Η ΠΛΗΡΗΣ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΙΘΕΤΩΝ - ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ-ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ-ΙΣΤΟΡΙΚΟ-ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΙΘΕΤΩΝ ΚΑΙ ΟΝΟΜΑΤΩΝ - ΣΥΝΕΧΗΣ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ - ΟΛΑ ΤΑ ΕΠΙΘΕΤΑ ΕΧΟΥΝ ΚΑΠΟΙΑ ΣΗΜΑΣΙΑ - ΤΑ ΕΠΩΝΥΜΑ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΦΟΡΕΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑΣ - ΚΑΙ ΒΕΒΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ - Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΣΥΛΛΟΓΗ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΩΝΥΜΩΝ - ΚΑΛΗ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΙΣΤΟΡΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΜΑΘΕΙΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ.
ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΑΣ
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΩΝΥΜΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΩΝΥΜΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 23 Αυγούστου 2023

ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΕΠΩΝΥΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΟΧΗ

Η ονομασία του ανθρώπου με ένα η περισσότερα ονόματα είναι πανάρχαιο φαινόμενο.--- Ήδη ο Όμηρος πιστεύει ότι η ανθρωπωνυμία είναι πανανθρώπινη συνήθεια.-----
Για τους Έλληνες κάθε ιστορική περίοδος έχει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ονοματοθεσίας της.
  • Στην Μυκηναϊκή Εποχή π.χ. επικρατούν τα ονόματα που εκθησιάζουν πολεμική ικανότητα (Μενεπτόλεμος , Μενεχάρης , Μενεσθεύς κ.λ.π.) ενώ
  • στην Βυζαντινή Εποχή επικρατούν τα χριστιανικά ονόματα, τα ονόματα των αξιωματούχων της βυζαντινής αυτοκρατορίας κ.λ.π.

Δευτερεύουσα ονομασία

Επειδή το κύριο (βαπτιστικό) όνομα δεν επαρκούσε για την διάκριση των ατόμων σε ευρύτερες κοινωνικές ομάδες , γι' αυτό προέκυψε αρκετά ενωρίς η ανάγκη να συνδέεται με το δεύτερο διακριτικό όνομα, το σύγχρονο επώνυμο.
Το σύγχρονο ονοματολογικό σύστημα της Ευρώπης φαίνεται εκκίνησε από την Ιταλία στα μέσα του τον 16ου αιώνα και σίγουρα έχει τις πηγές του στο ρωμαϊκό και αρχαιο-ελληνικό σύστημα.
Στην Μυκηναϊκή Εποχή ως δεύτερο διακριτικό όνομα επικρατεί το πατρωνυμικό επίθετο.
Έτσι
Στην Κλασσική Εποχή με την παρακμή των παλαιών αριστοκρατικών γενών περιορίζονται και τα πατρώνυμα που δηλώνουν το γένος σε λίγα ονόματα όπως
Επικρατεί τώρα ο συνδυασμός του βασικού ονόματος με την γενική του ονόματος του πατέρα αντί του πατρωνυμικού επιθέτου όπως
Μεγαλύτερη ακρίβεια εκφράζεται με την προσθήκη του επιθέτου που δηλώνει τον τόπο καταγωγής
Άλλη μία κατηγορία προσωνυμίων είναι αυτά που συνδέονται με κάποια ηθικά η σωματικά χαρακτηριστικά του ονομαζόμενου προσώπου στους βυζαντινούς χρόνους:
  • Ανδρέας (ανδρείος) ,
  • Βασίλειος (βασιλικός) ,
  • Γεώργιος (γεωργός) ,
  • Δημήτριος (Δήμητρα –γεωργός),
  • Ευγένιος (ο ευγενής)
κ.λ.π.

Παρωνυμία 

Τα παρωνύμια έπαιξαν μεγάλο ρόλο στον σχηματισμό των επωνύμων στην βυζαντινή και νεοελληνική περίοδο. Της βυζαντινής εκφοράς έχουμε Θεόδωρος ο Αποστόλης (= Αποστόλου), Κωνσταντίνος ο Παναγιώτης ( = Παναγιώτου) συνέχεια αποτελούν τα νεοελληνικά Γεώργιος Βασιλείου, Ηλίας Πέτρου κ.λ.π. όπου το δεύτερο κύριο όνομα χρησιμεύει ως επώνυμο.
Η σύγχυση που μπορούσε να δημιουργηθεί με την εκφορά αυτή αποσοβήθηκε με την προσθήκη ενός παρωνυμίου που εξελίχθηκε σε επώνυμο Νικόλαος Πέτρου Τσαγκάρης.

Πλήρης ονομασία

Τα κύρια ονόματα λαμβάνονται:
  • από την αρχαία ελληνική παράδοση
  • από την εκκλησιαστική παράδοση

Κύρια Ονόματα

Αρχαιοελληνικά Ονόματα

Βαπτιστικά από την αρχαία ελληνική παράδοση. Αγαθοκλής, Αθηνά, Αλεξάνδρα, Δημοσθένης, Ηρακλής, Θεμιστοκλής, Ιππολύτη, Καλλιόπη, Λεωνίδας, Μελπομένη, Οδυσσέας, Ολυμπιάς , κ.λ.π.

Χριστιανικά Ονόματα

Βαπτιστικά από την εκκλησιαστική παράδοση .
Αυτά τα ονόματα είχαν μεγάλη διάδοση τα πρώτα χριστιανικά χρόνια αλλά αργότερα περιορίστηκε η χρήση τους και εμφανίζονται σήμερα σποραδικά σε μερικά μέρη. Αβακούμ, Αβραάμ (Αβράμης , Μαμής) , Αδάμ (Αδάμος, Δάμος , Αδάμας, Αδαμάκης), Ανανίας (Νανιάς) , Δαβίδ (Δαβίδης , Δαβίθης) κ.λ.π.
  • ii) Βαπτιστικά ονόματα αγίων
Αθανάσιος, Βασίλειος Γεώργιος ,Δημήτριος, κλπ.
  • iii) Βαπτιστικά ονόματα εορτών και γενικά από την θρησκευτική ορολογία.
Αγαπητός (ιδού ο υιός μου ο αγαπητός), Άγγελος , Βαϊα , Δέσποινα , Κουνίτσα (εικόνα η όμορφη σαν εικόνα), Ευαγγελία , Ζωοπηγή (ζωοδόχος πηγή), Θεοφάνης (Θεοφάνεια) , Λάμπρος (Λαμπρή ) , Πανάγια (Παναγία) , Παράσχος (Παράσχου κύριε) κ.λ.π.

Βυζαντινά Ονόματα

Βαπτιστικά από την νεώτερη ελληνική παράδοση.
α)Βαπτιστικά από ονόματα της βυζαντινής και νεώτερης ελληνικής ιστορίας.
Ακρίτας, Ασάνης, Βατάτζης , Βελισσάριος, Βρανάς , Δούκας , Ερωτόκριτος, Καλογιάννης , Καντακουζηνός , Κομνηνός , Λάσκαρης, Μοσχωνάς, Ολόβολος, Ράλλης , Ρωμανός, Σκαρλάτος, Φωκάς, Χουρμούζης κ.λ.π.
β) Βαπτιστικά από ονομασίες αξιωμάτων και τιμητικών τίτλων .
Αμιράς (ναύαρχος), Άρχοντας, Αφέντης , Δημοκρατία, Domina (Δόμνα ) , Κοκόνα (τιμητική επίκληση διάσημων η ευγενών γυναικών) , Κράλης (βασιλέας Καράλης) , Κυρ (Κυρίτσης), Ρήγας (βυζαντινός τίτλος για ξένους βασιλείς και ηγεμόνες) κ.λ.π.

Αλλογενή Ονόματα

Βαπτιστικά από ξένους λαούς . Agnes Ανέζα , Amalie Αμαλία, Battista Μπατίστας , Bernardo Βερνάρδος , Domenico Δομένικος , Flora Φλόρα, Φλουρής , Francesko Φραντζέσκος , Francois Φραντζής , Giacomo Γιακουμάτος , Γιακουμής , Giorgio Τζορτζής, Giovanni Ζοάνος , Τζανής κ.λ.π.


Γεωγραφικά Ονόματα

Βαπτιστικά από γεωγραφικά ονόματα
Σύμφωνα με τα αρχαία ελληνικά πρότυπα Ηλείος, Θεσσαλός , Λυδός κ.λ.π. δημιουργήθηκαν και τα νεώτερα χρόνια ανάλογα βαπτιστικά.
Αμερικάνος , Ασιανός , Κιρκασία , Αξιώτης (Ναξιώτης) , Αγράφω , Αθήνα , Ανατολή , Βενετία ,κ.λ.π.

Φυσιογενή Ονόματα

α) Από ονομασίες Ζώων.
Αηδόνι (Αηδόνα) , γεράκι , (Γερακίνα , Γεαρακούλα) , λιοντάρι (Λιονταρής), μέλισσα (Μελίσω) , Παγώνι (Παγώνης , Παγώνα), περιστέρι (Περιστέρα) , τρυγόνι (Τριγώνα) κλπ.

β) από ονομασίες φυτών
άνθος (Ανθή) , γαρίφαλο (Γαρούφαλος, Γαρουφαλιά ), ζουμπούλι (Ζουμπούλης . Ζουμπούλια) , μηλιά (Μηλιά , Μηλιώ), ροδιά (Ροδιά , Ροδούλα ) , τριανταφυλλιά (Τριανταφυλλιά , Τριαντάφυλλος) κ.λ.π.
γ) Από ονομασίες πολύτιμων υλικών ασήμι (Ασημής , Ασήμω ,Ασημίνα κλπ), διαμάντι (Διαμαντής , Διαμαντάρας , Μαντής , Διαμάντω κλπ.) ζαφείρι (Ζαφείρης , Ζαφείρα , Ζαφειρία κλπ.) μάλαμα (Μάλαμας , Μαλάμω κλπ) , σμαράγδι (Σμαράγδα, Σμαράγδω ) χρυσάφι (Χρυσάφης ) , χρυσός (Χρύσος, Χρυσούλα, Χρύσω κλπ),
δ) άλλα
αστέρι (Αστέρω , Αστέριος)
αυγή (Αυγή ,Αυγούλα , κλπ)


Ιδιοτητογενή Ονόματα

Βαπτιστικά που βασίζονται σε σωματικές η ψυχικές ιδιότητες. Άσπρος (Ασπρούλης ,Ασπρούλα) , λυγερός (Λυγερή) , μελαχρινός (Μελαχρινή) , ξανθός (Ξάνθος , Ξανθός , Ξανθή , Τσιάνης κλπ.) Αγαθός (Αγαθή ,Αγάθω ) , γλυκύς (Γλυκιά ,Γλυκερία ) κλπ.

Ευχετικά Ονόματα

Προϋποθέτουν ευχή των γονέων η του αναδόχου . Ζήσης (Να ζήσει.) , Πολυζώης (πολύ ζωή να έχει ) , Παναταζής (πάντα να ζει). Στην Πίνδο το θηλυκό όνομα Αγόρω (αγόρι ) δίνεται σε κορίτσι που αναμενόταν ύστερα από την γέννηση σειράς κοριτσιών να γεννηθεί αγόρι.
Τον ίδιο ρόλο παίζει και το Σταμάτα για να ((σταματήσουν)) να γεννιούνται θηλυκά: Θέμελης, Θεμελής (να θεμελιώσει από το τούρκικο temelli –θεμέλιο) , θεμελιωμένος : Καλομοίρης(καλή του μοίρα).

επώνυμα

Τα επώνυμα διακρίνονται σε
  • πατρωνυμικά,
  • μητρωνυμικά ,
  • ανδρωνυμικά ,
  • εθνικά ,
  • Επαγγελματικά ,
  • παρωνύμια και
  • ψευδώνυμα.

Πατρωνυμικά Ονόματα

"Πατρωνυμικόν μέν ουν έστι το κυρίως άπό πατρός έσχηματισμένον, καταχραστικώ δέ καί το άπό προγόνων , οίον Πηλείδης, Αιακίδης ο Αχιλλεύς"
Στην αρχαία Ελληνική τα πατρωνυμικά σχηματίζονται είτε απλούστερα με την γενική του ονόματος του πατέρα (Περικλής Ξανθίππου ) είτε με διάφορα παραγωγικά επιθέματα που προσαρτώνται στο όνομα του πατέρα (Κρονίδης, Νεστορίδης, Πριαμίδης Κρονίων , Ασκληπιάδης, Λαερτιάδης κλπ.) ή του γενάρχη (Αιακίδαι , Αλκμαιωνίδαι.)
Στην νέα Ελληνική η πατρωνυμική σχέση εκφράστηκε αρχικά με την γενική του ονόματος του πατέρα ύστερα από τον προσδιορισμό γιος, κόρη κ.λ.π. ο Μιχάλης ο γιος του Μελέτη και έπειτα ο Μιχάλης του Μελέτη. Η πατρογονική γενική διαφυλάχτηκε σε ορισμένα επώνυμα (Γεώργιος Ιωάννου , Νικόλαος Αντωνίου), στα περισσότερα όμως που κράτησαν τον λαϊκό τους Χαρακτήρα μετατράπηκε σε ονομαστική Αποστόλης (αντί Αποστόλου) ,Αργύρης, Λουκάς κλπ. Σπανιότερα είναι τα πατρωνυμικά που βασίζονται σε σύνθεση Κωστοσήφης (ο Κώστας του Σήφη) , Πολογιώργης (ο Γιώργος Πολάκης). Ο κύριος όγκος των πατρωνυμικών ένα βαπτιστικό όνομα (αλλά δευτερευόντως και οποιαδήποτε άλλη βάση) στο οποίο προστίθενται παραγωγικά επιθήματα (Γεώργιος) Γεωργάκης , Γεωργακάκης , Γεωργακόπουλος , Γεωργαλάς , Γεωργαράκης , Γεωργάς , Γεωργάτος , Γεωργάτσος , Γεωργέλης Γεωργής , Γεωργιάδης , Γεωργιλάς ,Γεωργίου , Γεωργιτσέας , Γεωργίτσης , κλπ ,(Βάγια τα = η εορτή) Βαγιανός , Βαϊνέλης , (Λαμπρή) Λαμπρινός , Λάμπρος , Λαμπράκης.(Κανάκι , το =χάδι) Κανάκης.
Ορισμένα νεοελληνικά πατρωνυμικά βασίζονται σε βαπτιστικά ξένων γλωσσών από τις οποίες ήρθε σε επαφή η γλώσσα μας :
  • Τούρκικα (Μουράτογλου , Μουρατίδης) ,
  • Αρβανίτικα: (Γκίνης =Γιάννης,Γκιόκας =Γιώργος),
  • Βλάχικα : (Ζιάνας =Γιάννης ,Μίσιος και Μίσιας = Μιχάλης , Σόκος= Θανάσης , Τσέλιος = Στέριος),
  • Σλαβικά: (Κόλιας = Νικόλαος , Φίλτσος=Φίλιπος) κλπ.

Μητρωνυμικά Ονόματα

Είναι τα επίθετα που βασίζονται στο όνομα της μητέρας:
Κώστας Ελένης , δηλ ο Κώστας της Ελένης.
Τα μητρωνυμικά ήταν πολύ σπάνια στην αρχαία Ελλάδα. Ο Απόλλων από την μητέρα του Λητώ ονομαζόταν Λητοϊδης, Λητογενής , Λητόϊτος ενώ Μαιάδας ονομάζονταν ο Ερμής ως γιος της Μαίας.
Τα μητρωνύμια εμφανίζονται σε κοινωνίες που μητροκρατούνται, π.χ. οι Λύκιοι της Μικράς Ασίας όπως μας πληροφορεί ο Ηρόδοτος (1,73), και ο Ηρακλείδης ο Ποντικός (C.MULLER , FRAGM. HIST. GRAEK . 2, 217, XV).
Το μητριαρχικό δίκαιο των Λυκίων φαίνεται να συνεχίζεται και στα μεσαιωνικά χρόνια , γιατί ο Νικόλαος Δαμασκηνός (C.MULLER , ό.π. 3,461, CXXIX) αναφέρει ότι (Λύκιοι τάς γυναίκας μάλλον η τους άνδρας τιμώσι και καλούνται μητρόθεν , τας τε κληρονομίας ταίς λείπουσι , ου τοίς υιοίς).
Ως υπολείμματα των Λυκιακών θεωρεί ο Σ. Λάμπρος νεοελληνικά μητρωνυμικά που συγκέντρωσε στο Λιβίτσι της Λυκίας και στο Καστελόριζο και πιστεύει ότι τα μητρωνυμικά αυτά μαρτυρούν τη επίδραση του αρχαίου μητριαρχικού δικαίου των Λυκίων στους Έλληνες της Λυκίας.
Οι λόγοι για τους οποίους επιβάλλεται το μητρωνυμικό αντί του πατρωνυμικού είναι πολλοί και ποικίλοι αυτό συμβαίνει π.χ. όταν η μητέρα στην κοινωνία λόγω της δραστηριότητας και της προσωπικότητάς της, της καταγωγής της , λόγω μακρόχρονου ξενιτεμού του πατέρα η χηρεία της μητέρας κλπ.
Επίσης ένας καταπιεσμένος εσώγαμπρος μπορεί να πάρει το όνομα της γυναίκας του Μάρως (Μάρως η Μαρόπουλος) η της πεθεράς του Λαφαρούς (Γιωρτς τη Λαφαρούς , Πόντος ).
Στα Τρίκαλα της Κορινθίας ο σώγαμπρος έπαιρνε και δεύτερο όνομα από την σύζυγό του: ο Μάριος, ο Φωτεινός , ο Ελένιος ο Γαρουφαλιός κλπ.
Μητρωνυμικά συναντάμε σε όλες τις περιοχές της Ελλάδος .
Αλλά και στην βυζαντινή περίοδο συναντάμε μητρωνυμικά ονόματα π.χ. Λεόντειος ο Παυλίνης , Ιωάννης ο Βαλεριανής κλπ .
Σε βυζαντινά έγραφα συναντούμε επώνυμα , όπως Ιωάννης της Ράπτισας , Λέων της Μαρίας , Δημήτριος της Καλογραίας , Παπά Δημήτριος της Ευδοξίας κλπ. Στα μητρωνυμικά έχουμε τις εξής κατηγορίες: α) Μητρωνυμικά που βασίζονται στο βαπτιστικό της μητέρας :Αγγελίνας , Άννας , Ασημίνας , Βερονίκης, Γαρουφαλιάς , Γερακίνης , Ελένης , Ζαμπέλας , Ζαμπέτας , Κατίνας, Λελούδας , Μυρσίνης , Νικολίτσας , Παγώνας , Σμαραγδής , Σουμέλας , Σπεράντζας ,Τασούλας , Χαιδος , κλπ.
  • Μητρωνυμικά που βασίζονται στο ανδρωνυμικό της μητέρας , που με την σειρά του μπορεί να βασίζεται
    • στο βαπτιστικό του άντρα της: Αλέξαινας , Βασίλαινας , Γιώργαινας κλπ.
    • στο παρωνύμιο του άντρα της: Γλαβίνας , Ζωγραφίνας, Καρατζίνας , Παπαδίτσας κλπ.
  • Μητρωνυμικά που βασίζονται στο επάγγελμα της μητέρας η του άντρα της : Γιατρούδενας , Καλογραίας , Μακαρονούς , Μαμμής, Παπαδιάς , Τσαγκαρίνας , Τσιγαρούς κλπ.
  • Μητρωνυμικά που δηλώνουν την καταγωγή της μητέρας :Αμουργιανής ,Αραπίνης ,Βλάχας , Γυφτούδας , Γύφτσας , Λιάπαινας κλπ.
  • Μητρωνυμικά που δηλώνουν ελάττωμα της μητέρας : Βουβής , Καμπούρας ,Χοντρολένης κλπ.
  • Μητρωνυμικά που δηλώνουν βαθμό συγκενείας : Βάβους , Γιαγιάς , Μαννάκας , Νυφούδης κλπ.

Ανδρωνυμικά Ονόματα

Πρόκειται για ονόματα γυναικών που βασίζονται στο βαπτιστικό, επώνυμο η παρωνύμιο κλπ. Του ονόματος των συζύγων τους και αποτελούν μία πρόσθετη επωνυμία κοντά στο βαπτιστικό όνομα.
Από τη βυζαντινή περίοδο είναι γνωστά ορισμένα ανδρωνυμικά σε –εα (Κουβικουλαρέα , Σπαθαρέα , Ανδρονικέα ) και –ινα (Μαρία Αγγελίνα ), Δούκαινα Παλαιολογίνα κλπ.) Τα νεοελληνικά ανδρωνυμικά σχηματίζονται με την γενική του ονόματος του συζύγου (η Αγγέλλω του Κακριδά) και με διάφορα παραγωγικά επίθετα , π.χ.-αινα (Κώσταινα , Γιάνναινα , Τζαβέλαινα ) ,-ινα (Θοδωρίνα , Περικλήνα , Λασκαρίνα , Μπουμπουλίνα ) –ου (Νικολού , Παυλού , Μιχαλού , Πεταλού ) , -ισσα (γιάτρισσα , μαστόρισσα = η γυναίκα του γιατρού ,του μάστορα ) κλπ.


Εθνικά Ονόματα

Σύμφωνα με τον Διόνυσο τον Θράκα (εκδ.G Uhling) (εθνικόν έστιν το έθνους δηλωτικόν, ως Φρύξ , Γαλάτης) τα ονόματα αυτά που σχηματίζονται από ονόματα χωρών πόλεων κλπ. Από τα κλασσικούς χρόνους και αργότερα μεγάλη χρήση των εθνικών ονομάτων:Εκαταίος ο Μιλήσιος , Απολλώνιος ο Τυανεύς Κόιντος ο Σμυρναίος κλπ.
Τα βυζαντινά παρωνύμια που προϋποθέτουν εθνικό όνομα συγκαταλέγονται ανάμεσα σε άλλα και τα εξής: Αρμενιάκος , Βούλγαρος , Καππαδόκης , Φράγκος , Καλυβίτης (<Καλύβη ,πόλη της Μακεδονίας) , Λιβανίτης (<Λίβανα , πόλη της Συρίας), Κομνηνός (<Κόμνη Ανδιανουπόλεως), Λεκαπηνός (Λέκαπα Καππαδοκίας )Γαβαλάς (<Γάβαλα Συρίας) ,κλπ.
Τα νεοελληνικά εθνικά επώνυμα σχηματίζονται συνήθως με αρχαιοελληνικά η αρχαιότερης καταγωγής επιθήματα και σπανιότερα με ξένα: Αθηναίος , Θηβαίος , Κερκυραίος , Μυτιληναίος. -ανός/ιανός Αμοργιανός (Αμοργός) , Καλαματιανός , Κουταλιανός (<Κούταλη Προποντίδας) Σφακιανός , Ψαριανός κλπ. –ηνός Αδραμυττηνός , Ζακυνθινός . –ινός Αραβαντινός (<Αραβάντι) , Καστρινός , Πυλαρινός (<Πύλαρος Κεφαλονιάς). –ίτης Βαλαωρίτης (<Βελεώρα Ευρυτανίας ) , Δολιανίτης(Δολιανά). -αϊτης (Μοραΐτης) Χρυσαϊτης (Χρυσό Παρνασίδος) .–ιάτης Κορφιάτης , Μανιάτης. –ιώτης Αγραφιώτης , Βαρβιτσιώτης (Βαρβίτσα Αρκαδίας) , Γαρδικιώτης (Γαρδίκι).
Βενετσιάνικα η ιταλικά είναι τα επιθέματα "–άνος/-ιάνος" και "–έζος": Βενετσιάνος , Πρεβεζάνος , Σισιλιάνος, Γενοβέζος.
Σλαβικό είναι το "–ιάνος" στα Βοστιτσιάνος , Ζαβιτσ(ι)άνος , λατινικό στο Σακαριτσιάνος (Σακαρέτσι Βάλτου)κλπ.
Τούρκικο είναι το επίθεμα –λής /λης:Βελεστινλής , Κοκοσλής (Κοκόσι =Κιλκίς) Δράμαλης , Κόνιαλης (Κόνια =το Ικόνιο) , Μπρούσαλης και Προύσαλης (Προύσα).
Ορισμένα από τα εθνικά πού προσδιορίζουν ξένους λαούς που ήλθαν σε επαφή με τους Έλληνες μπορεί να ήταν αρχικά παρωνύμια: Αλαμάνος (Αλαμανούς του Βυζαντίου , Γεφύρι της Αλαμάνας κλπ) , Αμερικάνος , (Έλληνας μετανάστης από την Αμερική) , Ατζέμης (Πέρσης) , Βούλγαρος / Βούλγαρης (μεσαιωνικό Βούλγαρης «βυρσοδέψης , επεξεργαστής η πωλητής δέρματος» που δήλωσε και το έθνος των Βουλγάρων ως παραγωγών και εξαγωγέων δέρματος ) , Γερμανός (σημαίνει και ξανθός) , Εγγλέζος/Ιγγλέζης , Ζείμπέκος (τουρκικό φύλο στα περίχωρα της Σμύρνης) , Καραγκούνης (κάτοικος του θεσσαλικού κάμπου) , Καρακατσάνης ,-ος (Σαρακατσάνος).

Εθνικό ως επώνυμο μπορεί να προκύψει με την προσθήκη ενός -ς σ’ένα τοπωνύμιο Αϊδίνης ,Βαλαώρας , Γκούρας (Γκούρα Φθιώτιδος) , Γρανίτσας (Γρανίτσα Ιωαννίνων) κλπ. Επαγγελματικά Δήλωναν αρχικά επάγγελμα η αξίωμα , αλλά γρήγορα καθιερώθηκαν ως επώνυμα , καθώς διευκόλυναν τη διάκριση ατόμων με το ίδιο όνομα σε κλειστές ιδίως κοινωνίες. Εκφέρονται κανονικά στην ονομαστική (Αμπελάς ,Γούναρης ) και σπάνια στη γενική (Ιατρού ,Οικονόμου).

Επαγγελματικά Ονόματα

Τα επαγγελματικά ονόματα εμφανίζονται ήδη από τα αρχαία χρόνια (Αιπολός , Βουκόλος , Ακέστωρ <ιατρός> , Ναυπηγός , και
πολλαπλασιάζεται στα βυζαντινά χρόνια : Αμπελάς . Λαχανάς ,Ζωναράς ,Καμπανάρης , Γραμματικός ,Παλαιολόγος <που ασχολείται με τα παλαιά>.
Μια μεγάλη κατηγορία βυζαντινών επαγγελματικών ονομάτων περιλαμβάνει ονόματα κοσμικών και εκκλησιαστικών αξιωμάτων : Δομέστικος ,Δούκας , Λογοθέτης , Νοταράς , Σχολάριος <σωματοφύλακας του αυτοκράτορα>.
Αρκετά από τα βυζαντινά επαγγελματικά που προσδιορίζουν εκκλησιαστικά αξιώματα διατηρήθηκαν έως σήμερα είτε ως αξιώματα είτε ως επώνυμα χάρη στην εκκλησιαστική παράδοση : Δομέστιχος , Έξαρχος ,-άκος , -ίδης , -όπουλος , Ευταξίας (ο επί <της ευταξίας> της εκκλησίας). Τα πιο συνηθισμένα παραγωγικά επιθήματα για τον σχηματισμό των νεοελληνικών επαγγελματικών είναι τα -άρης και ας. –άρης:Αρκουδάρης , Γελαδάρης. –ας Ασβεστάς, Βαγενάς (βαρελάς). Τα περισσότερα από τα ξένα επαγγελματικά που πέρασαν στη γλώσσα μας έχουν τούρκικη καταγωγή: Αλμπάνης –οπουλος και Ναλμπάνης (nalbant πεταλωτής) .
Ορισμένα από τα επαγγελματικά τουρκικής προέλευσης δηλώνουν αξίωμα:Βεζίρης , Δερβέναγας , Ζαΐμης , Κεχαγιάς . Το παραγωγικό επίθημα των επαγγελματικών τουρκικής αρχής είναι το –τζής /-τσής (-ξής ) ,Αλτιντζής –όγλου (altinci χρυσοχόος ) Πεσμαζόγλου (pestamalci κατασκευαστής και πωλητής πετσετών μπάνιου). Από τα ξένα επιθέματα επαγγελμάτων εκπροσωπούνται με περιορισμένα παραδείγματα τα ιταλικά –iere (Καροτσιέρης ,Κασιέρης , Μπαρμπέρης.κλπ) και -oro (Σπαγγαδόρος).

Παρωνύμια

Αποτελούν το κύριο όγκο των επωνύμων και προέρχονται από χαρακτηρισμούς των παρονομαζομένων που βασίζονται , σε σωματικές , πνευματικές , ηθικές και άλλες ιδιότητες . Ο Μ.Τριανταφυλλίδης χρησιμοποιεί τον όρο παρατσούκλι.Την λέξη Παρωνύμιο την συναντάμε και σαν πινόμι , πινομή ,παραγκώμι , προσονείδιν (ποντιακό) , Περιγέλιο ,σουσούμι κλπ.
Οι βυζαντινοί χρησιμοποιούσαν τις εκφράσεις :την κλήσιν , την επίκ-λησιν , το επίκλην , τουπίκλην , την επωνυμία ,το επώνυμον , την προσηγορία , τούνομα έχων παρωνύμιο φέρων κλπ. Οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούν για το παρωνύμιο τον όρο επίθετον.Το παρωνύμιο ορίζεται από τον Διονύσιο τον Θράκα ως εξής :<παρώνυμον Δε έστι το παρ’ όνομα ποιηθέν , οίον θέων> Τα αρχαία παρωνύμια αναφέρονται σε σωματικές ιδιότητες (Γάστρων , Γνάθων ,Δόναξ , Κεφάλων , Μέτωπος.) Σε ψυχικές ιδιότητες :(Δέξιος , Μαργίτης , Βίαιος ,Πράος κ.α.) σε παρομοιώσεις με ζώα :(Αμνός , Γρύλος , Δράκων , Ιέραξ , Μέλισσος κ.α.) και φυτά :(Άλατος ,Καρδάμα ,Κρόκος ,κ.α.) στην ημέρα της γέννησης (Ανθεστήριος , Λήναιος , Πανιώνιος , Σωτήριος κ.α.)
 Στα βυζαντινά χρόνια και ιδιαίτερα από τον 9ον αιώνα και εξής δημιουργούνται πολλά παρωνύμια που χρησιμοποι-ούνται ως βυζαντινά και νεοελληνικά οικογενειακά ονόματα :Γρηγόριος ο Πτερωτός ,Βάρδας ο Πλατυπόδης , Βασίλειος ο Πετεινός κ.α.Πολύ γνωστά βυζαντινά παρωνύμια είναι λ.χ. τα :Βαρβάτος , Μυστάκων , Μουρζουφλός . Η κατάταξη των παρωνυμίων γίνεται με τα εξής κριτήρια: α)Σωματικές ιδιότητες :Βεργής , Βραχνός ,Ζερβός ,Καμπούρης κ.α. Β )Ψυχικές , πνευματικές ,ηθικές ,και άλλες ιδιότητες : Αγέλαστος , Βιαστικός ,Θλιμμένος , Κοιμήσης , Λεβέντης ,Τεμπέλης , Κατεργαράκος , Νταής , Νυστάζος κ.α. Γ) Παρομοιώσεις με ζώα :Αλεπουδέλης , Γάτος , Ζυγούρης , Λύκος , Ποντίκης , Τσάκαλος , Γκιόνης ,Κίρκος κ.α. Δ) Παρομοιώσει με φυτά : Βλιτάς ,Γαρούφαλος , Καρπουζάς , Πιπέρης , Ρεβίθης κ.α. Ε) Αντικείμενα καθημερινού βίου .Βελέντζας , Δακτυίδης , Κουλούρας , Λαγάνας , Ταγάρης κ.α. ΣΤ) Καιρός και χρόνος: Βοριάς ,Γρέκος , Σορόκος ,Κατσιφάρας , Χιόνης κ.α. Ζ) Συγγένεια και ηλικία :Αφεντάκης , Εγγονόπουλος , Κανακάρης , Ορφανός ,Παπούλιας , Πατέρας –άκης . Η ) Φράσεις (που συνήθιζε ο παρονομαζόμενος) Καλλιώρας ,Καλώστος , Καληνύχτας , Σιαπέρας κ.α.
Ονόματα από τις διάφορες ελληνικές διαλέκτους.
Αμαντος =(Χίος,άμαντος=μαμμόθρεφτος),Βώκος (ποντιακό βώκος =ηλίθιος),Ζυβρακάκης (Κρήτη ζυμπραγός <δίδυμος <αρχ.συμπραγής) ,Κοθρής (διαλ.κοθρής –ζητιάνος <κοθρί –κομμάτι ψωμί.Λιάρος(Ασπρόμαυρος ,για ζώα), Μάντακας (Κρήτη, τσιμπούρι των ζώων),Πατακός(Κρήτη, μικρόσωμος και άσχημος< αρχ.πάταικος), Ροίδης (ρόγι δοχείο με στενό άνοιγμα),Σαχτούρης (μεσν. σακτούρα –είσος καϊκιού), Συγγρός (διαλ.τσιγρός-αδύνατος ,αρρωστιάρης), Τσουδερός (Κρήτη ,τσουρίζω=τσουτσουρίζω, Χουρμούζης (χουρμούζη=είδος μαργαριταριού από το νησί Χορμούζ στην είσοδο του Περσικού κόλπου.
Τούρκικα. Ασλάνης,-ιδης,-ογλουΑρβανίτικα. Κέπας =κρεμμύδι , Κριεζής=μαυροκέφαλος, Κριεκούκης =κοκινοκέφαλος, Λέπουρας =λαγός,Μποκουρας =όμορφος , Μπούρας =γενναίος, Σκούρτης =κοντός Τσάλας =κουτσός, Φουρίκης =κοτέτσι.
Βλάχικα Γκίζας =μυζήθρα.Δάλας= ξινόγαλο,Μπίμπας =πάπια, Πίσας=γάτα, Σούρδος =κουφός- βλάκας,Τσάρας=γη

Ψευδώνυμα

Είναι τα πλαστά ονόματα που χρησιμοποιούν οι συγγραφείς καλλιτέχνες , ηθοποιοί αλλά και κακοποιοί για λόγους ψυχολογικούς κοινωνικούς κ.λ.π. Είναι ονόματα που τα διαλέγουμε και δεν μας τα επιβάλλουν οι άλλοι.

 


ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΕΠΩΝΥΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΟΧΗ"

Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2022

ΕΠΩΝΥΜΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ.

ΑΡΧΑΙΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΕΣ
ΑΝΘΡΩΠΩΝΥΜΙΑ η ονομασία του ανθρώπου με ένα η περισσότερα ονόματα είναι πανάρχαιο και πανανθρώπινο φαινόμενο.---
Ήδη ο Όμηρος πιστεύει ότι η ανθρωπονυμία είναι πανανθρώπινη συνήθεια.Ο Αλκίνοος ρώτησε τον Οδυσσέα πώς ονομάζεται , και γιατί πρέπει να έχει και αυτός , όπως όλοι οι άνθρωποι, κάποιο όνομα. Ούμεν γάρ τις πάμπαν άνώνυμός έστ' άνθρώπων ,ού κακός, ούδέ μέν έσθλός, έπήν τά πρ'τα γένηται, άλλ' έπί πασι τίθενται , έπεί κε τέκωσι, τοκες.---- .
Για τους Έλληνες κάθε ιστορική περίοδος έχει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ονοματοθεσίας της.---
ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΕΣ Αγάθαρχος ο Σάμιος, Αγαθοκλής ο Κορίνθιος, Αγάθων ο Κορίνθιος, Αγαμήδης ο Αρχιτέκτων, Αγασικράτης ο Κορίνθιος, Άγναπτος ο Αρχιτέκτων, Αλκαμένης ο Αθηναίος, Αμμώνιος ο Αρχιτέκτων, Αναξικράτης ο Μηχανικός, Ανδρόνικος ο Κυρρήστης, Ανθέμιος ο Τραλλιανός, Αντιμαχίδης ο Αρχιτέκτων, Αντιστάτης ο Αθηναίος, Αντίφιλος ο Αρχιτέκτων, Απολλόδωρος ο Αθηναίος, Απολλόδωρος ο Δαμασκηνός, Απολλώνιος ο Αλεξανδρεύς, Απολλώνιος o Αρχιτέκτων, Αρισταίνετος ο Κυζικηνός, Αρίστανδρος ο Μεγαλοπολίτης, Αρκέσιος ο Τραλλιανός, Αρχέδημος ο Θηραίος, Αρχίας ο Κορίνθιος, Αρχίλοχος ο Αθηναίος, Ασκληπιάδης ο Κυζικηνός, Ασκληπιάδης ο Λαμψακηνός, Ασκληπιόδωρος ο Μηχανικός, Απαίος ο Μύσιος, Βαθυκλής ο Μαγνήσιος, Βούπαλος ο Χίος, Γιτιάδας ο Σπαρτιάτης, Γοργώνιος ο Αντιοχεύς, Δαίδαλος ο Αθηναίος, Δάφνις ο Μιλήσιος, Δεινοκράτης ο Ρόδιος, Δεινοχάρης ο Αλεξανδρεύς, Δεξιφάνης ο Κνίδιος, Δημήτριος ο Εφέσιος, Δημοκλής ο Αρχιτέκτων, Δημοκόπος ο Συρακούσιος, Διοκλής ο Ρήγιος, Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς, Διονύσιος ο Τμώλειος, Δίων ο Ιταλικός, Επικλής ο Συρακούσιος, Επικράτης ο Βυζάντιος, Ερμογένης ο Πριηνεύς, Ερμόδωρος ο Σαλαμίνιος, Ερμοκρέων ο Αρχιτέκτων, Ερμων ο Αρχιτέκτων, Ευθύδομος ο Αθηναίος, Ευπόλεμος o Αργείος, Ζήνων ο Κιτιεύς, Ηρακλείδης ο Μηχανικός, Ηρων ο Λίβυος, Θεοδόσιος ο Τριπολίτης, Θεόδοτος ο Αρχιτέκτων, Θεόδωρος ο Σάμιος, Θεόδωρος ο Φωκαεύς, Θέρσιλος ο Μεγαλοπολίτης, Θρασυμήδης ο Πάριος, Ικτίνος o Αθηναίος, Ιππίας ο Μηχανικός, Ιππόδαμος ο Μιλήσιος, Ισίδωρος ο Νεώτερος, Ισίδωρος ο Πρεσβύτερος, Ιωάννης ο Βυζάντιος, Κάλαισχρος ο Αρχιτέκτων, Καλλικράτης ο Αθηναίος, Καλλίμαχος ο Αθηναίος, Καλλίνος ο Κορίνθιος, Καρπίων ο Αρχιτέκτων, Κηφισόδοτος ο Αθηναίος, Κλεισθένης ο Ερετριεύς, Κλεομένης ο Συρακούσιος, Κλέων ο Σπαρτιάτης, Κόροιβος ο Αρχιτέκτων, Κύρος ο Ιταλικός, Λάκρατης ο Αρχιτέκτων, Λεωνίδας ο Νάξιος, Λίβων ο Ηλείος, Μεγακλής ο Αρχιτέκτων, Μελάνιππος ο Αρχιτέκτων, Μένεσθης o Αρχιτέκτων, Μεταγένης ο Κνώσσιος, Μεταγένης ο Ξυπέτιος, Μνησικλής ο Αθηναίος, Νίκων ο Περγαμεύς, Ξεναίος ο Μηχανικός, Ξενόδωρος ο Κορίνθιος, Ξενοκλής ο Χολαργεύς, Παιώνιος ο Εφέσιος, Παρμενίων ο Μακεδών, Περίπας ο Μηχανικός, Ποθαίος ο Συρακούσιος, Πολύκλειτος ο Αργείος, Πόντιος ο Αλεξανδρεύς, Πορίνος ο Αρχιτέκτων, Πυθέος ο Αλικαρνασσεύς, Πύρρος ο Αρχιτέκτων, Ροίκος ο Φιλαίου, Σάτυρος ο Πάριος, Σκόπας ο Πάριος, Σμίλις ο Αγινεύς, Σπίνθαρος ο Κορίνθιος, Σώσατρατος ο Κνίδιος, Τηλεκλής ο Σάμιος, Τηλεφάνης ο Φωκαεύς, Τροφώνιος ο Αρχιτέκτων, Φανέας o Δήλιος, Φίλαγρος ο Αρχιτέκτων, Φιλίσκος ο Αρχιτέκτων, Φιλοκλής ο Αχαρνεύς, Φίλων ο Ελευσίνιος, Χάρης ο Λίνδιος, Χειροκράτης ο Εφέσιος, Χερσίφρων ο Κνώσσιος.
ΑΣΤΡΟΝΟΜΟΙ Αγλαονίκη η Θεπαλίς, Αγρίππας ο Βιθύνιος, 'Αδραστος ο Αφροδισιεύς, Αέτιος ο Αντιοχεύς, Αισχύλος ο Αστρονόμος, Αλέξανδρος ο Πλευρώνιος, Αλκμαίων ο Κροτωνιάτης, Αναξαγόρας ο Κλαζομενεύς, Αναξίμανδρος ο Μιλήσιος, Αναξιμένης ο Μιλήσιος, Ανδρόνικος ο Κυρρήστης, Αντίπατρος ο Τύριος, Απολλώνιος ο Λαοδικείας, Απολλώνιος ο Μύνδιος, Απολλώνιος ο Περγαίος, Αρατος ο Σολεύς, Αρίσταρχος ο Σάμιος, Αριστείδης ο Σάμιος, Αριστόθηρος ο Αλεξανδρεύς, Αριστοτέλης ο Σταγειρίτης, Αρίστυλλος ο Σάμιος, 'Αρπαλος ο Σάμιος, Αρριανός ο Μετεωρολόγος, Αρχέλαος ο Αθηναίος, 'Ατταλος ο Ρόδιος, Αυτόλυκος ο Πιταναίος, Αχιλλεύς Τάτιος, Βίων ο Αβδηρίτης, Βόηθος ο Σιδώνιος, Γέμινος ο Ρόδιος, Δαμάσκιος ο Δαμασκηνός, Δημόκριτος ο Αβδηρίτης, Δημόφιλος ο Αστρονόμος, Δικαίαρχος ο Μεσσήνιος, Διόδωρος ο Αλεξανδρεύς, Διονύσιος ο Αλεξανδρεύς, Δίων ο Νεαπολίτης, Δοσίθεος ο Πηλούσιος, Δωρόθεος ο Σιδώνιος, 'Εκφαντος ο Κροτωνιάτης, Ελικών ο Κυζικηνός, Επιγένης ο Βυζάντιος, Επίκουρος ο Σάμιος, Επιμενίδης o Κρης, Ερατοσθένης ο Κυρηναίος, Ερμιππος ο Καλλιμάχειος, Εύδημος ο Ρόδιος, Εύδοξος ο Κνίδιος, Ευκτήμων ο Αθηναίος, Εχεκράτης ο Φλιούντιος, Ηλιόδωρος ο Αλεξανδρεύς, Ηρακλείδης ο Ποντικός, Ηράκλειτος ο Εφέσιος, Ησίοδος ο Ασκραίος, Ηφαιστίων ο Θηβαίος, Θαλής ο Μιλήσιος, Θεανώ η Θουρία, Θεοδόσιος ο Τριπολίτης, Θεόφιλος ο Εδεσσαίος, Θέων ο Αλεξανδρεύς, Θράσυλλος ο Αλεξανδρεύς, lκέτας ο Συρακούσιος, Ιουλιανός ο Λαοδικεύς, Ιουλιανός ο Αυτοκράτωρ, Ιππαρχος ο Ρόδιος, Ιππίας ο Μηχανικός, Ιππόνικος ο Πιταναίος, Ιωάννης Μαλάλας, Ιωάννης ο Φιλόπονος, Κάλλιππος ο Κυζικηνός, Κάρπος ο Αντιοχεύς, Κλεομήδης ο Κοσμογράφος, Κλεόστρατος ο Τενέδιος, Κόνων ο Σάμιος, Κριτόδημος ο Αλεξανδρεύς, Κρίτων ο Νάξιος, Λεπτίνης ο Αλεξανδρεύς, Λεωνίδας ο Αλεξανδρεύς, Λύσις ο Ταραντίνος, Μενέλαος ο Αλεξανδρεύς, Μέτων ο Αθηναίος, Νίκων ο Περγαμεύς, Ξέναρχος ο Σελεύκειος, Ξενοκράτης ο Χαλκηδόνιος, Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος, Οινοπίδης ο Χίος, Παύλος ο Αλεξανδρεύς, Πορφύριος ο Τύριος, Ποσειδώνιος ο Απαμεύς, Πρόκλος ο Λύκιος, Πτολεμαίος Κλαύδιος, Πυθαγόρας ο Σάμιος, Πυθέας ο Μασσαλιώτης, Σέλευκος ο Σελεύκειος, Σωσιγένης o Αλεξανδρεύς, Σωσιγένης ο Περιπατητικός, Τεύκρος ο Κυζικηνός, Τίμαιος o Λοκρός, Τιμοχάρης ο Αλεξανδρεύς, Υπατία η Γεωμετρική, Υψικλής ο Αλεξανδρεύς, Φερεκύδης ο Σύριος, Φίλιππος ο Μενδαίος, Φίλιππος ο Οπούντιος, Φιλόλαος ο Ταραντίνος, Χαλκίδιος ο Αστρονόμος, Χάρμανδος ο ΜαΘηματικός.
ΒΙΟΛΟΓΟΙ Αθήναιος ο Απαλικός, Αναξίμανδρος ο Μιλήσιος, Αριστοτέλης ο Σταγειρίτης, Αρχέστρατος ο Γελώος, Βόλος ο Μενδήσιος, Ιππων ο Σάμιος.
ΒΟΤΑΝΟΛΟΓΟΙ Αισχυλίδης ο Αθηναίος, Αλέξανδρος ο Τραλλιανός, Αρατος ο Σολεύς, Ασκληπιόδοτος ο Αλεξανδρεύς, 'Ατταλος ο Φιλομήτωρ, Διοκλής ο Καρύστιος, Διονύσιος ο Περιηγητής, Διοσκορίδης ο Πεδάνιος, Κάσσιος ο Ιτυκαίος, Κρατεύας ο Ριζοτόμος, Νίκανδρος ο Κολοφώνιος, Ορειβάσιος ο Περγαμεύς, Πάμφιλος ο Αλεξανδρεύς, Φανίας ο Ερέσιος, Φλωρεντίνος ο Γεωπόνος, Χρύσιππος ο Κνίδιος.
ΓΕΩΓΡΑΦΟΙ - ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΟΙ Αγαθαρχίδης ο Κνίδιος, Αγαθήμερος ο Ορθωνος, Αγαθοδαίμων ο Αλεξανδρεύς, Αγαθοκλής ο Μιλήσιος, Αγαθοκλής ο Χίος, Αγάθων ο Σάμιος, Αγάκλυτος ο Περιηγητής, Αθηνόδωρος ο Αγχιαλεύς, Ακέσανδρος ο Κυρηνεύς, Ακεστόδωρος ο Μεγαλοπολίτης, Ακουσίλαος ο Αργείος, Αλέξανδρος ο Λύχνος, Αλέξανδρος ο Μύνδιος, Αλέξανδρος ο Πολυίστωρ, Αλκέτας ο Περιηγητής, Αμμιανός ο Αντιοχεύς, Αμμώνιος ο Αλεξανδρεύς, Αμύντας ο Βηματιστής, Αναξικράτης ο Εξερευνητής, Αναξίμανδρος ο Μιλήσιος, Αναξιμένης ο Μιλήσιος, Ανδροίτας ο Τενέδιος, Ανδροσθένης ο Θάσιος, Ανδρων ο Αλικαρνασσεύς, Ανδρων ο Τήιος, Αντιφάνης ο Θραξ Αντώνιος Διογένης, Απελλάς ο Κυρηναίος, Απελάς ο Ποντικός, Απίων ο Πλειοστονίκης, Απολλόδωρος ο Αθηναίος, Απολλωνίδης ο Νικαεύς, Απολλώνιος ο Ρόδιος, Απολλώνιος ο Τυανεύς, Αππιανός ο Αλεξανδρεύς, 'Αρατος ο Κνίδιος, Αρισταγόρας ο Μιλήσιος, Αριστείδης ο Σάμιος, Αριστοκράτης ο Σπαρτιάτης, Αρμενίδας o Θηβαίος, Αρριανός ο εκ Νικομηδείας, Αρτεμίδωρος ο Εφέσιος, Αρχίας o Πελλαίος, Αρχίλοχος ο Πάριος, Ασκληπιάδης ο Κύπριος, Αυτόλυκος ο Πιταναίος, Βαίτων ο Βηματιστής, Βίων ο Αβδηρίτης, Βίων ο Σολεύς, Βωτθαίος o Γεωγράφος, Γέμινος ο Ρόδιος, Δαίμαχος ο Πλαταιεύς, Δημήτριος ο Καλλατιανός, Δημήτριος ο Σκήψιος, Δημοδάμας ο Μιλήσιος, Δικσίαρχος ο Μεσσήνιος, Διογένης ο Κυζικηνός, Διογένης ο Σικυώνιος, Διόδωρος ο Περιηγητής, Διόδωρος ο Σάμιος, Διονύσιος ο Αλεξανδρεύς, Διονύσιος ο Βυζάντιος Διονύσιος ο Καλλιφώντος, Διονύσιος ο Περιηγητής, Διονύσιος ο Ρόδιος, Διονυσόδωρος ο Μήλιος, Εκαταίος ο Αβδηρίτης, Εκαταίος ο Ερετριεύς, Εκαταίος ο Μιλήσιος, Εκαταίος ο Τήιος, Ελλάνικος ο Λέσβιος, Ερατοσθένης ο Κυρηναίος, Ερμιππος ο Καλλιμάχειος, Εύδοξος ο Κνίδιος, Εύδοξος ο Κυζικηνός, Εύδοξος ο Ρόδιος, Ευήμερος ο Μεσσήνιος, Ευθυμένης ο Μασσαλιώτης, Ευκτήμων ο Αθηναίος, Ευσέβιος ο Καισαρεύς, Εφορός ο Κυμαίος Ζήμαρχος ο Κιλίκιος, Ζηνοθέμις ο Γεωγράφος, Ζώπυρος ο Αλεξανδρεύς, Ηλιόδωρος o Αθηναίος, Ηρακλείδης ο Κριτικός, Ηρακλείδης ο Στρατηγός, Ηρόδοτος ο Αλικαρνασσεύς, Ηρωδιανός ο Αντιόχειος, Ησίοδος ο Ασκραίος, Θεοδόσιος o Τριπολίτης, Θεόπομπος ο Χίος, Ιάμβουλος ο Σύριος, Ιππαλος ο Κυβερνήτης, Ιππύς ο Ρήγιος, Ισίδωρος ο Χαρακηνός, Ιστρος ο Καλλιμάχειος Ιωάννης Μαλάλας, Κλείταρχος ο Μακεδών, Κλεομήδης ο Κοσμογράφος, Κλέων ο Σικελιώτης, Κόνων ο Σάμιος, Κοσμάς ο Ινδοκοπλεύστης, Κράτης ο Μαλλώτης, Κτησίας ο Κνίδιος, Κτησιφών ο Γεωγράφος, Κωλαίος ο Σάμιος, Λύκος ο Ρηγίνος, Μαρίνος ο Τύριος, Μαρκιανός ο Ηρακλειώτης, Μαρσύας ο Πελλαίος, Μεγασθένης ο Ιων, Μενεκλής ο Αθηναίος, Μενεκράτης ο Ελαϊτης, Μένιππος ο Περγαμεύς, Μνασέας ο Πατρεύς, Νέαρχος ο Κρης, Νίκανδρος ο Θυατειρηνός, Νικίας ο Μαλλώτης, Νύμφις ο Ηρακλειώτης Νυμφόδωρος ο Συρακούσιος, Ξεναγόρας ο Ηρακλειώτης, Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος, Ξενοφών o Αθηναίος, Ξενοφών ο Λαμψακηνός, 'Ομηρος, Ονησίκριτος ο Αιγινεύς Οφέλας ο Κυρηναίος, Πάππος ο Αλεξανδρεύς, Πατροκλής ο Μακεδών, Παυσανίας ο Περιηγητής, Πλάτων ο Αθηναίος, Πλούταρχος ο Χαιρωνεύς, Πολέμαρχος ο Κυζικηνός, Πολέμων ο Περιηγητής, Πολύβιος ο Μεγαλοπολίτης, Πολύκλειτος ο Λαρισαίος, Ποσειδώνιος ο Απαμεύς, Προκόπιος ο Καισαρεύς, Πρωταγόρας ο Περιηγητής, Πτολεμαίος Κλαύδιος, Πυθέας ο Μασσαλιώτης, Ριανός ο Βηναίος, Σεραπίων ο Αντιοχεύς, Σιμμίας ο Ρόδιος, Σιμωνίδης ο Μεροεύς, Σκύλαξ ο Καρυανδεύς, Σκύμνος ο Χίος, Στέφανος ο Βυζάντιος, Στράβων ο Αμάσειος, Σωκράτης ο Αργείος, Σώσανδρος ο Κυβερνήτης, Τεύκρος ο Κυζικηνός, Τίμαιος ο Ταυρομένιος, Τιμοσθένης ο Ρόδιος, Τιμοχάρης ο Αλεξανδρεύς, Φερεκύδης ο Αθηναίος, Φιλήμων ο Περιηγητής, Φίλων ο Γεωγράφος, Φιλωνίδης ο Χερσονάσιος, Χάρων ο Λαμψακηνός.
http://roumeliotikiestia.blogspot.com
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "ΕΠΩΝΥΜΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ."

Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2022

Η ερμηνεία των ονομάτων: Ζευς, Ποσειδών, Απόλλων, Ερμής, Ήφαιστος, Άρης

Οι έξι Θεοί τού Ολύμπου---
Ζευς: Από το επίθετο «δίος» (λαμπρός, αίθριος) προήλθε το κύριο όνομα Διεύς (ο κύριος τής λαμπρότητας, τής αιθρίας, τής καλοκαιρίας), το οποίο μετατράπηκε σε Ζευς (παράβαλε: διάλευκος-ζάλευκος, διαβάλλω-ζαβάλλω και άλλα). Από την αιτιατική πτώση «τον Δία» προήλθε το νεοελληνικό όνομα τού Πατέρα των Θεών και των ανθρώπων, το οποίο στην ονομαστική σχηματίζεται ως «ο Δίας».

Ποσειδών: Το όνομα τού Θεού τής θάλασσας είναι σύνθετη λέξη και προέρχεται από τα ουσιαστικά «πόσις» (σύζυγος) και «δα» (γη), οπότε Ποσειδών είναι «ο σύζυγος τής γης». Κατά την κλασική ελληνική το όνομα κλίνεται «ο Ποσειδών, τού Ποσειδώνος», ενώ κατά την νέα ελληνική «ο Ποσειδώνας, τού Ποσειδώνα». Παράγωγό του είναι το επίθετο «ποσειδώνιος, ποσειδωνία, ποσειδώνιον», καθώς και τα κύρια ονόματα Ποσειδώνιος (αυτός που ανήκει στον Ποσειδώνα, που είναι τού Ποσειδώνα) και Ποσειδωνία (αυτή που ανήκει στον Ποσειδώνα, που είναι τού Ποσειδώνα).

Απόλλων: Το όνομα τού Θεού προέρχεται από το ρήμα «απόλλυμι», που σημαίνει «καταστρέφω, εξαφανίζω», άρα Απόλλων είναι «ο καταστροφέας, ο ολετήρας», όνομα που απηχεί την ιδιότητα τού Θεού ως τοξευτή και καταστροφέα των εχθρικών στρατευμάτων. Η λατρεία τού Απόλλωνα ως Θεού τού φυσικού και νοητού φωτός δεν αντικατοπτρίζεται σε αυτό το όνομα, αλλά στο Φοίβος, που σημαίνει «φωτεινός, διαυγής, λαμπρός» και προέρχεται από τον όρο «φάος», δηλαδή «φως».

Ερμής: Το όνομα τού Θεού προέρχεται από το ρήμα «ερμηνεύω», οπότε Ερμής είναι ο «ερμηνεύς», δηλαδή ο ερμηνευτής, και παραπέμπει στην ιδιότητα τού Θεού ως αγγελιαφόρου και ερμηνευτή τής βούλησης των Θεών τού Ολύμπου. Κατά την κλασική ελληνική το όνομα κλίνεται «ο Ερμής, τού Ερμού», ενώ κατά την νέα ελληνική «ο Ερμής, τού Ερμή».

Ήφαιστος: Από την ρίζα «αφ-» του δασυνόμενου ρήματος «άπτω», που σημαίνει «ανάβω, καίω», προέρχεται το επίσης δασυνόμενο όνομα τού Θεού τής φωτιάς, άρα Ήφαιστος είναι «αυτός που καίει, ο πύρινος». Παράγωγα κύρια ονόματα είναι τα Ηφαίστειος και Ηφαιστίων, που είναι συνώνυμα και σημαίνουν «αυτός που ανήκει στον Ήφαιστο, που είναι τού Ηφαίστου». Από το όνομα τού Θεού προέρχεται και ο όρος «ηφαίστειο».

Άρης: Το όνομα τού Θεού τού πολέμου ετυμολογείται κατά δύο τρόπους. (1) Είτε από την ρίζα «αρ-» τού ρήματος «αραρίσκω», που σημαίνει «προετοιμάζω», αλλά και «συνάπτω», και από την οποία προέρχονται, μεταξύ πολλών άλλων, και οι όροι «αρετή, άριστος, αρέσω, άρρην (αρσενικός), αρείων (καλύτερος, ισχυρότερος)», οπότε, κατ’ αυτή την εκδοχή, Άρης είναι «ο προετοιμασμένος, ο συγκροτημένος, ο αρσενικός, ο ισχυρός, ο ενάρετος», ιδιότητες που αρμόζουν σε έναν πολεμιστή, (2) είτε από την λέξη «αρά», που σημαίνει «επίκληση τής θεϊκής εκδίκησης, κατάρα, όλεθρος», οπότε Άρης είναι «ο φορέας τής θεϊκής εκδίκησης, ο ολετήρας», ιδιότητες που επίσης ταιριάζουν στον φιλοπόλεμο Θεό.


γράφει ο Αθανάσιος Τσακνάκης
http://www.24grammata.com/?p=9758






ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Η ερμηνεία των ονομάτων: Ζευς, Ποσειδών, Απόλλων, Ερμής, Ήφαιστος, Άρης"

Τετάρτη 4 Αυγούστου 2021

Η ετυμολογία των ονομάτων Μακεδνός, Μακεδών

 

Η ετυμολογία των ονομάτων Μακεδνός, Μακεδών

Τό ἐπίθετο μακεδνός(= μακρός, ὑψηλός, πρβλ. η 106: φύλλα μακεδνῆς αἰγείροιο, Ἡροδ. 8.43.6: ἐόντες οὗτοι πλὴν Ἑρμιονέων Δωρικόν τε καὶ Μακεδνὸν ἔθνος), πού ὑπόκειται ἀναντίρρητα τῶν ἐθνωνυμικῶν Μακεδών καί Μακεδονία, σχετίζεται φανερά μέ τά μακρός, μῆκος, κ.τ.τ., πρβλ. λατ. macer (= ἰσχνός, λεπτός)Παλ. Ἄν. Γερμ. magar κ.λπ.

Προκαλεῖ, ἑπομένως, ἐντύπωση τό γεγονός ὅτι ὁ R. Beekes, στό EtymologicalDictionaryofGreek,[1] προσγράφει τήν λέξη στήν λεγόμενη «προελληνική», θεωρῶντας ὅτι ἡ ἐναλλαγή δ/τ στά Μακεδών / Μακέτης κ.λπ.,καθώς καί τό «περίεργο» ἐπίθημα -δν- στό μακε-δν-ός παραπέμπουν σέ «προελληνικό» ὑπόστρωμα.

Ἡ δικιά μας ἄποψη, πού μέλλει νά στοιχειοθετηθῇ στήν συνέχεια μέ τήν βοήθεια καί τῆς νέας ἑλληνικῆς, εἶναι ὅτι τό μακεδνός προέρχεται ἀπό ἀμάρτυρο πρωτοελληνικό *μακρενός / *μακερνός μέ τροπή τοῦ ὑγροῦ σέ ὀδοντικό, φωνητικό φαινόμενο πού συνήθως ἀποδίδεται ἐπίσης στήν λεγόμενη «προελληνική», πρβλ. ἄβλαρος / βδαροί, λάφνη / δάφνη,  Ὀλυσσεύς / Ὀδυσσεύς, λαβύρινθος / Μυκ. γεν. dapu2ritojo, καλάμινθα / Μυκ. kadamita κ.λπ.

Παρόμοια τροπή εἰκάζουμε ὅτι ὑπόκειται τῶν τύπων γοεδνός (= γοερός, ἀπό ἀμάρτυρο *γοερνός), ὀλοφυδνός (= οἰκτρός, θρηνώδης, ἀπό ἀμάρτυρο *ὀλοφυρνός, πρβλ. ὀλοφύρομαι = θρηνῶ, ὀδύρομαι κ.τ.τ.), ἐνδεχομένως καί ἀκιδνός (= ἀσθενής, ἀδύνατος, ἀπό ἀμάρτυρο *ἀκιρνός, πρβλ. ἀκιρός, μέ τήν ἴδια πιθανώτατα σημασία).

Ἀλλά ἡ μεγαλύτερη ἀπόδειξη ὅτι ἡ τροπή τοῦ ὑγροῦ σέ ὀδοντικό δέν ἦταν ξένη στήν μακεδονική διάλεκτο προκύπτει ἀπό τό τοῦ Ἡσυχίου «γόδα· ἔντερα. Μακεδόνες», τό ὁποῖο ὁ Latte ὀρθά συσχέτισε μέ τά χολάς, πληθ. χολάδες (= ἔντερα), χόλιξ, πληθ. χόλικες (= ἔντερα), ἀλλά κακῶς «διώρθωσε» σέ *γόλα, παραποιῶντας ἔτσι ἕνα στοιχεῖο ἐνδεικτικό τῆς ἰδιάζουσας φωνητικῆς συμπεριφορᾶς τῆς μακεδονικῆς διαλέκτου.

Καί σέ ἄλλες περιπτώσεις, ἀφορῶσες κοινές λέξεις τῆς ἀρχαίας καί νέας ἑλληνικῆς, ὑπάρχει μιά τάση νά ἀποφεύγεται ἡ συναγωγή προφανῶν συμπερασμάτων πού προκύπτουν ἀπό τά δεδομένα τῆς πραγματικότητας καί ἀνάγουν τό φαινόμενο τῆς τροπῆς τοῦ ὑγροῦ σέ ὀδοντικό στό ἀπώτερο παρελθόν τῆς καθ᾿ ὅλου ἑλληνικῆς.

Χαρακτηριστική εἶναι ἡ περίπτωση τῶν κελαρύζω (= μορμυρίζω, ἠχῶ, ἐπί ρέοντος ὕδατος || ἐκρέω, ρέω, ἀναβλύζω ὡς ὕδωρ || χύνω μετά ἤχου γαργάρας)[2] – κελαδέω, κελάδω (= ἠχῶ ὡς ὕδωρ ὁρμητικῶς ρέον || θορυβῶ, κραυγάζω, βοῶ || ψάλλω, μεγαλοφώνως ὑμνῶ), κέλαδος (= θόρυβος, οἷος ὁ τοῦ ὁρμητικῶς ρέοντος ὕδατος || ταραχή, ὀχλοβοή || ὁ ἦχος τῆς μουσικῆς), κ.λπ.

Ἀκόμα πιό χαρακτηριστικοί καί ἐνδεικτικοί μιᾶς ὑπόγειας σχέσης τῆς νέας ἑλληνικῆς μέ βαθύτερα ὑποστρώματα τῆς καθ᾿ ὅλου ἑλληνικῆς εἶναι οἱ ν.ἑ. τύποι κελα(η)δῶ, κελά(η)δημα κ.λπ., χρησιμοποιούμενοι κυρίως γιά τήν ὑποδήλωση τῆς φωνῆς τῶν πουλιῶν, μιά σημασιολογική ἀπόχρωση πού δέν φαίνεται νά συμπεριλαμβάνεται στό σημασιολογικό ρεπερτόριο τῶν ἀ.ἑ. κελαρύζω ἤ κελαδέω. Ἐν τούτοις, ἡ ἡσιόδεια ἤ ἀριστοφανική λακέρυζα κορώνη (= ἡ κράζουσα κορώνη, ἡ φλύαρη κουρούνα) φανερά προέκυψε μέ ἀντιμετάθεση φθόγγων ἐκ τοῦ ταυτόσημου κελάρυζα, πρᾶγμα πού σημαίνει ὅτι ἡ ρίζα πού ὑπόκειται τῶν κελαρύζω, κελαδέω χρησιμοποιοῦνταν κάποτε γιά νά ὑποδηλώσῃ καί τήν φωνή, τό κελά(η)δημα τῶν πτηνῶν (πρβλ. καί τό τοῦ Φωτίου «Λακερύζεσθαι· λογοποιεῖσθαι ἢ λοιδορεῖσθαι», τό τοῦ Εὐσταθίου «δοκεῖ δ᾿ ἐξ ὀνοματοποιΐας οὕτω τετυπῶσθαι καὶ ἡ λακέρυζα παρὰ τὸ κελαρύζειν» ἤ τό ὁμηρικό σχόλιο «<κελαρύζει>  μετὰ κελάδου ῥεῖ· ἢ κατὰ ἀντίθεσιν λακερύζει.»).

Μιά παρόμοια ἀναγωγή ἐνδείξεων τῆς νέας ἑλληνικῆς στά βαθύτερα στρώματα τῆς καθ᾿ ὅλου ἑλληνικῆς πιστοποιεῖται καί στήν περίπτωση τῶν κλαρί / κλαδί, ἀνακλαρίζομαι / ἀνακλαδίζομαι (= ἐκτείνω μετ᾿ ἐντάσεως τά μέλη τοῦ σώματος ἕνεκα κόπου, ἀτονίας ἤ νοσηρᾶς καταστάσεως, κυριολ. ἁπλώνω τά μέλη ὡς κλαδιά). Τό Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν (ΙΛΝΕ)[3] καταχωρίζει σέ ξεχωριστά λήμματα τά ταυτόσημα ἀνακλαρίζομαι καί ἀνακλαδίζομαι, ἀνακλάρισμα καί ἀνακλάδισμα, γιατί δέν εἶναι διατεθειμένο νά δεχθῇ ὅτι τῆς σχέσης τῶν κλαρί / κλαδί, ἀνακλαρίζομαι / ἀνακλαδίζομαι ὑπόκειται τροπή τοῦ ὑγροῦ σέ ὀδοντικό.

Κατά παρόμοιο τρόπο συμπεριφέρεται καί ἡ ἱστορικοσυγκριτική γλωσσολογία στήν περίπτωση τῶν ἀ.ἑ. κλάδος / κλῆρος (δωρ. κλᾶρος), ὅπου κατά πᾶσαν πιθανότητα ἔχει ἐπισυμβῆ τροπή τοῦ ὑγροῦ σέ ὀδοντικό, μιᾶς καί οἱ κλῆροι ἦταν ἀρχικά κομμάτια ξύλο στά ὁποῖα χάραζαν σημάδια οἱ συμμετέχοντες στήν κλήρωση.

Οἱ παράλληλοι ν.ἑ. τύποι πού ὑπεμφαίνουν τροπή τοῦ ὑγροῦ σέ ὀδοντικό εἶναι τόσο πολλοί, ὥστε τό φαινόμενο δέν μπορεῖ νά θεωρηθῇ τυχαῖο: κλάρα / κλάδα, κλαράκι / κλαδάκι, κλαράκι (= χρυσάνθεμο) / κλαδούδι (= χρυσάνθεμο), κλαράτος / κλαδάτος, κλαρίζω / κλαδίζω, κλαρικό / κλαδικό, κλαρίτης / κλαδίτης, κλαροκοπῶ / κλαδοκοπώ, κλαροπόντικο / κλαδοπόντικο, κλαρομάντρι / κλαδοστρούγκα, κλάρος / κλάδος, κλάρωμα / κλάδωμα, κλαρώνω / κλαδώνω, κλαρωσιά / κλαδωσιά, κλαρωτός / κλαδωτός, ξεκλαρίζω / ξεκλαδίζω, ξεκλάρισμα / ξεκλάδισμα, ξέκλαρος / ξέκλαδος κ.ἄ.[4]

Ἡ ἰδιαίτερη διάδοση τοῦ φαινομένου, εἰδικά στά κατωιταλιωτικά ἰδιώματα (ὅπου τό διπλό προουρανικό λ τρέπεται σέ , πρβλ. ἐντελῶς ἐνδεικτικά ἄλλος > ἄ – ο, βάλλω > βά – ω, πολλά > πο – ά),[5] θά ᾿πρεπε κανονικά νά μᾶς ἐμβάλῃ σέ ἀμφιβολίες σχετικά μέ τήν ὀρθότητα τῆς ἀπόδοσης μιᾶς τέτοιας φωνητικῆς συμπεριφορᾶς στήν λεγόμενη «προελληνική» / «μή ἰνδοευρωπαϊκή» γλῶσσα.

Ἀνάλογες φωνητικές ἀλλαγές ἐμφανίζονται σποραδικά καί στά ὑπόλοιπα ἑλληνικά ἰδιώματα καί διαλέκτους (πρβλ. κοτσιλιά > κοτσιδιά, λαλαγγίτα ταλαγγούτα,[6] λιγούλι > διγούλι, μυρμηλιάζω > μυρμηδιάζω, τσαφαρόλεροἤ *τσαμπαλόλερο > τσαμπαδόλερο, τ(σ)ίτσιρος > τσίτσιδος, χαρχαλεύω, χαρκαλλεύgω, καρκαλεύω > χαρκατεύγω, καρκατεύω κ.λπ.), ἀλλά ἔχει μιά ἰδιαίτερη σημασία νά ἐντοπίζουμε τό φαινόμενο σέ «νεο»ελληνικές λέξεις πού ἐκ τῶν πραγμάτων μᾶς ταξιδεύουν στά ἀπώτατα βάθη τῆς καθ᾿ ὅλου ἑλληνικῆς.

Λαφρία / Δαφνία / Δάφνη

Ὁ λόγος γιά τήν τσακωνική λέξη *λαφρία, λαφζ΄ία, ἀφρία, ἀφζ΄ία, ἀφσ΄ία Πληθ. ἀφσ΄ίλε (= ἡ δάφνη)[7] πού εἶναι προφανές ὅτι ἔχει σχέση μέ τό τοῦ Ἡσυχίου «λάφνη· δάφνη. Περγαῖοι» ἀλλά δέν εἶναι καθόλου σίγουρο ὅτι προέρχεται ἀπό αὐτό. Καί τοῦτο διότι ὑπάρχει μεγάλη πιθανότητα ἡ ἐπωνυμία τῆς Ἀρτέμιδος Λαφρία νά ταυτίζεται μέ τήν ἐπωνυμία, καί πάλι τῆς Ἀρτέμιδος, Δαφνία (καί Δαφναία). Ὁπότε, βάσει τοῦ τσακωνικοῦ τύπου, μποροῦμε ὄχι μόνο νά ἐπιβεβαιώσουμε τήν τροπή λ- > δ-, ἀλλά καί νά εἰκάσουμε τροπή –ρ > ν-(: Λαφρία > *Λαφνία > Δαφνία, πρβλ. καί λατ. laurus = δάφνη).

Ἡ συνέχεια ἐν τούτοις μοιάζει νά εἶναι ἀκόμα πιό ἐνδιαφέρουσα καί ἀποκαλυπτική, ἀφοῦ ἡ ἐπωνυμία Λαφρία δέν ἀποτελεῖ μόνο τήν ὀνομασία πού χρησιμοποιοῦν οἱ Καλυδώνιοι καί οἱ Μεσσήνιοι γιά τήν Ἄρτεμι κατά τά λεγόμενα τοῦ Παυσανία (4.31.7.3-7) ἀλλά καί αὐτήν πού χρησιμοποιοῦν οἱ Κεφαλλῆνες γιά τήν Βριτόμαρτι, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ Ἀντωνῖνος Λιβεράλις (40.1.1-40.4.7). Ἡ σχέση τῆς Βριτομάρτιδος πρός τήν Ἄρτεμι δέν πιστοποιεῖται μόνο ἀπό τό γεγονός ὅτι «αὕτη φυγοῦσα τὴν ὁμιλίαν τῶν ἀνθρώπων ἠγάπησεν ἀεὶ παρθένος εἶναι», ἀλλά καί ἀπό τό ὅτι, ἀποφεύγοντας τίς ἐρωτικές ἐπιθέσεις τοῦ Μίνωος καί τοῦ ἁλιέως Ἀνδρομήδους κατέληξε σέ ἕνα ἄλσος τοῦ ἱεροῦ τῆς Ἀρτέμιδος στήν Αἴγινα, ὅπου «ἐγένετο ἀφανής, καὶ ὠνόμασαν αὐτὴν Ἀφαίαν». Ἡ συσχέτιση μέ τό «ἀφανής» εἶναι προφανῶς παρετυμολογική, δέν ἀποκλείεται δέ, ἄν κρίνῃ κανείς ἀπό τήν πτώση τοῦ ἀρκτικοῦ ὑγροῦ στά τσακωνικά *λαφρία, λαφζ΄ία, ἀφρία, ἀφζ΄ία κ.λπ., τό ὄνομα Ἀφαία νά ἀποτελῇ παραφθορά τοῦ Λαφρία ἤ τοῦ *Λαφναία / Δαφναία.

Ἀλλά καί αὐτό νά μή συμβαίνῃ, εἶναι ἀναντίρρητο ὅτι ἡ ἐπωνυμία Λαφρία / Δαφνία / Δαφναία / Ἀφαία προορίζεται γιά θεές οἱ ὁποῖες ἔχουν κάνει τήν διατήρηση τῆς παρθενίας σκοπό ζωῆς, ὅπως π.χ. ἡ Ἄρτεμις ἤ ἡ Βριτόμαρτις.[8]

Μετά τήν ἀπαραίτητη αὐτή προεισαγωγή, μποροῦμε τώρα νά εἰσέλθουμε στόν πυρῆνα τῆς τολμηρῆς μας –δέν τό ἀρνούμαστε- ὑπόθεσης. Εἶναι γνωστό πώς ἡ πρώτη ἀγάπη τοῦ Ἀπόλλωνα στάθηκε ἡ νύμφη Δάφνη, πού συγκεντρώνει ὅλα τά βασικά χαρακτηριστικά τῆς Ἀρτέμιδος: παρθενία, ἀφοσίωση στό κυνήγι, καί βέβαια ἰδιάζουσα σχέση μέ τόν Ἀπόλλωνα, ἀφοῦ ἡ μεταμόρφωσή της σέ δάφνη, προκειμένου νά μήν ὑποκύψῃ στίς ἐρωτικές ὀρέξεις τοῦ θεοῦ, παρέσχε στήν λατρεία τοῦ Ἀπόλλωνος τό συνδεδεμένο ἀναπόσπαστα μ᾿ αὐτήν δένδρο. Ἡ σκέψη εἶναι ἁπλῆ καί προφανής: Ἀφοῦ ἡ Ἄρτεμις Λαφρία ἤ Δαφνία ἤ Δαφναία συγκεντρώνει ὅλα τά χαρακτηριστικά πού ἔχει καί ἡ Δάφνη, δέν ἀποκλείεται στό πρόσωπο τῆς δεύτερης νά ὑποστασιοποιήθηκε ἡ ἀπαγόρευση ἀδελφομικτικῶν σχέσεων πού ἀφοροῦσε τήν πρώτη, νά ἦταν δηλαδή ἡ Δάφνη ἀρχικά ἀδελφή τοῦ Ἀπόλλωνος. Μέ τήν ἐπιβολή τῆς ἀδελφομικτικῆς ἀπαγόρευσης (πού, σημειωτέον, δέν ἴσχυσε γιά τό ἀδελφομικτικό ζεῦγος Ζεύς – Ἥρα) ἡ ἀνάμνηση τῆς παλαιᾶς ἐρωτικῆς σχέσης μετασκευάσθηκε καί συσκοτίσθηκε, ἀλλά δέν ἐξέλιπε. Κάπως ἔτσι, μέ ἐπικαλύψεις, ἀντιφάσεις, προσθῆκες καί περικοπές προέκυψε ἡ διάσπαση μιᾶς μυθικῆς μορφῆς σέ δύο ἤ καί περισσότερες.

Ἄν λοιπόν ἡ ἀνίχνευση τέτοιων «παράδοξων» φωνητικῶν τροπῶν, ὅπως αὐτή τοῦ ὑγροῦ σέ ὀδοντικό, εἶναι σέ θέση νά μᾶς διαφωτίσῃ γιά τήν προϊστορία τῆς ἑλληνικῆς, ὄχι μόνο γλώσσας ἀλλά καί θρησκείας, σημαίνει ὅτι κακῶς ἀποδίδεται στήν λεγόμενη «προελληνική» καί πιθανώτατα χαρακτηρίζει τήν συμπεριφορά τῆς ἑλληνικῆς σέ ἕνα παλαιότατο στάδιο ἐξέλιξης.

Φωνο-μορφολογικές ἐξελίξεις

Δεδομένης τῆς ἰδιάζουσας σχέσης τύπων τῆς νέας ἑλληνικῆς μέ πρωτογενεῖς τύπους τῆς καθ᾿ ὅλου ἑλληνικῆς, ἀναγόμενους σ᾿ ἕνα πρωτοελληνικό ὑπόστρωμα, θά ἦταν περίεργο ἄν ἡ γλῶσσα μας, καί στήν περίπτωση τῶν μακρός, μῆκος, δωρ. μᾶκος, ὁμηρ. μακεδνός κ.τ.τ. δέν ἐμφάνιζε φωνητικά / μορφολογικά στοιχεῖα πού παραπέμπουν σ᾿ ἕνα ἀδιευκρίνιστου ἱστορικοῦ βάθους παρελθόν.

Ἔτσι, ἡ νέα ἑλληνική, ἀντί τῶν τύπων μῆκος ἤ μᾶκος χρησιμοποιεῖ παγκοίνως τόν τύπο μάκρος, ὁ ὁποῖος ὅμως δέν εἶναι νεώτερο πλᾶσμα, ἄν κρίνουμε ἀπό τό ἀριστοφανικό «Ὦ Πόσειδον, τοῦ μάκρους.» (Ὄρνιθες, στ. 1131). Ἡ παρουσία τοῦ ὑγροῦ στό ἀριστοφανικό καί νεοελληνικό μάκρος ἐνισχύει τήν πιθανότητα τό ὑγρό νά ἀποτελῇ ὀργανικό στοιχεῖο τῆς ρίζας πού ὑπόκειται τοῦ μακρός, καί ἑπομένως καί τοῦ μακεδνός (<*μακερνός).

Ἡ νεοελληνική παρουσιάζει καί τούς τύπους μακρινός (ἤ μακρυνός) μέ κύρια σημασία «ἀπομεμακρυσμένος» καί δευτερεύουσες «ἐπιμήκης», «μακροχρόνιος», μακρινάρι ἤ μακρυνάρι (= πρᾶγμα ἐπίμηκες, μακρουλό), μακρύνω, μακρένω (= ἐπιμηκύνω, παρατείνω, ἀπομακρύνομαι, πρβλ. τό παλαιοδιαθηκικό μακρύνω = μηκύνω, ἀπομακρύνω) κ.λπ. Ἄς σημειωθῇ ἐπί πλέον ὅτι στόν Πόντο τό μακρένω / μακρύνω ἔχει καί τήν σημασία «ψηλώνω», ἑπομένως εἶναι πλησιέστατο σημασιολογικά πρός τό μακεδνόςἈτοσίκον ἐξέρω σε καί πότε ἐμάκρυνες; (= τοσούτσικο σέ ξέρω καί πότε ψήλωσες;) Πόντ. (Σταυρ.) | Ἐμάκρυνεν ὁ παιδᾶς (= ψήλωσε τό παιδί) Πόντ. (Ἴμερ.).

Ὡς ἐναλλακτικός τύπος τοῦ μακρινός (μακρυνός) δέον νά ληφθῇ ὁ τύπος τοῦ πληθυντικοῦ μάκραινα (ἤ μάκρενα τά: τά μακρά μαλλιά) Πελοπν. (Βούρβουρ.), πού ἡ σχέση του μέ τό μακρινός ἀναδεικνύεται καί ἀποδεικνύεται ἀπό τά ἐπίσης πελοποννησιακά μάκρινα τά (= πόκοι, ποκάρια, μάλιστα μετά τῆς λέξεως μαλλιά· μάκρινα μαλλιά) Πελοπν. (Βασσαρᾶς = Οἰνοῦς), μάκρινα τά (= μακριά, διαλεχτά πρόβεια μαλλιά: Θ᾿ ἀγοράσω μάκρινα μαλλιά γιά πατανίες) Πελοπν. (Λακεδ.), πρβλ. καί *μάκρενες > μάκρινις (= δύο παράλληλα ξύλα τά ὁποῖα καρφώνονται εἰς τά παλούκια τοῦ φράκτου) Θάσ. 

Θά ἀντέτεινε ἴσως κάποιος ὅτι ἡ ἐξέλιξη μάκρενα > μάκρινα, ἤτοι ἡ στένωση τοῦ ἄτονου eσέ iεἶναι χαρακτηριστική τῶν βορείων καί ὄχι τῶν νοτίων ἰδιωμάτων ὅπως εἶναι τά πελοποννησιακά. Στήν ὑποθετική ἔνσταση ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι πρέπει νά πάψουμε νά συνάγουμε ἄκαμπτους νόμους ἀπό ἁπλές κανονικότητες. Γιά νά φέρω ἕνα καί μόνο παράδειγμα, ἡ βάκραινα (ἤ βάκρενα) προβατίνα καί τό βάκραινο (ἤ βάκρενο) πρόβατο (= μέ ἄσπρο σῶμα καί μαῦρο κεφάλι καί πόδια) διαχωρίζεται ἀπό τό ΙΛΝΕ σέ οὐσιαστικό (βάκραινα ἡ, βάκραινο τό) καί ἐπίθετο (βάκρινος, βάκρινα, βάκρινο), γιατί τό ἐν λόγῳ λεξικό δέν μπορεῖ νά «ἀντέξῃ» τό γεγονός ὅτι στά «νότια» ἰδιώματα τῆς Πελοποννήσου παρουσιάζεται –καί μάλιστα διαδεδομένη- «βόρεια» στένωση τοῦ ἄτονου e σέ iβάκρινα Πελοπν. (Βέρβ. Βούρβουρ. Δημητσάν. Μεσσ.) βάκρινο Πελοπν. (Λακων. Οἰν. Πυλ. Τριφυλλ. Φεν. κ.ἀ.)! Ἄς ἀφήσουμε τό γεγονός ὅτι σ᾿ ὅλη τήν Ἑλλάδα τό α΄ πληθυντικό πρόσωπο τῆς ὁριστικῆς ἐνεστῶτα ἐκφέρεται μέ «βόρειο» φωνηεντισμό (παίζουμε καί ὄχι παίζομε, μένουμε καί ὄχι μένομε κ.τ.τ.).

Μιά ἄλλη φωνητική ἐξέλιξη πού ὑποθέτουμε ὅτι ἔλαβε χώραν στά *μακρενός > *μακερνός / μακεδνός εἶναι ἡ ταυτοσυλλαβική μετάθεση τοῦ ὑγροῦ. Τό φαινόμενο ἐμφανίζεται καί σέ συγγενεῖς πρός τό μακρός ν.ἑ. τύπους, ὅπως: μακυργιά (= μακριά) Μεγίστη (= Καστελλόρριζο)  Λῆμν. μακυρζ΄ά (= μακριά) Κάλυμν. μακουρλεύου (= κάμνω τι μακρουλόν) Σκῦρ. μακουρλός (= μακρουλός) Σάμ. (Κουμαδαρ.) μακουρλές-ή-ό (= μακρουλός) Σκῦρ.

Ἰδιαίτερα διαφωτιστικοί γιά τίς φωνητικές ἐξελίξεις πού ὑποθέτουμε ὅτι ἐπισυνέβησαν στά μακρινός (μακρυνός), μάκρινος, μάκρενος, *μακρενός, *μακερνός εἶναι τύποι τοῦ ἐπιθέτου κίτρινος, τούς ὁποίους περιοριζόμαστε ἁπλῶς νά παραθέσουμε: 

κίτρ᾿νους Μακεδ. κίτιρνος Μακεδ. Πόντ. Προπ. κίτιρνους Ἀ. Ρουμελ. Εὔβ. Ἤπ. Θεσσ. Θράκ. Μακεδ. Στερελλ. κίτσιρνους Μακεδ. (Σιάτ.) κίτερνος Θεσσ. Μακεδ. Πόντ. Τῆν. κίτερνους Ἀ. Ρουμελ. Θεσσ. Μακεδ. κίτιαρνους Μακεδ. (Καταφύγ.) κίτουρνος Πόντ. τσίτερνος Μεγίστ. τσίτερνες Σκῦρ. κούτουρνος Πόντ. κίτιινους Σαμοθρ. κίτιρος Ἤπ. κίτιρους Ἤπ. Μακεδ. κίτερος Ἤπ. κίτ᾿ρους Ἤπ. κ.ἄ.

Ἐπειδή θά ἀντιπροβληθῇ κι ἐδῶ ἡ -ἀμφισβητήσιμη- ἀκαδημαϊκή ἄποψη ὅτι τά κίτρον, κίτρινος κ.λπ. εἶναι ἀντιδάνεια τῆς ἑλληνικῆς ἀπό τήν λατινική, σπεύδουμε νά διευκρινίσουμε ὅτι, ἀκόμη κι ἔτσι νά ᾿ναι, τύποι ὅπως κίτιρνος, κίτερνος, κίτερος, κίτιαρνους, κούτουρνος κ.λπ., ἀποθησαυρισμένοι οἱ περισσότεροι μόλις τόν εἰκοστό αἰῶνα, εἶναι ἐνδεικτικοί δυνητικῶν φωνομορφολογικῶν ἐξελίξεων, χωρίς νά μπορῇ νά ἀποκλεισθῇ ἐντελῶς ἡ πιθανότητα νά μᾶς ἀνάγουν στήν πηγή τοῦ πρώτου δανεισμοῦ καί σέ μιά φωνητική συμπεριφορά πού ἐνδεχομένως χαρακτήριζε ὑπόγεια, λανθάνοντα στρώματα τῆς ἑλληνικῆς. Γιατί δέν πρέπει νά ξεχνᾶμε ὅτι ἡ κυριαρχία τῆς ἀττικῆς διαλέκτου στήν γραμματειακή μας παράδοση δέν ἐπέτρεψε παρά σέ ἐλάχιστα λείψανα τῆς μακεδονικῆς π.χ. διαλέκτου νά ἀναδυθοῦν στήν ἐπιφάνεια τῆς γραπτῆς ἔκφρασης, ἐνῷ εἶναι λογικό καί ἀναμενόμενο πώς πολύ περισσότερα παρέμειναν ἐν χρήσει στόν προφορικό λόγο.

Καί εἶναι βέβαια τεράστια ἀντίφαση νά ἀξιοποιοῦνται γιά τήν διερεύνηση τῆς ἰνδοευρωπαϊκῆς νεώτεροι γερμανικοί, ἰρλανδικοί, ἀγγλικοί, σλαβικοί κ.λπ. τύποι, καί νά μή λαμβάνωνται ὑπ᾿ ὄψει, οὔτε καί κατ᾿ ἐλάχιστο, τύποι τῆς νεοελληνικῆς προφορικῆς παράδοσης, πού ἐνδεχομένως μνημειώνουν ὅ,τι ἡ ὑπερδισχιλιετής ἀττικιστική ἐπιβολή ἀπώθησε στά βάθη τοῦ γλωσσικοῦ / πολιτισμικοῦ ὑποσυνειδήτου.


[1]Beekes, R. (2010), Etymological Dictionary of Greek, Leiden, Boston: Brill.

[2] Βλ.Liddell – Scott – Κωνσταντινίδου, σ.λ. κελαρύζωκελαδέωκ.λπ.

[3] ἹστορικὸνΛεξικὸντῆςΝέαςἙλληνικῆςτῆςτεκοινῶςὁμιλουμένηςκαὶτῶνἰδιωμάτωντ. Α΄- ΣΤ΄ (Αδιάλεκτος), Ἀκαδημία Ἀθηνῶν, 1933 κ.ἑ.[4] Οἱ παρατιθέμενοι τύποι προέρχονται, ὡς ἐπί τό πλεῖστον, ἀπό τό ἈρχεῖοτοῦΚέντρουἘρεύνηςτῶνΝεοελληνικῶνΔιαλέκτωνκαίἸδιωμάτωντῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν.[5] Βλ. Καραναστάσης, Ἀ. (1984-1992), ἹστορικὸνΛεξικὸντῶνἙλληνικῶνἸδιωμάτωντῆςΚάτωἸταλίαςτ. 5, Ἀθῆναι: Ἀκαδημία Ἀθηνῶν

[6] Παπαχριστοδούλου, Χ. (1986), Λεξικὸ τῶν Ροδίτικων Ἰδιωμάτων, Ἀθήνα: Στέγη Γραμμάτων καί Τεχνῶν Δωδεκανήσου 

[7] Βλ. Κωστάκης, Θ. (1986-1987), Λεξικό της Τσακωνικής Διαλέκτου, τ. 3, Αθήνα: Ἀκαδημία Ἀθηνῶν

[8] Βλ. καί Κακριδής, Ι. (1986), Ελληνική Μυθολογία (Γενική Εποπτεία), τ. 5, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών

από το περιοδικό Νέος Ερμής ο Λόγιος, τ. 17, καλοκαίρι 2018

https://cognoscoteam.gr/%ce%b7-%ce%b5%cf%84%cf%85%ce%bc%ce%bf%ce%bb%ce%bf%ce%b3%ce%af%ce%b1-%cf%84%cf%89%ce%bd-%ce%bf%ce%bd%ce%bf%ce%bc%ce%ac%cf%84%cf%89%ce%bd-%ce%bc%ce%b1%ce%ba%ce%b5%ce%b4%ce%bd%cf%8c%cf%82-%ce%bc%ce%b1/?fbclid=IwAR3CXyCrHWUBFRim355Mxxt7iUAmf9nlldHLyQ6UOFB6Gy7NLOIuRiyk9lQ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Η ετυμολογία των ονομάτων Μακεδνός, Μακεδών"
Related Posts with Thumbnails