Σελίδες

Τρίτη 5 Οκτωβρίου 2010

ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ

ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΕΣ ΠΡΩΤΙΕΣ
ΕΡΜΗΝΙΑ:
Η λέξη θέατρο προέρχεται από τα αρχαία ελληνικά και σήμαινε αρχικά σύνολο θεατών. Μετά πήρε τη σημασία του τόπου όπου γίνεται το θέαμα και της ίδιας της παράστασης.
ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ:\
Οι γνώσεις μας για το αρχαίο θέατρο στηρίζονται σε τρεις πηγές:
1. Αρχαιολογικά ευρήματα από ανασκαφές στα αρχαία θέατρα και παραστάσεις από αγγειογραφίες,
2. Μεταγενέστερη παράδοση όπως πραμάτειες για θεάματα θεάτρου και αναφορές ρητόρων και ιστορικών και
3. Σωζόμενα δραματικά κείμενα.
Τα πρώτα ελληνικά θέατρα συνοδεύονται με την λατρεία του Διονύσου. Ο ανοιχτός κυκλικός χώρος που λατρευόταν ο θεός με την πάροδο του χρόνου και την εξέλιξη του διθυράμβου σε δράμα μετασχηματίστηκε βαθμιαία στη συγκεκριμένη αρχιτεκτονική μορφή του αρχαίου θεάτρου.
Τρία ήταν τα βασικά μέρη του αρχαίου θεάτρου:
· Το κυρίως θέατρον ή κοίλον, το μέρος που προοριζόταν για τους θεατές.
· Η ορχήστρα , ο κυκλικός ή ημικυκλικός χώρος όπου ώρχείτο , ο χορός.
· Η σκηνή , ο χώρος των υποκριτών.

Το κοίλον:
Το κυρίως θέατρο περιλαμβάνει τα εδώλια (καθίσματα) των θεατών τα οποία περιβάλλουν ημικυκλικά την ορχήστρα. Είναι κτισμένα αμφιθεατρικά και ακολουθούν την πλαγιά του λόφου , στον οποίο συνήθως κατασκευαζόταν το θέατρο. Ένα ή δυο διαζώματα (πλατείς οριζόντιοι διάδρομοι ) χώριζαν το κοίλον κοίλων σε δυο ή τρεις ζώνες, για να διευκολύνουν την κυκλοφορία των θεατών. Τις σειρές των εδωλίων διέκοπταν κάθετα προς την ορχήστρα, κλίμακες από τις οποίες οι θεατές ανέβαιναν στις ψηλότερες θέσεις .Τα τμήματα των εδωλίων ανάμεσα στις κλίμακες ονομάζονταν κερκίδες. Η χωρητικότητα των αρχαίων θεάτρων ήταν πολύ μεγάλη. Το θέατρο του Διονύσου στην Αθήνα χωρούσε 17.000 θεατές, της Εφέσου 16.000, της Επιδαύρου 14.000.
Η ορχήστρα
:Ο κυκλικός ή ημικυκλικός χώρος ανάμεσα στο κοίλο και την σκηνή αποτελούσε την ορχήστρα. Όπως φαίνεται από τα θέατρα που έχουν διασωθεί , η ορχήστρα βρισκόταν λίγο χαμηλότερα από τη σκηνή. Σε ορισμένα θεατρικά έργα φαίνεται ότι ο χορός αναμειγνυόταν με τους υποκριτές, ιδιαίτερα στις κωμωδίες και το πιθανότερο είναι ότι οι υποκριτές και χορευτές αρχικά κινούνταν στο ίδιο επίπεδο. Αργότερα οι υποκριτές χωρίστηκαν από τον χορό και έπαιζαν σε υπερυψωμένο δάπεδο. Η είσοδος του χορού στην ορχήστρα γινόταν από δυο πλευρικές διόδους, τις παρόδους. Στο κέντρο της ορχήστρας βρισκόταν ο βωμός του Διονύσου, η θυμέλη. Πίσω από την θυμέλη έπαιρναν θέση ο αυλητής και ο υποβολέας.
Η σκηνή
:Η σκηνή, το τρίτο αρχιτεκτονικό μέλος του θεάτρου, εκτεινόταν πίσω από την ορχήστρα. Ήταν η σκηνή ένα απλό επίμηκες οικοδόμημα που παρέμεινε ξύλινο μέχρι τα τέλη του 4ουαιώνα π.Χ. Προοριζόταν, στην αρχή τουλάχιστον , για να φυλάγουν οι υποκριτές τα σκεύη και τα υλικά τους. Κατά μήκος του τοίχου της σκηνής, προς το μέρος των θεατών, κατασκευάστηκε ένα ξύλινο και αργότερα πέτρινο ή μαρμάρινο υπερυψωμένο δάπεδο, πάνω στο οποίο έπαιζαν οι ηθοποιοί. Ο χώρος αυτός ονομάστηκε λογείο και δεν υπήρχε κατά τους κλασικούς χρόνους.
Ο τοίχος της σκηνής πίσω από το λογείο παρίστανε ό,τι απαιτούσε το διδασκόμενο έργο. Συνήθως απεικόνιζε πρόσοψη ναού ή ανακτόρου με δυο ορόφους. Είχε μία ή τρεις θύρες, από τις οποίες έβγαιναν στην ορχήστρα τα πρόσωπα του δράματος που βρίσκονταν στα ανάκτορα.. Τα πρόσωπα που έρχονταν απέξω και όχι από τα ανάκτορα ,έμπαιναν από δύο παρόδους.
Στην Αθήνα και στο θέατρο του Διονύσου επικράτησε η εξής συνήθεια: η ερχόμενη από την πόλη ή το λιμάνι έμπαιναν στη σκηνή από τη δεξιά, σε σχέση με το θεατή, πάροδο, ενώ όσοι έφταναν από τους αγρούς από την αριστερή. Η σύμβαση αυτή ίσως συνδέεται με τα τοπογραφικά δεδομένα της Αθήνας.
Γενικά ο χώρος του αρχαίου θεάτρου συνδέεται άμεσα με τη θεατρική πράξη, πράγμα που σημαίνει ότι το δράμα μόνο στο συγκεκριμένο αρχιτεκτονικό χώρο μπορούσε να λειτουργήσει θεατρικά.

Είναι γνωστό ότι με τον θεατρικό χώρο συνδέεται και η σκηνογραφία, όπως και η χρησιμοποίηση μέσων και μεθόδων που εξασφαλίζουν την επιτυχία της θεατρικής σύμβασης.
ΤΑ ΜΑΓΙΚΑ ΔΡΩΜΕΝΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΠΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ
Σε μια προϊστορική για την ανθρωπότητα περίοδο, πολύ πριν από τις Διονυσιακές τελετές και το χωρικό άσμα του διθυράμβου (μέσα από το οποίο εξελίχθηκε με βραδεία διαδικασία το αρχαίο δράμα), εντοπίζουμε παρόμοιες τελετές μαγικού και λατρευτικού χαρακτήρα. Ο πρωτόγονος άνθρωπος, προκειμένου να ερμηνεύσει τα φυσικά φαινόμενα προσέφευγε στη μυθοπλασία. Κυρίως όμως προσπαθούσε να επηρεάσει τη ροή των ίδιων των γεγονότων μέσα από ποικίλα δρώμενα που είχαν ένα κοινό χαρακτηριστικό: τις μιμητικές ομαδικές κινήσεις – εκκλήσεις προς τις θεοποιημένες φυσικές δυνάμεις.
Στα δρώμενα αυτά διακρίνουμε μια πρώιμη, «εμβρυϊκή» καλλιτεχνική έκφραση του ανθρώπου, προ-λογική και σαφώς προ-αισθητική, που δεν έχει οργανωμένο λόγο. Η έκφραση όμως αυτή έδινε ταυτοχρόνως διέξοδο στο μιμητικό ορμέμφυτο του πρωτογόνου, στην κλίση του για τη δημιουργία και την απόλαυση ενός θεάματος.
 Στην «έκρηξη» αυτού του ορμέμφυτου πρέπει να εντοπίσουμε και τις απαρχές του θεάτρου. Σ΄ αυτόν τον πρωτογενή αυτοσχεδιασμό, στην πρώτη άγρια μορφή αναπαράστασης ενός πόθου, ενός φόβου, μιας πρόληψης, πρέπει να δούμε τις ρίζες του θεάτρου.
Τα δρώμενα των πρωτογόνων, που διεξάγονταν σε χώρους οι οποίοι εξαγνίζονταν πρώτα, για να υποδεχτούν τη μαγική τελετή, ή σε χώρους με συμβολική αξία (βράχους, ποτάμια κ.ά), είχαν τόσο τη σοβαρή τους μορφή όσο και την ευτράπελη. Αυτή η διπλή όψη των δρώμενων προανήγγελλε – πριν ακόμα ισχύσει ο λόγος ως σύστημα επικοινωνίας ανάμεσα στους ανθρώπους –τις δύο μορφές του θεάτρου, την τραγωδία και την κωμωδία, που είναι σύμφυτες με τη ίδια τη ζωή.
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ:
Η ιεροτελεστίες των αρχαίων ανθρώπων μετατράπηκαν σιγά σιγά ώσπου έγιναν αληθινές θεατρικές παραστάσεις. Το θέατρο δυτικού τύπου γεννήθηκε στην αρχαία Ελλάδα, με την τραγωδία. Φαίνεται πως αυτή η θεατρική μορφή ξεκίνησε από τις τελετές της λατρείας του Διονύσου, θεού της γονιμότητας και του μεθυσιού. Οι τελετές αυτές τόνιζαν τις έντονες και οδυνηρές πλευρές της ζωής οπότε η τραγωδία, στην ολοκληρωμένη της μορφή (5ος αιώνας π.Χ) πραγματεύονταν προβλήματα συνείδησης με κατάληξη βίαιη, πένθιμη και ένα ηθικό μήνυμα.
 Ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης υπήρξαν οι μεγαλύτεροι Έλληνες τραγικοί. Μαζί με τον Ουίλλιαμ Σαίξπηρ θεωρούνται οι πιο μεγάλοι όλων των εποχών. Στην αρχαία Ελλάδα η τραγωδία συνοδευόταν από την κωμωδία, που ήταν πιο «ελαφριά» και διασκεδαστική. Αυτά τα δύο είδη συνεχίστηκαν με τους Ρωμαίους. Έπειτα στο Μεσαίωνα, τα πράγματα άλλαξαν. Επιτρεπόταν επίσημα μονάχα η «ιερή αναπαράσταση» που εκτελούνταν μέσα στην εκκλησία ή κάτω από την κύρια είσοδό της.
 Στην αρχή οι παραστάσεις είχαν να κάνουν με τη ζωή του Χριστού. Αργότερα προστέθηκαν οι βίοι των αγίων και οι παραστάσεις γίνονταν και στις πλατείες. Μοντάρανε διάφορα σκηνικά, που παρίσταναν τους τρόπους της ζωής του Χριστού ή του αγίου. Οι ηθοποιοί μετακινούνταν από το ένα σκηνικό στο άλλο, ανάλογα με τα μέρη του δράματος. Οι μίμοι και οι γελωτοποιοί απάγγελναν διάφορες ιστορίες στις πλατείες ή πάνω σε κάρα στα πανηγύρια. Αυτό ήταν θέατρο κριτικής και σάτιρας.
Η τραγωδία στην εξελιγμένη μορφή της παρουσιάζει την εξής δομή: αρχίζει με έναν «πρόλογο» συνήθως, που εισάγει το θεατή στην υπόθεση, συνεχίζεται με τη «πάροδο», το άσμα που τραγουδάει ο χορός με την είσοδό του στην ορχήστρα και ακολουθούν τα «επεισόδια» διαλογικά μέρη, όπου τα πρόσωπα του δράματος συγκρούονται, διαπράττουν το τραγικό σφάλμα και προκαλούν την επέμβαση της ανώτατης δύναμης.
Τα «επεισόδια» εναλλάσσονται με χορικά άσματα, τα «στάσιμα», όπου τα μέλη του χορού ορχούνται, φιλοσοφούν για τη ζωή, νουθετούν, απεύχονται τη συμφορά, αδυνατούν όμως να την εμποδίσουν. Το τελευταίο τμήμα της τραγωδίας είναι η «έξοδος». Ιδιαίτερα συγκινησιακό στοιχειό της τραγωδίας είναι ο «κομμός», όπου ένα πρόσωπο θρηνεί, τραγουδώντας μόνο του ή εναλλάξ με τον κορυφαίο του χορού. Οι κομμοί συχνά συμπίπτουν με την έξοδο. Χαρακτηριστικές επίσης για την αφηγηματική και δραματική αξία τους είναι οι σκηνές της αναγνώρισης, όπου ένα πρόσωπο αναγνωρίζει ένα άλλο, δικό του, που το θεωρούσε χαμένο.
ΑΙΣΧΥΛΟΣ:
Ο Αισχύλος(525-456 πΧ), ο πρώτος από τους τρεις μεγαλύτερους τραγικούς ποιητές, μυημένος στα Ελευσίνια μυστήρια και μαραθωνομάχος, έγραψε 90 έργα, από τα οποία σώζονται τα επτά: η τριλογία Ορέστεια (Αγαμέμνων, Χοηφόροι και Ευμενίδες),κορυφαίο επίτευγμα του ανθρώπινου πνεύματος, Πέρσαι, Ικέτιδες, Προμηθεύς Δεσμώτης και επτά επί Θήβας.


ΣΟΦΟΚΛΗΣ:
Ο Σοφοκλής(496-405 πΧ) ο «τελειότατος των τραγικών» κατά τον Ξενοφώντα, θα αυξήσει τον αριθμό των υποκριτών από δύο σε τρεις όπως και των χορευτών από δώδεκα σε δεκαπέντε, και θα περιορίσει τα άσματα του χορού δίνοντας μεγαλύτερη έκταση στο διάλογο. Στα έργα του Σοφοκλή, παρόλο που οι υπερβατικές δυνάμεις εξακολουθούν να έχουν ρυθμιστικό χαρακτήρα στη δράση, η έκβαση των πραγμάτων θα εξαρτηθεί από τη βούληση και τις επιλογές των ηρώων. Ο Σοφοκλής παράγει έτσι το τραγικό από τη σύγκρουση του ατόμου με τον εαυτό του ή με τους άλλους. Από τα έργα του έχουν διασωθεί ακέραια επτά: Τραχίνιαι, Αντιγόνη, Οιδίπους Τύραννος, Ηλέκτρα, Φιλοκτήτης, Αίας και Οιδίπους επί Κολωνώ.
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ:
Ο Ευριπίδης(484 ή 480-406) θα οργανώσει τις αναζητήσεις του με επίκεντρο τον άνθρωπο – οι θεοί συμβάλουν τεχνικά (από μηχανής θεός) στην έξοδο των ηρώων από την περιπέτεια. Θα δοκιμάσει τολμηρές ψυχογραφικές περιγραφές των χαρακτήρων του, θα δώσει έμφαση στην πλοκή, θα ελαττώσει την παρεμβατικότητα του χορού, ενώ θα προετοιμάσει το νεότερο ψυχολογικό και κοινωνικό δράμα(ενδεικτικός ο διχασμός της Μήδειας ανάμεσα στο πάθος και τη λογική). Από τα έργα του έχουν σωθεί τέσσερις τραγωδίες εμπνευσμένες από τον Τρωικό πόλεμο και τα συναφή γεγονότα: Τρωάδες, Εκάβη, Ανδρομάχη και Ρήσος, πέντε τραγωδίες από το μυθικό κύκλο των Ατρειδών: Ιφιγένεια η εν Αυλίδι, Ιφιγένεια η εν Ταύροις, Ορέστης, Ηλέκτρα, Ελένη, και μια από τον οίκο των Λαβδακιδών: Φοίνισσαι. Άλλα έργα του Ευριπίδη είναι: Άλκηστης, εμπνευσμένη από ένα δημοφιλή λαϊκό μύθο της εποχής, Ιππόλυτος, Μήδεια, Βάκχαι, Ικέτηδες, Ίων, Ηρακλείδαι, Ηρακλής και σατυρικό δράμα Κύκλωψ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου