Η ΠΛΗΡΗΣ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΙΘΕΤΩΝ - ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ-ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ-ΙΣΤΟΡΙΚΟ-ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΙΘΕΤΩΝ ΚΑΙ ΟΝΟΜΑΤΩΝ - ΣΥΝΕΧΗΣ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ - ΟΛΑ ΤΑ ΕΠΙΘΕΤΑ ΕΧΟΥΝ ΚΑΠΟΙΑ ΣΗΜΑΣΙΑ - ΤΑ ΕΠΩΝΥΜΑ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΦΟΡΕΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑΣ - ΚΑΙ ΒΕΒΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ - Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΣΥΛΛΟΓΗ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΩΝΥΜΩΝ - ΚΑΛΗ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΙΣΤΟΡΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΜΑΘΕΙΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ.
ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΑΣ
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΡΒΑΝΙΤΙΚΑ ΕΠΩΝΥΜΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΡΒΑΝΙΤΙΚΑ ΕΠΩΝΥΜΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2020

Τα Αρβανίτικα Επώνυμα των Ελλήνων.

Κατηγορίες επωνύμων Τα επώνυμα των Ελλήνων Αρβανιτών μπορούν να χωριστούν στις παρακάτω κατηγορίες:
1. Επώνυμα τα οποία προέρχονται από τις συνήθειες του ατόμου. Όταν κάποιος είχε μια συνήθεια που ξένιζε τους υπόλοιπους, πολύ εύκολα του κολλούσαν ένα σχετικό πα- ρατσούκλι το οποίο τις περισσότερες φορές παρέμενε ως επώνυμο, π.χ. τζάθας, ξυπόλυτος.
2. Επώνυμα που προέρχονται από αναπηρίες, π.χ. αν κάποιος είχε κάποια πάθηση στα μάτια και δεν έβλεπε τον φώναζαν κιόρη.
Επίσης αν κάποιος ήταν πολύ κοντός τον φώναζαν σκούρτη.
 3. Επώνυμα που προέρχονται από σημαντικά μέρη του σώματος. Εδώ θα δούμε ότι την πρωτιά την έχουν τα γεν- νητικά όργανα των ανθρώπων, ανδρών, γυναικών, αγοριών και κοριτσιών. Π.χ. Πίτσης, Τούτας, Ντούτσης, κ.λπ., απ’ όπου προέρχονται και τα «ακραία» επώνυμα. Επίσης σημα- ντικό ρόλο έχουν και τα οπίσθια του ανθρώπου με τα οποία υπονοούνταν κατωτερότητα και χλευασμός, π.χ. Μπιθικό- τσης, Μπιθιπούλιας, Μπιθαράς
4. Επώνυμα που προέρχονται από το χρώμα του δέρμα- τος, και των μαλλιών, π.χ. Κριεκούκης, Κριεζής, Μπιθιζής.
5. Επώνυμα πού προέρχονται από τα μικρά ονόματα τα οποία οι Αρβανίτες τα διασκεύαζαν στην δική τους διάλε- κτο . π.χ. Λιάμης, Χαράλαμπος ή Ντρίτσας, Ανδρέας, και άλλα πολλά. 40 Κώστας Π. Ραχούτης
 6. Επώνυμα που δηλώνουν υποκορισμό όπως Μπούρε- ζας, Μανάρεζας, κ.λ.π.
 7. Επώνυμα για τους μη έχοντες, πού αρχίζουν από πα- ή σκα- όπως Παπούλιας ή Σκαμπούρης, κ.α. 8. Επώνυμα για τους έχοντες, που αρχίζουν από κα- όπως Καπαράς, Καμπούκας, κ.λ.π.
9. Επώνυμα πού προέρχονται από ζώα, πτηνά, φυτά, όπως Ντάσης, Πούλιας, Μπάρης κ.λ.π.
10. Επώνυμα που δηλώνουν το επάγγελμα, όπως Τσια- γκούρης, Βουτσάς, κ.λ.π.
 Οι επιβήτορες
Μια κατηγορία που προκαλεί εντύπωση είναι και τα επώ- νυμα που προέρχονται από τους «επιβήτορες», τα αρσενικά ζώα δηλαδή, που είχανε στην κατοχή τους. Αν πάρουμε με τη σειρά τους επιβήτορες θα δούμε ότι όλοι έδιναν επώνυμα στους κατόχους τους: Το αρσενικό πρόβατο, το κριάρι, λέγεται ντάσι και μας δίνει το επώνυμο Ντάσης.
Ο ιδιοκτήτης του όμως λεγόταν κα-ντάσης, δηλαδή έχει ντάσι. Το αρσενικό κατσίκι, ο τράγος, λέγεται τσιάπ και μας δίνει το επώνυμο Τσιάπης. Ο ιδιοκτήτης του λεγόταν κα- τσιάπης, αυτός που έχει τσιάπι. Το αρσενικό γουρούνι λέγεται ντερκ και δίνει το επώνυ- μο Ντέρκος Το αρσενικό μοσχάρι λέγεται ντεμ και δίνει το Ντέμης, το οποίο μεταφορικά σημαίνει και αυτόν που πάει με πολ- λές γυναίκες.

Ανδρικά βαφτιστικά ονόματα και οι παραλλαγές τους στα Αρβανίτικα 

ΑΓΓΕΛΟΣ: Αντζελής, Τζελής
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ: Νάσος, Νάσης, Νάκος, Νάκας, Νάσιος, Σούλης Νασιάκος: ο μικρός Θανάσης ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Λέκος, Λέκας Λεκάκος: ο μικρός Αλέξανδρος
ΑΓΗΣΙΛΑΟΣ: Σίλαγος, Σίλας
ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ: Τάσος, Τάσης, Τάτσης
ΑΝΕΣΤΗΣ: Νάστος, Νάστας Ναστούλης: ο μικρός Ανέστης
ΑΝΔΡΕΑΣ: Ντρίτσας, Ντρίτσουλας Ντίτσης: ο μικρός Ανδρέας
ΑΝΘΙΜΟΣ: Θίμης
ΑΡΙΣΤΟΜΕΝΗΣ: Μένης, Μένιος
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: Μπίλιας, Βάσιας, Βάσος
ΓΕΩΡΓΙΟΣ: Λιόλιος, Λώλος, Λιόλης Λιολίτσης: ο μικρός Γιώργος 50 Κώστας Π. Ραχούτης ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ: Ράσης, Λιάσης,
ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Γληγόρης
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ: Μίτρος, Μίτσης, Μήτσος, Μητρούσης Μητσάκος: ο μικρός Δημήτρης
ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ: Δήμος, Δήμας, Τένης
 ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ: Βάγγος, Τζέλης, Τζέλας, Τζέκ Τζέκος: ο μικρός Βαγγέλης
ΕΥΓΕΝΙΟΣ: Βγενιός, Βγενής
ΕΥΘΥΜΙΟΣ: Θύμιος, Θύμης
ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ: Στάθας
ΗΛΙΑΣ: Λιάκος, Λιάκας, Λιάς, Λης Λιάσκος: ο μικρός Ηλίας ΗΡΑΚΛΗΣ: Γερακλής ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ: Θέμης, Κλής, Μιστοκλής, Μίστος
ΘΩΜΑΣ: Μούλης (από το χαϊδευτικό Θωμούλης)
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Κώτσιος, Κώτσης, Κώτσος
 ΛΕΩΝΙΔΑΣ: Λιωνίδης, Λιωνής
ΜΕΝΕΛΑΟΣ: Μηνάς
ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ: Μίλτης, Μίλτος, Μιλτιγιάδης 51 Τα Αρβανίτικα Επώνυμα των Ελλήνων
ΜΙΧΑΛΗΣ: Μίχας, Μίχος
 ΝΙΚΟΛΑΟΣ: Κολιός, Κόλιας Κολιάκος: ο μικρός Νικόλας
 ΞΕΝΟΦΩΝ: Φώνης, Φώντας, Ξένος
 ΟΔΥΣΣΕΑΣ: Δυσσέας, Δυσσές
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Πανούσης, Παναής, Πάνος Νότης: ο μικρός Παναγιώτης
ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣ: Τσεβάς, Παράσκος
 ΠΕΡΙΚΛΗΣ: Κλης
 ΣΠΥΡΙΔΩΝ: Πήλιος Πήλιουρης: ο μικρός Σπύρος
ΣΤΑΜΕΛΟΣ: Στάμος, Στάμας, Μέλιος Σταμούλης: ο μικρός Σταμέλος
ΣΤΕΦΑΝΟΣ: Στέφας, Στέφος
ΤΙΜΟΛΕΩΝ: Τίμος
ΤΡΥΦΩΝΑΣ: Τόφωνας
ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Φίλης, Φίλιας
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ: Λιάμης 52 Κώστας Π. Ραχούτης Λιαμάκος: ο μικρός Χαράλαμπος
ΧΡΗΣΤΟΣ: Κίτσος, Κίτσιος Κιτσάκης: ο μικρός Χρήστος
 
Γυναικεία βαφτιστικά ονόματα και οι παραλλαγές τους στα Αρβανίτικα 

ΑΓΓΕΛΙΚΗ: Κούλα, Κούλια και Κουλίτσα Κούλιεζα: η μικρή Αγγελική ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ: Κατίνα Κατίνζα: η μικρή Κατερίνα
ΑΜΑΛΙΑ: Μαλή Μαλίτσα: η μικρή Αμαλία
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ: Τασιά Τασιούλα: η μικρή Αναστασία
 ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Γόνα
ΑΣΗΜΙΝΑ: Σίμω ΑΣΠΑΣΙΑ: Πασιώ
 ΒΑΣΙΛΙΚΗ: Τσία, Βασίλω, Βάσω, Μπίλιω Βασούλα: η μικρή Βασιλική
ΒΕΝΕΤΙΑ: Τσάνα (από το Βενετσάνα)
 ΓΙΑΝΝΟΥΛΑ: Νούλα Νούλια: η μικρή Γιαννούλα 54 Κώστας Π. Ραχούτης ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Δέσπω ΕΙΡΗΝΗ: Ρίνα Ρινάκι: η μικρή Ειρήνη
 ΕΛΕΝΗ: Λένα, Λένη, Λενιώ, Λενάρα Λένζα: η μικρή Ελένη
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ: Λευτεριά Λευτερίτσα: η μικρή Ελευθερία
ΕΡΑΣΜΙΑ: Αρισμή
 ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ: Βαγγελιώ, Τζέλα Λίτσα: η μικρή Ευαγγελία
ΕΥΑΝΘΙΑ: Ανθή Ανθούλα: η μικρή Ευανθία
ΕΥΓΕΝΙΑ: Βγενιά, Βγενιώ Βγενίτσα: η μικρή Ευγενία
 ΕΥΠΡΑΞΙΑ: Πραξιώ, Φραξιώ
ΕΥΦΡΟΣΥΝΗ: Φροσίνα, Φρόσω Φροσούλα: η μικρή Ευφροσύνη
ΙΩΑΝΝΑ: Γιαννούλα, Νούλα, Νούλια
ΚΑΛΛΙΟΠΗ: Πόπη, Καλλιόπε, Καλλιοπίτσα Πίτσα: η μικρή Καλλιόπη
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ: Ντίνα Κωστούλα: η μικρή Κωνσταντίνα 55 Τα Αρβανίτικα Επώνυμα των Ελλήνων
 ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ: Μιγδαλιώ, Μαγδάλω, Μάγδα
ΜΑΡΙΑ: Μάρα, Μαργιώ Μαριγούλα: μικρή Μαρία
 ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ: Παναγιού, Νότα Τίτσα: η μικρή Παναγιώτα
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ: Τσεβή, Βούλα Τσεβούλα: μικρή Παρασκευή
 ΠΟΛΥΞΕΝΗ: Ξένη
ΦΩΤΕΙΝΗ: Φώτω, Φώτα Φωτούλα: η μικρή Φωτεινή.

«Τα Αρβανίτικα Επώνυμα των Ελλήνων, και η πορεία τους μέχρι σήμερα» © Εκδόσεις Ν. & Σ. Μπατσιούλας Ο.Ε., Αθήνα 2013 © Κώστας Π. Ραχούτης

http://www.batsioulas.gr/documents/arvanitika_eponyma-sample.pdf
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Τα Αρβανίτικα Επώνυμα των Ελλήνων."

Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2016

Άλλο, Αλβανοί και άλλο Αρβανίτες.

Άγνοια η και διαστρέβλωση της Ιστορίας προδίδει η καινοφανής άποψη που ακούσθηκε ότι δηλαδή μεγάλοι ήρωες του 1821 και των μετέπειτα εθνικών αγώνων υπήρξαν Αλβανοί.
Γίνεται σύγχυση με τους Αρβανίτες, τους αρβανιτόφωνους Έλληνες.--- Άλλο, όμως, Αλβανοί και άλλο Αρβανίτες.--- Υπάρχει μεγάλη διαφορά. Και εξηγούμεθα :
Ο Μάρκος Μπότσαρης, στην μνήμη του οποίου ασεβούν πολλοί, ήταν Έλλην αρβανιτόφωνος, όπως όλοι οι Σουλιώτες. Η ελληνική του συνείδηση φαίνεται και από την περίφημη φράση που είπε όταν πρωτοπάτησε στα Επτάνησα : »Ο Έλλην δεν μπορεί να αισθάνεται ελεύθερος εκεί όπου κυματίζει η Βρεττανική σημαία». Το δε Λεξικό που έγραψε ήταν της αρβανίτικης – όχι αλβανικής – και ρωμαίικης απλής (νεοελληνικής). Άλλωστε δεν θα μπορούσε να έχει αλβανική εθνική συνείδηση, διότι κάτι τέτοιο εμφανίζεται μόλις το 1878 με την Λίγκα της Πριζρένης – Κοσσυφοπεδίου και μάλιστα ως τεχνιτό κατασκεύασμα ξένων δυνάμεων και θρησκευτικών προπαγανδών. Κατά την Τουρκοκρατία δεν υπήρχε έθνος Αλβανών. Οι κάτοικοι της σημερινής Αλβανίας διεκρίνοντο με κριτήριο την θρησκεία τους. Οι Ορθόδοξοι ήσαν Ρωμιοί, εντεταγμένοι στο ίδιο Γένος με τους υπόλοιπους Έλληνες. Οι Μουσουλμάνοι ένοιωθαν Τούρκοι, εξ ου και ο όρος Τουρκαλβανοί. Εάν μιλούμε για αλβανική συμμετοχή στην Ελληνική Επανάσταση δεν πρέπει να αναφερόμαστε στους Μποτσαραίους, την Μπουμπουλίνα και τους Κουντουριώτηδες, αλλά στους Τουρκαλβανούς που χρησιμοποιήθηκαν από την άλλη πλευρά ως σφαγείς των Ελλήνων.
Οι Βυζαντινοί πρόγονοί μας δεν ανέφεραν Αλβανούς στην Βαλκανική. Ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος ονομάζει Αλβανούς μία φυλή του Καυκάσου. Ο Γεώργιος Καστριώτης – Σκεντέρμπεης, που θεωρείται εθνικός ήρωας των σημερινών Αλβανών, ονόμαζε εαυτόν Ορθόδοξον Ηπειρώτη (15ο αιών). Σε έγγραφα της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας στα τέλη του 15ου αιώνος η λέξη «Αλβανός» ερμηνεύεται » Έλληνες από την Ήπειρο και την Πελοπόννησο» χωρίς να αμφισβητείται η ελληνική συνείδησή τους. Η αλβανική συνείδηση είναι οπωσδήποτε ξενόφερτο κατασκεύασμα όπως αποδεικνύουν και μαρτυρίες των ιδίων των ενδιαφερομένων , τις οποίες κατέγραψε ο σύγχρονός μας διαπρεπής Βαλκανιολόγος Αχιλλεύς Λαζάρου.
Όταν η Ιταλία και η Αυστροουγγαρία για δικούς τους λόγους προσπαθούσαν να κατασκευάσουν αλβανικό κράτος ώστε να ελέγχουν την είσοδο της Αδριατικής, οι Τουρκαλβανοί ύψωναν στο Δυρράχιο την οθωμανική σημαία !
Προτιμούσαν την τουρκική παρά την άγνωστη σ’ αυτούς αλβανική εθνική συνείδηση. Άλλωστε και στους Βαλκανικούς πολέμους οι Μουσουλμάνοι της Αλβανίας πολέμησαν, και μάλιστα δυναμικά, στις τάξεις του Οθωμανικού στρατού. Μετά το 1908 πολλά από τα μέλη του Νεοτουρκικού κομιτάτου, το οποίο σχεδίασε και ξεκίνησε τον διωγμό των Ελλήνων ήταν Τουρκαλβανοί.
Η λέξη Αλβανία, σημαίνει Λευκή Χώρα από το λατινικό ΑΛΜΠΑ : λευκή. Είναι όρος με γεωγραφική και όχι εθνολογική σημασία.
Ο όρος Αρβανίτης που αφορά τους Σουλιώτες, τους Υδραίους, τους Σπετσιώτες και πολλούς κατοίκους των Μεσογείων, προέρχονται από τελείως διαφορετική ρίζα. Συγκεκριμένα από τη λέξη «Άρβανον», τοπωνύμιο της Βορείου Ηπείρου, που το βρίσκουμε ήδη από τον 11ο αιώνα στα κείμενα της Άννας Κομνηνής. Από το Άρβανον, δηλαδή από την Ελληνικοτάτη Βόρειο Ήπειρο, κατέβηκαν σε πόλεις και νησιά της Νοτίου Ελλάδος ελληνικοί πληθυσμοί που μιλούσαν αρβανίτικα. Δηλαδή μία διάλεκτο ανάμικτη με αρχαία ελληνικά, λατινικά, τουρκικά και εντόπια βαλκανικά γλωσσικά στοιχεία. Οι αρβανιτόφωνοι Έλληνες ουδέποτε είχαν διαφορετική συνείδηση από τους υπόλοιπους Έλληνες. Παρεμφερές παράδειγμα μας δίδουν οι σλαβόφωνοι Μακεδονομάχοι Κώττας, Κύρου, Νταλίπης και άλλοι, οι οποίοι πολέμησαν υπέρ της Ελλάδος κατά των Βουλγάρων κομιτατζήδων. Καθώς και οι τουρκόφωνοι Ορθόδοξοι της Καππαδοκίας που κράτησαν μέσω της Εκκλησίας την ελληνικότητά τους αν και έχασαν την ελληνική γλώσσα. Οι δίγλωσσοι Έλληνες αρβανιτόφωνοι, βλαχόφωνοι, σλαβόφωνοι, κ.λ.π. μας προσφέρουν χαρακτηριστικές αποδείξεις ότι στα Βαλκάνια κατά τους τελευταίους πέντε τουλάχιστον αιώνες η Ορθόδοξη πίστη – και γενικότερα η θρησκεία – διαμορφώνει την εθνική συνείδηση πολύ περισσότερο και από το γλωσσικό ιδίωμα.
Η σύγχυση μεταξύ των λέξεων Αλβανός και Αρβανίτης δημιουργείται μόνον στην ελληνική γλώσσα, διότι φαίνονται να μοιάζουν οι δύο όροι ηχητικά. Η ομοιότης είναι μόνο επιφανειακή. Στην ουσία διαφέρουν κατά πολύ. Άλλωστε οι ίδιοι οι Αλβανοί αποκαλούν εαυτούς Σκιπετάρ και την χώρα τους Σκιπερία : χώρα των Αετών. Τι κοινό μπορούν να έχουν ένας Σκιπετάρ και ένα Έλλην αρβανιτόφωνος ; Ίσως ο ένας να μπορεί να καταλαβαίνει κάποιες λέξεις από τον άλλο. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είχαν η έχουν την ίδια εθνική συνείδηση… Μην ξεχνούμε ότι Σέρβοι, Κροάτες και Βοσνιομουσουλμάνοι μιλούν ακριβώς την ίδια γλώσσα, παρά ταύτα συγκρούσθηκαν μεταξύ τους με οδυνηρές συνέπειες.
Σέβομαι και κατανοώ τις προσπάθειες πολιτικών και δημοσιογράφων να περιορίσουν τα ενδεχόμενα φαινόμενα ρατσισμού και ξενοφοβίας – αν και οι ρίζες των προβλημάτων δεν έχουν μελετηθεί σωστά – στην κοινωνία μας. Όμως κάτι τέτοιο δεν γίνεται με άγνοια η παραποίηση της ιστορικής αλήθειας. Ας μάθουμε καλά την Ιστορία μας ώστε και τους Έλληνες Αρβανίτες να τιμούμε για την εθνική τους προσφορά και με τον γείτονα αλβανικό λαό να διατηρούμε σχέσεις καλής γειτονίας, χωρίς βεβαίως να λησμονούμε την ελληνική κοινότητα της Βορείου Ηπείρου.
Του Κων/νου Χολέβα,
Πολιτικού Επιστήμονος
Πηγή: Himara.gr
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ " Άλλο, Αλβανοί και άλλο Αρβανίτες."

Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2016

Τα επώνυμα των Ελλήνων Αρβανιτών και οι κατηγορίες τους

  Τα επώνυμα των Ελλήνων Αρβανιτών μπορούν να χωριστούν στις παρακάτω κατηγορίες: 
1. Επώνυμα τα οποία προέρχονται από τις συνήθειες του ατόμου. Όταν κάποιος είχε μια συνήθεια που ξένιζε τους υπόλοιπους, πολύ εύκολα του κολλούσαν ένα σχετικό πα- ρατσούκλι το οποίο τις περισσότερες φορές παρέμενε ως επώνυμο, π.χ. τζάθας, ξυπόλυτος.
 2. Επώνυμα που προέρχονται από αναπηρίες, π.χ. αν κάποιος είχε κάποια πάθηση στα μάτια και δεν έβλεπε τον φώναζαν κιόρη. Επίσης αν κάποιος ήταν πολύ κοντός τον φώναζαν σκούρτη.
 3. Επώνυμα που προέρχονται από σημαντικά μέρη του σώματος. Εδώ θα δούμε ότι την πρωτιά την έχουν τα γεν- νητικά όργανα των ανθρώπων, ανδρών, γυναικών, αγοριών και κοριτσιών. Π.χ. Πίτσης, Τούτας, Ντούτσης, κ.λπ., απ’ όπου προέρχονται και τα «ακραία» επώνυμα. Επίσης σημα- ντικό ρόλο έχουν και τα οπίσθια του ανθρώπου με τα οποία υπονοούνταν κατωτερότητα και χλευασμός, π.χ. Μπιθικό- τσης, Μπιθιπούλιας, Μπιθαράς
4. Επώνυμα που προέρχονται από το χρώμα του δέρμα- τος, και των μαλλιών, π.χ. Κριεκούκης, Κριεζής, Μπιθιζής.
5. Επώνυμα πού προέρχονται από τα μικρά ονόματα τα οποία οι Αρβανίτες τα διασκεύαζαν στην δική τους διάλε- κτο . π.χ. Λιάμης, Χαράλαμπος ή Ντρίτσας, Ανδρέας, και άλλα πολλά. 40 Κώστας Π. Ραχούτης
6. Επώνυμα που δηλώνουν υποκορισμό όπως Μπούρε- ζας, Μανάρεζας, κ.λ.π.
7. Επώνυμα για τους μη έχοντες, πού αρχίζουν από πα- ή σκα- όπως Παπούλιας ή Σκαμπούρης, κ.α. 8. Επώνυμα για τους έχοντες, που αρχίζουν από κα- όπως Καπαράς, Καμπούκας, κ.λ.π.
 9. Επώνυμα πού προέρχονται από ζώα, πτηνά, φυτά, όπως Ντάσης, Πούλιας, Μπάρης κ.λ.π.
10. Επώνυμα που δηλώνουν το επάγγελμα, όπως Τσια- γκούρης, Βουτσάς, κ.λ.π.
 Οι επιβήτορες Μια κατηγορία που προκαλεί εντύπωση είναι και τα επώ- νυμα που προέρχονται από τους «επιβήτορες», τα αρσενικά ζώα δηλαδή, που είχανε στην κατοχή τους.
Αν πάρουμε με τη σειρά τους επιβήτορες θα δούμε ότι όλοι έδιναν επώνυμα στους κατόχους τους: Το αρσενικό πρόβατο, το κριάρι, λέγεται ντάσι και μας δίνει το επώνυμο Ντάσης. Ο ιδιοκτήτης του όμως λεγόταν κα-ντάσης, δηλαδή έχει ντάσι.
 Το αρσενικό κατσίκι, ο τράγος, λέγεται τσιάπ και μας δίνει το επώνυμο Τσιάπης. Ο ιδιοκτήτης του λεγόταν κα- τσιάπης, αυτός που έχει τσιάπι. Το αρσενικό γουρούνι λέγεται ντερκ και δίνει το επώνυ- μο Ντέρκος .
Το αρσενικό μοσχάρι λέγεται ντεμ και δίνει το Ντέμης, το οποίο μεταφορικά σημαίνει και αυτόν που πάει με πολ- λές γυναίκες

«Τα Αρβανίτικα Επώνυμα των Ελλήνων, και η πορεία τους μέχρι σήμερα» © Εκδόσεις Ν. & Σ. Μπατσιούλας Ο.Ε., Αθήνα 2013 © Κώστας Π. Ραχούτης

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Τα επώνυμα των Ελλήνων Αρβανιτών και οι κατηγορίες τους"

Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2016

Ελληνικα ονόματα και οι παραλλαγές τους στα Αρβανίτικα

Ανδρικά βαφτιστικά ονόματα και οι παραλλαγές τους στα Αρβανίτικα-----
ΑΓΓΕΛΟΣ: Αντζελής, Τζελής
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ: Νάσος, Νάσης, Νάκος, Νάκας, Νάσιος, Σούλης Νασιάκος: ο μικρός Θανάσης ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: Λέκος, Λέκας Λεκάκος: ο μικρός Αλέξανδρος
 ΑΓΗΣΙΛΑΟΣ: Σίλαγος, Σίλας
ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ: Τάσος, Τάσης, Τάτσης
ΑΝΕΣΤΗΣ: Νάστος, Νάστας Ναστούλης: ο μικρός Ανέστης
ΑΝΔΡΕΑΣ: Ντρίτσας, Ντρίτσουλας Ντίτσης: ο μικρός Ανδρέας
ΑΝΘΙΜΟΣ: Θίμης
ΑΡΙΣΤΟΜΕΝΗΣ: Μένης, Μένιος
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: Μπίλιας, Βάσιας, Βάσος
 ΓΕΩΡΓΙΟΣ: Λιόλιος, Λώλος, Λιόλης Λιολίτσης: ο μικρός Γιώργος 50 Κώστας Π. Ραχούτης ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ: Ράσης, Λιάσης,
ΓΡΗΓΟΡΗΣ: Γληγόρης
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ: Μίτρος, Μίτσης, Μήτσος, Μητρούσης Μητσάκος: ο μικρός Δημήτρης ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ: Δήμος, Δήμας, Τένης
 ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ: Βάγγος, Τζέλης, Τζέλας, Τζέκ Τζέκος: ο μικρός Βαγγέλης
 ΕΥΓΕΝΙΟΣ: Βγενιός, Βγενής
 ΕΥΘΥΜΙΟΣ: Θύμιος, Θύμης
 ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ: Στάθας
 ΗΛΙΑΣ: Λιάκος, Λιάκας, Λιάς, Λης Λιάσκος: ο μικρός Ηλίας
 ΗΡΑΚΛΗΣ: Γερακλής
ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ: Θέμης, Κλής, Μιστοκλής, Μίστος
 ΘΩΜΑΣ: Μούλης (από το χαϊδευτικό Θωμούλης)
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Κώτσιος, Κώτσης, Κώτσος
 ΛΕΩΝΙΔΑΣ: Λιωνίδης, Λιωνής
 ΜΕΝΕΛΑΟΣ: Μηνάς
 ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ: Μίλτης, Μίλτος, Μιλτιγιάδης 51 Τα Αρβανίτικα Επώνυμα των Ελλήνων
 ΜΙΧΑΛΗΣ: Μίχας, Μίχος
ΝΙΚΟΛΑΟΣ: Κολιός, Κόλιας Κολιάκος: ο μικρός Νικόλας
ΞΕΝΟΦΩΝ: Φώνης, Φώντας, Ξένος
 ΟΔΥΣΣΕΑΣ: Δυσσέας, Δυσσές
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Πανούσης, Παναής, Πάνος Νότης: ο μικρός Παναγιώτης
ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣ: Τσεβάς, Παράσκος
ΠΕΡΙΚΛΗΣ: Κλης
ΣΠΥΡΙΔΩΝ: Πήλιος Πήλιουρης: ο μικρός Σπύρος
 ΣΤΑΜΕΛΟΣ: Στάμος, Στάμας, Μέλιος Σταμούλης: ο μικρός Σταμέλος
ΣΤΕΦΑΝΟΣ: Στέφας, Στέφος
ΤΙΜΟΛΕΩΝ: Τίμος
 ΤΡΥΦΩΝΑΣ: Τόφωνας
ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Φίλης, Φίλιας
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ: Λιάμης 52 Κώστας Π. Ραχούτης Λιαμάκος: ο μικρός Χαράλαμπος
ΧΡΗΣΤΟΣ: Κίτσος, Κίτσιος Κιτσάκης: ο μικρός Χρήστος
 Γυναικεία βαφτιστικά ονόματα και οι παραλλαγές τους στα Αρβανίτικα
 ΑΓΓΕΛΙΚΗ: Κούλα, Κούλια και Κουλίτσα Κούλιεζα: η μικρή Αγγελική
ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ: Κατίνα Κατίνζα: η μικρή Κατερίνα
ΑΜΑΛΙΑ: Μαλή Μαλίτσα: η μικρή Αμαλία
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ: Τασιά Τασιούλα: η μικρή Αναστασία
 ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Γόνα
ΑΣΗΜΙΝΑ: Σίμω
 ΑΣΠΑΣΙΑ: Πασιώ
ΒΑΣΙΛΙΚΗ: Τσία, Βασίλω, Βάσω, Μπίλιω Βασούλα: η μικρή Βασιλική
ΒΕΝΕΤΙΑ: Τσάνα (από το Βενετσάνα)
 ΓΙΑΝΝΟΥΛΑ: Νούλα Νούλια: η μικρή Γιαννούλα 54 Κώστας Π. Ραχούτης
ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Δέσπω
 ΕΙΡΗΝΗ: Ρίνα Ρινάκι: η μικρή Ειρήνη
ΕΛΕΝΗ: Λένα, Λένη, Λενιώ, Λενάρα Λένζα: η μικρή Ελένη
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ: Λευτεριά Λευτερίτσα: η μικρή Ελευθερία
ΕΡΑΣΜΙΑ: Αρισμή
ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ: Βαγγελιώ, Τζέλα Λίτσα: η μικρή Ευαγγελία
 ΕΥΑΝΘΙΑ: Ανθή Ανθούλα: η μικρή Ευανθία
 ΕΥΓΕΝΙΑ: Βγενιά, Βγενιώ Βγενίτσα: η μικρή Ευγενία
 ΕΥΠΡΑΞΙΑ: Πραξιώ, Φραξιώ
 ΕΥΦΡΟΣΥΝΗ: Φροσίνα, Φρόσω Φροσούλα: η μικρή Ευφροσύνη
ΙΩΑΝΝΑ: Γιαννούλα, Νούλα, Νούλια
ΚΑΛΛΙΟΠΗ: Πόπη, Καλλιόπε, Καλλιοπίτσα Πίτσα: η μικρή Καλλιόπη
 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ: Ντίνα Κωστούλα: η μικρή Κωνσταντίνα 55 Τα Αρβανίτικα Επώνυμα των Ελλήνων
 ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ: Μιγδαλιώ, Μαγδάλω, Μάγδα
 ΜΑΡΙΑ: Μάρα, Μαργιώ Μαριγούλα: μικρή Μαρία
ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ: Παναγιού, Νότα Τίτσα: η μικρή Παναγιώτα
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ: Τσεβή, Βούλα Τσεβούλα: μικρή Παρασκευή
 ΠΟΛΥΞΕΝΗ: Ξένη
ΦΩΤΕΙΝΗ: Φώτω, Φώτα Φωτούλα: η μικρή Φωτεινή.

 Αρώνης.. Προέρχεται από την αρβανίτικη λέξη αρ που σημαίνει χω- ράφι. Αποτελεί παράδειγμα της ταύτισης των αρβανίτικων με τα ομηρικά ελληνικά, κυρίως, στα οποία το αρ σημαίνει πεδίο, έδαφος. Οι λέξεις άροση, άροτρο έχουν κοινή ρίζα το αρ. Στα αρβανίτικα αυτός που οργώνει, που κάνει την άροση στο χωράφι, λέγεται αρώνης, ενώ στη νέα ελληνική λέγεται ζευγάς, εκ του ζεύγους των ζώων που χρησιμοποιεί.
Σημείωση: Η αρβανίτικη γλώσσα είναι πλούσια, και ξε- χωρίζει με ακρίβεια τα πάντα, στην προκειμένη περίπτωση ξεχωρίζει τη γη από το χωράφι και το χώμα. Το χωράφι λέ- γεται αρ η γη λέγεται δε και το χώμα λέγεται μποτ, εξ ου και Μπότσης, Μπότασης, κ.λπ.. Το αλέτρι στα αρβανίτι- κα λέγεται παρμέντ διότι παρ λέγεται το ζευγάρι γενικώς (εκτός του ανθρώπινου) και μεντ είναι παραφθαρμένο από το ουσιαστικό μουντ (ή μ’ντ) που σημαίνει κάνω, παλεύω, προσπαθώ, ή για την ακρίβεια καταφέρνω. Άρα το ζευγάρι της δουλειάς ή του κάματου, αποκαλείται παρ μούντ αλλά λόγω της φθοράς που δέχτηκε, επικράτη

«Τα Αρβανίτικα Επώνυμα των Ελλήνων, και η πορεία τους μέχρι σήμερα» © Εκδόσεις Ν. & Σ. Μπατσιούλας Ο.Ε., Αθήνα 2013 © Κώστας Π. Ραχούτης
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Ελληνικα ονόματα και οι παραλλαγές τους στα Αρβανίτικα"

Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2013

ΑΝΑΛΥΣΗ ΟΝΟΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΟΠΩΝΥΜΙΩΝ ΑΡΒΑΝΙΤΙΚΗΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ

Ονόματα χωριών, τοπωνυμίων, ονομάτων Αρβανίτικης προέλευσης.----

 Μερικά από τα ονόματα χωριών, οικισμών, τόπων κ.λ.π που ακολουθούν σύμφωνα με τον Κ. Μπίρη αναφέρονται σε επώνυμα Αρβανιτών στρατιωτών ή καπεταναίων ή και σε ομώνυμα χωριά ή και τοπωνύμια, βουνά κ.λ.π. του τόπου προέλευσής τους. ----
Άλλα σύμφωνα με άλλες πηγές έχουν προέλευση αρβανίτικη και αυτό φαίνεται από την ερμηνεία της ονομασίας τους στα αλβανικά, π.χ.


-Άρλα, χωριό της Δύμης το οποίο το 1699 λεγόταν Άρουλα. Η ονομασία του κατά τον Θωμόπουλο έχει αλβανική προέλευση και σημαίνει πολλοί αγροί μαζί. Κατ’ άλλους ήτο το όνομα μιας συζύγου αγά και κατά τους Βυζαντινούς η λέξη άρουλα σημαίνει φωκίον, πύραυνον (είδος μαγκαλιού). Ο Κ. Ν. Τριανταφύλλου δεν αποδέχεται την άποψη του Wasmer ότι η λέξη είναι σλαβική και σημαίνει αετός. Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό…: Υπάρχει στην Ζάκυνθο τοποθεσία Άρουλα στην περιοχή Γύρι.



-Βυθούλκα ή Μπεθούλκα, οικισμός της κοινότητας Πετροχωρίου. Η λέξη είναι αλβανική και σημαίνει τον ερυθροπώγωνα, τον κοκκινογένη, εδώ το όνομα του πρώτου οικιστού. Υπήρξε οικογένεια στην Ζάκυνθο το 1505, προερχόμενη από την Αχαΐα.[1] Αναφέρεται συνοικισμός Βυθούλκα στο δήμο Αθηναίων ως μεταγενέστερη προσάρτηση, οικισμός Βυθούλκα στο δήμο Δύμης και οικισμός Βυθούλκας του δήμου Στυρέων Ευβοίας.



-Γολέμι ή Γκολέμι ή Γουλέμι, χωριά: στην Τριταία όπου αποτελούσε μια ενορία με την Χιόνα και το Κουτροχώρι, Γκολέμι στη Θήβα, στην Τριφυλία, Αιτωλία, Λάρισαν, οικισμός της κοινότητας Μάνεσι και ύψωμα κοντά στο χωριό Ζουμπάτα του Παναχαϊκού και τοπωνύμιο στην Ολυμπία. Το 1534 ευρίσκεται οικογένεια Γολέμη στη Ζάκυνθο εκ χωρίου Δράκα, εξελληνισθείσα. Λέγεται ότι ήλθαν εκ Πατρών. Τον 16ο αιώνα απαντά οικογένεια Γολέμι ή Βολέμι στην Κεφαλληνία. Ο Θωμόπουλος αναφέρει ότι η λέξη Γκολέμη είναι βουλγάρικης προέλευσης και σημαίνει «μεγάλος». Ο Wasmer υποστηρίζει ότι η προέλευση του ονόματος είναι σλαβική και σημαίνει μέγας τόπος, αρνείται δε ότι είναι το όνομα του οικιστού ή κυρίου της εκτάσεως, [2] που είναι και το πιθανότερο γιατί ο Σάθας στα Μνημεία της Ελληνικής Ιστορίας αναφέρει σε έγγραφο της 1ης Απρίλη του 1512, την Οικογένεια του Στρατιώτη Pasha Golemi. «…Pasha Golemi che ha ducati 4, habbi ducati 5…».



-Γριζούμψας (κουρούνας) βλ. χωριό: Γουρζούμισα [3]



-Ζώγα, χωριό των Φαρών όπου το 1903 οι μισοί κάτοικοί του μιλούσαν αρβανίτικα. Σήμερα είναι οικισμός της κοινότητας Σταροχωρίου. Το όνομα το πήρε από τον πρώτο οικιστή ή κύριο της περιοχής. Ζώγ στα αλβανικά σημαίνει πτηνό.[4]



-Καγκάδης (τραγουδιστής). Υπάρχει χωριό στην Αχαΐα (517 κάτοικοι το 1981 και σε 85 μ. υψόμετρο), Καγκαδαίοι στην Καρυστία Ευβοίας (31 κάτοικοι το 1981 και υψόμετρο 80 μ.) και τοπωνύμιο Καγκάδι στην Αττική. Οικογένεια Καγκάδη υπήρχε το 1534 στην Ζάκυνθο, εγγεγραμμένη εν τη Χρυσοβίβλω εκ Κεφαλληνίας και ετέρα το 1709 σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό Ιστορικό και Λαογραφικό της Ζακύνθου – Αθήναι 1963 (πρώτη έκδοση 1898).



-Καλέντζης: (όνομα που αναφέρεται στο μοιρολόγι του Μανόλη Μπλέση). Χωριά Καλέντζι στην Τριταία Αχαΐας, Ήπειρο, Κορινθία, Αττική (Μαραθώνας), Καλέντζι ή Μάνινα Βλυζανών-Αστακού και Εύβοια (Καλέντζι Ταμυναίων, επαρχίας Καρυστίας). Σύμφωνα με τον Ι. Ε. ΠΕΠΠΑ: «.. Το τοπωνύμιον είναι μάλλον Αλβανοτουρκικόν. Συμπεραίνεται κάθοδος από το Καλέντζι της Δωδώνης εις Αιτωλίαν, Αχαΐαν, Κορινθίαν, Αττικήν και Εύβοιαν, ως προελέχθη την εποχή της Τουρκοκρατίας, πιθανότατα την εποχή των βίαιων εξισλαμισμών της Ηπείρου (περί το 1600) αφού το Καλέντζι είναι Αλβανοτουρκικόν επωνύμιον». Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό Ιστορικό και Λαογραφικό της Ζακύνθου – Αθήναι 1963 (πρώτη έκδοση 1898): Οικογένεια Καλέντζη υπήρχε το 1555 στη Ζάκυνθο καταγόμενη από το Χλουμούτσι αλλά και χωρίον εσώζετο με την ίδια ονομασία στη Ζάκυνθο το 1516 και παραμένει ως τοπωνύμιο στην περιοχή Τραγάκι. Το χωρίον Καλέντζι καταστράφηκε τελείως από τους πειρατές. Ο Πουκεβίλλ υποθέτει ότι η ονομασία Καλέντζι είναι πιθανόν αλβανικής καταγωγής….



-Καλούσι, χωριό στους πρόποδες του Ωλονού στα Δ. του Κούμανι. Αν και υπάρχουν πολλά τοπωνύμια που η προέλευση του ονόματός τους είναι αλβανική, στο Καλούσι σύμφωνα με τον Κ. Ν. Τριανταφύλλου, δεν ομιλούσαν τα αρβανίτικα. Φέρεται να είναι έκταση ενός Καλούση αρχικά. Ο Σάθας στα Μνημεία της Ελληνικής Ιστορίας αναφέρει τον Petro Calossi ως επί κεφαλής των αλβανών Στρατιωτών στην Νάπολη της Ιταλίας στις 16 Μάρτη του 1504.



-Κασνέσης (όνομα που αναφέρεται στο μοιρολόγι του Μανόλη Μπλέση). Ο συνοικισμός Κασνέσι ή Καζνέζι (πρώην δήμου Φαρών) που εντάχθηκε στην κοινότητα Γουρζούμισα. Στο δήμο Δύμης αναφέρονται τα Καζνεσέικα. Στα αλβανικά η λέξη σημαίνει θησαυρός και η οικογένεια Κασνέση κατήλθε από την Χειμάρα της Β. Ηπείρου. Το 1522 αναφέρεται οικογένεια αρχαία ελληνοαλβανική στην Ζάκυνθο (Λ. Ζώης: Λεξικό…). Μερικοί το αναγράφουν και ως Καρνέσι και το τοποθετούν στη θέση του σημερινού Καταρράκτη (Λόπεσι). .[5] Υπάρχει Κασνέσι Θεσπιέων στη Λιβαδειά το Μαυρονέριον και στην Καρδίτσα (βλ. δήμο Καλλιφωνίου).



-Κόκλας: χωριά στη Βοιωτία αι Πλαταιαί, στο Άργος, στην Ηλεία το Πηγάδι και Κόκλα στο δήμο Κρωπίας. Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό….Υπήρχε στη Ζάκυνθο το 1513 οικογένεια Κόκλα εκ Πελοποννήσου καθώς και στο χωριό των Βαλυμών και τοποθεσία στην περιοχή Δράκα το 1748.



-Κομποθέκρας (χειρόβολο από σίκαλη): χωριά Κομποθέκρα στο Βάλτο της Αιτωλοακαρνανίας και στο Αργοστόλι της Κεφαλληνίας (Κομποθεκράτα). Επίσης χωριό στην Αχαΐα κοντά στις Βελιτσές και το Μιχόι. Σύμφωνα με τον Κ. Ν. Σάθα υπήρξε οικογένεια ελληνοαλβανική Κομποθέκρα , συγκεκριμένα αναφέρει στα Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας και σε έγγραφο της 16ης Απριλίου του 1512, ως και αλλού, τον Ανδρέα Κομποθέκρα «…Andrea Compotechara che ha ducati 6, habi ducati 5…» Οικογένεια Κομποθέκρα υπήρχε το 1545 και 1640 στη Ζάκυνθο σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό Ιστορικό και Λαογραφικό της Ζακύνθου – Αθήναι 1963 (πρώτη έκδοση 1898).



-Κουρτέσης: χωριά Κουρτέσι στην Ηλεία, στην Καρδίτσα, στο Μαργαρίτι της Πρέβεζας, στον δήμο Κλεωνών της Κορινθίας. Σύμφωνα με τον Ι. Ε. Πέππα: υπάρχει χωριό Kurtaj 28 χιλιόμετρα Β. της Σκόδρας. Διαφαίνεται κίνησις εποίκων από Ήπειρον προς Ηλείαν, προς Κορινθίαν. Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό Ιστορικό και Λαογραφικό της Ζακύνθου – Αθήναι 1963 (πρώτη έκδοση 1898): Υπήρχε στην Ζάκυνθο οικογένεια εκ Κύπρου το 1564, εκ Κρήτης το 1663 και άλλη αρχαία εκ Λεχαινών.



-Κούτσης (κουτάβης), χωριά: Κούτσι στην Κορινθία, στην Ναυπλία, στην Νεμέα, στην Ολυμπία, Κούτσιστα στο δήμο Αγράφων. Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό….Υπήρχε στη Ζάκυνθο το 1510 οικογένεια Κούτση εκ Σκουληκάδων αναγεγραμμένη εν τη Χρυσοβίβλω.



-Κράλι, χωριό που ταυτίζεται με το σημερινό Αγ. Νικόλαο καθώς και με τις αρχαίες Ευρυτειές, οι οποίες ο Π. Καράμπελλας δεν δέχεται ότι βρισκόντουσαν στο Κράλι. Το 1903 σύμφωνα με τον Κορύλλο οι μισοί κάτοικοι αυτού ήσαν αλβανόφωνοι και σύμφωνα με τον Θωμόπουλο η ονομασία προήλθε από τον άλλοτε κύριο της εκτάσεως αναφέρει δε ότι η λέξη Κράλη είναι σλάβικη και σημαίνει «ηγεμόνας». Υπήρξε οικογένεια Κράλη στην Ζάκυνθο το 1781, σύμφωνα με τον Λ. Ζώη.



-Κριεκούκης (κοκκινοκέφαλος, κοκκινομάλλης), χωριά: Κριεκούκι στη Βοιωτία αι Ερυθραί, στην Αιτωλία το Καστράκι, στην Ηλεία το Πελόπιον.



-Λαλικώστα ή Λαλουκώστα, το χωριό Φαρραί της Αχαΐας. Στα αλβανικά Λάλου ή Λάλα = ο γυναικάδελφος και πάντως Λαλι(ου)κώστας είναι ο ιδρυτής.[6]



-Λάλουσι, το σημερινό χωριό Σταροχώρι, στο οποίο πριν 50 χρόνια ομιλούσαν την αλβανική. Η ονομασία του από τον τιμαριούχο (ή την οικογένεια των οικιστών) Λάλουσι.[7]



-Λόγγος, χωριό επί της οδού Πατρών – Αιγίου, που υπαγόταν στην Πάτρα αλλά μετά το 1830 υπήχθη στην Αιγιάλειαν. Στα αλβανικά Λόγγα σημαίνει χωρίον ελεύθερων γεωργών (Wasmer) .[8] Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό….Υπήρχε στη Ζάκυνθο το 1554 οικογένεια Λόγγου εκ Γαλάρου. Αναφέρεται Λογγός του δήμου Δαφνουσίων επαρχίας Λοκρίδος, Λογγός δήμου Αλιφείρας επαρχίας Ολυμπίας, Λόγγος Αχμέτ Αγά δήμου Τρικαίων νομού Τρικκάλων.



-Λόπεσης (όνομα που αναφέρεται στο μοιρολόγι του Μανόλη Μπλέση), χωριά: Λιόπεσι στα Μεσόγεια (Παιανία), στα Καλάβρυτα οι Άγιοι Θεόδωροι, στην Ηλεία το Κρυονέρι, στην Πάτρα ο Καταρράκτης, στην Αργολιδοκορινθία δύο, το Λεόντειον και η Γοννούσα. (Για την ετυμολογία του Λιόπεσι Αττικής βλ. υποσημείωση εκεί όπου το ποιήμα του Μανόλη Μπλέση).



Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό Ιστορικό και Λαογραφικό της Ζακύνθου – Αθήναι 1963 (πρώτη έκδοση 1898): Υπήρχαν στην Ζάκυνθο: οικογένεια Λιόπεση αλβανικής καταγωγής το 1544 και Λόπεση το 1506.



Σύμφωνα με τον Ι. Ε. ΠΕΠΠΑ (Μεσαιωνικές σελίδες της Κορινθίας και Μορέως): «…το Λιόπεσι είναι τοπωνύμιον αλβανικό και μνημονεύεται την Β΄ ενετοκρατία. Πολυπληθή τοπωνύμια μνημονεύονται από την β. Ήπειρο μέχρι την Ν. Ελλάδα. Ο δρόμος του Λιόπεσι ακολουθεί: Δίβρη-Κουρβέλεσι-Θεσπρωτία-Ηλεία-Καλάβρυτα-Κόρινθον-Πάρνηθα-Μεσόγεια-Άνδρον και Ηλεία-Αρκαδία και Μεσσηνία-Λακωνία.



α) Ο δρόμος Δίβρης-Τίρανα περνά από αυχένα, προς βορά το όρος Αλαμάνο, νοτίως το όρος Λόπεσι (2020 μ.).



β) Όρος Λόπεσι (1946) 12 χλμ. ΒΔ. του Τεπελενίου, ο αρχαίος Τόμορος.



γ) Χωριό Lopsit Martolozu 12χλμ ΒΔ. του Τεπελενίου.»



-Μαζαράκης, χωριά: Στην Αχαΐα επί του Παναχαϊκού ήσαν δύο χωριά λόγω κατολισθήσεως του ενός έγινε το άλλο έναντι του πρώτου. Το 1899 οι κάτοικοι ομιλούσαν την αλβανική και σύμφωνα με το Λεξικό του Ελευθερουδάκη το χωρίον συνωκίσθη από Μαζαρακαίους Αλβανούς. Και στην Ηλεία και τοποθεσία χωρίου Μπάστα , εκ του αλβανικού γένους των Μαζαρακαίων ή εξ οικογενείας Μαζαράκη ή οποία εστρατεύθη και πήρε το μέρος ως τιμάριον.[9] Κάτω Μαζαράκι ή Μαζαράκι Δύμης εις το οποίο κατήρχοντο οι ποιμένες εκ του Άνω Μαζαράκι του Παναχαϊκού. Μαζαράκι τσιφλίκι του Αλή πασά των Ιωαννίνων και χωρίον εις Παραμυθιάν της Ηπείρου. Υπήρξε χωριό Μάζι στα ΝΑ της Αλβανίας και Μαζαίοι (αλβ. Μαζαρακαίοι) οι οποίοι κατήλθον προς το τέλος του 14ου αιώνα υπό τον Φύλαρχον Λιώσαν. Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό…υπήρχε το 1518 οικογένεια εκ των εν τη Χρυσοβίβλω. Περί της οικογενείας αυτής αναφέρεται ότι είναι αλβανικής καταγωγής αλλά και πατριά Μαζαρακαίων μνημονεύεται και υπό των Βυζαντινών. Πρώτος εγκατασταθείς στην Ζάκυνθο ήτο κάποιος «Στρατιώτης» Μαζαράκης που αφίχθη από την Νάυπακτο το 1499. Αναφέρεται και Μαζαράκι δήμου Τανάγρας και Αυλίδος επαρχίας Θηβών.



-Μάνεσης[10] (βραδύς), χωριά: Μάνεσι στην Πάτρα, στα Καλάβρυτα, στη Ναυπλία, στη Μεσσηνία, στη Λοκρίδα.



Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό Ιστορικό και Λαογραφικό της Ζακύνθου – Αθήναι 1963 (πρώτη έκδοση 1898): Υπήρχε στην Ζάκυνθο οικογένεια πιθανόν εκ Κεφαλληνίας το 1502 όπου πολλοί αρματολοί το 1502 από την ήπειρο και την Πελοπόννησο μετέβησαν στην Κεφαλληνία προς φρούρησιν αυτής και έλαβαν τιμάρια. Η οικογένεια φέρεται να κατάγε6ται εκ Πατρών.



-Ματαράγκας, χωριό Ματαράγκα της επαρχίας Πατρών που ανήκε πριν το 1974 στη Ηλεία. Η ονομασία προήλθε από αλβανούς φεουδάρχες.



Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό Ιστορικό και Λαογραφικό της Ζακύνθου – Αθήναι 1963 (πρώτη έκδοση 1898): Υπήρξε στην Ζάκυνθο οικογένεια είτε εξ Αλβανίας, είτε εκ των τιμαρίων τα οποία περιήλθαν εις την σουλτανική κυριότητα, μετά την εκ της Ελλάδος αναχώρησιν των «Στρατιωτών», είτε εκ των εν τη Κάτω Ιταλία μεταναστευσάντων Ελλήνων και εκείθεν καταφυγόντων εις Κεφαλληνία και Ζάκυνθο κατά τον 15ο αιώνα. Αναφέρονται: Ματαράγκα δήμου Βουρφάδος επαρχίας Πυλίας, Ματαράγκα δήμου Δρυόπης επαρχίας Τροιζηνίας, Ματαράγκα δήμου Μακρυνείας επαρχίας Μεσολογγίου, Ματαράγκα δήμου Τιτανίου επαρχίας Καρδίτσης, Ματαραγκάτα δήμου Ομαλών νομού Κεφαλληνίας.



-Μίραλι[11], ή Μίραλη, ή Μοίραλι: χωριό στα Α. της Χαλανδρίτσης. Το Μοίρα (όπως και το Άνω και Κάτω Μοίρα που είναι άλλο χωριό του Παναχαϊκού στο βάθος της μονής Ομπλού) έχουν αλβανική ρίζα (μίρε = καλός), αλλά μάλλον πρόκειται για οικογενειακό όνομα οικιστού ή ιδιοκτήτου της εκτάσεως χωρίς να αποκλείεται αυτή η οικογένεια να ήταν ελληνική και να είχε επώνυμο Μοίρας ή Μοίραλης. Το Μοίρα κατοικείτο από αλβανόφωνους ποιμένες και το όνομά του θυμίζει τον οικιστή και τιμαριούχο. Μέχρι σήμερα λέγεται: στου Μοίρα. Εκεί και η τοποθεσία Λυκούρεσι η οποία θυμίζει, σύμφωνα με την παράδοση, την διάσωση βρέφους αρπαγέντος υπό λύκου ο οποίος κατεκρημνίσθη εκεί και έτσι δόθηκε το όνομα στην τοποθεσία.[12]Αναφέρεται και το Μιραλί δήμου Ελατείας επαρχίας Λοκρίδας.

-Μιχόϊ (Μιχοί ή Μιχή), χωριό της Δύμης επί της Μώβρης, είναι αλβανική εκφορά της λέξεως Μιχαήλ και πήρε την ονομασία του από το όνομα οικιστού ή κυρίου της εκτάσεως.[13]



-Μπαρδικώστα, χωριό επί του Παναχαϊκού (Κρυσταλλόβρυση) αναφερόταν και ως Μπαντρούσα αλλά και Μπάρδι εις Ναυπλίαν και Μαρδάκι εις Γορτυνίαν και όρος Μπάρδι εις Ήπειρον, ονομασία εκ του τιμαριούχου και οικιστού. Η λέξη είναι αλβανική και σημαίνει λευκός.[14]



-Μπάστας, χωριά Μπάστα στην Μεσσηνία το Πλατύ, δύο στην Ηλεία. (Ο συνοικισμός Μπάστα της κοινότητας Χελιδονίου μετονομάστηκε σε «Κρυονέρι». ΦΕΚ156/Α/8-8-1928). Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό Ιστορικό και Λαογραφικό της Ζακύνθου – Αθήναι 1963 (πρώτη έκδοση 1898): Υπήρχε το 1510 οικογένεια αρχαία ελληνοαλβανική.



-Μπεντένης, χωριά: Μπεντένι δύο στην Ηλεία, δύο στην Αρκαδία. (Η κοινότητα Μπεντενίου Ηλείας μετονομάστηκε σε κοινότητα Πεύκης και ο ομώνυμος οικισμός Μπεντένι σε Πεύκη.-ΦΕΚ156/Α/8-8-1928).



-Μπολιώτη, χωριό κοντά στο Κούμανι Φαρών. Από το 1955 μετονομάστηκε σε Χαραυγή. Το όνομα ίσως προέρχεται από αλβανόν οικιστή.



-Μπόρσας (πουγκής), χωριό Μπόρσι στο Καστράκι της Ηλείας. (Στο ΦΕΚ. 256/28/8/1912 είχαν αναγνωρισθεί οι συνοικισμοί Μπόρσι Ζουλιάτικα, Κόκλα, Νέα Πικέρνη και Σούβαρδον ως συνοικισμοί της κοινότητας Καπελέτον). Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό…υπήρχε οικογένεια Μπόρση στην Ζάκυνθο, χωρίς να αναγράφεται ημερομηνία. Αναφέρεται Μπόρσια στο δήμο Μυκηνών.



-Μπούας[15] (όνομα που αναφέρεται στο μοιρολόγι του Μανόλη Μπλέση), χωριά Μπούα στο Γύθειο, Μπούγα[16] στην Αττική και στην Αχαΐα, επί του Ερυμάνθου Η ονομασία προήλθε από το επίθετο Μπούας (αλβ.= ο υδατώδης). Υπάρχει το χωριό Λαλάζ Μπούγα στην Θεσσαλία και επίσης χωριό Μπούγα στην Άρτα και τοπονύμιο ανάμεσα στα χωριά Γερακάρη και Κούκιεσι στην Ζάκυνθο Ο αλβανός Μπούας κατείχε τον 14ο αιώνα την Ναύπακτο.[17]Αναφέρονται: Μπούγα δήμου Ανδανίας Μεσσηνίας, Μπούγα δήμου Τανάγρας Ωρωπού και Μπούγα δήμου Υσιών επαρχίας Άργους.



Υπάρχει χωριό Μπούγα στην περιοχή των γκέγκηδων στις πηγές του Μπογιάνα ποταμού (Αλβανία).



«Στο επικό ποίημα που αφιέρωσε ο Τζάνε Κορωναίος στον περίφημο Αρβανίτη στρατιώτη των αρχών του 16ου αιώνα Μερκούρη Μπούα, αναφέρονται δύο ανίψια του Αρβανίτη Δεσπότη της Άρτας Μουρίκη Μπούα Σγούρου….



Κι ο Κάρλος τ’ Αγγελόκαστρου αφέντωσε κι εμπήκεν,



Κι όπου ποτέ δεν τώριζε δικόν το εποίκεν.



Κα δύο ανεψίδια Μπούα του κύρ Μουρίκη,



Εκρύβησαν κι εφύγασι, γυρεύει δε τα βρίσκει,



………………………………………………»[18]



Σύμφωνα με τον Ι. Ε. ΠΕΠΠΑ «…υπήρξε μικροσυνοικισμός με την ονομασία Μπούγα στα δυτικά της Φενεού εκ του ονόματος της μεγάλης φυλής των Μπούα…»



Επίσης από το όμορο του Γκέρμπεσι χωριό Καρούσι κατάγονται οικογένειες με το επώνυμο Μπούσιας που ίσως να σχετίζεται με το επώνυμο Μπούας, όπως και το επίσης όμορο χωριό Μουρίκι η ονομασία του οποίου μπορεί να σχετίζεται με το όνομα Μουρίκης.



Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό Ιστορικό και Λαογραφικό της Ζακύνθου – Αθήναι 1963 (πρώτη έκδοση 1898): Υπήρχε το 1546 οικογένεια Μουρίκη ελληνοαλβανική εγγεγραμμένη εν τη Χρυσοβίβλω….



-Μπούζης (χειλάς), χωριά: Μπούζι στην Κορινθία, στην Μεσσηνία, στην Φθιώτιδα τα Τρίκορφα.



-Μπούκουρας (ωραίος), χωριό Μπούκουρα στην επαρχία Πατρών Ν.Δ. της Κάτω Αχαΐας, σήμερα Κρίνος. Στο Β.Δ. 2/1912 (ΦΕΚ.256/Α/28-12-1912) αναφέρεται ότι αναγνωρίζεται ως κοινότητα έχουσα υπέρ τους τριακοσίους κατοίκους και σχολείον στοιχειώδους εκπαιδεύσεως ο συνοικισμός Μπούκουρα. Η ονομασία του στα αρβανίτικα σημαίνει το ωραίον, και προήλθε από το επίθετο της οικογενείας των πρώτων οικιστών .[19] Αναφέρεται και Μπουκουρομπέχραμα δήμου Δύμης και Μπούκουρον δήμου Κοθωνίων νομού Τρικκάλων.



-Μπούμπας (μαμούνας), χωριό: Μπούμπα στην Κούμανη Πατρών. Στο Β.Δ. 4/1912 (ΦΕΚ.256/Α/28-12-1912) αναφέρεται ότι αναγνωρίζεται ο συνοικισμός Μπούμπα της κοινότητας Κούμανη, πρώην δήμου Φαρών. Η λέξη είναι βουλγάρικη και σημαίνει πεταλούδα, αλλά βρίσκεται και χωριό Μπούμπια στην Πρεμετή. Ευρέθη οικογένεια Μπούμπα στην Ζάκυνθο το 1550.[20]



-Μπράτι, το χωριό πολύλοφο από το 1956 ή Αγ. Μαρίνα πρίν. Βρίσκεται κοντά στη μονή Μαρίτσας απέναντι από το Σανταμέρι και το όνομά του είναι αλβανικό εκ των οικιστών του.[21] Ο Θωμόπουλος όμως αναφέρει ότι η λέξη Μπράτι είναι σλαβική και σημαίνει «αδελφός». Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό…υπήρχε οικογένεια πατριαρχική Μπράτη στην Ζάκυνθο εκ χωρίου Κιούκεσι το 1503 και άλλαι εκ Πατρών το 1568. Εκτός από το Μπράτι του δήμου Δύμης αναφέρεται και Μπράτι δήμου Μυρτουντίων επαρχίας Ηλείας.



-Ρένεσης (ψεύτης), χωριό: Ρένεσι στην Αχαΐα το Ξηροχώρι Στο Β.Δ. 3/1912 (ΦΕΚ.256/Α/28-12-1912) αναφέρεται ότι αναγνωρίζεται ο συνοικισμός Ρένεσι ως κοινότητα έχουσα ολιγότερους των τριακοσίων κατοίκους αλλ’ έχοντας σχολείον. Με το Διάταγμα ΦΕΚ. 156/Α/8-8-1928. η κοινότητα Ρένεσι μετονομάζεται εις κοινότητα Ξηροχωρίου και ο συνοικισμός Ρένεσι της κοινότητας Λόπεσι (Κρυονέρι) μετονομάζεται σε Ανάληψη. Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό…υπήρχε οικογένεια στρατιωτική Ρένεση στην Ζάκυνθο εξ Αλβανίας το 1502 των Αγγέλου, Γεωργίου και Γκίνη που πήγαν εκεί από την Ήπειρο, την Πελοπόννησο και την Μεθώνη για να φρουρήσουν το νησί. Αναφέρεται και το Ρένεσι δήμων Τροπαίων και Λαγκαδίων της επαρχίας Γορτυνίας.



-Σκούρας, χωριά Σκούρα (μετά το Σταυροδρόμι) στην Αχαΐα και στην Λακωνία, Σκουροχώρι στην Ηλεία.



-Σπάτας (σπάθας), χωριά: Σπάτα στην Αττική (Κρωπία), Μαραθώνα και στην Ηλεία. Σπαθία Ελληνικά και Σπάτα αρβανίτικα είναι η μεταξύ του Ελμπασάν και Βερατίου περιοχή της Τοσκαριάς.[22] (Στο ΦΕΚ. 256/28/8/1912 είχαν αναγνωρισθεί οι συνοικισμοί Σπάτα, Βάρδα και Κώμη, ως συνοικισμοί της κοινότητας Ψάρι). Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό…υπήρχε οικογένεια Σπάτα στην Ζάκυνθο το 1509 αλλά και επώνυμο της οικογένειας Μπούα και άλλη οικογένεια εκ Λευκάδος το 1653. Από το 1628 αναφέρεται τοπωνύμιο Σπάθα στην περιοχή Μπανάτου.



-Τοπόλοβα[23], χωριό επί του Παναχαϊκού (Αγία Παρασκευή) στο οποίο οι κάτοικοι το 1903 ομιλούσαν την αλβανική. Φέρεται όμως από τον Wasmer το όνομα να είναι σλαβικό και να σημαίνει τόπο με λεύκες.[24] Ο Φαλμεράιερ Ιάκ. Φίλ,: Ιστορία της χερσονήσου του Μοριά κατά τον μεσαίωνα. Εκδόσεις: Μεγάλη Πορεία – Αθήνα 2002 αναφέρει ότι οι συλλαβές –οβα είναι σλαβικές (Τοπόλοβα). Με το Β.Δ. 20/9/1955 (ΦΕΚ 287/10.10.1955) «Περί μετονομασίας συνοικισμών, κοινοτήτων κ.λ.π..»…14) Ο συνοικισμός Τοπόλοβα της κοινότητας Πετρωτού, μετονομάζεται Αγία Παρασκευή.[25]



-Τόσκεσι, χωριό της Τριταίας, αλλά και Τόσκεσι στη Μεσσηνία , στο Λεοντάρι, στα Τρίκαλα στο Μπεράτι και στην Πάργα. Τόσκες είναι αλβανική φυλή.[26]



Τρεστενά ή Δρεσθενά, χωριό που βρισκόταν στα υψώματα των Βραχναιίκων επί της παλαιάς οδού Πατρών προς Δύμην. Ο Παναγιωτόπουλος αναφέρει ότι η σημερινή του ονομασία είναι Σταυρός, εκεί υπάρχει ύψωμα σταυρός και πίσω απ’ αυτόν η θέσις παλιοχώρι όπου πιθανόν να ήτο το χωριό. Για το όνομά του υπάρχουν πολλές εκδοχές: ότι έχει αλβανική ρίζα η οποία σημαίνει αμπέλι, ο Wasmer υποστηρίζει ότι είναι σλαβική και σημαίνει τόπος καλαμιών, Ο Κ. Α. Ρωμαίος (Πελοποννησιακά) ότι είναι σλαβικό. Το 1713 ήτο μία ενορία με το Τσουκαλά.[27]



Ο Φαλμεράιερ Ιάκ. Φίλ. τα Τρέστενα ή Δρέσθενα τα συνδέει με τη σλαβική λέξη τερστένα που σημαίνει καλάμι, περιοχή γεμάτη καλάμια, από το ταρστ, τάρστιτσα, ταρστένιτσα και ταρστένα.



Με το άρθρο μόνο του Β.Δ. 20/9/1955 (ΦΕΚ. 287/10.10.1955) «Περί μετονομασίας συνοικισμών, κοινοτήτων κ.λ…» …4) Οι συνοικισμοί Γκερμπεσαίϊκα και Δρεσθενά της κοινότητας Βραχναιΐκων, μετονομάζονται, ο μεν πρώτος Στεφάνη, ο δε δεύτερος Σταυρός.



Αναφέρονται: Τρεστενά δήμου Βουφαγίων επαρχίας Γορτυνίας και Τρεστενά δήμου Θυρέας επαρχίας Κυνουρίας. Επίσης αναφέρονται και τα Δρεσθενά του δήμου Κροκυλείου της επαρχίας Δωρίδος.



-Τσαπόγας (ψηλοπόδαρος), χωριά Τσαπόγα: στην επαρχία Πατρών και στην Αρκαδία τα Μαλλωτά. Ο Θωμόπουλος αναφέρει ότι η λέξη Τσαπόγα είναι βουλγάρικη (Τζα – Μπόγα) και σημαίνει «για το θεό».



-Φούντης (πάτος), χωριό Φουνταίϊκα και Φουντανέϊκα Καλύβια στο δήμο Πελλάνης της Επαρχίας Λακεδαίμονος, και επώνυμο Φουντάς στο χωριό Μουρίκι και αλλού. Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό…υπήρχε οικογένεια Φούντη στην Ζάκυνθο που εξέλιπε καθώς και τοποθεσία Φούντα στην περιοχή χωρίου Λούκα..



-Χαϊκάλης (κάλι= άλογο), χωριά: Χαϊκάλι στην Πάτρα και στην Μεσσηνία το Αχλαδοχώρι (Αναφέρεται Χαϊκάλι στο δήμο Αιπείας και στο δήμο Πεταλιδίου της επαρχίας Πυλίας). Oι κάτοικοι του χωριού Χαϊκάλι Πατρών (Δύμης) το 1903 σύμφωνα με τον Κορύλλο (Χωρογραφία) ήσαν οι μισοί αλβανόφωνοι και έχουν κατέβει από την Σάπια βρύση του Παναχαϊκού. Το όνομά του θυμίζει τον πρώτο κύριο της περιοχής.[28] Στο Β.Δ. 2/1912 (ΦΕΚ.256/Α/28-12-1912) αναφέρεται ότι αναγνωρίζεται ως κοινότητα έχουσα υπέρ τους τριακοσίους κατοίκους και σχολείο στοιχειώδους εκπαιδεύσεως ο συνοικισμός Χαϊκάλι. Υπάρχει και Χαϊκάλι στην Ναύπακτο (Παλαιόπυργον). Επίσης απαντάται οικογένεια στην Ζάκυνθο το 1522 καταγόμενη από την Πάτρα και ετέρα το 1645-1675 εκ Πατρών ως και εκ Λευκάδος το 1555.[29] Το επώνυμο Χαϊκάλης απαντάται στον υπ. αριθ’ 95 κώδικα της βιβλιοθήκης Αλεξίου Κολυβά εν φ. 2α όπου ευρίσκονται χρονικά σημειώματα των ετών 1578-1589 (Ν. Ελληνομν. τ. 13.(1916), σ. 135, 357).



Βλέπουμε λοιπόν ότι ακόμη μέχρι και σήμερα (όσα χωριά δεν μετονομάσθηκαν) να υπάρχουν στην Αχαΐα, στην Ήλιδα, στην Τριφυλία, Μεσσηνία και αλλού με ονόματα πιθανής αρβανίτικης προέλευσης. Υπάρχουν στην Ηλεία τα χωριά: Καγκάδι, Κακαρούκα, Καράτουλα, (όπως και Καράτολα στην Κυνουρία), Κόκλα, Κουρτέσι, Κριεκούκι, (όπως και στην Αιτωλία), Λυκούρεσι (όπως και στη Γορτυνία), Λιόπεσι, Μαζαράκι, Μάζι, Μουζάκι (όπως και στην Αρκαδία), Μπάστα, Μπεντένι, Μπόρσι, Σκουροχώρι, Σούλι, Σπάτα. Στην επαρχία Πατρών: Γκέρμπεσι, Καλέντζι (όπως και στην Αιτωλία), Λόπεσι, Μαζαράκι, Μάνεσι, Μπούκουρα, Μπούμπα, Ρένεσι, Σκούρα, Χαϊκάλι κ.ά. Στα Καλάβρυτα: Γκέρμπεσι, Καρούσι, Λόπεσι, Μάνεσι, κ.ά. στην Μεσσηνία: Λικούρεσι, Μάνεσι, Μπάστα κ.ά. [30]



Επίσης θα πρέπει ν’ αναφέρουμε ότι από χάρτη της περιοχής των Γκέκηδων φαίνεται να υπάρχει χωριό Σκόδρα και λίμνη Σκόδρα (στο χωριό Γκέρμπεσι της Αχαΐας υπάρχουν οικογένειες με το επώνυμο Σκόνδρας που ίσως έχει σχέση καταγωγής με το χωριό και τη λίμνη Σκόδρα) , ως επίσης και χωριό Δίβρη στη γραμμή Jirecek (γραμμή νοητή που χωρίζει τους Γκέκηδες από τους Τόσκηδες). Θα αναφέρω βέβαια και τον Σκόνδρα Μουσταφά Πασά ο οποίος είχε εκστρατεύσει κατά της Ελλάδος και ήτο Δαλμάτης το γένος και Οθωμανός το θρήσκευμα και υιός του Ιμπραχήμ Πασά Σκόνδρα εγγονός δε του Καρά Μαχμούτ Πασά Σκόνδρα που είχε εκστρατεύσει κατά του Μαυροβουνίου όπου ηττηθείς υπ’ αυτών εφονεύθη και «οι Μαυροβούνιοι διετήρουν την κεφαλήν αυτού ως τρόπαιον νίκης»[31]. Στις 10 Αυγούστου 1846 ο Γεωργάκης Σκόνδρας κάτοικος Δίβρης (αλλά ως εικάζεται θα πρέπει να έχει καταγωγή από το Γκέρμπεσι) απευθύνεται στην Εξεταστική Επιτροπή των Στρατιωτικών Εκδουλεύσεων και του χορηγείται πιστοποιητικόν «εις ένδειξιν αληθείας των αγώνων του υπέρ της πατρίδος» και «αμοιβής των αγώνων αυτού». Είχε προηγηθεί, 20 Ιουνίου 1845, έγγραφος πιστοποίηση των αγώνων του από τους στρατηγούς: Δημήτριο Πλαπούτα και Βασίλειο Πετμεζά. Ο Γιωργάκης Σκόνδρας επικεφαλής είκοσι πέντε συγχωριανών του πολέμησε στο Πούσι, στην Πάτρα και στο Μεσολόγγι.



Αναφέρεται ότι ο βασιλιάς της Σικελίας και της Νεαπόλεως Κάρολος Α΄ αγόρασε από τον Αλβανό φύλαρχο Παύλο Γρόπα μια περιοχή που εξουσίαζε στην κοιλάδα του Άψου (ο Άψος είναι ποταμός της Αλβανίας δυτικά από το Βεράτι). Υπάρχει τοποθεσία στο χωριό Γκέρμπεσι της Αχαΐας με την ονομασία Γκρόπα [32]. Η λέξη Γ(κ)ρόπες είναι ρουμάνικη αλλά και αλβανική και σημαίνει χάσμα, κοίλος τόπος. Η ονομασία όμως δεν δόθηκε στα τοπωνύμια ή στα χωριά από την διαμόρφωση του εδάφους αλλά μάλλον από τον κύριο της έκτασης, τον φύλαρχο ή απόγονο αυτού. Οικογένεια Γρόπα υπήρχε το 1515 στην Ζάκυνθο καθώς και τοποθεσία στην περιοχή Τραγάκι και σύμφωνα με οικογενειακές παραδόσεις άλλη οικογένεια καταγόμενη εκ χωρίου πλησίον των Καλαβρύτων που ονομαζόταν άλλοτε Σωτηροπούλου και έφυγε κατά τα Ορλωφικά το 1779, προσλαβούσα το επώνυμο της καταγωγής της, σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό Ιστορικό και Λαογραφικό της Ζακύνθου – Αθήναι 1963 (πρώτη έκδοση 1898). Υπήρχε και το χωριό της Αχαΐας Γρόπα που ήταν ένα εκ των επτά Τσετσεβοχωρίων[33] (Αραγόζαινα, Γρόπα, Βερίνου, Μυρόβρυση, Μάγειρα, Δοκαναίϊκα και Συνανιά στα ανατολικά των Πατρών) που μετονομάστηκε σε Λάκκα, όπως έχουμε προαναφέρει. Αλλά και στην ήπειρο υπήρχε Γρόπα.



«Το χωριό Λούκοβο βρίσκεται κοντά στις ακτές του Ιονίου Πελάγους. Οι κάτοικοί του είναι άποικοι από την Δημοκόρη του Πωγωνίου που εκατοίκησαν εδώ το 1565… ευχής έργο θα ήτο να περιηγείτο τις άπασαν την Χαονίαν και ιδία τα μέρη τα έχοντα αρχαιολογικά όπως τα χωριά του Κουρβελεσίου και Βερατίου και τας Ιεράς μονάς της Αρδενούσης, Κόδρας και Κουκαμιάς…».[34] (στο χωριό Γκέρμπεσι της Αχαΐας υπάρχουν οικογένειες με το επώνυμο Κόρδας που ίσως έχει σχέση καταγωγής με τα χωριά αυτά). Και στα Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας (τόμος 10ος σελ. 314) αναφέρεται πρόταση από τους Μύλους Ναυπλίου με ημερομηνία 18 Μαΐου 1824 προς το Βουλευτικό για προαγωγή, μεταξύ άλλων του Κίτζου Κόρδα (του οποίου δεν αναφέρει τόπο καταγωγής) στο βαθμό της εκατονταρχίας. Στις 20 Μαΐου με προβούλευμα του εκτελεστικού που καταχωρείται στον τόμο 2 των Αρχείων, ενεκρίθη η προαγωγή, μεταξύ των άλλων, και του Κίτζου Κόρδα. Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό Ιστορικό και Λαογραφικό της Ζακύνθου – Αθήναι 1963 (πρώτη έκδοση 1898): Υπήρχε οικογένεια Κόρδα στην Ζάκυνθο αλλά δεν αναφέρει έτος.



Επίσης στο ίδιο λεξικό αναφέρεται οικογένεια της ομώνυμης Στρατίκη που υπάρχει στον Προφήτη Ηλία, το έτος 1681 και άλλη το έτος 1720 εκ Γαργαλιάνων. Στα Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας (τόμος 15Γ΄ σελ. 28) αναφέρεται σε κατάσταση αποκοπής παραγωγής λαδιού, με ημερομηνία 16 Μαΐου 1822, στην Αρκαδία, το επώνυμο Στρατήκης.



Επίσης αναφέρονται οικογένειες Τζώρτζη, το 1852, Ντε Τζώρτζη το 1505 εκ Βενετίας και άλλη εκ Ταράντου και Δετζώρτζη (De Giorgio) εκ Τάραντος, ετέρα εκ Μπάρι 1594 και άλλη εκ Κύπρου 1588, εκ Κων/πόλεως το 1623 και ετέρα το 1817.



Παλαιά οικογένεια στο Γκέρμπεσι ήταν του Κατσίνα και Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό Ιστορικό και Λαογραφικό της Ζακύνθου – Αθήναι 1963 (πρώτη έκδοση 1898): Υπήρχε παρώνυμο στην Ζάκυνθο Κατσίνας.



Άλλη τοποθεσία στο χωριό Γκέρμπεσι είναι η Κιάφα κοντά στο βουνό Σουρμπάνι[35]. Η λέξη είναι αρβανίτικη και σημαίνει αυχένας, ρίζα βουνού.



Μία άλλη τοποθεσία στο χωριό Γκέρμπεσι λέγεται Κιούρκα [36] και θα πρέπει να συσχετιστεί με το όνομα του capo των αλβανών στρατιωτών, Chiurga Bua, τον οποίο αναφέρει ο Σάθας στα Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας. Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό Ιστορικό και Λαογραφικό της Ζακύνθου – Αθήναι 1963 (πρώτη έκδοση 1898): Υπήρχε οικογένεια Κιούρκα ή Κιούλκα στην Ζάκυνθο αλβανικής καταγωγής αλλά και δήμος το 1545 και οικογένεια εκ Ναυπλίου το 1581. Κάποιος Κιούλκας αναφέρεται σε δημοτικό άσμα κατά την ελληνική εθνεγερσία: Σήκω Κιούλκα και πήγαινε / σήκω Κιούλκα και φεύγα / και πάψε και τον πόλεμο κι απ’ όλα και τους σκλάβους / γιατ’ έφτασε ο Ντέρβ – Αλής με δυό με τρείς χιλιάδες. / όσο ειν’ ο Κιούλκας ζωντανός τους Τούρκους δεν φοβάται (Από Άγι Θέρο: Δημοτικά τραγούδια σελ. 55).



(Από το βιβλίο μου: Γκέρμπεσι, διαδρομή στους αιώνες).



====================================================



[1] Κ. Ν. Τριανταφύλλου: ως άνω.



[2] Κ. Ν. Τριανταφύλλου: ως άνω.



[3] Ο οικισμός Γουρζούμισα ανεγνωρίσθη ως ιδία κοινότητα έχουσα 300 και πλέον κατοίκους και σχολείο στοιχειώδους εκπαιδεύσεως με το Β.Δ. 3/1912 (ΦΕΚ: 256/28-8-1912). Στο Κατάστιχο Τιμαρίων Β. Δ. Πελοποννήσου, 1461/1463 (βλ. Β. Παναγιωτόπουλος ως άνω) αναφέρεται ως Τιμάριο με αύξοντα αριθμό 82, αλβανόφωνο χωριό με ονομασία Grozoymista με 20 οικογένειες και Τιμαριωτικό εισόδημα 1349. Σύμφωνα με τον Κ. Ν. Τριανταφύλλου: Ιστορικό Λεξικό των Πατρών, αναγιγνώσκεται χωρίον στα «Πελοποννησιακά» Η΄450 και ως Γαζάμισα που χωρίς αμφιβολία είναι η Γουρζούμισα. Το 1879 είχε 834 κατοίκους, το 1889 είχε 906, το 1896 είχε 1007 και το 1907 είχε 1002 κατοίκους



[4] Κ. Ν. Τριανταφύλλου: ως άνω.



[5] Κ. Ν. Τριανταφύλλου: ως άνω.



[6] Κ. Ν. Τριανταφύλλου: ως άνω.



[7] Κ. Ν. Τριανταφύλλου: ως άνω.



[8] Κ. Ν. Τριανταφύλλου: ως άνω.



[9] Τιμάριο: (timar) Επί τουρκοκρατίας, φέουδο με ετήσιο εισόδημα κάτω από είκοσι χιλιάδες άσπρα, τα οποία παραχωρούσαν στους σπαχήδες έναντι στρατιωτικής υπηρεσίας. (Χαλίλ Ιναλτζίκ: Η Οθωμανική Αυτοκρατορία-Εκδ. Αλεξάνδρεια) Στη Μακεδονία, Ήπειρο και Θεσσαλία τα τιμάρια λεγόντουσαν τσιφλίκια. (Γεωργίου Φίνλευ: Ιστορία της Τουρκοκρατίας και της Ενετοκρατίας στην Ελλάδα, Εκδόσεις Τολίδη – Αθήνα)



[10] Σύμφωνα με τον Ι. Ε. ΠΕΠΠΑ (Μεσαιωνικές σελίδες της Κορινθίας και Μορέως): Μάνεσι: εις την Λατινική Mane = η πρωία ή επήρε το πρωί, άρα Μάνεσης = πρωινός. Σύμφωνα με τον Δ. ΤΣΙΛΛΥΡΑ (ΑΓΙΑ ΛΑΥΡΑ κ.λ.π. ως άνω): Μάνεσι παράγεται εκ του Μάνα =συκαμινέα (κοινώς: μουριά), όπως έχει στα προηγούμενα αναφερθεί.



[11] Το Μίραλι αναφέρεται στο Νο 5 και με ημερομηνία 5/8/1733 έγγραφο Διανομής πατρικής περιουσίας , που συντάχθηκε στο Καλούσι, των Δικαιοπρακτικών εγγράφων του Αγαμ. Τσελίκα. Επίσης αναφέρεται και στο Νο 43 και με ημερομηνία 1/3/1759 έγγραφο πώλησης ελαιοδένδρων , που συντάχθηκε στη Μονή Ομπλού.



[12] Κ. Ν. Τριανταφύλλου: ως άνω.



[13] Κ. Ν. Τριανταφύλλου: ως άνω.



[14] Κ. Ν. Τριανταφύλλου: ως άνω.



[15] Σύμφωνα με τον Κ. Μπίρη «…Οι Μπουαίοι είχαν έδρα τους το Δυράχιον…μία μεγάλη περιοχή γύρω στην Σκόδρα λεγόταν από το όνομά τους Μπούαιανα…από το 1333 αρχίζει να διακλαδίζεται η φάρα των Μπουαίων με τα επωνύμια νέων γεναρχών όπως Μπούας Σπάτας, Μπούας Κούκης, Μπούας Γρίβας κ.λ., μετά δε τον 16ο αιώνα έπαψε να αναφέρεται το πατρογονικό Μπούας και οι οικογένειες αυτές συνεχίστηκαν μόνο με το πατρώνυμο ή με το όνομα του γενάρχη τους: Σπάτας, Κούκης, Γρίβας, ίσως δε, Μουρίκης, Μερκούρης κ.α. Άλλες επιφανείς φάρες της μεσαιωνικής αρβανιτιάς ήσαν οι Λιόσηδες, αρχηγοί των Μαλακασαίων και των Μαζαρακαίων, οι Ματαραγκαίοι κ.λ.π.»



[16] Το Μπούγα στη Αχαΐα αναφέρεται σε έγγραφο της 9ης Μαρτίου 1768 πώλησης αγρών: «…διο κοματηα χοράφια εις τόπον καλούμενον Μπ(ου)γα…..Ομολογία του Γιανακη Αντριοπλου δηα τα χοραφηα που μου πουλησε ις του Πουγα κοματηα δηο γροσηα 41.» (Τσελίκας: Ταδικαιοπρακτικά….66). Ομοίως αναφέρεται και στο έγγραφο 84, από 30 απριλίου 1782 αφιέρωσης αγρών, αμπέλων και οικοπέδων στο μοναστήρι της Χρυσοποδαριτίσσης από τον Σωτ. Λόντο: «…το δε στερά και τα χοραφια όλα εν τοις αυτοίς ορίοις όσα ευρίσκουνται και εις του Μπούγα δύο ζευγαριών χωράφια και τα οσπήτια….»



[17] Κ. Ν. Τριανταφύλλου: ως άνω.



[18] βλ. Κ. Μπίρη ως άνω.



[19] Κ. Ν. Τριανταφύλλου: ως άνω.



[20] Κ. Ν. Τριανταφύλλου: ως άνω.



[21] Κ. Ν. Τριανταφύλλου: ως άνω.



[22] βλ. Κ. Μπίρη ως άνω.



[23] Αναφέρεται και στα έγγραφα με αριθμό: 52, 3/9/1762 και 53, 5/10/1762 που συντάχθηκαν στην Μονή Ομπλού και αναφέρονται σε πώληση αγρών, ως και στο με αριθμό 85 που συντάχθηκε στην Πάτρα στις 20/5/1782 και αποτελεί βεβαίωση κυριότητος αγρών (Τσελίκας).



[24] Κ. Ν. Τριανταφύλλου: ως άνω.



[25] Μ. Χουλιαράκη: Γεωγραφική, Διοικητική και πληθυσμιακή εξέλιξις της Ελλάδος 1821-1971-Εθν. Κέντρο Ερευνών-Αθήνα 1976.



[26] Κ. Ν. Τριανταφύλλου: ως άνω.



[27] Κ. Ν. Τριανταφύλλου: ως άνω.



[28] Κ. Ν. Τριανταφύλλου: ως άνω.



[29] Λ. Ζώη: Ιστορικό και Λαογραφικό Λεξικό Ζακύνθου.



[30] Βλ. Κ. Μπίρη ως ά.



[31] Λάμπρου Κουτσονίκα: Γενική Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως.



[32] Υπάρχει τοπωνύμιο Γκρόπα στο χωριό Μάτεσι της Ηλείας (Ι. Μ. Μαθόπουλος: Πριν ξεχαστούν. (Λαογραφικά θέματα)-Μάτεσι Ηλείας-2001).



[33] Εκ του Τσεβή που είναι υποκοριστικό της Παρασκευής.



[34] Σπύρου Στούπη :ΗΠΕΙΡΩΤΕΣ ΚΑΙ ΑΛΒΑΝΟΙ – ως άνω.



[35] Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό Ιστορικό και Λαογραφικό της Ζακύνθου – Αθήναι 1963 (πρώτη έκδοση 1898): Υπήρχε τοποθεσία Ζουρμπάνη στην Ζάκυνθο στην περιοχή Μαριών.



[36] Υπάρχει τοπωνύμιο Κιούρκα στο χωριό Μάτεσι της Ηλείας (Ι. Μ. Μαθόπουλος: Πριν ξεχαστούν. (Λαογραφικά θέματα)-Μάτεσι Ηλείας-2001).



http://gerbesi.wordpress.com/
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "ΑΝΑΛΥΣΗ ΟΝΟΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΟΠΩΝΥΜΙΩΝ ΑΡΒΑΝΙΤΙΚΗΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ"

Κυριακή 26 Αυγούστου 2012

Αρβανίτικα ονόματα.

Επιλογή ονομάτων 
αλβανών στρατιωτών 
των 15ου-16ου αιώνων


Έγραψε ο Λάζαρης Γιάννης

     Παραθέτουμε με αλφαβητική σειρά ονόματα Αλβανών καπετανέων ή απλών στρατιωτών από έγγραφα τού βενετικού αρχείου ή από άλλα κείμενα των 15ου και 16ου αιώνων μαζί με σχετικές για το καθένα παραπομπές και εξηγήσεις. Πολλά από αυτά ξεχωρίζουν ως αρβανίτικα, είτε από τον γλωσσικό τύπο τού επωνύμου είτε από τα ονόματα των μελών τής ίδιας οικογένειας. Ορισμένα συνεχίζονται ακόμη στην ελληνική κοινωνία και άλλα, που ενώ έχουν εξαφανισθεί σαν επώνυμα, διατηρούνται ακόμη ως ονόματα χωριών και ως τοπωνύμια στους τόπους, όπου ήταν προνοιασμένες οι φερώνυμες οικογένειες των στρατιωτών, όπως: Σπάτα, Λιόπεσι, Σχηματάρι, Κούτσι κ.ά..
     Τα ονόματα αυτά σημειώνονται στα «Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας» τού Κωνσταντίνου Σάθα κι έχουν αναδημοσιευθεί στο βιβλίο «Αρβανίτες: Οι Δωριείς τού νεώτερου ελληνισμού» τού Κ. Μπίρη (έκδ. «Μέλισσα», Αθήνα, 1960).


























ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Αρβανίτικα ονόματα."

Τρίτη 23 Αυγούστου 2011

ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΕΠΩΝΥΜΑ ΑΡΒΑΝΙΤΙΚΗΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ

Ο Κώστας Μπίρης, στο βιβλίο του «Αρβανίτες», παραθέτει επίθετα αρβανίτικης προέλευσης όπως προκύπτουν από καταλόγους ονομάτων καπεταναίων και απλών στρατιωτών που αναφέρονται σε έγγραφα του βενετικού αρχείου και άλλα κείμενα του 15ου και 16ου αιώνα.
Επίθετα που έχουν επιβιώσει ως σήμερα, εξελληνισμένα τόσο ώστε να θεωρούνται πλέον ελληνικά, παρ' ότι δεν παύουν να υποδηλώνουν αρβανίτικη καταγωγή.




Αδάμος (και Αδάμης)

-Β-
Βαρλάμης (συχνό στη Σπάρτη)
Βέρβερης (τυφλός)
Βλαντής
Γιάτας (μακρύς)
Γκάζας (γελαστός)
Γκέρμπεσης (Γερβάσιος)
Γκίνης (Γιάννης, συχνό στην Υδρα, στο Κορωπί, στα Καλύβια του Κουβαρά και στον Μαραθώνα)
Γκιόλμας
Γκλιάτης (μακρύς)
Γκολέμης (λαίμαργος, συχνό στο Μενίδι και στον Μαραθώνα)
Γκούμας (Γιακουμής, Ιάκωβος )

Γκρίτσας (συχνό στο Μενίδι)
Ζαπάντης
Καβάσιλας
Καγκάδης (τραγουδιστός, συχνό στην Κέρκυρα, στην Καρυστία και στη Βοιωτία)
Κακαβάς (συχνό στην Καρυστία και στο Λιόπεσι Αττικής)
Κακαρούκας (κακοκυλημένος, συχνό στη Λιβαδειά)
Καλέντζης (γανωτζής)
Καλέσης (μαλλιαρός)
Κάμιζας (της πλούσιας)
Κάμπασης (κάμπες = πεζός)
Κανάκης
Καντρέβας (συμμαζεμένος)
Καπαρέλης
Κασνέσης
Κέκης (κακός, πονηρός ­ συχνό στη Χασιά Αττικής)
Κόκος (Κώστας)Κόκλας (συχνό στη Χασιά Αττικής)
Κολόσης (Νικολάκης)
Κομποθέκρας (χειρόβολο από σίκαλη)
Κόντος (συχνό στα Καλύβια της Χασιάς στην Αττική)
Κόρεσης (θεριστής)
Κότσικας (κοκάλας, συχνό στην Κάρυστο)
Κούκης (κόκκινος)
Κουρτέσης
Κούτσης (κουτάβης, συχνό στις Σπέτσες και στο Τάχι των Θηβών)
Κράψας
Κριεκούκης (κοκκινομάλλης)
Κριεμπάρδης (ασπρομάλλης)
Κυριάκης
Κάλεσης  < kalesh,  όνομα σκύλου ασπρόμαυρου ή μαλλιαρού  ή <    πρόβατο με μαύρο μπάλωμα στο κεφάλι του.
Καλιούσης  <  kalush-i <  ουσ. kalë - i <  ελλην. ο κέλης - ητος  (ο)  (ίππος).   αλογάκι, εφαλτήριο.
Καλιώρας  (α)  από την ευχή « καλή  ώρα» ή    <  kalores (προφορά /λιό/)  < το kalë- i, ίππος = οιππέας.   
Κανάρης   <  αλβ.  kanar - i, ο   κρεοπώλης. Άσχετο με το ελλην. επών. Κανάρης.
 Καπρούλιας <  kaproll-ll  -  i, το   ζαρκάδι.
Καρκαλέτσος  <  karkalec- i,  η ακρίδαΚαρκαλούτσος.
Κατσάνης <  kacan,  ο φιλάργυροςτσιγκούνης
Kace -   <   α΄ συνθ. kaçe  Κατσι -  μικροκαμωμένος.
Κατσέλης <  kaçel-e  ο κουτσός, ο χωλός.
Κατσής <   kace  =  o μικροκαμωμένος, o  «κατσιασμένος».
Κατσι -  106,108 
Κατρανάρας  < katran - i,  το κατράμι+ μαγεθ. κατάλ. -   άρας.
Κατσιμπάρδης <  kacibarthë  - a,  η αγριοτριανταφυλλιά.
Κατσιρούμπας  <   kaçirubë - a,  το λοφίο, η τούφα από φτερά.
Κατσούλας <  kacul - i, το λοφίο πουλιού, το λειρί κόκορα, ο Κατσουλιέρης, Τσαλαπετεινός. Κατσούλης. 
Κατσούμπας  <  kaçubë – ao  θάμνος,  to χαμόδεντρο.
Κατσούπης <  kaçup   το ασκί (Οικον. 38)  
Κατσουρέλος <  kaçurrel-e,   ο κατσαρομάλλης.
Κέκης keq (i)  ο  κακός, o Κέκιζας, o   Κέκιας, o Κέκ(κ)ης, o Κέκ(κ)ος, o Κεκ(κ)όπουλος,
o Κεκιάν, κακόψυχος (Οικον. 41)
Κελέσης <  qelesë-ja  ο σκούφος, το άσπρο φέσι.
Κέπας <  qepë - a, το κρεμμύδι.
Κεραμάρης  < παραφθ.  του  qiramarrës,  αυτός που  εισπράττει ενοίκια, ο ιδιοκτήτης.
Κλέρης <  kler - i,  ο κληρικός.
Κόιας  <   kοje  η κόρα του ψωμιού.
Κόκας <  kokë, - a,  το  κεφάλι, η  «κεφαλή», ο επικεφαλής   καφάσι,
 Κοκίδης, επικεφαής, καθοδηγητής (Οικον. 396) Κόκιζας.   
Κοκοδήμας  <  Κοκοδήμας < Κόκας + ηπειρωτ.< kokë - a, το κεφάλι + ο Δήμας < Δήμος < Δημήτριος.
  Βλ. κ. φρ.: «αυτός τη φυλάει την κόκα  του». 
Κόκλας   kokë, - a,  το κεφάλι +  επίθ. lartë (i,e,) ο υψηλός /  ο ανώτερος.
Παρετυμολογία αποτελεί η παραφιλολογία που συνδέει το πανελλήνιο επώνυμο   Κόκλας   με τοπωνύμιο …  Κόκαλα, 
Κόλης  < Νικόλαος  κ.  shenjt Kolli, Αγιος Νικόλαος, στην  Αλβανία. (Γκίνης, 393α΄)  Το Κόλης < Νικόλης
 δεν γραφτηκε  Κιόλης, γιατί επονται  δυο   ll.
 Κόλιας <  Νι/κόλας  >  Κόλας > ο Kόλιας.
Υπόμνηση. Στην  αλβανογενή -  αρβανίτικη   γλώσσα η  οι συλλαβές    la - , lo -,  και  lu   προφέρονται  λια-,  λιο, - λιου -.
Κολιόπουλος < Νι/κολόπουλος κ.   Κολιούσης < Νι/κολούσης.
Κολιζής  < kolli, Νικόλας + zi,  μαυρος,  ο    «Μαυρονικόλας», ο δυστυχος ο Νικόλας. Το ο δεν εγινε ου γιατι ακολουθουν  ll
Κολιός < Νι/κολός.  
Κολιούσης <  Κολούσης < σύντμ. του  Νι/κολούσης.
Κολ(ι)ούμπας <  kolube – kolubja,   η καλύβα ή  η κυψέλη.
Κολιοφώτης < Νι/κολοφώτης
Κούκης  <   επίθ.  kuq  (i), ο κόκκινος, ο κομμουνιστής, ο  Κούκιος.  
Κόρδας  < κόρδα  kordhë,- a  < ελλην. ουσ. η χορδή // η  σπάθα, σπαθί (το) (Γκίνης. 206),
γιαταγάνι // μεγάλο μαχαίρι του βυρσοδέψη (Αργυρόκαστρο), Κορδάτος, σπαθοφόρος (Οικον.43/44).  
Κορμπής <   corb-i,  ο κόρακας, Κορμπόπουλος.
Κοροβέσης <  korrovesh - e,  ο κοτσαύτης.  
Κορόζος <  korrro/zi, ο μελαχρινός, μαυριδερός   (Λαμία). 
Κόρπας   <   korp - i,  το «κορμί, κορμός» < λατ. corpus,  «κορμός».
Κόσκος <  koskë - a,  το κόκκαλο, η μικρή αμοιβή,  Κοσκίδης.
Κουλιανός <  κούλια (η)  < kula,   πύργος,  φρουρός ή  κάτοικος πύργου, Κουλιέρης. 
Κούνας <  kunë-a,  η κούνια, η αιώρα.
Κουρίλας <  kurrillë – a,  ο σταχτόχρωμος γερανός.
Κρέπης <  krepi,  ο βράχος  κ. μτφ. ο «πεισματάρης».
Κριεζής <  kryezı <  krye «κεφάλι» κ. «κεφαλή», ο ηγετικός παράγοντας + zi (i) ο «μαύρος» = «μαυροκέφαλος».
Κριεζώτης (α) <  kryezot - i  < το  krye,  «κεφαλή»  + zot - i, ο άρχοντας.
Κριεζώτης (β) < Κριεζά (τα)  «Μαύρα Κεφάλια» του Γριπονησιού (Ευριπονησιού)  (Εύβοια), Γκριζιώτης.
Κριεκούκιας < Κριεκούκης < kryekuq-i,  κοκκινοκέφαλος, ο κοκκινομάλλης
ή ίσως  <  το Κριεκούκι (σήμερ.  Ερυθρές της Αττικής).
Κριεμάδης <     kryemadh-i < το  krye κεφάλι + madh-i,  ο «κεφάλας»,   το «μεγάλο κεφαλι», ο αρχηγός.
Κρίκας <  ουσ. kryk – i,   ο σταυρός   και με ανεβασμα του τονισμού  ο   Σταύρος, Κρικέας,  Κρίκης, Κρίκκας.
Κρούσκας <  Κρούσκος<  krushk - ku,  ο προξενητής, ο συμπέθερος.

-Λ-

Λάντας (δρυς;)
Λότσας (φίλος)
Λουκίσας (της χήρας του Λουκά, συχνό στα Καλύβια της Χασιάς)
Λούσης (λιουσ = λάτρης, ικέτης.
Λάγιος  <    αντί  του  Λιάγος <  laj,+   ο μαύρος,   πιο πολύ για πρόβατα.
Λάλας < αντί  του Λιάλιας   <  lalë - a  (la= λια),  ο «πατέρας»,
Λάλας <  llallë a, κάμπια.
Λαλιώτης < αντί του  Λιαλιώτης από το  χωριό Λάλα  (Λιάλια) της Ηλείας  το οποιο  ίδρυσαν 
οι Τουρκαλβανοί, οι θανάσιμοι εχθροί των «Αρβανιτών» και των λοιπων αγωνιστωμ του ΄21
 μαζί με τους  (Τουρκομπαρδουνιώτες),  τους τουρκαλβανούς  του Ταϋγέτου.
Λάπας  <  llapë-a,  γλώσσα,  γλώσσα  παπουτσιού, γίδα με μεγάλα αυτιά, (Οικον 50).  
Λάστας <  το   χωριό Λιάστα,  lastë - a,  δροσιά. (Παπ. 441).
Λάτας (α)  < Λιάτας  <  latë - a, μικρό τσεκούρι.  < (Οικον. 47).
Λάτας (β) < Λιάτας  < latë -a  < ιταλ.  latta,  γκαζοτενεκές   μέτρο χωρητικότητας
πληρώνονται με καρπούς για το μεροδούλι τους οι γυναίκες που μαζεύουν ελιές.  (Οικον. 47).  
Λάτσης <  llac- i,  ο βοηθός χτίστη, Λάτσιος. (Οικον. 49) 
Λέκας <  Lek ë - a. ο Αλέξανδρος   

Σχόλιο. Είναι γνωστή η συνήθεια  των   Αρβανιτων  και γενικά των Ηπειρωτών να προτιμούν
 δισύλλαβα ονόματα και επώνυμα  αντί για τρισύλλαβα και πολυσύλλαβα: Νίκας < Νικόλαος,
 Γώγος < < Γεώργιος,  Στέφας  < το Στέφανος κ.ά..

Λιάγκουρας   <  lagur (i.e),  ο υγρός,  ο βρεγμένος (Οικον.  47).
Λιάλιος <  lalë- a,  «πατέρα,  προσφώνηση του μικρότερου προς το μεγαλύτερο αδερφό του
 και προς κάθε σεβαστό πρόσωπο!...(Ντίνας, 63)
Λιάμης <  lamë  - a, το αλώνι ή  < την   εκδοχή του βαφτ. Λάμπης <  Χαραλάμπης.
Λιάμπος < αλβ. προφ. του Λάμπος < σύντμ. του  Χαρά/λαμπος.
Λιάπης < Λιάπης < Lab - i. Ο καθηγητής  Μπαμπινιωτης έχει γράψει στο λεξικό του
 λανθασμένα   Liab-io καταγόμενος από  τη Λιαπουριά, τη Βόρεια Ήπειρο, Λιάπης 
και ο Ντίνας (σελ. 163) επαναλαμβάνει  το   λάθος των Ανδριώτη και Μπαμπινιώτη
 γράφοντας  Liap –i., αντί του ορθού  Lab-i.
Λιαρομάτης  < Λιάρος<  larë (i.e.)  + μάτι.
Λιάρος <  larë (i.e.), ο παρδαλός. Αρχικά λέξη επίθετο για  γίδα που είχε  παρδαλό χρώμα.
Λιάστας < lastë (i.e. ) ο αρχαίος, ο παλαιός.
Λιάτζος <  Λιάτσιος <  πόλη Lace της Αλβανίας ) (Ντίνας163)
 Λίγκος <  lig-i,  κακός > ο Λίγκος, ο αρχιληστής.
Λίκουρης <  kurë - a, , το  δέρμα το τομάρι, ο φλοιός  «πετσί και κόκαλο».  (Οικον. 47)
Λίρης  lirë  (i.e.) < το  λατιν.  liber,  ο ελεύθερος > ο Λιμπέρης,  Λιμπερόπουλος.
Λιόπεσης (ο) < το  τοπων.  Λιόπεσι  <  lopë-a, γελάδα  + κατάλ.  - si (= τόπος),
 βοσκότοπος αγελάδων,  ο καταγόμενος από το Λιόπεσι.
Λιόλιος <  ΒΑ. Θεόδωρος (Ντίνας, 164).  
Λότσας <  Λιότσης <  loci.  ο  φίλος 
Λιότσης < Λιότσης < loçi  φίλος  ή   ανόητος, βλάκας.
Λιούμης α) <  lumë - i,  το ποτάμι,  ποταμίσιος.
Λούμος  < lum + i, (προφορά λιουμ), o μακάριος, o καλότυχος, ο Λουμίδης.
Λιούπης  <  lypës-io  λαίμαργος, o ζητιάνος.
Λούπης llupës-eo λαίμαργος, λύκος.
Λιούτας < lutësi,  ο αιτών, ο ζητών.
Λιώπας  < Λιόπας <  παρατσούκλι  <   lopë - a, η αγελάδα. 
Λούπης llupës –e, λύκος, λαίμαργος.
Λύγκος<  ligi, ο κακός, Λίγκος. Βλ. κ. Λίγκος ο Αρχιληστής
 Λυκουρέζος < Λικουρέντζος < lëkurenxire <  lëkur,  ανθρώπινο
δέρμα +  επίθ. nxirë (i.e.)  μαυρισμένος,  μελαχρινός.

-Μ-

Μαζαράκης
Μάζης (κορυφαίος)Μάνεσης (βραδύς)
Μάριζας (της Μαρίτσας)
Μαύρεσης
Μέγκουλας
Μελέτης
Μενάγιας
Μέξας (συχνό στις Σπέτσες, στην Κέρκυρα και στην Ηπειρο)
Μόλας (μόλε = μήλο)
Μουζάκης
Μπανίκας
Μπάρδης (άσπρος, συχνό στα Μεσόγεια και στη Χασιά της Αττικής)Μπαρμπάτης
Μπάρτσης (μπάρτσα = γίδα, συχνό στο Μαρκόπουλο της Αττικής)
Μπάστας
Μπελόκας
Μπελούσης
Μπέτσης
Μπίμπης (πουλί πάπιας, χήνας ή γάλου ­ συχνό στα Λιόσια και στη Μάνδρα Αττικής)
Μπισκίνης (μπέσε = πίστη, κένι = σκύλος)
Μπόζος (βαρέλας)Μπόρσας (πουγκής)
Μπούας
Μπούζης (χειλάς)
Μπουζίκης
Μπούκουρας (ωραίος)
Μπούμπας (μαμούνας)
Μπόχαλης (μπόχα = σκόνη)
 Μάζης < α)  <  mëz -   i.  β) <  το αρβαν. mazë, η κρέμα, η κρούστα.
 Μαδούρος, ίσως και < το  madhor,  μεγάλος, ενήλικος
Μάλης   < αrβ.  mall-io μεγάλος   ο πολύς. Οικον. 51.  
Μάνεσης <  manesë- a,    η αργοπορία, ο αργός.
Mαράκας <  το  marei, παρωνύμιο,  το …«μάραθο».
Μελιγκώνης  <  Melogonë - a,  μύρμηγκας.
Μίρας < mirë (i, e) < λατ.  mirus,  καλός, αγαθός, Μιραλής, Μοίρας, Μοιρέας,  Μοιρούλης
Μπαμπίλης <  babil,- i,  ο μελισσοφάγος, ο «μελισσουργός».
Μπαραμπάρας    <  επίρρ.  barabar,  ίσα,  όμοια  κ. μτφ.   ίσος, όμοιος.
Μπάρας < αλβ.   mbarë,  (i.e.), ο καλός, ο ευτυχής.
Μπάρδης < bardhë,- a,  o άσπρος, Μπαρδόπουλος, 
ë,-a,
 Μπαρδουνιώτης < την ορεινή περιοχή  Μπαρδούνια (η), περιοχή τουρκαλβανών 
στην περιοχή του Ταϋγέτου. Αυτοί με τους Λαλιώτες τουρκαλβανούς αποτελούσαν
την τρομερότερη πληγή  της Πελοποννήσου την εποχή  της Τουρκοκρατίας,
 ο σημερινός Μπαρδουνιώτης =  χριστιανός κάτοικος ενός από τα Μπαρδουνοχώρια.
Μπάρκας <  barkku, η  κοιλιά, το  γένος,  ο Μπαρκούσης, Παπαφ.63,
Μπαρκούκης <  barkuqesh,  αδερφος από δευτερη σύζυγο του πατέρα του. Niko Gjini 46α΄  
Μπαρκουμάδης <  bark - u “κοιλια”+  madh-i, ο  κοιλαράς{ΤΟΖ}
Μπαρούνης <  παρων. baron, -i, βαρόνος.
Μπάστας bashtë, - a,   ο κήπος , ο καταγόμενος από το χωριό Μπάστα (του), σήμερα Πλατύ (Μεσσηνία).
Μπάτζιος  <  baxhioja,  ο τυροκόμος
Μπάτζος < Μπάτσος  <  bac,  ο μεγάλος αδερφός, ο θειος, Μπάτσας.
Περάτης <  το  Μπεράτι (Αλβανία).
Μπέσας < besë, - a,  η πίστη, o Μπεσής.
Μπίζας <  bizë - a  το τσαρουχοσούβλι.
 Μπιθικώτσης  < το  αλβ.  bythë- a, «βυθός», ο κώλος  +  Κώτσης, Κώστας,
Μπίντας < αλβ.  bindëse,  ο πειστικος, ο ευπειθής.
Μπίρης <  bir - i, o γιος.
Μπίσης  <  bishë,- a, το αγρίμι, ο λύκος. κ. εξελλ. Βίσης.
Μπίσκας <  bisku, το ρυάκι,  το  «οικογενειακό  παρακλάδι», το κλωνάρι.
Μπίστης <  bisht, ο  τέλειος.
Μπίτζας  βλ. λ. Μπίζας
Μπλετάρης <  bletar  - i,  ο «μελισσουργός», o μελισσοκόμος
Μπλέτσας  <  το χωριό  Βlleci (Ντίνας, 189)
 Μπλέτσος   <  blec  ολότελα γυυμνός, ο πάμπτωχος,  Μπλέτσας  κ.  Βλέτσας  Οικον. 14.
Μπόμπολας  <   bobole,  κόκκος καλαμποκιου  φουσκωμένος στο νερό ή βρασμένος,
 φουσκωμένος στο νερό κόκκος φασουλιού,  γιγάντων, σιταριού >  Μπόμπολος.     
Μπορμπόλης < αλβ.  bobël σαλιγκάρι με κέλυφος, γλείφτης (όχι γλύφτης < γλύπτης).   
«Μπονιακός» <  boniak-u,  ο  ορφανός.
 Μποτσάκος < Μπότσης <  bocё - a <  ιταλ.  bozza,  υδροδοχείο >   Μπότσαρης.
Μπότσαρης < μπότσα (η) <  ιταλ.  bozza (= μπότσα, βαρελάκι),  βαρελάς, 
Μποτσέας, Μπότσης,  Βότσης).
Μπούας        
 Μπούγιας < buje. Θόρυβος, πάταγος.
Μπουζας  <   buzë - a   το χείλος,   ο Μπουζαλάς, ο χειλάς,  Μπουζέας, Μπουζέλης Μπούζος.
Μπούκας <  bukë, - a, το ψωμί , ο ψωμάς,  Μπούκιος ή < το   ιταλ. bοcca,  στόμα.  
Μπούκουρας <  bukur (i,e), ο ωραίος, ο όμορφος.
 Μπούμπουλης < ρ.      μπουμπουνίζει, βροντόφωνος. 
Μπούρας burrë, - io   άντρας, o γενναίος, o σύζυγος, Μπούρης, Μπουρής, Μπουρίκας,
 Μπουρίκος, Μπούρκας  Μπούρος ή < το  σλαβ.  bura (μπουρίνι)  που σημαίνει τρικυμία,  θύελλα,  μπόρα
Μπουρελιάς / Μπουρολιάς, Μπούρας + Λιας.
Μπουρονίκος < Μπούρας + Νίκος. 
Μπούτος  <  αλβ.  butë, (i.e.),  ο μαλακός, ο ήπιος.
Μπλετάρης <  bletar-io  μελισσουργός, ο μελισσοκόμος.
Μπρέγκος < bregu , ο λόφος.
 Μπρίσκας <  brisk, ξυράφι  ή σουγιάς.
 Μπρούμας  α) <  brume, - i,  το ζυμάρι, η μαγιά,  . (Γκίνης,  59β΄)
  Μπρούμας β))  brumë – a, η  πάχνη, το ψύχος,  Μπρούμης  κ. Μπρουμίδης.
  Μπύθας <  bythë, - a, ο «βυθός», τα οπίσθια του ανθρώπου, ο πρωκτός.

-Ν-

Ντόριζας (μικροχέρης)
Νοτάρης  <  notar,-io κολυμβητής.
Ντάιος <   dajë,- ao θείος από μητέρα Νταγιόπουλος.
Νταγούσης <  dajë,- ao θείος από μητέρα +  κατάλ. – ούσης < αλβ. κατάλ.- ush. Βλ.λ.  επών.  κ. Ρεπούσης.
Ντάλης <   dalë,(i,e) o «κοσμογυρισμένος».
Ντάρδας  <  dardhë - a,  η αχλαδιά,  το αχλάδι,  Ντάρδης.
Ντάσιος <  dash,- i,  το κριάρι  κ. μετ., πολύ δυνατός.  
Ντασούρης <  dashur,- i, ο αγαπητός,  ο αγαπημένος, ο ερωμένος
Ντέγκας <   degë,-a, ο κλάδος
Ντελής <  deli,  παλικάρι, Δεληγιάννης, Δεληολάνης.
Ντένης <  denjë (i.e), ο άξιος.
Ντετάρης detar,- i ,  ο ναυτικός, ο θαλασσινός.
Ντινάκης <   dınak, - eo   πονηρός,o  δόλιος. 
Ντζιντζελώνης <  xixellonjë,-a,  η πυγολαμπίδα, η κωλοφωτιά.
Ντίτουρης <  ditur, - i, ο σοφός, ο πολυμαθής.
Ντορής <  dori,-u, <   άλογο με χρυσοκόκκινο χρώμα, ντορής.
Ντόριζας, - i,  ίσως <  dorëza, μικροχέρης, Δόριζας 
Ντορμπάρης  <  dorëbarë o γουρλής,   αυτός που φέρνει δώρα.  
Ντούκουρης <   dukur, (i,e),  όμορφος,  λεβέντης.
Ντούσκας <  dusk,- ku,  η  βελανιδιά, σαν βελανιδιά.
Ντούσκος , βλ. Ντούσκας.
Ντούφας < duf,- i,  το άχτι, ο θυμός.
Ντράγκας <  dragë, - a,  η χιονοστιβάδα.
Ντραγκόγιας dragoi, δράκος. (Ντίνας203)
Ντρέκης  <  dreq,- i, διάβολος > Δρεκόπουλος.
Ντρες  <  επώνυμα θαυμαστικό    dre!...   μπράβο!...   έξοχος!.
Οι Ντρέδες του Δωρίου ήσαν ξακουστοί για τη γενναιότητά τους. (Παπαφ. 154β΄)
Ντρης < dru,  - uri,  η Δρυς, ο Δρυς.’
 Ντρούγκας  <  drugë,-a αδράχτι χωρίς το σφοντύλι,  Δρούγας.

-Π-

Παναρίτης (από το Φανάρι)Πέτας (πίτας)
Πρίφτης (παπάς, συχνό στην Κορώνη, στα Σπάτα και στην Κερατέα)
Προγόνης
Προκόπης

-Ρ-

Ρένεσης (ψεύτης)

-Σ-

Σγούρης
Σκλέπας (κουτσός)
Σκλήρης (συχνό στη Βοιωτία)
Σκούρας
Σούγκρας (που τσουγκρίζει)
Σούκουλας (κουρελής)
Σούλης (ψηλός, λεβέντης)Σουμάκης
Σούρπης (ρουφηχτής)
Σπάτας (σπάθας)
Στίνης (που σπρώχνει)Σχηματάρης (κομψευόμενος)

-Τ-

Τάτσης (Δημητράκης)
Τσαμαντάς (τσα- ή χαϊ- μ' ντα = πήγαινε πιο κοντά)Τσαπόγας (ψηλοπόδαρος, συχνό στη Μεσσηνία)

Φούντης (πάτος)

Χαϊκάλης (κάλι = άλογο, συχνό στο Μενίδι)
Χέλμης (φαρμάκης)
----------------------------------------------------------------------------------------------------
Ο Κώστας Μπίρης, στο βιβλίο του «Αρβανίτες»

Τ.

Τάτας  < tattë  - a,  στην παιδική γλώσσα, ο  πατέρας, ο τάτας.
Τατούλης,   χαϊδευτ.   του τάτας, ο μπαμπακούλης.
Τάτσης <  taç,- i, το τελευταίο παιδί μιας  οικογένειας.
Τέτας  < το αριθμ.  tetë, (i,e)=  όγδοος, Ίσως, το όγδοο παιδί μιας οικογένειας.
Τζαμουράνης < Τσιαμουράνης < πατριδωνυμικό Τσιαμουριά,
 ο κάτοικος της   Τσιαμουριάς ή   ο καταγόμενος  από αυτήν. 
-----
Τζατζάς  <  xhxha,- i,  ο αδερφός του πατέρα, ο θείος. 
Τζιτζελώνης  <  xixëllonjë,- a, πυγολαμπίδα,  κωλοφωτιά.
Τζούτζης <  xhuxh,- io  Τζουτζές,  ο νάνος της αλβαν. μυθολογίας,
 ο  Τσούτσος, παλαιός κάκοσμος  χαρακτηρισμός κατοίκων της κωμόπολης  Μικρομάνη ΒΔ της Καλαμάτας.  
Τόγκας <  togë-a,  ο  λευκό ένδυμα, ιμάτιο των ιερέων και λοιπών  επισήμων στην αρχαία  ρώμη. 
Τορολάκος < torollak,-u,, ο βλάκας, ο ηλίθιος.
Τούντας α) < tundës, -i, κάδη, το τουμπέκι.
Τούντας β) <  tundë, - i,  η σκάφη που δέρνουν το γάλα
Τορολάκος i,  <torollak,-u, ο  βλάκας, ο ηλίθιος.
για να εξάγουν το βούτυρο.
Τούμπας <  tubë, - a, η αγέλη.
Τούφας <  tufë, - a, η ανθοδέσμη, το μπουκέτο, το κοπάδι,
Τράγκας <  tragë, - a,  το  ίχνος,  το σημάδι.
Τράγκας πιθ. <  tragë σημάδι, ίχνος· σημαδεμένος (;).
Τράστος <  trastë, - a, τορβάς, δισάκι.
Τράσης <  trashë, (i,e), ο χοντρός, ο παχύσαρκος.
Τρεγκτάρηςtregtar, - i  έμπορος
Τρεμπέλας, ίσως <   trembëlak-u, αυτός που τρέμει, ο  άτολμος
Τρίκας <  trikë, - a, το θερμοβότανο, το θερμόχορτο.
Τρίμης  < trim -  io  «άντρας», ο  θαρραλέος, το παλικάρι, ο σωματοφύλακας.
Τροκάνας <  trokë, - ja, το τροκάνι στο λαιμό των μεγάλων ζώων,
Τρούμης <  trumë, - a, <  λατιν. turma,   το τσούρμο
-----
 Τσιάκας <  çakë,- a,  μικρό κουδούνι, τσακλοκοκούδουνο,
Τσιάμης  < Τσιάμης < Τσαμουριά, Çamëria (Θεσπρωτία) < τον ποταμό Θύαμις (Καλαμάς).
Τσαπόγας <  capok,-u,=  το κόκαλο του μπουτιού, μηριαίο, οστό  
Τσέργας < αλβ. cergë, - a, = τσέργα, φλοκάτη
Τσερδούκουλης  <   = κορυδαλλός.
Τσέτης  ομάδα, επιδρομέας, .ληστής
Τσιέτουρας < Τσετούρας <  çetur-i = δοχείο γάλακτος, τσότρα; >Τσίτουρας;;;
Τσίκας  ή Τσικκας (Ντίνας,249)<  cikë, - a, μικρό πτηνό, λίγος.
Τσιναρίδης  <  çinar,-i  = πλατάνι
Τσίντζηρας <  cinxër Τζίτζικας <λατ. cicada, τσικάντα
Τσίτουρας < τσιτ. του Σίτουρας < shitur  πουλημένος (Πούλος/Πούλιος),
 ξεπουλημένος,  αγορασμένος από τους αναδόχους του. (Gjini, 396α΄)
Τσιφλιγκάρης < τσιφλικάς, γαιοκτήμονας.
Τσιφούτης <  çifut, - i,  = Εβραίος, τσιγκούνης  > βλ. λ. Γεροτσιφούτης.
Τσόκας  <   çok, - ku, σφυρί, γλωσσίδι κουδουνιού.
 Τσούκας <  çukë, -a, = κορυφή.
+ Τσούμας  <  çumë, -a,
Τσούνης <  çun, - i  = παιδί
Τσουτρέλης  < çutrë, -a, μικρό δοχείο. Τσότρα για κρασί.
Τσώκος < çοk  u, σφυρί, αστράγαλος. 


ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΕΠΩΝΥΜΑ ΑΡΒΑΝΙΤΙΚΗΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ"
Related Posts with Thumbnails