Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2025
ΜΑΝΙΑΤΙΚΑ ΕΠΩΝΥΜΑ
Σάββατο 13 Ιουλίου 2024
Η «καταγωγή» των επιθέτων των Ελλήνων και κατά πόσο έχουν επηρεαστεί από την τουρκοκρατία
Τι έκαναν οι πρόγονοί μας (ή τι προδίδει ένα επίθετο)
Τα επίθετά μας φανερώνουν τι δουλειές έκαναν οι προπάπποι μας, ή τι σόι άνθρωποι ήταν. Διακόσια χρόνια μετά την Επανάσταση, οι τούρκικες πινελιές στα ονόματά μας κρατάνε ακόμα
Η «καταγωγή» των επιθέτων των Ελλήνων και κατά πόσο έχουν επηρεαστεί από την τουρκοκρατία
Μερικά επίθετα καταλαβαίνεις αμέσως τι σημαίνουν: ο κύριος Τσενές, για παράδειγμα, μιλάει ασταμάτητα ή έχει μεγάλο στόμα, αν όχι αυτός ο ίδιος, τότε η γιαγιά, ο προπάππος του, κάποιος που κατάγεται από μέρος με Τούρκικο ζυγό ή έδαφος το οποίο σήμερα ανήκει στην Τουρκία. «Τσενές» στα Τούρκικα είναι το στόμα, στη Βόρεια Ελλάδα λέμε για τους πολυλογάδες «Μα δεν πιάνεται ο τσενές του, μιλάει τόση ώρα χωρίς σταματημό;»
Όλα αυτά είναι άσχετα με την τρέχουσα πραγματικότητα ή την φρικτή επικαιρότητα, αλλά με έπιασε βαθιά επιθυμία να τις αγνοήσω και τις δύο. Κι έπειτα ψάχνοντας το οικογενειακό μας όνομα, έπεσα πάνω σε διαμαντάκια και ενθουσιάστηκα (όπως κάθε φορά που βρίσκω μια «καπού» μια πόρτα δηλαδή διέξοδο από το δυσάρεστο παρόν… και ναι,
ο Καπουτζίδης ή είναι από φαμίλια που έφτιαχνε πόρτες ή κάποιος πρόγονός του άνοιξε την πόρτα κι έφυγε, δεν εξηγείται αλλιώς).
Ο Κιρμιζής ήταν ένας κοκκινοπρόσωπος παππούς - «κιρμιζί» σημαίνει κόκκινο, μπορεί να θύμωνε εύκολα ή να είχε κόκκινο χρώμα η μούρη του, και μεταφέρθηκε η χάρη τόσες γενιές.
Ο Ελματζόγλου είχε μηλιές μια και «ελμά» είναι το μήλο, αν και μπορεί να έτρωγε ή να πουλούσε μήλα.
Ο Αραμπατζής είχε αμάξι πρώτος- πρώτος, μια και «αραμπά» είναι το αμάξι, ή ήταν σωφέρ, πάντως είχε τροχούς πριν εφευρεθεί το αυτοκίνητο.
Ο Μπιτσαξής, Μπιτσάκης, Μπιτσακάκης, έφτιαχνε μαχαίρια, πουλούσε μαχαίρια, στη χειρότερη ήταν μαχαιροβγάλτης ή μαχαίρωσε κάποιον και του βγήκε το όνομα.
Ο Τσατάλης, Τσαταλίδης, Τσαταλάκης έφτιαχνε/πουλούσε πιρούνια («μπιτσάκ» είναι το μαχαίρι και «τσατάλ» το πηρούνι). Μεταφορικά, μπορεί να είχανε μαγειρειό ή κρεοπωλείο αυτοί οι δύο, μαζί με τον Καζαντζάκη, Καζάντζα και Καζαντζόγλου – «καζάν» είναι το καζάνι. Με διαφορετική γραφή και προφορά, είναι και η τύχη, άρα αυτός που απελευθερώθηκε το 1821 ή έφτασε στην Ελλάδα από την Μικρά Ασία με το «καζάν» στο όνομά του το 1922, μπορεί να «καζάντισε», να ήτανε δηλαδή τυχερός, παίζει κι αυτή η εκδοχή.
Ο Κεσίσογλου είχε κατσίκια, μπορεί και πολλά κατσίκια. Με άλλη γραφή/ορθογραφία, ήτανε μοναχός… πράγμα δύσκολο, γιατί η συνέχεια στο γεναιόγραμμα δεν αποδίδεται σε μοναχούς μια και δεν κάνουν παιδιά. Εκτός αν ο μοναχός αποφάσισε να μονάσει αφού έκανε τα παιδιά του, που πήρανε το όνομα «Κεσσίς», με παχύ «σ», για να τον τιμήσουν.
Ο Καρίπογλου φρόντιζε κάποιον συγγενή ή και όλους, από το «καρίπ» που σημαίνει «φροντίζω», και ο Αρπάζογλου είχε χωράφια με κριθάρι, εμπορευόταν κριθάρι, άντε να έφτιαχνε κριθαροκουλούρες. Η γιαγιά μας που λεγόταν Ταστσόγλου, έγινε Πετρίδου όταν ήρθε από την Καππαδοκία μια και «τας» σημαίνει «πέτρα» - συχνά υπάρχει και το όνομα Πέτρος στις οικογένειες με την πέτρα στο όνομά τους επειδή κάποιος προπάππος λεγόταν Πέτρος, μάζευε πέτρες, έσπαγε πέτρες ή συγχωρέθηκε με μια πέτρα στο δόξα πατρί, όλα παίζουν. Το Τατσόπουλος, Τασόπουλος, Πετρόπουλος, έχουν την ίδια καταγωγή, από την Τούρκικη πέτρα.
«Κιρλί» σημαίνει βρώμικος οπότε σκεφτείτε κόσμο που ξέρετε με επίθετο από «κιρλί» - ο ίδιος ο κόσμος μπορεί να πλένεται, αλλά οι προπάπποι του ήτανε μποχίκοι.
Ο Παχαλίδης (που συχνά γίνεται Πασχαλίδης) είναι ακριβός, πουλάει ακριβά ό,τι πουλάει – «παχαλί» σημαίνει ακριβό.
Ο Τσοκάκης, Τσοκίδης, Τσοκούδης, είναι πολύς, μπόλικος, μάλλον τά’χει τα κιλάκια του, από το «τσοκ»=πολύ, αποκλείεται να είναι «κιουτσούκ», δηλαδή μικρόσωμος – αυτός θα είναι ο Κιουτσούκαλης, Κιουτσουκέλης, Κιουτσούκης κλπ.
Ο Βουγιούκας, Βουκιουκλάκης, Βουγιουκής κλπ είναι μεγαλόσωμος, ψηλός, έχει θεωρία, μια και «μπουγιούκ»=μεγάλο.
Ο ντέντεκτιβ Ουζούνης θα είχε ψηλούς προγόνους – «ουζούν» = ψηλός, αντίθετα ο Κισάκης, Κιτσάκης, Κισέλης θα είχε προγόνους-τάπες μια και «κισά»=κοντός.
Ο Ρετσέλης έφτιαχνε μαρμελάδες με πολλή επιτυχία, ο Κουζούνης είχε αρνιά, ο Εκμετζής είχε φούρνο ή έτρωγε πολύ ψωμί.
Ο Καφετζόπουλος και Καφετζής, είτε έψηνε καλό καφέ είτε ήτανε άξουαλ καφετζής με τη βούλα. Αντίστοιχα και ο Μπουφετζής υποθέτουμε ότι είχε μπουφέ κι έβγαζε μεζέδες.
Ο Σαράπης, Σαράπογλου, Σαραπάκης, τα έτσουζε όποτε έβρισκε ευκαιρία, αλλά ας του δώσουμε μια ευκαιρία, μπορεί να έφτιαχνε καλό κρασί, που είναι «σαράπ».
Ο Βαρδάκας, Βαρδακίδης, Βαρδάκογλου πουλούσε ποτήρια, φυσούσε γυαλί, ασχολιότανε με το «μπαρντάκ» που είναι το γυαλί. Αν ασχολιόταν με το «μπερντέ»=χρήμα, θα ήτανε Μπερντέκης, Μπερδέκης, Βερδέκης ή Βερδεκίδης.
Ο Κεχαγιάς, Κεχαγιόγλου, Κεχαγιάκης… έχει διάφορες εκδοχές, από το «κεχαγιάς στο σβέρκο μας», δηλαδή απόγονος βαθμοφόρου/αρχηγού/κυβερνήτη, μέχρι «προφήτης» αλλά και… «δέντρο με καφέ χρώμα», μια και δεν ξέρουμε την αρχική ορθογραφία ούτε την προφορά του «κεχαγιά».
Κάποτε γνώρισα μια κυρία Γιουμουρτάκη («γιουμουρτά»=αυγά), η οποία με διαβεβαίωσε προσβεβλημένη ότι δεν είχε καμιά σχέση με κότες. Μπορεί όμως να έτρωγε πολλά αυγά ο προπάππος, να χάριζε αυγά, οτιδήποτε – να έσπασε όλα τα αυγά γυρνώντας από το παζάρι. «Μπιρ» σημαίνει ένα, άρα ο Μπιράκος, Μπιράκης, Μπιράκογλου, είχε ένα παιδί μόνο, παράδοση στα μοναχοπαίδια.
Ο Αμανατίδης, Αμανάτης, Αμανάτογλου, Αμανατάκης, έμεινε πίσω όταν έφυγαν όλοι, «αμανάτι», που σημαίνει μέσες-άκρες ενέχυρο, πάντως τον άφησαν οι προ-προπάπποι κάπου επειδή δεν μπορούσαν να τον πάρουν μαζί τους. Ο Σέκος ήτανε ντούρος – το «έμεινε σέκος» από κει βγαίνει, από το «ίσιος», με την έννοια ότι αν κάποιος πέσει σέκος, αναγκαστικά είναι ευθυγραμμισμένος με το πάτωμα.
Ο Γιαβάσης, Γιαβάσογλου, Γιαβασίδης, ήταν αργός, δεν προχώραγε το μουλάρι του, μιλούσε αργά, πήγαινε γιαβάς-γιαβάς, δηλαδή σιγά σιγά.
Ο Καλίνης, Καλλίνης, Καλινάκης, ήτανε γεματούτσικος κι ο Ιντζίδης, Ιντζόγλου, Ιντσάκης ήτανε λιγνός, από το «καλίν»=χοντρός και «ιντσέ»=λεπτός.
Ο Μευντάνης ζούσε κοντά ή μέσα στην πλατεία, «μευντάν»=πλατεία.
Ο Σταμπούλογλου είχε γεννηθεί στην Πόλη, στην Ισταμπούλ, όπως οι πρόγονοι της Λίλας Σταμπούλογλου. Βάζω ανδρικό γένος στα ονόματα επειδή από τους παππούδες κράταγε το εκάστοτε επίθετο συνήθως, πολύ σπάνια από τις γιαγιάδες. Το οικογενειακό επάγγελμα στην διάρκεια του 19ου αιώνα ήταν αυτό που εξασκούσε ο πατέρας.
Αν η γιαγιά/μάνα ήταν μαία, μπορεί το όνομα «Εμπέ» να ήτανε πρώτο συνθετικό, Εμπετζή, ακόμα και Αμπατζή ή Αμπαζή με παραφθορά, αλλά αν ήταν «ουριτσμάν»=δασκάλα, δύσκολα θα ονοματιζόντουσαν οι απόγονοί τους από τη δουλίτσα της. Που δεν υπήρχε κι όλας ως επάγγελμα γυναικών στον Ελλαδικό χώρο, στο διάστημα 1700-1880.
Παρά το ψάξιμο δεν φωτίστηκα πολύ με το «Ζουμπουλάκης», που θα ήταν «Ζουμπούλογλου» άρα «Τζουμπούλογλου», πριν ο παππούς μας εγκαταλείψει δουλειές και σπίτια στην Κωνσταντινούπολη μια για πάντα. «Τσουμ» σημαίνει φίλος και μάλιστα καρδιακός, αλλά με μικρή διαφορά προφοράς σημαίνει… «ανίπταμαι διαγωνίως, ζουμάρω από ψηλά, περνάω σα σίφουνας στον αέρα». Και τα δύο έχουν τη χάρη τους, νομίζω οικογενειακώς θα τα υιοθετήσουμε με καμάρι για τους προγόνους μας, που τόσο ταλαιπωρήθηκαν χωρίς ποτέ να γκρινιάσουν, όταν έφτιαξαν τη ζωή τους από την αρχή στην Ανατολική Μακεδονία…
Μανίνα Ζουμπουλάκη
«Πηγή: https://www.athensvoice.gr/life/720426_ti-ekanan-oi-progonoi-mas-i-ti-prodidei-ena-epitheto?fbclid=IwAR0cljmzABbyMB_zL7qJp8rrfrdLxRfFiLhD5F13Bn8J0WmpFoHIcsuowlA»
Πέμπτη 11 Ιουλίου 2024
ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΩΝ
Από όσο ξέρω δεν υπάρχουν πολλές στατιστικές μελέτες σχετικά με τα ονόματα των σύγχρονων ελλήνων και ελληνίδων, τη συχνότητα τους, την προέλευση τους, την κατανομή τους ανά γεωγραφικές περιοχές κλπ, το ίδιο και για τα επίθετα.
Κύρια ονόματα
Κλικ στα παρακάτω διαγράμματα για μεγέθυνση.
Επώνυμα
Κυριακή 9 Ιουνίου 2024
ΟΙ ΛΑΤΙΝΟΙ ΣΤΗΝ ΧΙΟ.
Η ΕΛΛΗΝΟ-ΓΕΝΟΥΑΤΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ.
Οι κοινωνικές τάξεις. Σχέσεις Ελλήνων/Γενουατών. Η Μαόνα. Η συνύπαρξη των Εκκλησιών.
Έλληνες και Λατίνοι έζησαν μαζί στη Χίο και συνυπάρξανε στον πολιτικό και επαγγελματικό στοίβο για περισσότερο από 200 χρόνια, αφήνοντας αναπόφευκτα το στίγμα τους στην ιστορία του νησιού.
Η καθημερινή ζωή, ο κίνδυνος της Τουρκικής κατάκτησης, τα οικονομικά συμφέροντα και το νησί αυτό καθ’ εαυτό έφεραν τις δυο εθνικές κοινότητες κοντά και παρεμπόδισαν την αρχική προκατάληψη και αντιπαλότητα να επικρατήσει.
Ένα συνεχώς αυξανόμενο συναίσθημα εμπιστοσύνης αναπτύχθηκε μεταξύ των δυο ομάδων, που βασίζονταν σε κοινά συμφέροντα , καλή πίστη και μεικτούς γάμους. Παρ' όλες τις γνωστές θρησκευτικές διαφορές και το σημαντικό πολιτιστικό χάσμα μεταξύ Ελλήνων και Λατίνων, οι καθημερινές προσωπικές σχέσεις επικράτησαν των διαφορών που αναφέρθηκαν πιο πάνω. Οι αυτόχθονες Έλληνες –όπως ήταν αναμενόμενο- υπερτερούσαν αριθμητικά έναντι των Γενουατών αποίκων.
Αν βασιστούμε σε πρόχειρους υπολογισμούς και γραπτές περιγραφές ιστορικών και περιηγητών, ο πληθυσμός των Ελλήνων πρέπει να ήταν πάνω από 12,000 και αυτός των Μαονιτών δε θα έπρεπε να υπερέβαινε τα 2,000 μέλη. Συνεπώς, ο ανομοιογενής πληθυσμός του νησιού ήταν διαιρεμένος σε δυο καλά διαχωρισμένες εθνικά ομάδες, που αντιπροσώπευαν δυο διαφορετικούς πολιτισμούς. Ωστόσο, τα δυο κύρια κοινωνικά τμήματα της Χιακής κοινωνίας ήταν υποδιαιρούμενα σε περισσότερες τάξεις.
Η κυρίαρχη τάξη ήταν οι Μαονίτες, οι οποίοι εγκατέλειψαν τα αρχικά επίθετά τους και υιοθέτησαν το επίθετο Ιουστινιάνης στα τέλη του 14ου αιώνα, που έγινε ένα από τα 28 αδελφάτα-συνεταιρισμούς της Γένουας, τα οποία ήταν ομάδες οικογενειών συναθροισμένες.
Αυτές οι οικογενειακές ενώσεις του 14ου αιώνα, που ονομάζονταν Alberghi (ενικός¨ Albergo) άλλαξαν την πολιτική κατάσταση αλλά και το status quo της αριστοκρατίας στη Γένουα. Αυτή η μεταρρύθμιση στο αστικό καθεστώς της Γενουατικής κοινωνίας και αριστοκρατίας επικράτησε τελικά το 1528, όταν η Γένουα κέρδισε την ανεξαρτησία της από τους Γάλλους.
Τα μέλη των οικογενειών-φατριών ή ενώσεων (Αλμπέργκο) δεν είχαν απαραίτητα δεσμούς αίματος μεταξύ τους, αλλά προέρχονταν από διαφορετικές οικογένειες, οι οποίες είχαν ενώσει τις δυνάμεις τους αλλάζοντας τα αρχικά επίθετά τους κατόπιν αμοιβαίας συμφωνίας.
Όλα τα μέλη των ενώσεων (Alberghi) είχαν ακριβώς τα ίδια δικαιώματα και προνόμια και είχαν να εκπληρώσουν τις ίδιες υποχρεώσεις. Οι οικογένειες που πρόσφεραν τα επίθετα τους για το σχηματισμό των ενώσεων αυτών ήταν διακεκριμένες, ευυπόληπτες, με μεγάλη επιρροή και αριθμούσαν πολυάριθμα μέλη με τουλάχιστον έξι οικογενειακά παρακλάδια με αυτό το επίθετο.
Τα ονόματα των Alberghi (Αλμπέργκι) στα οποία όλες οι οικογένειες έπρεπε να προσαρτηθούν και να υιοθετήσουν τα επίθετα τους ήταν αλφαβητικά οι Κάλβι, Καττάνεο, Τσεντουριόνε, Τσίμπο, Τσίκαλα, Ντε Φορνάρι, Ντε Φράνκι, Ντε Μαρίνι, Ντι Νέγκρο, Ντόρια, Φιέσκι, Τζεντίλε, Ιουστινιάνι, Γκρίλλο, Γκριμάλντι, Ιμπεριάλε, Ιντεριάνο, Λέρκαρο, Λομελλίνο, Νεγκρόνε, Παλλαβιτσίνο, Πινέλλι, Προμοντόριο, Σαλβάγκο, Σαουλί, Σπινόλα, Ουσοντιμάρε και Βιβάλντι (Calvi, Cattaneo, Centurione, Cibo, Cicala, De Fornari, De Franchi, De Marini, Di Negro, Doria, Fieschi, Gentile, Giustiniani, Grillo, Grimaldi, Imperiale, Interiano, Lercaro, Lomellino, Negrone, Pallavicino, Pinelli, Promontorio, Salvago, Sauli, Spinola, Usodimare and Vivaldi) (βλεπε φωτο 4).
Η δεύτερη κυρίαρχη τάξη στην ιεραρχία της Χιακής κοινωνίας αποτελείτο από τους Έλληνες ευγενείς, οι οποίοι συνέχισαν να διατηρούν τους τίτλους, την περιουσία και τα προνόμια που τους είχαν παραχωρηθεί από τις Βυζαντινές αρχές και μετά τη Γενουατική κατάκτηση.
Σύμφωνα με την συμφωνία παράδοσης του 1346, οι Έλληνες που κατοικούσαν εντός των τειχών του κάστρου –γνωστοί ως καστρινοί- έπρεπε να μεταφερθούν στην περιοχή του Εγκρεμού (Burgus Graecorum) και να πουλήσουν ή να μισθώσουν τα σπίτια τους στους Γενουάτες ευγενείς, που αποτελούσαν τα στρατιωτικά και διοικητικά μέλη των νεο-εγκαθιδρυμένων Γενουατικών αρχών (βλεπε χαρτη 6, διοικητικος χαρτης).
Οι Έλληνες ευγενείς της Χίου κατάγονταν από τη Βυζαντινή αριστοκρατία.
Κάποια διακεκριμένα μέλη της Βυζαντινής αριστοκρατίας είχαν εγκατασταθεί σε μερικά νησιά όπως η Χίος λόγω της αυξανόμενης πίεσης που είχαν προκαλέσει οι Τουρκικές εισβολές στη Μικρά Ασία το 12ο αιώνα. Έλαβαν άδεια από τον αυτοκράτορα να εγκατασταθούν στο νησί και να αποκτήσουν γη και εισοδήματα τα οποία μπορούσαν να εκμεταλλεύονται με φεουδαρχικό σύστημα.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι Γενουάτες σεβάστηκαν την αριστοκρατική θέση και την κοινωνική ιεραρχία των Ελλήνων ευγενών μετά το 1346, όπως μας περιγράφει ο Ιερώνυμος Ιουστινιάνης.
Στην ιστορική του αναφορά, που γράφτηκε το 16ο αιώνα περιγράφει τους Έλληνες ευγενείς να είναι ντυμένοι με ένα ξεχωριστό τρόπο και να αποτελούν το κέντρο του ενδιαφέροντος σε διάφορες περιστάσεις συμπεριλαμβανομένων και των χριστιανικών θρησκευτικών εορτασμών. Κατά τη διάρκεια των εορτασμών αυτών οι Έλληνες ευγενείς δέχονταν τιμές από τον τοπικό πληθυσμό χωρίς να χρειάζεται να αποδώσουν τιμές οι ίδιοι στους Μαονίτες άρχοντες του νησιού.
Οι Έλληνες ευγενείς ήταν σε κάποιες περιπτώσεις απαλλαγμένοι από συγκεκριμένους φόρους και κάποιοι από αυτούς είχαν δικαστικές εξουσίες όντας μέλη του τοπικού δικαστηρίου που ονομάζονταν δικαιότατο και αποτελείτο από τέσσερις δικαστές ¨δυο Μαονίτες, ένα Γενουάτη ευγενή και έναν Έλληνα μέλος της αριστοκρατίας.
Μερικά από τα ελληνικά επίθετα που αναφέρονται πριν την εποχή των Γενουατών στη Χίο και ήταν ευγενικής καταγωγής ήταν το οικογενειακό όνομα Σκυλίτσης (μάλλον και το πιο αρχαίο), Αργέντης (παλαιάς Γενουατικής προέλευσης), Κορέσσης και Ροδοκανάκης.
Άλλα Ελληνικά οικογενειακά ονόματα που αναφέρονται σε συμβολαιογραφικές πράξεις και ιστορικές αναφορές είναι τα επίθετα Αγέλαστος, Καλούτος, Σεβαστός, Βολαστός, Πετροκόκκινος, Ράλλης, Σεκιάρης και αρκετά άλλα.
Η τρίτη κοινωνική τάξη, παρότι υπάρχει διχογνωμία για τη θέση και την καταγωγή της ήταν οι αστοί, οι οποίοι ήταν μέλη της τοπικής κοινωνίας και ενδεχομένως προέρχονταν από διάφορες κοινωνικές αλλά και εθνικές ομάδες. Μια μεγάλη μερίδα της αστικής τάξης ήταν επαγγελματίες, που είχαν νομική υπόσταση διαφορετική από τα άλλα κοινωνικά μέλη, πράγμα το οποίο τους έδινε το δικαίωμα να εκφράζουν τη γνώμη τους και να αμύνονται των συμφερόντων τους. Ο όρος αστός πιθανώς να είναι συνδεδεμένος με τον τόπο της κατοικίας και με ένα συγκεκριμένο νομικό πλαίσιο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων.
Οι κατώτατες τάξεις της κοινωνίας περιλάμβαναν ακτήμονες γεωργούς, καλλιεργητές της μαστίχας και ναύτες, οι οποίοι ήταν Ελληνικής καταγωγής, Εβραίους και ξένους που κατοικούσαν στη Χίο για διάφορους λόγους συμπεριλαμβανομένου και του εμπορίου.
Πέμπτη 23 Μαΐου 2024
Η αλλαγή στα κακόηχα επώνυμα!
Η αλλαγή στα κακόηχα, άκομψα και θλιβερά επώνυμα!
Σε άρθρο του που δημοσίευσε στην εφημερίδα του, ο Ν. Θηβαίος αναρωτιόταν τι σημαίνουν τα επώνυμα. Συμπέραινε δε, μεταξύ άλλων, πως και μόνον το άκουσμα πολλών ονομάτων ανακαλούσε σε όποιους το άκουγαν κοπρώνες και μιάσματα ή προκαλούσε γέλια στα χείλη του αναγνώστη ή του ακροατή. Αυτό ήταν. «Τσίμπησε» ο Π. Παλαιολόγος και έσπευσε να γράψει το καθημερινό χρονογράφημά του υποστηρίζοντας πως διατηρούσε ένα μακρύ κατάλογο ονομάτων τόσο τολμηρών που δεν μπορούσε να τα δώσει προς δημοσίευση.
Αυτά έγραφε ο Παλαιολόγος, ο οποίος είχε εντυπωσιαστεί από το γεγονός ότι είχε φύγει από τη ζωή στον Βόλο κάποιος που πέρασε τη ζωή του Λερωμένος και με την ονομαστική αυτή ακαθαρσία παραδόθηκε στην αιωνιότητα. Επίσης, ότι κάποια επίθετα όπως Τουρκοβασίλης, Φράγκος, Ολλανδέζος, Αρμένης, Αρβανίτης κ.ά. παρέπεμπαν σε τόπους καταγωγής.
Τέλος, ο Παλαιολόγος συντασσόταν εμμέσως με την άποψη Θηβαίου πως σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες είχε επιβληθεί «νομοθετικώς εις τους πολίτας η αλλαγή ονομάτων μεμιασμένων, γελοίων ή εν προφανεί δυσαρμονίαν προς την ανθρωπίνην αξιοπρέπειαν». Τι το ήθελε να ασχοληθεί με τα επώνυμα ο Παλαιολόγος. Ποιος είδε τον Θεό και δεν τον φοβήθηκε.
Κυριακή 12 Μαΐου 2024
Τα παρατσούκλια κατοίκων ανά πόλη της Ελλάδας και η σημασία τους!
Γνωρίζατε ότι υπάρχουν παρατσούκλια για τους κατοίκους σχεδόν κάθε ελληνικής πόλης; Και δεν εννοούμε απλώς τα ονόματα που βγαίνουν από την πόλη πχ Αθήνα – Αθηναίοι, αλλά κάποιες ειδικές ονομασίες, οι οποίες έχουν βγει για διάφορους λόγους...
• Κως – Μπόχαλοι.Προέρχεται από την τοπική διάλεκτο στην οποία το μπουκάλι το λένε μποχάλι.
• Ρόδος – Τσαμπίκοι Από το γνωστό τοπικό όνομα.
• Θεσσαλονίκη – Καρντάσια Καρντάσι είναι ο αδερφός στα τουρκικά. Παλιά επεφτε πολυ δούλεμα από τους Αθηναίους επί του θέματος. Σαλονίκη δε, γνωστή και ως Καρντασούπολη! Οι θεσσαλονικείς είναι επίσης γνωστοί ως μπαγιάτηδες και ως παυλοκαταραμένοι.
Τετάρτη 7 Φεβρουαρίου 2024
ΟΙ ΑΛΛΑΓΕΣ ΣΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΚΑ ΕΠΩΝΥΜΑ
Η στοίχιση των ονομάτων---
Οι περιπέτειες βαφτιστικών και επωνύμων αποτελούν κατά κάποιο τρόπο αναπόσπαστο κομμάτι του ευρύτερου μακεδονικού ζητήματος -αλλά και των διαδικασιών εθνικής συγκρότησης στα Βαλκάνια εν γένει.-- Ακολουθώντας έναν απαράβατο κανόνα, τα ονόματα των κατοίκων -και ιδίως οι καταλήξεις τους- τροποιούνταν ανάλογα με την εκάστοτε πολιτική (εθνική) συγκυρία στην περιοχή.--Η σερβική Μακεδονία του Μεσοπολέμου αποτελεί το πιο κλασικό παράδειγμα αυτής της διαδικασίας. --
Αμέσως μετά την κατάληψή της από το σερβικό στρατό το 1912-13, οι χριστιανοί κάτοικοί της υποχρεώθηκαν με συνοπτικές διαδικασίες να προσθέσουν την κατάληξη -ιτς στα επώνυμά τους.
Το 1915 ο βουλγαρικός στρατός καταλαμβάνει την περιοχή και οι καταλήξεις μετατρέπονται σε -ωφ και -εφ, για να ξαναγίνουν -ιτς μετά τη συμμαχική νίκη του 1918. Ανάλογη μεταβολή θα επιβληθεί και στη διάρκεια της δεύτερης βουλγαρικής κατοχής (1941-44). Η τελευταία αλλαγή θα γίνει μετά την ίδρυση της ομόσπονδης ΛΔ Μακεδονίας, το 1944, όταν πολλά επώνυμα αποκτούν τις καταλήξεις -όφσκι ή -έφσκι (ενώ άλλα διατηρούν το -ωφ ή -εφ).
Στην ελληνική Μακεδονία, η ανάλογη διαδικασία υπήρξε περισσότερο σταδιακή και λιγότερο πανηγυρική, εξίσου όμως μαζική.
Η εγκατάλειψη ή τροποποίηση των "ξενικών" επιθέτων και βαφτιστικών και η υιοθέτηση αρχαιοελληνικών ήταν ήδη μια υπαρκτή διαδικασία στην ελεύθερη Ελλάδα και τις ελληνικές κοινότητες της διασποράς, από τις αρχές ήδη του ΙΘ' άι.
Πρόκειται για μια συμβολική κίνηση "επιστροφής στις ρίζες", στενά συνδεδεμένη με το ρομαντικό κλίμα της εποχής και με πρωτεργάτες κυρίως τους δασκάλους των ελληνικών σχολείων. "Κάτι ανάλογο έγινε και στον αιώνα μας, με το μεγάλωμα της Ελλάδας στα 1912 και ύστερα από την προσφυγική μετοικεσία του 1923", σημειώνει λακωνικά στο σχετικό βιβλίο του ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης, "ιδίως από τους νομάρχες και σωματάρχες στους κληρωτούς της Μακεδονίας" ("Τα οικογενειακά μας ονόματα", σ.140).
Με το Β.Δ. της 5/2/1918, αρμόδιος για "την πρόσληψιν και την διόρθωσιν επωνύμων και τας διορθώσεις εγγραφών εν τοις μητρώοις αρρένων" καθίσταται ο Γενικός Διοικητής Μακεδονίας -αρμοδιότητα που αργότερα θα μεταβιβαστεί στο διευθυντή της Διοικήσεως του Υπ.Εσωτ. (1922) και στο νομάρχη (1938).
Στις τοπικές τέλος εφημερίδες του 1930, συναντά κανείς ανακοινώσεις των ΤΤΤ (των ΕΛΤΑ της εποχής) που προειδοποιούν το κοινό ότι "επιστολαί με το επώνυμον των παραληπτών φέρον την κατάληξιν εις -ωφ, -βιτς κλπ εν ώ τούτοι είναι Ελληνες εγγεγραμμένοι εις τα οικεία δημοτολόγια με επώνυμα Ελληνικής καταλήξεως" δεν πρόκειται να διακινούνται.
Για τις λεπτομέρειες αυτής της ονοματολογικής κοσμογονίας, σποραδικές πληροφορίες αντλούμε από διάφορες πηγές. Η ριζικότερη μεταβολή συντελέστηκε, φυσικά, στις σλαβόφωνες περιφέρειες. Χαρακτηριστική είναι η μαρτυρία ενός δασκάλου από την περιοχή της Φλώρινας: "Το Κούφεφ έγινε Κούφες - Κούφης, Τάντσεφ - Τάντσες - Τάντσης - Ταντσίδης. Αλλαξαν και οι ρίζες ονομάτων, όπως: το Ιβάνοφ έγινε Κωστόπουλος, Νόβακοφ - Ιωακειμίδης, Ντήμτσεφ - Δημητριάδης, Νόβατσεφ - Χρηστίδης, Γκράτσσοφ - Ιωαννίδης (του οπλαρχηγού Σίμου).
Ο Μπόρις έγινε Παναγιώτης, Βύρων ή Περικλής, ο Στόϊτσε - Ιωάννης, ο Τράαν - Τραγιανός, ο
Ανάλογες είναι οι παρατηρήσεις μιας κοινωνικής ανθρωπολόγου από ένα χωριό των Σερρών: "Στον καλύτερα διατηρημένο επιτάφιο σταυρό που είδαμε και που φέρει χρονολογία 1843, είναι σκαλισμένο το όνομα Χαριτζέ, που είναι όνομα σύνηθες στην περιοχή.
Οπως προκύπτει από τα μητρώα του χωριού, το όνομα αυτό δατηρήθηκε ώς την αρχή της ελληνικής διοίκησης, οπότε και μεταγράφηκε σε Χαριζάνης. Εκτοτε, διακόπτεται η παράδοση που θέλει να ονομάζεται ο πρωτότοκος γιός με το όνομα του παππού του και το Χαριζάνης εγκαταλείφθηκε μια φορά για να γίνει Ευριπίδης και μια άλλη για να γίνει Βασίλειος" (Δώρα Λαφαζάνη "Μικτά χωριά του κάτω Στρυμόνα: εθνότητα, κοινότητα και εντοπιότητα", περ. Σύγχρονα Θέματα, τχ. 63, 1997).
Η ίδια θα συνδέσει την παρουσία της Κρητικής Χωροφυλακής στην περιοχή με "το εκ πρώτης όψεως παράδοξο γεγονός, ότι από μια χρονική στιγμή και έπειτα η μακεδονική ύπαιθρος γέμισε από κρητικά επώνυμα".
Αλλαγές αυτού του είδους σημειώνονται ακόμα και σε κοινότητες που οι στατιστικές της εποχής καταγράφουν ως ελληνόφωνες πριν από το 1912. "Στην Ασσηρο", διαβάζουμε σε άλλη διατριβή, "σλαβόηχα επώνυμα που περιέχονταν στο παλιό δημοτολόγιο του 1918 είναι απόντα από το καινούριο δημοτολόγιο που άνοιξε στη δεκαετία του '50. Ακόμα και τα βαφτιστικά ονόματα γυναικών, όπως Βελίκα ή Ντόνα, μεταμορφώθηκαν σε ελληνικά ονόματα" (Anastasia Karakasidou "Fields of wheat, hills of blood", Σικάγο 1997, σ.189).
(Ελευθεροτυπία, 18/7/1998)
Τρίτη 23 Ιανουαρίου 2024
ΙΤΑΛΙΚΑ-ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΕΠΩΝΥΜΑ
ΝΑΞΙΑΚΑ ΕΠΩΝΥΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ
Προέλευση των ιταλογενών ναξιακών επωνύμων
Η ύπαρξη ιταλικής προέλευσης ναξιακών οικογενειακών ονομάτων επιδέχεται ποικίλες ερμηνείες και αποδίδεται σε διάφορες αιτίες:
α) Οι φέροντες τέτοια ονόματα είναι δυνατό να είναι γόνοι οικογενειών με ρίζες από τη Δύση και ιδίως από βορειοϊταλικές πόλεις (π.χ. από τη Βενετία, τη Γένοβα, τη Μπολώνια, τη Βερώνα, το Μιλάνο κ.α.), που είτε εγκαταστάθηκαν στη Νάξο ήδη από τον ύστερο Μεσαίωνα, είτε μετανάστευσαν εκεί από άλλες λατινοκρατούμενες περιοχές κατάτην Τουρκοκρατία, χωρίς να αποκλείεται να πρόκειται για απλές επιδράσεις στην ονοματοδοσία τους.
β) Περιπτώσεις μικτών γάμων. Παρατηρείται στη μεσαιωνική Νάξο, αλλά και αργότερα το φαινόμενο της σύναψης γάμου μεταξύ ετεροδόξων. Μία από τις βασικές του αιτίες ήταν (ιδίως κατά τους πρώτους αιώνες της λατινικής κυριαρχίας) η δυσχέρεια εξεύρεσης δυτικών γυναικών στο χώρο των Κυκλάδων, με σκοπό το γάμο.
Έτσι παρατηρήθηκε στο Αιγαίο το φαινόμενο της γέννησης παιδιών, που είχαν πατέρα Λατίνοκαι μητέρα Ελληνορθόδοξη, τα οποία ονομάζονταν γασμούλοι, βασμούλοι ή bastardi. Αυτοί δε θεωρούνταν ούτε ελεύθεροι, ούτε σκλάβοι, αλλά μία ενδιάμεση κατάσταση ανάμεσα στους «Φράγκους»και τους Έλληνες.
Οι γασμούλοι είχαν γενικά τη δυνατότητα να επιλέξουν το δόγμα της αρεσκείας τους, κατά τη συνήθη όμως πρακτική στη Νάξο τα αγόρια, που προέρχονταν από μεικτό γάμο, ασπάζονταν το δόγμα του πατέρα, ενώ τα κορίτσια αυτό της μητέρας, ενώ κατάάλλη εκδοχή, οι γόνοι των μεικτών γάμων -αμφοτέρων των φύλων- στις Κυκλάδες έπαιρναν το δόγμα της μητέρας.
γ) Περιπτώσεις ντόπιων Ελληνορθοδόξων κατοίκων της Νάξου, που για διαφόρους λόγους απέκτησαν επώνυμο ή βαπτιστικό όνομα, προερχόμενο κατά κανόνα από τη βενετσιάνικη διάλεκτο: πιθανόν είτε λόγω στενών σχέσεων με κάποιο φεουδάρχη, το κύρος του οποίου στην τοπική κοινωνία μπορούσε ενδεχομένως να ασκήσει σημαντική επιρροή ως προς την ονοματοδοσία μελών της ελληνορθόδοξης πλειοψηφίας, είτε κυρίως λόγω της ευρείας διάδοσης στο λεξιλόγιο του ντόπιου πληθυσμού ιταλικών λέξεων και εισαγωγής πολλών βαπτιστικών ονομάτων βενετικής προέλευσης.
1) Σε επώνυμα γνωστών δυτικών οικογενειών, μέλη των οποίων εγκαταστάθηκαν στη Νάξο κατά τους μεσαιωνικούς και μεταμεσαιωνικούς χρόνους, που σήμερα είτε διατηρούν τη ρωμαιοκαθολική τους πίστη (π.χ. Δελλα-Ρόκκας), είτε έχουν ασπαστεί το ορθόδοξο δόγμα (π.χ. Μπαζαίος).
2) Σε πατριδωνυμικά επώνυμα. π.χ. Βερώνης, Πρίντεζης, Δεγαΐτας.
3) Σε αυτά που προέρχονται από ιταλικά βαπτιστικά. π.χ. Ανδριέλλος, Τζαννετής, Τζουάννης, Τζαννίνης, Φραγκίσκος, Φρατζέσκος, Μαράκης, Στάης.
4) Σε αυτά που προέρχονται από παρωνύμια. π.χ. Λυμπερτάς, Τζόβενος.
5) Σε αυτά που προέρχονται από ιταλικά επαγγελματικά επώνυμα ή που προήλθαν από τίτλους και αξιώματα της εποχής του Δουκάτου του Αιγαίου και που επιβίωσαν κατά την Τουρκοκρατία. π.χ. Καστελλάνος, Κατζηλιέρης κ.α.
Τετάρτη 27 Δεκεμβρίου 2023
ΙΤΑΛΙΚΑ ΕΠΙΘΕΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ
![]() |
| Τίποτα δεν χρειάζεται μετάφραση, αν είσαι Έλληνας, εδώ στο Σαλέντο της Απουλίας... |
Μερικά ελληνικά επίθετα που εκφράζουν προέλευση από ένα μέρος είναι πολύ συχνά. Έχουμε έτσι:
- anò: Romanò (από Ρώμη), Serranò (από Σέρρες) - και στα ελληνικά λέμε: Βραζιλιάνος, Ιταλιάνος, Παριζιάνος, κλπ.
- eo: Cotroneo (από τον Κρότωνα / Crotone), Messineo (από την Μεσσήνη / Messina), Romeo (από την Ρώμη / Rome) -
- itano: Jeracitano (από την Γέλα, Γέρασα / Gerace), Locritano (από τους Λοκρούς / Locri), Militano (από την Μίλητο / Μίλατο / Μέλιτο / Μελίτη / Melito RC ή Miletus CZ), Reitano και Riggitano (από το Ρήγιο / Reggio), Tarsitano (από την Ταρσία, Ταρσό / Tarsia), Votano (από την Βότα / Μπόβα) -
- oti: Chiaravalloti, Geracioti (Γελασώτης/Γερασωτης, από την Γέλα / Γέρασα / Gerace), Liparoti (από τα νησιά Λιπάρες / Lipari), Squillacioti (Σκυλακιώτης), Seminaroti, κλπ.
- iti: Bruzzaniti (από το Bruzzano), Catanzariti (από το Catanzaro), Mammoliti (από την Μάμμολα / Mammola), Palermiti (από τον Πάνορμο, Πανορμίτης / Παλέρμο), Taverniti (από την Ταβέρνα) - και στα ελληνικά λέμε: Ροδίτης, Λευκαδίτης, κλπ.
Η κατάληξη - à (με περικομμένη έμφαση, στα ελληνικά) δείχνει το επάγγελμα ενός προγόνου:
Barillà (βαρελάς, κατασκευαστής βαρελιών), Cutellà (κουταλάς, κατασκευαστής κουταλιών), Lagana (λαχανάς, παραγωγός/πωλητής λαχανικών), Scutellà (σκουτελάς, κατασκευαστής σκουτιών/αγγείων), Zuccalà (τσουκαλάς, κατασκευαστής τσουκαλιών, αγγειοπλάστης), κλπ.
Τα επώνυμα που τελειώνουν σε -ari είναι επίσης ελληνικής προελεύσεως, αλλά ασαφή:
Cuppari, Gurnari (Γούναρης), Licari, Muccari, Scullari, Siclari (κατασκευαστής σίκλων / κάδων), Sclapari. Φαίνεται να ανήκουν σε ένα πρωτότυπο, αυτοχθόνων και Ελλήνων.
Πήρε 7-8 αιώνες αυτός ο σχηματισμός των ιταλικών επωνύμων – ΠΗΓΗ: Mimmo Codispoti.
Ο Γερμανός γλωσσολόγος G. Rohlfs[1], βάσει του πλούσιου διαλεκτικού υλικού που είχε συλλέξει στο νότιο τμήμα της Ιταλίας, μετά από πολλά χρόνια έρευνας, ισχυρίσθηκε την άμεση καταγωγή τους από τον αποικισμό των Ελλήνων, που μετανάστευσαν στην Magna Graecia.
Ιδού, λοιπόν, κάποια, κατά αλφαβητική σειρά:
Alampi (risplendente), Amendolia (mandorlo), Amuso (grossolano, rozzo), Andidero (dono in contraccambio), Anghelone (Άγγελος, κλπ. messaggero), Arcudi (Αρκουδης, κλπ. piccolo orso), Argurio (Αργυρίου, κλπ. moneta d’argento), Attinà (Αθηναίος, κλπ. pettinaio), Azzarà (pescatore);
Bambace (Βαμβακάς, κλπ. cotone), Barillà (Βαρελάς, κλπ. bottaio), Buccafurri (Μπούκας, κλπ. bocca di forno);
Caccamo (grande caldaia dei pastori), Caliciuri (buon signore), Calogero (Καλόγερος, κλπ. monaco), Calanna (Καλάννος, κλπ. buona Anna), Calù (καλός, κλπ. buono), Camini (Καμίνης, κλπ. fornace), Cananzi (il prediletto), Cannatà (Κανατάς, κλπ. fabbricatore di vasi di creta), Cannavò (Κανναβός, κλπ. grigio), Cannistrà (fabbricatore di canestri), Cardìa (cuore), Caridi (Καρύδης, κλπ. noce), Cartellà (Καρτελάς, κλπ. chi fa o vende ceste), Cartolaro (funzionario addetto all’ufficio del catasto), Catona (tenda), Catricalà (Κατρίκαλος, κλπ. sorta di trappola per uccelli), Ceraso (ciliegia), Chiofalo (testardo), Chilà (uomo dalle grosse labbra), Chinigò (Κυνηγος, κλπ. cacciatore), Chiriaco (Κυριάκος, κλπ. del signore), Chiriatti (signor sarto), Chiricò (Κύρηκος, κλπ. clericale), Cilea (ventre), Codispoti (signore di casa), Comerci (imposta, dogana), Comi (Κόμης, κλπ. alto funzionario bizantino), Condò (Κοντός, κλπ. corto), Crea (carne), Crisafi (Χρυσάφης, κλπ. oro), Crisanti (fiore d'oro) Crisafulli (oro), Criserà (chi fa o vende setacci), Crupi (tosato), Cundari (Lancia), Curatola (capo dei mandriani), Curìa (Κουρέας, κλπ. barbiere); Curmaci (tronco), Cutellà (chi fa cucchiai), Cuzzocrea (di carne mozza);
Dascola (Δάσκαλος, κλπ. maestro), Dattola (dito);
Facciolà (Φακιόλης, κλπ. chi fa o vende fazzoletti da capo), Fagà (Φαγάς, κλπ. chi mangia molto), Falcomatà (calderaio), Fallà (bosco di sugheri), Fantò (visibile), Farace (incisione), Fascì (fascio), Filastò (amuleto), Filocalo (Φιλοκαλος, κλπ. amante del bello), Floccari (chioccia), Foti (Φώτης, κλπ. luce), Fotia (Φωτιας, κλπ. fuoco), Frega (pozzo), Furnari (Φούρναρης, κλπ. fornaio);
Galatà (Γαλατάς, κλπ. lattaio), Galipò (difficile); Gerace (sparviero);
Jerinò (gru);
Lacaria (albero di noce), Laganà (Λαγανάς, Λαχανάς, κλπ. venditore di ortaggio), Lagano (cavolo), Lanatà (chi vende pelli di animali), Lardì (lardo), Lauria (Λαυρίας, Λαυράνος, κλπ. piccoli cenobi), Leandro (Λέανδρος, κλπ. santo), Liano (Λιανός, κλπ. minuto, magro), Licari (lupo), Lico (Λύκος, κλπ. lupo), Logoteta (Λοφοθέτης, κλπ. amministratore), Lojero (vecchio);
Macrì (Μακρής, κλπ. il lungo), Macellari (Μακελλάρης, κλπ. macellaio), Magaraci (Μαζαράκης, κλπ. grande ruscello), Malacrinò (Μελαχροινός, κλπ. bruno), Mallamace (oro), Mallamo (Μάλαμας, κλπ. oro), Mammì (levatrice), Managò (Μοναχός, κλπ. monaco), Mandaglio (piccolo chiavistello), Manglaviti (ufficiale bizantino in funzione di guardia del corpo), Manti (Μάντης, κλπ. indovino), Marafioti (luogo di finocchi), Megale (Μεγάλος, κλπ. grande), Melìa (Μέλης, Μελιας, κλπ. frassino), Melissari (Μελισσάρης, κλπ. apicultore), Melisurgo (Μελισσουργός, κλπ. produttore di miele) Messineo (Μεσσήνιος, κλπ. di Messina), Mezzòtero (il maggiore), Miraglia (ammiraglio), Mirarchi (Μοίρας, κλπ. alto grado militare, generale), Monorchio (con un solo testicolo), Musicò (Μουσικός, κλπ. musicale);
Natoli (Ανατολάκης, κλπ. orientale), Nisticò (Νηστικός, κλπ. digiuno);
Ollìo (ghiro);
Pachì (Παχής, Παχύς, Πάτσης, κλπ. grasso), Palamara (Παλαμάρης, κλπ. gomena), Pangallo (Πάγκαλος, κλπ. molto buono), Papalia (Παπαλιάς, κλπ. prete Elia), Papasidero (Παπασιδέρης, κλπ. prete Isidoro), Pedace (Παιδάκης, κλπ. bambino), Pedullà (Παιδούλας, κλπ. farfalla), Pellicanò (Πελεκάνος, κλπ. picchio verde), Pennestrì (segatore), Piria (Πυριάς, κλπ. pettirosso), Piromalli (Πυρόμαλλος, κλπ. chi ha i capelli rossi), Piscopo (Επίσκοπος, κλπ. vescovo), Pitasi (Πέτασος, κλπ. cappello), Polifroni (Πολυχρόνης, κλπ. di molti anni), Politanò (Πολίτης, κλπ. della città), Politi (Πολίτης, κλπ. cittadino), Praticò (attivo), Pristerà (luogo di colombi), Privitera (prete), Prochilo (manuale), Puja (vento di terra), Puterà (chi fabbrica bicchieri);
Rodano (Ροδανός, κλπ. rosso), Rodinò (Ροδινός, κλπ. rosso), Rodotà (Ροδοτάς, κλπ. pieno di rose), Romanò (Ρωμανός, κλπ. romano), Romeo (Ρωμαίος, κλπ. di Roma), Rudi (Ρούδης, κλπ. melagrana);
Sbano (sbarbato), Scalì (Σκαλής, κλπ. gradino), Schimizzi (Σημιτζής, κλπ. brutto), Schirò (Σκύρος, κλπ. duro), Scirtò (Σκιρτός, κλπ. curvato), Scordo (Σκόρδος, κλπ. aglio), Scutellà (Σκουτελάς, κλπ. chi fa scodelle), Sgro (dai capelli ricciuti), Sindona (Σινδώνης, κλπ. lenzuolo), Sirti (Σύρτης, κλπ. tirabrace del forno), Sismo (terremoto), Sorgonà (fabbricante di grosse e alte ceste per tenervi il pane), Spanò (Σπανός, κλπ. sbarbato), Spinà (Σπίνος, κλπ. cuneo), Straticò (Στρατηγός, κλπ. capo militare);
Tambo (abbagliato), Trimarchi (capo di una squadra militare), Tripepi (degno di Dio), Tripodi (Τριπόδης, κλπ. treppiede), Triveri (povero);
Villari (membro virile);
Zangari (Τσαγκάρης, κλπ. calzolaio), Zema (brodo), Zerbi (Ζερβός, κλπ. mancino), Zimmaro (Ζυμάρης, κλπ. capretto), Z’inghinì (parente), Zuccalà (Τσουκαλάς, κλπ. pentolaio).
Του Γιώργου Λεκάκη
http://www.arxeion-politismou.gr/2020/11/italika-epitheta-ellinikis-proelefsis.html











