Η ΠΛΗΡΗΣ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΙΘΕΤΩΝ - ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ-ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ-ΙΣΤΟΡΙΚΟ-ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΙΘΕΤΩΝ ΚΑΙ ΟΝΟΜΑΤΩΝ - ΣΥΝΕΧΗΣ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ - ΟΛΑ ΤΑ ΕΠΙΘΕΤΑ ΕΧΟΥΝ ΚΑΠΟΙΑ ΣΗΜΑΣΙΑ - ΤΑ ΕΠΩΝΥΜΑ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΦΟΡΕΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑΣ - ΚΑΙ ΒΕΒΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ - Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΣΥΛΛΟΓΗ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΩΝΥΜΩΝ - ΚΑΛΗ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΙΣΤΟΡΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΜΑΘΕΙΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ.
ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΑΣ
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ιστορία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ιστορία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 30 Μαΐου 2016

ΟΙ ΑΓΝΩΣΤΕΣ ΜΑΧΕΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΝΑΝΤΙΩΝ ΤΩΝ ΓΑΛΑΤΩΝ.

Άγνωστες μάχες των Ελλήνων: Όταν οι Γαλάτες επιχείρησαν να αφανίσουν την Αρχαία Ελλάδα -----
Όλοι μας εχουμε μεγαλώσει με τα κόμικ του Αστερίξ,του Οβελίξ και των συντρόφων τους οι οποιοι έσπερναν πανικό στους Ρωμαίους σε κάθε τους αναμέτρηση..Πόσοι απο εμάς όμως γνωρίζουμε οτι αυτή η βαρβαρική φυλή είχε λεηλατήσει ολόκληρη την Ευρώπη,φθάνοντας μέχρι την Ελλάδα;
Α’ Γαλατική εκστρατεία
Με τον Πύρρο στην Ιταλία και τον ραδιούργο Πτολεμαίο Κεραυνό στον Μακεδονικό θρόνο, η Ελλάδα φάνταζε εύκολος στόχος για τους αιμοδιψείς Κέλτες [τότε βρίσκονταν στη Βόρειο Βαλκανική, περίπου στα εδάφη της σημερινής Κροατίας]. Οι Γαλάτες είχαν χωριστεί σε τρεις ομάδες: ο Κερέθριος ήταν ο ηγέτης ενάντια στους Θράκες, οι εισβολείς στην Παιονία είχαν ως καθοδηγητές τον Βρέννο και τον Ακιχώριο, ενώ ο Βέλγιος (ή Βόλγιος) επιτέθηκε στους Μακεδόνες και στους Ιλλυριούς και αντιμετώπισε τον Πτολεμαίο Κεραυνό. Ο Μονούνιος των Δαρδάνων, μαθαίνοντας ότι οι Κέλτες πλησίαζαν, έστειλε πρεσβευτές στον Πτολεμαίο Κεραυνό, προσφέροντάς του συνθηκολόγηση και υποστήριξη ενάντια στον εχθρό με 20.000 άνδρες. Ο Κεραυνός αρνήθηκε λέγοντας: «Η Μακεδονία θα ήταν χαμένη αν ο λαός που υπέταξε ολόκληρη την Ανατολή χρειαζόταν υποστήριξη από τους Δαρδάνους για να προστατεύσει τον τόπο του…».


Η Κελτική εξάπλωση_600 - 300 π.Χ_wikipedia
Η Κελτική εξάπλωση_600 – 300 π.Χ_wikipedia

Οι Κέλτες του Βελγίου είχαν ήδη κατακλύσει την Ιλλυρία και πλησίαζαν στα δάση κοντά στα δυτικά σύνορα της Μακεδονίας. Προσέφεραν στον Πτολεμαίο διατήρηση της βασιλείας του έναντι βαριάς φορολογίας. Εκείνος τους περιγέλασε αποκρινόμενος:
«…αυτή η πρότασή σας καταδεικνύει τον τρόμο που έχετε για τα Μακεδονικά όπλα. Ειρήνη θα κάνουμε μόνο αν ρίξετε τα όπλα σας στη γη και μου παραδώσετε τους αρχηγούς σας ως ομήρους…»
Η αλαζονεία του Κεραυνού έμελε να είναι η καταδίκη του. Προκάλεσε τους Γαλάτες σε μια βιαστική ανοιχτή μάχη, πιστεύοντας ότι ήταν άτρωτος. Δε συμβουλεύτηκε καν τους στρατηγούς του, οι οποίοι εις μάτην τον προέτρεπαν να περιμένει να συγκεντρώσει περισσότερο στρατό για να αντιμετωπίσει τους εισβολείς. Η σύγκρουση ήταν λυσσαλέα. Οι Κέλτες, πολεμώντας μανιασμένα, δεν άργησαν να συναντήσουν τον Μακεδόνα βασιλιά στη μάχη, ο οποίος, απερίσκεπτος καθώς ήταν, όρμησε προς το μέρος τους, επιβαίνοντας σε ελέφαντα. Οι γραμμές των Μακεδόνων, που υστερούσαν αριθμητικά, διασπάστηκαν και ο ελέφαντας του Κεραυνού σωριάστηκε πληγωμένος στο έδαφος, με τον Πτολεμαίο να τραυματίζεται βαριά. Οι Κέλτες τον έπιασαν ζωντανό, τον αποκεφάλισαν και κάρφωσαν το κεφάλι του σε δόρυ, περιφέροντάς το ως σημάδι νίκης και μέσο εκφοβισμού των αντιπάλων τους.
Μετά τη συντριβή του Μακεδονικού στρατού, οι Γαλάτες ξεχύθηκαν στην απροστάτευτη γη της Μακεδονίας. Λεηλάτησαν την ύπαιθρο με τρομερή μανία αλλά δεν κατόρθωσαν να κάνουν το ίδιο με τις οχυρωμένες πόλεις, καθώς δεν ήξεραν πώς να τις εκπορθήσουν. Στην ύπαιθρο όμως έσπειραν τον τρόμο και τον πανικό καίγοντας και σφάζοντας ό,τι και όποιον έβρισκαν στο διάβα τους. Μετά το θάνατο του Πτολεμαίου Κεραυνού ανέβηκε στο Μακεδονικό θρόνο ο αδερφός του Μελέαγρος. Η βασιλεία του κράτησε μόλις δύο μήνες διότι οι Μακεδόνες που είχαν βιώσει τα δεινά που είχε φέρει στον τόπο τους ο φιλόδοξος Κεραυνός δεν ήθελαν κάποιον συγγενή του στο θρόνο. Στη θέση αυτού στέφθηκε βασιλιάς ο Αντίπατρος, ανιψιός του Κάσσανδρου. Και αυτός όμως δεν κατάφερε να εξαλείψει τη Γαλατική απειλή. Ένας ευγενής με το όνομα Σωσθένης τον ανάγκασε να παραιτηθεί, συγκέντρωσε στρατό και άρχισε να μάχεται ενάντια στον εισβολέα, καταφέρνοντας να εκδιώξει τελικά τους Κέλτες απ’ τη Μακεδονία. Επειδή η φύση της πρώτης Κελτικής εκστρατείας το 279 π.Χ. ήταν κυρίως αναζήτηση λαφύρων παρά οργανωμένη προσπάθεια αποικισμού, οι Κέλτες, με κορεσμένη την δίψα τους για λάφυρα, δεν βρήκαν το σθένος να συνεχίσουν την εκστρατεία τους κι επέστρεψαν στην πατρίδα τους.
Β’ Γαλατική εκστρατεία


Βρέννος

Υπήρχε ωστόσο μεταξύ αυτών κάποιος του οποίου η δίψα για αίμα και πλούτη ήταν ακόρεστη. Ο Γαλάτης αρχηγός Βρέννος, μιλώντας δημόσια αλλά και κατ’ ιδίαν με Γαλάτες αξιωματούχους, πίεζε για ακόμα μια εκστρατεία ενάντια στην Ελλάδα. Φθονούσε τα κέρδη του Βελγίου από την προηγούμενη εκστρατεία στη Μακεδονία και ήθελε και αυτός ανάλογα πλούτη για τον εαυτό του. Σε μια συνέλευση μάλιστα έφερε ενώπιον όλων κάποιους μικρόσωμους, κεκαρμένους και φτωχοντυμένους Έλληνες αιχμαλώτους και τους έβαλε δίπλα δίπλα με τους ψηλότερους των φρουρών του. Είπε ότι οι Ελληνικές πόλεις κράτη στην ασύλητη ακόμη νότια περιοχή της Ελλάδας ήταν ανίσχυρες εκείνον τον καιρό, διέθεταν ωστόσο αρκετά πλούτη και ναούς γεμάτους με ασήμι και χρυσό. Έδειχνε τους αιχμαλώτους και υποστήριζε ότι το μόνο που είχαν να κάνουν για να περιέλθει στην κατοχή τους ο ελληνικός πλούτος ήταν να επιτεθούν σε αυτά τα αδύναμα ανθρωπάκια.
Για την εκστρατεία αυτή οι Γαλάτες συγκέντρωσαν μεγάλο αριθμό πεζών, τους οποίους ορισμένες πηγές υπολογίζουν περισσότερους από 200.000, χωρίς να περιλαμβάνουν τους μη μάχιμους (ηλικιωμένους, γυναίκες και παιδιά) που ακολουθούσαν. Οι Κελτικές ορδές ξεκίνησαν στις αρχές της άνοιξης του 278 π.Χ. . Από το Γαλατικό στρατό 20.000 άνδρες κατευθύνθηκαν προς τη χώρα των Δαρδάνων υπό τις διαταγές του Λεοννόριουκαι του Λουτάριου. Οι υπόλοιποι συνέχισαν νότια προς τη Μακεδονία. Ο Σωσθένης τήρησε αμυντική στάση, κατάφερε να συγκρατήσει τη βαρβαρική ορμή και τους απώθησε προξενώντας τους σημαντικές απώλειες. Η αντίσταση των Μακεδόνων οδήγησε τους Γαλάτες ακόμα πιο νότια, στη Θεσσαλική γη. Οι Έλληνες, στο άκουσμα της είδησης πως οι βάρβαροι πλησιάζουν, αποφάσισαν να δράσουν. Ο Ελληνικός στρατός γνώριζε καλά τι θα αντιμετωπίσει. Ο Παυσανίας αναφέρει σχετικά :«Το Ελληνικό γενναίο πνεύμα χάθηκε μέσα σε λίγες στιγμές ωστόσο η δύναμη του φόβου ανάγκασε τους Έλληνες να συνειδητοποιήσουν ότι έπρεπε να πολεμήσουν. Γνώριζαν ότι αυτή η πάλη δεν γινόταν για την ελευθερία τους, όπως τότε που αντιμετώπισαν τους Πέρσες. Δεν έφτανε πλέον να προσφέρουν γη και ύδωρ. Τα γεγονότα που συνέβησαν στη Μακεδονία, στη Θράκη και στην Παιονία ήταν ακόμα νωπά στη μνήμη τους, ενώ νέες αιματοχυσίες λάμβαναν πλέον χώρα και στη Θεσσαλία. Κάθε άνδρας ως ξεχωριστή μονάδα και κάθε πόλη συνολικά συνειδητοποιούσαν ότι οι Έλληνες έπρεπε είτε να αντεπεξέλθουν στις περιστάσεις, είτε να αφανιστούν».
Ως καλύτερο σημείο οχύρωσης επιλέχτηκε για ακόμα μια φορά το στενό πέρασμα τωνΘερμοπυλών. Το σημείο αυτό αποτελούσε μια στενή πύλη η οποία κατά την αρχαιότητα βρισκόταν μεταξύ του όρους Οίτη και της θάλασσας και ήταν το βασικό πέρασμα προς τη νότια Ελλάδα. Στο σημείο αυτό οι Σπαρτιάτες προσπάθησαν να συγκρατήσουν τις Περσικές ορδές το 480 π.Χ. και οι Αθηναίοι αναχαίτισαν επιτυχώς τους Μακεδόνες 128 χρόνια αργότερα. Το 279 π.Χ. οι Βοιωτοί έστειλαν 10.000 οπλίτες και 500 ιππείς με επικεφαλής τους Κηφισόδοτο, Θεαρίδα, Διογένη και Λύσσανδρο. Από τους Φωκείς εστάλησαν 3.000 πεζικάριοι και 500 ιππείς. Περίπου 13.000 η συνολική δύναμη των Ελλήνων της σημερινής νότιας Ελλάδας. Μαζί με αυτούς ήταν και 500 μισθοφόροι από τη Μακεδονία και άλλοι τόσοι στρατιώτες από το βασίλειο των Σελευκιδών μαζί με πολλές αθηναϊκές τριήρεις. Οι μοναδικοί που δεν έστειλαν στρατό ήταν οι Πελοποννήσιοι. Η απουσία πλοίων στον κελτικό στρατό τους εφησύχαζε μια και δεν υπήρχε άλλος τρόπος να περάσουν τη θάλασσα του Κορινθιακού παρά μόνον από το στενό του Ισθμού. Αποφάσισαν λοιπόν να οχυρωθούν πίσω από τα τείχη του Ισθμού και να τους περιμένουν.
Η πρώτη Ελληνική εκστρατεία αναχαίτισης – Αποτυχία στον Σπερχειό ποταμό
Όταν οι Έλληνες συγκέντρωσαν όλες τους τις δυνάμεις, πληροφορήθηκαν ότι οι Γαλάτες είχαν ήδη προσεγγίσει την Μαγνησία και την Φθιώτιδα. Αποφάσισαν να στείλουν ένα απόσπασμα αποτελούμενο από όλο το ιππικό καθώς και 1.000 ελαφρά οπλισμένους άντρες στο Σπερχειό, προσπαθώντας να μην επιτρέψουν στους Γαλάτες να διασχίσουν τον ποταμό. Με την άφιξή τους, οι Ελληνικές δυνάμεις κατέστρεψαν τις γέφυρες του ποταμού και έλαβαν θέσεις μάχης στις όχθες του.
Αλλά ο Βρέννος, αν και βάρβαρος, δεν ήταν απολίτιστος ούτε είχε άγνοια των πολεμικών τακτικών. Την ίδια νύχτα έστειλε στρατιωτικό απόσπασμα στο Σπερχειό, μακριά από τις κατεστραμμένες γέφυρες, σε σημεία όπου μπορούσαν να περάσουν τον ποταμό. Ο Βρέννος επέλεξε δεινούς κολυμβητές και ψηλούς στρατιώτες γι’ αυτή την αποστολή. Άλλωστε, οι Κέλτες ήταν κατά πολύ ψηλότεροι από τους υπόλοιπους λαούς της Ευρώπης, κάτι που είχαν διαπιστώσει και οι Ρωμαίοι πριν από τους Έλληνες. Κατ’ αυτόν τον τρόπο αρκετοί Γαλάτες διέσχισαν κολυμπώντας τον ποταμό τη νύχτα χρησιμοποιώντας τις ασπίδες τους ως σχεδίες, ενώ οι ψηλότεροι εξ αυτών σχεδόν διέσχισαν τα νερά περπατώντας στον πυθμένα με το κεφάλι τους να προβάλλει έξω από το νερό. Οι Έλληνες που βρίσκονταν στο Σπερχειό, όταν πληροφορήθηκαν ότι το βράδυ οι βάρβαροι είχαν διασχίσει τον ποταμό, εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και επέστρεψαν στις γραμμές της κύριας στρατιάς, φοβούμενοι το ενδεχόμενο της περικύκλωσης. Ο Βρέννος ανάγκασε τους κατοίκους που βρίσκονταν γύρω από το Μαλιακό κόλπο να ξαναχτίσουν τις γέφυρες πάνωαπό το Σπερχειό. Εκείνοι, φοβούμενοι τις συνέπειες της άρνησής τους, υπάκουσαν.
Ο Βρέννος διέσχισε με το στρατό του τις γέφυρες και κατευθύνθηκε προς την Ηράκλεια. Οι Γαλάτες λεηλατούσαν τα πάντα στο διάβα τους σφαγιάζοντας όσους συναντούσαν στα περίχωρα, χωρίς να επιτίθενται στην πόλη. Η Ηράκλεια προστατευόταν από τους Αιτωλούς, οι οποίοι πριν ένα έτος είχαν αναγκάσει τους κατοίκους της να συμμετάσχουν στην Αιτωλική Συμπολιτεία. Οι Αιτωλοί θεωρούσαν ότι η πόλη τούς ανήκε, εξίσου με τους Ηρακλειδείς. Ο Βρέννος δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την πόλη της Ηράκλειας. Κύριος στόχος του ήταν να υπερκεράσει τις δυνάμεις που προστάτευαν τα στενά των Θερμοπυλών και να εισβάλλει στη Νότια Ελλάδα.
Μάχη στα στενά των Θερμοπυλών
Ορισμένοι Έλληνες λιποτάκτες είχαν ενημερώσει τον Βρέννο για τις δυνάμεις που θα αντιμετώπιζε στις Θερμοπύλες. Παρά την ύπαρξη της Ελληνικής στρατιάς, προέλασε από την Ηράκλεια και ξεκίνησε την επίθεση την αυγή της επόμενης μέρας. Δεν είχε μαζί του Έλληνα μάντη και δεν προέβη σε μυστηριακές θυσίες………αν όντως οι Κέλτες πίστευαν σε τέτοιου είδους δοξασίες. Οι Έλληνες αντιτάχθηκαν σιωπηρά και με τάξη. Όταν προσέγγισαν τους Γαλάτες, το ιππικό απομακρύνθηκε ελάχιστα από τον κύριο κορμό, ενώ οι ελαφρά οπλισμένοι στρατιώτες έμειναν πιο πίσω εκτοξεύοντας ακόντια, βέλη και πέτρες.


Κελτικό ιππικό
Κελτικό ιππικό

Το ιππικό και των δύο παρατάξεων δεν έπαιξε σοβαρό ρόλο επειδή το έδαφος στο πέρασμα δεν ήταν μόνο στενό αλλά και ολισθηρό λόγω του βραχώδους εδάφους και των χειμάρρων που κυλούσαν ανάμεσα στα βράχια. Οι Γαλάτες ήταν ελαφρύτερα οπλισμένοι από τους Έλληνες: πολλοί από αυτούς πολεμούσαν γυμνοί από τη μέση και πάνω και ως μοναδικό αμυντικό όπλο είχαν τις ασπίδες τους, οι οποίες ήταν κατώτερες τεχνολογικά από τις ελληνικές και τους παρείχαν ελάχιστη προστασία. Με τρομερό πάθος και πολεμική ορμή, την ώρα της μάχης μετατρέπονταν σε ανίκητες πολεμικές μηχανές. Χτυπημένοι από τσεκούρι ή ξίφος, συνέχιζαν να πολεμούν ώσπου να πέσουν νεκροί. Τρυπημένοι από ακόντια ή βέλη συνέχιζαν να μάχονται με το σθένος τους αναλλοίωτο όσο υπήρχε μέσα τους ζωή. Ορισμένοι έβγαζαν τα καρφωμένα στο σώμα τους ακόντια και τα εκσφενδόνιζαν πίσω στους αντιπάλους τους ή τα χρησιμοποιούσαν για μάχη σώμα με σώμα.
Στο μεταξύ, οι Αθηναίοι που βρίσκονταν στις τριήρεις, αγκυροβολημένοι στη λάσπη που εκτεινόταν μέχρι τη θάλασσα, με δυσκολία και κίνδυνο έφεραν τα πλοία τους όσο το δυνατόν πιο κοντά στην ακτή, εξαπολύοντας βέλη ή οτιδήποτε άλλο μπορούσε να ριφθεί ενάντια στους Γαλάτες. Οι τελευταίοι ευρισκόμενοι σε πλήρη σύγχυση και μέσα σε πολύ περιορισμένο χώρο, προκάλεσαν κάποιες απώλειες στους Έλληνες αλλά οι ίδιοι υπέστησαν ακόμα μεγαλύτερες. Αυτή η εξέλιξη ανάγκασε τους αρχηγούς τους να τους αποσύρουν πίσω στο Γαλατικό στρατόπεδο. Υποχωρώντας άτακτα και υπό πλήρη σύγχυση, αρκετοί από αυτούς ποδοπατήθηκαν από τους συντρόφους τους ενώ κάποιοι έπεσαν σε βάλτους και βούλιαξαν κάτω από τη λάσπη. Οι απώλειές τους κατά την υποχώρηση ήταν εξίσου μεγάλες με αυτές που υπέστησαν στη μάχη.
Αφού οι Κέλτες είχαν πλέον λεηλατήσει στο διάβα τους σπίτια και ναούς, παραδίνοντας το Κάλλιο στις φλόγες, επέστρεψαν από τον ίδιο φυσικό αυχένα με σκοπό να συναντήσουν τον υπόλοιπο Γαλατικό στρατό. Καθ’ οδόν συνάντησαν τους Πατρινούς, οι οποίοι ήταν οι μόνοι μεταξύ των Αχαιών που είχαν απαντήσει στο πολεμικό κάλεσμα των Αιτωλών. Εκπαιδευμένοι ως οπλίτες, διενήργησαν μια κατά μέτωπον επίθεση ενάντια στους Γαλάτες αλλά υπέστησαν εκτενείς απώλειες απέναντι σε έναν σαφώς πολυπληθέστερο στρατό. Στη σημερινή θέση Κοκκάλια (τοποθεσία που οφείλει την ονομασία της στα πολλά διασκορπισμένα και θρυμματισμένα οστά που απαντώνται εκεί μέχρι και σήμερα, ανεξίτηλα σημάδια μιας τρομακτικής μάχης), οι 8.000 Αιτωλοί, άνδρες και γυναίκες, συνέχιζαν να καταδιώκουν τους βαρβάρους και να τους επιτίθενται. Πολλά από τα βέλη που τους έριχναν έβρισκαν στόχο επειδή οι Γαλάτες δεν είχαν ισχυρή αμυντική θωράκιση. Οι Αιτωλοί οπισθοχωρούσαν όταν οι Γαλάτες τους επιτίθεντο και επέστρεφαν δριμύτεροι όταν οι τελευταίοι γύριζαν τα νώτα τους. Οι Καλλιείς οι οποίοι είχαν υποστεί τη μεγαλύτερη καταστροφή, επεδείκνυαν τη μεγαλύτερη οργή. Κατάφεραν να εκδικηθούν το θάνατο των συντρόφων τους προκαλώντας μεγάλες απώλειες στο Γαλατικό απόσπασμα. Από τους 40.800 λιγότεροι από τους μισούς επέστρεψαν στις Θερμοπύλες.


Απεικόνιση διαδρομής Γαλατών

Ηρακλειώτες και Αινιάνες – πρόθυμοι «πληροφοριοδότες»
Εν τω μεταξύ, οι αποδυναμωμένοι Έλληνες που βρίσκονταν στις Θερμοπύλες επρόκειτο να υπερκερασθούν από τις στρατιές του Βρέννου σε μια τραγική επανάληψη της ιστορίας. Όπως στην πρώτη μάχη των Θερμοπυλών, έτσι και τώρα ο Βρέννος ακολούθησε τις υποδείξεις των Ηρακλειωτών και των Αινιανών ακολουθώντας τον ίδιο δρόμο που είχαν ακολουθήσει οι Πέρσες (την Ανοπαία Ατραπό). Το έκαναν αυτό όχι διότι δεν ήταν πιστοί στον Ελληνικό αγώνα αλλά επειδή ήθελαν να φύγουν οι Κέλτες το γρηγορότερο δυνατόν από τη γη τους πριν την ερημώσουν. Ο Βρέννος, αφήνοντας διοικητή του κύριου σώματος της στρατιάς τον Ακιχώριο, κατευθύνθηκε με 40.000 άνδρες προς το πέρασμα. Κατέστησε σαφές στον αντικαταστάτη του ότι δεν έπρεπε να επιτεθεί στους Έλληνες προτού ολοκληρωθεί η κίνηση της περικύκλωσης. Εκείνη την ημέρα η ομίχλη ήταν πυκνή και είχε απλωθεί μέχρι τις παρυφές της Οίτης, εμποδίζοντας την ορατότητα των Φωκέων που φυλούσαν το πέρασμα. Οι Γαλάτες τους αιφνιδίασαν, ωστόσο οι Φωκείς αντιστάθηκαν γενναία. Τελικά όμως αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν από το πέρασμα. Κατόρθωσαν εντούτοις να ειδοποιήσουν τους συντρόφους τους και να τους αναφέρουν την επικείμενη περικύκλωση προτού αυτή λάβει χώρα.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι Αθηναίοι κατάφεραν να αποσύρουν έγκαιρα τις τριήρεις και τα στρατεύματά τους. Το ίδιο έπραξαν και οι υπόλοιπες Ελληνικές δυνάμεις, με εκάστης ο στρατός να επιστρέφει στην πατρίδα του. Σε αυτή τη μάχη δεν υπήρξε κάτι ανάλογο με τους 300 Σπαρτιάτες και τους 700 Θεσπιείς. Ίσως για αυτό το λόγο να είναι λιγότερο γνωστή. Το πέρασμα ήταν πλέον ανοιχτό, με ολόκληρη τη Νότια Ελλάδα να είναι απροστάτευτη στην Κελτική επέλαση.
Επιδρομή στους Δελφούς
Ο Βρέννος και ο Ακιχώριος είχαν πλέον να επιλέξουν την επόμενη κίνηση………να βαδίσουν εναντίον των Αθηνών. Ο Βρέννος, χλευάζοντας τους αθάνατους θεούς των Ελλήνων είπε ειρωνικά ότι «εκείνοι που έχουν τα πλούτη θα πρέπει να φερθούν γενναιόδωρα στους θνητούς.». Χωρίς να σπαταλήσει χρόνο, διέταξε τον Ακιχώριο να εγκαταστήσει ένα μέρος του στρατού στην Ηράκλεια για να κρατά απασχολημένους τους Αιτωλούς και στη συνέχεια, με τον υπόλοιπο στρατό, να ακολουθήσει πορεία με κατεύθυνση στους Δελφούς. Ο ίδιος αναχώρησε από τις Θερμοπύλες διασχίζοντας τα στενά του Παρνασσού με σκοπό να συλήσει το θησαυροφυλάκιο που βρισκόταν στον ιερό ναό του θεού Απόλλωνα.
Τρομοκρατημένοι οι κάτοικοι των Δελφών, αναζήτησαν καταφύγιο στο Μαντείο. Σε υπεράσπιση του Μαντείου προσέτρεξαν οι Φωκιείς από την Άμφισσα και περίπου 1200 Αιτωλείς. Η κύρια στρατιά των Αιτωλών στράφηκε ενάντια στον Ακιχώριο, ο οποίος είχε εν τω μεταξύ ξεκινήσει από την Ηράκλεια για να συναντήσει το Βρέννο (έχοντας ολοκληρώσει την αποστολή που ο Βρέννος τού ανέθεσε). Στην ουσία οι Αιτωλοί αναλώθηκαν σε συνεχή ανταρτοπόλεμο παρενοχλώντας την οπισθοφυλακή της Γαλατικής παράταξης η οποία μετέφερε τα λάφυρα από τις προηγούμενες λεηλασίες. Αυτή η δολιοφθορά ανάγκασε τους Γαλάτες να κινούνται με αργό ρυθμό. Ο Βρέννος αφίχθη στους Δελφούς όπου είχε πλέον να αντιμετωπίσει τους Έλληνες που είχαν καταφτάσει να υπερασπιστούν το ιερό. Προσπάθησε να εγείρει το ηθικό των στρατιωτών του δείχνοντάς τους στον ορίζοντα το μαντείο και λέγοντάς τους ότι τα αγάλματα και τα άρματα με τα τέσσερα άλογα, ευδιάκριτα από εκείνο το σημείο, ήταν κατασκευασμένα από καθαρό χρυσάφι και θα αποδεικνύονταν ακόμα πιο μεγάλα σε αξία όταν ζυγίζονταν.


Ο Θνήσκων Γαλάτης, ένα ρωμαϊκό μαρμάρινο αντίγραφο ενός ελληνιστικού έργου του τέλους του 3ου αιώνα π.Χ. Μουσεία Καπιτωλίου, Ρώμη_wikipedia
Ο Θνήσκων Γαλάτης_Ρωμαϊκό μαρμάρινο αντίγραφο Ελληνιστικού έργου _ τέλη 3ου αιώνα π.Χ. _Μουσείο Καπιτωλίου, Ρώμη_wikipedia

Οι Δελφιείς από την άλλη πλευρά είχαν ως μοναδική πηγή θάρρους την πίστη ότι ο θεός Απόλλωνας ήταν στο πλευρό τους παρά τις δικές τους ικανότητες και δυνάμεις. Κατάφεραν ωστόσο να αποκρούσουν την επίθεση των αναρριχώμενων στους βράχους Γαλατών εκσφενδονίζοντας πέτρες και ακόντια από την κορυφή του λόφου. Σύμφωνα με την ποιητική περιγραφή του Παυσανία, οι Γαλάτες, εκτός από τους Έλληνες, είχαν να αντιμετωπίσουν και τα στοιχεία της φύσης, σεισμούς, κεραυνούς και αστραπές, σημάδια θεόσταλτα από το θεό Απόλλωνα. Πέραν της «θεϊκής παρέμβασης» φαίνεται πιθανό να επικρατούσε στην περιοχή σφοδρή καταιγίδα, με αποτέλεσμα αρκετοί από τους Γαλάτες να σκοτωθούν από τις συνεχείς κατολισθήσεις βράχων.
Ωστόσο, πολλές ήσαν οι απώλειες και για τους Έλληνες. Κατά τη διάρκεια της νύχτας η κατάσταση για τους Γαλάτες δεν ήταν καλύτερη. Αφόρητο ψύχος κάλυψε την περιοχή ενώ βράχοι έπεφταν συνέχεια από τον Παρνασσό και καταπλάκωναν πολλούς από τους στρατιώτες του Βρέννου, οι οποίοι ήταν μαζεμένοι σε ομάδες για να προστατευθούν από ενδεχόμενες αιφνιδιαστικές νυχτερινές επιθέσεις των Ελλήνων. Μόλις ο ήλιος πρόβαλε πάνω από τους Δελφούς, οι Έλληνες επιτέθηκαν κατά μέτωπο με εξαίρεση τους Φωκιείς, οι οποίοι, γνωρίζοντας καλά το μέρος, επέλεξαν να κατέβουν στις δύσβατες πλαγιές του Παρνασσού και να χτυπήσουν τους Κέλτες στα μετόπισθεν εξαπολύοντας βέλη και ακόντια. Στην αρχή της μάχης οι Γαλάτες αντιστάθηκαν γενναία, ειδικότερα η φρουρά του Βρέννου. Ωστόσο, μόλις τραυματίστηκε ο αρχηγός τους, αναγκάστηκαν να οπισθοχωρήσουν, καθώς οι Έλληνες επετίθεντο από όλες τις μεριές. Κατά την οπισθοχώρησή τους αυτή σκότωσαν όσους από τους συντρόφους τους ήταν τραυματισμένοι, ή βαριά άρρωστοι από τις κακουχίες και δεν μπορούσαν να τους ακολουθήσουν.
Αποτυχία Γαλατικής εκστρατείας
Με τον ερχομό της επόμενης νύχτας, οι Γαλάτες κατελήφθησαν από συναισθήματα σύγχυσης και φόβου. Πολλοί από αυτούς στράφηκαν ενάντια στους συντρόφους τους και άρχισαν να αλληλοεξοντώνονται. Οι Φωκιείς ήταν οι πρώτοι που ανέφεραν στους υπόλοιπους Έλληνες τον ακατάσχετο πανικό που είχε κυριεύσει τον εχθρό. Αυτή η εξέλιξη όπλισε με περισσότερο θάρρος και αποφασιστικότητα τους κατοίκους των γύρω περιοχών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι Γαλάτες, εκτός από το ανελέητο κυνηγητό από τους Έλληνες, είχαν πλέον να αντιμετωπίσουν και την πείνα, καθώς κάθε προσπάθεια συγκέντρωσης βρώσιμων υλών από τη γύρω περιοχή βαφόταν με αίμα. Περίπου 6.000 Κέλτες χάθηκαν στη μάχη και άλλους 10.000 να ακολουθούν στον πανικό που ακολούθησε. Σε αυτούς προσετέθησαν ακόμα τόσοι, ως θύματα της πείνας και του κρύου. Οι απόψεις για την τύχη του Βρέννου διίστανται: ο Παυσανίας ισχυρίζεται ότι αυτοκτόνησε αφού πρώτα κατανάλωσε «άκρατον οίνον». Ο Ιουστίνος παρουσιάζει ως μέσο της αυτοκτονίας ένα μαχαίρι ενώ ο Διόδωρος αναφέρει ότι πρώτα μέθυσε και στη συνέχεια χρησιμοποίησε ένα σπαθί. Το πλέον πιθανό είναι ότι ο Βρέννος, λόγω των εκτεταμένων τραυμάτων που έφερε, αυτοκτόνησε με το σπαθί του σύμφωνα με το κελτικό έθιμο που απαιτούσε οι βαριά τραυματισμένοι άντρες να αφαιρούν τη ζωή τους αλλά και τη ζωή των άμεσων συγγενικών τους προσώπων.
Πιθανότατα οι Γαλάτες πίστευαν ότι ο αργός θάνατος ήταν εξαιρετικά ατιμωτικός, ή ότι δεν έπρεπε με κανένα τρόπο να πέσουν ζωντανοί στα χέρια του εχθρού. Οι Αθηναίοι, μαθαίνοντας τα γεγονότα, ένωσαν τις δυνάμεις τους με τους Βοιωτούς και ξεκίνησαν να καταδιώκουν από κοινού τους Γαλάτες σκοτώνοντας αυτούς που καθυστερούσαν κι έμεναν πίσω. Οι Γαλάτες κατόρθωσαν να αποσυρθούν από τους Δελφούς και να ενώσουν τις δυνάμεις τους με τον Ακιχώριο, ο οποίος στο μεταξύ είχε αναχωρήσει από την Ηράκλεια για να καλύψει την υποχώρηση των συντρόφων του. Έχοντας πλέον αυτόν ως αρχηγό, μετά από υπόδειξη και επιθυμία του αποθανόντος Βρέννου, κατευθύνθηκαν προς το γαλατικό στρατόπεδο. Καθ’ οδόν, και νιώθοντας καυτή την ανάσα των Αιτωλών στην πλάτη τους, συνάντησαν κοντά στο Σπερχειό τους Θεσσαλούς και τους Μαλιείς, οι οποίοι είχαν σταθεί εκεί αποφασισμένοι να ανταποδώσουν τα δεινά που τους προξένησαν οι επίδοξοι κατακτητές. Οι περισσότεροι Έλληνες ιστορικοί της εποχής καταμαρτυρούν ότι ουδείς Γαλάτης επέζησε της σφαγής στον Σπερχειό ποταμό.


Εποικίσεις Γαλατικών φύλων

Ωστόσο, σύμφωνα με κάποιες άλλες μαρτυρίες, Γαλατικό απόσπασμα που είχε επιτεθεί στους Δελφούς, οι Τεκτόσαγες, κατάφεραν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, ενώ και άλλοι, υπό τις διαταγές των Κομοντόριου και Βαθάναττου, κατευθύνθηκαν προς το Βορρά έχοντας μαζί τους αρκετά από τα λάφυρα που είχαν συγκεντρώσει. Μέσω διαρκών επιθέσεων από αυτούς που είχαν δεινοπαθήσει κατά την κάθοδό τους, έφτασαν στη χώρα των Δαρδανών κι εκεί χωρίστηκαν: ο μεν Βαθάναττος στράφηκε προς την Ιλλυρία και εγκαταστάθηκε στην περιοχή μεταξύ των ποταμών Σάβου και Δούναβη, ενώ ο στρατός του Κομοντόριου νίκησε τους Τριβαλλούς και τους Γέτες και εγκαταστάθηκε στην Τύλη, στις δύο πλευρές του Αίμου, κοντά στη σημερινή Βουλγαρική πόλη Στάρα Ζάγορα. Οι Γαλάτες υπό τις διαταγές του Λουτάριου και του Λεοννόριου πέρασαν στον Ελλήσποντο και, αφού υποσχέθηκαν πίστη και φιλία στο Νικομήδη, βασιλιά της Βιθυνίας, εγκαταστάθηκαν στην Ανατολία, σε μια περιοχή που έλαβε το όνομά τους (Γαλατία).
Σημασία της Ελληνικής νίκης


Απεικόνιση Γαλατικής κεφαλής σε Θρακικό νόμισμα. (Αρχαιολογικό μουσείο Κωνσταντινούπολης)

Οι Γαλάτες εισβάλλοντας στην Ελλάδα είχαν σκοπό όχι απλώς να τη λεηλατήσουν αλλά και να την αποικίσουν. Πήραν μαζί τους τις γυναίκες και τα παιδιά τους με σκοπό να βρουν νέες εστίες και να εγκατασταθούν μόνιμα σε αυτές. Σε αυτήν την άποψη συνηγορεί το ότι μετά τη δεύτερη εισβολή, οι επιζήσαντες δημιούργησαν κελτικό βασίλειο στην Τύλη, ενώ άλλοι εγκαταστάθηκαν στη Μικρά Ασία και παρέμειναν εκεί για αρκετούς αιώνες ως μια αυτοτελής εθνική ομάδα.
Είναι αξιομνημόνευτη η αποφασιστικότητα που επέδειξαν μέσα στην απελπισία τους οι Έλληνες. Αξιοσημείωτο είναι ότι αγωνιζόμενοι να επιζήσουν, αφάνισαν δεκάδες χιλιάδες Γαλάτες παρότι συνολικά δεν είχαν συγκεντρώσει περισσότερους από 30.000 μαχητές. Το κατόρθωμα αυτό γίνεται ακόμα μεγαλύτερο αν αναλογιστεί κανείς ότι ο σωματότυπος και η αριθμητική υπεροχή του εχθρού, σε συνδυασμό με την έλλειψη των μεγάλων ηγετών στον Ελλαδικό χώρο – δεδομένης της απουσίας των Πύρρου και του Αντίγονου Γονατά – καθιστούσε αναμενόμενη την Κελτική επικράτηση.
Ωστόσο, σε μια εποχή φθοράς των παλαιών αξιών, εμφύλιων σπαραγμών και με την λάμψη του Ελληνικού πολιτισμού να σβήνει, το Ελληνικό πνεύμα, με πρωταγωνιστές τους Αιτωλούς, απέδειξε για ακόμα μια φορά την αξία του ενάντια σε έναν ισχυρό και αλώβητο λαό που δέσποζε σε ολόκληρη τη Δυτική Ευρώπη και ο οποίος στις αρχές του 4ου π.Χ. αιώνα είχαν κατακτήσει τη μετέπειτα κοσμοκράτειρα Ρώμη.
Οι Έλληνες, σε μια εποχή παρακμής, τέλεσαν έναν άθλο μεγαλύτερο ίσως εκείνου της αναχαίτισης των Περσικών ορδών μερικούς αιώνες πριν, όταν η Ελλάδα ήκμαζε σε όλους τους τομείς. Είναι πράγματι θλιβερό που μια τόσο σημαντική στιγμή στην Ελληνική ιστορία δεν έχει την προβολή που της αρμόζει.
 - See more at: http://www.pronews.gr/portal/20160529/sports/istoria/agnostes-mahes-ton-ellinon-otan-oi-galates-epiheirisan-na-afanisoyn-tin#sthash.SIfGo6DH.dpuf
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "ΟΙ ΑΓΝΩΣΤΕΣ ΜΑΧΕΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΝΑΝΤΙΩΝ ΤΩΝ ΓΑΛΑΤΩΝ."

Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2016

ΑΙΟΛΕΙΣ ΚΑΙ ΊΩΝΕΣ - ΕΛΛΗΝΕΣ ΓΡΑΚΟΙ

Οι Ίωνες μάλλον προέρχονται κυρίως από Αιολικά φύλα, όπως του Νηλέα της Πύλου, αδελφού του Αίσονα και του Ποσειδώνος Πελία, θείου του Ιάσονα, από την Αιολική Ιωλκό της Θεσσαλίας.-----
Ακούμε πολλούς ξένους, στη γλώσσα τους ν' αναφέρονται στην Ελλάδα πότε ως Γραικία και πότε ως Γιουνανιστάν. Η Ελλάς ως Ελλάς ή Hellas δεν φαίνεται να είναι πουθενά η πρωταρχική λέξη που να δείχνει στην Ελλάδα στις γλώσσες των Ξένων. Στα λεξικά τους αναφέρουν ότι Hellas είναι η λέξις των Γραικών για την Γραικία. Στην παραδεκτή μετάφραση αυτό γίνεται "η λέξις των Ελλήνων για την Ελλάδα". Αυτή η μετάφραση όμως εμπεριέχει ανακριβείς μετατροπές που εξισώνουν τον Γραικό με τον Έλληνα, δύο διαφορετικά πρόσωπα.
Οι περισσότερες χώρες έχουν ονομασία χωρίς μετάφραση. Η περίπτωση της Ελλάδος (όπου κανένας ξένος δεν την ξέρει στη δική του γλώσσα με την λέξη Ελλάδα) δημιουργεί απορίες καθώς οι ρίζες των δύο λέξεων: Γραικία και Γιουνάν επίσης δημιουργούν ερωτηματικά όσον αφορά τη σύνδεση αυτών με την Ελλάδα.
Γραικός: (μυθ.) επώνυμος ήρωας των Γραικών, γιος του Δία και της Πανδώρας.
Γραικοί: όνομα των Ελλήνων, αβέβαιης ετυμολογίας, που καθιερώθηκε από τους Ρωμαίους και γενικεύθηκε στις νεότερες ευρωπαϊκές γλώσσες. Η αρχαία περιοχή Γραία, κοντά στον Ωρωπό, όπως αυτή αναφέρεται στο δεύτερο μέρος της ραψωδίας Β' στην Ιλιάδα του Ομήρου, αυτή που ονομάζουμε ραψωδία των πλοίων, ενδέχεται να είναι η ρίζα της ονομασίας των Γραικών.
Γραικύλος: Έλληνας ανάξιος του ονόματος.
Γραικυλισμός: (ο) ουσ. (υβριστ.) συμπεριφορά που προσιδιάζει σε γραικύλο, έλλειψη εθνικής αξιοπρέπειας.
Στον Δυτικό Κόσμο την Ελλάδα και τους Έλληνες, οι Ξένοι ονομάζουν Γραικία και Γραικούς. Εκτός από τον γιο του με την Πανδώρα τον Γραικό, ο Δίας είχε και πολλούς άλλους γιους, όπως π.χ. τον Αιακό τον πατέρα του Τελαμώνα, (παππού του Αίαντα του Μεγάλου από την Σαλαμίνα) και τον Πηλέα, πατέρα του Αχιλλέα, τους περισσότερους Θεούς, πολλούς ημίθεους κι αρίθμητους άλλους. Στον Ανατολικό Κόσμο αντίστοιχες ονομασίες των Ελλήνων και της Ελλάδος είναι Γιουνάν και Γιουνανιστάν που θεωρούμε ότι προέρχονται από την ρίζα για Ίωνες και Ιωνία.
Έλληνες, Γραικοί και Γραικύλοι
Εμείς θεωρούμε εαυτούς παιδιά του Δευκαλίωνος Έλληνα και ονομαζόμαστε Έλληνες, οι Δυτικοί όμως μας ονομάζουν Γραικούς και όσοι θεωρούν τιμή τους να 'ναι Έλληνες, διαχωρίζουν τους άλλους Γραικούς που δεν τους ενδιαφέρει να 'ναι Έλληνες, ως Γραικύλους. Ο Γραικός δεν ήταν παιδί του Έλληνα. Ο πατέρας του Γραικού: ο Δίας, δεν κάνει αυτομάτως τον Γραικό Έλληνα, αφού ο Δίας δεν είναι πατέρας μόνο των Ελλήνων, αλλά σχεδόν όλων (εκτός από τ' αδέλφια του: Ποσειδών, Πλούτων, Δήμητρα και κάποιων άλλων). Ο Πλούτων που τον ονομάζουμε και Άδη όπου είναι Άρχων, δεν πρέπει να είναι (ο Άδης) το ίδιο με την Άβυσο όπου άρχων εκεί είναι ο Απολλύων ή Αβαδδών, που δεν ανάγει το γένος του στον Δία αλλά σε κάποιον άλλον άρχοντα του Σκότους όπως πχ τον Διάβολο.
(βλέπε: Deus -Δίας/Ζευς/Θεός -δέος, δέομαι, δέησις, deity -θεότης, divinity -Θεϊκότητα, όπου ο Ζευς/Δίας είναι η ρίζα)
Αντίθετα με τους Σημιτικούς Θεούς των φυλών, ο Δίας (Σωτήρ και Ελευθέριος) πέραν από Πολιεύς και Ξένιος είναι παγκόσμια θεότητα.
Είναι βέβαιον ότι ο Γραικός και ο Έλληνας δεν έχουν τους ίδιους γονείς, κατά συνέπεια πρόκειται για δυο διαφορετικά πρόσωπα. Η Πανδώρα (γιαγιά) και ο Επιμηθέας είναι όμως προγενέστεροι από την Δευκαλίωνος Πανδώρα (εγγονή), την μικρή αδελφή του Έλληνα. Όπως όλοι οι Εβραίοι δεν είναι ή ήταν απαραιτήτως και Ιουδαίοι ή Φαρισαίοι, αντιστοίχως όλοι οι Γραικοί δεν πρέπει να 'ναι απαραιτήτως κι Έλληνες ούτε όλοι οι Έλληνες απαραιτήτως πρέπει να 'ναι και Γραικοί.
Ενδέχεται οι Γραικοί (κατά την άποψη μερικών) να 'ναι προγενέστεροι των Ελλήνων, ασχέτως αν η ονομασία αυτή καθιερώθηκε από τους Ρωμαίους οι οποίοι ήκμασαν κατά την Ελληνιστική περίοδο του Αλεξάνδρου, με βάση την αρχαία Ελληνική Γραμματεία και γλώσσα, όταν η Ελλάδα είχε εισέλθει σε περίοδο παρακμής στην οποία μάλλον παραμένει ακόμα, με κάποιες αναλαμπές από καιρού εις καιρόν, (πχ πατριάρχης Φώτιος, Πλήθων Γεμιστός, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Μακρυγιάννης ίσως και Άρης Βελουχιώτης) ενός σβήνοντος λύχνου.
Η Πανδώρα όμως είναι μικρότερη αδελφή του Έλληνα, συνεπώς ο Γραικός (το παιδί της με τον Δία) δεν μπορεί να είναι πριν τον Έλληνα, άρα η άποψη περί προγενεστέρων Γραικών δεν στέκει: Ο Γραικός προκύπτει ανιψιός από αδελφή του Έλληνα, εάν η Πανδώρα η μητέρα του Γραικού δεν είναι η Πανδώρα η μητέρα της Πύρρας.Ο Δευκαλίων και η Πύρρα απόκτησαν και δικά τους παιδιά. τον Έλληνα, τον Αμφικτύονα, τη Πρωτογένεια, τη Μελανθώ, τη Θυία (ή Αιθυία) και την Πανδώρα. Ο πρωτότοκος γιος τους ο Έλλην έγινε γενάρχης των Ελλήνων. Ο Αμφικτύων, είπαν πως κυβέρνησε την Αθήνα μετά τον Κραναό. Ο ίδιος ο Δευκαλίων, λένε ότι έγινε ο βασιλιάς της Φθίας μιας περιοχής της Θεσσαλίας. Η Θεσσαλία, δε αρχικά λεγόταν Πύρρα από το όνομα της βασίλισσας και γυναίκας του Δευκαλίωνα. Ο γενάρχης των Ελλήνων ο Έλλην γέννησε με την Ορσύς τρεις γιους, τον Δώρο τον Ξούθο και τον Αίολο τους πρώτους αρχηγούς των Ελλήνων.
Ο Ξούθος βασίλεψε στη Πελοπόννησο και έκανε δύο γιους, τον Αχαιό και τον Ιωνα από τους οποίους οι Αχαιοί και οι Ίωνες πήραν τα ονόματά τους. Ο Αίολος βασίλεψε στη Θεσσαλία και οι κάτοικοι ονομάσθηκαν Αιολείς απ' αυτόν. Ο Δώρος και οι άνθρωποι του που ονομάστηκαν Δωριείς εγκαταστάθηκαν στις περιοχές ανατολικά του Παρνασσού.
Ο Αμφικτύων ήταν πατέρας του Λοκρού, ο οποίος ίδρυσε την Λοκρίδα. Λοκρός ήταν και ο μικρός Αίας (του Οϊλέα) στην Ιλιάδα και Οδύσσεια του Ομήρου.
Αλήθεια όμως είναι ότι η ονομασία Έλληνες, επικράτησε μετά τα Τρωϊκά, όμως στην Μεγάλη Ελλάδα, Σικελία και Νότιο Ιταλία οι Ελληνόφωνες Γραικοί ή Grico ήταν στη Σικελία και πριν την ίδρυση των αποικιών από την Εύβοια, Κόρινθο και Αιγαίο περί τα 800 π.Χ. και πριν φθάσουν στην Απουλία τόσο ο Διομήδης από το Άργος όσο και ο Αινείας από την Τροία, μετά τα Τρωϊκά. Η σικελή γραία-οικονόμος του Λαέρτη στην Ιθάκη προφανώς όμιλούσε την ίδια γλώσσα μ' αυτή του Λαέρτη και του Οδυσσέα. Η διάλεκτος Grico των σημερινών Ελληνοφώνων της Νοτίου Ιταλίας, ίσως κρύβει μέσα της συνδέσεις με τις άλλες γνωστές διαλέκτους: Αιολική, Αρκαδοκυπριακή, Δωρική, Ιωνική-Αττική και Κοινή.
Εάν η θεωρία περί της Αιολικής διαλέκτου ως αρχαιοτέρα είναι σωστή και εάν η θεωρία περί υπάρξεως Ελληνοφώνων στη Σικελία και πριν των Τρωϊκών είναι επίσης σωστή, τότε η ανάλυση της διαλέκτου Grico θα πρέπει να βρεί συνδέσεις με την Αιολική διάλεκτο της Ελληνικής γλώσσας. Η Αία του Καυκάσου, η Γραία στο Ωρωπό και οι Αιολείς, ίσως δεν είναι ασύνδετες έννοιες.
Οι Ίωνες όμως, (όπως και τ' αδέλφια τους οι Αχαιοί) Μυθολογικά τουλάχιστον έπονται κάποια γενεά από τους Αιολείς, αφού πατέρας τους είναι ο Ξούθος ο αδελφός του Αιόλου και του Δώρου που και οι τρεις είχαν πατέρα τους τον Δευκαλίωνος και Πύρρας, Έλληνα. Η Πύρρα (μητέρα του ανθρώπινου γένους) βέβαια ήταν κόρη του Επιμηθέα και της Πανδώρας. Συνεπώς στην Πανδώρα συναντούνται τόσο τα παιδιά του Δευκαλίωνος όσο και το παιδί του Δία, ο Γραικός εάν αυτός δεν είναι παιδί της Πανδώρας της μικρής αδελφής του Έλληνα. Η συγγένεια Γραικού και Αιακού ίσως να μην είναι και τόσο μακρινή εάν δεχθούμε ότι μητέρα του Γραικού είναι η Πανδώρα η μικρή αδελφή του Έλληνα και όχι η σύζυγος του Επιμηθέα. Η Αία του Αιακού μπορεί να 'ναι στον Καύκασο της Ευρασίας, μπορεί όμως και να 'ναι στο Αιγαίο, στο νησί του Μάκαρα και των Μακάρων, νότια της Θράκης και των Δαρδαναλίων. Υπάρχει μια αμφίδρομη μετανάστευση λαών μεταξύ Κολχίδος, Αιγαίου, Θράκης, Θεσσαλίας-Φθίας, χωρίς να μπορούμε να εντοπίσουμε το αρχικό σημείο ή περίοδο. Η προιστορική Βιωτική Γραία ίσως να μην είναι άσχετη με την Αία του Αιακού. Ο καθαρά θαλάσσιος δρόμος είναι δια Ευξείνου Πόντου, ο μεικτός είναι από την Κιλικία (δια ξηράς ή με μικρά πλεούμενα στον Ευφράτη).
Αρχαιότερη ελληνική διάλεκτος θεωρείται απ' όλους η Αιολική. Οι παραλιακές ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας διαχωρίζονται σε Αιολικές και Ιωνικές, εκτός από αυτές της Καρίας, Λυδίας, Λυκίας, Κιλικίας και αυτές του Ευξείνου Πόντου. Η Σμύρνη π.χ. άρχισε ως Αιολική και κατέληξε Ιωνική. Οι Ίωνες ξεχωρίζουν από τους Αιολείς, με την διαφορετική διάλεκτό τους που μέχρι σήμερα εύκολα εντοπίζεται και διαχωρίζεται στις διαλέκτους της Αττικής και Θεσσαλίας-Λέσβου. Η διαφορά στην διάλεκτο, που για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα δεν χάθηκε, πρέπει να πιστοποιεί κι άλλες διαφορές (κυρίως στις κοσμοθεωρίες) μεταξύ των δύο φύλων, παρόλο την πολύ κοντινή συγγένεια των δύο.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "ΑΙΟΛΕΙΣ ΚΑΙ ΊΩΝΕΣ - ΕΛΛΗΝΕΣ ΓΡΑΚΟΙ"

Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2016

Ο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΚΛΗ



ΘΟΥΚΥΔΙΔΟΥ ΞΥΓΓΡΑΦΗΣ
ΙΙ 34-46----

ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΛΟΓΟΣ του ΠΕΡΙΚΛΗ
τον οποίο εκφώνησε κατά την ταφή των πρώτων νεκρών Αθηναίων στρατιωτών
στο πρώτο έτος του ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ----

Κατά τη διάρκεια του χειμώνα οι Αθηναίοι, ακολουθώντας πατροπαράδοτο έθιμο, έθαψαν δημοσία δαπάνη τους πρώτους πεσόντες του παρόντος πολέμου κατά τον ακόλουθο τρόπο: Κατασκευάζουν μια σκηνή, στην οποία εκθέτουν τα οστά των πεσόντων επί τρεις ημέρες προ της ταφής, και ο καθένας προσκομίζει για τον δικό του νεκρό ό,τι (αφιέρωμα) θέλει. Κατά την ταφή δε δέκα λάρνακες από ξύλο κυπαρισσιού, μια δηλαδή για κάθε φυλή, φέρονται με άμαξες.

Σε κάθε μια δε από τις λάρνακες αυτές τοποθετούνται τα οστά των ανηκόντων σε αυτή την φυλή. Φέρουν δε επί πλέον στα χέρια τους και ένα κενό φέρετρο σκεπασμένο με σάβανο για τους αφανείς, για όλους δηλαδή όσων τα πτώματα δεν βρέθηκαν για να ενταφιασθούν. Συνοδεύει δε την κηδεία όποιος θέλει, είτε αστός είτε ξένος, οι δε γυναίκες, οι συγγενείς των πεσόντων, παρευρίσκονται στον τόπο του ενταφιασμού και αρχίζουν να θρηνούν.
Τοποθετούν λοιπόν τα οστά στο δημόσιο μνημείο, το οποίο βρίσκεται στο ωραιότερο προάστειο της πόλης, και στο οποίο θάπτουν πάντοτε τους νεκρούς των πολέμων, όλους τους άλλους τουλάχιστον εκτός από αυτούς που έπεσαν στον Μαραθώνα. Διότι την ανδρεία εκείνων την θεώρησαν σαν κάτι το εξαιρετικό, γι’ αυτό και τους έθαψαν εκεί όπου και έπεσαν μαχόμενοι.
Αφού δε τους σκεπάσουν με χώμα, ένας από τους θεωρούμενους ως πολύ μυαλωμένος και από τους πιο ευυπόληπτους, τον οποίο οι πολίτες διαλέγουν από πριν για τον σκοπό αυτόν, εκφωνεί προς τιμήν των πεσόντων τον κατάλληλο επιτάφιο λόγο. Έπειτα από αυτό φεύγουν. Κατ’ αυτόν λοιπόν τον τρόπο θάπτουν τους νεκρούς των πολέμων. και την συνήθεια αυτή τήρησαν σε όλη τη διάρκεια του πολέμου, όσες φορές τους παρουσιάζεται τέτοια περίπτωση.
Προς τιμήν λοιπόν αυτών των πρώτων νεκρών του πολέμου, εξελέγη να εκφωνήσει τον επιτάφιο ο Περικλής ο γιος του Ξανθίππου.
Και στην κατάλληλη στιγμή προχώρησε από το μνημείο σε ένα βάθρο στημένο ψηλά, ώστε να ακούγεται από όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος του ακροατηρίου, και μίλησε ως εξής περίπου:

«Οι περισσότεροι από όσους ως τώρα έχουν μιλήσει από το βήμα αυτό συνηθίζουν να επαινούν εκείνον, ο οποίος στον νόμο που διέπει την ταφή των νεκρών πρόσθεσε την διάταξη αυτή περί επιταφίου λόγου, γιατί θεωρούν ότι αξίζει τον κόπο να απονέμεται μια τέτοια τιμή στους νεκρούς των πολέμων κατά τον ενταφιασμό τους.
Σε μένα εν τούτοις θα φαινόταν ότι είναι προτιμότερο, οι τιμές που απονέμονται σε άνδρες, οι οποίοι αναδείχθηκαν γενναίοι με τα έργα τους, να εκδηλώνονται και αυτές με έργα μόνο, όπως είναι π.χ. αυτές, τις οποίες τώρα βλέπετε γύρω από τον ενταφιασμό τους, που έγινε δημοσία δαπάνη, και όχι να εξαρτώνται οι αρετές των πολλών από την ικανότητα ή την ανικανότητα ενός ανθρώπου, να κανονίζεται δηλαδή η περί αυτών εκτίμηση των ακροατών από την ευφράδεια ή μη ευφράδεια του ρήτορα. Γιατί είναι δύσκολο πράγμα να μιλήσει κανείς αντικειμενικά (χωρίς δηλαδή να πει ούτε λιγότερα ούτε περισσότερα από ό,τι πρέπει) για κάποιο θέμα, για το οποίο είναι δύσκολο να εξακριβωθεί και αυτή ακόμα η απλή ιδέα, ότι τα λεγόμενα από τον ρήτορα είναι αληθινά.
Γιατί ο ακροατής, ο οποίος γνωρίζει τα πράγματα και είναι ευνοϊκά διατεθειμένος προς αυτούς που τα έπραξαν, θα σχημάτιζε ίσως την ιδέα, ότι αυτά εκτέθηκαν κάπως κατώτερα από ό,τι αυτός γνωρίζει και επιθυμεί, ενώ αντίθετα, όποιος τα αγνοεί, θα σκεπτόταν ότι μερικά εκτέθηκαν αρκετά μεγαλοποιημένα, και αυτό από φθόνο, τον οποίο δοκιμάζει ο άνθρωπος, όταν ακούει κάτι το οποίο υπερβαίνει τις δικές του φυσικές δυνάμεις.
Γιατί οι άνθρωποι ανέχονται τους επαίνους που λέγονται για άλλους μόνο εφόσον κάθε ακροατής έχει τη γνώμη, ότι και αυτός είναι ικανός να πράξει κάτι από αυτά που ακούει.
Ενώ για κάθε τι, το οποίο είναι ανώτερο από τις δυνάμεις του, αισθάνεται δια μιας φθόνο και δυσπιστία. Εφόσον όμως οι πρόγονοί μας έκριναν ότι με αυτόν τον τρόπο πρέπει να γίνονται τα πράγματα αυτά, πρέπει κι εγώ να ακολουθήσω το έθιμο αυτό και να προσπαθήσω να ικανοποιήσω την επιθυμία και την γνώμη του καθενός σας όσο μπορέσω περισσότερο.

Θα μιλήσω πρώτα πρώτα για τους προγόνους μας.
 Γιατί είναι δίκαιο, αλλά συγχρόνως και πρέπον, σε μια τέτοια περίσταση, κατά την οποία θρηνούμε και εγκωμιάζουμε τους νεκρούς μας, να τους απονέμεται η τιμή αυτή να μνημονεύονται πρώτοι. Γιατί δεν υπήρξαν ούτε μια στιγμή, κατά την οποία να έπαυσαν να κατοικούν την χώρα αυτή, και χάρις στην ανδρεία τους διαφύλατταν την ελευθερία της από γενεά σε γενεά μέχρι των ημερών μας και μας την παράδωσαν ελεύθερη.
Και εκείνοι λοιπόν είναι άξιοι επαίνου αλλά ακόμη περισσότερο οι πατέρες μας. Γιατί επί πλέον εκείνων, τα οποία κληρονόμησαν, απέκτησαν με πολλούς κόπους και κληροδότησαν σε μας τους σημερινούς όλη αυτή την επικράτεια που κατέχουμε σήμερα.
Το δε έργο της περαιτέρω βελτίωσης, το επιτελέσαμε εμείς οι ίδιοι που είμαστε συγκεντρωμένοι εδώ, οι οποίοι βρισκόμαστε ακόμη σε αυτήν ακριβώς την ηλικία μας, και εμείς εφοδιάσαμε την πόλη μας με όλα τα πράγματα, ώστε να είναι αυταρκέστατη και για πόλεμο και για ειρήνη.
Από όλα δε αυτά εγώ όσα μεν αναφέρονται σε πολεμικά κατορθώματα, με τα οποία έγινε η κάθε μια κατάκτηση, ή αφορούν την ενεργητικότητα, με την οποία αποκρούσαμε, είτε εμείς οι σημερινοί είτε οι πρόγονοί μας, τους εκάστοτε επελθόντες εναντίον μας Βαρβάρους ή Έλληνες, όλα αυτά, θα τα παραλείψω, γιατί δεν επιθυμώ να απεραντολογώ ενώπιον ανθρώπων, οι οποίοι τα γνωρίζουν.
Αλλά με ποιον τρόπο φθάσαμε στο σημείο αυτό της δύναμης που είμαστε σήμερα, και με ποια μορφή πολιτεύματος και με ποιες συνήθειες έγινε μεγάλη η δύναμή μας, όλα αυτά θα αναπτύξω πρώτα, και έπειτα θα προχωρήσω στο εγκώμιο αυτών εδώ των νεκρών, γιατί νομίζω ότι δεν είναι ανάρμοστο να λεχθούν αυτά και για την παρούσα περίσταση, και δεν είναι ανώφελο να τα ακούσουν όλοι οι παρευρισκόμενοι, αστοί και ξένοι.

Έχουμε δηλαδή πολίτευμα, το οποίο δεν αντιγράφει τους νόμους άλλων, μάλλον δε εμείς οι ίδιοι είμαστε υπόδειγμα σε μερικούς παρά μιμούμαστε άλλους.
Και ονομάζεται μεν δημοκρατία, γιατί η διοίκηση είναι στα χέρια των πολλών και όχι των ολίγων, έναντι δε των νόμων είναι όλοι ίσοι στις ιδιωτικές τους διαφορές, ενώ ως προς την θέση τους στον δημόσιο βίο κάθε ένας προτιμάται για ένα από τα δημόσια αξιώματα ανάλογα με την επίδοση την οποία σημειώνει σε αυτά, δηλαδή η δημόσιά του σταδιοδρομία εξαρτάται μάλλον από την ατομική του αξία και όχι από την κοινωνική τάξη, από την οποία προέρχεται, ούτε πάλι ένας, ο οποίος είναι μεν φτωχός έχει όμως την ικανότητα να παράσχει κάποια υπηρεσία στην πατρίδα του, εμποδίζεται σε αυτό από το γεγονός ότι είναι άγνωστος.
Ζούμε δε σαν ελεύθεροι άνθρωποι, και σαν πολίτες στον δημόσιο βίο και σαν άτομα στον ιδιωτικό, στις επιδιώξεις μας της καθημερινής ζωής, κατά τις οποίες δεν κοιτάμε ο ένας στον άλλον με καχυποψία, δεν θυμώνουμε με τον γείτονά μας, όταν κάνει ό,τι του αρέσει, ούτε παίρνουμε μια φυσιογνωμία σκυθρωπή, η οποία μπορεί να μην βλάπτει τον άλλο, πάντως όμως είναι δυσάρεστη.
Ενώ δε στην ιδιωτική μας ζωή συναναστρεφόμαστε μεταξύ μας χωρίς να ενοχλεί ο ένας τον άλλον, στην δημόσιά μας ζωή, σαν πολίτες, από σεβασμό προ πάντων δεν παραβαίνουμε τους νόμους, υπακούμε δε στους εκάστοτε κατέχοντες τα δημόσια αξιώματα και στους νόμους, προ περισσότερο σε εκείνους από τους νόμους, που έχουν θεσπιστεί για υποστήριξη των αδικούμενων, και σε άλλους, οι οποίοι αν και άγραφοι, η παράβασή τους φέρνει πανθομολογούμενη ντροπή στους παραβάτες.

Αλλά και για το πνεύμα μας έχουμε εφεύρει πλείστους όσους τρόπους να το ανακουφίζουμε από τους κόπους, με εορταστικούς αγώνες και θυσίες, τις οποίες έχουμε καθιερώσει καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, και με ευπρεπή ιδιωτικά οικήματα, η δε ευχαρίστηση την οποία καθημερινά απολαμβάνουμε από όλα αυτά, διώχνει την μελαγχολία.
Λόγω δε του μεγάλου αριθμού των κατοίκων της πόλης μας εισάγονται σε αυτήν προϊόντα όλου του κόσμου, και συμβαίνει να απολαμβάνουμε έτσι τα προϊόντα των άλλων χωρών με όση οικειότητα καταναλώνουμε τα προϊόντα της Αττικής (σαν να είναι δηλαδή δικά μας).

Υπερέχουμε δε από τους αντιπάλους μας και στην πολεμική προετοιμασία κατά τα εξής: Την πόλη μας π.χ. την παρέχουμε ανοιχτή σε όλον τον κόσμο, και ποτέ δεν αποκλείουμε κανέναν διώχνοντας τους ξένους από οποιοδήποτε ακρόαμα ή θέαμα, από το οποίο, αν δεν το κρατήσουμε μυστικό και το δεί κανείς από τους εχθρούς μας, είναι δυνατόν να ωφεληθεί, και αυτό γιατί έχουμε εμπιστοσύνη όχι τόσο στις πολεμικές προετοιμασίες και τα στρατηγήματα όσο στην έμφυτη γενναιότητά μας όσον αφορά τα έργα.
Στο ζήτημα δε πάλι της αγωγής, ενώ εκείνοι υποβάλλονται από την νεαρή τους ακόμα ηλικία σε συνεχή και επίπονη άσκηση, με την οποία επιδιώκουν να γίνουν γενναίοι, εμείς ζούμε με όλες τις ανέσεις και όμως είμαστε εξ ίσου πρόθυμοι να αντιμετωπίσουμε τους κινδύνους, τους οποίους αντιμετωπίζουν και αυτοί.
Και να η απόδειξη: ενώ οι Λακεδαιμόνιοι εκστρατεύουν κατά της χώρας μας με όλους τους τους συμμάχους και ποτέ μόνοι, εμείς επερχόμαστε κατά των άλλων εντελώς μόνοι, και τις περισσότερες φορές νικάμε χωρίς καμία δυσκολία τους αντιπάλους μας, μολονότι εκείνοι μεν μάχονται υπέρ βωμών και εστιών, εμείς δε είμαστε σε ξένο έδαφος.
Και κανείς από τους εχθρούς μας δεν αντιμετώπισε μέχρι σήμερα τις δυνάμεις μας ενωμένες, γιατί αφ’ ενός καταβάλλουμε πολλές φροντίδες ταυτόχρονα και για το ναυτικό μας, και αφ’ ετέρου κατατέμνουμε τις δυνάμεις μας του πεζικού και τις στέλνουμε σε πολλά σημεία της επικράτειάς μας. Αν δε κάπου με μέρος μόνο της δύναμής μας συμπλακούν οι αντίπαλοί μας, τότε, αν μεν νικήσουν, καυχώνται ότι μας νίκησαν όλους, αν δεν νικηθούν, διακηρύσσουν ότι νικήθηκαν από όλους.
Και βέβαια, αν εμείς αντιμετωπίζουμε με πολλή προθυμία τους κινδύνους, μάλλον με μια αφροντισία και άνεση παρά μετά από επίπονη άσκηση, και με ανδρεία, η οποία οφείλεται όχι τόσο στην επιβολή των νόμων όσο στην φυσική μας ευψυχία, έχουμε το πλεονέκτημα ότι δεν καταπονούμεθα προκαταβολικά για δεινά, τα οποία ανήκουν ακόμα στο μέλλον, και ότι, όταν φθάσει η ώρα των δεινών αυτών, αποδεικνυόμαστε ότι δεν είμαστε λιγότερο τολμηροί από εκείνους που μοχθούν αδιάκοπα. Δεν είναι δε σε αυτά μόνο αξιοθαύμαστη η πόλη μας αλλά και σε πολλά ακόμη.

Γιατί είμαστε λάτρες του ωραίου, όμως χωρίς σπατάλη χρήματος, και καλλιεργούμε το πνεύμα χωρίς να χάνουμε την ανδρεία μας.
Και μεταχειριζόμαστε τον πλούτο περισσότερο σαν μια ευκαιρία δράσης παρά σαν αφορμή κομπορρημοσύνης, το να ομολογεί δε κανείς την φτώχεια του δεν είναι ντροπή, είναι όμως αισχρότερο το να μην προσπαθεί να την αποφύγει με την εργασία.
Επί πλέον, οι ίδιοι εμείς όλοι είμαστε σε θέση να φροντίζουμε ταυτόχρονα για τις ιδιωτικές μας υποθέσεις και για τις υποθέσεις της πόλης μας, και όσοι από εμάς είναι απασχολημένοι με ιδιωτικές επιχειρήσεις και αυτοί ακόμα κατέχουν τα πολιτικά ζητήματα στην εντέλεια.
Γιατί είμαστε ο μόνος λαός που τον μη αναμειγνυόμενο καθόλου στα κοινά δεν τον θεωρούμε φιλήσυχο αλλά άχρηστο, και οι μόνοι που όποτε δεν τα επινοούμε και δεν τα προτείνουμε οι ίδιοι πάντως έχουμε τη δύναμη να κρίνουμε σωστά τα λαμβανόμενα μέτρα, τους δε λόγους δεν τους θεωρούμε καθόλου εμπόδιο των έργων, αλλά μάλλον θεωρούμε σαν εμπόδιο το να μην έχουμε κατατοπισθεί προφορικά σε όσα έχουμε να κάνουμε, πριν καταπιαστούμε με αυτά. Γιατί υπερέχουμε από τους άλλους και ως προς αυτό ακόμη, ότι δηλαδή εμείς οι ίδιοι αποφασίζουμε για όσα πρόκειται να επιχειρήσουμε και εμείς οι ίδιοι τα επιχειρούμε.
Ενώ ως προς αυτό οι άλλοι... σε αυτούς η μεν αμάθεια τους κάνει να αποφασίζουν η δε σκέψη τους κάνει να διστάζουν.
Πιο τολμηροί όμως από όλους είναι σωστό να θεωρούνται όσοι γνωρίζουν με σαφήνεια ποιες είναι οι συμφορές και ποια τα ευχάριστα, και όμως η γνώση αυτή δεν τους κάνει να αποφεύγουν τους κινδύνους. Αλλά και στα ζητήματα της καλωσύνης διαφέρουμε από την πλειονότητα των ανθρώπων. Γιατί εμείς τους φίλους τους αποκτάμε μάλλον ευεργετώντας παρά ευεργετούμενοι από αυτούς.
Σταθερότερος δε φίλος είναι ο ευεργετών τον άλλον, γιατί είναι φυσικό να προσπαθεί να διατηρεί την ανάμνηση της ευεργεσίας με το να φέρεται πάντοτε καλά προς τον ευεργετούμενο. Ενώ αντιθέτως αυτός που οφείλει την ευεργεσία είναι ψυχρότερος στις σχέσεις του, γιατί γνωρίζει, ότι πρόκειται να ανταποδώσει την καλωσύνη σαν πληρωμή χρέους και όχι για να εξασφαλίσει την ευγνωμοσύνη του άλλου.
Και είμαστε οι μόνοι που βοηθάμε τον άλλο χωρίς την ελάχιστη ανησυχία, και αυτό μάλλον από την εμπιστοσύνη που εμπνέει η ελευθερία παρά από συμφεροντολογικούς υπολογισμούς.

Ανακεφαλαιώνοντας λοιπόν τα παραπάνω τονίζω, ότι η όλη πόλη είναι σχολείο της Ελλάδας και ότι, κατά τη γνώμη μου, ο καθένας από εμάς έχει την ικανότητα να προσαρμοστεί προς τις πλέον διαφορετικές μορφές δράσεως με την μεγαλύτερη ευστροφία και χάρη. Και ότι αυτά είναι μάλλον η πραγματική αλήθεια και όχι απλή κομπορρημοσύνη, κατάλληλη για την παρούσα περίσταση, το αποδεικνύει αυτή η δύναμη της πόλης, την οποία αποκτήσαμε με τις ικανότητές μας αυτές. Γιατί είναι η μόνη πόλη από τις σημερινές που όταν δοκιμάζεται αποδεικνύεται ανώτερη της φήμης της, και η μόνη, η οποία ούτε στον εχθρό, που της επιτίθεται, δίνει αφορμή να αγανακτήσει με όσα παθαίνει από τέτοιους αντιπάλους, ούτε στους υπηκόους της δίνει αφορμή για παράπονα, γιατί τάχα εξουσιάζονται από ανάξιους να έχουν την εξουσία.
Η δύναμή μας δε αυτή δεν είναι βέβαια χωρίς αποδείξεις, αλλά υπάρχουν μεγαλοπρεπή μνημεία αυτής, για τα οποία μας θαυμάζουν» οι σύγχρονοί μας και θα μας θαυμάζουν και οι μελλοντικές γενιές, και μάλιστα χωρίς να χρειαζόμαστε τους επαίνους ούτε του Ομήρου ούτε κανενός άλλου, του οποίου οι στίχοι είναι δυνατόν να ευχαριστήσουν προς στιγμήν, θα έλθει όμως η πραγματικότητα, η οποία θα αποκαλύψει ψεύτικη την ιδέα που σχηματίστηκε για τα πράγματα, αλλά γιατί ολόκληρη τη θάλασσα και την ξηρά την εξαναγκάσαμε να γίνει προσιτή στην τόλμη μας, ιδρύσαμε δε παντού αιώνια μνημεία και της φιλίας μας και της έχθρας μας.
Υπέρ αυτής λοιπόν της πόλης και αυτοί εδώ λοιπόν πολέμησαν γενναία και βρήκαν τον θάνατο, γιατί δεν μπορούσαν να ανεχθούν την στέρησή της, και από εμάς τους απομένοντες στην ζωή ο καθένας πρέπει να έχει την προθυμία να μοχθήσει γι’ αυτήν.

Γι’ αυτόν λοιπόν το λόγο μακρηγόρησα για όσα αφορούν την πόλη, αφ’ ενός μεν δηλαδή γιατί ήθελα να σας δείξω, ότι εμείς δεν αγωνιζόμαστε για τον ίδιο σκοπό, για τον οποίο αγωνίζονται όσοι δεν έχουν κανένα από αυτά τα πλεονεκτήματα σε ίσο βαθμό με μας, και αφ’ ετέρου γιατί με αυτόν τον τρόπο ήθελα να κάνω φανερό με αποδείξεις, ότι είναι δίκαιο το εγκώμιο των ανδρών αυτών, για τους οποίους μιλάω τώρα.
 Και έχω ήδη αναφέρει τα κυριότερα σημεία τούτου του εγκωμίου.
Γιατί όσα είπα για την πόλη για να την εξυμνήσω, είναι στολίδια, με τα οποία την στόλισαν οι αρετές αυτών εδώ και άλλων ομοίων με αυτούς, και πολύ λίγοι Έλληνες υπάρχουν, για τους οποίους μπορεί να λεχθεί, ό,τι μπορεί να λεχθεί γι’ αυτούς εδώ, ότι δηλαδή φήμη τους ισοσταθμίζει τα έργα τους.
Έχω δε τη γνώμη, ότι θάνατος σαν αυτόν εδώ των προκείμενων νεκρών παρέχει το αληθινό μέτρο της αξίας ενός ανθρώπου, και άλλοτε μεν είναι ο πρώτος που την προαναγγέλλει άλλοτε δε ο τελευταίος που την επισφραγίζει. Γιατί και εκείνοι ακόμη που υστερούν κατά τα άλλα, δικαιούνται να προβάλλουν για υπεράσπισή τους την ανδραγαθία, την οποία επέδειξαν κατά τους πολέμους, μαχόμενοι υπέρ της πατρίδας.
Γιατί εξέλειψαν το κακό δια του καλού, και με τις καλές τους υπηρεσίες σαν υπερασπιστές της πατρίδας την ωφέλησαν περισσότερο απ’ όσο την έβλαψαν με τα τυχόν σφάλματά τους στην ιδιωτική τους ζωή. Από αυτούς όμως εδώ κανείς δεν δείχθηκε δειλός μπροστά στον θάνατο εξ αιτίας του πλούτου του, δεν προτίμησε δηλαδή να συνεχίσει την απόλαυσή του, ούτε απέφυγε τον κίνδυνο εξ αιτίας της φτώχειας του, από την ελπίδα δηλαδή ότι μπορεί να την αποφύγει επί τέλους κάποτε και να γίνει πλούσιος.
Αλλά περισσότερο από όλα τα αγαθά πόθησαν την τιμωρία των εχθρών τους, και συνάμα θεώρησαν ότι δεν υπάρχει ενδοξότερος κίνδυνος από αυτόν εδώ, και για τούτο προθυμοποιήθηκαν να ριφθούν σε αυτόν, για να εκδικηθούν τους εχθρούς τους αφ’ ενός, και για να επιδιώξουν την απόκτηση των αγαθών αυτών αφ’ ετέρου, την μεν αβεβαιότητα δηλαδή της επιτυχίας την εμπιστεύθηκαν στην ελπίδα, ως προς δε τον κίνδυνο του θανάτου που βρισκόταν μπροστά τους κατά την μάχη ήταν αποφασισμένοι να στηριχθούν στον εαυτό τους και μόνο. Και μέσα στη μάχη θεώρησαν πάντα προτιμότερο να αντισταθούν και να βρουν τον θάνατο παρά να σωθούν τρεπόμενοι σε φυγή, και γι’ αυτό απέφευγαν την αισχρή φήμη της δειλίας, και υπέβαλαν τα σώματά τους σε όλα τα δεινά της μάχης, σε μια δε κρίσιμη στιγμή, που ήταν στα χέρια της τύχης, στο ύψος της δόξας μάλλον παρά του τρόμου, βρήκαν τον θάνατο.

Και αυτοί μεν εδώ τέτοιου είδους άνθρωποι υπήρξαν, αντάξιοι της πατρίδας τους. Σεις δε οι επιζώντες πρέπει να εύχεσθε, το γενναίο σας φρόνημα απέναντι στους εχθρούς να είναι περισσότερο τυχερό από αυτό των προηγούμενων νεκρών, με κανέναν όμως τρόπο να καταδέχεσθε να είναι λιγότερο τολμηρό, και να μην κρίνετε την αξία του φρονήματος αυτού από τους επαίνους του ρήτορα μόνο, ο οποίος θα μπορούσε να την μεγαλοποιήσει όσο ήθελε ενώπιόν σας – αν και σεις τα ξέρετε το ίδιο καλά με αυτόν – αναφέροντας όλα τα καλά που υπάρχουν στην άμυνα εναντίον των εχθρών, αλλά μάλλον να παρατηρείτε καθημερινά τη δύναμη της πόλης, όπως αυτή παρουσιάζεται με έργα, και να κυριεύεσθε λίγο από έρωτα προς αυτήν, και όταν σας φανεί ότι είναι μεγάλη, να συλλογίζεσθε ότι όλα αυτά τα απέκτησαν άνθρωποι τολμηροί που είχαν συναίσθηση του καθήκοντός τους, και κατά την ώρα της μάχης είχαν πάντοτε μπροστά στα μάτια τους τον φόβο του ντροπιάσματος, όσες φορές δε αποτύγχαναν σε κάποια τους προσπάθεια, δεν νόμιζαν ότι για τον λόγο αυτό έπρεπε να στερήσουν και την πόλη από τις υπηρεσίες τους, αλλά συνεισέφεραν υπέρ αυτής την ωραιότερη συνεισφορά.
Γιατί ενώ όλοι μαζί από κοινού πρόσφεραν στην υπηρεσία της πατρίδας τα σώματά τους, απελάμβαναν ατομικά κάθε ένας, σαν ανταμοιβή τρόπον τινά, τον έπαινο, ο οποίος δεν γερνάει ποτέ, και τον πιο επίσημο τάφο, που είναι δυνατόν να αποκτήσει άνθρωπος, δεν εννοώ δε τον τάφο, στον οποίο έχουν εναποτεθεί τα λείψανά τους, αλλά μάλλον τον τάφο, στον οποίο απομένει μετά θάνατον η δόξα τους και μνημονεύεται αιωνίως σε κάθε παρουσιαζόμενη κάθε φορά ευκαιρία είτε λόγου είτε έργου.
Γιατί των επιφανών ανδρών τάφος είναι η Γη ολόκληρη, και την ύπαρξή τους δεν την φανερώνει μόνο η επιγραφή μιας στήλης σε κάποιο μέρος της πατρίδας τους, αλλά και στα ξένα μέρη είναι εγκατεστημένη μια άγραφη ανάμνηση αυτών σκαλισμένη όχι σε κάποιο έργο τέχνης αλλά μάλλον στις καρδιές ενός εκάστου των ανθρώπων.
Αυτούς λοιπόν , εσείς τώρα να τους μιμηθείτε, και με τη σκέψη ότι ευδαιμονία είναι η ελευθερία, ελευθερία δε η τόλμη, μην τρομοκρατείσθε από τους κινδύνους του πολέμου. Γιατί δεν θα ήταν δικαιότερο να αψηφούν την ζωή τους οι δυστυχούντες άνθρωποι, οι οποίοι δεν ελπίζουν να απολαύσουν κανέναν καλό, αλλά οι ευτυχισμένοι, οι οποίοι κατά την διάρκεια ακόμη της ζωής τους διατρέχουν τον κίνδυνο να δουν την κατάστασή τους να μεταβάλλεται στην αντίθετη, δηλαδή την δυστυχία, και για τους οποίους θα ήταν πολύ σημαντική η διαφορά, αν υποτεθεί ότι πάθαιναν κανένα ατύχημα.
Γιατί προξενεί μεγαλύτερο πόνο, σε έναν βέβαια που έχει κάποια υψηλοφροσύνη, η εξαθλίωση που συνοδεύεται από εκφυλισμό, παρά ο θάνατος που του έρχεται ξαφνικά, χωρίς καν να γίνει αισθητός, επάνω στην ακμή της σωματικής του δύναμης και επάνω στις ελπίδες που τρέφει και ο κάθε θνητός.

Γι’ αυτόν λοιπόν τον λόγο και σας τους γονείς των ηρώων αυτών, όσοι είσθε παρόντες, δεν σας κλαίω την στιγμή αυτή, αλλά μάλλον θα προσπαθήσω να σας παρηγορήσω. Γιατί, όπως όλοι, γνωρίζουν και αυτοί ότι μεγάλωσαν μέσα σε ποικίλες εναλλαγές της τύχης, και ότι ευτυχισμένοι μπορεί να θεωρούνται μόνο εκείνοι, στους οποίους έλαχε η μεγίστη τιμή, είτε ένας έντιμος θάνατος είναι αυτή, όπως αυτών εδώ, είτε μια έντιμη λύπη, όπως η δική σας, και εκείνοι, των οποίων οι ημέρες της ζωής τους κανονίστηκαν κατά τέτοιον τρόπο, ώστε το τέρμα της ευτυχίας τους να συμπέσει με το τέρμα της ζωής τους.
Γνωρίζω βέβαια ότι είναι δύσκολο να σας πείσω γι’ αυτά, μια τέτοια στιγμή κατά την οποία η ευτυχία των άλλων θα σας κάνει να θυμηθείτε πολλές φορές την ευτυχία, που κάποτε αισθανθήκατε και σεις. Και λύπη αισθάνεται κανείς όχι για την έλλειψη των αγαθών που δεν δοκίμασε ποτέ στην ζωή του, αλλά για την στέρηση εκείνων, τα οποία πριν του αφαιρεθούν αποτέλεσαν μέρος της ζωής του. Όσοι δε από εσάς είσθε σε ηλικία που επιτρέπει την τεκνοποιία, πρέπει να υποφέρετε τον πόνο σας με περισσότερη υπομονή, γιατί ελπίζετε να αποκτήσετε και άλλα παιδιά. Γιατί όχι μόνο για τον καθένα σας ιδιαίτερα εκείνα που θα γεννηθούν θα σας κάνουν να λησμονήσετε σιγά σιγά αυτά που χάσατε στον πόλεμο, αλλά και για την πόλη το κέρδος θα είναι διπλό, γιατί με αυτόν τον τρόπο, αφ’ ενός αποφεύγεται η απειλούμενη ερήμωση από την ελάττωση του πληθυσμού, και αφ’ ετέρου ενισχύεται η ασφάλειά της.
Γιατί τίποτε το σωστό και δίκαιο δεν είναι σε θέση να σκεφθούν και να συμβουλεύσουν την πόλη όσοι δεν έχουν παιδιά να τα εκθέσουν στον κίνδυνο που εκτίθενται τα παιδιά όλων των άλλων. Όσοι δε πάλι έχετε προσπεράσει το όριο αυτό της ηλικίας, πρέπει να θεωρείτε κέρδος το ότι περάσατε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής σας ευτυχισμένοι, η δε περίοδος της λυπημένης ζωής σας θα είναι σύντομη, και να ανακουφίζεσθε από την δόξα αυτών εδώ των ηρωικώς πεσόντων παιδιών σας.
Γιατί το μόνο πράγμα που δεν γερνάει ποτέ είναι η φιλοδοξία, και εκείνο που ευχαριστεί τον άνθρωπο στην γεροντική του ηλικία, όταν είναι άχρηστος πια, δεν είναι το κέρδος, όπως ισχυρίζονται μερικοί, αλλά η απόλαυση τιμών.

Ως προς σας δε εξ άλλου, τους γιους και αδελφούς τους, όσοι είσθε παρόντες, βλέπω ότι η προσπάθεια, την οποία θα πρέπει να καταβάλλετε, για να τους μιμείσθε, είναι τρομακτικά δύσκολη. Γιατί όλοι συνηθίζουν να επαινούν εκείνον που δεν υπάρχει πλέον, οσοδήποτε δε υπέροχη και αν υποτεθεί ότι είναι η αρετή σας, μόλις και μετά βίας θα θεωρούσατε ότι είσθε, όχι όμοιοι, αλλά κατά τι κατώτεροι. Γιατί και μεταξύ των ζώντων υπάρχει φθόνος αμοιβαίος εκ μέρους των εκάστοτε αντιζήλων, όποιος δε πεθαίνει και δεν είναι εμπόδιο σε κανέναν τιμάται με μια εύνοια απαλλαγμένη από κάθε αντίδραση.

Αν δε πρέπει να κάνω λόγο και για την γυναικεία αρετή, σχετικά με αυτές που θα ζουν ως εξής σαν χήρες, θα συμπεριλάβω όλα όσα έχω να πω σε μια σύντομη παραίνεση: θα είναι μεγάλη η δόξα σας, αν δεν δειχθείτε κατώτεροι του φυσικού σας χαρακτήρα, και μάλιστα αν για την κάθε μια σας γίνεται όσο το δυνατόν λιγότερος λόγος μεταξύ των ανδρών, είτε προς έπαινον είτε προς κατηγορία (είτε για καλό είτε για κακό).

Εκφώνησα λοιπόν κι εγώ, σύμφωνα με την επιταγή του νόμου, τον επιτάφιο, και είπα ό,τι είχα να πω κατάλληλο για την περίσταση, και με έργα δε αυτοί, τους οποίους θάπτουμε, εν μέρει μεν έχουν τιμηθεί τώρα αμέσως, εν μέρει δε θα τιμώνται στο μέλλον, γιατί η πόλη θα ανατρέφει τα παιδιά τους δημοσία δαπάνη μέχρι που να γίνουν έφηβοι, απονέμουσα έτσι και σε αυτούς εδώ και στους επιζώντες χρήσιμη αμοιβή, αντί στεφάνου τρόπον τινά, για αυτούς τους αγώνες τους υπέρ της πατρίδας.
Γιατί όπου τα βραβεία της αρετής είναι τα πιο μεγάλα, εκεί συγκαταλέγονται μεταξύ των πολιτών και οι πιο ενάρετοι άνδρες.
Και τώρα να χορτάσει ο καθένας θρηνώντας τον δικό του και έπειτα να αποχωρήσει».

Με αυτόν λοιπόν τον τρόπο τελέστηκε ο ενταφιασμός των πεσόντων κατά αυτόν τον χειμώνα, με το τέλος του οποίου συνέπεσε και το τέλος του πρώτου έτους του παρόντος πολέμου.

geovisit();
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Ο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΚΛΗ"

Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2016

ΚΑΡΑΓΚΟΥΝΗΔΕΣ


Οι καραγκούνηδες, το κυρίαρχο πληθυσμιακό στοιχείο του Θεσσαλικού κάμπου θα μπορούσαν να θεωρηθούν άμεσοι απόγονοι των πρώτων κατοίκων της περιοχής.
Η ετυμολογία της λέξης Καραγκούνης αποτελεί πεδίο μελέτης και σύγκρισης καθώς αποδεικνύεται δύσκολη υπόθεση για τους ανθρωπολόγους.
Άλλοι ανατρέχουν στο φυλετικό επίπεδο και άλλοι στα πολιτισμικά καθημερινής φύσεως στοιχεία (από το χρώμα της επιδερμίδας και την ιστορική καταβολή έως τα ενδύματα τη μαύρη φορεσιά και το γλωσσικό ιδίωμα.

Το όνομα εμφανίζεται για πρώτη φορά κατά την τουρκοκρατία και πιθανότατα το πρώτο συνθετικό (καρα-) τουρκικής προέλευσης παραπέμπει στο μαύρο χρώμα, ενώ όσον αφορά το δεύτερο (-γκουν) ίσως στο γκούνα (κατεργασμένο δέρμα ζώου) ή στο τουρκικό γιουνάν (Έλληνες).
Δεν απουσιάζουν βέβαια και άλλες ερμηνευτικές προσπάθειες, λιγότερο ή περισσότερο βάσιμες που σχετίζονται με το Ελληνικό κάρα (κεφαλή) + το ρήμα κουνώ και ούτε λείπουν παραδόσεις και θρύλοι που φτάνουν μέχρι την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου.Αναμφίβολα, ο ευρύς κάμπος θα παίξει καθοριστικό ρόλο στο επίπεδο των συλλογικών ασχολιών στις οποίες οι Καραγκούνηδες επιδίδονταν.
Οι καραγκούνηδες προσάρμοσαν την καθημερινή τους ζωή, την εργασία και την διασκέδαση στις δυνατότητες και τις ανάγκες του κάμπου.Ασχολήθηκαν με την ιππασία και τη γεωργία ενώ τα κλασικά αθλήματα ήταν η πάλη το λιθάρι, η κοκορομαχία, το κάλεσμα του περιστεριού.Πλούσιος ο πολιτισμός των καραγκούνηδων του κάμπου.
Σπουδαία και η λαϊκή παράδοσή τους. και εξίσου χαρακτηριστικά και τα έθιμά τους. Σήμερα τούτη η πληθώρα των παραδοσιακών στοιχείων συνεχίζει να εμφανίζεται μέσα από τις ποικίλες και πολλές εορταστικές εκδηλώσεις της καραγκούνικης ζωής οι οποίες μεταφέρουν μέσα τους τα σημάδια της συντελεσμένης συνάντησης και της επίδρασης των αντιθέσεων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα θα μπορούσαν να θεωρηθούν τα Ρουγκάτσια, παμπάλαιο έθιμο του Δωδεκαημέρου των Χριστουγέννων με το οποίο επιδιώκεται η η αποπομπή των κακών πνευμάτων.
Τα Ρουγκάτσια (Ρουγκατσάρια) αποτελούνταν από ομάδες (10 - 15 μεταμφιεσμένων ατόμων) οι οποίες περιφέρονταν από σπίτι σε σπίτι παίρνοντας την ανάλογη αμοιβή. Μερικά από τα απαραίτητα μέλη του κάθε ομίλου ήταν ο γαμπρός, η νύφη (νέος μεταμφιεσμένος), ο παπάς, ο παππούς, ο γιατρός και οι "αρκουδιάρηδες". Εντυπωσιακός είναι ο αριθμός των τραγουδιών με τα οποία οι Ρουγκατσάρηδες συνόδευαν το πέρασμά τους.
Εξίσου ενδιαφέρουσα Καραγκούνικη ιδιαιτερότητα ήταν το σεργιάνι (από το τουρκικό Sergan - seryan = περίπατος, εκδρομή). Πρόκειται για την παρακολούθηση, χάζεμα των χωρών που οι Καραγκούνες χόρευαν κατά τις ημέρες ξεχωριστών εορτών (Φώτα, Πάσχα, κ.α.).
Πρέπει βέβαια να επισημανθεί 'οτι κατά τη διάρκεια του Σεργιανιού πραγματοποιούνταν κι άλλες παράλληλες εκδηλώσεις (πάλη, αγώνες), ενώ δεν απουσίαζαν και οι συμφωνίες. γάμων και τα προξενιά μεταξύ των νέων.
Εξίσου ενδιαφέρουσα Καραγκούνικη ιδιαιτερότητα ήταν το σεργιάνι (από το τουρκικό Sergan - seryan = περίπατος, εκδρομή).
Πρόκειται για την παρακολούθηση, χάζεμα των χωρών που οι Καραγκούνες χόρευαν κατά τις ημέρες ξεχωριστών εορτών (Φώτα, Πάσχα, κ.α.). Πρέπει βέβαια να επισημανθεί 'οτι κατά τη διάρκεια του Σεργιανιού πραγματοποιούνταν κι άλλες παράλληλες εκδηλώσεις (πάλη, αγώνες), ενώ δεν απουσίαζαν και οι συμφωνίες. γάμων και τα προξενιά μεταξύ των νέων.
Ξεχωριστή μορφή στο χώρο της καραγκούνικης κοινωνίας αποτελούσε η γυναίκα Καραγκούνα για την οποία άλλωστε έχουν γραφεί και τραγουδηθεί πάμπολλα τραγούδια (με πιο γνωστό το "Καραγκούνα"), τα οποία υμνούσαν την ομορφιά, τη φρεσκάδα και τη χάρη της. Σημαντικό αντικείμενο έρευνας αποτέλεσε και η γυναικεία καραγκούνικη φορεσιά, η οποία παρουσιάζει μια πρωτοφανή ποικιλία και διακρίνεται σε επίσημη χειμωνιάτικη, επίσημη καλοκαιρινή, καθημερινή και νυμφιάτικη, όμορφος και ο συνδυασμός παραδοσιακής ενδυμασίας και των ασημικών που χρησιμοποιούνταν (για το λαιμό, για το στήθος, για τη μέση).
Είναι αξιοσημείωτο ότι τα διακοσμητικά θέματα της φορεσιάς αποτελούν συχνά μια ενιαία ενότητα και πάντοτε εκφράζουν τη βαθιά σχέση του ντόπιου με τη φύση και τα ζώα.
Εξαίρετο και απαραίτητο στοιχείο της παραδοσιακής ζωής είναι και ο αργαλειός με τον οποίο υφαίνονταν μεγάλο μέρος των ενδυμασιών.
Δεν πρέπει να παραληφθεί ότι σπουδαίο ρόλο στην εξέλιξη της καραγκούνικης ενδυμασίας έπαιξαν και οι Ηπειρώτες τεχνίτες που περιόδευαν στην περιοχή μεταφέροντας την εμπειρία και το γούστο των καλλιτεχνημάτων τους.
Το κείμενο είναι του κ. Χρ. Τσιαμούρα από έκδοση της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Καρδίτσας
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "ΚΑΡΑΓΚΟΥΝΗΔΕΣ"

Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2014

Οι τρεις απελευθερώσεις της Βορείου Ηπείρου,Το Βορειοηπειρωτικό ζήτημα εκκρεμεί και περιμένει τή λύση του.


        Μετά την απελευθέρωση των Ιωαννίνων (21 Φεβρουαρίου 1913) από τον τουρκικό ζυγό, ο Ελληνικός στρατός συνεχίζει ελευθερώνοντας μία μία και τις πόλεις της Βορείου Ηπείρου μέχρι έξω από τον Αυλώνα. Μερικές μάλιστα πόλεις της Βορείου Ηπείρου ανέκτησαν νωρίτερα την ελευθερία τους (π.χ. Χειμάρρα με τον Σπ. Σπυρομήλιο 5/10/1912 , Κορυτσά με τον Παν. Δαγκλή 7/12/1912).
            Στις 17 Δεκεμβρίου 1913 η Ιταλία και η Αυστροουγκαρία, δυστυχώς, εξυπηρετώντας δικά τους συμφέροντα, με τοΠρωτόκολλο της Φλωρεντίας δημιουργούν για πρώτη φορά το Αλβανικό κράτος, περιέχοντας στα όριά του προς ενίσχυση της νεοϊδρυθείσης Αλβανίας και τη Βόρειο Ήπειρο. Από τότε το βόρειο τμήμα της Ηπείρου πέρασε στην ιστορία ως «Βόρειος Ήπειρος». Μάλιστα εκβιάζουν την Ελληνική κυβέρνηση να διαλέξει μεταξύ νησιών ανατολικού Αιγαίου και Βορείου Ηπείρου
            Το γεγονός αυτό ανάγκασε τον Βορειοηπειρωτικό Ελληνισμό να ξεσηκωθεί προχωρώντας σε ένοπλη εξέγερση με αποκορύφωμα την ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ της Βορείου Ηπείρου στις 17 Φεβρουαρίου  1914. Σχηματίσθηκε Κυβέρνησημε πρωθυπουργό τον Γεώργιο Χρηστάκη Ζωγράφο και μέλη τους ηρωικούς Μητροπολίτες Δρυϊνουπόλεως Βασίλειο, Βελλάς & Κονίτσης Σπυρίδωνα και Κορυτσάς Γερμανό. Υψώνεται η σημαία της Αυτονόμου Ηπείρου και ενταγμένος ο Βορειοηπειρωτικός Ελληνισμός σε εθελοντικά αυτονομιακά σώματα & «ιερούς λόχους» ελευθερώνει τη Βόρειο Ήπειρο υποχρεώνοντας τους Αλβανούς να υπογράψουν στις 17 Μαΐου 1914 ( δηλαδή σε 3 μήνες) το Πρωτόκολλο της Κερκύρας. Σύμφωνα με αυτό αναγνωρίζονταν αυτονομία και αυτοδιοίκητο της Βορείου Ηπείρου, ελευθερία σχολείων, γλώσσας, θρησκείας, επί πλέον δε το δικαίωμα να έχουν οι Βορειοηπειρώτες δικό τους Στρατό και δική τους Χωροφυλακή. Ονομάζεται η περιοχή «Ήπειρος» περιλαμβανομένων και της Χειμάρρας, Αργυροκάστρου, Αγ. Σαράντα, Κολώνιας, Λεσκοβικίου, Πρεμετής, Κορυτσάς κ.α. και οι κάτοικοι της ονομάζονται «Ηπειρώτες» και όχι «Αλβανοί».
            Η έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και η έκρυθμη κατάσταση στην Αλβανία αναγκάζει τους Ευρωπαίους να επιτρέψουν την είσοδο του Ελληνικού στρατού για την αποκατάσταση της τάξης στη Βόρειο Ήπειρο. Έτσι στις 14 Οκτωβρίου 1914 ο Ελληνικός Στρατός ελευθερώνει για 2η φορά τη Βόρειο Ήπειρο. Η αυτονομιακή κυβέρνηση παραδίδει ευχαρίστως την εξουσία της στον ελευθερωτή στρατό. Η ένωση της Βορείου Ηπείρου με την Ελλάδα ακολουθήθηκε από τη συμμετοχή 16 αντιπροσώπων της στη βουλή των Ελλήνων στις Ελληνικές εκλογές που πραγματοποιήθηκαν 1 χρόνο αργότερα.
            Ο διχασμός όμως, και η έλλειψη ομοψυχίας στην Ελλάδα (Βενιζέλου - βασ. Κωνσταντίνου), που είχε ως συνέπεια και την Μικρασιατική καταστροφή (1922), έδωσαν την ευκαιρία στους Ευρωπαίους προστάτες των Αλβανών να αποσπάσουν και πάλι τη Βόρειο Ήπειρο από τον εθνικό κορμό.
            Στη δεκαετία του 1920 ο αλβανικός εθνικισμός απέκοψε πραξικοπηματικά την Αλβανική Εκκλησία από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Προσπάθησε μάλιστα να επιβάλει ως λειτουργική γλώσσα παντού την Αλβανική. (Κύριος εκπρόσωπος ο Αλβανός ψευδεπίσκοπος από την Αμερική Φαν Νόλι).
            Στη δεκαετία του 1930 ο βασιλιάς Ζιώγου επιτέθηκε εναντίον της Ελληνικής παιδείας. Οι Βορειοηπειρώτες προσφεύγουν στο δικαστήριο της Χάγης και δικαιώνονται (1935).
            Στις 28 Οκτωβρίου 1940 στο πλευρό των Ιταλικών μεραρχιών εισέβαλαν και δύο Αλβανικές εναντίον της Ελλάδος.Ο γενναίος, όμως, Ελληνικός στρατός προήλασε και πάλι νικηφόρα στη Βόρειο Ήπειρο και έγινε δεκτός από τους Βορειοηπειρώτες ως ελευθερωτής. Για 3η φορά ελευθερώθηκε η Βόρειος Ήπειρος.
            Η ελευθερία αυτή κράτησε μέχρι τον Απρίλιο του 1941, οπότε με την εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα, ο Ελληνικός στρατός εγκατέλειψε και τη Βόρειο Ήπειρο.  
            Μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και την ήττα του Άξονα, η Ελληνική Κυβέρνηση ζήτησε στη Διεθνή Διάσκεψη Ειρήνης των 21 Εθνών στο Παρίσι (30/08/1946) την ένωση της Βορείου Ηπείρου με την Ελλάδα. Το ζήτημα παραπέμφθηκε - ύστερα από αντιδράσεις του Σοβιετικού Υπουργού Εξωτερικών Μολότωφ και άλλων κομμουνιστικών κρατών - στο Συμβούλιο Υπουργών των Εξωτερικών των Μεγάλων Δυνάμεων (Γαλλία, ΗΠΑ, Μεγ.Βρετανία, Ρωσία) που έγινε στη Νέα Υόρκη (4 Νοεμβρίου έως 12 Δεκεμβρίου 1946),. Το Συμβούλιο  ανέβαλε τη λήψη αποφάσεων ως προς το Βορειοηπειρωτικό για μετά την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης με την Αυστρία και τη Γερμανία. Η συνθήκη ειρήνης με την Αυστρία υπογράφηκε στις 15 Μαΐου 1955 στην Βιέννη. Με την Γερμανία στις 12 Σεπτεμβρίου 1990 στην Μόσχα.Το Βορειοηπειρωτικό ζήτημα εκκρεμεί και περιμένει τή λύση του.   


Οι τρεις απελευθερώσεις της Βορείου Ηπείρου - Ο Σεβαστιανός για τις Μεγάλες Δυνάμεις

ΠΗΓΗ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Οι τρεις απελευθερώσεις της Βορείου Ηπείρου,Το Βορειοηπειρωτικό ζήτημα εκκρεμεί και περιμένει τή λύση του. "

Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2014

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΕΤΑΙ

Η Ιστορία επιστρέφει...

ΗΠΑ, Βρετανία, Καναδάς, Γαλλία, Αυστραλία, Γερμανία, Ιταλία, Ελλάδα, Βέλγιο, Ολλανδία, Δανία, Τσεχία, σχεδόν το σύνολο των χριστιανικών χωρών της Δύσης συνασπίζεται εναντίον των μανιακών θρησκόληπτων μουσουλμάνων του Ισλαμικού Κράτους. ---Οι τζιχαντιστές από την πρώτη στιγμή έχουν χαρακτηρίσει αυτή τη συμπαράταξη «σταυροφορία» - παρότι έχουν στρέψει εναντίον τους και ισλαμικά κράτη, όπως τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η Ιορδανία, το Ιράκ (που απειλείται άμεσα), ακόμα και την ίδια τη μητρόπολη του φονταμενταλισμού, τη Σαουδική Αραβία.



Οι τζιχαντιστές δεν πέφτουν έξω στη συγκεκριμένη εκτίμησή τους. Η αλήθεια είναι ότι όντως πρόκειται για σταυροφορία, παρά τη συμμετοχή κρατών όπου επικρατεί το μουσουλμανικό στοιχείο. Οι χριστιανικές χώρες θεωρούν (ορθά) ότι αντιμετωπίζουν μεγάλο κίνδυνο από την εξάπλωση του μαχητικού Ισλάμ. Ο χριστιανικός κόσμος έχει ως βασικό σημείο αναφοράς τη δημοκρατία και όχι τη σαρία. Οι χριστιανικές αξίες, όπως έχουν εξελιχθεί, είναι εκείνες που διασφαλίζουν τον σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα και αποτρέπουν τους λαούς από το να επιβάλλουν τα πιστεύω τους με τα όπλα, τη βία, τους αποκεφαλισμούς, την κτηνωδία. Οι χριστιανικοί λαοί είναι εκείνοι που καθόρισαν για αιώνες τι σημαίνει πρόοδος και πολιτισμός.



Σήμερα, ο χριστιανικός κόσμος βρίσκεται σε κατάσταση βαθιάς, σχεδόν μη αναστρέψιμης παρακμής και η Ιστορία αποπειράται να τον αφυπνίσει. Η βία των ισλαμιστών και ο μεγαλοϊδεατισμός τους δεν είναι καινοφανή φαινόμενα. Οι «χαλίφηδες» εκδηλώνουν κατά καιρούς τις προθέσεις τους, επεκτείνονται, αποκρούονται και η έλικα του χρόνου συνεχίζει τη σπειροειδή πορεία της.



Παρασυρμένα και αποπροσανατολισμένα στους βαλτότοπους της πολιτικής ορθότητας και θεωρώντας ότι είναι «δικαίωμα» των μειονοτήτων να καθορίζουν τις ζωές των πλειονοτήτων, τα κράτη που κάποτε στηρίζονταν στον Χριστό και στην ελληνική φιλοσοφία χάνουν έδαφος και δημιουργούν κενό εξουσίας. Επειδή η φύση δεν ανέχεται τα κενά και οι ισλαμιστές πάντοτε αντιλαμβάνονται έγκαιρα την αδυναμία των αντιπάλων, η σύγκρουση των δύο κόσμων θα έχει ως διακύβευμα την κυριαρχία του ενός μοντέλου κοινωνικής συγκρότησης ή του άλλου. Ισλάμ ή χριστιανικός κόσμος.



Δεν πρέπει να υπάρχουν οι αυταπάτες ότι η νεφελώδης ανθρωπόμαζα που δεν μάχεται, δεν έχει νεύρο, δεν έχει φιλοδοξίες, δεν αναπαράγεται και δεν είναι αποφασισμένη θα μπορέσει να ανταγωνιστεί το αδίστακτο Ισλάμ και την Ασία που θεριεύουν κι επεκτείνονται. Οι ανεπιτήρητες περιουσίες κατάσχονται από εκείνους που τις διεκδικούν.

Η Ιστορία πάντα επιστρέφει για να μας θυμίσει ότι τα στερεότυπα λαών, θρησκειών και κοινωνικών ομάδων δεν έχουν γίνει... τυχαία ούτε αποτελούν κακόβουλες επινοήσεις «ρατσιστών». Οι αντιλήψεις μας για τους άλλους σχηματίστηκαν και διαιωνίστηκαν επειδή εν πολλοίς αληθεύουν. Καλή αφύπνιση!



πηγή
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΕΤΑΙ"
Related Posts with Thumbnails