Σελίδες

Σάββατο 12 Ιουλίου 2014

ΑΝΑΛΥΣΗ ΕΠΩΝΥΜΩΝ ΓΝΩΣΤΩΝ «επωνύμων» ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

Περίεργα ελληνικά επώνυμα «επωνύμων»



Οι "επώνυμοι": οι πολιτικοί, οι καλλιτέχνες, οι αθλητές, οι δημοσιογράφοι, οι επιχειρηματίες, όλοι αυτοί που κάθε μέρα τους "συναντάμε" στην TV, στον τύπο, στο διαδίκτυο. Είναι στιγμές που αναρωτιόμαστε από που άραγε "κρατάει η σκούφια τους", τι σημαίνει ή από που προέρχεται το επώνυμό τους.

Σε κάποιες περιπτώσεις η απάντηση είναι εύκολη (π.χ. "Σαμαράς" ή "Παπανδρέου", για να σταθούμε στους πολιτικούς). Δύσκολα όμως μπορούμε να φανταστούμε π.χ. ότι το "Λαφαζάνης" (από το τούρκικο lafazan) σημαίνει φλύαρος, καυχηματίας, ή ότι το "Ρέππας" (από το δημώδες ρέπας και ρέπης) σημαίνει περιφερόμενος, φυγόπονος, ρέμπελος, ρεμπεσκές.

Στην παρούσα ανάρτηση, που αποτελεί μια μικρή επιλογή από μια αξιόλογη μελέτη που έχει γίνει στο blog "Greek lastnames.blogspot.gr", παρουσιάζουμε (αλφαβητικά) την προέλευση και έννοια ορισμένων γνωστών/διάσημων και ιστορικών επιθέτων/επωνύμων. Δείτε τη, υπάρχουν πολλά περίεργα και εκπλήξεις:

Αλαβάνος: Σχετικό με το ιδιωματικό αλαμάνος, και έχει την έννοια απάνθρωπος, αιμοβόρος. Ετυμολογικά συνδέεται με το φράγκικο alleman, ο Γερμανός, που πέρασε σε μερικές ελληνικές διαλέκτους ως χαρακτηρισμός, όπως κι άλλα εθνικά ονόματα λόγω στερεοτύπων που επικράτησαν στον λαό. Όλα αυτά με μια επιφύλαξη γιατί πιθανώς να προέρχεται απευθείας από κάποιο δυτικό επώνυμο, καθόλου σπάνιο για τα νησιά των Κυκλάδων, λόγω φραγκοκρατίας. (ΛΔΗΜ).

Αλαφούζος: Από το ιδιωμ. αλάφι, αντί ελάφι (και αλαφίνα αντί ελαφίνα), και την ιδιωμ. υποκοριστική κατάληξη –ούζος, (ΛΔΗΜ).

Αλευράς: Από το ν.ε. αλευράς, ο αλευροπώλης, (αρχ. ἄλευρον).

Ανευλαβής: Από το μεσν. ανευλαβής, 1) ο μη ευλαβής, ο μη σεβόμενος ή μη φοβούμενος, και 2) ο θρησκευτικά ασεβής. (ΛΔΗΜ).

Απέργης: Από το μεσν. απέργης, ο αμαρτωλός, ο άνομος. Από το ουσ. απέργιν, η αμαρτία, ανομία. (TRAPP).

Βαξεβάνης (Μπαχτσεβάνης): Από το τουρκ. bahçıvan- bahçe- κήπος, ο περιβολάρης, με φωνητικό εξελληνισμό. {ΣΗΤΡ}.

Βαρβιτσιώτης: Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από το χωριό Μπαρμπίτσα (Βαρβίτσα) της Λακωνίας, {ΤΠΝΜ}.

Βερεμής: Από το ν.ε. βερέμης, <τουρκ. verem, χτικιό, ο χτικιάρης και κατ’επέκταση ο δύστροπος. {ΣΗΤΡ}.

Βορίδης/ Βοριάς/ Βορέας/ Βοράκης: Από το δημ. βοριάς, βορέας, ο βόρειος άνεμος, μσν. βοριάς < αρχ. βορέας. Ίσως να χρησιμοποιήθηκε και σαν βαφτιστικό, (ΛΤ).

Βουτσάς: από τη λέξη βούτσι+ επαγγελ. καταλ. -άς, βαρέλι. Β.=βαρελάς. (Τριαντ.),< ελνστ. βούτις. {ΤΟΖ}.

Βωβός: Από το μσν. βωβός, ο άλαλος, ως επώνυμο καταγράφεται τον 11ο αι. από τον Κεδρηνό (Georgius Cedrenus,Bonnae,1838-1839,II,451,18). {GLOBG}.

Γιούτσος: Από το τούρκικο yüçe=ο ψηλός, ο μεγάλος {ΣΗΤΡ}.

Γκιζίκης: Από το τουρκ. gezig, κακό σπυρί, φαγούρα {ΣΗΤΡ}.

Γκιουλέκας: Από το δημώδ. γκιουλέκας, πληθ. γκιουλέκηδες, ο νταής, ο ψευτοπαλικαράς: «Kάνει τον γκιουλέκα». Από το όνομα Αλβανού άτυχου επαναστάτη του 19ου αιώνα, Gjoleka. Το αλβανικό επίθετο Gjoleka προέρχεται από τα βαφτ. Gjon-Ιωάννης και Leka-Αλέξανδρος {Λ.Τ.}.

Δραγώνας: Ίσως από το μεσν. και δημωδ. δραγόνος, στρατιώτης, πολεμιστής σε σώμα ελαφρού ιππικού, & lt; αντιδ. γαλλ. dragon<λατ.draco<αρχ. δράκων. Ως επώνυμο τουλάχιστον από τον 13ο αιώνα, ως Δραγωνάς στη Χαλκιδική. (BZP) (ΛΜ).

Εμφιετζόγλου: Από το 
τούρκικο emfiye=το ταμπάκο, καπνός. Εμφιετζής ο παραγωγός καπνού.{ΣΗΤΡ}.

Ζαΐμης: Κατά την περίοδο της Tουρκοκρατίας, ο ιδιοκτήτης ή επικαρπωτής γαιών που είχε την υποχρέωση, σε περίοδο πολέμου, να δίνει στο σουλτάνο ορισμένο αριθμό ιππέων, τουρκ. Zaîm {ΜΚΣ}.

Ιντζές: Από το τουρκ. ince, λεπτός, φίνος, πονηρός.{ΣΗΤΡ}.

Καβάφης: Από το 
τούρκικο kavaf, τσαγκάρης.{ΣΗΤΡ}.

Καζαντζής (Καζαντζάκης, Καζαντζίδης, Καζαντζόπουλος κ.α.): Από το δημώδες καζαντζής, ο λεβητοποιός, ο κατασκευαστής ή πωλητής καζανιών. Σαν λέξη, δάνειο από το τουρκ. kazancι, με την ίδια έννοια.

Καλιγάς ή Καλλικάς/Καλιγάρης: Πεταλωτής, <ουσ. καλίγι(ο)ν + κατάλ. ‑άς ή <ουσ. καλιγάριος. Ως επώνυμο ήδη απο τον 13ο-14ο αιώνα, {ΜΣΚ} (BZP).

Καλλέργης: Από το μεσν. καλλίεργος, "ο καλώς ειργασμένος". Γνωστή βυζαντινή οικογένεια, κλάδος της οποίας εγκαταστάθηκε στην Κρήτη όπου και επιβιώνει μέχρι σήμερα. Ως επώνυμο ήδη από την παλαιολόγια εποχή, αν και σίγουρα παλαιότερα, (ΛΔΗΜ) (BZP).

Καμπάς: Ο κατασκευαστής γαμπών/καπών (κάπα ή καπάς), πανωφόρι από χοντρό μάλλινο ύφασμα. <βεν.gaban.{ΜΣΚ} ή Καμπάς- Από το τουρκ. kaba,ο χοντρός, άξεστος. (ΕΠΜΑ).

Καραγκιόζης: Από το τουρκ. karagoz, μαυρομάτης. {ΣΗΤΡ}.

Καραγκούνης: καραγκούνης, "ο κάτοικος της πεδινής Θεσσαλίας που ασχολείται με τη γεωργία" σε αντίθεση με τους Σαρακατσάνους και τους Βλάχους/ και μεταφ. ο φτωχός,ο αγροίκος. Ίσως από το τουρκ. Kara+guna «μαυρή κάπα». {ΤΟΖ}.

Κασάπης: Από το τουρκ. kasap, ο κρεοπώλης, χασάπης.

Κατσανέβας: Από το δημωδ. κατσανέβας, ο φορτοεκφορτωτής, χαμάλης {ΜΚΣ}.

Κατσηφάρας: Από το δημωδ. κατσιφάρα (Πελ/σο,Κρήτη, κτλ), μτφ ο κατηφής, και κατσηφιά η ομίχλη. {ΜΚΣ}

Κατσίκης: Από το τουρκ. kacik, ν.ε.κατσίκι, ίσως ο βοσκός κατσικιών ή ο γρήγορος σαν κατσίκι.

Κεντέρης: Σχετικό με το τουρκ. keder, λύπη. {ΣΗΤΡ}

Κόκκαλης: Από το ν.ε. ους. κόκαλο, ή το μεγενθ. κόκαλος<αρχ .κόκκαλος, και την καταλ. –ης.{ΤΟΖ}.

Κούβελας: Από το μεσν. κουβέλι το, κυψέλη: της μέλισσας, <παλαιότ. γαλλ. cuvel(l)e, cubel{ΜΣΚ}.

Κρασάς: Το επώνυμο από το ν.ε. κρασί<μσν. κρασίν, κρασίον. Δηλώνει τον οινοπώλη, ή τον παραγωγό κρασιού.

Κρεμαστινός: Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από χωριό με το όνομα Κρεμαστή. Χωριά με αυτό το όνομα υπάρχουν στη Ρόδο, Ξάνθη, Λακωνία. {ΤΠΝΜ}.

Κριεζής: Από το αρβαν. κρίε (κεφάλι) και το δεύτερο συνθ. –ζι (μαύρο), δλδ ο μαυροκέφαλος.{ΣΗΤΡ}.

Λαναράς/ Λανάρης: Ο εριουργός, λανάρης< μεσ.λανάριος< λατ.lanarius.

Λαφαζάνης: Από το τουρκ. περσ. lafazan, ο φλύαρος, καυχηματίας. {ΣΗΤΡ}.
Λεβέντης , οι Ιταλοί LEVENTI , αποκαλούσαν τους  πειρατές της  ανατολής ( LEVANTI ) , ενώ οι Τούρκοι – πριν την Άλωση  - λέγαν λεβέντες  τους  στρατιωτικούς που  υπηρετούσαν στα  πλοία  τους . Σιγά σιγά , το  όνομα έμεινε στους  ναύτες τους τολμηρούς , τους  άγριους , τους  απείθαρχους και  τώρα δίνεται στους  ανδρείους , τους  νέους , τους  ψηλούς  ,  τους  ωραίους .
Λιάπης: Από το αλβ. Lab-I, ο κάτοικος της Λιαπουριάς (η περιοχή γύρω από τη Χειμάρα).{ΤΟΖ}.

Λοβέρδος: Επώνυμο από το ιταλ. κύριο όνομα Lombardo < αρχικά όνομα εθνότητας, τν Λομβαρδών- Λογγοβάρδων. {ΚΥΘΝ}.

Λογοθέτης: Αξίωμα στην αυλή των βυζαντινών αυτοκρατόρων· ανώτερος αυλικός.

Λούβαρης / Λουβιάρης: Από το δημώδ. λουβιάρης, λωβιάρης, ο λεπρός, ο έχων λούβα/λώβα, <αρχ. ουσ. λώβη, συν την κατάλ. –(ι)άρης. (ΛΔΗΜ) (ΜΣΚ).

Μανίκας: Από τη λέξη μανίκα, i) Σιδερένια θωράκιση που προστατεύει τους βραχίονες πολεμιστή ή ii) Μανίκι ενδύματος. <λατ. - ιταλ. Manica. Ως επώνυμο ήδη από την Παλαιολόγεια εποχή, στη μορφή Μανίκης, το 1355 στο Μελένικο. {ΜΣΚ} (BZP).

Μαρκεζίνης: Σχετικό με το μαρκήσιος, μαρκέζης. Τίτλος δυτικών ευγενών. <μεσν. λατ. marcensis – marquesius. {ΜΣΚ}.

Μεϊμάρης / Μεϊμεράκης: Από το τουρκ. mimar, ο αρχιτέκτωνας. (ΕΠΜΑ).

Μπέλος / Μπελογιάννης κ.α.: Από το ν.ε. μπέλος, χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει το λευκό πρόβατο, κατσίκα κ.α., μεταφορικά και για τον ανοιχτόχρωμο άνθρωπο. Από το σλαβικό bělú «λευκός». Παρόμοιες λέξεις και στα αρβανίτικα και στα βλάχικα. {ΤΟΖ}.

Μουζάκης: Από το αρβανίτικο muzaqi “μοσχάρι, δαμάλι” και σχετίζεται με το αλβαν. Τπνμ. Muzhake. Επίθετο ευγενούς μεσαιωνικής αλβανικής οικογένειας. Κάλλιστα μπορεί το επώνυμο να προέρχεται από το μεσν. ελλ. μουζάκιον «είδος παπουτσιού».<αραβ. ή περσ.{ΤΟΖ}.

Μούτσιος: Από το βλαχ. mucio “ό νέος”.{ΤΟΖ}.

Μπαλάφας / Μπαλαφούτης: Από το ν.ε. μπαλάφα, η ανοησία, σαχλαμάρα,<άγν.ετύμου. (Λ.Μ).

Μπαλής: Από το μτγν. μεσν. μπαλής «είδος αξιώματος». Ο Μπούτουρας (Τα νεοελληνικά κύρια ονόματα,σ.110) το ανάγει στο βενετ. Bailo, όνομα αξιώματος, με αποβολή το ημιφώνου + -ής.{ANX}.

Μπαλτατζής: Ξυλοκόπος· στρατιώτης του οθωμανικού στρατού , ή κατασκευαστής μπαλτάδων (μπαλτάς,ο), <τουρκ. baltacι.{ΜΣΚ}.

Μπέης (Βέης λογ. εξελλ.): Τίτλος ορισμένων υποτελών ηγεμόνων ή ανώτερων υπαλλήλων της οθωμανικής αυτοκρατορίας, τουρκ. bey `άρχοντας΄{ΜΚΣ}.

Μπιρμπίλης: Από το λαικτρ. μπιρμπίλι, το αηδόνι, <τουρκ. bülbül(Λ.Μ).

Νεγρεπόντης: Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από το Νεγρεπόντε, η Εύβοια στα χρόνια της Φραγκοκρατίας. Παρετυμολογικά από το τοπικό όνομα για ολόκληρη την Εύβοια, Έγριπος< Εύριπος, ο στενότερος πορθμός του Ευβοικού κόλπου, στη Χαλκίδα. {ΤΠΝΜ}.

Νιάρχος: Από το σπάνιο βαφτιστικό Νέαρχος, όνομα αγίου που γιορτάζει στις 22 Απριλίου, <νε(ο)+-άρχος (άρχω) (Λ.Μ).

Πάγκαλος: Από το μεσν. πάγκαλος, υπερθ. παγκάλλιστος,1) ο πάρα πολύ ωραίος, πανέμορφος,2) ο πάρα πολύ ενάρετος, έντιμος, ηθικός,< αρχ. επίθ. πάγκαλος. Ως επώνυμο τουλάχιστον από τον 13ο αιώνα, σε Θεσσ/κη, Κύπρο,Τραπεζούντα, Σέρρες, Χαλκιδική, κτλ.(BZP) (ΜΣΚ).

Παπαχελάς: Από το σύνηθες πρώτο συνθετικό παπάς, και το χελάς, ο ψαράς ή πωλητής χελιών. <μσν. χέλι < αρχ. ἐγχέλειον. (ΛΤ) (ΛΔΗΜ).

Παπούλιας: Από το δημωδ. παπούλιας- παπούλης, υποκορ. του παππούς, και ο γέρος ιερέας. (BZP) (ΛΤ) (ΛΔΗΜ).

Παπουτσής: Παπουτσής, υποδηματοποιός, τσαγκάρης,<τουρ. papuccu {ΜΣΚ}

Πατακός: Από το ιδιωμ. (Κρήτη), πατακός, πατακιός, ο μικρόσωμος, ο άσχημος, αρχ. πάταικος. {ΣΗΤΡ}.

Πεπονής: ν.ε. πεπόνι<μσν. πεπόνι< ελνστ. πεπόνιον υποκορ. του αρχ. (σίκυος) πέπων αγγούρι ώριμο {Λ.Τ.}.

Πετιμεζάς/ Πετμεζάς: Επίθετο φημισμένου Καλαβρυτινού αγωνιστή της Επανάστασης. Από το ν.ε. πετιμέζι & πετμέζι 1. πολύ γλυκό και παχύρρευστο υγρό που παρασκευάζεται κυρίως από το βράσιμο του μούστου. 2. (μτφ.) οτιδήποτε έχει υπερβολικά γλυκιά γεύση: (π.χ. πετιμέζι τον έκανες τον καφέ). <τουρκ. pekmez -ι .{Λ.Τ.}.

Πιπιλής/ Πιπίλας: Από το δημωδ. ρήμα πιπιλίζω - πιπιλώ, πιπιλής αυτός που πιπιλίζει. βλ. εισαγωγή «Ελληνικά επίθετα (Α-Λ) -ετυμολογία», σχόλια Ανδριώτη. (ΛΔΗΜ).

Πρέκας/ Πρέκκας: Από το ν.ε. διαλεκτ. πρέκι, οριζόντιος δοκός που τοποθετείται στο πάνω μέρος της πόρτας ή του παραθύρου, για να στηρίζει τον τοίχο από πάνω, μεσν. πριέκιον.

Ρέππας: Από το δημωδ. ρέπας και ρέπης, ο περιφερόμενος, ο φυγόπονος, ρέμπελος, ρεμπεσκές. (ΛΔΗΜ).

Ρήγας, Παπαρήγας, Ρηγόπουλος, Παπαρρηγόπουλος: Από το ν.ε. ρήγας, λαικότροπα ο βασιλιάς, μσν. ρήγας < ελνστ. ῥήξ, αιτ. ῥῆγα < λατ. rex. Τα παραπάνω επώνυμα σχηματίζονται με τα σύνηθες πρώτο συνθ. παπάς, και την χαρακτηριστική καταλ. –όπουλος. {Λ.Τ.}.

Ρίτσος: Από το ιδιωμ. ρίτσος,ο ρήσος, λαικτρ. αιλουροειδές τετράποδο, που σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες ζούσε στον βορά. ,<σλαβ. ris. Μτφ. δηλώνει τον γρήγορο, τον ταχύ, και εκφρ. Σαν το ρίτσο τρέχει. (ΛΔΗΜ).

Ρουβάς: Από το διαλεκτ.(Λιτοχ.) ρουβός,σημαίνει = όχι ευθύς, ύπουλος, πονηρός. Και ως επίρρ. «με κοιτάει ρουβά», στραβά. Σύμφωνα με την Δούγα-Παπαδοπούλου προέρχεται : από το αρχ. ραιβός>ριβός (σημ.Στερ.Ελλ.) με στένωση του άτονου αι, κανονική στα βόρεια ιδιώματα> ρουβός, με χείλωση του ι>ου εξαιτίας του παρακείμενου χειλικού β. {ΕΤΥΠ}.

Σακελλάριος: Από το βυζαντ. Εκκλησιαστικό τίτλο σακελάριος<λατ. sacellarius-ο } βαλαντιοφύλακας, θησαυροφύλακας. {ΜΚΣ}.

Σακοράφας: Από το ν.ε. σακοράφα, μεγάλη και χοντρή βελόνα που χρησιμοποιείται για ράψιμο με σπάγγο<ελνστ. σακκοράφος. {Λ.Τ.}.

Σεφερλής: Από το τουρκ. seferli, αυτός που πάει σε πόλεμο (seferi), ο πολεμιστής. {ΣΗΤΡ}.

Σκλαβενίτης: Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από τόπους όπως Σκαβηνία, Σκλαβουνιά, τοπωνύμια που χαρακτηρίζουν περιοχές με σλαβική κατοίκηση. Επι Βυζαντίου οργανώθηκαν στα αυτοκρατορικά εδάφη αυτόνομα μορφώματα Σκλαβούνων (Σθλαβίνων), οι Σκλαβηνίες. {ΤΠΝΜ}.

Συγγρός/ Τσιγγρός: Από το ιδιωματικό (Ποντ. Ίμβρος) τσιγκρός, άρρωστος, αδύνατος. {ΣΗΤΡ}.

Τατούλης/ Τατάς: Απο το τατάς (ή τάτας), λέξη παιδική, ο μπαμπάς. Η λέξη έχει επιβιώσει σε διάφορες διαλέκτους, απο το αρχ. τάτα-τέττα, σύφμωνα με τον Ησύχιο: "τέττα· νεωτέρου πρός πρεσβύτερον τιμητική προσφώνησις". (ΛΔΗΜ).

Τεγόπουλος: Από το βαφτ. Τέγος, παραλλαγή του ονόματος Στέργιος στη βόρεια Ελλάδα, Τέγος<Τέλιος<Στέργιος. {ΤΑΧΚ}.

Τσολάκης: Από το τουρκ. colak, μονοχέρης, κουλός . {ΣΗΤΡ}.

Τσουδερός: Από το ιδιωμ. (Κρήτη) ρήμα τσουδίζω, τσουρουφλίζω. {ΣΗΤΡ}.

Φασούλας: Από το ν.ε. φασόλι, μσν. φασόλιν < *φασιόλιο<ελνστ.φασίολος < αντδ. λατ. phasiolus <>Φάσηλος {Λ.Τ.}.

Χαλβατζής: Απο το τουρκικό halva.

Χαρδαβέλας: Από το ιδιωμ. χαρδαβέλα, ο κρίκος που μπαίνει στη μύτη του γουρουνιού για να μην σκάβει. Λογικά χαρδαβέλας ο κατασκευαστής ή πωλητής χαρδαβέλων. (ΓΛΗΛ)

Χατζής: Σύνηθες πρόθεμα σε πολλά ελληνικά επίθετα (Χατζηνικολάου, Χατζηχρήστος, Χατζόπουλος, Χατζηδάκης κ.α.). Σύμφωνα με τον Τριανταφυλλίδη: Άτονη προτακτική λέξη που ακολουθείται πάντα από το ενωτικό (-)· έμπαινε πριν από βαφτιστικά ή οικογενειακά ονόματα ως τιμητικός τίτλος για να δηλώσει ότι ένας ορθόδοξος χριστιανός επισκέφτηκε ως προσκυνητής τους Άγιους Τόπους . < αραβ. hac προσκυνητής της Μέκκας. {Λ.Τ.}.

Ψιμάρης/ Ψιμούλης: Από το δημωδ. ψιμάρι, ψιμάκι, ο γεννηθείς αργά, και μτφ. ο αφελής.<αρχ. όψιμ(ος) -άρης,-ούλη; (ΛΔΗΜ) (Λ.Τ.).


_____________________________
Πηγή: greek-lastnames.blogspot.gr” και συγκεκριμένα από: http://greek-lastnames.blogspot.gr/2009/05/blog-post_9090.html
http://greek-lastnames.blogspot.gr/2009/05/blog-post_7669.html

_____________________________
Βιβλιογραφία και συντομογραφίες (από το ίδιο blog):

- Μελέτη περί του γλωσσικού ιδιώματος Βελβεντού και των περιχώρων αυτού, Ευθ. Μπουντώνα.,1892. (ΒΕΛΒ)
- A glossary of later and Byzantine Greek ,Evangelinus Apostolides{GLOBG} 
- Alessio da Somaverra, Tesoro della lingua greca-volgare ed italiana, Παρίσι 1709. (ΘΗΣΑΥ) 
- Neugriechische Studien /Gustav Meyer (MEYER) 
- Prosopographisches Lexikon der Palaiologenzeit,Erich Trapp, Hans-Veit Beyer, Ewald Kislinger, Ioannis Leontiadis (BZP) 
- Vladimir Orel- Albanian Etymological Dictionary, {ALBD} 
- Ανάλεκτα Ετυμολογικά ΙΙ,Χρήστος Τζιτζιλής ,Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, 1982-83.{ΑΝΤΖ} 
- Ανθρωπωνύμια Χουμνικού, Φ.Π.Κοτζαγεώργης (ΑΝΧΜ) 
- Βάσος Βογιατζόγλου,Επώνυμα της Μικρασίας,1990,(ΕΠΜΑ) 
- Γ.Μπαμπινιώτης, Λεξικό της Νέας Ελληνικής γλώσσας,(Λ.Μ) 
- Γεωγραφικό λεξικό της Ελλάδος, Μιχαήλ Σταματελάτου, Φωτεινή Βάμβα Σταματελάτου. {ΤΠΝΜ} 
- Γλωσσάριον Λέσβιον. Νεοελληνικά Ανάλεκτα: περιοδικώς εκδιδόμενα υπό του φιλολογικού συλλόγου ""Παρνασσού"" επιστασία πενταμελούς επιτροπής.τχ. 1 (1870) 385-429.{ΓΛ} 
- ΓλωσσάριονΣύρου,Στέφανος, Κλων, Bulletin de Correspondance Hellénique, 3 (1879).{ΓΣ} 
- Γλωσσική ύλη : Γλωσσάριον Κεφαλληνίας,Τσιτσέλης, Ηλίας Α. 1874, {ΓΚΕ} 
- Δημητράκου. Μέγα Λεξικόν Όλης της Ελληνικής Γλώσσης (ΛΔΗΜ) 
- Διαδικτυακό λεξικό γλωσσικών ιδιωμάτων του Θέρμου και της ευρύτερης περιοχής,http://lyk-therm.ait.sch.gr/ntopiolalies/ {ΓΛΑΙΤ} 
- Διορθώσεις και προσθήκες στα Γλωσσικά ιδιώματα της Ηπείρου του Ευάγγελου Μπόγκα / Κ. Ε. Οικονόμου. {ΗΠΟΙΚ} 
- Επώνυμα Ποντιακά,Δ.Η.Οικονομίδη,Εστία,1934.{ΠΕ} 
- Ετυμολογικά της περιοχής Πιερίας,Ευανθία Δουγά-Παπαδοπούλου {ΕΤΥΠ} 
- Ηλίας Παρδάλης-"Κοζανίτικο Λεξιλόγιο", (ΚΖΛ) 
- Ηπειρωτικόν Γλωσσάριον / Π. Αραβαντινού. 1909, {ΗΠΓΛ} 
- Ιστορική Λαογραφική Εταιρεία Ρεθύμνης, Τα κρητικά τοπωνύμια. Διήμερο επιστημονικό συνέδριο. Πρακτικά, Α΄-Β΄, Ρέθυμνο 2000 {ΚΡΗΤ} 
- Κ.Καραποτόσογλου, Ετυμολογικές και σημασιολογικές παρατηρήσεις σε λέξεις που αρχίζουν με ζ-,τζ- στη μεσαιωνική ελληνική,”Ελληνικά”.{ΚΕΣ} 
- Κ.Καραποτόσογλου, Ετυμολογικές παρατηρήσεις σε νεοελληνικούς αρχαϊσμούς, ”Ελληνικά”. {ΚΕΝ} 
- Κυθνιακά ήτοι της νήσου Κύθνου χωρογραφία και ιστορία μετά του βίου των συγχρόνων Κυθνίων εν ω ήθη και έθη και γλώσσα και γένη κλπ. / υπό Αντωνίου Βάλληνδα. {ΚΥΘΝ} 
- Κωνσταντίνος Χριστοφορίδης,Λεξικόν της Αλβανικής Γλώσσης, (ΧΡΑΡΒ) 
- Λαογραφικό Λεξικό τής Αγιασώτικης Διαλέκτου {ΛΛΑΔ} 
- Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής, Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη.{Λ.Τ.} 
- Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), Εμμανουήλ Κριαρά. {ΜΣΚ} 
- Λεξικό της Τσακωνικής Διαλέκτου ,Θανάση Π. Κωστάκη(ΤΣΑΚΛ) 
- Λεξικόν Ιστορικόν και Λαογραφικόν Ζακύνθου / Λεωνίδα Χ. Ζώη. (ΛΞΖΑΚ) 
- Λεξικόν της τσακωνικής διαλέκτου,Deffner,Michael(ΛΞΤΣ) 
- Ν. Ταχινοσλής, Μορφές του Κωνσταντίνος.{ΤΑΧΚ} 
- Περισυναγωγή γλωσσικής ύλης και εθίμων του ελληνικού λαού ιδια δε του της Πελοποννήσου, Π.Παπαζαφειρόπουλου,1887.{ΠΠΠ} 
- Προσθήκαι εις το Χιακόν γλωσσάριον και το Χιακόν τοπωνύμιον. Κων. Α. Άμαντος{ΠΧΓ} 
- Σημειώσεις Μ.Τριανταφυλλίδη, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, {ΣΗΤΡ} 
- Σταματίου Ψάλτου, Θρακικά ή Μελέτη περί του γλωσσικού ιδιώματος της πόλεως Σαράντα Εκκλησιών,1905- (ΣΨΘΡΑ) 
- Συμβολή εις το χιακόν γλωσσάριον / υπό Κ. Αμάντου.{ΣΧΓ} 
- Τα δημώδη ονόματα των φυτών προσδιοριζόμενα επιστημονικώς / υπό Θ. Χελδράϊχ, εκδιδόμενα υπό Σπ. Μηλιαράκη. {ΔΟΦ} 
- Το Χιακόν γλωσσάριον : Ήτοι η εν Χίω λαλούμενη γλώσσα μετά τινών επιγραφών αρχαίων τε και νέων και του χάρτου της νήσου / συνέγραψεν Α. Γ. Πασπάτης.{ΧΓΠ} 
- Φ.Π.Κοτζαγεωργής- "Ανθρωπωνύμια Χουμνικού (18ος αι.)", Ελληνικά 53/2 (2003), 337-389. {ANX} 
- Φαίδωνος Κουκουλές, Βυζαντινά τινα παρωνύμια. {ΦΔΚ} 
- Trapp et al,Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts_bd. 1_A-K_2001 (TRAPP) 
- Τοπωνυμικό Ζαγορίου / Κων. Ευ. Οικονόμου.Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. {ΤΟΖ}

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου