Σελίδες

Δευτέρα 4 Οκτωβρίου 2010

Η ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΑΣ

Ο κοινοβουλευτισμός στην Ελλάδα μετά τη σημαντική πολιτειακή αλλαγή του 1864, και κυρίως μετά τη θέσπιση της αρχής της δεδηλωμένης το 1875, λειτούργησε ως κρατική ιδεολογία
Η γενεαλογία του κοινοβουλευτισμού
ΕΚΛΟΓΕΣ ΣΤΟ ΓΥΡΙΣΜΑ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ
Στις ημέρες μας το πολιτικό φαινόμενο προσεγγίζεται ως ο κρίσιμος παράγοντας που αποκρυσταλλώνει τα συστατικά στοιχεία κάθε κοινωνικού σχηματισμού αλλά και τις αντιθέσεις που τον διαπερνούν· ως το πεδίο που συμπυκνώνει την αμφίδρομη και πολυεπίπεδη σχέση κοινωνίας και κράτους.
Στο πλαίσιο αυτό αποκτά πλέον ιδιαίτερη σημασία η μελέτη της ιστορίας των πολιτικών ιδεών, των κομμάτων και των πολιτικών πρακτικών, καθώς και η συγκριτική τους θεώρηση σε διεθνές επίπεδο. Αναδεικνύεται ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο προσέγγισαν την ιδεολογία και το θεσμικό πλαίσιο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας διαφορετικά έθνη, τάξεις, εθνοπολιτισμικές ομάδες, κοινωνικά φύλα και άτομα.


Δίνεται έμφαση όχι μόνο στα δομικά στοιχεία του δημοκρατικού πολιτικού συστήματος αλλά και στην υποκειμενικότητα, στην ανθρώπινη σκέψη, βούληση, εμπειρία και δράση που συνιστούν τον μηχανισμό συγκρότησης της συλλογικής ταυτότητας. Ο κοινοβουλευτισμός δεν προσεγγίζεται πλέον μόνο περιγραφικά αλλά και γενεαλογικά, συγκριτικά και ηθικά, άρα προοπτικά και κανονιστικά, ως ιστορικά εξελισσόμενο και διαμφισβητούμενο πρότυπο ορθολογικής και σχετικά δίκαιης διευθέτησης των εξουσιαστικών σχέσεων.
Η δημιουργία των θεσμών
Η μελέτη της γενεαλογίας του ελληνικού κοινοβουλευτισμού είναι καιρός να ενταχθεί στον γενικότερο προβληματισμό για την ιστορία της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Επιβάλλεται δηλαδή να μην προσεγγίζουμε πλέον τον ελληνικό κοινοβουλευτισμό αποκλειστικά και μόνο από την ερμηνευτική προοπτική της ελληνικής ιδιαιτερότητας, δηλαδή της απόκλισης από τον δήθεν ενιαίο ευρωπαϊκό κανόνα, αλλά σε συγκριτική βάση, ως οργανικό τμήμα της γενικότερης διαδικασίας του πολιτικού εκσυγχρονισμού στην Ευρώπη.
Η ερμηνευτική αυτή μετατόπιση ανταποκρίνεται, άλλωστε, στη διαπιστωμένα πρώιμη ­ σε πανευρωπαϊκή κλίμακα ­ συνύφανση εθνικού φρονήματος και ισοπολιτειακού ήθους, που συναντάμε στην ελληνική περίπτωση (συνταγματικός πατριωτισμός). Συνύφανση που έγινε δυνατή χάρη στη μαζική συμμετοχή των αγροτικών στρωμάτων στην Επανάσταση του 1821 και στη συνακόλουθη κυριαρχία της γλώσσας του νομικοπολιτικού εξισωτισμού και του εθνικισμού.
Στο ιδεολογικό αυτό πλαίσιο τα κόμματα λειτούργησαν σχεδόν από την ίδρυση του ελληνικού κράτους ως οριζόντιοι μηχανισμοί πολιτικής συσπείρωσης με πανελλαδική εμβέλεια, παρά την παράλληλη ύπαρξη κατακόρυφων συσπειρώσεων (σύστημα πελατείας - πατρονίας). Δημιουργήθηκαν επίσης σταδιακά ­ με ευρεία κοινωνική συναίνεση ­ δημοκρατικοί θεσμοί, νωρίτερα μάλιστα από αρκετές άλλες χώρες της Δυτικής Ευρώπης, οι οποίες ωστόσο βρίσκονταν σε πλεονεκτικότερη θέση αναφορικά με τη διαδικασία του οικονομικού εκσυγχρονισμού. Αρκεί να υπενθυμίσουμε ότι, ενώ στο νεότευκτο και εξαρτημένο ελληνικό κράτος ήδη από το 1843 με πρωτοβουλία του στρατού και του συνόλου του πολιτικού φάσματος κατοχυρώνεται συνταγματικά για την πλειονότητα του ανδρικού πληθυσμού το δικαίωμα ψήφου (ουσιαστικά, βέβαια, αυτό πραγματοποιήθηκε με το Σύνταγμα του 1864, οπότε και θεσπίζεται η λαϊκή κυριαρχία), σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη η διαδικασία ολοκλήρωσης του δημοκρατικού πολιτικού συστήματος χαρακτηρίζεται από επιλεκτικότητα και καθυστερεί σημαντικά. Αξίζει να αναφερθεί ότι το καθολικό δικαίωμα ψήφου για τους άνδρες θεσπίζεται στη Γερμανία το 1871, στην Ελβετία το 1874, στη Βρετανία μόλις το 1884, στο Βέλγιο το 1893 και στην Ολλανδία το 1896.
Η ανάπτυξη του καπιταλισμού
Η ιδεολογική κυριαρχία του δημοκρατικού συνταγματισμού στην Ελλάδα ήδη από τη δεύτερη δεκαετία του 19ου αιώνα (επαναστατικά συντάγματα) είναι γεγονός εξαιρετικής σημασίας. Δείχνει ότι ο μαχόμενος ελληνικός λαός εντάσσεται οργανικά και δυναμικά στη διαδικασία του πολιτικού εκσυγχρονισμού στην Ευρώπη χρησιμοποιώντας ορισμένες από τις ριζοσπαστικότερες ιδέες του πολιτικού φιλελευθερισμού ως όπλο για τη δημιουργία του εθνικού του κράτους και ως επιχείρημα για τη συγκρότηση της συλλογικής του ταυτότητας.
Η ιστορική «συμπύκνωση» που χαρακτηρίζει την ελληνική περίπτωση σχετικοποιεί την ερμηνευτική προοπτική που βασίζεται στη μανιχαϊκή διάκριση «κέντρου - περιφέρειας». Ταυτόχρονα αναδεικνύει τα οικουμενικά στοιχεία που εμπεριέχονται στην ελληνική δημοκρατική παράδοση θέτοντας σε δεύτερη μοίρα τα αποκλίνοντα στοιχεία της, που οφείλονται κατά κύριο λόγο στις πολιτισμικές και πολιτικές αδράνειες.
Αναφέρομαι ­ μεταξύ άλλων ­ στο σύστημα πελατείας - πατρονίας, στην ανυπαρξία κομμάτων αρχών, στην πολιτική ρευστότητα, στις παρεμβάσεις του Θρόνου. Πρόκειται για εκείνα τα στοιχεία που έτειναν να μετατρέψουν την «άμεση, καθολική, μυστική και διά σφαιριδίου» ψηφοφορία των ανδρών (άρθρο 66 του Συντάγματος του 1864) σε θεσμικό προπέτασμα για την αναπαραγωγή ανισομερών σχέσεων δύναμης.
Στη μελέτη του ελληνικού κοινοβουλευτισμού του 19ου αιώνα δύο είναι τα ζητήματα που έχουν κρίσιμη ιστοριογραφική σημασία: πρώτον, αν οι δημοκρατικοί θεσμοί είχαν οργανικό ή επείσακτο χαρακτήρα· και, δεύτερον, αν τα πολιτικά δικαιώματα που κατοχυρώθηκαν σταδιακά και διαδοχικά για τον ανδρικό πληθυσμό από το 1844 ως το 1911 ­ χωρίς μάλιστα αξιόλογες τριβές και με οιονεί καθολική συναίνεση ­ είχαν τυπικό ή λειτουργικό χαρακτήρα. Αν δηλαδή απηχούσαν καταστάσεις που επέτρεπαν την ακώλυτη πρόσβαση στη δημόσια σφαίρα και την ενεργό πολιτική συμμετοχή όλων των πολιτών ή είχαν μονοδιάστατα συμβολικό - ιδεολογικό χαρακτήρα, δηλαδή ρόλο εξιδανίκευσης ή συγκάλυψης των ανισοτήτων πολιτικής, κοινωνικής, οικονομικής και πνευματικής δύναμης.
Το υπερτιμημένο επιχείρημα του μη οργανικού χαρακτήρα των αντιπροσωπευτικών θεσμών και των πολιτικών δικαιωμάτων στην Ελλάδα κατά την περίοδο 1844-1911, δηλαδή το πρόβλημα της αναντιστοιχίας μεταξύ των οικονομικο-κοινωνικών και των πολιτικών δομών, σχετικοποιείται αν λάβουμε υπόψη τον δυνητικά τουλάχιστον καπιταλιστικό χαρακτήρα της ελληνικής οικονομίας, παρά την απόκλιση που αυτή παρουσιάζει σε σχέση με τα στάδια και τη δυναμική του οικονομικού εκσυγχρονισμού στα δυτικοευρωπαϊκά κράτη.
Δεδομένου μάλιστα ότι, όπως γίνεται ευρύτερα αποδεκτό σήμερα, κάθε εθνική οικονομία αποτελεί έναν ιδιαίτερο τρόπο πρόσδεσης στο δίκτυο του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος, είναι εύλογο να θεωρήσουμε ότι, παρά το γεγονός ότι δεν υπήρξε στην Ελλάδα ριζικός μετασχηματισμός των παραγωγικών δομών και σχέσεων, εν τούτοις στο κρίσιμο αυτό χρονικό διάστημα συντελέστηκε όντως η ποιοτική μεταλλαγή της ελληνικής οικονομίας. Δημιουργήθηκε δηλαδή ένας ιδιόμορφος ελληνικός καπιταλιστικός θύλακος που συνδέθηκε οργανικά με το διεθνές καπιταλιστικό σύστημα παρά την επιβίωση προβιομηχανικών κοινωνικοοικονομικών σχέσεων και τους αργούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Στην πλειονότητά τους οι προσωπικότητες της πολιτικής ζωής, της δημοσιογραφίας και της διανόησης, που στο διάστημα 1864-1911 επικαλέστηκαν το επιχείρημα της μη οργανικότητας των κοινοβουλευτικών θεσμών και της πολιτικής ανωριμότητας τόσο του πολιτικού προσωπικού όσο και του ελληνικού λαού, δεν προσέδωσαν στην κριτική τους χαρακτήρα ανυποχώρητης πολεμικής με στόχο τη ριζική ανατροπή των κοινοβουλευτικών θεσμών. Είχαν επίγνωση ότι δεν εξέφραζαν έναν συγκροτημένο πολιτικό φορέα ή μια δομημένη κοινωνική συμμαχία.
 Η κριτική τους αποσκοπούσε στην κατάδειξη και υπέρβαση της παθολογίας του ελληνικού πολιτικού συστήματος, καθώς και στην ανάγκη προσαρμογής του τελευταίου στα ευρωπαϊκά πρότυπα διακυβέρνησης: στο αγγλικό, που διακρινόταν για τον μετριοπαθή φιλελευθερισμό του, ή στο γερμανικό, που χαρακτηριζόταν από κρατικό πατερναλισμό, κυριαρχία του κράτους πάνω στην κοινωνία των πολιτών, υπερενισχυμένη εκτελεστική εξουσία και περιορισμένες πολιτικές ελευθερίες. Σε πολλές επίσης περιπτώσεις η οιονεί αντικοινοβουλευτική κριτική και η υστερική ­ σε ορισμένες περιπτώσεις ­ ρητορική απαξίωση του αντιπροσωπευτικού συστήματος συνδέονταν με το αυξανόμενο συλλογικό άγχος που προξενούσε στην ελληνική κοινωνία η σπασμωδική και ανακόλουθη εσωτερική και εξωτερική πολιτική, που λειτουργούσε ανασταλτικά για την πραγμάτωση της Μεγάλης Ιδέας.
Ευρωπαϊκός φιλελευθερισμός
Η αντικοινοβουλευτική επιχειρηματολογία δεν είχε δηλαδή δομικό αλλά συγκυριακό χαρακτήρα, αφού άλλωστε δεν εξέφραζε προσδιορισμένα ταξικά συμφέροντα και δεν οδηγούσε στη δημιουργία ενός αντιθετικού πόλου εξουσίας. Δεν επρόκειτο δηλαδή για ριζική αμφισβήτηση των αρχών και των αξιών του δημοκρατικού πολιτεύματος αλλά για επιλεκτική αναθεώρησή τους σε μια προσπάθεια ανάσχεσης της δυναμικής εισόδου των μαζών στην πολιτική σκηνή.
Αυτό θα επιτυγχανόταν με τη δημιουργία ενός μεικτού - συγκερασμένου πολιτεύματος που θα προσδιοριζόταν: πρώτον, από την αντίληψη της πολιτικής συμμετοχής ως δημόσιας λειτουργίας στη διακριτική ευχέρεια του κράτους («ενεργοί πολίτες») και όχι ως αναπαλλοτρίωτου δικαιώματος του συνόλου των πολιτών· δεύτερον, από τον περιορισμό του εκλογικού δικαιώματος με κριτήριο την εγγραμματοσύνη και το εισόδημα· και, τρίτον, από την ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας και την αύξηση των συνταγματικών αρμοδιοτήτων του βασιλέα.
Πρόκειται για μια θεώρηση του ελληνικού πολιτικού συστήματος που έχει ως πλαίσιο αναφοράς τον μετριοπαθή ευρωπαϊκό φιλελευθερισμό. Στις περισσότερες περιπτώσεις φαίνεται ότι δεν έχει οργανική τουλάχιστον σχέση με τις ιδέες της «επαναστατικής Δεξιάς» στη Γαλλία, στη Γερμανία και στην Αυστροουγγαρία, στο τέλος του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα.
Συνοψίζοντας θα λέγαμε ότι ο κοινοβουλευτισμός στην Ελλάδα μετά τη σημαντική πολιτειακή αλλαγή του 1864, που καθιέρωσε το πολίτευμα της βασιλευομένης δημοκρατίας και θεμελίωσε συνταγματικά τη λαϊκή κυριαρχία, και κυρίως μετά τη θέσπιση της αρχής της δεδηλωμένης το 1875, λειτούργησε ως κρατική ιδεολογία.
Συνέβαλε τόσο στην ουδετερότητα του κράτους έναντι των κυρίαρχων στρωμάτων προλαμβάνοντας τις κοινωνικές συγκρούσεις όσο και ως μηχανισμός συμβολικής υπεραναπλήρωσης του φόβου των κατώτερων τάξεων μπροστά στη δυναμική του οικονομικού εκσυγχρονισμού.
Ο κ. Γεώργιος Κόκκινος είναι επίκουρος καθηγητής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου