Η Εθνική Επέτειος της 25ης Μαρτίου
«Έξω φωνή» η απαγγελία, το βλέμμα ψηλά και μακριά. Η σημαία με τον σταυρό της.
Ο τοίχος της αυλής ασβεστωμένος σοβάς. Και ο μικρός Έλληνας.
Άσπρο πουκάμισο και κοντό παντελόνι. Το Ποίημα, 1948
(Ηνωμένοι Φωτορεπόρτερς - Συλλογή Ν.Ε. Τόλη).
Tης Eλενης Mπιστικα
Από νωρίς, χθες το πρωί, τα F-16, τα υπερηχητικά αεροπλάνα που σηκώνονται όταν ξένο αεροσκάφος μπει χωρίς άδεια στον ελληνικό εναέριο χώρο, πετούσαν πάνω από την Αθήνα. Είναι οι πρόβες του επίλεκτου αεροπορικού σμήνους που σε κάθε στρατιωτική παρέλαση εθνικής επετείου μας κάνει, μεγάλους και παιδιά, να σηκώνουμε τα μάτια, ψηλά στον ουρανό, να δούμε, να θαυμάσουμε τους σχηματισμούς τους πάνω από τον χώρο του Άγνωστου Στρατιώτη. Από τις αντιδράσεις τους καταλαβαίνεις ποιοι φίλοι σου είναι εναντίον και ποιοι υπέρ. «Πεταμένα λεφτά, και σε κρίση μάλιστα», λένε οι αντικυβερνητικοί (όχι, θα χάσουν την ευκαιρία!). «Παιδιά, τρέξτε στο μπαλκόνι να δείτε τα δοξασμένα μας φτερά, τα παλικάρια της πολεμικής αεροπορίας μας», λένε οι παππούδες που υπηρέτησαν στον καιρό τους τη θητεία τους, και ξαναζούν τα νιάτα τους, έστω και φευγαλέα. Οι σκεπτικοί, οι αδιάφοροι, και αυτοί που δεν παίρνουν είδηση, γιατί έχουν ανοίξει την τηλεόραση που παίζει δυνατά, είναι η πλειονότητα των Ελλήνων. Οι σκεπτικοί είναι εναντίον της εθνικής επετείου και δεν χάνουν καιρό να βάζουν στην κουβέντα τους –και στο χαρτί αν είναι λόγιοι– την άποψή τους για «το άχρηστον της υπενθύμισης μιας ηρωικής δράσης που ανήκει στο παρελθόν». Το ότι χάρισε στην πατρίδα την ελευθερία από μακροχρόνιο ζυγό, όπως είναι η περίπτωση της 25ης Μαρτίου 1821, ώστε να μπορούν αυτοί να συλλογούνται ελεύθερα, δεν συμφέρει να το μετράνε και έτσι αντιπαρέρχονται τη σημασία κάθε επετείου. «Μια αργία είναι, και τίποτε άλλο, ας επωφεληθούμε», λένε. Δικαίωμα του καθενός, θα πείτε, να έχει γνώμη και να την υπερασπίζεται. Τα παιδιά, όμως; Ποιανού τη γνώμη θα ενστερνιστούν, όταν μεγαλώνουν σε ένα σπίτι χωρίς βιβλία και βιβλιοθήκη, με την εφημερίδα ανοιγμένη στα αθλητικά και στο πρόγραμμα της τηλεόρασης, με συσκευές τηλεόρασης ώς και στο παιδικό δωμάτιο και τους υπολογιστές στα παιχνίδια και στα chat-rooms; Πού χωρά η επέτειος, η διπλή, του Ευαγγελισμού και της Ανοιξης και του Αγώνα του 1821; Οι καιροί άλλαξαν, όλος ο κόσμος ένα χωριό, και μάλιστα με οικονομική κρίση που δεν αστειεύεται. Ποιος έχει όρεξη να εορτάζει την εθνική επέτειο της Ελλαδίτσας; Χωρισμένης μάλιστα σε κυβερνητικούς και αντικυβερνητικούς, ούτε «ντέρμπι» Ολυμπιακού - Παναθηναϊκού να ’τανε, με όλα τα κόμματα κουρασμένα, τις διακηρύξεις και τα σχόλιά τους χιλιοειπωμένα και ένα νέο κόμμα - σφήνα που ευελπιστεί να συγκεντρώσει τους απανταχού δυσαρεστημένους ψηφοφόρους. Χρήσιμο θα ήταν οι εμπνευστές του να άκουγαν τι λένε μεταξύ τους οι συντροφιές.
Τα παιδιά σήμερα του δημοτικού, σε δημόσια αλλά και ιδιωτικά σχολεία, αυτά ευτυχώς μαθαίνουν για τη σημασία της εθνικής επετείου, λένε και κανένα πατριωτικό ποίημα, παίζουν σε σκετς με φουστανελάδες και βοσκοπούλες, χορεύουν τσάμικο και καλαματιανό, με εθνικές ενδυμασίες, το διασκεδάζουν μαθαίνοντας κι έχουν και κέρδος τις πρόβες επειδή γλιτώνουν μερικά μαθήματα, συν την αργία, για την παρέλαση! Με τα σημερινά μας μέτρα και σταθμά, κερδισμένα βγαίνουν, όσο είναι στο δημοτικό, άντε και στο γυμνάσιο. Τριανταπεντάχρονη η στήλη «Σημειωματάριο» έχει τις δικές της πεποιθήσεις και τους δικούς της αναγνώστες και κριτές και δηλώνει ότι πιστεύει στις εθνικές επετείους, είναι μια ακόμη «εορτή του Γένους», όπου μεγαλούργησε και μαρτύρησε η ομοψυχία των Ελλήνων στο 1821 και στο 1940. Η σημαία μας έχει τον Σταυρό και το γαλανόλευκο της θάλασσας και του ουρανού μας. Οποιος πιστεύει ότι κάτι οφείλουμε σ’ αυτούς που πολέμησαν για να ’μαστε σήμερα ελεύθεροι, ας τη βγάλει στο μπαλκόνι του. Είναι το δικό μας «παρών» στον εορτασμό της επετείου.
Οταν το σχολείο ήταν πατρίδα και σπίτι για τα παιδιά...
«Το Ποίημα», ο τίτλος της φωτογραφίας του 1948, που περιλαμβάνεται στον τόμο «Παιδιά» από τη Συλλογή Τόλη, τραβηγμένη από τους «Ηνωμένους Φωτορεπόρτερς» στην αυλή κάποιου συνοικιακού σχολείου το 1948, στα δύσκολα χρόνια που η Ελλάδα προσπαθούσε να ξεχάσει ερείπια και ψυχοφθόρες μάχες και έριδες και τις ξένες Σειρήνες και να σταθεί στα πόδια της, με καινούργια παπούτσια! Στα παιδιά του δημοτικού εκείνης της εποχής –στα οποία ανήκει και η γράφουσα– το σχολείο, η τάξη, οι συμμαθητές και συμμαθήτριες ήταν πολύ σπουδαία υπόθεση. Μάθαιναν γράμματα, τρόπους, πειθαρχία και υπακοή και τη συντροφικότητα. Ηταν το σημαντικότερο κομμάτι της μέρας τους. Οι γονείς είχαν τις δουλειές τους «να βγει το φαγητό», ο επιούσιος, από ψυχαγωγία το ραδιόφωνο, η μπάλα και «γγέω - βαγγέω» στους δρόμους μπροστά από το σπίτι, χωρίς αυτοκίνητα, χωρίς πονοκέφαλο των διαφημίσεων για άχρηστα πλαστικά παιχνίδια που απευθύνονται σε μικρομέγαλα και τους στερούν τη χαρά του εικονογραφημένου βιβλίου, της ζωγραφικής, των κατασκευών με κύβους. Και της μουσικής για παιδιά με ταλέντο. Ενώ φροντίζουμε για τα δικά μας παιδιά και εγγόνια να έχουν το καλύτερο σχολείο, υλικά αγαθά και ιδίως την εμφάνισή τους, τι κάνουμε για τον ψυχικό τους κόσμο; Λύνει η τηλεόραση αυτό το μέγα θέμα - πρόβλημα; Ενώ ο μικρός της φωτογραφίας, με τα λευκά του πέδιλα, καθαρός, φρεσκοκουρεμένος, απαγγέλλει «έξω φωνή» το πατριωτικό του ποίημα. Τον κοιτούν με προσοχή, οι συμμαθητές και οι συμμαθήτριες, με τα θρανία βγαλμένα για την περίσταση στην ασβεστωμένη αυλή του σχολείου, όπου έχει στηθεί ξύλινη εξέδρα. Ενας μαθητής πρωταγωνιστής στη γιορτή της επετείου που, λόγω της καλής του επίδοσης στα μαθήματα, ο δάσκαλος ή η δασκάλα τον διάλεξε για να πει «Το Ποίημα». Και αυτού του παιδιού τη μεγάλη ημέρα γιορτάζουμε σήμερα. Δεν χρειάζεται να πολεμήσεις για να αποδείξεις την αγάπη σου στην πατρίδα. Στους καιρούς της ειρήνης αρκεί να ’σαι ο εαυτός σου...
«Πατρίδα, σαν τον ήλιο σου ήλιος αλλού δεν λάμπει...» ο πρώτος στίχος του ποιήματος του Λορέντζου Μαβίλη (1860 - 1912) που αποτελούσε μέρος της διδακτέας ύλης στα αναγνωστικά του Δημοτικού, στο τελευταίο ήμισυ του περασμένου αιώνα. Από το ίδιο ποίημα και ο στίχος «Ελλάς, το μεγαλείο σου βασίλεμα δεν έχει». Αυτούς τους δύο πατριωτικούς στίχους τους κοροϊδεύουν όλες οι «προοδευτικές» πένες και μερικοί εκπομπάρχες και σχολιαστές της τηλεόρασης, όταν θέλουν να καυτηριάσουν μια σύγχρονη κατάσταση. Εάν τις απομονώσεις από το ποίημα, ίσως να φαίνονται στην εποχή μας υπερβολικές και πομπώδεις. Ολο το ποίημα είναι ένας ύμνος στην Ελλάδα σε συνδυασμό με τη φύση, τη θάλασσα, την άνοιξη. Είναι το «πιστεύω» του ποιητή που σκοτώθηκε το 1912, πολεμώντας ως εθελοντής της πατρίδας. «Δεν φανταζόμουν πως θα είχα την τιμή να πεθάνω για την πατρίδα μου», τα τελευταία του λόγια.