Η ΠΛΗΡΗΣ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΙΘΕΤΩΝ - ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ-ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ-ΙΣΤΟΡΙΚΟ-ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΙΘΕΤΩΝ ΚΑΙ ΟΝΟΜΑΤΩΝ - ΣΥΝΕΧΗΣ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ - ΟΛΑ ΤΑ ΕΠΙΘΕΤΑ ΕΧΟΥΝ ΚΑΠΟΙΑ ΣΗΜΑΣΙΑ - ΤΑ ΕΠΩΝΥΜΑ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΦΟΡΕΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑΣ - ΚΑΙ ΒΕΒΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ - Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΣΥΛΛΟΓΗ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΩΝΥΜΩΝ - ΚΑΛΗ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΙΣΤΟΡΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΜΑΘΕΙΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ.
ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΑΣ
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΡΑΤΣΟΥΚΛΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΡΑΤΣΟΥΚΛΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 16 Φεβρουαρίου 2024

Παρατσούκλια για τους κατοίκους Ελληνικων πόλεων.


 Γνωρίζατε ότι υπάρχουν παρατσούκλια για τους κατοίκους σχεδόν κάθε ελληνικής πόλης;

Και δεν εννοούμε απλώς τα ονόματα που βγαίνουν από την πόλη, πχ Αθήνα – Αθηναίοι, αλλά κάποιες ειδικές ονομασίες, οι οποίες έχουν βγει για διάφορους λόγους.

Σίγουρα έχετε ακούσει μερικά από τα παρατσούκλια αλλά ας δούμε πως αποκαλούνται οι κάτοικοι διαφορων πόλεων!

Κως – Μπόχαλοι

Προέρχεται από την τοπική διάλεκτο στην οποία το μπουκάλι το λένε μποχάλι.

Ρόδος – Τσαμπίκοι

Από το γνωστό τοπικό όνομα.

Θεσσαλονίκη – Καρντάσια

Καρντάσι είναι ο αδερφός στα τουρκικά. Παλιά επεφτε πολυ δούλεμα από τους Αθηναίους επί του θέματος. Σαλονίκη δε, γνωστή και ως Καρντασούπολη! Οι θεσσαλονικείς είναι επίσης γνωστοί ως μπαγιάτηδες και ως παυλοκαταραμένοι.

Έβρος – Γκάτζοι ή Γκάτζολοι

Στο Σουφλί του νομού Έβρου παλαιότερα υπήρχαν πολλά γαϊδούρια, τα οποία τα έλεγαν αλλιώς και γκάτζους. Έτσι οι φαντάροι έβγαλαν κοροϊδευτικά την περιοχή Γκατζολία και έμεινε να φωνάζουν τους κατοίκους Γκάτζολους. Η ιστορική αμαξοστοιχία 604 ΕΒΡΟΣ ΕΞΠΡΕΣ λέγεται και Γκάτζος Εξπρές.

Πτολεμαΐδα – Καϊλαριώτες

Αυτό συμβαίνει γιατί η Πτολεμαϊδα λέγεται αλλιώς και Καϊλάρια. Επίσης λέγεται και λασποχώρι γιατί παλιά όταν έβρεχε ήταν ένα χωριό γεμάτο λάσπες.

Κοζάνη – Σούρδοι

Λέγονται έτσι διότι προσποιούνταν ότι δεν άκουσαν κάτι – κοινώς ποιούσαν τη νήσσαν – όταν φυσικά δεν τους συνέφερε. Και ενώ οι μεν υπόλοιποι Έλληνες τους δέχτηκαν με αυτήν τους τη νοοτροποία, οι δε Εβραίοι δεν κατάφεραν να στεργιώσουν ούτε στιγμή στην περιοχή. Στα βλάχικα σούρδος σημαίνει κουφός / βλάκας.

Κέρκυρα – Παγανέλια ή Φρανκολαντσέρηδες

Ονομάστηκαν έτσι γιατί παγανέλι στην κερκυραϊκή διάλεκτο σημαίνει περιστέρι και η Κέρκυρα (κυρίως οι πλατείες, αλλα γενικά όλη η πόλη της) είναι γεμάτη περιστέρια. Το φρανκολαντσέρηδες είναι άγνωστο από που βγαίνει.

Ιωάννινα – Παγουράδες

Αποκαλούνται έτσι, γιατί παλιά λέγανε ότι στη λίμνη στα Γιάννενα καθρεπτιζόταν το φεγγάρι και οι Γιαννιώτες έτρεχαν με τα παγούρια για να μαζέψουν και καλά το μαγικό νερό!

Λάρισα – Πλατυποδαράδες ή Πλατύποδες ή Τυρόγαλα

Οι Λαρισαίοι λέγονται έτσι λόγω του κάμπου που είναι επίπεδος και δεν βοηθάει στο σχηματισμό καμάρας στο πόδι. Το τυρόγαλα βγαίνει απ’ το τοπικό προϊόν.

Βόλος – Αυστριακοί

Kυκλοφορούν διάφορες εκδοχές:

* Διότι οι Βολιώτες είναι τσιγκούνηδες – σαν τους Αυστριακούς

* Διότι είναι ψυχροί άνθρωποι – σαν τους Αυστριακούς

* Διότι είναι μοχθηροί – επί Τουρκοκρατίας, οι Αυστριακοί είχαν χειρότερη φήμη κι απ’ τους Τούρκους.

* Διότι στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν μπήκε στον Παγασητικό ένα αυστριακό πολεμικό, αν και εχθρικό, οι Βολιώτες το υποδέχθηκαν με μπάντες και αυστριακές σημαίες.

Αυτά τα λένε οι Λαρισαίοι. Οι εξηγήσεις που δίνουν οι ίδιοι οι Βολιώτες είναι:

* Επί Τουρκοκρατίας, η πόλη είχε διάφορα εμπορικά προνόμια, ένα από τα οποία ήταν και η ύπαρξη αυστριακού προξενείου και η δυνατότητα που είχαν οι Βολιώτες να εμπορεύονται υπό αυστριακή προστασία.

* Μετά το 1881, που ο Βόλος ενσωματώθηκε στο ελληνικό κράτος, η νέα διοίκηση φορολόγησε βαριά τη Θεσσαλία. Μπήκε ένας ιδιότυπος νέος κεφαλικός φόρος σε όλους τους <<Έλληνες το γένος>> (κατά κύριο λόγο εμπόρους), κάτι το οποίο οδήγησε στους μαγαζάτορες να βάλουν ξένες, αυστριακές σημαίες στα μαγαζιά τους για να αποφύγουν να φορολογηθούν.

Υπάρχει και η εκδοχή της Φρικηπαίδειας.

* Ο Βόλος είναι μία πόλη στην κεντρική Ελλάδα. Γνωστή αυστριακή αποικία που εξελίχθηκε σε αποικία των ΕΛ, μετά την εκδίωξή τους από την αφιλόξενη προσωρινή τους κατοικία, τη γνωστή υποβαθμισμένη περιοχή της Αθήνας.

Άρτα – Νερατζοκώληδες

Λόγω του ότι στην Άρτα έχουν πολλά νεράτζια και μεγάλους κώλους, άρα έχουν κώλους σαν νεράτζια.

Πρέβεζα – Σαρδέλες

Διότι λέγεται ότι βάζουν τις σαρδέλες στο κλουβί.

Αθήνα – Γκάγκαροι

Γκάγκαρο ήταν το βαρύ ξύλο που ήταν κρεμασμένο με σκοινί πίσω από τις αυλόπορτες, τις οποίες έκλεινε με το βάρος του (gaga στα τούρκικα το ράμφος). Γκάγκαρος λεγόταν επί τουρκοκρατίας ο Αθηναίος της ανώτερης κοινωνικής τάξης, ο οποίος στην πόρτα του είχε γκάγκαρο. Σημαίνει σήμερα ο γνήσιος Αθηναίος.

Φλώρινα – Απόγονοι της Γιουργίας

Γιατί η γιούργα ήταν η Γεωργία στα φλωρινιώτικα. Ήταν η μεγαλύτερη πόρνη της Φλώρινας. Απ’ τις μεγαλύτερες βρισιές για τους Φλωρινιώτες!

Πόντος – Ντουντούμια / Τουρκούλια

Άγνωστη προέλευση.

Λέσβος – Γκαζμάδες

Τη Μυτιλήνη τη λένε Γκασμαδία ή Κασμαδία οι φαντάροι που υπηρετούν εκεί, επειδή η στρατιωτική ζωή εκεί έχει πολύ σκάψιμο, σκάβουν ορύγματα. Επίσης, υπάρχει και ο παλιός μύθος που λέει ότι (σύμφωνα με την παράδοση από στόμα σε στόμα των φαντάρων) όταν ήταν να φτιαχτεί το αεροδρόμιο της Μυτιλήνης, όλοι οι κάτοικοι πήγαν να συνδράμουν κρατώντας από έναν κασμά (και κανένας δεν κρατούσε φτυάρι ή σκαπέτι).

Σέρρες – Ακανέδες

Λόγω του ότι στη πόλη των Σερρών φτιάχνονται ακανέδες (ένα είδος γλυκού σαν λουκούμι).

Πάτρα – Μινάρες

Λίγο υποτιμητική λέξη για τους Πατρινούς που σημαίνει μ..άκας αλλά σε πιο light εκδοχή. Τυπικός χαιρετισμός: “που ‘σαι ρε μιναρα”

Ηράκλειο – Σουμπερίτες ή Καστρινούς

Σουμπερίτες, διότι στην κατοχή ο Σούμπερ είχε την έδρα του στο Hράκλειο και Καστρινούς επειδή το Ηράκλειο ονομαζόταν και Κάστρο.

Αγρίνιο – Βλάχοι

Έτσι τους αποκαλούν οι Μεσολογγίτες, οι οποίοι θεωρούν τον εαυτό τους πολύ διακεκριμένο.

Ναύπλιο – Κωλοπλένηδες

Οι Aργίτες τους αποκαλούν έτσι διότι πλένονταν στις τούρκικες τουαλέτες.

Άργος – Πρασάδες

Ως αντίποινα τους έβγαλαν έτσι, διότι έτρωγαν το πράσο με το οποίο χτυπούσαν το γαϊδούρι τους.

Καβάλα – Ψαροκασέλες

Έτσι τους αποκαλούν οι Ξανθιώτες.

Αρκαδία – Σκορδάς ή Αβγοζύγης

Σκορδάς λόγω των τοπικών προϊόντων και αβγοζύγης γιατί πρώτοι οι Αρκάδες πουλούσαν αυγά βάσει του μεγέθους τους – των αυγών -.

Κόρινθος – Λαΐδες

Γιατί Λαΐδα ήταν μια εταίρα της αρχαιότητας από την Κόρινθο.

Κρήτη – Πέτσακες ή Σβούρους

Μάλλον από Ρέθυμνο, Ηράκλειο. Ο ορεσίβιος ή χωρικός που κατεβαίνει στην πόλη με ιμπεριαλιστικές διαθέσεις ως προς γυναίκες, μπάρια κλπ. με τα γνωστά αξεσουάρ (4χ4, μαύρο πουκάμισο κλπ κλπ). Τείνει να αντικαταστήσει και στα Χανιά το <<κούργιαλος>>. Σβούροι είναι οι κάγκουρες στην τοπική διάλεκτο.

Σαλαμίνα – Μπακαουκες ή Μανάρια

Για το “Μπακαουκας” υπάρχει και το γνωστό ανέκδοτο ότι στη σαλαμίνα επικρατεί… εμφύλιος μεταξύ των Μπακις και των Ουκας.

Xαλκίδα – Τρελονερίτες

Απο το φαινόμενο της παλίρροιας. Τα τρελά νερά του Ευρίπου λένε οτι έχουν πειράξει και τα μυάλα των Χαλκιδέων.

Τρίκαλα – Κασέρια ή Σακαφλιάδες

Κασέρια λόγω τοπικού τυριού και Σακαφλιάδες λόγω του Σακαφλιά, ο οποίος έζησε την εποχή του Μεσοπολέμου, λίγο μετά την Μικρασιατική Καταστροφή και ήταν ο Δον Ζουάν της εποχής.

Ήταν ένας ωραίος άντρας που είχε αναστατώσει την τρικαλινή κοινωνία με τα καμώματά του, ώσπου κάποιοι του στήσανε καρτέρι στα στενά σοκάκια του Βαρουσίου και τον μαχαιρώσανε (εξού και το γνωστό στιχάκι “Στα τρίκαλα στα δυό στενά σκοτώσανε τον Σακαφλιά”). Το σακαφλιάς κατά λέξη σημαίνει ο φίλος της σάρκας.

via

https://destora.com

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ " Παρατσούκλια για τους κατοίκους Ελληνικων πόλεων."

Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2019

Η ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΕΠΩΝΥΜΟΥ ΣΟΥ



ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΑ ΟΝΟΜΑΤΑ (ΕΠΩΝΥΜΑ)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στον Ελλαδικό χώρο από τους ιστορικούς ακόμη χρόνους παρατηρείται ένα είδος επωνύμου σε σχέση με το πατρώνυμο και τον τόπο καταγωγής (π. χ. Περικλής Ξανθίππου Αθηναίος). Λίγους αιώνες αργότερα οι Ρωμαίοι δίπλα στο βαφτιστικό τους χρησιμοποίησαν το επώνυμο. Στα χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας αρχίζει να καθιερώνεται το επώνυμο δίπλα στο βαπτιστικό χριστιανικό όνομα, όπως συνηθίζεται και σήμερα (Νικηφόρος Φωκάς, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος κ. ά. ). Στην πραγματικότητα από το 16ο αιώνα όλοι οι Έλληνες έχουν επώνυμο, ενώ στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν οι Τούρκοι έχουν αποχωρήσει, καθιερώνεται και θεσμικά στο νεοσύστατο Ελληνικό κράτος.

Είναι φυσικό να υπάρχουν και επώνυμα με ξενική προέλευση, κυρίως τουρκική και βαλκανική, αφού οι λαοί αυτοί συνυπήρχαν στους περασμένους αιώνες στον ίδιο γεωγραφικό χώρο και με ρίζα αρβανίτικη, βλάχικη, σλαβική, τουρκική, εβραϊκή και τσιγγάνικη.

Επίσης, κυρίως στα νησιά μας, υπάρχουν και πολλά επώνυμα ιταλικής ή φραγκικής προέλευσης.

ΕΙΔΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ

Η συλλογή και κατάταξη των επωνύμων σε κατηγορίες, ομάδες και τάξεις με βάση τη σημασία τους, συναντά σημαντικές δυσκολίες, κυρίως λόγω της ποικιλίας των εννοιών που εκπροσωπούν.

Μπορούμε να διακρίνουμε τα επώνυμα σύμφωνα με τη σημασία τους σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες, που δηλώνουν αντίστοιχα α) βαφτιστικό όνομα , β) καταγωγή , γ) επάγγελμα και δ) παρατσούκλια (ή προσωνύμια). Η κάθε κατηγορία περιλαμβάνει τις ομάδες και τις τάξεις της.

Έτσι έχουμε την παρακάτω διάταξη:

1. Επώνυμα που χρησιμοποιούν για ρίζα τους βαφτιστικά ονόματα (ή αλλιώς πατρωνυμικά ). Είναι το προχειρότερο είδος για να χαρακτηριστεί ένα άτομο και είναι μαζί με τα παρατσούκλια, το συχνότερο είδος των οικογενειακών ονομάτων. Πατρωνυμικά ονόματα είχαν οι αρχαίοι Έλληνες που τα κληρονόμησαν από τους προγόνους τους και τα μετέδωσαν στους μεταγενέστερους. Τα ονόματα αυτά χωρίζονται σε πολλές υποκατηγορίες. Μπορούμε να τα συναντήσουμε σε ονομαστική πτώση (π. χ Αργύρης), σε γενική (π. χ. Γεωργίου) αλλά και με πολλές καταλήξεις και υποκοριστικά (π. χ. Σπυρόπουλος, Στεφανίδης, Αθανασούλας κ.ά.).

2. Μητρωνυμικά είναι το οικογενειακό όνομα του ανθρώπου που επονομάζεται από το βαφτιστικό της μητέρας του.

3. Επώνυμα που δηλώνουν καταγωγή (ή αλλιώς εθνικά ). Τα οικογενειακά αυτά ονόματα φανερώνουν τον τόπο που γεννήθηκε ή έζησε αυτός που έχει το όνομα. Κυρίως αναφέρονται σε πόλεις, χωριά ή σε ευρύτερες γεωγραφικές περιοχές (επαρχίες, χώρες). Και εδώ οι καταλήξεις που συνηθίζονται είναι πάρα πολλές.

4. Επώνυμα που δηλώνουν επάγγελμα (ή αλλιώς επαγγελματικά). Η ποικιλία των επωνύμων αυτών παρουσιάζεται αρκετά μεγάλη, αφού μεγάλο είναι το πλήθος των επαγγελμάτων.

5. Παρατσούκλια. Τα οικογενειακά ονόματα που προέρχονται από παρατσούκλια εκφράζουν, όπως και εκείνα, ορισμένες ιδιότητες ή χαρακτηριστικά του παρανομασμένου. Τα παρατσούκλια ταξινομούνται σε πολλές ομάδες ανάλογα σε τι αναφέρεται ο χαρακτηρισμός.

6. Ξενικά οικογενειακά.



ΤΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΑ ΟΝΟΜΑΤΑ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗ ΜΟΡΦΗ ΤΟΥΣ

Τα οικογενειακά ονόματα δεν συνηθίζονται μόνο με τον αρχικό τους τύπο. Πολλά σχηματίζουν και παράγωγα οικογενειακά με διάφορες καταλήξεις καθώς και σύνθετα, με τη βοήθεια κάποιων λέξεων που χρησιμεύουν σαν πρώτο συνθετικό.



α) Καταλήξεις

Η κατάληξη ενός επωνύμου μας βοηθάει πολλές φορές να καταλάβουμε από ποιο μέρος της Ελλάδας είναι κάποιος. Αυτό συμβαίνει γιατί μερικά γεωγραφικά μέρη της χώρας μας έχουν τις δικές τους χαρακτηριστικές καταλήξεις. Έτσι λοιπόν έχουμε τις καταλήξεις:

-ίδης: Παυλίδης (Πόντιοι)

-άδης: Γεωργιάδης (Πόντιοι)

-ούδης: Παυλούδης (Μακεδονία, Θράκη)

-όγλου: Αρζόγλου (Μικρασιάτες)

-άκης: Καζαντζάκης (Κρήτη)

-άκος: Γιατράκος (Μάνη)

-πουλος: Δημόπουλος (κυρίως στην Πελοπόννησο)

-άτος: Γεωργάτος (Κεφαλονιά)

-έλης: Παπαδέλης (Μυτιλήνη)

-ούσης: Φιλιππούσης (Χίο)



β) Σύνθετα Οικογενειακά

Τα σύνθετα οικογενειακά έχουν για πρώτο συνθετικό επίθετο ή και ουσιαστικό. Το πρώτο συνθετικό είναι κυρίως παρατσούκλι (π.χ. Κοντογιάννης), επάγγελμα (π.χ. Παπαγιάννης) ή ακόμα και βαφτιστικό όνομα (π.χ. Μητροπάνος).

ΑΝΑΛΥΣΗ ΕΠΩΝΥΜΩΝ


Βρετέας : Από το βρετός, ο ευρημένος, ο ευρετός 1) επί νηπίων το υπό των οικείων του εγκαταλειφθέν ή ευρεθέν υπό τινός βρέφoς το έκθετον 2) νήπιον υπό των γονέων τον αποτεθέν εμπρόσθεν της εκκλησίας είτε εν τη οδώ, ίνα ανάλαβη τη βάπτιση του ο πρώτος τυχόν διαβάτης. Σύνηθες στη Μάνη όπου ονομάζεται έτσι από πρόληψη πιστεύοντας ότι θα αποφευχθεί ο θάνατος. Επώνυμο από το 14ο αι με την αρχική μορφή Ευρετός.

Γιαννόπουλος : πατρωνυμικό, προέρχεται από το βαπτιστικό όνομα Ιωάννης, Γιάννης.

Ελισσαίου : Εβραϊκό όνομα. Σημαίνει ο θεός βοηθά, βλέπει.

Καπακλής : Τούρκικο kapak = καπάκι, kapakli = σκεπασμένος.

Κλάδη : Πιθανόν από τη λέξη κλαδί.

Κοντόπουλος : Προέρχεται από παρατσούκλι που οφείλεται σε σωματική ιδιότητα του ατόμου = χαμηλός, κοντός, όχι ψηλός + οπουλος.

Κοντούλη : Προέρχεται από το παρατσούκλι που οφείλεται σε . . . σωματική ιδιότητα του ατόμου = χαμηλός, κοντός, όχι ψηλός.

Κότσης : Ίσως από τη λέξη κότσι = αστράγαλος.

Κουτουμάνου : Από την κεφαλονίτικη ιδιωματική λέξη κουτουμάνος που σημαίνει το μικρό ευτραφές κουτάβι. Σπάνια σημαίνει και το μικρό παιδί με τα ίδια χαρακτηριστικά.

Μαυροειδή : Προέρχεται από παρατσούκλι που έχει σχέση με σωματική κατάσταση ή ιδιότητα του ατόμου που είναι μελαχρινός ή μαύρος. Μαύρος + ουσ. είδος. Επώνυμο από το 10ο αι. (Μαυροειδής Μιχάλης, ιερέας στην πόλη.)

Μητσέας : Επώνυμο που προέρχεται από το βαφτιστικό Δημήτρης υποκοριστικό Μήτσος + -έας.

Μποσίνη : Τούρκικο bos + ίνη = χαλαρός.

Μπούρας : Σλάβικη λέξη bura = τρικυμία, θύελλα, μπόρα ή από το από το αρβανίτικο burrei = άντρας, γενναίος.

Οικονομοπούλου : Συχνότατο ελληνικό επώνυμο κυρίως λόγω της σημασίας της λέξης οικονόμος ως εκκλησιαστικός αξιωματούχος, κληρικός υπεύθυνος για οικονομική διαχείριση εκκλησίας ή μοναστηριού.

Πανταζής : προέρχεται από την ευχή «πάντα να ζει!».

Περδικέα : Επώνυμο που προέρχεται από το ζωικό κόσμο. Το πουλί η πέρδικα το οποίο χρησιμοποιούσαν οι Βυζαντινοί + κατάληξη -εας.

Πέτρουλα : Πατρωνυμικό από το βαφτιστικό Πέτρος = ο ψαράς από την Καπερναούμ.

Ρήγας : Από το νεοελληνικό ρήγας, λαϊκότροπα ο βασιλιάς (μεσαιωνικό ρήγας). Προέρχεται από το ελληνιστικό ρηξ, αιτιατική ρήγα, που προέρχεται από το λατινικό rex.

Σαμαράς : Προέρχεται από το προσηγορικό (κοινής έννοιας) ουσιαστικό σαμάρι με την κατάληξη -ας με την οποία σχηματίζονται επαγγελματικά ουσιαστικά (ψωμάς, ψαράς):Στο σαμάρι υπάρχει η αρχαία ελληνική λέξη σάγμα (σέλα) από το ρήμα σάττω (=φορτώνω, συσκευάζω) και η λατινική κατάληξη -arium, -αριον. σαγμάριον - σαμάριον - σαμάρι. Τη λέξη τη δανείστηκαν από εμάς οι Τούρκοι και την έχουν στη γλώσσα τους ως σεμερ και σεμερσί = σαμαράs.

Σπεντζοπούλου : α) Ίσως από τη λέξη σπέντζα που σημαίνει ο καρπός της πιπεριάς ή β) σπέντζα κατά την τουρκοκρατία ήταν χρηματικός φόρος που εισέπρατταν οι σπαχήδες από τους εγκατεστημένους στα φέουδά τους χριστιανούς χωρικούς και ο οποίος ήταν ανάλογος με την έκταση και την ποιότητα του εδάφους αλλά και την οικογενειακή κατάσταση του φορολογουμένου + κατάληξη -οπουλος.

Φαληρέα : Είναι ο κάτοικος του Φαλήρου. Φαληρέας όμως κατά τον Πειραιά λέγεται και το Φάληρο.

Χρονόπουλος : Επώνυμο το οποίο ανήκει στην κατηγορία των πατρωνυμικών προερχόμενο από το βαφτιστικό όνομα Πολυχρόνης +­οπουλος.

Ασλλάνι : από τη τούρκικη λέξη aslant που σημαίνει λιοντάρι.

Διονυσόπουλος : Από το βαφτιστικό όνομα Διονύσιος + κατάληξη ­οπουλος.

Λυμπερόπουλος : Από βαφτιστικό αρχαιοελληνικής προέλευσης Ολυμπιάς -Ολυμπιάδα - Λυμπιάδα - Λυμπία - Λύμπος- Λυμπέρης ή β)από την ξένη λέξη Iibero = ελεύθερος + -όπουλος.

Μέτσιος : Πατρωνυμικό όνομα από το όνομα Θωμάς.

Παπαδόπουλος : Γιος ή απόγονος του παπά (παπαδοπαίδι) ίσως το πολυπληθέστερο όνομα στην Ελλάδα + την κατάληξη -οπουλος.

Παπαχρόνης : Επώνυμο σύνθετo από τη λέξη παπά - που προέρχεται από την ιδιότητα του κληρικού παπά και το βαφτιστικό Χρόνης.

Πουλέτης : Προέρχεται από το πουλίτσι = πουλάκι και την κατάληξη-­έτης.

Σαμπαζιώτη : Πιθανόν από την τούρκικη λέξη sabau = άροτρο ή saban = ηλίθιος.

Σπανού : Από το παρατσούκλι που αποδίδεται σε σωματική ιδιότητα (άντρας που από τη φύση του δεν έχει καθόλου γένια) μεσαιωνικό σπανός συντομογραφία του ελληνιστικού σπαν (οπώγων)} που έχει αραιά γένια + -ος.

Σπυροπούλου : Από το όνομα Σπύρος + -όπουλος = γιος, απόγονος.

Ταμπάκου : Από τη τούρκικη λέξη tabak = βυρσοδέψης.

Χριστόπουλος : Προέρχεται από το βαφτιστικό όνομα Χριστός - ο έχων το χάρισμα. Η κατάληξη -οπουλος προσδιορίζει την Πελοπόννησο.

Αθηνέλη : Εθνικό οικογενειακό όνομα. Η κατάληξη -ελης προέρχεται από τη Μυτιλήνη, Αϊβαλί, Λήμνο, Έβρο, Έδεσσα.

Βασιλοπούλου : Είναι πατρωνυμικό με αρχική ρίζα το βαφτιστικό Βασίλειος + την κατάληξη -οπουλος.

Βλαχάκης : Ανήκει στην κατηγορία α) εθνικά που φανερώνουν προέλευση, β)με τη σημασία του χωρικού, άξεστου (χαρακτηρισμός Μάνης). Η ετυμολογία του ονόματος είναι γερμανική WΑIΗ (κελτικό) ή σλαβική vlach + - ακης.

Γεωργιόπουλος : Είναι πατρωνυμικό με αρχική ρίζα το βαφτιστικό όνομα Γεώργιος με προσθήκη την κατάληξη -oπoυλoς.

Καραγιαννίδης : Σύνθετο όνομα από τούρκικη λέξη kara = μαύρος, μελαχρινός + βαφτιστικό όνομα Γιάννης +κατάληξη - ιδης.

Κορωνιού : Ίσως είναι ο κάτοικος της Κορώνης.

Κουκέας : Από το δημώδες κουκί / κουκκί, το όσπριο της οικογένειας των ψυχανθών ελληνιστικό <κοκκίον.

Κουμουνδούρου : -ουρος μανιάτικη κατάληξη που δηλώνει ιταλικό αξίωμα.

Κωνσταντόπουλος : Γιος ή απόγονος του Κωνσταντίνου. Ο Κωνσταντίνος προέρχεται από το λατινικό Constantinus.

Μάλαμα : Επώνυμο που προέρχεται από το μάλαμα πολύτιμος λίθος.

Μαρινάκης : Ανήκει στην κατηγορία μητρωνυμικών προερχόμενο από το βαφτιστικό όνομα Μαρίνα + - ακης που προσδιορίζει τα Χανιά Κρήτης.

 Μποβολής ή Μπόβολης κατ’ άλλους.
Κατάγομαι από τον νομό Αιτ/νίας περιοχή Μεσολογγίου-παραχελωίτιδα.
Το επίθετο αυτό απαντάται στην περιοχή αυτή και στην Πελοπόννησο/Καλαμάτα,
Μάλλον από προγόνους προερχόμενους από την Αιτ/νία.
Έχει καταχωρηθεί και ως «Μπόβολας», αναφερόμενο σε πεσόντα αγωνιστή
κατά την Έξοδο του Μεσολογγίου.
Πιστεύω ότι προέρχεται από το μπόβολας ή μποβόλιας, μποβόλι, μποβόλια δηλ. σαλίγκαρος,
όπως ονομάζεται στην Στερεά-Ελλάδα-Ήπειρο.
Απαντάται επίσης ευρέως και στην Ιταλία, ως «Bovoli» (το επίθετο της μητέρας
του τέως πρωθυπουργού Ματέο Ρέντζι), που και εκεί έχει την έννοια
του κοχλία-σαλίγκαρου-κυκλικής σκάλας, γεγονός που δεν αποκλείει και Ιταλική προέλευση.

Νικόλης : Παρατσούκλι πατρωνυμικό. Από το όνομα του πατέρα Νικολή.

Παπαδάτος : Προέρχεται από τη λέξη παπάς και τη κατάληξη -άτος.

Τοπτσίου : Τοπτσί = κανόνι. Πιθανόν κάποιος πρόγονος ήταν καλός κατασκευαστής κανονιών.

Τριανταφυλλόπουλος : Από παρατσούκλι που έχει προέλευση από το λουλούδι τριαντάφυλλο.

Τσουμέα : cume-a < υδροδοχείο ή από τη τούρκικη λέξη comak = ρόπαλο.

Τσώκου : αραβική λέξη coku = σφυρί, αστράγαλος. Περιπαικτικά χαρακτηρίζονται οι κάτοικοι των Πραμάντων επειδή βγάζουν πολλούς χτίστες.

Φιλανδριανού : Σύνθετο όνομα από τη λέξη Φίλος + άνδρας.

Χρανιώτης : Πιθανόν δηλώνει τόπο.

Αθανασίου : Επώνυµο πατρωνυµικό από το βαφτιστικό όνοµα Αθανάσιος.

Αµπατζής : Από τη τούρκικη λέξη abaci = ράπτης ή πωλητής χοντρών ρούχων ή µάλλινων υφασµάτων.

Ανδρεάδης : Επώνυµο πατρωνυµικό από το βαφτιστικό όνοµα που προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό όνοµα Ανδρέας που σηµαίνει ανήρ = ανδρείος.

Βιτάκης : Από το όνοµα Βίτος - Βίκτωρ.

Βρυώνης : Από τη µεταγενέστερη µεσαιωνική λέξη βρυώνης είδος αµπέλου συχνό κατά την Παλαιολόγεια εποχή. Ο Οµέρ Βρυώνης οφείλει το όνοµά του στο χωριό Βρυώνη στη νότια Αλβανία. Στα νέα ελληνικά βρυωνιές είναι είδος Φυτού.

Γεωργαντάς : Επώνυµο πατρωνυµικό που προέρχεται από το βαφτιστικό όνοµα Γιώργος.

Δηµητρακόπουλος : Πατρωνυµικό επώνυµο από το βαφτιστικό όνοµα Δηµήτριος + -οπουλος.

Ζαΐµης : Από την τούρκικη λέξη ΖΑΙΜ = τιµαριούχος, τίτλος τιµητικός, επωνυµία για ολόκληρη τάξη.

Ζαχαροπούλου : Προέρχεται από παροµοίωση για να δηλώσει ορισµένες σωµατικές ή άλλες ιδιότητες του ανθρώπου από τη ζάχαρη + -οπουλος.

Καρδαράς : Επώνυµο που προέρχεται από το παρατσούκλι καρδάρα που σηµαίνει ξύλινο σκεύος.

Μαρινόπουλος : Προέρχεται από την κατηγορία των µητρωνυµικών από το βαφτιστικό όνοµα Μαρίνα + -οπουλος.

Ρακόπουλος : Από την τούρκικη λέξη raki = ρακί + κατάληξη - οπουλος.

Σταυρόπουλος : Επώνυµο πατρωνυµικό προερχόµενο από το βαφτιστικό όνοµα Σταύρος + παράγωγη κατάληξη - οπουλος.

Φρέσκος : Πιθανόν από παρατσούκλι.

Αγγελής : Πατρωνυµικό όνοµα, προέρχεται από το βαφτιστικό Άγγελος (αρχαίο ελληνικό όνοµα ):Ηταν αυτός που έφερνε ειδήσεις.

Αλεξοπούλου : Προέρχεται από το βαφτιστικό Αλέξης + κατάληξη ­οπουλος, που προσδιορίζει τη Πελοπόννησο. Αλέξιος - Ρωµαίος ευγενής - βυζαντινό όνοµα, συναντάται και στη Ρωσία.

Αναστασοπούλου : Πατρωνυµικό όνοµα από το βαφτιστικό όνοµα Αναστάσιος + κατάληξη -οπουλος.

Αντωνόπουλος : Πατρωνυµικό όνοµα από το βαφτιστικό όνοµα Αντώνιος + κατάληξη -οπουλος.

Γεωργίου : Πατρωνυµικό µε αρχική ρίζα το βαφτιστικό όνοµα Γεώργιος + κατάληξη, ανάλογα µε την περιοχή.

Γιαννοπούλου : Πατρωνυµικό που προέρχεται από το βαφτιστικό όνοµα Ιωάννης - Γιάννης.

Δασκαλάκης : Προέρχεται από το επάγγελµα του δασκάλου + κατάληξη - ακης που προσδίδει καταγωγή από Κρήτη.

Δουβαρά : Από τη τούρκικη λέξη d uνar = ντουβάρι.

Θάνος : Επώνυµο πατρωνυµικό προερχόµενο από το βαφτιστικό όνοµα Αθανάσιος.

Ιωάννου : Επώνυµο πατρωνυµικό που προέρχεται από το βαφτιστικό Ιωάννης.

Καραβίτης : Εθνικό οικογενειακό όνοµα (Καραβάς, Κύθηρα).

Κισόγλου : Από περσική λέξη kesis = καλόγερος παπάς χριστιανός +τούρκικη κατάληξη - ογλου = παιδί.

Κουλούκη : Από την τούρκικη λέξη kiIik = κουστούµι.

Κουρούπης : Από την αρχαία λέξη κορύπη = είδος δοχείων (κουρούπι) µεταφορικά µεθυσµένος.

Κυρκοριανός : Από το βαφτιστικό Κύρκος, που προέρχεται από το µεσαιωνικό Κύρικος κυρ(ιος) ικος ή και του βαφτιστικού Κυρ(ια)κος.

Λαγού : Παρατσούκλι από όνοµα ζώου.

Λεβαντή : Επώνυµο που συνηθίζεται σε ορθόδοξες πια οικογένειες στη Κύθνο.

Λιότσης : loci = φίλος <ανόητος βλάκας

Λαµπροπούλου : Πατρωνυµικό ι προερχόµενο από το βαφτιστικό Λάµπρος = αυτός που λάµπει µεταφορικά = ονοµαστός περίφημος ή και από τη «Λαµπρή».

Λουκά : Ανήκει στην κατηγορία των πατρωνυµικών, προερχόµενο από το βαφτιστικό Λουκάς.

Λύρας : Από όνοµα Φυτού; ή άνθους (Λύρα).

Μακρέα : Επώνυµο που προέρχεται από το επίθετο µακρύς = ψηλός.

Μπιζίµης : Από τη τούρκικη λέξη bίΖίm = δικό µας.

Μπίνη : Από_τη τούρκικη λέξη bina = κατασκευή οικοδοµή.

Μπούρας : Σλάβικη λέξη bura = τρικυµία θύελλα µπόρα ή από το από το αρβανίτικο burrei = άντρας

Νικητέας : Επώνυµο πατρωνυµικό που προέρχεται από το βαφτιστικό όνοµα Νικήτας + -εας.

Ξυδέας : Επώνυµο προερχόµενο από παροµοίωση προκειµένου να δηλώσει ορισµένες σωµατικές και άλλες ιδιότητες του ανθρώπου,+-εας. (παρόµοια επώνυµα, καφές, παστός).

Παπαµικρούλης : Σύνθετο επώνυµο, παρατσούκλι. Αποτελείται από τη λέξη παπάς + το επίθετο µικρούλης.

Πετρόπουλος : Επώνυµο πατρωνυµικό από το βαφτιστικό Πέτρος +­οπουλος.

Στασινοπούλου : Από το βαφτιστικό όνοµα Στασινός, παραλλαγή του Αναστάσης και από την Ανάσταση του Χριστού. Από την παλαιολόγεια εποχή σε περιοχές όπως Θεσσαλονίκη - Σέρρες - Πόλη - Χαλκιδική και Αρκαδία.

Ταβουλαρέας : Επώνυµο βυζαντινό που κατατάσσεται στα βυζαντινά = συµβολαιογράφος. Από το ελληνιστικό ταβουλάριος = ο γραµµατοφύλακας, αρχειοφύλακας στο Βυζάντιο.

Χειλάς : Αυτός που κατεβάζει τα χείλη όταν θυµώσει, ο θυµώδης, ο δύστροπος.

Χριστοφιλέας : Σύνθετο επώνυµο από το βαφτιστικό όνοµα Χριστός = ο έχων το χάρισµα + Φίλος = Ο Φίλος του Χριστού + - εας.

Αβράµη : Επώνυµο πατρωνυµικό από το εβραϊκό βαπτιστικό όνοµα Αβραάµ.

Αγγελόπουλος : Επώνυµο πατρωνυµικό που προέρχεται από το βαφτιστικό όνοµα Άγγελος + κατάληξη –όπουλος.

Βαβαρούτσος : Ιταλοκατάληκτο σε –ουτσος, χωρίς ιταλική ρίζα (μανιάτικο).

Βλαχογιαννόπουλος : Σύνθετο επώνυμο. Αποτελείται από τη λέξη Βλάχος + το βαφτιστικό όνομα Γιάννης + κατάληξη -οπουλος.

Γεωργουδιός : Πιθανόν προέρχεται από το όνομα Γεώργιος.

Δρούγας : Επώνυμο που προέρχεται από παρατσούκλι. Από τη λέξη δρούγα που σημαίνει αδράχτι η οποία έχει σχέση με την αλβανική λέξη druge.

Εξαδάκτυλος : Επώνυμο προερχόμενο από παρατσούκλι που εκφράζει μια σωματική ιδιότητα (6 δάκτυλα).

Κουρέας: Επαγγελματικό επώνυμο + κατάληξη -εας.

Μαντέας : Από τη τούρκικη λέξη manda = βούβαλος ή και από τη λέξη μαντάτο.


Πουλακίδας : Επώνυμο που προέρχεται από το πουλίτσι = πουλάκι.

Πουλάκος : Επώνυμο που προέρχεται από το πουλίτσι = πουλάκι + κατάληξη -ακος.

Πρίφτης : Επώνυμο αρβανίτικης προέλευσης (παπάς). Συχνά το συναντάμε στην· Κορώνη τη Σπάλα και την Κερατέα.

Σίκαλης : Παρατσούκλι από το φυτό σίκαλη.

Στούπη : Παρατσούκλι από τη λέξη στούπα, στουπί (μάζα από υφαντικές ίνες που τοποθετείται μέσα στα καλαμά:ρια για συγκράτηση του μελανιού.

Φούντας : Παρατσούκλι πιθανόν από την ιταλική λέξη funda που σημαίνει θύσαννο, φούντα ή πολλές τρίχες μαζί.




Αράπογλου : Επώνυμο που προέρχεται από παρατσούκλι. Αράπης είναι ο μαυριδερός + τουρκική κατάληξη -ογλου που σημαίνει παιδί.

Αργυροπούλου : Επώνυμο που πιθανόν προέρχεται από το βαφτιστικό Αργύρης.

Γεωργακοπούλου : Πατρωνυμικό από το βαφτιστικό όνομα Γεωργάκης.

Γκιουλέκα : Επώνυμο που δείχνει ψυχικές πνευματικές ή ηθικές ιδιότητες. Από τη λέξη α) gul = τριαντάφυλλο ή β) gylle = βλήμα πυροβόλου.

Δημητρίου : Επώνυμο που προέρχεται από η γενική του ονοματος Δημήτριος.

Δημακουλέα :

Ζωγόπουλος : Προέρχεται από την αρβανίτικη λέξη ζόγκου = πουλί. Γράφεται και Ζώγκας και Ζώγος. Με το όνομα Ζόγκα φέρεται μεγάλος μεσαιωνικός αρχοντι­κός οίκος της Αλβανίας με έδρα το ανατολικό άκρο της Μεγάλης Μαλεσίας.

Καλαμουδάκος :

Καραγιώργη : Σύνθετο όνομα. Το α συνθετικό καρα=μαύρος και το β’ συνθετικό από το βαφτιστικό όνομα Γεώργιος.

Κισκήρα : Πιθανόν προέρχεται από την έκφραση «της κυράς» - Κισκήρας ή από την έκφραση «της χήρας».

Κοντοπούλου : Επώνυμο που προέρχεται από παρατσούκλι που έχει σχέση με σωματικά χαρακτηριστικά. Κοντός + οπουλος. Το παιδί του κοντού.

Κοτσονούρη : Σύνθετο όνομα που προέρχεται από παρατσούκλι. Ζώο με κομμένη ουρά. Αποδίδεται σκωπτικά σε κυνηγό.

Κουδούνη : Παρατσούκλι από αντικείμενο. Δείχνει ασχολία με μέταλλα.

Λάγιος : Παρατσούκλι από όνομα ζώου (λάγιο πρόβατο είναι το μελαχρινό πρόβατο.

Λαγωνικάκος : Πιθανόν παρατσούκλι από όνομα ζώου.

Λινάρδου : Από το βαφτιστικό Λινάρδος, ελληνική μορφή του φράγκικου ονόματος Lenard , Linardo .

Μαρινάκος : Μητρωνυμικό από το βαφτιστικό όνομα Μαρίνα+άκος.

Μπογιατζή : Από την τούρκικη λέξη boyaci = μπογιατζής.

Μπουγέα : Πιθανόν από την τούρκικη λέξη boga = ταύρος.

Νταβέας : <Νταβάς <Ταβάς = στρογγυλό ταψί Ίσως από τουρκική λέξη tava + καταλ. -εας.

Νταγκούλη : Το -λης είναι τούρκικο επίθεμα.

Ντανάκας : Ίσως από τη λέξη dana = μοσχάρι ή από την αραβική λέξη dana = σοφός, διαβασμένος.


Νυφούδη : Μητρωνυμικό όνομα που δηλώνει βαθμό συγγένειας.

Ξαρχάκου : Από τα βυζαντινά επαγγελματικά που προσδιορίζουν εκκλησιαστικά αξιώματα (έξαρχος + -άκος ).

Ξυπολύτου : Από τις ιδιωματικές παραλλαγές του ξυπόλητος, ο ανυπόδητος. Εξυπόλητος < ξυπόλητος.


Παπαδέας : (Παπάδι) Υποκοριστικό του παπάς. Σημαίνει ο γιος παπά, το παπαδοπαίδι που συνήθως είναι «διαβόλου αγγόνι». Το πειραχτήρι+ -εας

Παπαδοπούλου : Απόγονος του παπά (Παπαδοπαίδι). Ίσως το πολυπληθέστερο όνομα στην Ελλάδα.

Πέτρουλας : Πιθανόν από το βαφτιστικό όνομα Πέτρος.

Σκλήκα : Από το ρήμα κατασκέλλομαι = α) γίνομαι σκελετός, ξεραίνομαι, μαραίνομαι β) είμαι σκληρός ή παγωμένος και γ) η μετοχή παρακ. κατεσκληκώς –υια- ός = στρυφνός, αυστηρός.

Στραβολαίμου : Επώνυμο που προέρχεται από παρατσούκλι Σύνθετο από στραβός + λαιμός.

Τριανταφυλλόπουλος : Από παρατσούκλι που έχει προέλευση από λουλούδια.

Φιλίππου : Επώνυμο που προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό όνομα Φίλιππος. Η ετυμολογία του είναι από το φίλος + ίππος = ο φίλος των αλόγων.




ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ : Θα θέλαμε να τονιστεί πως τα οικογενειακά μας ονόματα και η σημασία τους δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να μας χαρακτηρίζουν. Προήλθαν και αναφέρονταν σε κάποιους προγόνους μας, χαρακτηρίζοντας το επάγγελμα τους, την καταγωγή τους ή κάποιο ελάττωμά τους, αλλά όχι εμάς.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ



  1. «Τα οικογενειακά μας ονόματα», Μανόλη Τριανταφυλλίδη, εκδ. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη1995.
  2. «Ονόματα – Επώνυμα – Παρατσούκλια», Ανδρέα Καλαντζάκου, εκδ. Ελεύθερη Σκέψις, Αθήνα 2000.
  3. «Νεοελληνικό Ετυμολογικό και Ερμηνευτικό Λεξικό», Αθανασίου Φλώρου, εκδ. Α. Λιβάνη «Νέα Σύνορα, Αθήνα 1980.
  4. «Τα Νεοελληνικά Κύρια Ονόματα», Θεοδ. Σερεμετάκη και Μαρίας Δημητρίου, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2003.
  5. «Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας», εκδ. Πάπυρος, Αθήνα.
  6. «Ελληνικά επώνυμα τούρκικης προέλευσης», Τομπαΐδη Δημ.,εκδ. Επικαιρότητα.







ΟΝΟΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΩΝ ΠΟΥ ΕΡΓΑΣΤΗΚΑΝ






1. ΠΑΝΤΑΖΗ ΕΥΓΕΝΙΑ


2. ΠΑΝΤΑΖΗ ΣΤΕΛΛΑ

3. ΠΑΝΤΑΖΗ ΧΡΥΣΟΥΛΑ

4. ΠΑΠΑΔΑΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ-ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ

5. ΣΟΥΛΑΝΤΙΚΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ

6. ΣΠΑΝΤΙΔΕΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ

7. ΤΟΠΤΣΙΟΥ ΚΕΤΙ

8. ΤΟΣΚΑ ΚΛΙΝΝΤΕΣ

9. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ

10. ΤΣΕΡΠΕ ΓΡΗΓΟΡΙΑ

11. ΤΣΟΥΜΕΑ ΑΝΘΟΥΛΑ

12. ΤΣΟΚΟΥ ΤΖΕΙΣΙΚΑ

13. ΦΙΛΑΝΔΡΙΑΝΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ

14. ΧΟΧΩΛΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ

15. ΧΟΧΩΛΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ

16. ΧΡΑΝΙΩΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ – ΙΑΣΟΝΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Η ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΕΠΩΝΥΜΟΥ ΣΟΥ"

Παρασκευή 15 Μαρτίου 2019

ΠΑΡΑΤΣΟΥΚΛΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΠΟΛΕΩΝ

Τα παρατσούκλια των κατοίκων κάθε Ελληνικης πόλης------
Δεν ξέρω αν έχει τύχει ποτέ να τ’ ακούσετε αλλά οι άνθρωποι που ζουν σε κάθε πόλη δεν ονομάζονται μόνο από την πόλη (π.χ. Θεσσαλονίκη – Θεσσαλονικιός) αλλά έχουν και κάποιες ειδικές ονομασίες ανα πόλη οι οποίες έχουν βγει για διαφορετικό λόγο σε κάθε μία.
 Ορίστε λοιπόν μερικές απ’ τις πόλεις. Για όποιες άλλες ξέρετε που δεν υπάρχουν, ή ξέρετε κάτι παραπάνω που δεν υπάρχει εδώ αφήστε σχόλιο.
+ Θεσσαλονίκη – Καρντασια:
Καρντασι είναι ο αδερφός στα τουρκικά. Παλιά επεφτε πολυ κοροϊδεμα από τους Αθηναίους επί του θέματος.
Σαλονίκη δε, γνωστή και ως Καρντασούπολη!
+ Έβρος (κυρίως Κομοτηνή) – Γκάτζοι ή Γκάτζολοι:
Στο Σουφλί του νομού Έβρου παλαιότερα υπήρχαν πολλά γαϊδούρια, τα οποία.... τα έλεγαν αλλιώς και γκάτζους. Έτσι οι φαντάροι έβγαλαν κοροϊδευτικά την περιοχή Γκατζολία και έμεινε να φωνάζουν τους κατοίκους Γκάτζολους. Η ιστορική αμαξοστοιχία 604 ΕΒΡΟΣ ΕΞΠΡΕΣ καλείται και Γκάτζος Εξπρές.
+ Πτολεμαΐδα – Καϊλαριώτες:
Αυτό συμβαίνει γιατί η πτολεμαϊδα λέγεται αλλιώς και Καϊλάρια. Επίσης λέγεται και λασποχώρι γιατί παλιά ήταν χωριό όλο λάσπες όταν έβρεχε.
+ Κοζάνη – Σούρδοι:
Λέγονται έτσι διότι προσποιούνταν ότι δεν άκουσαν κάτι – κοινώς ποιούσαν την νήσσαν – όταν φυσικά δεν τους συνέφερε. Και ενώ οι μεν υπόλοιποι Έλληνες τους δέχτηκαν με αυτήν τους τη νοοτροποία, οι δε Εβραίοι δεν κατάφεραν να στεργιώσουν ούτε στιγμή στην περιοχή. Στα βλάχικα σούρδος σημαίνει κουφός / βλάκας.
+ Κέρκυρα – Παγανέλια ή Φρανκολαντσέρηδες:
Αυτοί ονομάστηκαν έτσι γιατί παγανέλι στην κερκυραϊκή διάλεκτο σημαίνει περιστέρι και η Κέρκυρα (κυρίως οι πλατείες αλλα γενικά όλη η πολη της) είναι γεμάτη περιστέρια. Το φρανκολαντσέρηδες δεν ξέρουμε από που βγαίνει.
+ Ιωάννινα – Παγουράδες:
Λέγονται έτσι γιατί παλιά λέγανε ότι στην λίμνη στα γιάννενα καθρεπτίζοταν το φεγγάρι και οι γιαννιότες έτρεχαν με τα παγούρια για να μαζέψουν και καλά το μαγικό νερό!
 + Λάρισα – Πλατυποδαράδες ή Πλατύποδες ή Τυρόγαλα:
Αυτοί λέγονται έτσι λόγω του κάμπου που είναι επίπεδος και δεν βοηθάει στο σχηματισμό καμάρας στο πόδι. Το τυρόγαλα βγαίνει απ’ το τοπικό προϊόν.
+ Βόλος – Αυστριακοί:
Kυκλοφορούν διάφορες εκδοχές:
* Διότι οι Βολιώτες είναι τσιγκούνηδες – σαν τους Αυστριακούς
* Διότι είναι ψυχροί άνθρωποι – σαν τους Αυστριακούς
* Διότι είναι μοχθηροί – επί Τουρκοκρατίας, οι Αυστριακοί είχαν χειρότερη φήμη κι απ’ τους Τούρκους.
* Διότι στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν μπήκε στον Παγασητικό ένα Αυστριακό πολεμικό, αν και εχθρικό, οι Βολιώτες το υποδέχθηκαν με μπάντες και αυστριακές σημαίες.
Αυτά τα λένε οι Λαρισαίοι. Οι εξηγήσεις που δίνουν οι ίδιοι οι Βολιώτες είναι:
* Επί Τουρκοκρατίας, η πόλη είχε διάφορα εμπορικά προνόμια ένα από τα οποία ήταν και η ύπαρξη Αυστριακού προξενείου και η δυνατότητα που είχαν οι Βολιώτες να εμπορεύονται υπό Αυστριακή προστασία.
* Μετά το 1881, που ο Βόλος ενσωματώθηκε στο ελληνικό κράτος, η νέα διοίκηση φορολόγησε βαριά την Θεσσαλία. Μπήκε ένας ιδιότυπος νέος κεφαλικός φόρος σε όλους τους «Έλληνες το γένος» (κατά κύριο λόγο εμπόρους), κάτι το οποίο οδήγησε στους μαγαζάτορες να βάλουν ξένες, Αυστριακές σημαίες στα μαγαζιά τους για να αποφύγουν να φορολογηθούν.
Και υπάρχει και η εκδοχή της Φρικηπαίδειας.
* Ο Βόλος είναι μία πόλη στην κεντρική Ελλάδα. Γνωστή αυστριακή αποικία που εξελίχθηκε σε αποικία των ΕΛ, μετά την εκδίωξή τους από την αφιλόξενη προσωρινή τους κατοικία, την γνωστή υποβαθμισμένη περιοχή της Αθήνας.
(Πηγή: http://www.slang.gr/lemma/show/Austriakoi_5697:Αυστριακοί)
+ Άρτα – Νερατζοκώλιδες:
Λόγω του ότι στην Άρτα έχουν πολλά νεράτζια και μεγάλους κώλους άρα έχουν κώλους σαν νεράτζια…
+ Πρέβεζα – Σαρδέλες:
Διότι λέγεται ότι βάζουν τις σαρδέλες στο κλουβί.
+ Αθήνα – Γκάγκαροι:
Γκάγκαρο ήταν το βαρύ ξύλο που ήταν κρεμασμένο με σκοινί πίσω από τις αυλόπορτες, τις οποίες έκλεινε με το βάρος του. {gaga στα τούρκικα το ράμφος – Lady gaga that can’t be good for you )
Γκάγκαρος λεγόταν επί τουρκοκρατίας ο Αθηναίος της ανώτερης κοινωνικής τάξης, ο οποίος στην πόρτα του είχε γκάγκαρο…
Σημαίνει σήμερα ο γνήσιος Αθηναίος.
+ Φλώρινα – Απόγονοι της Γιουργίας:
Γιατί η γιούργα ήταν η Γεωργία στα Φλωρινιώτικα. Ήταν η μεγαλύτερη που**να της Φλώρινας… Απ’ τις μεγαλύτερες βρισιές για τους Φλωρινιώτες.
+ Πόντος – Ντουντούμια / Τουρκούλια:
Δυστυχώς δεν εχω ιδέα από που βγαίνει αυτό.
+ Λέσβος – Γκαζμάδες:
Τη Μυτιλήνη τη λένε Γκασμαδία ή Κασμαδία οι φαντάροι που υπηρετούν εκεί, επειδή η στρατιωτική ζωή εκεί έχει πολύ σκάψιμο, σκάβουν ορύγματα. Επίσης υπάρχει και ο παλιός μύθος που λέει ότι (σύμφωνα με την στόμα-στόμα παράδοση των φαντάρων) όταν ήταν να φτιαχτεί το αεροδρόμιο της Μυτιλήνης, όλοι οι κάτοικοι πήγαν να συνδράμουν κρατώντας από έναν κασμά (και κανένας δεν κρατούσε φτυάρι ή σκαπέτι).
+ Καστοριά – Τσιρουνιάιδες:
Δυστυχώς δεν εχω ιδέα από που βγαίνει αυτό.
+ Σέρρες – Ακανέδες:
Λόγω του ότι στη πόλη των Σερρών φτιάχνονται ακανέδες (ένα είδος γλυκού σαν λουκούμι)…
+ Πάτρα – Μινάραδες:
Λίγο υποτιμητική λέξη για τους Πατρινούς που σημαίνει μαλάκας αλλά σε πιο light εκδοχή.
+ Ηράκλειο – Σουμπερίτες ή Καστρινούς:
Σουμπερίτες διότι στην κατοχή ο Σούμπερ είχε την έδρα του στο Hράκλειο και Καστρινούς επειδή το Ηράκλειο ονομαζόταν και Κάστρο.
+ Αγρίνιο – Βλάχοι:
Έτσι τους αποκαλούν οι μεσολογγίτες, οι οποίοι θεωρούν τον εαυτό τους πολύ διακεκριμένο.
+ Ναύπλιο – Κωλοπλένηδες:
Οι Aργίτες τους αποκαλούν έτσι διότι πλένονταν στις τούρκικες τουαλέτες.
+ Άργος – Πρασάδες:
Ως αντίποινα οι Aναπλιώτες τους έβγαλαν έτσι διότι έτρωγαν το πράσο με το οποίο χτυπούσαν το γαϊδούρι τους.
+ Καβάλα – Ψαροκασέλες:
Έτσι τους αποκαλούν οι Ξανθιώτες.
+ Αρκαδία – Σκορδάς ή Αβγοζύγης:
Σκορδάς λόγω των τοπικών προϊόντων και αβγοζύγης γιατί πρώτοι οι αρκάδες πουλούσαν αυγά βάσει του μεγέθους τους – των αυγών -.
+ Καλαμάτα – Σωματέμπορες:
Δυστυχώς δεν εχω ιδέα από που βγαίνει αυτό.
+ Κόρινθος – Λαΐδες:
Γιατί Λαΐδα ήταν μια εταίρα της αρχαιότητας από την Κόρινθο.
+ Κρήτη – Πέτσακες ή Σβούρους:
Μάλλον από Ρέθυμνο, Ηράκλειο. Ο ορεσίβιος ή χωρικός που κατεβαίνει στην πόλη με ιμπεριαλιστικές διαθέσεις ως προς γυναίκες, μπάρια κλπ. με τα γνωστά αξεσουάρ (4χ4, μαύρο πουκάμισο κλπ κλπ). Τείνει να αντικαταστήσει και στα Χανιά το «κούργιαλος». Σβούροι είναι οι κάγκουρες στην τοπική διάλεκτο.
+ Κως – Μπόχαλοι:
Γιατί στην τοπική διάλεκτο το μπουκάλι το λένε μποχάλι.
+ Ρόδος – Τσαμπίκοι:
Λόγω τοπικού ονόματος.
+ Τρίκαλα – Κασέρια ή Σακαφλιάδες:
Κασέρια λόγω τοπικού τυριού και Σακαφλιάδες λόγω του Σακαφλιά, ο οποίος έζησε την εποχή του Μεσοπολέμου, λίγο μετά την Μικρασιατική Καταστροφή και ήταν ο Δον Ζουάν της εποχής. Ήταν ένας ωραίος άντρας που είχε αναστατώσει την τρικαλινή κοινωνία με τα καμώματα του, ώσπου κάποιοι του στήσανε καρτέρι στα στενά σοκάκια του Βαρουσίου και τον μαχαιρώσανε (εξού και το γνωστό στιχάκι “Στα τρίκαλα στα δυό στενά σκοτώσανε τον σακαφλιά”). Το σακαφλιάς κατά λέξη σημαίνει ο φίλος της σάρκας.
Πηγή : http://salonicasunitedbitches.wordpress.com/
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "ΠΑΡΑΤΣΟΥΚΛΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΠΟΛΕΩΝ"

Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2016

ΠΑΡΑΤΣΟΥΚΛΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΠΟΛΕΩΝ

Τα παρατσούκλια των κατοίκων κάθε Ελληνικης πόλης------
Δεν ξέρω αν έχει τύχει ποτέ να τ’ ακούσετε αλλά οι άνθρωποι που ζουν σε κάθε πόλη δεν ονομάζονται μόνο από την πόλη (π.χ. Θεσσαλονίκη – Θεσσαλονικιός) αλλά έχουν και κάποιες ειδικές ονομασίες ανα πόλη οι οποίες έχουν βγει για διαφορετικό λόγο σε κάθε μία.
 Ορίστε λοιπόν μερικές απ’ τις πόλεις. Για όποιες άλλες ξέρετε που δεν υπάρχουν, ή ξέρετε κάτι παραπάνω που δεν υπάρχει εδώ αφήστε σχόλιο.
+ Θεσσαλονίκη – Καρντασια:
Καρντασι είναι ο αδερφός στα τουρκικά. Παλιά επεφτε πολυ κοροϊδεμα από τους Αθηναίους επί του θέματος.
Σαλονίκη δε, γνωστή και ως Καρντασούπολη!
+ Έβρος (κυρίως Κομοτηνή) – Γκάτζοι ή Γκάτζολοι:
Στο Σουφλί του νομού Έβρου παλαιότερα υπήρχαν πολλά γαϊδούρια, τα οποία.... τα έλεγαν αλλιώς και γκάτζους. Έτσι οι φαντάροι έβγαλαν κοροϊδευτικά την περιοχή Γκατζολία και έμεινε να φωνάζουν τους κατοίκους Γκάτζολους. Η ιστορική αμαξοστοιχία 604 ΕΒΡΟΣ ΕΞΠΡΕΣ καλείται και Γκάτζος Εξπρές.
+ Πτολεμαΐδα – Καϊλαριώτες:
Αυτό συμβαίνει γιατί η πτολεμαϊδα λέγεται αλλιώς και Καϊλάρια. Επίσης λέγεται και λασποχώρι γιατί παλιά ήταν χωριό όλο λάσπες όταν έβρεχε.
+ Κοζάνη – Σούρδοι:
Λέγονται έτσι διότι προσποιούνταν ότι δεν άκουσαν κάτι – κοινώς ποιούσαν την νήσσαν – όταν φυσικά δεν τους συνέφερε. Και ενώ οι μεν υπόλοιποι Έλληνες τους δέχτηκαν με αυτήν τους τη νοοτροποία, οι δε Εβραίοι δεν κατάφεραν να στεργιώσουν ούτε στιγμή στην περιοχή. Στα βλάχικα σούρδος σημαίνει κουφός / βλάκας.
+ Κέρκυρα – Παγανέλια ή Φρανκολαντσέρηδες:
Αυτοί ονομάστηκαν έτσι γιατί παγανέλι στην κερκυραϊκή διάλεκτο σημαίνει περιστέρι και η Κέρκυρα (κυρίως οι πλατείες αλλα γενικά όλη η πολη της) είναι γεμάτη περιστέρια. Το φρανκολαντσέρηδες δεν ξέρουμε από που βγαίνει.
+ Ιωάννινα – Παγουράδες:
Λέγονται έτσι γιατί παλιά λέγανε ότι στην λίμνη στα γιάννενα καθρεπτίζοταν το φεγγάρι και οι γιαννιότες έτρεχαν με τα παγούρια για να μαζέψουν και καλά το μαγικό νερό!
 + Λάρισα – Πλατυποδαράδες ή Πλατύποδες ή Τυρόγαλα:
Αυτοί λέγονται έτσι λόγω του κάμπου που είναι επίπεδος και δεν βοηθάει στο σχηματισμό καμάρας στο πόδι. Το τυρόγαλα βγαίνει απ’ το τοπικό προϊόν.
+ Βόλος – Αυστριακοί:
Kυκλοφορούν διάφορες εκδοχές:
* Διότι οι Βολιώτες είναι τσιγκούνηδες – σαν τους Αυστριακούς
* Διότι είναι ψυχροί άνθρωποι – σαν τους Αυστριακούς
* Διότι είναι μοχθηροί – επί Τουρκοκρατίας, οι Αυστριακοί είχαν χειρότερη φήμη κι απ’ τους Τούρκους.
* Διότι στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν μπήκε στον Παγασητικό ένα Αυστριακό πολεμικό, αν και εχθρικό, οι Βολιώτες το υποδέχθηκαν με μπάντες και αυστριακές σημαίες.
Αυτά τα λένε οι Λαρισαίοι. Οι εξηγήσεις που δίνουν οι ίδιοι οι Βολιώτες είναι:
* Επί Τουρκοκρατίας, η πόλη είχε διάφορα εμπορικά προνόμια ένα από τα οποία ήταν και η ύπαρξη Αυστριακού προξενείου και η δυνατότητα που είχαν οι Βολιώτες να εμπορεύονται υπό Αυστριακή προστασία.
* Μετά το 1881, που ο Βόλος ενσωματώθηκε στο ελληνικό κράτος, η νέα διοίκηση φορολόγησε βαριά την Θεσσαλία. Μπήκε ένας ιδιότυπος νέος κεφαλικός φόρος σε όλους τους «Έλληνες το γένος» (κατά κύριο λόγο εμπόρους), κάτι το οποίο οδήγησε στους μαγαζάτορες να βάλουν ξένες, Αυστριακές σημαίες στα μαγαζιά τους για να αποφύγουν να φορολογηθούν.
Και υπάρχει και η εκδοχή της Φρικηπαίδειας.
* Ο Βόλος είναι μία πόλη στην κεντρική Ελλάδα. Γνωστή αυστριακή αποικία που εξελίχθηκε σε αποικία των ΕΛ, μετά την εκδίωξή τους από την αφιλόξενη προσωρινή τους κατοικία, την γνωστή υποβαθμισμένη περιοχή της Αθήνας.
(Πηγή: http://www.slang.gr/lemma/show/Austriakoi_5697:Αυστριακοί)
+ Άρτα – Νερατζοκώλιδες:
Λόγω του ότι στην Άρτα έχουν πολλά νεράτζια και μεγάλους κώλους άρα έχουν κώλους σαν νεράτζια…
+ Πρέβεζα – Σαρδέλες:
Διότι λέγεται ότι βάζουν τις σαρδέλες στο κλουβί.
+ Αθήνα – Γκάγκαροι:
Γκάγκαρο ήταν το βαρύ ξύλο που ήταν κρεμασμένο με σκοινί πίσω από τις αυλόπορτες, τις οποίες έκλεινε με το βάρος του. {gaga στα τούρκικα το ράμφος – Lady gaga that can’t be good for you )
Γκάγκαρος λεγόταν επί τουρκοκρατίας ο Αθηναίος της ανώτερης κοινωνικής τάξης, ο οποίος στην πόρτα του είχε γκάγκαρο…
Σημαίνει σήμερα ο γνήσιος Αθηναίος.
+ Φλώρινα – Απόγονοι της Γιουργίας:
Γιατί η γιούργα ήταν η Γεωργία στα Φλωρινιώτικα. Ήταν η μεγαλύτερη που**να της Φλώρινας… Απ’ τις μεγαλύτερες βρισιές για τους Φλωρινιώτες.
+ Πόντος – Ντουντούμια / Τουρκούλια:
Δυστυχώς δεν εχω ιδέα από που βγαίνει αυτό.
+ Λέσβος – Γκαζμάδες:
Τη Μυτιλήνη τη λένε Γκασμαδία ή Κασμαδία οι φαντάροι που υπηρετούν εκεί, επειδή η στρατιωτική ζωή εκεί έχει πολύ σκάψιμο, σκάβουν ορύγματα. Επίσης υπάρχει και ο παλιός μύθος που λέει ότι (σύμφωνα με την στόμα-στόμα παράδοση των φαντάρων) όταν ήταν να φτιαχτεί το αεροδρόμιο της Μυτιλήνης, όλοι οι κάτοικοι πήγαν να συνδράμουν κρατώντας από έναν κασμά (και κανένας δεν κρατούσε φτυάρι ή σκαπέτι).
+ Καστοριά – Τσιρουνιάιδες:
Δυστυχώς δεν εχω ιδέα από που βγαίνει αυτό.
+ Σέρρες – Ακανέδες:
Λόγω του ότι στη πόλη των Σερρών φτιάχνονται ακανέδες (ένα είδος γλυκού σαν λουκούμι)…
+ Πάτρα – Μινάραδες:
Λίγο υποτιμητική λέξη για τους Πατρινούς που σημαίνει μαλάκας αλλά σε πιο light εκδοχή.
+ Ηράκλειο – Σουμπερίτες ή Καστρινούς:
Σουμπερίτες διότι στην κατοχή ο Σούμπερ είχε την έδρα του στο Hράκλειο και Καστρινούς επειδή το Ηράκλειο ονομαζόταν και Κάστρο.
+ Αγρίνιο – Βλάχοι:
Έτσι τους αποκαλούν οι μεσολογγίτες, οι οποίοι θεωρούν τον εαυτό τους πολύ διακεκριμένο.
+ Ναύπλιο – Κωλοπλένηδες:
Οι Aργίτες τους αποκαλούν έτσι διότι πλένονταν στις τούρκικες τουαλέτες.
+ Άργος – Πρασάδες:
Ως αντίποινα οι Aναπλιώτες τους έβγαλαν έτσι διότι έτρωγαν το πράσο με το οποίο χτυπούσαν το γαϊδούρι τους.
+ Καβάλα – Ψαροκασέλες:
Έτσι τους αποκαλούν οι Ξανθιώτες.
+ Αρκαδία – Σκορδάς ή Αβγοζύγης:
Σκορδάς λόγω των τοπικών προϊόντων και αβγοζύγης γιατί πρώτοι οι αρκάδες πουλούσαν αυγά βάσει του μεγέθους τους – των αυγών -.
+ Καλαμάτα – Σωματέμπορες:
Δυστυχώς δεν εχω ιδέα από που βγαίνει αυτό.
+ Κόρινθος – Λαΐδες:
Γιατί Λαΐδα ήταν μια εταίρα της αρχαιότητας από την Κόρινθο.
+ Κρήτη – Πέτσακες ή Σβούρους:
Μάλλον από Ρέθυμνο, Ηράκλειο. Ο ορεσίβιος ή χωρικός που κατεβαίνει στην πόλη με ιμπεριαλιστικές διαθέσεις ως προς γυναίκες, μπάρια κλπ. με τα γνωστά αξεσουάρ (4χ4, μαύρο πουκάμισο κλπ κλπ). Τείνει να αντικαταστήσει και στα Χανιά το «κούργιαλος». Σβούροι είναι οι κάγκουρες στην τοπική διάλεκτο.
+ Κως – Μπόχαλοι:
Γιατί στην τοπική διάλεκτο το μπουκάλι το λένε μποχάλι.
+ Ρόδος – Τσαμπίκοι:
Λόγω τοπικού ονόματος.
+ Τρίκαλα – Κασέρια ή Σακαφλιάδες:
Κασέρια λόγω τοπικού τυριού και Σακαφλιάδες λόγω του Σακαφλιά, ο οποίος έζησε την εποχή του Μεσοπολέμου, λίγο μετά την Μικρασιατική Καταστροφή και ήταν ο Δον Ζουάν της εποχής. Ήταν ένας ωραίος άντρας που είχε αναστατώσει την τρικαλινή κοινωνία με τα καμώματα του, ώσπου κάποιοι του στήσανε καρτέρι στα στενά σοκάκια του Βαρουσίου και τον μαχαιρώσανε (εξού και το γνωστό στιχάκι “Στα τρίκαλα στα δυό στενά σκοτώσανε τον σακαφλιά”). Το σακαφλιάς κατά λέξη σημαίνει ο φίλος της σάρκας.
Πηγή : http://salonicasunitedbitches.wordpress.com/
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "ΠΑΡΑΤΣΟΥΚΛΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΠΟΛΕΩΝ"

Τρίτη 26 Ιουλίου 2016

Τα πιο γνωστά και διαδεδομένα παρατσούκλια.

Τα πιο γνωστά και διαδεδομένα παρατσούκλια των κατοίκων πόλεων και περιοχών της πατρίδας μας.---

Η προέλευση, η ιστορία και η σημασία των παρωνυμίων από τα παλαιότερα χρόνια μέχρι και σήμερα.-----


Το παρωνύμιο, παρεπώνυμο, ή παρατσούκλι, όπως το λένε στις πόλεις και τα χωριά της ελληνικής επαρχίας, είναι ένα αστείο ή περίεργο συνήθως όνομα, με το οποίο φωνάζουν κάποιον, λόγω κάποιας ιδιότητας, συμπεριφοράς, ομοιότητας ή και ασχολίας του, επειδή, δηλαδή, μοιάζει στην εμφάνισή του  με κάτι ή έχει κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα, που παραπέμπει σε κάτι ιδιαίτερο και ασυνήθιστο, ή ο τόπος κατοικίας του έχει κάτι το ξεχωριστό και αξιοπερίεργο, ή απλά για να τον πειράξουν και να τον κοροϊδέψουν χάριν αστεϊσμού.
 Το να έχει κάποιος παρατσούκλι, είναι ένα συνηθισμένο φαινόμενο και στην χώρα μας από την αρχαιότητα, καθώς το παρατσούκλι πήρε την θέση του παρανόματος, που υπήρχε από τα αρχαία χρόνια και που απαραίτητα «κολλούσαν» οι παλαιοί στον καθένα, σαν «στάμπα» κάποιας προσωπικότητας.
 Σήμερα η χρήση των παρωνυμίων στην πατρίδα μας είναι αρκετά διαδεδομένη, όχι μόνο μεταξύ των νέων, αλλά και μεταξύ των μεγαλυτέρων σε ηλικία. Ετυμολογικά η λέξη παρατσούκλι έχει αρχαιοελληνική και βυζαντινή προέλευση, που με την πάροδο του χρόνου εξελίχθηκε στην σημερινή της μορφή.
 [Το επίκλην = τουπίκλην = τουπικλιάζω = τουπ’κλιάζω= τσουκλιάζω (Τζια) = τσούκλι (Τζια) = παρατσούκλι.] Τα περισσότερα παρατσούκλια έχουν ξεπηδήσει από προτερήματα ή ελαττώματα. Έτσι  συναντούμε τα παρονόματα Γιάνναρος, Σταμάταρος, Βασίλαρος, Δημήτραλος, Στελιανάρας, Γιωργάρας, αλλά και το Μιχαλάκι, το Γιαννάκι, το Δημητράκι, το Πιτσονάκι  κ.λ.π. 
 Και για το έτερο φύλο: Δεσποινάρα, Καλλιοπάρα, Ελενάρα ανάλογα με τη σωματική διάπλαση. Τόσο οι παλαιοί όσο και οι νέοι – γιατί δεν παύει ακόμη να «βαπτίζει» ο λαός μας με παρατσούκλια,  – δίνουν εξετάσεις εξυπνάδας και ψυχοφυσιολογίας, αξιολογώντας άτομα, που μόνον ο λαός μπορεί να τους δώσει κάποια θέση στο πάνθεο της προφορικής του δημιουργίας.

Τα παρατσούκλια κατοίκων διαφόρων  ελληνικών πόλεων και περιοχών. -«Κουμπάροι», «Μπόχαλοι», «Τσαμπίκοι», και «Καμινέτα» στην Κύπρο και στα Δωδεκάνησα.

Όπως υπάρχουν στην πατρίδα μας παρωνύμια για τα μεμονωμένα πρόσωπα, έτσι υπάρχουν παρατσούκλια και για τους κατοίκους σχεδόν κάθε ελληνικής πόλης και περιοχής. Τα παρατσούκλια αυτά είναι τα «συνθηματικά» ονόματα των κατοίκων μιας πόλης ή περιοχής, που χρησιμοποιούνται συνήθως με σκωπτική -αλλά μερικές φορές και με προσβλητική διάθεση- για να τους χαρακτηρίσουν με βάση κάποια ιδιαίτερα στοιχεία της μορφολογίας τους, της συμπεριφοράς τους, της τοπικής τους διαλέκτου, της ιστορίας τους, της καταγωγής τους, της επαγγελματικής τους ενασχόλησης, του τόπου τους κλπ. και για να τους ξεχωρίσουν από τους κατοίκους άλλων πόλεων και περιοχών. Ιδιαίτερη χρήση αυτών των παρωνυμίων γίνεται σήμερα στην πατρίδα μας στις αθλητικές (κυρίως τις ποδοσφαιρικές) αναμετρήσεις μεταξύ ομάδων από διάφορες πόλεις και περιοχές, κατά τις οποίες οι οπαδοί της μίας ομάδας χρησιμοποιούν τέτοια παρατσούκλια για να προκαλέσουν και να κοροϊδέψουν τους οπαδούς της αντίπαλης ομάδας.
Σε σχετική έρευνά μας και σε αναζήτηση, που πραγματοποιήσαμε σε διάφορες ιστοσελίδες στο διαδίκτυο, ανακαλύψαμε διάφορα ενδιαφέροντα παρωνύμια – παρατσούκλια για τους κατοίκους πολλών πόλεων και περιοχών της πατρίδας μας, τα οποία στην πλειονότητά τους, αν και η καθιέρωσή τους ανάγεται στα παλαιότερα χρόνια, εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται ακόμη και σήμερα.
 Παραθέτουμε, λοιπόν, στην συνέχεια ενδεικτικά κάποια από τα παρατσούκλια αυτά με την σχετική τους προέλευση και ιστορία, παραλείποντας κάποια άλλα, που θεωρούνται πολύ υποτιμητικά, προσβλητικά, ή και υβριστικά.
Αρχίζοντας από τους νησιώτες, αναφέρουμε, ότι οι Κύπριοι έχουν το χαρακτηριστικό παρατσούκλι«Κουμπάροι»
, που προήλθε από την συνηθισμένη και
προσφιλή προσφώνηση των Κυπρίων μεταξύ των.
Οι κάτοικοι της νήσου Κω φέρουν το παρατσούκλι «Μπόχαλοι». Το παρατσούκλι αυτό προέρχεται από την λέξη μπουκάλι, που στην τοπική διάλεκτο του νησιού, το μπουκάλι το λένε μποχάλι.
Οι κάτοικοι της Ρόδου έχουν το παρωνύμιο «Τσαμπίκοι», επειδή το όνομα αυτό συναντάται πολύ ως επώνυμο στο νησί.
Οι κάτοικοι της Κάσου έχουν το παρατσούκλι «Καμινέτα».
Την ονομασία αυτή, ακόμη και σήμερα την χρησιμοποιούν οι Κασιώτες μεταξύ τους, για να ειρωνευτούν κάποιον Κασιώτη, που «νεωτερίζει». «Καμινέτα», έλεγαν τους εξ Αιγύπτου Κασιώτες της περιόδου 1900-1960. Το παρατσούκλι αυτό το έδωσαν οι Κασιώτες που έμειναν στο νησί στους Αιγυπτιοκασιώτες για λόγους ζήλιας. Οι Κασιώτες στην Αίγυπτο, δουλεύοντας κυρίως στην Διώρυγα του Σουέζ, απέκτησαν πολλά χρήματα, σπούδασαν τα παιδιά τους και κάθε τρία χρόνια. που έπαιρναν την τρίμηνη άδεια από την Υπηρεσία της Διώρυγας του Σουέζ, πήγαιναν «κονζέ» (διακοπές) στην Κάσο.
 Οι Αιγυπτιοκασιώτες στο νησί έμεναν όλο αυτό το τρίμηνο, είτε στα πατρικά τους, είτε σε συγγενείς, που τους φιλοξενούσαν γιατί ούτε ξενοδοχεία ούτε ενοικιαζόμενα δωμάτια και σπίτια υπήρχαν τότε στον «βράχο». Οι Αιγυπτιοκασιώτες μαζί με τα άλλα συμπράγκαλα κουβαλούσαν και το καμινέτο (μικρή γκαζιέρα, χρυσαφιού χρώματος, που στη βάση της υπήρχε δοχείο για το πετρέλαιο και στη μία άκρη του μία τρόμπα, που τη πρέσαραν για να ανάψουν τη φωτιά και να ψήσουν καφέ). 
Οι ντόπιοι Κασιώτες, που είχαν μείνει στον ξυλόφουρνο, για να περιπαίξουν τους νεωτερισμούς αυτούς, τους έλεγαν «καμινέτα»

 «Σύντεκνοι» και «Πέτσακες» Κρητικοί, «Γκασμάδες» Μυτιληνιοί, «Μπακαούκες»  Σαλαμίνιοι και «Παγανέλια» Κερκυραίοι

Τα πιο διαδεδομένα παρατσούκλια για τους Κρητικούς είναι «Πετσιά» ή «Πέτσακες», «Σβούροι» και «Σύντεκνοι».
«Πέτσακας», ονομάζεται υποτιμητικά ο ορεσίβιος ή «πρωτόγονος» και απολίτιστος χωρικός, που κατεβαίνει στην πόλη με κατακτητικές διαθέσεις, με τα γνωστά γνωρίσματα (4X4, μαύρο πουκάμισο κ.λπ.). Εναλλακτικά, αποκαλούνται και «βοσκοί». «Σβούροι» είναι οι «κάγκουρες» στην τοπική διάλεκτο (σβουρίζω=στριφογυρίζω), δηλαδή αυτοί που επιδεικνύουν τα καλοδιατηρημένα μηχανάκια τους και αυτοκίνητα. «Σύντεκνοι», είναι οι κουμπάροι (πιο συγκεκριμένα «σύντεκνος» αποκαλείται ο νονός του παιδιού) και αποτελεί προσφιλή προσφώνηση στην τοπική διάλεκτο (όπως και το «κουμπάρε»), ενίοτε περιπαικτικά ή χαριτολογώντας.
Οι κάτοικοι στο Ηράκλειο της Κρήτης έχουν αποκτήσει από τα παλαιότερα χρόνια τα παρωνύμια «Σουμπερίτες» και «Καστρινοί».
Ονομάστηκαν «Σουμπερίτες», διότι στην κατοχή ο Γερμανός στρατιωτικός διοικητής του νησιού Σούμπερ είχε την έδρα του στο Hράκλειο και «Καστρινοί», επειδή το Ηράκλειο ονομαζόταν από τα παλαιότερα χρόνια και Κάστρο, εξαιτίας του μεγάλου τείχους, που περιέβαλε την πόλη και την καθιστούσε απόρθητο κάστρο για τους εχθρούς της.
Οι Ιεραπετρίτες έχουν αποκτήσει το παρατσούκλι «Βορέδες».
Η ονομασία αυτή προέρχεται από την λέξη «βορέ», που χρησιμοποιούν οι κάτοικοι της περιοχής της Ιεράπετρας κατά κόρον σε κάθε συνδυασμό με την κρητική διάλεκτο, αφού αποτελεί συνώνυμο των λέξεων « μωρέ», «βρε» κλπ.
Χαρακτηριστική είναι η ιεραπετρίτικη έκφραση «’Ιντα κάνεις βορέ;»
Οι κάτοικοι της Λέσβου, οι Μυτιληνιοί, έχουν το παρωνύμιο «Γκαζμάδες» ή «Κασμάδες», που το απέκτησαν τα τελευταία χρόνια από όσους υπηρέτησαν την στρατιωτική τους θητεία στο όμορφο αυτό νησί.
Την Μυτιλήνη την ονόμασαν «Γκασμαδία» ή «Κασμαδία» οι φαντάροι, επειδή η στρατιωτική ζωή εκεί θεωρείται δύσκολη και κουραστική. Μεταξύ άλλων η στρατιωτική ζωή στην Μυτιλήνη περιλαμβάνει και την εκσκαφή στρατιωτικών αμυντικών ορυγμάτων, που απαιτεί πολύ σκάψιμο με κασμάδες, από όπου βγήκε και το παρατσούκλι «Γκασμαδία» για το νησί και «Γκασμάδες» για τους κατοίκους του. Κατά μία άλλη εκδοχή το παρατσούκλι αυτό προέρχεται από έναν μύθο, (κατά την προφορική παράδοση, που επικρατεί μεταξύ των φαντάρων) σύμφωνα με τον οποίο, όταν ήταν να κατασκευαστεί το αεροδρόμιο της Μυτιλήνης, όλοι οι κάτοικοι του νησιού πήγαν να συνδράμουν στο έργο, κρατώντας μόνον από έναν κασμά (χωρίς να έχει κανένας μαζί του φτυάρι ή σκαπέτι).
Οι Σαλαμίνιοι έχουν τα παρατσούκλια «Μπακαούκες» και «Μανάρια».
Για το παρατσούκλι «Μπακαούκας» υπάρχει και το γνωστό ανέκδοτο, ότι στο νησί της Σαλαμίνας επικρατεί «εμφύλιος» μεταξύ των Μπάκις και των Ούκας. Το παρατσούκλι «Μανάρια» το απέκτησαν
πιθανότατα, λόγω της προσφιλούς προσφώνησης, που χρησιμοποιούν οι κάτοικοι του νησιού («Μανάρι μου»). Μανάρι, λέγεται το νεογέννητο αρνί, που ακολουθεί κατά πόδας την μάνα του.
Οι Κερκυραίοι είναι ευρύτερα γνωστοί ως «Παγανέλια» ή «Φραγκολαντζέρηδες».
Λέγεται, ότι πήραν το παρατσούκλι αυτό από τα παγανέλια. Παγανέλι στην κερκυραϊκή διάλεκτο σημαίνει περιστέρι και η Κέρκυρα (κυρίως οι πλατείες, αλλά γενικά όλη η πόλη της) είναι γεμάτη από περιστέρια. Για το παρατσούκλι «Φραγκολαντζέρηδες» δεν είναι βεβαιωμένη η προέλευσή του, πιθανώς, όμως, αυτό να προέρχεται από το ότι στα παλιά χρόνια πολλοί Κερκυραίοι δούλευαν -συνήθως σε βαριές ή υποτιμητικές δουλειές- με αφεντικά ξένους, καθολικούς (Γάλλους, Ιταλούς, κ.α. δηλ. «Φράγκους») άρχοντες. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι από την Κέρκυρα και γενικά τα Επτάνησα πέρασαν από τον Μεσαίωνα μέχρι και στα τέλη του 19ου αιώνα ως κατακτητές Ενετοί, Γάλλοι, Άγγλοι, Ρώσοι κ.α., αλλά όχι και οι Τούρκοι, και για αυτό οι κάτοικοί τους δεν βίωσαν την Τουρκοκρατία, όπως οι άλλοι πρόγονοί μας σε άλλα μέρη της πατρίδας μας.

«Χαμουτζήδες», «Συκιές» Καλαματιανοί, «Μινάρες» Πατρινοί, «Πρασάδες» Αργίτες και «Αυγοζύγες» Αρκάδες

Όλοι οι Νοτιοελλαδίτες έχουν από παλιά το παρωνύμιο«Χαμουτζήδες», που το χρησιμοποιούν οι Βορειοελλαδίτες, για να ονομάσουν όσους κατοικούσαν στα μέρη της πατρίδας μας από την Αθήνα και κάτω (εκ του «χάμω»->«Εκεί χάμου»->«Χαμουτζήδες»).
Οι Καλαματιανοί είναι γνωστοί με τα παρατσούκλια«Συκιές» και «Σύκα».
Τα παρατσούκλια αυτά τα απέκτησαν παλαιότερα, λόγω των σύκων, που εκτός από τις ελιές, αποτελεί σημαντικό προϊόν στην Μεσσηνία και στην Καλαμάτα. Στις ημέρες μας τα παρατσούκλια αυτά έχουν αρνητική σημασία, καθώς στην αργκό γλώσσα, «συκιά» αποκαλείται κοροϊδευτικά ο κίναιδος.
Οι Πατρινοί έχουν, ως πιο γνωστό από αυτά που κυκλοφορούν, το παρατσούκλι  «Μινάρες», που γενικά έχει υβριστική και υποτιμητική σημασία, αλλά δεν φαίνεται να ενοχλεί ιδιαίτερα τους νεότερους σε ηλικία κατοίκουςτης Πάτρας, που έχουν σαν τυπικό χαιρετισμό την έκφραση «που ‘σαι ρε μινάρα»;.
Το πιο γνωστό παρωνύμιο για τους Ναυπλιώτες, που επεκράτησε από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, είναι «Κωλοπλένηδες».
Φαίνεται, ότι κυρίως οι Aργίτες τους έδωσαν το παρατσούκλι αυτό και τους αποκαλούν έτσι, διότι στα παλιά χρόνια οι Ναυπλιώτες πλένονταν στις τούρκικεςτουαλέτες. Όμως και οι κάτοικοι του Άργους είχαν το παρατσούκλι τους, που ήταν «Πρασάδες».
Είναι πιθανό να έβγαλαν το παρατσούκλι αυτό, ως αντίποινα, οι Ναυπλιώτες, επειδή κοροϊδεύανε τους Αργίτες, ότι έτρωγαν το πράσο με το οποίο χτυπούσαν το γαϊδούρι τους.
Οι Αρκάδες έχουν τα παρατσούκλια «Σκορδάδες» και «Αυγοζύγες».
Ο κάτοικος της περιοχής της Αρκαδίας ονομάστηκε  «Σκορδάς» λόγω της παλαιότερης μεγάλης τοπικής παραγωγής σκόρδων και αυγοζύγης, γιατί, όπως λέγεται, κατηγορούσαν τους Αρκάδες, ότι πουλούσαν τα αυγά, όχι με το κομμάτι, αλλά βάσει του μεγέθους τους (ζύγιζαν τα αυγά).
Το γνωστότερο παρατσούκλι των Κορινθίων είναι «Λαΐδες» και έχει υποτιμητική σημασία, γιατί η Λαΐδα ήταν μια γνωστή εταίρα της αρχαιότητας από την Κόρινθο.

«Γκάγκαροι» Αθηναίοι, «Τρελλονερίτες» Χαλκιδείς, «Βλάχοι» Αγρινιώτες

Οι εκ καταγωγής γνήσιοι Αθηναίοι έχουν το γνωστό παρωνύμιο «Γκάγκαροι». Το παρατσούκλι αυτό καθιερώθηκε από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας και προέρχεται από την λέξη γκάγκαρο.
Γκάγκαρο ήταν το βαρύ ξύλο, που ήταν κρεμασμένο με σκοινί πίσω από τις αυλόπορτες, τις οποίες έκλεινε με το βάρος του (gaga στην τουρκική γλώσσα είναι το ράμφος).
Γκάγκαρος λεγόταν, λοιπόν, επί Τουρκοκρατίας ο Αθηναίος της ανώτερης κοινωνικής τάξης, ο οποίος στην πόρτα του είχε γκάγκαρο. Το παρατσούκλι «Γκάγκαρος» διατηρήθηκε μέχρι τώρα και σημαίνει ο γνήσιος Αθηναίος.
Οι κάτοικοι της Xαλκίδας στην Εύβοια έχουν το παρατσούκλι «Τρελλονερίτες», που προέρχεται από το γνωστό φαινόμενο της παλίρροιας. Λέγεται, ότι τα «τρελλά» νερά του Ευρίπου έχουν πειράξει και τα μυαλά των Χαλκιδέων, που «τρελλάθηκαν» από αυτά και ονομάστηκαν «τρελλονερίτες».
Οι κάτοικοι της Λιβαδειάς στην Βοιωτία απέκτησαν το παρωνύμιο «Καβουράδες».
Λέγεται, ότι τους «κόλλησαν» το παρατσούκλι αυτό, όταν γκρέμισαν μια ολόκληρη γέφυρα για να σώσουν ένα…καβούρι!
Τους κατοίκους του Ορχομενού της Βοιωτίας τους έχουν δώσει το παρατσούκλι «Βλασταράδες», πιθανότατα, λόγω της ενασχόλησής τους με την καλλιέργεια οπωροκηπευτικών.
 Οι κάτοικοι του Αγρινίου της Αιτωλοακαρνανίας έχουν το παρωνύμιο «Βλάχοι», όχι τόσο λόγω της ιδιαίτερης καταγωγής κάποιων εξ αυτών, αλλά, με υποτιμητική σημασία, λόγω της φήμης, που είχαν αποκτήσει, ότι είχαν άξεστη και κουτοπόνηρη συμπεριφορά. Το παρατσούκλι αυτό προήλθε μάλλον από τους Μεσολογγίτες, οι οποίοι εξακολουθούν υποτιμητικά να αποκαλούν έτσι τους Αγρινιώτες, θεωρώντας τον εαυτό τους καλύτερο, εξευγενισμένο και εκπολιτισμένο.
Οι κάτοικοι της Αμφιλοχίας απέκτησαν το παρωνύμιο «Καβουροζούμηδες»
Λέγεται πως παλιότερα, λόγω της φτώχειας, έπιαναν καβούρια, τα έβραζαν, και έπιναν το ζουμί τους.

«Τυράδες» Λαρισαίοι, «Αυστριακοί» Βολιώτες και «Σακαφλιάδες» Τρικαλινοί

Οι κάτοικοι της Λάρισας και της ευρύτερης περιοχής της έχουν τα παρατσούκλια «Πλατυποδαράδες» ή «Πλατύποδες», «Τυράδες»  και «Τυρόγαλα».
Φαίνεται, ότι οι Λαρισαίοι απέκτησαν τα παρατσούκλια αυτά εξαιτίας της περιοχής, που ζουν και της αγροτικής τους παραγωγής. Λόγω του θεσσαλικού κάμπου, που είναι επίπεδος και δεν βοηθάει στο σχηματισμό καμάρας στο πόδι, οι Λαρισαίοι χαρακτηρίστηκαν «πλατύποδες», ενώ τα παρατσούκλια «Τυράδες» και «Τυρόγαλα» βγήκαν από τα χαρακτηριστικό τοπικά κτηνοτροφικά προϊόντα της περιοχής.
Οι κάτοικοι του Βόλου από τα παλαιότερα χρόνια έχουν το παρατσούκλι «Αυστριακοί».
Για το παρατσούκλι αυτό κυκλοφορούν διάφορες εκδοχές. Άλλοι εξηγούν την καθιέρωσή του, επειδή οι Βολιώτες θεωρούνταν τσιγκούνηδες – σαν τους Αυστριακούς-, άλλοι υποστηρίζουν, ότι προέρχεται από την φήμη, ότι οι Βολιώτες είναι ψυχροί άνθρωποι – σαν τους Αυστριακούς-, και άλλοι από την φήμη, ότι οι Βολιώτες είναι μοχθηροί άνθρωποι – σαν τους Αυστριακούς. Και για να εξηγήσουμε αυτή την προκατάληψη εναντίον των Αυστριακών, σημειώνουμε ότι επί Τουρκοκρατίας σε πολλά μέρη της πατρίδας μας οι Αυστριακοί (ίσως και λόγω της φιλοτουρκικής συμπεριφοράς και πολιτικής τους) ήσαν μισητοί και είχαν χειρότερη φήμη σαν άνθρωποι, ακόμη και από τους Τούρκους. Μία άλλη εκδοχή είναι, ότι το παρατσούκλι αυτό το πήραν οι Βολιώτες επειδή στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν μπήκε στον Παγασητικό κόλπο ένα αυστριακό πολεμικό, αν και εχθρικό, οι Βολιώτες το υποδέχθηκαν με μπάντες και αυστριακές σημαίες.
Πάντως, οι εξηγήσεις, που δίνουν οι ίδιοι οι Βολιώτες, είναι, ότι επί Τουρκοκρατίας η πόλη είχε διάφορα εμπορικά προνόμια, ένα από τα οποία ήταν και η ύπαρξη Αυστριακού Προξενείου στην πόλη, αλλά και η δυνατότητα, που είχαν οι Βολιώτες να εμπορεύονται υπό αυστριακή προστασία.
Μετά το 1881, που ο Βόλος ενσωματώθηκε στο ελληνικό κράτος, η ελληνική διοίκηση, για να ανταπεξέλθει στις μεγάλες οικονομικές ανάγκες του κράτους, φορολόγησε βαριά τους κατοίκους της Θεσσαλίας. Επιβλήθηκε τότε ένας ιδιότυπος νέος κεφαλικός φόρος σε όλους τους «Έλληνες το γένος» (κατά κύριο λόγο εμπόρους), κάτι το οποίο οδήγησε τους μαγαζάτορες του Βόλου να βάλουν ξένες, αυστριακές σημαίες στα μαγαζιά τους για να αποφύγουν να φορολογηθούν.
Οι Τρικαλινοί  έχουν τα παρατσούκλια «Κασέρια» και «Σακαφλιάδες».
Το παρωνύμιο «Κασέρια» το πήραν λόγω του εξαιρετικής ποιότητας τοπικού κασεριού, που παράγεται σε μεγάλη ποσότητα στην περιοχή αυτή, και το «Σακαφλιάδες» από τον Σακαφλιά, ο οποίος υπήρξε ιστορικό πρόσωπο και έζησε στα Τρίκαλα κατά την εποχή του Μεσοπολέμου, λίγο μετά την Μικρασιατική Καταστροφή. Λέγεται, ότι ο Σακαφλιάς ήταν ένας ωραίος άντρας, ένας «Δον Ζουάν» στα Τρίκαλα εκείνης της εποχής, που είχε ξετρελλάνει τις Τρικαλινές και είχε αναστατώσει την τρικαλινή κοινωνία με τα καμώματά του. Εξαιτίας αυτής της συμπεριφοράς του κάποιοι θέλησαν να τον «βγάλουν από την μέση», ώσπου τους δόθηκε η ευκαιρία να του στήσουνε καρτέρι στα στενά σοκάκια του Βαρουσίου και τον σκοτώσουν μαχαιρώνοντάς τον, όπως περιγράφει και το πασίγνωστο λαϊκό τραγούδι. Η λέξη σακαφλιάς σημαίνει κατά λέξη φίλος της σάρκας (σάρκα+φίλος > σαρκαφιλιάς > σακαφλιάς).

«Παγουράδες» Γιαννιώτες, «Σαρδέλες» Πρεβεζάνοι και «Νερατζόκωλοι» Αρτινοί

Τα πιο γνωστά και διαδεδομένα παρωνύμια των κατοίκων των Ιωαννίνων είναι «Παγουράδες», που προέρχεται από την λέξη παγούρι και «Σκωταράδες», που προέρχεται από την λέξη συκώτι .
Οι Γιαννιώτες αποκαλούνται «Παγουράδες», γιατί παλιά έλεγαν, ότι στην λίμνη των Ιωαννίνων καθρεπτιζόταν το φεγγάρι και οι Γιαννιώτες έτρεχαν με τα παγούρια για να μαζέψουν το μαγικό νερό, ή κατ’ άλλους για να αδειάσουν την λίμνη με τα παγούρια τους και να βγάλουν το φεγγάρι έξω, που νόμιζαν, ότι είχε πέσει μέσα σε αυτήν! 
Κατ’ άλλους απέκτησαν το παρατσούκλι αυτό επειδή επιχείρησαν να αδειάσουν την λίμνη με παγούρια, όταν κυκλοφόρησε η φήμη, πως στον βυθό της υπήρχε θησαυρός. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, ο όρος προέκυψε στο Αλβανικό Μέτωπο το 1940. Κάποιοι, (όχι απαραίτητα από τα Ιωάννινα), δείλιασαν και για να αποφύγουν να πάνε σαν στρατιώτες στον πόλεμο, εφηύραν ένα κόλπο: Γέμιζαν με νερό ένα παλιό μεταλλικό παγούρι του στρατού, το έβάζαν στην γάμπα τους και…πυροβολούσαν. Έτσι δημιουργούσαν ένα πολύ αμυδρό τραύμα, που τους έστελνε αναγκαστικά στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο, στον Κουραμπά. Οι γιατροί του Νοσοκομείου, όμως,  κατάλαβαν τελικά το κόλπο και έλεγαν μεταξύ τους για τις περιπτώσεις αυτές: «Άιντε κι’ άλλος με παγούρι ήρθε» κι έτσι σιγά σιγά τους βαφτίσανε με το παρατσούκλι «παγουράδες». Τέλος, σύμφωνα με την πιο απλή εκδοχή, την προσωνυμία έδωσαν οι επισκέπτες της πόλης, επειδή οι Γιαννιώτες είχαν στη ζώνη τους δεμένο το παγούρι τους ή επειδή κατέβαιναν στη λίμνη Παμβώτιδα για να πάρουν νερό με τα παγούρια τους. Λέγονται και «σκωταράδες», επειδή παλαιότερα, στις περισσότερες ταβερνούλες της εποχής τα τηγανισμένα συκωτάκια ήταν για τον Γιαννιώτη ο βασικός μεζές (ίσως και γιατί ήταν ο πιο φτηνός).
Οι κάτοικοι της Πρέβεζας έχουν το παρατσούκλι «Σαρδέλες». Λέγεται, ότι οι Πρεβεζάνοι πήραν το παρατσούκλι αυτό, λόγω της φήμης που είχαν, ότι είναι κουτοί και ότι…βάζουν τις σαρδέλες στο κλουβί!
Οι Αρτινοί είναι γνωστοί με το παρωνύμιο «Νεραντζοκώληδες» ή «Νεραντζόκωλοι», λόγω του ότι στην Άρτα καλλιεργούν πολλά εσπεριδοειδή και επειδή εκεί υπάρχουν ειδικά, πολλές νεραντζιές με νεράντζια. Το παρατσούκλι αυτό, λέγεται, ότι τους το κόλλησαν οι Γιαννιώτες.
Οι εκ καταγωγής Πόντιοι, που ζουν σε διάφορες περιοχές της χώρας μας και κυρίως στην Βόρεια Ελλάδα,, έχουν διάφορα παρωνύμια. Τα πιο γνωστά εξ αυτών είναι «Αβούτοι» (από το αούτος ή αβούτος, που σημαίνει στα ποντιακά αυτός) , «Ντουντούμια» και «Τουρκούλια».

«Καρντάσια» Θεσσαλονικείς, «Σούρδοι» Κοζανίτες και «Γουναράδες» Καστοριανοί

Οι Θεσσαλονικείς είναι ευρύτερα γνωστοί με τα παρατσούκλια «Καρντάσια» (ή «Γκαρντάσια»), «Μπαγιάτηδες» και «Παυλοκαταραμένοι».
Καρντάσι είναι ο αδερφός στα τουρκικά και επειδή στην συμπρωτεύουσα είχαν εγκατασταθεί πολλοί πρόσφυγες από τον Πόντο, την Μ. Ασία, την Κων/πολη κ.ά., που χρησιμοποιούσαν τουρκικές λέξεις στις συνομιλίες μεταξύ τους και ιδιαίτερα την λέξη καρντάσι, βγήκε για τους Θεσσαλονικείς το παρατσούκλι «Καρντάσια» και για την Θεσσαλονίκη το παρατσούκλι «Καρντασούπολη»! Οι γηγενείς Θεσσαλονικείς είναι επίσης γνωστοί με το παρατσούκλι «Μπαγιάτηδες» 
 (που χρησιμοποιούσαν οι πρόσφυγες για να χαρακτηρίσουν τους γηγενείς, βέρους Θεσσαλονικείς), και ως «Παυλοκαταραμένοι». Μια λαϊκή παράδοση λέει πως, όταν ο Απόστολος Παύλος ξεκίνησε να περιοδεύει στην Μακεδονία για την ίδρυση των πρώτων Χριστιανικών Εκκλησιών, οι Εθνικοί τον κυνήγησαν με τις πέτρες. Ο Απόστολος Παύλος έχασε την ψυχραιμία του και έδωσε κατάρα να μην σηκωθούν ποτέ οι πέτρες από τους δρόμους της πόλης. Και από τότε η παράδοση ονόμασε τους Θεσσαλονικείς, «Παυλοκαταραμένους.
Τα παρατσούκλια αυτά είναι, όμως, σήμερα λιγότερο διαδεδομένα και τείνουν να εκλείψουν.
Οι σλαβόφωνοι γηγενείς κάτοικοι της Κεντρικής και Ανατολικής Μακεδονίας έχουν πάρει το παρατσούκλι από τα παλαιότερα χρόνια«Νεζνάμηδες».

Το παρατσούκλι αυτό οφείλεται στο ότι απαντούσαν «νε ζναμ, νε βιντέμ» (δεν ξέρω, δεν είδα) σε ερωτήσεις, που δεν καταλάβαιναν ή ήθελαν να αποφύγουν.
Οι κάτοικοι της Πτολεμαΐδας έχουν το παρωνύμιο «Καϊλαριώτες», με το οποίο είναι γνωστοί κυρίως στους κατοίκους των γειτονικών της περιοχών.
Αυτό το παρατσούκλι επεκράτησε επειδή η Πτολεμαΐδα λέγεται αλλιώς και Καϊλάρια. Επίσης λέγεται και «λασποχώρι», γιατί στα παλιά χρόνια, όταν έβρεχε, ήταν ένα χωριό γεμάτο λάσπες.
Οι Κοζανίτες έχουν από τα παλιά χρόνια το παρατσούκλι «Σούρδοι».
Λέγεται, ότι πήραν το παρατσούκλι αυτό, διότι ήσαν πονηροί και συμφεροντολόγοι και προσποιούνταν τους χαζούς, ή ότι δεν άκουγαν κάτι, όταν φυσικά δεν τους συνέφερε. Και έτσι, οι μεν υπόλοιποι Έλληνες τους δέχτηκαν με αυτή την ιδιαίτερη νοοτροπία τους, οι δε Εβραίοι, σύμφωνα με την παράδοση, δεν κατάφεραν να στεριώσουν ούτε στιγμή στην περιοχή, επειδή αντελήφθησαν ότι εκεί, με τέτοιους γηγενείς κατοίκους, δεν θα μπορούσαν ποτέ να προκόψουν και να πλουτίσουν. Αξίζει να σημειωθεί, ότι το παρατσούκλι αυτό έχει βλαχική προέλευση, αφού στην βλαχική διάλεκτο Σούρδος σημαίνει κουφός ή βλάκας.
Οι Καστοριανοί έχουν το παρωνύμιο «Γουναράδες», επειδή μία από τις σπουδαιότερες και πλέον επικερδείς επαγγελματικές δραστηριότητές τους υπήρξε από τα παλαιότερα χρόνια η γουνοποιία.
Οι Φλωρινιώτες έχουν το παρατσούκλι «Απόγονοι της Γιουργίας». Το παρατσούκλι αυτό έχει υβριστικό χαρακτήρα, επειδή η Γιούργα ή Γιουργία, που σήμαινε Γεωργία στην  τοπική φλωρινιώτικη διάλεκτο, υπήρξε ιστορικό πρόσωπο και ήταν η μεγαλύτερη πόρνη της περιοχής.
«Ακανέδες» Σερραίοι, «Ψαροκασέλες» Καβαλιώτες, «Γκάτζολοι» Εβρίτες

Οι κάτοικοι των Σερρών έχουν το παρωνύμιο «Ακανέδες».
Το παρατσούκλι αυτό το πήραν οι Σερραίοι, επειδή στην πόλη των Σερρών από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας φτιάχνονται οι περίφημοι ακανέδες, που είναι ένα είδος γλυκού σαν λουκούμι.
Οι κάτοικοι της Καβάλας έχουν το παρωνύμιο «Ψαροκασέλες», με το οποίο τους αποκαλούσαν από τα παλιότερα χρόνια οι γείτονές τους, κυρίως Δραμηνοί και Ξανθιώτες, πιθανώς επειδή πολλοί ήσαν ψαράδες. Οι Ξανθιώτες έχουν το παρατσούκλι «Πομάκοι» ή «Πομάκια», λόγω της παρουσίας στην περιοχή αυτή μεγάλου πληθυσμού Πομάκων, ενώ οι κάτοικοι της Κομοτηνής και της ευρύτερης περιοχής της Ροδόπης αποκαλούνται με τα παρατσούκλια «Σουτζούκ-λουκούμια» και «Στραγαλάδες» εξαιτίας των γνωστών τοπικών προϊόντων
 Για τους κατοίκους ολόκληρης της περιοχής του νομού Έβρου χρησιμοποιείούνται τα παρατσούκλι «Γκάτζοι» ή «Γκάτζολοι», που το συνηθίζουν ιδιαίτερα όσοι υπηρετούν εκεί την στρατιωτική τους θητεία και «Γαλαζοβράκηδες».
Στο Σουφλί του νομού Έβρου παλαιότερα υπήρχαν πολλά γαϊδούρια, τα οποία τα έλεγαν αλλιώς γκατζόλια (από την βουλγαρική λέξη γκατζόλ, που σημαίνει γάϊδαρος) και γκάτζους. Έτσι οι φαντάροι έβγαλαν κοροϊδευτικά την περιοχή «Γκατζολία» και έμεινε να φωνάζουν τους κατοίκους «Γκάτζολους». Ακόμα και η ιστορική αμαξοστοιχία του ΟΣΕ «604 Έβρος Εξπρές» πήρε το παρατσούκλι «Γκάτζος Εξπρές».
«Γαλαζοβράκηδες», ονομάστηκαν οι Εβρίτες από τους άλλους Θράκες, στους παλαιότερους χρόνους, λόγω της ιδιαίτερης ενδυμασίας τους, που περιελάμβανε και την γαλάζια βράκα.

Γράφει ο δημοσιογράφος Ευθύμιος Χατζηϊωάννου.

http://www.elliniki-gnomi.eu 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Τα πιο γνωστά και διαδεδομένα παρατσούκλια."
Related Posts with Thumbnails