Η ύπαρξη του Εσταυρωμένου αυτού μού έγινε γνωστή από τον Καθολικό εφημέριο της Νάξου, π. Εμμανουήλ Ρεμούνδο... Στην οπίσθια όψη του υπάρχει επιγραφή γραμμένη στις 3 Απριλίου 1819 στα λατινικά, που αποδεικνύει ότι ήταν δωρεά των βενετικής καταγωγής αδελφών Ιακώβου και Κωνσταντίνου Barozzi, υιών του Ιερωνύμου Barozzi, στην εκεί λαϊκή καθολική Αδελφότητα του Τιμίου Σταυρού.
Η συνύπαρξη της αρμενικής αυτής επιγραφής με τη λατινική, σ’ ένα αφιέρωμα της καθολικής λατρείας, και μάλιστα του λατινικού τυπικού, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και αποτελεί το έναυσμα για τη διεξαγωγή μίας περαιτέρω έρευνας αναφορικά με την αρμενική παρουσία στη νήσο Νάξο κατά τους παρελθόντες αιώνες.
Μία ενδιαφέρουσα και άγνωστη ενπολλοίς πτυχή της αρμενικής παρουσίας στον ελλαδικό χώρο αποτελεί και η ύπαρξη αρμενικής κοινότητας στη νήσο Νάξο κατά την Τουρκοκρατία (1566-1821), ίσως δε και παλαιότερα.
Η πρώτη σχετική μνεία σε ναξιακές πηγές γίνεται στα 1539, κατά την εποχή του Δουκάτου του Αιγαίου (1207-1566), όταν σε συμβόλαιο αγοραπωλησίας υπογράφει μεταξύ άλλων ως μάρτυρας κάποιος κυρ Ιωάννης Αρμένης. Ωστόσο, δεν είναι βέβαιο ότι κατά την περίοδο εκείνη είχε ήδη συγκροτηθεί στο νησί αρμενική κοινότητα, ούτε αποκλείεται εντελώς και το ενδεχόμενο το εν λόγω πρόσωπο να ήταν απλώς κάποιος μεμονωμένος Ελληνορθόδοξος με μακρινή αρμενική καταγωγή.
Σε κάθε πάντως περίπτωση η ύπαρξη αρμενικής κοινότητας στη Νάξο μαρτυρείται τουλάχιστον από τις αρχές του 17ου αιώνα στον Μπούργο, την οχυρωμένη συνοικία της Χώρας Νάξου βορείως του Κάστρου, κύριο τόπο κατοικίας των Ελλήνων Ορθοδόξων της πρωτεύουσας του νησιού. Σύμφωνα με πληροφορίες, οι Αρμένιοι της Νάξου διατηρούσαν ναΐσκο, ο οποίος δεν σώζεται σήμερα, αφιερωμένο στον Άγιο Γρηγόριο, πιθανότατα τον Φωτιστή, ενώ σύμφωνα με μία άλλη, λιγότερο πιθανή εκδοχή, οι Αρμένιοι είχαν ως ενορία τους τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο στον Μπούργο της Χώρας, γνωστή και ως «Αη Γιάννη του Γιαλού», έξω από τον οποίο ετάφη ο αρχιμανδρίτης τους Οχάν Σεμιτζιάν (1636).
Το 1624 η κοινότητα των Αρμενίων του νησιού αριθμούσε 38 μέλη και θεωρείται ότι είχε ως επίκεντρό της την περιοχή της Αγίας Παρασκευής - Αγίου Ιωάννου Χώρας Νάξου, πλησίον της παραλίας. Το δε 1754 υπήρχαν στην Νάξο 22 Αρμένιοι, συμπεριλαμβανομένου ενός ιερέως, το 1758 ανέρχονταν στους 25, ενώ μετά τα Ορλωφικά (1770-74) λέγεται ότι παρέμειναν στο νησί μόλις 7 Αρμένιοι, εκ των οποίων δύο απεβίωσαν στη Νάξο και οι υπόλοιποι απεχώρησαν, κάτι που όμως δεν φαίνεται να ευσταθεί, δεδομένου ότι σώζονται, όπως θα δούμε και παρακάτω, γραπτές μαρτυρίες και υλικά κατάλοιπα της επαναστατικής και προεπαναστατικής περιόδου που αποδεικνύουν το αντίθετο.
Έχουν μάλιστα καταγραφεί σε δικαιοπρακτικά έγγραφα του α΄ μισού του 18ου αιώνα τα ονόματα ορισμένων Αρμενίων του νησιού, όπως π.χ. Χατζή Αρούπης, Χατζή Αρμένης, Χατζή Αρτίμ (Αρντίν) και Κεβώρ (Κεβόρκ), οι οποίοι πιστεύεται ότι ασκούσαν το επάγγελμα του χρυσοχόου και του αργυραμοιβού (σαράφη). Άλλα επαγγέλματα που ασκούσαν οι Αρμένιοι της Νάξου λέγεται ότι ήταν εκείνα του ράπτη, του υποδηματοποιού, του μαγείρου, του αρτοποιού, του ξυλουργού και του ορειχαλκουργού.
Στα τέλη δε του 17ου αιώνα (1687) μαρτυρείται η ύπαρξη κάποιου χρυσοχόου ονόματι Αρτίμ(η) ή Αρντίμη, πιθανότατα Αρμενίου, ο οποίος κατοικούσε μαζί με την Αμοργιανή σύζυγό του Αρμελήνα Βασιλική στον συνοικισμό του Νιό Χωριού της Χώρας, κοντά στο παλιό Παραπόρτι, δίπλα από την οικία της αδελφής του Αγγελίνας. Μας έχουν επίσης διασωθεί, βάσει διηγήσεων, τα ονόματα των Αρμενίων αρχιμανδριτών Οχάν Σεμιτζιάν (αρχές 17ου αι.) και Ιερεμία (μέσα 18ου αι.).
Επιπλέον, εντοπίζεται σε έγγραφα της Τουρκοκρατίας το τοπωνύμιο «του Άρμενου» (1691) ή «το αμπέλι του Αρμένη» (1726) στις Κεχρές, κοντά στο πεδινό χωριό Τρίποδες (Βίβλος), κάτι που αποτελεί ένδειξη για την ύπαρξη κάποιας υποτυπώδους αρμενικής παρουσίας και εκτός της πόλεως της Νάξου. Στην ίδια δε ευρύτερη περιοχή υπάρχουν και τα αρμενικής προφανώς προέλευσης τοπωνύμια «του Βαρδή» και «του Βαρδαλή», τα οποία όμως πιθανότερο είναι να μην συνδέονται με αρμενικούς, αλλά ίσως με κρητικούς εποικισμούς, δεδομένου ότι το βαπτιστικό όνομα «Βαρδής» έχει μεν αρμενική καταγωγή, ωστόσο είναι κατ’ εξοχήν διαδεδομένο στην Κρήτη, απ’ όπου μετανάστευσαν κατά καιρούς πληθυσμοί προς τη Νάξο.
Οι Αρμένιοι της Νάξου εθεωρούντο φρόνιμοι και εργατικοί, ενώ οι σχέσεις τους με τους Ελληνορθοδόξους συντοπίτες τους ήσαν κατά κανόνα αρμονικές, πλην ίσως μίας μόνο περιπτώσεως, όταν στις 7 Μαΐου 1636 επήλθε στους κόλπους τους οργή και αγανάκτηση, λόγω της αρνήσεως του ορθοδόξου ιερατείου να τελέσει τη νεκρώσιμο ακολουθία του προρρηθέντος Αρμενίου αρχιμανδρίτη Οχάν Σεμιτζιάν.
Επιφανής Αρμένιος, ο οποίος έζησε για κάποιο χρονικό διάστημα στο νησί, υπήρξε ο Ιωσήφ Kaiser (Άγκυρα 1768 - Κωνσταντινούπολη 1838), ιεροσπουδαστής της εκεί Σχολής Λαζαριστών. Αναφέρεται επίσης ότι έχασε τη ζωή του από πυροβολισμό κάποιος Καθολικός Αρμένιος, εν μέσω των εορταστικών εκδηλώσεων του ελληνορθοδόξου λαού για την έπαρση της σημαίας της Ελληνικής Επανάστασης στη Χώρα Νάξου (6 Μαΐου 1821).
Η τελευταία αυτή γραπτή μαρτυρία, σε συνδυασμό με την ύπαρξη Εσταυρωμένου με αρμενική επιγραφή, μαζί με λατινική, στην κορυφή του στο σκευοφυλάκιο του καθεδρικού ναού των Καθολικών στο Κάστρο της Χώρας (βλέπε φωτό) , αποτελεί ένδειξη ότι πιθανόν οι λιγοστοί Αρμένιοι της τουρκοκρατούμενης Νάξου να ήσαν Αρμενοκαθολικοί, τουλάχιστον κατά τις αρχές του 19ου αιώνα, κάτι ανάλογο με τους Ελληνοκαθολικούς ή «Ουνίτες» που πιστεύεται ότι υπήρχαν τον 17ο αιώνα στη Νάξο και σε άλλα νησιά του Αιγαίου.
Ανεξαρτήτως πάντως της δογματικής τους ταυτότητας, για την οποία δεν μπορούμε να κάνουμε παρά μόνο εικασίες, γεγονός παραμένει ότι στη Νάξο διαπιστώνεται η ύπαρξη μίας ολιγάριθμης, πλην όμως ευδιάκριτης αρμενικής κοινότητας κατά τους χρόνους της Τουρκοκρατίας.
Έκτοτε χάνονται τα ίχνη των Αρμενίων του νησιού, τουλάχιστον στις γνωστές σ’ εμάς δημοσιευμένες γραπτές πηγές. Ωστόσο, η Μικρασιατική Καταστροφή έναν περίπου αιώνα αργότερα (1922) θα φέρει εκ νέου στη Νάξο, μαζί με τους Ελληνορθοδόξους Μικρασιάτες, και λιγοστούς Αρμενίους, όπως την οικογένεια Γρηγορίου και Ισαβέλλας Αβεντισιάν ή τη Σμυρνιά Αρμένισσα αριστοκράτισσα “Madame Marie”, αγνώστων λοιπών στοιχείων.
Οι δύο λοιπόν αδελφοί λαοί, ακολουθώντας για ακόμη μία φορά την κοινή τους μοίρα, θα εγκαταλείψουν τη γενέθλια γη τους και θα εγκατασταθούν ως πρόσφυγες πλέον στην «Παλαιά Ελλάδα» και εν προκειμένω στο νησί της Νάξου, αποτελώντας έκτοτε αναπόσπαστο κομμάτι της νέας, της δεύτερής τους πατρίδας. Σήμερα πλέον δεν υπάρχουν οικογένειες στη Νάξο που φέρουν παλαιά αρμενικά επώνυμα. Ωστόσο, η ανάμνηση της αρμενικής παρουσίας στο νησί θα παραμείνει ζωντανή στους κόλπους των γεροντότερων, ανεξίτηλη δε για τις νεώτερες γενιές μέσα από τις σωζόμενες γραπτές πηγές.
Θα ήθελα να εκφράσω τις θερμές μου ευχαριστίες στους π. Εμμανουήλ Ρεμούνδο, καθολικό εφημέριο Νάξου, κ. Ιερώνυμο Ρεμούνδο, φωτογράφο, κα Μαρία Παπαγιάννη, αρχειονόμο, κ. Αναστάσιο Ναυπλιώτη, καθηγητή, καθώς και στους κ. Μάικ Τσιλιγκιριάν και κ. Αγκόπ Τζελαλιάν για τη συμβολή τους στη συγγραφή του παρόντος άρθρου.
Θανάσης Δ. Κωτσάκης Δρ. Ιστορίας του Πολιτισμού
Αρμενικά Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2013 τεύχος 79
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου