνυμος ποιητής θα σταθεί με θαυμασμό, θα ψάλει τα κατορθώματά τους και θα υμνήσει την απροσκύνητη γη των Αγράφων. Τα τραγούδια του[19] θα αποτελέσουν προσκλητήριο για τους κατοίκους των πεδινών να εγκαταλείψουν τις υποταγμένες περιοχές και να ενταχθούν στα σώματα των κλεφτών.

Διαβάτ’ απάνου στ’  Άγραφα ψηλά στο Καρπενήσι

να ιδήτε τους αρματωλούς και τους Λεπενιωταίους

                      σε τι χωριά να τρων ψωμί, σε τι κεφαλοχώρια.



Ο ανώνυμος ποιητής δεν θα παραλείψει να υπενθυμίσει την αγέρωχη στάση των κλεφτών απέναντι στους κινδύνους.



        Όσο είναι ο Δίπλας ζωντανός, τους Τούρκους δε φοβάται

                      έχει λεβέντες διαλεχτούς και τους Κατσαντωναίους

 που τρων μπαρούτι για ψωμί και βόλια για προσφάι

          και σφάζουν Τούρκους σαν αρνιά και σαν παχιά κριάρια.



Βεβαίως, θα θρηνήσει κατά καιρούς για το χαμό ανδρών, που έδρασαν και πολέμησαν με κάθε τρόπο.



Πουλιά να μη λαλήσετε , κούκκοι να βουβαθήτε,

                        βρυσούλες με τα κρύα νερά, όλες να ξεραθείτε,

    και στου Πετρίλου τα δεντρά πουλί να μη λαλήσει.



Εύκολα μπορεί να γίνει αντιληπτό ότι η διαμόρφωση και επικράτηση στα Άγραφα πνεύματος ανεξαρτησίας θα αποτελέσει πόλο έλξης για τον πληθυσμό του κάμπου. Στην καλλιέργεια του ανεξάρτητου και ελεύθερου πνεύματος , καθ’ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, συνέβαλε στο μέγιστο βαθμό η ίδρυση και λειτουργία Σχολείων, στα οποία δίδαξαν φωτισμένοι δάσκαλοι, που κληροδότησαν  τη σοφία τους σε μεγάλο αριθμό μαθητών τους[20]. Πολλοί μάλιστα από τους μαθητές αυτούς έμελλε να αναδειχθούν σε σημαντικούς  πνευματικούς ανθρώπους , που η φήμη τους ξεπέρασε κατά πολύ τα γεωγραφικά όρια της περιοχής και η προσφορά τους στην αφύπνιση του Γένους υπήρξε μεγάλη.

Είναι γνωστή η Σχολή της Γούβας Βραγκιανών (πρόκειται για τα Μεγάλα Βραγκιανά× παλαιότ. γρ. Βραγγιανά) ή Ελληνομουσείο των Αγράφων, όπως ονομαζόταν, όπου δίδαξε ο Ευγένιος Γιαννούλης ο Αιτωλός και φοίτησε ο Κοσμάς ο Αιτωλός, που με την κατοπινή δράση του έμεινε στην Ιστορία ως ένας από τους κορυφαίους εργάτες του νεοελληνικού διαφωτισμού και ως πρωτοπόρος των προσπαθειών για αφύπνιση του Γένους. Μαθητής επίσης, της Σχολής υπήρξε ο Αναστάσιος Γόρδιος, ο οποίος, στη συνέχεια, με τις ευρύτατες σπουδές που ακολούθησε, αναδείχθηκε σε εξέχουσα πνευματική μορφή, δίδαξε  σε πολλές σχολές και άφησε πλούσιο συγγραφικό έργο.

Σημαντικές υπήρξαν η Σχολή του Τροβάτου και η Σχολή του Φουρνά, όπου λειτούργησε εργαστήριο ζωγραφικής, με εμπνευστή τον εκ Φουρνά φωτισμένο ιερομόναχο Διονύσιο, και ανέδειξε αξιόλογους αγιογράφους, έργα των οποίων,  κατά πάσα πιθανότητα , είναι οι περισσότερες  από τις αγιογραφίες που διασώζονται σήμερα σε εκκλησίες και μοναστήρια των Αγράφων. Η συστηματική μελέτη των αγιογραφιών αυτών θα αποδείκνυε την άποψη  και θα κατέρριπτε όσα αντιεπιστημονικώς κατά καιρούς γράφτηκαν ή γράφονται  επί του θέματος.

Αξιομνημόνευτες είναι επίσης η Σχολή του Προυσού, μνεία της οποίας κάνει σε σιγγίλιό του προς τον Επίσκοπο Λιτζάς και Αγράφων  Δοσίθεο ο Πατριάρχης  Γρηγόριος Ε΄, και η Σχολή Καρπενησίου, όπου δίδαξε επί μακρόν ο Ευγένιος Γιαννούλης, πριν μεταβεί στα Βραγκιανά ,για να συνεχίσει το διδακτικό του έργο στην εκεί  Σχολή [21].   

          Παράλληλα με τη λειτουργία των Σχολείων, μοναστήρια, όπως του Προυσού, της Τατάρνας, της Σπηλιώτισσας Κουμπουριανών, Μεταμόρφωσης του Σωτήρος Βραγκιανών, Κώστη Στεφανιάδας , Γεννήσεως της Θεοτόκου Κατουσίου, Κοιμήσεως της Θεοτόκου Μπουκοβίτσης κ.λ.π., ανέπτυξαν μεγάλη πνευματική δραστηριότητα και υπήρξαν κέντρα διάδοσης των γραμμάτων. Δεν είναι λίγες οι φορές,  κατά τις οποίες στις  Μονές αυτές φιλοξενήθηκαν περιώνυμοι  κλέφτες  και έχοντάς τις ως ορμητήριο προκάλεσαν πολύ οδυνηρά πλήγματα στους Οθωμανούς.[22]

          Υπό τις συνθήκες αυτές είναι ευνόητο ότι, με την έκρηξη της Επανάστασης , τα Άγραφα ήταν ήδη προετοιμασμένα να μπουν στον Αγώνα. Από το πρώτο λοιπόν έτος, οι κάτοικοί τους ανταποκρίθηκαν στην προκήρυξη του Κώστα Βελή , στο Κεράσοβο,   εξεγέρθηκαν και έφθασαν μέχρι τα πεδινά, όπου πυρπόλησαν πολλά τουρκοχώρια. Στο επόμενο διάστημα, θα δώσουν το παρόν στα πεδία των μαχών ενταγμένοι στα στρατεύματα του Καραϊσκάκη, του Μαυροκορδάτου, του Μπότσαρη και άλλων ηρωικών μορφών του Αγώνα. Στις μάχες αυτές επέδειξαν γενναιότητα και  αρετές που επανειλημμένως επαινέθηκαν από τους μεγάλους πολέμαρχους της Επανάστασης.







         





[1]  Η Γιαννιτσού βρίσκεται στα νοτιοδυτικά σύνορα Φθιώτιδας και Καρδίτσης.
Η γέφυρα Κοράκου κτίσθηκε το 1514 , με δαπάνη του αρχιεπισκόπου Λαρίσης  Βησσαρίωνα, στη συμβολή των  χωριών  Μολεντζικό, Λιάσκοβο και Βρεστενίτσα (σημ. Καλή Κώμη, Πετρωτό και
Πηγές αντίστοιχα). Αγαλινός ποταμός ονομαζόταν το μέρος του Κρικελοπόταμου μέχρι της εκβολής  του στον Αχελώο ή το μέρος του Κρικελοπόταμου,  που άρχιζε από  το σημείο συμβολής των
ποταμών Καρπενησιώτη και Προυσιώτη μέχρι της εκβολής του στον Ταυρωπό.
 
[2] Εκτεταμένη αναφορά στις πληροφορίες του Κασομούλη και Πουκεβίλ   βλ. Ευριπίδη Ι.  Μπουκουβάλα, Το αρματολίκι των Αγράφων, Αθήνα 1980, σ.167 κ.ε.

[3] Κατά την Τουρκοκρατία ,  τα Άγραφα αποτελούσαν ενιαίο χώρο και δεν υπήρχε η διάκριση σε   Θεσσαλικά και Ευρυτανικά Άγραφα.

[4] Τα σαντζάκια ήταν διοικητικές και στρατιωτικές μονάδες του οθωμανικού κράτους. Πρόκειται για
περιφέρειες πολύ μεγαλύτερες από τον ελληνικό νομό και αργότερα, όταν καθιερώθηκαν τα
μπεηλερμπεηλίκια , εντάχθηκαν σε αυτά. Τη διοίκηση του σαντζακίου ασκούσε ο σαντζάκμπεης.

[5]  Για τη διοικητική οργάνωση της Θεσσαλίας  βλ. Ιωάννου Γ.  Γιαννόπουλου , Η Διοικητική Οργάνωση της Στερεάς Ελλάδος  κατά την  Τουρκοκρατίαν  (1393-1821) , Εθνικόν και Καποδιστριακόν Πανεπιστήμιον Αθηνών, Αθήναι 1971, σ. 66  κ.ε.

[6]  Ο καζάς στο σύστημα διοίκησης της οθωμανικής αυτοκρατορίας αποτελούσε μικρή περιφέρεια  και  περιελάμβανε μία πόλη και τα χωριά που ήταν εξαρτημένα από αυτή. Αν τα χωριά ήταν
πολλά , χωρίζονταν στους ναχιγιέδες (δήμους). Επικεφαλής του καζά, μέχρι τον 17ο αι., ήταν ο σούμπασης και αργότερα ο βοεβόδας. Ο διοικητής του καζά ασκούσε τον πολιτικό και στρατιωτικό έλεγχο, επέβλεπε την είσπραξη των φόρων και είχε ως προϊστάμενό του τον σαντζάκμπεη.

[7] Μανώλη Μ. Στεργιούλη, Η Θεσσαλία από την Τουρκοκρατία στην απελευθέρωση, Καρδιτσιώτικα Χρονικά, τόμος Ι, Καρδίτσα 1995, σ. 60.
Για τις δημογραφικές μεταβολές που επέφερε η τουρκική κατάκτηση  βλ. Βασίλης Σφυρόερας, Επισκόπηση οικονομική και δημογραφική του τουρκοκρατούμενου ελληνικού χώρου, Αθήνα 1979,
σ σ.  32-41.

[8] Για την προέλευση των Κονιάρων, τους χρόνους μετοικεσίας τους και τα θεσσαλικά χωριά, στα οποία εγκαταστάθηκαν, βλ. Σοφοκλή Τριανταφυλλίδη, Οι κολλίγοι της Θεσσαλίας , Στοχαστής , Αθήνα 1974,  σσ .22-25.
Δ.Κ. Τσοποτού , Γη και γεωργοί της Θεσσαλίας κατά την Τουρκοκρατίαν , Επικαιρότητα, Αθήνα 1977, σσ. 51-52.
Για τη μετακίνηση πληθυσμού προς τις ορεινές περιοχές  εξαιτίας των καταπιέσεων της οθωμανικής εξουσίας  βλ. Α.Ε. Βακαλόπουλου, Ιστορία του νέου Ελληνισμού, τομ. Β1, Θεσσαλονίκη 1964,
σσ.  73-98.  Βασίλη Κρεμμυδά, Εισαγωγή στην Ιστορία  της Νεοελληνικής Κοινωνίας, Εξάντας, Αθήνα 1976, σσ. 46-47. Κωστής Μοσκώφ, Η εθνική και κοινωνική συνείδηση στην Ελλάδα 
1830-1909 .  Ιδεολογία του μεταπρατικού χώρου, Θεσσαλονίκη 1972, σ.55 κ.ε.

[9] Βλ. Βασίλης Φίλιας ,  Κοινωνία και εξουσία στην Ελλάδα .Ι. Η νόθα αστικοποίηση 1800-1864, Σύγχρονα Κείμενα, Αθήνα 1974, σ.22.

[10] Η συμφωνία του Μουράτ με τα Άγραφα αποτελεί την πρώτη μορφή των διομολογήσεων, τις οποίε;ς η Τουρκία θα συνάψει , μετά από έναν σχεδόν αιώνα, με τη Γαλλία. Με τις διομολογήσεις εκείνες η Τουρκία αποδεχόταν  ότι οι Γάλλοι που διέμεναν στα όριά της τελούσαν υπό τη δικαιοδοσία των Γάλλων προξένων και υπάκουαν στους γαλλικούς νόμους. Βλ. σχετικά και Ευριπίδη Ι.Μπουκουβάλα, ό.π., σ. 162.

[11] Οι όροι της συμφωνίας αποδεικνύουν ότι τα  Άγραφα  ουδέποτε θεωρήθηκαν ως κατακτηθείσα  επαρχία.

[12] Μιχ. Χουλιαράκη, Γεωγραφική, διοικητική και πληθυσμιακή  εξέλιξις της Ελλάδος 1821-1971, Αθήνα 1973, τόμ.Α΄, σ.52.

[13] Ο θεσμός των αρματολών ανάγεται στην εποχή του ιδρυτή του οθωμανικού κράτους Οσμάν Γαζή (1300-1326) και του διαδόχου του Ορχάν Μπέη (1326-1362). Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. ΙΑ΄, Αθήνα  1975, σ. 148  κ.ε.

[14] Αυτό που δεν κατάφεραν οι Τούρκοι στα Άγραφα με το θεσμό των αρματολών το κατάφεραν σε πολλές περιοχές της Βαλκανικής, τις οποίες κατακτούσαν. Τα επικουρικά σώματα των αρματολών που συγκρότησαν εκεί τους βοήθησαν σημαντικά και τους προσέφεραν υπηρεσίες σε συνοριακά σημεία αλλά και στο εσωτερικό της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
 Βλ. Ιωάννης Αναστασίου Λεονάρδος, Νεωτάτη της Θεσσαλίας Χωρογραφία, Θετταλός, Λάρισα 1992, (Α΄ έκδοση, Πέστη 1863), σ. 29:
 « Όθεν εις τα βουνά , τα οποία περιζώνουσι την λεκάνην της Θεσσαλίας, ουδέν άλλο ευρίσκομεν παρά τοιαύτα  αχαλιναγώγητα  έθνη, απογόνους των ελληνικών φυγάδων, οι οποίοι εις τον καιρόν της οθωμανικής λεηλασίας εκεί κατέφυγον , και εκ των οποίων εσυμμορφώθησαν  οι ούτως ονομαζόμενοι αρματωλοί. Καθώς δηλαδή  ο Μωάμεθε ο Β΄ εκυρίευσε  τας βυζαντινάς επαρχίας , έχων κατά νουν τόσον αυτός, όσον και οι διάδοχοί του να καταπολεμήσουν , τα δυτικά μέρη, ηρκέσθησαν να βάλουν φρουράν μόνον  εις τον επίπεδον τόπον, κάστρα εις παραθαλάσσια μέρη, και επί τούτου επεριωρίζετο η επιχείρησις της πολεμικής των».

[15] Βλ. Απόστολου Βακαλόπουλου, Νέα Ελληνική Ιστορία 1204-1985, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2001,
 σ. 94.

Σέφης Αναστασάκος, Ο Πλαστήρας και η εποχή του , τόμ. Α΄ , Επικαιρότητα, Αθήνα 2007,
 σσ . 68-71.

[16] Το υψόμετρό του είναι 200 μέτρα, δεν έχει δάση και με εξαίρεση την έκταση που καλύπτει ο οικισμός, η υπόλοιπη έκτασή του είναι πεδινή. Παρά ταύτα, δεν υπάρχει επίσημη πηγή που να βεβαιώνει ότι και στο χωριό αυτό υπήρξε τουρκικός οικισμός.

[17] Στους κόλπους του αρματολικιού έδρασαν κλέφτες με απαράμιλλη γενναιότητα και αξιοθαύμαστο φρόνημα. Ακολουθώντας το αρχαιοελληνικό πρότυπο ηρωισμού, με την καθημερινή τους ζωή , έδειχναν αποφασισμένοι να πεθάνουν με αξιοπρέπεια παρά να πεθάνουν ντροπιασμένοι από το δυνάστη. Γιαννούλας, Κατσαντώνης, Καραϊσκάκης, Λεπενιώτης, Δίπλας, Μπουκουβάλας, αλλά και πολλοί απόγονοί τους είναι κλέφτες που διέλαμψαν στην περιοχή, τη δόξασαν και μαζί της δοξάστηκαν και οι ίδιοι.

[18] Για την πολεμική δράση του Κατσαντώνη στα βουνά των Αγράφων  βλ. Δημήτρη Σταμέλου, Κατσαντώνης-Ιστορικές διαστάσεις του θρύλου του, Δωδώνη, Αθήνα 1972.

[19] Για τα τραγούδια των κλεφτών και των αρματολών των Αγράφων βλ. Γεωργ.Κ. Σπυριδάκη, Ελληνική Λαογραφία, τ. Δ΄, Αθήναι 1975, σσ. 123-139.
Β.Δ. Αναγνωστόπουλου, Τα Άγραφα στο δημοτικό μας τραγούδι, Καρδιτσιώτικα Χρονικά ,
Τόμος  Ι΄ ,  Καρδίτσα 1995, σσ. 67-76.

[20] Οι κάτοικοι των ορεινών κοινοτήτων επέδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την καλλιέργεια των γραμμάτων, γιατί πίστευαν πως «απετέλουν φωτοστέφανον, ούτως ειπείν, περιβάλλοντα τον επί της γεωργικής πεδιάδος της Θεσσαλίας  επικαθήμενον ζόφον της δουλείας , πενίας , αμαθείας και αναρχίας, και διατρανούντα την ζωτικότητα της φυλής και το γόνιμον αυτής πνεύμα».
Δ.Κ. Τσοποτού, ό.π. σ. 165.
Bλ. επίσης, τη συνοπτική αλλά περιεκτική μελέτη του Κώστα Ι.Ζήση,  Η παιδεία κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας στην περιοχή των Αγράφων, Δ. Βασιλόπουλος, Αθήνα 1990.

[21] Τα Άγραφα καθ’ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας  αποτέλεσαν φάρο πνευματικό, στον οποίο διέλαμψαν αξιόλογοι πνευματικοί άνθρωποι . Πολλοί από αυτούς δίδαξαν σε διάφορες περιοχές της υπόδουλης  Ελλάδας και προσέφεραν μεγάλες υπηρεσίες στην προετοιμασία του Γένους για τη μεγάλη εξέγερση. Πέραν εκείνων που προαναφέρθηκαν  πρέπει να προσθέσουμε τον Κωνστάντιο, που δίδαξε στο Σχολείο της Καστανιάς, τον Ιωάννη , που δίδαξε στη Θεσσαλία και μετέφρασε τον θησαυρό της ελληνικής γλώσσας του Ερρίκου Στεφάνου, τον Θεοφάνη από τον Φουρνά , που δίδαξε στον Τύρναβο, τον ιερομόναχο Κύριλλο, που δίδαξε στην Κοζάνη, τον Νικόλαο Αγραφιώτη, που συνέγραψε  «Ελλήνων ιατρών παλαιών τε και μεταγενεστέρων ιατρικής επιτομήν», τον Δημήτριο Χατσή Πολυζώη, από τα Βραγκιανά, που εξέδωσε, στην Πέστη, το 1800, γραμματική,  και τον Σέργιο Μακραίο, από το Φουρνά , που διηύθυνε επί 19 έτη τη Φιλοσοφική  Σχολή , η οποία ιδρύθηκε στην Κωνσταντινούπολη, το 1771.

[22] Δεν είναι τυχαίο ότι οι Μονές αυτές αποτέλεσαν στόχο των Τούρκων και του Αλή πασά, οι οποίοι στην προσπάθειά τους να κάμψουν την αντίσταση των κλεφτών, επιχείρησαν επιδρομές εναντίον τους, προέβησαν σε σφαγές μοναχών και καταστροφή των ναών και  του πλούτου τους. Είναι ενδεικτική η περίπτωση της Μονής Μεταμορφώσεως Σωτήρος των Βραγκιανών , την οποία, μετά μακρά πολιορκία,  κατέλαβαν  και εκδικούμενοι τη σθεναρή αντίσταση που προέβαλαν οι μοναχοί της , τους κατέσφαξαν. Βεβαίως,   η Μονή Μεταμορφώσεως , όπως και η Μονή Σπηλιώτισσας Κουμπουριανών ,  πριν και κατά τη διάρκεια του Αγώνα, διεδραμάτισαν  αξιόλογο ρόλο στην αντίσταση κατά των επιδρομών των  Τούρκων στην περιοχή. Επί μακρόν υπήρξαν αποθήκες  πυρομαχικών και στρατηγείο των Μπουκουβαλαίων , του Κατσαντώνη και του Καραϊσκάκη. Σε μικρή μάλιστα απόσταση από τη Μονή Μεταμορφώσεως , στη θέση που ακόμα και σήμερα φέρει την ονομασία Λημέρια , είχαν τα κρησφύγετά τους. Εκεί καταστρώθηκαν πολλά από τα σχέδια  για την οργάνωση φονικών επιδρομών εναντίον των Τούρκων  στα χωριά του Βάλτου, της Ηπείρου και της Θεσσαλίας.
Βλ. και Βασιλείου Ε. Κωτσιώρη , Η Αργιθέα , Αθήνα 1972, σσ. 108-126.
Μανώλη Μ. Στεργιούλη, Φιλολόγου

του Πειραματικού Σχολείου
Πανεπιστημίου Αθηνών



1 σχόλιο:

  1. ΑΠΛΗ ΑΠΩΡΗΑ ΤΟ ......ΚΩΤΣΙΩΡΗΣ ΑΠΟ ΠΟΥ ΒΓΕΝΕΙ....ΑΚΟΥΣ ΤΟ ΕΠΟΝΙΜΟ ΚΑΠΙΟΥ ΚΑΙ ΚΑΤΑΛΑΒΕΝΕΙΣ ΑΠΟ ΠΙΟ ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΕΙΝΑΙ...... ΕΝΤΟ ΕΓΚΩ ΝΤΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΕΝΕΙ .......ΘΑ ΜΟΥ ΠΙΤΕ ΧΟΡΙΣ ΒΡΙΣΙΕΣ ΑΝ ΜΠΟΡΙΤΕ ΒΕΒΑΙΑ

    ΑπάντησηΔιαγραφή