Σελίδες

Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2013

Μιλούσε ο Χριστός ελληνικά;





Εις το βιβλίο : «Η Γλώσσα της Καινής Διαθήκης», ο καθηγητής της Θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Μάρκος Σιώτης, αναφερόμενος εις τον εννοιολογικόν θησαυρόν της γλώσσης της Καινής Διαθήκης, ο οποίος αποτελεί το μέγιστο κεφάλαιο της μετακλασσικής ελληνικής γλώσσης, αλλά και εις τον ίδιον τον Ιησούν Χριστόν, γράφει εις μίαν υποσημείωσίν του:

«…Ο Ιησούς Χριστός εδίδαξε μόνον εις την Αραμαϊκήν, ίνα ούτος ανταποκριθή εις τας περί του Μεσσίου προσδοκίας των Ιουδαίων. Η διδακτική γοητεία του θεϊκού Του λόγου (πρβλ. Ματθ. 7,28/22 ,33, Μάρκ. 1,22-27/11,18, Λουκ. 2,47/4,32) απετύπωσεν εις τας ψυχάς των μαθητών Του, ως επί άλλης τινος γραφικής ύλης, τας υπερφυείς διδασκαλίας Του, τας οποίας ούτοι ήρξαντο από της Πεντηκοστής να ενθυμούνται, βοηθούμενοι υπό του φωτός του Αγίου Πνεύματος (Ιω. 14,26/15,26). Ο Ιησούς Χριστός δεν έχει, ως υιός και Λόγος του Θεού, μητρικήν τινα γλώσσαν, διο και ωμίλησεν ως Θεάνθρωπος την γλώσσαν του Ισραήλ, χωρίς να γράψη ουδέν. Ακριβώς διότι έπρεπε προς τούτο να χρησιμοποιηθή υπό των μαθητών Του ή τότε παγκόσμιος γλώσσα προς σωτηρίαν πάντων (Πρβλ. E. Fuchs, ενθ’ αν. 28). Η γνώσις της Ελληνικής γλώσσης υπό του Ιησού Χριστού πρέπει να θεωρηθή ως απολύτως βεβαία. Όθεν ορθώς υπεστήριζεν ο καθηγητής Περικλής Βιζουκίδης εις ανέκδοτον παραμείνασαν εργασίαν του περί της Δίκης του Ιησού Χριστού (όρα Μιχαήλ Τριανταφύλλου, Η ελληνική γλώσσα ως εθνική και παγκοσμίας αξία, Θεσσαλονίκη 1948, 40 υποσ.. 3) ότί η υπό του Πιλάτου ανάκρισις του Ιησού Χριστού εγένετο εις την Ελληνικήν γλώσσαν (Πρβλ. Λ. Φιλιππίδου μν. Εργ. 916- 918).»



Ο διδάκτωρ της Θεολογίας Λουκάς Φίλης, εις σχετικό έργο του περί της γλώσσης του Ιησού Χριστού, κάνοντας αναφοράν εις την διείσδυσιν της Κοινής εις την Ιουδαίαν, μεταξύ άλλων γράφει και τα εξής:

«Ως προς τη διείσδυση της Κοινής και στην Ιουδαία δεν πρέπει να υπάρχει καμμία αμφιβολία. Το θέμα τούτο είναι πελώριο, αλλ’ εδώ αναφέρουμε επιγραμματικά τα εξής επιχειρήματα σχετικά με την επίδραση της Κοινής Ελληνικής επί του Ιουδαϊκού πληθυσμού της Παλαιστίνης:

α) Τη διείσδυση ελληνικών λέξεων στο Ιουδαϊκό λεξιλόγιο, στο οποίο τελικά και πολιτογραφήθηκαν, τη χρησιμοποίηση της ελληνικής στα επίσημα έγγραφα και σε επιγραφές πάνω σε λίθινες πλάκες, οστεοφυλάκια, νομίσματα κ.λ.π.

β) Τις στήλες που είχαν στηθεί στον περίβολο του ναού των Ιεροσολύμων και ήταν γραμμένες «αι μεν ελληνικοίς, αι δε ρωμαϊκοίς γράμμασι, μη δειν αλλόφυλον εντός του αγίου παριέναι» ήταν δηλ. δηλωτικές της αποστάσεως, μέχρι της οποίας μπορούσαν να πλησιάσουν μη Ιουδαίοι στον ναό.

γ) Την κατάσταση που διαμορφώθηκε στην Ιουδαία μετά τη ρωμαϊκή κυριαρχία, οπότε έβλεπε κανείς τις χαλκές δέλτους, οι οποίες ήταν χαραγμένες «γράμμασι ρωμαϊκοίς τε και ελληνικοίς».

δ) Την περίπτωση του Καίσαρα, ο οποίος, στέλνοντας στους Σιδωνίους αντίγραφο του διατάγματός του για την εκλογή του Ιουδαίου αρχιερέα Υρκανού του Β΄ ανέφερε: «Βούλομαι δε και ελληνιστί και ρωμαϊστί εν δέλτω χαλκή ανατεθήναι». Σε όλα βέβαια τα έγγραφα προς τις επαρχιακές αρχές έπρεπε, κατά κανόνα, παράλληλα προς την χρησιμοποίηση της λατινικής να χρησιμοποιείται και η ελληνική γλώσσα.

ε) Την περίπτωση της συγγραφής από τον Ιουδαίο Ιώσηπο της Ιστορίας του Ιουδαϊκού πολέμου ελληνιστί και αραμαϊστί ή εβραϊστί. Ο Ιουδαίος Ιώσηπος, κατά την ομολογία του, συνέγραψε την ιστορία του ιουδαϊκού πολέμου χάριν μεν των Ρωμαίων και Ελλήνων της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στην ελληνική γλώσσα, χάριν δε των ομοφύλων των Ιουδαίων στην αραμαϊκή γλώσσα, «προεθέμην εγώ τοις κατά την Ρωμαίων ηγεμονίαν Ελλάδι γλώσση μεταβαλών α τοις άνω βαρβάροις τη πατρίω συντάξας ανέπεμψα πρότερον, αφηγήσασθαι».

Κατά την πληροφορία δε του ίδιου του Ιώσηπου την ιστορία του Ιουδαιο- Ρωμαϊκού πολέμου έγραψε στην Κοινή Ελληνική γλώσσα και ο Ιούστος ο Πίστου.

Το πρόβλημα της διεισδύσεως και επικρατήσεως της Κοινής Ελληνικής γλώσσας και μεταξύ του Ιουδαϊκού πληθυσμού της Παλαιστίνης είναι μεγάλο και απαιτεί διεξοδική έρευνα. Σ’ αντιπαράθεση προς τα ανωτέρω απλώς αναφέρουμε τη μετριοπαθέστερη άποψη, κατά την οποία «η ελληνική πρέπει να θεωρηθεί ως η γλώσσα των κύκλων των πόλεων, ενώ στην ύπαιθρο εξακολουθούσαν να υπερισχύουν τα εγχώρια γλωσσικά ιδιώματα. Οι συριακές χώρες ήταν τόσο ελληνικές, όσο περίπου οι δυτικές ρωσικές επαρχίες γερμανικές ( όπου μόνον οι κύκλοι των πόλεων και οι ευγενείς ήταν γερμανοί, ενώ οι χωρικοί μιλούσαν τη δική τους λεττονική και εσθονική γλώσσα).

Αλλ’ όπως οι Βαλτικοί, που μιλάνε τη γερμανική, δεν τη μαθαίνουν το πρώτο στο σχολείο, κατά τον ίδιο τρόπο οι κάτοικοι των πόλεων, που μιλούσαν την ελληνική δεν τη διδάσκονταν ειδικά, όπως ισχυρίζεται ο Nοldeke».



Βεβαίως υπάρχουν και οι επιφυλάξεις. Άνθρωποι οι οποίοι δεν δέχονται το γεγονός ότι ο Ιησούς ωμιλούσε την Ελληνικήν Γλώσσαν. Ο Καθηγητής Ν. Λούβαρις, επί παραδείγματι, έλεγε ότι «ο Κύριος εδίδαξεν εν γλώσση ουχί ελληνική παρά τας γενομένας αποπείρας, προς απόδειξιν του εναντίου».13

Αλλά και κατά τον Π. Μπρατσιώτη14 και κατά τον Αν. Παπαγεωργακόπουλο15 και κατά τον Νικόλαο Σταθάτο16 και κατά τον Μάρκο Σιώτη17 ο Χριστός εδίδαξε μόνον εις την αραμαϊκήν. Ο π. Ευάγγελος Αντωνιάδης λέει ότι το πρόβλημα δεν έγκειται εις το αν ο Ιησούς «ωμίλει την ελληνικήν, αλλ’ εάν ωμίλει και την ελληνικήν». 18

Ωστόσο, ο Λουκάς Φίλης (διδάκτωρ της Θεολογίας) εις εργασίαν του περί της γλώσσης του Ιησού Χριστού, αναφερόμενος εις το θέμα της ελληνικής ως γλώσσης του Ιησού, θα μας θυμίση πολλούς άλλους ερευνητές οι οποίοι πιστεύουν ότι ο Ιησούς και οι σύγχρονοί Του ωμιλούσαν την ελληνικήν. Για να δούμε εις ποίους ιστορικούς αναφέρεται:

«Ο νομομαθής από τη Νεάπολη Dominicus Diodati υπεστήριζε στο έργο του υπό τον τίτλον De Christo Graece Loquente Dissertario Neapoli 1767, ότι ο Ιησούς και οι σύγχρονοί Του μιλούσαν την ελληνική, καθόσον οι Ιουδαίοι από την εποχή ήδη του Μ. Αλεξάνδρου εξελληνίσθηκαν.

Το ότι ο Ιησούς και οι σύγχρονοί Του χρησιμοποιούσαν την ελληνική στα κηρύγματά τους προκύπτει, κατά τον D. Diodati από το γεγονός ότι ο Ιησού δεν ονομάζεται «Μεσσίας» που αποτελεί καθαρά εβραϊκό τίτλο, αλλά «Χριστός» που αποτελεί γνήσιο ελληνικό όρο. Αλλά και με ελληνική λέξη προσαγόρευσε τους μαθητές Του, ήτοι «Αποστόλους» ενώ στον Σίμωνα έδωσε καθαρά ελληνικό όνομα, μετονομάζοντάς τον από «Κηφά», «Πέτρο». Επίσης στα βιβλία της Κ.Δ.(…) γίνεται χρήση των γραμμάτων του ελληνικού όπως π.Χ. «ιώτα». (Ματθ. 5,18) Α και Ω (Αποκ. 1,8/21,6/22,13). Εξ’ άλλου τα Ευαγγέλια και η προς Εβραίους Επιστολή γράφηκαν στην ελληνική, ενώ οι Απόστολοι του Χριστού χρησιμοποίησαν τη μετάφραση των Ο΄.

Προ του Dominicus Diodati και ο Is. Vossius (1618- 1689, Γερμανός Θεολόγος, διαμαρτυρόμενος Καθηγητής Ιστορίας της Θεολογίας) υπεστήριζε την άποψη ότι ο Ιησούς και οι Απόστολοι Του μιλούσαν την ελληνική και όχι συριακή γλώσσα. Κατά τον Is. Vossius, που διατύπωσε τις απόψεις του αυτές στα έργα του: De Oraculis Sibyllini (1680) και De septuaginta interpr. Dissertario (1661), στην Παλαιστίνη μιλούσαν την εβραϊκή μόνο μερικοί λόγιοι και αυτοί όχι πλήρως. Μεταξύ, βέβαια, αυτών συγκαταριθμούσε και τον Ιησού. Τα εβραϊκά όμως, στοιχεία αναμίχθηκαν με συριακά και ελληνικά, που μιλούσαν οι χωρικοί. Έτσι μετά τις κατακτήσεις του Μεγ. Αλεξάνδρου όλος ο λαός της Παλαιστίνης, εξαιρέσει των λογίων, μιλούσαν την ελληνική, γιατί είχε εισδύσει σε όλες τις Χώρες της «Πρόσθεν Ασίας».

Όσοι από τους παραπάνω υπεστήριζαν την αραμαϊκή ως γλώσσα του Ιησού, δεν στρέφονταν κατά της γνώσεως της ελληνικής από τον Ιησού και τους Αποστόλους Του. Έτσι κατά τον G. Dalman, ο Ιησούς συνομίλησε στην ελληνική με Ρωμαίο ηγεμόνα (Ιωάν. 18, 34 εξ. 19, 11) καθώς επίσης και με τη Χαναναία γυναίκα, η οποία ήταν Ελληνίδα, κατά τη γλώσσα (Μάρκ. 7, 26). Αλλά και ο Th. Zahn, Γερμανός διαμαρτυρόμενος Καθηγητής Θεολογίας του Πανεπιστημίου, στο έργο του: Einleitung in das N.T Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη, ανατύπωσις 1924, σελ. 349, γράφει «ο Ιησούς συνομίλησε ελληνιστί με τον Ρωμαίο ηγεμόνα όχι όμως και με την Χαναναία γυναίκα». Πάντως, κατά τον Zahn « ο Ιησούς και οι μαθητές Του έπρεπε να είναι σε θέση στην κατάλληλη στιγμή να απαντούν στην ελληνική γλώσσα σε κάποια τυχόν προσφώνηση στα ελληνικά». Μόνο, κατά τον A. Meyer, ο Χριστός «ο υιός του τέκτονος, ο οποίος θεωρούσε περιορισμένη αργότερα την αποστολή του μόνο μεταξύ των απολωλότων προβάτων του οίκου του Ισραήλ και αρνιόταν να βαδίσει προς την οδό την οδηγούσα στα έθνη, δεν είχε κανένα λόγο να διδαχθεί ή να μιλήσει ελληνικά και πραγματικά δεν υπάρχει τίποτα, που να παραπέμπει στην ελληνική στους γνήσιους λόγους του».

Αδιάσειστα ιστορικά ντοκουμέντα πείθουν, πως η μητρική γλώσσα όλων των κατοίκων της Γαλιλαίας, κατά την εποχή του Χριστού, ήταν η Κοινή Ελληνική διάλεκτος. Επομένως και ο Ιησούς μιλούσε την ελληνική, την οποία χρησιμοποιούσε στις καθημερινές Του σχέσεις και εμφανίσεις και επικοινωνίες. Άλλωστε, η εβραϊκή και η αραμαϊκή δεν κατεννοούντο ευρύτερα. Ο Χριστός, βέβαια, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι γνώριζε και την κλασσική εβραϊκή και την αραμαϊκή, τις οποίες και θα χρησιμοποίησε, την μεν εβραϊκή στα αναγνώσματα και την αραμαϊκή, σε συνομιλίες μεταξύ μορφωμένων Ιουδαίων και σε κηρύγματα ακόμα. Την αραμαϊκή πρέπει να γνώριζαν και οι Απόστολοί Του ή τουλάχιστον πολλοί από αυτούς, μιλούσαν όμως και την Κοινή Ελληνική διάλεκτο, στην οποία και έγραψαν τα έργα τους. Βέβαια, δε φαίνεται να διδάχθηκαν ποτέ την ελληνική, αλλά την έμαθαν, όπως όλοι, από τους οικείους τους που τους ανέθρεψαν και από το ελληνιστικό γενικά περιβάλλον.

Η Κοινή Ελληνική διάλεκτος ως γλώσσα του Ιησού υποστηρίζεται από αρκετούς. Ο Henry Candbury, φερ’ ειπείν, υπεστήριζε, πως «ο Ιησούς και οι μαθητές Του μπορούσαν να γράφουν και να διαβάζουν ελληνικά. Αλήθεια, ήταν πολύ πιθανό, ότι στη δίγλωσσο χώρα της Παλαιστίνης, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν δύο γλώσσες, ήτοι την ελληνική και την αραμαϊκή». Η πλειονότητα των προτεσταντών θεολόγων τάχθηκαν υπέρ της ελληνικής ως γλώσσας του Ιησού, των Αποστόλων και των συγγραφών τους, εξαιρέσει των ελαχίστων καθολικών θεολόγων, που εξέλαβαν ως γλώσσα του Ιησού, των Αποστόλων και των συγγραφών τους τη λατινική.

Κατά τον προμνημονευθέντα E.Fuchs, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο Ιησούς γνώριζε την ελληνική.

Από τους Έλληνες μελετητές και ερευνητές θεωρείται η ελληνική ως γλώσσα του Ιησού και των Αποστόλων από τους: Νικόλαο Π. Πάρκα, ο οποίος συνέγραψε και πραγματεία: «Περί της Ελληνικής του Ιησού Εκπαιδεύσεως» (εν Αλεξανδρεία 1908), Παναγιώτη Χ. Δημητρόπουλο, κατά τον οποίον, μάλιστα, όταν «επεδόθη αυτώ βιβλίον Ησαϊου του προφήτου» για να αναγνώσει στη συναγωγή της ιδιαίτερής του πατρίδας τη Ναζαρέτ, η ανάγνωση έγινε από την ελληνική μετάφραση των Ο΄(Λουκ. 4,16-19 και Ησ. 61,1-2), Δημήτριο Ηλιόπουλο, ο οποίος δημοσίευσε ειδική πραγματεία υπό τον τίτλο: «Η μητρική γλώσσα του Ιησού Χριστού» εν Αθήναις 1961 και Λεωνίδα Ι. Φιλιππίδη, κατά τον οποίον, «ελληνιστί κατά πάσαν πιθανότητα ωμίλει ο Κύριος εν Παλαιστίνη προς τον λαόν, παρ’ ω εκυριάρχει η ελληνική γλώσσα προς την αραμαϊκήν (παρεφθαρμένη μητρικήν) διότι δεν είναι δυνατόν οι εν τοις Ευαγγελίοις διάχυτοι θεσπέσιοι εις ελληνικήν διατύπωσιν λόγοι του Κυρίου να είναι μεταφράσεις εκ της αραμαϊκής εκ μέρους των Εβραίων Ευαγγελιστών, οσονδήποτε καν ούτοι κατείχον την ελληνικήν, αλλά μάλλον αποδίδουσι τα λεχθέντα ως ελέχθησαν, ελληνιστί τα ελληνιστί και αραμαϊστί τα ολίγα αραμαϊστί λεχθέντα (ελί, ελί, λαμά σαβαχθανί, εφφαθά κ.α.) και συνελόντι ειπείν το θεοδόξαστον Ελληνικόν Έθνος αντεδόξασε τον Κύριον και κατέστη ο Πιστός Αυτού φορεύς και ο διαπρύσιος κήρυξ του Ευαγγελίου της παγκοσμίου λυτρώσεως ανά τα έθνη – η δ’ Ελλάς, γεώργιον πνευματικόν του «Αποστόλου των Εθνών» και καύχημα της αποστολής του».

http://www.sakketosaggelos.gr/Article/1684/





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου