Η ΠΛΗΡΗΣ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΙΘΕΤΩΝ - ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ-ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ-ΙΣΤΟΡΙΚΟ-ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΙΘΕΤΩΝ ΚΑΙ ΟΝΟΜΑΤΩΝ - ΣΥΝΕΧΗΣ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ - ΟΛΑ ΤΑ ΕΠΙΘΕΤΑ ΕΧΟΥΝ ΚΑΠΟΙΑ ΣΗΜΑΣΙΑ - ΤΑ ΕΠΩΝΥΜΑ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΦΟΡΕΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑΣ - ΚΑΙ ΒΕΒΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ - Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΣΥΛΛΟΓΗ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΩΝΥΜΩΝ - ΚΑΛΗ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΙΣΤΟΡΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΜΑΘΕΙΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ.
ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΑΣ
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 4 Φεβρουαρίου 2015

Οι Έλληνες που άλλαξαν τον κόσμο.

Κοϊντιλιανός, Ερρίκος Αρίστιππος, Εμμανουήλ (Μάξιμος) Πλανούδης, Δημήτριος Κυδώνης, Εμμανουήλ Χρυσολωράς, Πλήθων Γεμιστός-----
Βασικό στοιχείο στην παγκόσμια πνευματική αναγέννηση αποτέλεσε η εξάπλωση της γνώσης και του πολιτισμού των Ελλήνων, στη Δύση.-----
Το πέρας του θεοκρατικού μεσαίωνα αναγγέλεται με τους πολιτικούς κλυδωνισμούς που παρουσιάζονται στο χιλιόχρονο Παγκόσμιο Πνευματικό Κέντρο της Κωνσταντινούπολης.Μόλις μετά το δωδέκατο αιώνα άρχισε η μεταβίβαση των κλασικών μορφωτικών αλλαγών (ελληνικών και ρωμαϊκών) από την Κωνσταντινούπολη προς τη Δύση. Αν και υπήρχαν λόγιοι και παλαιότερα οι οποίοι προσπάθησαν να ενσπείρουν το κλασικό πνεύμα στην δύση, αλλά δεν ευοδώθηκε η προσπάθειά τους, το έδαφος δεν ήταν κατάλληλα προετοιμασμένο.

Θα σταχυολογήσουμε Έλληνες που μετέδωσαν με τα έργα και την προσωπικότητά τους την απαραίτητη γνώση έτσι ώστε να δοθεί η ώθηση για το έναυσμα της Ευρωπαϊκής Αναγέννησης.
Εσωτερικό βιβλίου της κλασικής ελληνικής εποχής “περί των Μαθηματικών.”

Το αντίγραφο είναι του 9ου αιώνα. Βρίσκεται στη Βιβλιοθήκη του Βατικανού.
Αριστείδης Κοϊντιλιανός
Είναι ο Έλληνας λόγιος των πρώτων ρωμαϊκών αιώνων (2ος ή 3ος μ.Χ.αι.).

Πολύ καλός γνώστης της νεοπλατωνικής φιλοσοφίας. Στα τρία βιβλία του εμπεριέχονται ιδέες του Αριστοτέλη, των πυθαγορείων, των πλατωνικών, του φιλόσοφου Αριστόξενου. Το σύγγραμά του ονομάζεται «Περί Μουσικής».

Το έργο μεταδόθηκε στη Δύση στο τέλος των μέσων χρόνων και επηρέασε σημαντικά τους θεωρητικούς και σοφούς της Ευρώπης από το 15ο αιώνα έως και το 19ο αιώνα.

Μάλιστα, όπως σημειώνεται στη ‘Musipedia’:

«Η Καίτη Ρωμανού (Περιοδικό “Μουσικολογία”, 1/1985, 43η υποσημείωση σελ.18) γράφει σχετικά, ότι οι θρυλικοί “Ευσέβιος και Φλορεστάν” του Σούμαν είναι κατά πάσα πιθανότητα (για μας , δεν υπάρχει αμφιβολία) οι Ευσέβιος και Φλωρέντιος, προς τους οποίους απευθύνεται ο Αριστείδης Κουιντιλιανός στα “περί Μουσικής” βιβλία του!!…»
Μαθηματικά του Πτολεμαίου. Αντίγραφο του βιβλίου του από το πρωτότυπο (στην ελληνική). Το σχέδιο παρουσιάζει τις τρεις σφαίρες: πιθανόν τη γη, τη σελήνη και τον ήλιο. Σημειώνεται πως η απόσταση Γης-Ήλιου είναι περί τις 20 φορές της απόστασης Γης-Σελήνης. Το αντίγραφο είναι του 10ου αιώνα και βρίσκεται στη Βιβλιοθήκη του Βατικανού.
Ερρίκος Αρίστιππος

Έλληνας το γένος, γεννήθηκε στην Καλαβρία. ήταν αρχιδιάκονος στην Κατάνια της Σικελίας. Το 1158 συμμετείχε σε αποστολή στην Κωνσταντινούπολη από όπου έλαβε ως δώρο από τον αυτοκράτορα Μανουή Β’ τον Κομνηνό ένα ελληνικό αντίγραφο του βιβλίου «Μαθηματική Σύνταξις», του αλεξανδρινού Πτολεμαίου που το είχε γράψει το 2ο αιώνα μ.Χ.
Ο Ερρίκος Αρίστιππος ήταν ο πρώτος που μετέφρασε το έργο αυτό στη λατινική γλώσσα. Ήταν η πρώτη σημαντική πηγή για την Ελληνική Αστρονομία. Το βιβλίο ήταν πολύτιμο για τη μελέτη των μαθηματικών γιατί εμπεριείχε σημαντικές πληροφορίες από τις εργασίες του Ίππαρχου που είχαν χαθεί. Ο Ίππαρχος είχε γράψει για την Τριγωνομετρία, η οποία χρησιμοποιήθηκε από τον Πτολεμαίο, γι’ αυτό γινόταν αναφορά στο έργο του. Το πρωτότυπο έργο βρίσκεται, πιθανόν, στη Biblioteca Marciana της Βενετίας.

Ο Αρίστιππος μετέφρασε για πρώτη φορά στα λατινικά τα έργα του Πλάτωνα ‘Φαίδων’ και ‘Μαίνων’ επίσης τα «Μετεωρολογικά» του Αριστοτέλη. Σε παραγγελία, μάλιστα, του βασιλιά της Σικελίας Γουλιέλμου του Α’ μετέφρασε και έργα του Γρηγόριου του Ναζιανζηνού.
Εμμανουήλ (Μάξιμος) Πλανούδης
Γεννήθηκε το 1260 στη Νικομήδεια της Βυθινίας. Ήταν συγγραφέας πολλών έργων. Μεταξύ αυτών ήταν η ‘γραμματική’ σε μορφή ερωτήσεων και απαντήσεων, το ‘συντακτικό’, η ‘βιογραφία του Αισώπου’, ‘βιογραφίες Ελλήνων συγγραφέων’, εξάμετρα ποιήματα, σχόλια στα δύο πρώτα βιβλία της αριθμητικής του Διοφάντους.
Ήταν αυτός που ανακάλυψε τη Γεωγραφία του Πτολεμαίου και τη μετέφρασε για πρώτη φορά στα λατινικά.Επίσης έκανε πολλές μεταφράσεις από τα λατινικά στα ελληνικά όπως του Κικέρωνα το ‘Somnium Scipionis’, το γαλλικό πόλεμο του Ιούλιου Καίσαρα, έργο του συγγραφέα Μακρόβιου, τις Ηρωίδες του Οβίδιου κ.α.

Οι μεταφράσεις γενικά είχαν μεγάλη απήχηση στην εποχή των Μέσων Χρόνων κυρίως στην Ιταλία όπου άρχισε να γεννιέται το ενδιαφέρον για τη μελέτη των Ελληνικών. Μεταξύ αυτών έγραψε και την ‘Ελληνική Ανθολογία’ που εντυπωσίασε.

Πέθανε το 1330.

Δημήτριος Κυδώνης
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1324.Ήταν βυζαντινός θεολόγος, μεταφραστής και συγγραφέας. Προσπάθησε να ενώσει την ανατολική ορθοδοξία με τον ρωμαϊκό καθολικισμό. Διετέλεσε, μάλιστα, δύο φορές πρωθυπουργός στη βυζαντινή αυτοκρατορία (την πρώτη 1369 έως 1383 και τη δεύτερη 1391 έως 1396). Στο ταξίδι του στη Βενετία το 1390 έκανε μεγάλες προσπάθειες να εισάγει τον ελληνικό πολιτισμό στην Ιταλία.

Είχε μεγάλη επιρροή στη διανόηση της Ιταλίας. Στον Κυδώνη πιστώνεται σε μεγάλο βαθμό η δημιουργία της Αναγέννησης στη Δύση. Πέθανε το 1397 στην Κρήτη.

Εμμανουήλ Χρυσολωράς
Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1355. Ήταν μαθητής του Πλήθωνα Γεμιστού. Την πρώτη του γνωριμία την έκανε με τη Δύση όταν εστάλη από τον αυτοκράτορα Εμμανουήλ Β΄ Παλαιολόγο να ζητήσει ενισχύσεις για τη διάσωση του Βυζαντίου από τους Οθωμανούς. Πήγε στη Βενετία. Εκεί γνώρισε το Roberto De Rossi της Φλωρεντίας που εντυπωσιάστηκε από τη μόρφωσή του. Του ζητήθηκε από το πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας να διδάξει την ελληνική γλώσσα και την ελληνική λογοτεχνία. Πράγματι ο Χρυσολωράς έφθασε στη Φλωρεντία στα τέλη του 1397.Μέχρι την εποχή εκείνη, μόνο λίγοι είχαν τη δυνατότητα να μελετήσουν την ελληνική γλώσσα και αυτοί όσοι μπορούσαν να μεταβούν στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν η πρώτη φορά μετά από επτακόσια χρόνια (!) - όπως σημειώνεται από έναν μαθητή του – που θα δίδασκε Έλληνας, στην Ιταλία, τα ελληνικά. Ο Χρυσολωράς δίδαξε στη Φλωρεντία έως το 1400, κατόπιν προσκλήθηκε στη Μπολώνια, αργότερα στη Βενετία και κατόπιν στη Ρώμη. Οι μαθητές υπήρξαν οι πρώτοι που ενστερνίστηκαν τον ελληνικό ανθρωπισμό και άνοιξαν το δρόμο για την Αναγέννηση.Θεωρείται πρωτοπόρος στην εξάπλωση του ελληνικού πολιτισμού στη δυτική Ευρώπη.

Μετέφρασε στα λατινικά τα Ομηρικά έπη, την Πολιτεία του Πλάτωνα. Οι εργασίες αυτές στην εποχή του κυκλοφορούσαν ως χειρόγραφα Τυπώθηκαν λίγα χρόνια αργότερα. Επίσης το έργο του «Τα ερωτήματα Civas Questiones” που ήταν η βασική ελληνική γραμματική δημοσιεύθηκε αρχικά το 1484 και ανατυπώθηκε και κυκλοφόρησε ευρέως σε όλη τη Δύση.
Ο Εμ. Χρυσολωράς πέθανε αιφνίδια το 1415.

Πλήθων Γεώργιος Γεμιστός (1355-1452)

Ο γνωστός Έλληνας φιλόσοφος του 14ου -15ου αιώνα. Ίδρυσε φιλοσοφική σχολή το 1400 στο Μυστρά. Ήταν γνωστός για την υπερηφάνειά του που ήταν Έλληνας «ἐσμέν Ἓλληνες τό γένος, ὡς ἡ τε φωνή και ἡ πάτριος παιδεία μαρτυρεῖ ». Μελέτησε σε βάθος την πλατωνική και αριστοτελική φιλοσοφία και δημοσίευσε μελέτη για τη διαφορά των δύο φιλοσοφικών αντιλήψεων. Έγραψε, μάλιστα, ύμνους υπέρ του ελληνικού δωδεκάθεου. Μαθητές του υπήρξαν πάρα πολλοί λόγιοι της εποχής του.

Ως βαθύς γνώστης της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας έγραψε ένα έργο για την ‘Πολιτεία’ του, όπου ιδέες που άντλησε από τον Πλάτωνα, τους Στωικούς και από αιρετικά δόγματα της Ζωροαστρικής, τις εμπλούτισε με δικές φιλοσοφικές απόψεις.

Τη φιλοσοφία του και τις απόψεις του διακοίνωσε στη Δύση όταν επισκέφθηκε συνοδεύοντας τον αυτοκράτορα Ιωάννη Η΄ στη Σύνοδο της Φερράρας (γνωστή ως Σύνοδος Φλωρεντίας). Μαζί του ήταν ο μαθητής του, ανθρωπιστής και κατόπιν καρδινάλιος Βησσαρίων.Στα έτη της παραμονής του στη Φλωρεντία (1437-39) με διαλέξεις και γραπτά του εντυπωσίασε τους Ιταλούς ανθρωπιστές καθώς και τον ηγεμόνα της Φλωρεντίας Κόζιμο των Μεδίκων.

Μετά το θάνατό του, το φιλοσοφικό του έργο για την πολιτεία του, παραδόθηκε στον πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο που αφού το διάβασε το έκρινε ‘ειδωλολατρικό’ και ‘σατανικό’ γιατί περιείχε «τά σαπρά τῶν Ἑλλήνων ληρήματα».Το έκαψε δημόσια και κάλεσε όσους έχουν τυχόν αντίγραφα να κάνουν το ίδιο. Ο τάφος του Γεμιστού στο Ρίμινι.

Μετά το θάνατό του καταλήφθηκε ο Μυστράς από τους Οθωμανούς. Τέσσερα χρόνια αργότερα (1466) θαυμαστές του από την Ιταλία με πρωτοβουλία του Σιγισμούνδο Μαλατέστα αποβιβάστηκαν στη Λακεδαίμονα, έσκαψαν στον τάφο του, πήραν τα οστά του και τα μετέφεραν με το καράβι στο Ναό των Μαλατέστα (Tempio Malatestiano) στο Ρίμινι, όπου σήμερα βρίσκονται και τιμώνται εκεί: «για να βρίσκεται ο μεγάλος Διδάσκαλος μεταξύ Ελευθέρων Ανθρώπων».

Σε τέτοιο απίστευτο βαθμό ήταν η εκτίμηση και η αγάπη προς τη διάνοιά του, από ανθρώπους που επαναστάτησαν στη μεσαιωνική θεοκρατική παράδοση και αντίληψη. Δημιούργησαν και χάραξαν,έτσι -με τη δύναμη της ψυχής τους- το δρόμο της Αναγέννησης του Ελληνισμού μέσα στον σκοτεινό ευρωπαϊκό μεσαιωνισμό.
Ἂρθρα & Σκέψεις- Γιῶργος Ἐχέδωρος
http://olympia.gr/2011/01/18/%CE%BF%CE%B9-%CE%AD%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B5%CF%82-%CF%80%CE%BF%CF%85-%CE%AC%CE%BB%CE%BB%CE%B1%CE%BE%CE%B1%CE%BD-%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CE%BA%CF%8C%CF%83%CE%BC%CE%BF/


ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Οι Έλληνες που άλλαξαν τον κόσμο."

Παρασκευή 15 Ιουλίου 2011

Μια μελέτη του Ν. Καζαντζάκη για τους νέους στην κρίση του 1910

Τα κείμενα των κορυφαίων

Του Αλέκου Α. Ανδρικάκη andrikakis@patris.gr

«Μας χρειάζεται μια φιλοσοφία που να σπρώχνει τους νέους στον αγώνα, στη δράση, στην αγορά»

Μια κριτική μελέτη του Καζαντζάκη για τη νεολαία της Ελλάδας, στην κρίση του 1910


Η περίοδος των φιλοσοφικών αναζητήσεων του νεαρού Νίκου Καζαντζάκη –αναζητήσεων όχι για να παραμείνουν στη σφαίρα της καταγραφής μιας θεωρίας για τα βιβλία, αλλά στην ουσία ενός κατευθυντήριου ιδεολογήματος για τη διερεύνηση των λύσεων στην πορεία της ζωής- ξεκινά από τα πρώτα ακόμη χρόνια της συγγραφικής του δραστηριότητας. Άλλωστε ο Καζαντζάκης δεν είναι απλώς ένας συγγραφέας, αλλά ένας στοχαστής, ένας φιλόσοφος, ο οποίος μέσα από τη συγγραφή του διατυπώνει και εκφράζει τα ερωτήματα και τους στοχασμούς του.

Τα αμιγώς φιλοσοφικά του κείμενα ξεκινούν από το 1906. Το πρώτο φιλοσοφικό δοκίμιό του δημοσιεύτηκε τον Μάρτιο του 1906, στη φιλολογική «Πινακοθήκη», του Δ. Ι. Καλογερόπουλου. Ήταν «η αρρώστεια του αιώνος», και αποτελεί μιαν αποθέωση στον αρχαίο κόσμο και τον αναμάρτητο Έρωτα, αυτόν που θα υμνεί διαρκώς στο έργο του. Το πιο πρώιμο από τα φιλοσοφικά του κείμενα είχαμε παρουσιάσει στις 25 Οκτωβρίου 2010, παραμονή της συμπλήρωσης των 53 χρόνων από το θάνατό του.

Το 1910, σε μια ανάλογη με τη σημερινή περίοδο κρίσης της ελληνικής πολιτικής και κοινωνικής ζωής, ο 27χρονος Καζαντζάκης δημοσιεύει μια μελέτη για την ελληνική νεολαία, που στο θολό τοπίο της εποχής αναζητούσε, ή θα έπρεπε να αναζητήσει το δικό της βηματισμό. Την αφορμή της διατύπωσης των σκέψεών του τη βρίσκει στον δημοτικιστή, όπως ο ίδιος, Ίωνα Δραγούμη, που επίσης προβληματίζεται για την πορεία της ελληνικής κοινωνίας και των νέων της. Ο Δραγούμης (υπογράφει ως ΙΔΑ, από τα αρχικά του ονοματεπώνυμού του) δημοσιεύει τότε τη «Σαμοθράκη», ένα δοκίμιο για τη νέα γενιά. Ο Καζαντζάκης λίγο μετά έρχεται να χαιρετίσει με τη μελέτη του το δοκίμιο του Δραγούμη, αλλά στην ουσία να διατυπώσει τη δική του άποψη, που δεν διαφέρει σε πολλά από αυτήν του ΙΔΑ. Κι οι δύο θεωρούν ότι οι νέοι έχουν το δικό τους ρόλο στην προσπάθεια η χώρα να αναζητήσει το δρόμο της ξεπερνώντας την υποταγή της στη δόξα και τον ετεροφωτισμό του αρχαιοελληνικού πολιτισμού.

Η κριτική μελέτη του Καζαντζάκη, με τον τίτλο «Για τους νέους μας» δημοσιεύεται το 1910, χρονιά που αρχίζει να συζεί στην Αθήνα με τη Γαλάτεια, στη «Νέα Ζωή», περιοδικό που εξέδιδε ο φιλολογικός σύλλογος της Αλεξάνδρειας και στο οποίο συνεργάστηκαν κορυφαίες μορφές της ελληνικής διανόησης: Παπαδιαμάντης, Καβάφης, Βάρναλης, Ξενόπουλος, Παλαμάς, Σικελιανός, Βικέλας, Καρκαβίτσας, Μαβίλης, Νιρβάνας, Παπαντωνίου, η Γαλάτεια Καζαντζάκη (χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Πετρούλα Ψηλορείτη, κατά το αντίστοιχο Πέτρος Ψηλορείτης, που κι εδώ χρησιμοποιεί ο Καζαντζάκης), και πολλοί άλλοι.



Η ευθύνη



Μέσα από την έννοια της αγάπης προς την πατρίδα, που προσεγγίζει κι ο Δραγούμης, ο Καζαντζάκης επιχειρεί να δείξει τον σταθερό δρόμο, την αποστολή, στους νέους, χωρίς όμως να καθορίζει το αποτέλεσμα ή να καθοδηγεί τις αναζητήσεις τους για του πού τελικά θα καταλήξουν. Ξεκινά από ένα πρώτο κριτικό συμπέρασμα, χρήσιμο και για τη σημερινή εποχή, όπως όλες οι «διδαχές» του μεγάλου Κρητικού στοχαστή: το ρόλο της εκπαιδευτικής διαδικασίας. «Θρεμένοι – γράφει για τους νέους- από τα σκολειά με ιδέες ασυνάρτητες και όχι μόνο ανώφελες μα κι ολέθριες στη ζωή, μπαίνουν στην αντρικήν ηλικία και ζούνε και γερνούν, χωρίς πρόγραμμα και σκοπό, χωρίς να ξέρουνε τι είναι και τι θένε, χωρίς να εννοούν την πραχτικότατη ανάγκη να σφυρηλατήσουν ατομικότητα και χαρακτήρα». Χωρίς, λοιπόν, αυτή τη μόρφωση, δεν ξέρουν πού πάνε, δεν δίνουν απάντηση στα μεγάλα ερωτήματα της ζωής για να πορευτούν στη συνέχεια στους δρόμους της, ερωτήματα που ο ίδιος επιχείρησε να απαντήσει σε όλη τη διάρκεια του βίου του.

Και μέσα από την αγάπη στην πατρίδα, θέμα που πραγματεύεται και ο Δραγούμης, προσπαθεί να δείξει το δρόμο της ευθύνης –κυρίαρχο πάντα στοιχείο στις καζαντζακικές αναζητήσεις- και της συμμετοχής και προσφοράς του νέου στην κοινότητα, την πορεία της ευθύνης έναντι των προηγούμενων γενεών, κάθε μια απʼ τις οποίες κάνει στην άκρη, όταν τελειώσει το δικό της χρέος. «Μας χρειάζεται μια φιλοσοφία που όλη της την αξία να την προσδέχεται από την καθημερινή πραχτική εξάσκηση, μια φιλοσοφία που να σπρώχνει τους νέους στον αγώνα, στη δράση, στην αγορά, περιλάμποντας όλα τα συνηθισμένα και πρόστυχα θεωρούμενα γεγονότα της κοινωνικής και πολιτικής ζωής, με την αίγλη της φωτεινής αντίληψης», σημειώνει.

Οπαδός του Νίτσε, τον οποίο έχει προσεγγίσει πρόσφατα, δηλώνει ότι για να φτάσει κανείς στο στόχο του, πρέπει να περάσει πρώτα από τη φάση της αμφισβήτησης, της άρνησης, ώστε να τον προσεγγίσει φανατικά και αδιαμφισβήτητα. Για νʼ αγαπήσεις την πατρίδα σου πρέπει πρώτα να την αμφισβητήσεις. Υποστηρίζει χαρακτηριστικά:

«Κι οι περιπλάνησες αυτές άγονες δε σταθήκανε: πιο σοφή και πιο δυνατή κάμανε τη σκέψη μας. Γι αυτό για νʼ αγαπήσεις τέλεια την Πατρίδα σου, πρέπει να περάσεις πρώτα από το στάδιο της αφιλοπατρίας και του κοσμοπολιτισμού. Πρέπει πρώτα να ρηχτείς στις αερώδικες φιλοσοφίες και στις συγκινητικές φιλάνθρωπες νεφελοκοκκυγίες, νʼ ανοίξεις την ψυχή σου σε όλες τις Πατρίδες και σʼ όλες τις φυλές. Τότε, και μόνο τότε, θα νοιώσεις πως φαντάσματα είναι που δεν αγκαλιάζουνται, θεωρίες που και το μυαλό αν αγγίξουν, όμως κάτι βαθήτερο μέσα μας, το αληθινό είναι μας, ανέγγιχτο το αφήνουν κι ασυγκίνητο… Και γυρίζεις πάλι πίσω στη μικρή ιερότατη γωνιά όπου γεννήθηκες, νοιώθεις πως πιότερο κι από τα λουλούδια κι από τα δέντρα, ριζωμένος είσαι στο χώμα της Πατρίδας σου. Όλες τις ψυχές των προγόνων σου τις νοιώθεις τότε νʼ αναταράζουνται μέσα σου και να ζούνε την παντοδύναμη ζωή των ενστίχτων και των ορμών».



Ο ανώτερος νέος

Είναι σαφές σʼ όλο το κείμενο ότι ο Καζαντζάκης χρησιμοποιεί την έννοια της αγάπης προς την πατρίδα για να εξασκήσει το νέο στην ευρύτερη στάση στο βίο του. Στην ευθύνη του ως ατόμου μέσα στο κοινωνικό σύνολο. Χρειάζεται μια αρμονική ισορροπία ανάμεσα στον εγωισμό του ατόμου και τον αλτρουισμό του, ανάμεσα στη φιλοπατρία και στον κοσμοπολιτισμό του. Με τον τρόπο αυτό, δηλώνει, θα διαμορφωθεί ο ανώτερος νέος, όρο που χρησιμοποιεί μερικές φορές στο κριτικό κείμενό του, επηρεασμένος και πάλι από τη νιτσεϊκή θεωρία του «υπερανθρώπου», του ανθρώπου δηλαδή που φτάνει πάνω από τα όριά του.

Όπως τονίζει, ο νέος της εποχής θα πρέπει να αναζητήσει το αξιακό του σύστημα, θα πρέπει να μπει στην πορεία αυτή, να γνωρίσει, να εμβαθύνει και να λύσει μερικά ζητήματα της νεοελληνικής ζωής, «που αν δε λυθούνε γρήγορα θα πνίξουν σʼ ένα προγονολατρικό μαρασμό τη φυλή μας».

«Και – κατά συνέπεια οι νέοι- θα γνωρίσουν ακόμα τις μεγάλες φιλοδοξίες, που δε θα τους αφήνουν πιά να παραδέρνουν εδώ κʼ εκεί, σε ρομαντικούς γλυκαναλατισμούς, ή σε αγωνίες θεσιθηρών, ή σε αριστοκρατικά μαϊμουδίσματα».

Πάλι όμως από άρνηση φτάνει σε μια μεγάλη κατάφαση. Αφού αμφισβητεί το πόσοι πολλοί νέοι θα διαβάσουν τη «Σαμοθράκη» του ΙΔΑ, άρα και το δικό του κριτικό σημείωμα, συμπεραίνει ότι ο αγώνας αυτών των νέων τότε θα είναι πιο ηρωικός και ηδονικός. Κι επειδή είναι αβέβαιος, έχει μεγαλύτερη αξία. Επειδή δεν έχει ανταμοιβή, είναι πιο ευγενικός. «Οι πρώτες αυγινές αναλαμπές είναι οι Νέοι αυτοί, ή μήπως είναι οι στερνές του δειλινού; Δεν ξέρουν μήτε οι ίδιοι. Και γι αυτό ο αγώνας τους, απαλλαγμένος από την κάθε υλικοηθική ανταμοιβή της βεβαιότητας, φωτίζεται από μιάν αίγλη τόσο ευγενικιά. Τόσο ευγενικιά, που μήτε να συγκριθεί καταδέχεται με τη θυσία του ρωμαίου εκείνου έφηβου που πάνοπλος στολίστηκε και καβάλα απάνω στο άλογό του έπεσε να φράξει τον γκρεμό που ανοίχτηκε στην Πατρίδα του. Ο ρωμαίος έφηβος χανότανε με τη βεβαιότητα της μελλούμενης δόξας, - ήξερε από το χρησμό πως ο θάνατός του θα έσωζε την Πατρίδα. Μα οι ολίγοι Νέοι μας, που από χιλιάδες μέρη ξεκινήσανε να πέσουν στον γκρεμό που ανοίχτηκε και ράισε την Πατρίδα μας, - δεν ξέρουν αν τα κορμιά τους όσο δυνατά κʼ ευγενικά κι αν είναι θα μπορέσουν ποτέ τους να γεμίσουνε το ράισμα της φυλής μας.

Για τίποτα δεν είναι βέβαιοι. Μήτε για τη δόξα μήτε για τη σωτηρία. Για τους εαυτούς τους μόνο είναι βέβαιοι. Κι αυτό τους φτάνει».

Φυσικά ο Καζαντζάκης γράφει σε δημοτική γλώσσα, πλάθοντας πολλές φορές δικές του λέξεις ή δικές του γραφές για τις λέξεις. Το κείμενο μεταφέρεται όπως ακριβώς είχε δημοσιευτεί, στο 5ο τεύχος του 1910, στο περιοδικό «Νέα Ζωή».
Για τους νέους μας
(ΑΦΟΡΜΗ ΑΠΟ ΤΗ «ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ» ΤΟΥ ΙΔΑ)

Ωραίο ωσάν τη βλάστηση, την άνθιση και την καρποφόρηση ενός πολύχυμου δυνατού δέντρου, -κι ακόμα πιο ωραίο, γιατί στενότερα με τη ζωή μας πλέκεται,- είναι το ψυχικό ξετύλιγμα ενός δυνατού Νέου. Κι όσες φορές η Μοίρα μου καλόγνωμη βουλήθηκε να υψώσει μπροστά στα μάτια μου ένα τόσο θαμαστό θέαμα, ευλόγησα και με τα δυό μου τα χέρια τη ζωή.

Είναι τόσο δύσκολο κυτάζοντας μέσα στα μάτια τους σημερινούς μας νέους νʼ ανακαλύψεις μια σπίθα ανώτερης ζωής, που δεν ξέρεις πια με τι χειρονομίες ενθουσιασμού κʼ ευγνωμοσύνης, να προσχαιρετίσεις τον πρώτο Νέο, τον όχι μόνο δυνατό μα και βαθιοστόχαστο που σʼ αξίωσεν η Μοίρα σου νʼ αντικρύσεις και να χαρείς.

Χρειάζεται, όπως καταντήσαμε στην Ελλάδα, ολόκληρη πραγματεία γεια νʼ αποδείξει κανείς ένα πράμα τόσο φανερό -πως η φωτεινή φιλοσοφική μόρφωση ενός νέου είναι η σπουδαιότερη εγγύηση της επιτυχίας του στη ζωή. Χωρίς τη μόρφωση αυτή παραδέρνει, αντιφάσκει, αυτοαναιρείται, επηρεάζεται πότε από τον ένα, πότε από τον άλλο και έτσι πεθαίνει χωρίς να βρει και να εξωτερικέψει τον εαυτό του, τελειοποιώντας αυτός τον τύπο που του παραδώσαν οι γονέοι του.

Πολύ ολίγοι είναι οι νέοι, που την ψυχική τους μόρφωση την επιχειρούν με την ιερότατη φροντίδα, που της τεριάζει. Θρεμένοι από τα σκολειά με ιδέες ασυνάρτητες και όχι μόνο ανώφελες μα κι ολέθριες στη ζωή, μπαίνουν στην αντρικήν ηλικία και ζούνε και γερνούν, χωρίς πρόγραμμα και σκοπό, χωρίς νε ξέρουνε τι είναι και τι θένε, χωρίς να εννοούν την πραχτικότατη ανάγκη να σφυρηλατήσουν ατομικότητα και χαρακτήρα. Είτε επιστήμονες είναι, είτε καλλιτέχνες, είτε πολιτικοί. Δεν έχουν φωτεινή φιλοσοφική μόρφωση. Δηλ. δεν έχουν δώσει μιαν ωρισμένη απάντηση στα διάφορα ζωτικότατα προβλήματα που μας περικυκλώνουν – απάντηση σύμφωνη με τον ψυχικό τους οργανισμό και που να μπορεί να εναρμονίσει και νʼ ανατείνει όλες τους τις ιδιότητες.

Κι όμως η μελέτη των προβλημάτων αυτών είναι σπουδαιότατη, όχι τόσο από θεωρητική όσο από πραχτική άποψη. Γιατί κʼ η πιο παραμικρή πράξη μας εμπνέεται, θέμε δε θέμε, από τις γενικές ιδέες που έχομε μέσα μας. Οι πιο παχύδερμοι ανάμεσά μας δεν ενδιαφέρουνται ποτέ για ανώτερη αντίληψη και σκέψη και χωρίς αρχές κʼ ιδανικά οδηγούνται από τα γεγονότα της φυσικής ζωής τους. Οι πιο ντελικάτοι, απογοητεύονται, ναυτίαση νοιώθουνε στα αγγίγματα της αγοραίας ζωής κι αποτραβηγμένοι σε άγονες θεωρίες, κλειούνται στον Πύργο της ακαταδεχτοσύνης τους μακριά από το πλήθος.

Μας χρειάζεται μια φιλοσοφία που όλη της την αξία να την προσδέχεται από την καθημερινή πραχτική εξάσκηση, μια φιλοσοφία που να σπρώχνει τους νέους στον αγώνα, στη δράση, στην αγορά, περιλάμποντας όλα τα συνηθισμένα και πρόστυχα θεωρούμενα γεγονότα της κοινωνικής και πολιτικής ζωής, με την αίγλη της φωτεινής αντίληψης.

Και γι αυτό μʼ ευχαρίστηση κʼ ευγνωμοσύνη αδράχνω την ευκαιρία που μου δίνει ο κ. Ίδας με το τελευταίο του βιβλίο τη «Σαμοθράκη» να μιλήσω, όσο μπορώ πιο σύντομα, για τα δύο σπουδαιότητα ζητήματα που εξετάζει στο βιβλίο του αυτό:

α) Γιατί πρέπει νʼ αγαπά κανείς την πατρίδα του και β) Πώς πρέπει να την αγαπά.

Και είμαι ευτυχής γιατί, καθώς απʼ όλο το έργο του κ. Ίδα φαίνεται, η μέθοδος που μας χρησίμεψε, για νʼ απαντήσομε σε μερικά μέσα μας ψυχολογικά πολύπλοκα ερωτήματα, είτανε και των δυό η ίδια. Και θαρρώ, χρέος έχει καθένας μας τη μέθοδο που τον έκαμε ήρεμο και δυνατό να τήνε λέει μεγαλόφωνα∙ γιατί έτσι μπορεί νʼ αποκαλύψει σε πολλούς νέους γύρω του πως έχουνε κι αυτοί όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για να γίνουν ήρεμοι και δυνατοί. Τους λείπει μόνο η τελική συνένωση των στοιχείων αυτών σύμφωνα με ωρισμένη μέθοδο.

Και εδώ, όπως και παντού αλλού, ύστερα από πολλές περιπλάνησες, η σκέψη ξαναγυρίζει πάλι, στο ένστιχτο, τελειοποιώντας το όμως και σπρώχνοντας κι αυτή μαζί του το συνολικό μας εγώ, προς την ίδια κατεύθυνση. Κι οι περιπλάνησες αυτές άγονες δε σταθήκανε: πιο σοφή και πιο δυνατή κάμανε τη σκέψη μας. Γι αυτό για νʼ αγαπήσεις τέλεια την Πατρίδα σου, πρέπει να περάσεις πρώτα από το στάδιο της αφιλοπατρίας και του κοσμοπολιτισμού. Πρέπει πρώτα να ρηχτείς στις αερώδικες φιλοσοφίες και στις συγκινητικές φιλάνθρωπες νεφελοκοκκυγίες, νʼ ανοίξεις την ψυχή σου σε όλες τις Πατρίδες και σʼ όλες τις φυλές. Τότε, και μόνο τότε, θα νοιώσεις πως φαντάσματα είναι που δεν αγκαλιάζουνται, θεωρίες που και το μυαλό αν αγγίξουν, όμως κάτι βαθήτερο μέσα μας, το αληθινό είναι μας, ανέγγιχτο το αφήνουν κι ασυγκίνητο… Και γυρίζεις πάλι πίσω στη μικρή ιερότατη γωνιά όπου γεννήθηκες, νοιώθεις πως πιότερο κι από τα λουλούδια κι από τα δέντρα, ριζωμένος είσαι στο χώμα της Πατρίδας σου. Όλες τις ψυχές των προγόνων σου τις νοιώθεις τότε νʼ αναταράζουνται μέσα σου και να ζούνε την παντοδύναμη ζωή των ενστίχτων και των ορμών. Εννοείς πως ο αέρας που αναπνέει η φυλή σου, τα βουνά τριγύρω, η θάλασσα, οι πέτρες, τα χώματα της πατρίδας, βαθήτερη έχουν σημασία απʼ ό,τι στην αρχή θαρρούσες: όλα αυτά ξυπνούνε μέσα μας τις δυνάμεις του οργανισμού μας, που κοιμισμένες παντοτεινά θα είσανε μακριά τους. Θησαυρούς από ενέργειες κι ορμές, από χειρονομίες μεσοτέλειωτες, από έργα μελετημένα μʼ ανεπιχείρητα, από σκίτσα και σχέδια, μας αφήκαν οι γονέοι μας. Ό,τι δήποτε κι αν κάμομε, όποια κατεύθυνση κι αν πάρομε, ψεύτικη θάναι κι αντιφυσική αν δεν είναι συνέχεια της αρχινημένης μέσα μας ενέργειας. Προχωρούμε στα τυφλά, κάνομε λίγα βήματα και γυρίζομε πάλι και παίρνομε άλλο δρόμο και τις πιότερες φορές πεθαίνομε, πριν να βρούμε το δρόμο που αν απαρχής παίρναμε, θα προχωρούσαμε και θα φτάναμε στην Κορυφή μας. Το δρόμο που ένας μόνο είναι: - εκείνος που συνεχίζει τον αρχινημένο δρόμο των πατέρων, ξετυλίζοντας τονε όσο η δύναμή μας μπορεί πιο πέρα και πιο αψηλά. Έτσι μήτε αναρχικοί είμαστε επιπόλαιοι κι απροσάρμοστοι, μήτε συντηρητικοί στενοκέφαλοι και στάσιμοι: Το βήμα που αποστολή και χρέος έχομε να κάμομε μακρήτερα από την περασμένη γενεά, το κάνομε χωρίς καθόλου νʼ αδικοξοδέψομε δύναμη στη μάταιη αναζήτηση άλλων δρόμων. Γι αυτό όσο περισσότερο ριζώνεις στο χώμα της Πατρίδας σου, τόσο ασφαλέστερα τελειοποιείσαι, υψώνεσαι να καρποφορείς. Δεν περιφρονείς τις άλλες Πατρίδες, μα δεν μπορείς να τις αιστανθείς τόσο πλέρια και δυναμογόνα μέσα σου. Γιατί κάθε ανώτερος νέος τίποτʼ άλλο δεν είναι παρά το συμπύκνωμα των δυνάμεων και των ορμών και των ονείρων της ιδικής του φυλής. Και γι αυτό μόνο την Πατρίδα του μπορεί να νοιώσει βαθειά και μόνο αυτή μπορεί να του χρησιμέψει όργανο στην τελειότατη εξωτερίκεψη του εγώ του.

Με την τέτοιαν αντίληψη του πατριωτισμού κατορθώνομε δυό σπουδαιότατα αποτελέσματα:

α) την αρμονία του εγωισμού και του αλτρουισμού.

Στην εποχή μας, εποχή άγριου ατομισμού, απαραίτητο είναι για νʼ αγαπήσουν φανατικά την Πατρίδα οι νέοι, νʼ αντιληφτούνε φωτεινά πως το ατομικό εγώ τότε μόνο μπορεί αυτοκρατορικά να ικανοποιηθεί όταν κλείσει μέσα του και τις κάμει δικές του όλες τις επιθυμίες και τις ορμές του Συνόλου. Δυνατός είναι όχι εκείνος που είναι μόνος, μα εκείνος που καταχτητικά επιβάλλει ή υποβάλλει το εγώ του στις γύρω του ψυχές. Και για να το κατορθώσει αυτό, ένας μόνος τρόπος υπάρχει: Νʼ αγαπήσει τους γύρω του ανθρώπους και να προσπαθήσει να τους υψώσει ίσα με την κορυφή του είναι τους. Να δώσει μια ευγενική κατεύθυνση στα συμφέροντά τους και να φωτοστεφανώσει την ταπεινή κι αχρωμάτιστη ζωή τους με την αίγλη μιας ιδέας. Να τους δείξει πως κι ο πιο μικρός κι ο πιο ταπεινός, μεγάλος γίνεται και δοξασμένος όταν εργάτης είναι μιας Ιδέας. Έτσι δίνεις μια σημασία στην υποσυνείδητη τάση της κοινωνίας όπου ζεις. Καθορίζεις, στερεοποιείς, διαμορφώνεις και σταίνεις μπροστά τους το ιδανικό, που αόριστα και συγχυσμένα θαμπομαντεύανε οι άνθρωποι τριγύρω σου. Κι αν ιδανικό δεν έχουνε, τότε τους δίνεις εσύ το ιδανικό το δικό σου και παίρνεις πάλι από αυτούς τη δύναμη για να το πραγματοποιήσεις. Μια ακατάπαυστη δημιουργική επικοινωνία υπάρχει πάντα μεταξύ της ψυχής και του υπερόχου αντιπροσώπου της – κι όλα μεταξύ τους αναγκαστικά πολυσήμαντα και λειτουργικά γίνουνται. Ένα συνηθισμένο γεγονός, μια βουλευτική π.χ. εκλογή, που πράμα πρόστυχο είναι γιατί πρόστυχα το αγγίζουν, γίνεται τότε διονυσιακό κʼ υπέροχο ευτύς ως το αγγίζουν τα δάχτυλά μου και το φωτίσει η εσωτερική μου ζωή: Ένα μπαλκόνι και κάτω σωρειάζουνται τα κεφάλια και κοιτάζουν. Και στα χέρια μου κρατώ τους μίτους που οδηγούνε το πλήθος αυτό και φωνάζω του προγράμματα εκλογικά απόξω κι απομέσα μου λέω: Να το αιώνιο μωρό, με τα χίλια κεφάλια, με τʼ αρίφνητα μπράτσα, δυνατό κʼ ηλίθιο, σκληρό και τρυφερότατο, κακούργο κʼ ηρωικό. Θέλει κάπου να πάει και δεν μπορεί και δε βλέπει και τʼ οδηγώ εγώ. Γιατί εγώ είμαι η πλέρια και νικηφόρα φυλετική προσπάθεια, όπου για πρώτη φορά η φυλή μου έλαβε μέσα συνείδηση της εαυτής της. Η ύπαρξή μου δικαιολογεί και εξαφανίζει την ύπαρξή τους.

Αυτοί, δυνάμες φυσικές, επιθυμίες γιγάντιες και τυφλές, χάος άμορφο και παντοδύναμο. Κʼ εγώ ο Νους που έρχομαι, από τα τρίσβαθά του έρχομαι, και το διακοσμώ.

Έτσι όσο πιο μεγάλος ο εγωισμός είναι, τόσο και πιο αλτρουιστικά εξωτερικεύεται, γιατί τόσο και πιο δικά του κάνει τα ιδανικά και τα όνειρα, τους αγώνες και τα συμφέροντα του Συνόλου.

β) αποτέλεσμα της τέτοιας αντίληψης του πατριωτισμού, έχομε την αρμονία του πατριωτισμού και του κοσμοπολιτισμού.

Για να φανεί το άτομο χρήσιμο στην ανθρωπότητα, πρέπει όσο το δυνατόν τελειότερα κʼ ευγενικότερα να εξωτερικευτεί. Και για να εξωτερικευτεί ευγενικά και τέλεια ένας μόνος τρόπος υπάρχει: να κλείσει μέσα στην ψυχή του την πατρίδα όλη και να προσπαθήσει να διατυπώσει με λόγια και με έργα τη σκέψη και την αποστολή, που η Πατρίδα του ήλθε στον κόσμο να επιτελέσει.

Αν οι αρχαίοι Έλληνες δημιουργήσανε έργα ανθρώπινα, δηλ. αιώνια και παγκόσμια, το κατόρθωσαν, γιατί αποκηρύξανε μακριά τους καθετί μη Ελληνικό, ονοματίζοντάς το «βάρβαρο» κι ανόθευτη έτσι αφήκανε την αντίληψη της φυλής τους και μπορέσανε χωρίς δυσαρμονίες ξενοφερμένων ιδανικών, να εμβαθύνουν στη δικιά τους τη φύση και να διατυπώσουνε σε λόγια και σε έργα τα ψυχοθέμελα του ανθρώπου, που φυσικά παγκόσμια κʼ αιώνια είναι.

Κι όσο πιο φανατικά εξωτερικεύεται ο πατριωτισμός, τόσο και πιο πολύ και πιο γρήγορα εξυπηρετεί την ανθρωπότητα. Γιατί κι αν καταστρέψει το γειτονικό του έθνος, μήπως δεν είναι η καταστροφή αυτή όταν από ψηλά την κυτάξεις, μια ευεργεσία στην ανθρωπότητα; Όσοι γέροι και κουρασμένοι, όσοι εχτελέσανε πιά τον προορισμό τους και δώκανε στη σκέψη και στη δράση ό,τι μπορούσανε να δώσουν, καλό είναι να εξαφανίζουνται. Αφήνουν έτσι τη θέση τους σε άλλα έθνη, νέα και ζωντανά, που ακόμα δεν καταβάλανε τη συντρομή τους στην Πρόοδο, που κι αυτοί θα εξαφανιστούν ευτύς ως εχτελέσουν τον προορισμό τους. Τότε θα κουραστούν, θα κηρύξουν κοσμοπολίτικες ιδέες, θα θεωρήσουν τον πατριωτισμό ως λείψανο βάρβαρης εποχής και θα πεθάνουν. Έτσι πάντα γίνεται: ο κοσμοπολιτισμός και ο πατριωτισμός αποτέλεσμα είναι κι όχι αιτίες του μαρασμού ή της ζωτικότητας ενός έθνους. Όταν το έθνος είναι ζωντανό, γεμάτο μέλλον και ορμή, αναγκαστικά θέλει να ξαπλώσει, να καταχτήσει, να καταστρέψει όσο μπορεί τα γύρω του έθνη και με το θάνατό τους να μεγαλώσει τη ζωή του. Ευτύς ως αρχίσουν να επικρατούν κοσμοπολίτικες ιδέες, φιλανθρωπίες, ανεχτικότητες, χριστιανισμοί, τούτο αλάθευτο σύμπτωμα κουρασμού και θανάτου. Κʼ έρχεται τότε ο πρώτος γειτονικός λαός, όπου ο πατριωτισμός ακόμα δεν περιφρονήθηκε, και το καταχτά.

Γι αυτό ένας φιλόσοφος παρατηρητής, που αναγκάζει τα φαινόμενα να του αποκαλύψουν όλη τους τη σημασία, με αγωνία παρακολουθεί το ψυχολογικό ξετύλιγμα των σημερινών μας νέων. Αν τους κυριαρχούνε κοσμοπολίτικες φιλάνθρωπες θεωρίες, τούτο σημαίνει πως η φυλή μας είναι κουρασμένη και γρήγορα θάρθει αποπάνω μας δυνατός φιλόπατρης λαός που θα μας εξαφανίσει ως έθνος. Γιατί αν παραδεχτούμε πως όλη η σκλαβοψυχιά κʼ η στενομυαλοσύνη των νέων μας πηγάζει από το ολέθριο κι αποχτηνωτικό εκπαιδευτικό μας σύστημα και τούτο, το νʼ ανεχόμαστε ακόμα ένα τέτοιο σύστημα, τι άλλο αποδείχνει ή τον κουρασμό της φυλής μας;

Μα ίσως είναι ακόμα καιρός σωτηρίας – κάπου-κάπου μερικοί Νέοι ανυψώνουνται και μας παρηγορούνε. Αν κατορθώσουν να επιδράσουν τους γύρω τους νέους και γεννήσουν μέσα τους τούς μεγάλους φανατισμούς, τις αμείλιχτες φιλοδοξίες και τα ένστιχτα τʼ αρπαχτικά, τούτο σημαίνει πως η ζωή μέσα μας της φυλής κοιμότανε μόνο και τώρα ξυπνά έτοιμη για τα μεγάλα τα όργια.

Αφού για τόσους αλτρουιστικούς κʼ εγωιστικούς λόγους νοιώσουμε την ανάγκη νʼ αγαπήσομε φανατικά την Πατρίδα μας, δεύτερο αμέσως συναντούμεν ερώτημα: Πώς να την αγαπήσομε;

Τούτο [είναι] εντελώς ζήτημα οργανισμού. Νασιοναλιστής ή σοσιαλιστής – δεν είναι σπουδαίο. Το σπουδαίο είναι να ξέρεις πως κʼ οι δύο αυτές μορφές εξίσου δικαιολογούνται και συμπληρώνουνται, κι αν κανείς προτιμά τη μιά, τούτο όχι γιατί είναι αληθινότερη, κʼ επομένως κι ο άλλος πρέπει νʼ αναγκαστεί να την αναγνωρίσει, μα γιατί ο οργανισμός του έτσι το απαιτεί. Ανώτερος είναι εκείνος που επισκοπώντας και τις δύο αντιλήψεις βλέπει τη σχετικότητα και την υποκειμενικότητά τους, διακρίνει τα χιλιόμορφα και θαμπά μέσα του αίτια που τόνε σπρώχνουνε στις μία από τις δύο εξίσου σχετικές αντίληψες και ρήχνουνται σʼ αυτή με μιάν ορμή όχι τυφλή και στενή, μα πλατειά κι ανοιχτομάτα.

Όλα, όταν τα κυτάζει κανείς από το θεϊκό ύψος που κάποτε κι ο άνθρωπος μπορεί νʼ ανεβεί, του φαίνουνται μάταια, άσκοπα, ανδρεικελικά. Για νάμαστε νασιοναλιστές ή σοσιαλιστές και νάχομε δικαίωμα να επιβάλομε τη γνώμη μας στους άλλους, κηρύχοντάς τηνε Αλήθεια, πρέπει ο κόσμος νάχει ένα σκοπό και το σκοπό αυτό να τόνε ξέρομε. Και θάχαμε τότε δίκιο αν σύμφωνη μʼ αυτόν η γνώμη μας, άδικο αν αντίθετη ή διαφορετική. Μα ο κόσμος ή δεν έχει κανένα σκοπό – δυνάμες τυφλές που συγκρούονται ή συνεργάζουνται άσκοπα, γεννούνται για να πεθάνουν, και ξαναγεννούνται πάλι για να ξεναπεθάνουν, χωρίς αρχή και τέλος. Ή κι αν έχει ο κόσμος ένα σκοπό, είναι αδύνατον στο ανθρώπινο μυαλό μας να τον αντιληφθεί κʼ επομένως σύμφωνα μʼ αυτόν να κανονίσει το δίκιο ή το άδικο της γνώμης του.

Γύρω μας λοιπόν και παντού, τέλεια άρνηση και σκοτάδι. Μα πρέπει για να ζήσομε, για να μην πνιγούμε από την αγανάχτηση ή από την αηδεία, να δώσομεν εμείς ένα σκοπό στη ζωή. Και δίνομε. Ποιόν; Τούτο εξαρτάται τέλεα από τον οργανισμό μας. Αντικειμενικοποιούμε τις υποκειμενικές ορμές και βούλησες κʼ ιδιότητές μας. Και γι αυτό βλέπομε τόσα αντίθετα ιδανικά και τόσες απόχρωσες στις θεωρίες. Κʼ είναι καιρός πια να μη γινόμαστε θύματα της Ιδέας μας. Να ξέρομε πως η Ιδέα δεν είναι κάτι τι εχτός ημών, μα η πιο έντονη απλώς είναι κʼ η πιο ολοκληρωτική έκφραση του εαυτού μας. Γι αυτό και νασιοναλιστές αν ο οργανισμός μας μάς σπρώχνει να είμαστε, πρέπει μέσα μας να υπάρχει η θεϊκιά επισκόπηση που να μη μας επιτρέπει ποτέ να ξεπέφτουμε στη φανατική αποκλειστικότητα των όσων από το ένα μέρος της μόνο –γιατί χαμηλά στέκουνται- κυτάζουν τη Ζωή.

Η φιλοσοφία η δική μας τίποτε άλλο δε θα είναι παρά μια φωτεινή δεσμίδα που πέφτει απάνω στις πράξεις μας και τις περιλάμπει. Κι όχι μόνο της περιλάμπει, μα και δίνει μάτια στις πράξες μας κʼ επιστρέφοντας πάλι στον εαυτό μας το φως αυτό, δυναμώνει μας την ψυχή, απʼ όπου ξαναρήχνεται πιο έντονα και πιο δυναμογόνα στις μελλούμενες πράξες.

Κάτω από το φως αυτό οι εχτροί μας παίρνουν αλλοιώτικη λάμψη και πιο χρήσιμοι γίνονταί μας από τους φίλους. Γιατί ξέρομε πως μόνο στον αγώνα και στη σύγκρουση ακονίζουνται, εντείνουνται και πειθαρχούνται οι θεωρίες. Αναγκαζόμαστε μπροστά στους εχτρούς μας να επιβλέπομε τους εαυτούς μας, νʼ ανατείνομε όσο μπορούμε τη δύναμη και τη σκέψη μας και νʼ απαγορεύομαι (sic) στην ψυχή μας στοχασμούς και πράξες που την εκθέτουν και την ταπεινώνουν, ή την αποκοιμίζουν και τη γλυκοπλανούνε. Πρέπει κανείς να μην εννόησε ακόμα τη σχετικότητα όλων των πραγμάτων και των ιδεών και την επιταχτική ανάγκη συνάμα του αγώνα, για να ξεπέφτει σε ειρωνείες και σε βρισιές εναντίον των αντιπάλων.

Μια παγκόσμια Άρνηση που να καταλήγει σε μια θεληματικά γενικευμένη Κατάφαση, αυτό είναι το ιδανικό του σημερινού ανώτερου ανθρώπου. Αυτό μερικοί ίσα με σήμερα κι αν το είδανε, όπως ο Νίτσε, όμως δεν μπορέσανε ένα βήμα να κάμουν, χωρίς ευτύς να το ξεχάσουν και να το παραβούν. Η θεωρία προσιτή, η εφαρμογή δυσκολότατη. Ο Νίτσε που όλες τις «αξίες» θέλησε να τις ρίξει, πού κατάντησε; Να υψώσει σε δεκάλογο νέο τις ιδιότητες του δικού του οργανισμού. Κʼ έτσι να φανεί επιπόλαια άδικος σε έκφανσες ζωής ηρωικές κʼ υπέροχες, διαφορετικές όμως από το ιδανικό του. Κι αν μείνει τίποτα από το Νίτσε είναι μόνο ο ρυθμός, που μπορεί όμως λογικότατα να μας οδηγήσει σε κορυφές ολικά αντίθετες του νιτσεϊκού Υπερανθρώπου.

Δυό μού φαίονουνται πρέπει να είναι οι περίοδοι του ξετυλιγμού του σημερινού ανώτερου ανθρώπου – που τέλειο, μα δυσκολότατο θάτανε να τις νοιώθει πάντα μέσα του να συνυπάρχουν και να συζούν:

α) Υπάρχουν τόσοι κόσμοι, όσοι και άνθρωποι. Υπάρχουν τόσες μορφές όσα και μάτια, τόσα ιδανικά όσες και ψυχές. Απόλυτη αξία κανένα πράμα δεν έχει. Μία λύπηση απαρηγόρητη, μια άρνηση γενική όλων των αξιών, μια ισοπέδωση αστερισμού και κάμπιας.

β) Ναι, μʼ αφού μπήκα στη ζωή πρέπει να ζήσω – ιεραρχικά δηλ. να καθορίσω την αξία των ιδεών, των προσώπων και των πραγμάτων. Ποιος θα μου υπαγορέψει αυτόν τον «Πίνακα των αξιών»; Είμαι ευτυχής που καμιά κατάφαση δεν υπάρχει εχτός μου. Αν υπήρχε, ίσως να γινότανε εμπόδιο. Τώρα είμαι ελεύτερος σύμφωνα με το εγώ μου, (που όσο μπορώ θα εναρμονίσω με το εγώ του Συνόλου – και τούτο ως είδαμε για ανώτερους εγωιστικούς λόγους) είμαι λεύτερος εγώ να βαθμολογήσω τον εξωτερικό κόσμο, που χωρίς αυτοδιάκριση κι αυτοαξία κοίτεται μπροστά μου ύλη άμορφη. Αν είμαι έμπορος δίνω αξία 10 σε μιάν εμπορική επιχείρηση κι αξία 0 σε μιάν ωραία δύση. Αν είμαι ποιητής, δίνω αξία 10 σε μια ωραία δύση, κι αξία 0 στο εμπόριο. Ποιος έχει δίκιο; Κʼ οι δυό. Καθένας ψυχόρμητα έδωκε τη μεγαλήτερη αξία στο πράμα, που περισσότερο η οργανική του κατασκευή είχε ανάγκη.

Έτσι όλα τοποθετούνται.

Αν είμαι γερός οργανισμός, νέος, ζωντανός, αξόδευτος τότε αγαπώ τη ζωή, τον αγώνα, την αγορά.

Αν μαραζάρης είμαι, τότε αποσέρνομαι και κλαίω, ακατάδεχτος και μυγιάγγιχτος γίνομαι - σπω.

Έτσι, ενώ βλέπω τη ματαιότητα όλων, βλέπω συνάμα και την ανάγκη νʼ αρπάσω μερικές αβάφτιστες ιδέες (όχι όποιες κι αν είναι, εκείνες μόνο που ταιριάζουνε στον οργανισμό μου) και τις ονοματίζω αλήθειες. Κʼ είναι πράγματι αλήθειες, υποκειμενικές. Αναγνωρίζω όμως ακόμα πως πρέπει κι αναπόφευκτο είναι να υπάρχουν δίπλα μου και διαφορετικές ιδέες, που κι αυτές φυσικά οι κάτοχοί τους τις βαφτίσανε, πολύ σωστά, αλήθειες. Η ανοχή μου στους αντίπαλους δεν είναι πιά αδιαφορία ή περιφρόνηση∙ είναι η βαθειά επίγνωση του ότι έχουνε κι αυτοί δίκιο. Μα διακηρύχνω δυνατά την ιδέα μου για δυό λόγους:

Για να δημιουργήσω τον αγώνα, την κίνηση, τη ζωή, κʼ έτσι η ιδέα μου να πειθαρχηθεί, νʼ αγωνιστεί, να καθαριστεί από αντιφατικές ιδέες κι αρμονικά τότε κʼ ενιαία κυριαρχώντας όλη μου την ύπαρξη, εντονότερα να μου μεταβιβάζει τη Χαρά και τη Θλίψη, τη δυαδική συναίστηση της αιώνιας ζωής, που εφήμερα δόθηκε μου να χαρώ.

Για να δείξω σε όσους όμοιούς μου οργανισμούς δεν μπόρεσαν για χίλιους λόγους να συστηματοποιηθούνε, τη μέθοδο που εγώ μεταχειρίστηκα για να βρω και να τοποθετήσω τον εαυτό μου και να τους ευκολύνω έτσι συντομεύοντάς τους ή καθαρίζοντας το δρόμο. Την ιδέα βέβαια καθένας θα την προσδεχτεί υποκειμενικά – μικραίνοντας ή μεγαλώνοντάς τηνε σύμφωνα με την έχταση της αποδέχτρας ψυχής. Μα πάντα το ρυθμό, τη μπαγκέτα του μαέστρου, τήνε κρατεί εκείνος που ανάμεσα σε όμοιους οργανισμούς κατόρθωσε και τελειότερα διατύπωσε τις ορμές και στρατηγικότερα συγκέντρωσε και κατεύθυνε τις δυνάμες των γύρω συνιδεατών.

Κι ο δεύτερος αυτός λόγος – για νάρθομε στον κ. Ίδα- δικαιολογεί τους όσους Νέους μας ανάμεσα στη νέκρα της σύγχρονης ελληνικής νεότητας, νοιώθουν βαθιά μέσα τους μιάν ιδέα, μιάν πίστη ή μιάν αντίληψη ζωής και τη διακηρύχνουν. Ποιος ξέρει. Η νέκρα αυτή η τόσο γεροντική των νέων μας ίσως να μην έχει προφτάσει ακόμα να γίνει οργανική, κʼ επίχτητη μόνο να είναι, γέννημα της σχολικής μας εθνοχτόνας μόρφωσης. Και τότε ο κ. Ίδας, ο τόσο εκλεχτός ανάμεσα στους εκλεχτούς μας Νέους, ίσως βρει αντίλαλο στις γύρω μας ψυχές. Ίσως διαβάσουν οι νέοι μας το βιβλίο του και βρούνε μέσα του τα προβλήματα που χρόνια τους συνταράζουν. Ίσως να μάθουν πως η αγάπη της Πατρίδας είναι η πιο φωτεινή επιβολή της βαθειάς σκέψης κι ο μόνος τρόπος της πλέριας κʼ ευγενικιάς ικανοποίησης του εγωισμού μας. Και θα δώσουν τότε ίσως κι αυτοί ένα σκοπό στη ζωή τους. Και θα γνωρίσουν να εμβαθύνουν και να λύσουν μερικά ζητήματα της νεοελληνικής ζωής, που αν δε λυθούνε γρήγορα θα πνίξουν σʼ ένα προγονολατρικό μαρασμό τη φυλή μας.

Και θα γνωρίσουν ακόμα τις μεγάλες φιλοδοξίες, που δε θα τους αφήνουν πιά να παραδέρνουν εδώ κʼ εκεί, σε ρομαντικούς γλυκαναλατισμούς, ή σε αγωνίες θεσιθηρών, ή σε αριστοκρατικά μαϊμουδίσματα.

Μα εγώ που πολύ έσκυψα στην ψυχή των νέων μας κʼ έφριξα, φοβούμαι τίποτα απʼ όλα αυτά δε θα γίνει. Πολύ ολίγοι θα διαβάσουν τη «Σαμοθράκη» του κ. Ίδα. Πολύ ολιγότεροι θα νοιώσουνε τί έντονο μάθημα ενεργητικότητας υποβάλλει και τί ζωή βαθειά, πλατειά και πλούσια.

Μα τί σημαίνει;

Έτσι ο αγώνας των ολίγων εκλεχτών Νέων γίνεται πιο ηρωικός κʼ ηδονικότατος.

Οι πρώτες αυγινές αναλαμπές είναι οι Νέοι αυτοί, ή μήπως είναι οι στερνές του δειλινού;

Δεν ξέρουν μήτε οι ίδιοι. Και γι αυτό ο αγώνας τους, απαλλαγμένος από την κάθε υλικοηθική ανταμοιβή της βεβαιότητας, φωτίζεται από μιάν αίγλη τόσο ευγενικιά.

Τόσο ευγενικιά, που μήτε να συγκριθεί καταδέχεται με τη θυσία του ρωμαίου εκείνου έφηβου που πάνοπλος στολίστηκε και καβάλα απάνω στο άλογό του έπεσε να φράξει τον γκρεμό που ανοίχτηκε στην Πατρίδα του. Ο ρωμαίος έφηβος χανότανε με τη βεβαιότητα της μελλούμενης δόξας, - ήξερε από το χρησμό πως ο θάνατός του θα έσωζε την Πατρίδα.

Μα οι ολίγοι Νέοι μας, που από χιλιάδες μέρη ξεκινήσανε να πέσουν στον γκρεμό που ανοίχτηκε και ράισε την Πατρίδα μας, - δεν ξέρουν αν τα κορμιά τους όσο δυνατά κʼ ευγενικά κι αν είναι θα μπορέσουν ποτέ τους να γεμίσουνε το ράισμα της φυλής μας.

Για τίποτα δεν είναι βέβαιοι. Μήτε για τη δόξα μήτε για τη σωτηρία. Για τους εαυτούς τους μόνο είναι βέβαιοι. Κι αυτό τους φτάνει.

ΠΕΤΡΟΣ ΨΗΛΟΡΕΙΤΗΣ
Πηγή.

http://www.kairatos.com.gr/kazantzakismeletineon.htm
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Μια μελέτη του Ν. Καζαντζάκη για τους νέους στην κρίση του 1910"

Σάββατο 30 Απριλίου 2011

Κ. Π. Καβάφης - Η Ζωή και το Εργο του


Ο Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου το 1863 (29 Απριλίου) και πέθανε στην ίδια πόλη το 1933 την ημέρα των γενεθλίων του. Ηταν το ένατο και τελευταίο παιδί του Πέτρου Ι. Καβάφη (Κωνσταντινούπολη, 1814 - Αλεξάνδρεια, 1870), μεγαλέμπορου βαμβακιού, από φαναριώτικο γένος που οι ρίζες του φαίνεται πως είναι βυζαντινές και της Χαρίκλειας Φωτιάδη (Νιχώρι Κωνσταντινουπόλεως, 1834 - Αλεξάνδρεια, 1899) από παλαιότατη οικογένεια της Πόλης. Υπήρξε, χωρίς αμφιβολία, η μεγαλύτερη πνευματική φυσιογνωμία της Αλεξάνδρειας.
Ο μικρός Καβάφης ζει τα πρώτα παιδικά του χρόνια στην Αλεξάνδρεια, μέσα σε εξαιρετικές συνθήκες ευημερίας. Στο ισόγειο του διώροφου σπιτιού των Καβάφηδων στην αριστοκρατική οδό Σερίφ, στεγάζονταν τα γραφεία του ακμαιότατου εμπορικού οίκου «Καβάφης & Σία» (κύριος συνέταιρος ο Γεώργιος Καβάφης, θείος του ποιητή, εγκατεστημένος στο Λονδίνο), ενώ η οικογένεια του Πέτρου Καβάφη διαβίωνε με χαρακτηριστική άνεση στο πρώτο και στο δεύτερο πάτωμα, διατηρώντας Γάλλο παιδαγωγό, Αγγλίδα τροφό, Έλληνες υπηρέτες, Ιταλό αμαξά και Αιγύπτιο θυρωρό!
To 1870 με το θάνατο του πατέρα Καβάφη αρχίζει, ουσιαστικά, η σταθερή πορεία της οικογένειας προς την οικονομική κρίση και παρακμή. Το 1872 η Χαρίκλεια Καβάφη μετακομίζει με τα παιδιά της στην Αγγλία όπου και θα παραμείνουν τα επόμενα έξι χρόνια (κυρίως στο Λίβερπουλ αλλά και στο Λονδίνο). Ο μικρός Καβάφης σπουδάζει σε αγγλικό σχολείο όπου και διδάσκεται για μητρική του γλώσσα την αγγλική αλλά παράλληλα μαθαίνει και ελληνικά και γαλλικά. Μετά από λίγα χρόνια παραμονής στην Αγγλία αναγκάζονται να επιστρέψουν στην Αλεξάνδρεια καθώς τα οικονομικά της οικογένειας πηγαίνουν άσχημα και η οικογενειακή επιχείρηση διαλύεται. Ο Καβάφης συνεχίζει τις σπουδές του στο Εμποροπρακτικό Λύκειο «Ερμής» ενώ παράλληλα υπάρχουν σαφή στοιχεία ότι κατά το διάστημα που μεσολάβησε ανάμεσα στην επιστροφή από την Αγγλία (1878) και στο ξεκίνημα της φοίτησης στον «Ερμή» (1881), ο Καβάφης είχε αρχίσει να μελετά και να εργάζεται πνευματικά από μόνος του, χρησιμοποιώντας βιβλία από τις δανειστικές βιβλιοθήκες της Αλεξάνδρειας. Σ' αυτήν την τριετία ανάγεται και η φιλόδοξη απόπειρά του να συντάξει ένα ιστορικό λεξικό, προσπάθεια που δεν ολοκληρώθηκε αφού τα λήμματα του έργου σταμάτησαν «στη μοιραία λέξη Αλέξανδρος».
Το 1882, στη διάρκεια της αιγυπτιακής εξέγερσης κατά των Αγγλων, πηγαίνει με την οικογένειά του για τρία χρόνια (ως τον Οκτώβριο του 1885) στην Κωνσταντινούπολη, στο σπίτι του φαναριώτη παππού του, Γεωργάκη Φωτιάδη. Η τριετής παραμονή του Καβάφη στην Πόλη αποδεικνύεται ιδιαιτέρως σημαντική και κρίσιμη για διαφορετικούς λόγους. Σύμφωνα με τις βιογραφικές σημειώσεις της Ρίκας Σεγκοπούλου, ο ομοσεξουαλισμός του άρχισε να εκδηλώνεται στα 1883. Παράλληλα, γνωρίζουμε, ότι ο ποιητής άρχισε να εκφράζει ζωηρό ενδιαφέρον για να ακολουθήσει πολιτική και δημοσιογραφική καριέρα. Φυσικά, το πιο αξιοσημείωτο αυτής της περιόδου, είναι το γεγονός ότι η παραμονή του στην Πόλη συμπίπτει με τις πρώτες μαρτυρημένες συστηματικές του προσπάθειες να επιδοθεί στην τέχνη του ποιητικού λόγου. Τεκμήριο της πρώιμης αυτής προσπάθειας του Καβάφη, αποτελεί μια ομάδα αδημοσίευτων από τον ίδιο ποιημάτων, τα οποία εκδόθηκαν μαζί με άλλα ανέκδοτα ποιήματα το 1968 από το Γ.Π. Σαββίδη. Τον καιρό εκείνο συμπληρώνει και τις μελέτες του πάνω στην αρχαία και μεσαιωνική ελληνική φιλολογία που τις είχε αρχίσει την εποχή ακόμα που βρισκόταν στην Αγγλία.
Τον Οκτώβριο του 1885, ο Καβάφης γυρίζει στην Αλεξάνδρεια μαζί με τη μητέρα του και τους αδελφούς του, Αλέξανδρο και Παύλο. Με την επιστροφή του, ο Καβάφης εγκαταλείπει την αγγλική υπηκοότητα (που είχε αποκτήσει ο πατέρας του στα 1850) και παίρνει την ελληνική.
Τα πρώτα χρόνια μετά την επιστροφή στην Αλεξάνδρεια είναι μια περίοδος προσαρμογής. Ο Καβάφης αρχίζει να εργάζεται, όχι ακόμη συστηματικά, αλλάζοντας διάφορα επαγγέλματα όπως του δημοσιογράφου στην εφημερίδα «Τηλέγραφος» (1886), του μεσίτη στο Χρηματιστήριο Βάμβακος (1888) και του άμισθου γραμματέα στο Γραφείο Αρδεύσεων (1889-1892) όπου και θα προσληφθεί ως έκτακτος έμμισθος υπάλληλος το 1892 και θα εργαστεί μόνιμα εκεί επί τριάντα χρόνια, μέχρι το 1922, φτάνοντας στο βαθμό του υποτμηματάρχη.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Κ. Π. Καβάφης - Η Ζωή και το Εργο του"

Προτεινόμενο για το ΝΟΜΠΕΛ Λογοτεχνίας 2011 το νέο βιβλίο του Παύλου Πισσάνου

Με την Ακαδημαϊκή υποστήριξη του «ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ» στο οποίο προεδρεύει ο Ακαδημαϊκός κ. Ευάγγελος Μουτσόπουλος, ο Παύλος Πισσάνος, προτάθηκε ως υποψήφιος για το βραβείο ΝΟΜΠΕΛ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ 2011 με το τελευταίο του βιβλίο «ΟΙ ΝΟΜΟΙ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΓΕΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΟΥΡΑΝΙΑ ΖΩΗ».

Η Ακαδημία για το Νόμπελ Λογοτεχνίας στην Στοκχόλμη θα δεχθεί μεγάλο αριθμό από υποψηφιότητες από όλα τα κράτη του κόσμου.

Η αρχική επιλογή θα γίνει τον Απρίλιο, η επόμενη τον Μάιο και τον Δεκέμβριο του 2011, θα ορισθεί ο πρώτος νικητής στην Λογοτεχνία. Η Ακαδημία θα εξετάσει και τις γενικότερες συγγραφικές και λογοτεχνικές δραστηριότητες των υποψηφίων. Στην περίπτωση αυτή, το πλούσιο βιογραφικό του Παύλου Πισσάνου περιλαμβάνει 90 περίπου βιβλία και σενάρια Αρχαιολογικά, Ιστορικά, Θρησκειολογικά και Φιλοσοφικά, 250 δοκίμια, άρθρα και συγγράμματα φιλοσοφικά, πολιτικά και κοινωνικά, 110 εκπομπές στην Ελληνική τηλεόραση, περισσότερες από 150 διαλέξεις Ακαδημαϊκού χαρακτήρα, οργάνωση 6 Παγκοσμίων Συνεδρίων και περίπου 50 ντοκιμαντέρ εκπαιδευτικών, αρχαιολογικών και ιστορικών θεμάτων που προβάλλονται στην Διεθνή Τηλεόραση, των οποίων παραγωγός, σκηνοθέτης και σεναριογράφος είναι ο ίδιος.

Ένα μεγάλο μέρος από το έργο του Παύλου Πισσάνου εστάλλει στην Ακαδημία της Στοκχόλμης για να ελεγχθεί από τις Αρμόδιες Επιτροπές κρίσεως.

Εν τω μεταξύ, στις προσθήκες των μεγάλων βιβλιοπωλείων σ’ ολόκληρη την Ελλάδα, έκανε την εμφάνισή του το νέο πολυτελές βιβλίο, το εξώφυλλο του οποίου κοσμεί ένα απίστευτα εντυπωσιακό φράκταλ.


Με πρόθεση να κηρύξει “ανένδοτο πόλεμο” εναντίον του Επιστημονικού κατεστημένου, ο συγγραφεύς καλύπτει με απόλυτη επιστημονική και φιλοσοφική τεκμηρίωση την υπόθεση των χαμένων κειμένων του Αριστοτέλη για το «Ακίνητον κινούν» και το «αεί Θείν» τα οποία συγκροτούσαν, την σήμερα προδομένη θεωρία του Αιθέρα.

Το έτος 1887 δύο Αμερικανοί επιστήμονες, ο Albert Michelson και Edward Morley, πραγματοποίησαν ένα πείραμα και «απέδειξαν» ότι ο Αιθήρ δεν υπάρχει στον κοσμοχώρο, διαδραματίζοντας το ρόλο «Πεδίου Σταθερού Υποβάθρου» πάνω στο οποίο πατά και μεταδίδεται το φως. Ο Αϊνστάιν, υποστήριξε με την σειρά του την μη ύπαρξη του Αιθέρα και έκτοτε το απαύγασμα της Αρχαίας Ελληνικής σκέψης, ο Αιθήρ, που αποτελούσε το πρωτογενές υλικό της οργάνωσης και γέννησης της Δημιουργίας, μπήκε στο χρονοντούλαπο της κατευθυνόμενης Επιστήμης.

Ο Παύλος Πισσάνος ανέσυρε από τη σκόνη και τις αράχνες των οργανωμένων συμφερόντων την θεωρία του Αιθέρα και με την βοήθεια κορυφαίων Ελλήνων Επιστημονικών Συμβούλων, απέρριψε στο βιβλίο του, με τεκμηριωμένα στοιχεία, το πείραμα των ΜΜ (Michelson και Morley) αναλύοντας την δράση της διττής φύσεως, του Αιθέρα, της Κινητής και Ακινήτου, στην Επίγεια και την Επουράνια Ζωή.

Εδώ, πρέπει να τονισθεί ότι, εφόσον η σύγχρονη επιστημονική κοινότητα αποδεχθεί την νέα θεωρία υπάρξεως του Αιθέρα, θα ανατραπούν πολλές απόψεις, θέσεις και κανόνες για τις έννοιες του Χώρου και του Χρόνου, της Βαρύτητας, της Απροσδιοριστίας και της διάδοσης του Φωτός και γενικότερα των Νόμων και των Κανόνων που διέπουν την κβαντική Φυσική, την Κοσμολογία και την Κοσμογονία.

Δεκαπέντε ακαδημαϊκοί και επιστήμονες από την Ελλάδα, την Ευρώπη και την Αμερική, προλογίζουν το βιβλίο του Παύλου Πισσάνου, ΟΙ ΝΟΜΟΙ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ, ενώ ήδη η Αγγλική του έκδοση είναι έτοιμη να κυκλοφορήσει σε όλες τις αγγλόφωνες χώρες του κόσμου

Η επίσημη σελίδα του Π.Πισσάνου.
Πηγή
http://irakleitos.blogspot.com/2011/04/2011.html
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Προτεινόμενο για το ΝΟΜΠΕΛ Λογοτεχνίας 2011 το νέο βιβλίο του Παύλου Πισσάνου"

Δευτέρα 18 Απριλίου 2011

ΝΙΤΣΕ για όλους


ΝΙΤΣΕ για όλους Συγγραφέας: ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΣΤΕΛΙΟΣ

Ο ΝΙΤΣΕ (ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ)

Ο άνθρωπος αγωνίζεται πρωταρχικά να επιβιώσει. Για να καταφέρει αυτό θα πρέπει να συντηρεί το σώμα του, να το προφυλάξει από κινδύνους και να συμβιώνει με άλλους. Αντίπαλο σ’ αυτά έχει το φόβο και την άγνοια. Ο φόβος οφείλεται στην άγνοια και η άγνοια στον φόβο. Βλέποντας τους άλλους να αγνοούν και να φοβούνται λιγότερο ή περισσότερο από αυτόν πρέπει γρήγορα κι αυτός να λάβει μια θέση ώστε να εξατομικευθεί και να ξεχωρίσει. Μια επώδυνη λύση του αίρει την ηδονή και μια ανώδυνη τη δημιουργία. Αυτό που πρέπει να κάνει τώρα είναι να βρει μια τρίτη λύση που να απαλύνει τις άλλες δύο.

Πλάθει θεούς και ήρωες οι οποίοι γνωρίζουν τα πάντα και δε φοβούνται τίποτα , είναι στο πλευρό του και ιδιαίτερα όταν αυτός είναι ανίσχυρος. Τώρα καλείται ο άνθρωπος ή να τους μιμηθεί και να ενταχθεί με τους ισχυρούς ή να φιλοσοφήσει πάνω τους και να ενταχθεί με τους ανίσχυρους. Αν τους μιμηθεί οι ανίσχυροι θα του καταλογίσουν βλασφημία και αλαζονεία. Αν φιλοσοφήσει πάνω τους οι ισχυροί θα του καταλογίσουν υπεκφυγή κι αδυναμία. Αυτό που μένει να γίνει τώρα είναι να διαλυθεί η σύγχυση με έναν πιο έξυπνο τρόπο.

Ο ανίσχυρος άνθρωπος εισαγάγει τώρα την ηθική: αν ανήκω στους αδύναμους θα υποστώ πολλά, αλλά θα ανταμειφθώ μετά θάνατο. Αν ανήκω στους ισχυρούς θα καρπωθώ πολλά αλλά θα τιμωρηθώ μετά θάνατο. Έτσι ως καλός θα αρκούμαι στο να ονειρεύομαι μόνο όσα οι κακοί διαπράττουν, αλλά οι καλοί θεοί μου θα τιμωρήσουν μετά το θάνατο αυτούς τους ισχυρούς που αδυνατώ να τιμωρήσω εγώ εν ζωή. Βλέποντας ο ισχυρός αυτή την ηθική, ταυτίζεται υποκριτικά μαζί της και ενισχύεται η θέση του. Καταλαβαίνει ότι είναι ένα τέχνασμα αδυναμίας , το ενθαρρύνει και το επισφραγίζει προκειμένου να παραμείνει πάντα ισχυρός. Δίνει χρήματα να σηκωθούν ναοί και να γραφτούν βιβλία. Ο ανίσχυρος τώρα γοητεύετε και γίνεται πιο υποτελής, δοξάζει στις τελετές του το Θεό που τα όρισε όλα έτσι βολικά και περνάει στα βιβλία του τη βούληση του ισχυρού. Συνεπώς και οι δύο συνάπτουν στο βάθος ένα συμβόλαιο, μια συμφωνία κι αλίμονο σ’ αυτόν τον τρίτο που θα την διαταράξει.

Το δρόμο αυτό επέλεξαν και οι δύο προκειμένου με κάποιον τρόπο να στηθούν και να ξεχωρίσουν απέναντι στη ζωή με όσο γίνεται πιο ανώδυνο για αυτούς τρόπο. Συνεπώς το πρώτο αίτιο της φιλοσοφίας δεν είναι ο θαυμασμός αλλά η διάκριση και η επικράτηση πάνω στους άλλους έστω και πλαστά. Αυτό με μια λέξη λέγεται εγωισμός ο οποίος είναι αληθινό κίνητρο. Ο λόγος και η ισχύς είναι συμπληρώματα κι όχι αιτίες.

Αφού σφραγιστεί η συμφωνία ισχυρού-ανίσχυρου, ακολουθεί ένα άλλο ζητούμενο που δίνει χρώμα και στους δύο, η ηδονή: είναι και οι δύο πια σκεπτόμενοι και ολοκληρωμένοι, υιοθετούν στάση ζωής και την μεταδίδουν στους απογόνους τους. Θεσπίζουν ιερά σύμβολα και αξίες. Ανοίγουν πανεπιστήμια που’ ναι οι ναοί της γνώσης, διακηρύττουν δημοκρατίες, ελευθερίες και ισότητες. Κάποιοι πιο ευφυείς ισχυροί επινοούν την ισότητα των τάξεων και των ευκαιριών. Οι ανίσχυροι ενθαρρύνονται και ζητούν διαρκώς να αλλάξουν όλα εκείνα που οι ίδιοι θα διατηρούσαν αν ήταν στη θέση των άλλων.

Το θέατρο αποκρυσταλλώνεται και αλίμονο πάλι σε όποιον εναντιωθεί προφορικά και μόνο σε αυτά. Πρακτικά ισχύει και επιτρέπεται οτιδήποτε όπως ένας ανίσχυρος μπορεί κάλλιστα να ζει φαυλότερα από έναν ισχυρό αρκεί να μη το ομολογεί. Ο εγωισμός αφορά τον προφορικό λόγο και όχι την πράξη. Ουδείς δύναται να τολμήσει να εναντιωθεί προφορικά της ισότητας ή της δημοκρατίας άσχετα αν στο όνομά τους γίνανε τα μεγαλύτερα αίσχη.

Ως κερασάκι στην τούρτα της ηδονής έρχεται η απληστία : Εγώ ο ισχυρός θα αποκτώ όλο και περισσότερα υλικά, εσύ ο ανίσχυρος θα μοιρολατρείς επικριτικά μέσα σε ένα σωρό από βιβλία που εγώ σου υπέδειξα και θα καταφέρεσαι πάνω σ’ αυτά που έχω για να μην μπεις και συ ποτέ στον επώδυνο κόπο να τα αποκτήσεις. Συνεπώς ο ισχυρός και ο ανίσχυρος είναι έτσι όχι από βιολογική αδυναμία ή φυσική ιδιότητα αλλά από γνωστική επιλογή κατά την οποία ζητούν να αλλάξουν όλα γύρω τους προκειμένου να αποφύγουν να αλλάξουν οι ίδιοι. Ο ένας φοβάται την ανέχεια και ο άλλος τη δράση. Αυτό όμως είναι σύμβαση κι όχι αληθινή επιθυμία γιατί αν αλλάξουν όντως τα πράγματα γύρω τους θα πανικοβληθούν ακόμα περισσότερο. Όποιος βγαίνει από μια πλαστή κατάσταση δεν ξέρει τι είναι αληθινό για να το επιλέξει.

Γίνεται κανείς ηθικός όχι επειδή είναι ηθικός. Η υποταγή σε μια ηθική είναι δουλική, ιδιοτελής ή απελπισμένη. Γι’ αυτό δεν έχει τίποτα ηθικό μέσα της. Να δέχεσαι μια πίστη από έθιμο δείχνει ότι είσαι ή δειλός ή τεμπέλης στη σκέψη κι αυτά γίνανε οι προϋποθέσεις για να ‘σαι ηθικός.

Οι άνθρωποι σκεπτόμενοι τον εγωισμό τους δεν κάνουν τίποτα για το εγώ τους αλλά μόνο για το φάντασμα του εγώ τους. Όλοι μαζί ζουν σε ένα νέφος από αυθαίρετες προσωπικές γνώμες σε διαδοχικά κεφάλια: ένας θαυμαστός κόσμος φαντασμάτων με νηφάλια εμφάνιση. Έτσι συνάπτουν ένα αναιμικό πλάσμα ως πρότυπο ηθικής το οποίο απευθύνεται σε άτομα που τρομάζουν με την ευτυχία. Αυτό που θέλουν είναι η διάκριση κατά βαθμίδες: δισταγμός, φόβος, θαυμασμός, φθόνος, χλευασμός, ανάταση, καταξίωση, θάνατος.

Στο τέλος της βαθμίδας ο μάρτυρας-ασκητής έχει ως απόλαυση μόνο τη διάκρισή του από το βάρβαρο στον οποίο επιβάλλει το δίδαγμα να υποφέρουν πάντα οι άλλοι ενώπιον των οποίων θέλει να διακριθεί. Τώρα όλοι οι υπόλοιποι θεατές συντάσσουν τα απομνημονεύματα του Αγίου τους, καθένας γίνεται τέλειος ηθικός κριτής ενώ το βάρος της εκτέλεσης κουβαλούν πάντα ξένοι ώμοι.

Το σκουλήκι μαζεύεται όταν το πατούν. Με τούτο τον τρόπο μειώνει την πιθανότητα να το πατήσουν πάλι. Στη γλώσσα της ηθικής αυτό λέγεται ταπεινοφροσύνη. Ο ηθικός είναι εκείνος ο γεννημένος για ηθοποιός που υποδύεται τον γεννημένο για ηθικό. Αυταπατώνται όσοι νομίζουν ότι απαλλάσσονται από μια παρακμή με το να κηρύσσουν απλώς πόλεμο εναντίον της. Αυτό που διαλέγουν τελικά δεν είναι παρά μια άλλη έκφραση της παρακμής καθόσον υψώνουν νέους ναούς, ηθικότερους από αυτούς που τάχα γκρέμισαν.

Η χριστιανική ηθική είναι ένας κηρυγμένος πόλεμος εναντίον του ανθρώπινου πάθους σε συμμαχία με όλα τα πανάρχαια ηθικά τέρατα και με βασικό στόχο την αυθόρμητη σεξουαλικότητα. Ενοχοποιεί το σώμα και ευνουχίζει την πρωτοβουλία. Μετά είναι εύκολο υποχείριο του ιερέα ο οποίος όντας βαθιά άθεος αθετεί τα ιερά του. Ο Άγιος ως ιδεώδης ευνούχος των αδυνάτων καλεί όλους τους πιστούς να κοιτούν μόνο τα γραπτά κι όχι ότι νιώθουν μέσα τους. Κατασκευάζει για όλους κρεβάτια σαν του Προκρούστη αλλά ποτέ για δική του χρήση. Έχει ποτέ αναρωτηθεί αν ο άνθρωπος είναι ένα λάθος του θεού ή μήπως ο Θεός ένα λάθος του ανθρώπου;………………………Φρειδερίκος ΝΙΤΣΕ

http://www.filosofia.gr/item.php?id=1089
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "ΝΙΤΣΕ για όλους"

Παρασκευή 14 Μαΐου 2010

ΣΟΥΡΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ "Ο ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ"

Διαχρονικό κι αληθινό,για την Ελλαδα του σημερα
Γιώργος Σουρής
Ποιός είδε κράτος λιγοστό
σ’ όλη τη γη μοναδικό,
εκατό να εξοδεύει
και πενήντα να μαζεύει;
Να τρέφει όλους τους αργούς,
νά’χει επτά Πρωθυπουργούς,
ταμείο δίχως χρήματα
και δόξης τόσα μνήματα;
Νά ’χει κλητήρες για φρουρά
και να σε κλέβουν φανερά,
κι ενώ αυτοί σε κλέβουνε
τον κλέφτη να γυρεύουνε;
Κλέφτες φτωχοί και άρχοντες με άμαξες και άτια,
κλέφτες χωρίς μια πήχυ γη και κλέφτες με παλάτια,
ο ένας κλέβει όρνιθες και σκάφες για ψωμί
ο άλλος το έθνος σύσσωμο για πλούτη και τιμή.
Όλα σ’αυτή τη γη μασκαρευτήκαν
ονείρατα, ελπίδες και σκοποί,
οι μούρες μας μουτσούνες εγινήκαν
δεν ξέρομε τί λέγεται ντροπή.
Ο Έλληνας δυό δίκαια ασκεί πανελευθέρως,
συνέρχεσθαί τε και ουρείν εις όποιο θέλει μέρος.
*******
Χαρά στους χασομέρηδες! χαρά στους αρλεκίνους!
σκλάβος ξανάσκυψε ο ρωμιός και δασκαλοκρατιέται.
*******
Γι’ αυτό το κράτος, που τιμά τα ξέστρωτα γαϊδούρια,
σικτίρ στα χρόνια τα παλιά, σικτίρ και στα καινούργια!
*******
Και των σοφών οι λόγοι θαρρώ πως είναι ψώρα,
πιστός εις ό,τι λέγει κανένας δεν εφάνη...
αυτός ο πλάνος κόσμος και πάντοτε και τώρα,
δεν κάνει ό,τι λέγει, δεν λέγει ό,τι κάνει.

Σουλούπι, μπόϊ, μικρομεσαίο,
ύφος του γόη, ψευτομοιραίο.

Λίγο κατσούφης, λίγο γκρινιάρης,
λίγο μαγκούφης, λίγο μουρντάρης.
Σπαθί αντίληψη, μυαλό ξεφτέρι,
κάτι μισόμαθε κι όλα τα ξέρει.
Κι από προσπάππου κι από παππού
συγχρόνως μπούφος και αλεπού.

Και ψωμοτύρι και για καφέ
το «δε βαρυέσαι» κι «ωχ αδερφέ».
Ωσάν πολίτης, σκυφτός ραγιάς
σαν πιάσει πόστο: δερβέναγας.
Θέλει ακόμα -κι αυτό είναι ωραίο-
να παριστάνει τον ευρωπαίο.
Στα δυό φορώντας τα πόδια που’χει
στο ’να λουστρίνι, στ’αλλο τσαρούχι.
Γεώργιος Σουρής (1853-1919)
Ο Γεώργιος Σουρής είναι ένα από τα μεγαλύτερα πνεύματα του δέκατου ένατου και του εικοστού αιώνα, και ένας από τους μεγαλύτερους σατιρικούς ποιητές της νεώτερης Ελλάδας. Για το λόγο αυτό χαρακτηρίστηκε και ως «ο σύγχρονος Αριστοφάνης».
Ένας σοφός πανεπιστήμονας, που μας άφησε ένα μεγάλο έργο, τόσο σε ποιότητα όσο και σε ποσότητα, και ένας έξοχος τεχνίτης του λόγου, με τέλεια αίσθηση του ρυθμού και του μέτρου, με άψογες φαρμακερές και συνάμα λυτρωτικές ομοιοκαταληξίες...

Χαρά να μιλά για τον εαυτό του ο ποιητής, για το σώμα του, τη μύτη του, τ’ αυτιά του, το μπόι του, την κάρα του. Ή, για τη ζωή του στη Ρωσία, με τα άφθονα σιτηρά, τα κοπάδια των γουρουνιών και τις πανέμορφες ξανθές ρωσίδες. Και μετά για την επιστροφή του στην Ελλάδα. Για τις σπουδές του. Για την εύνοια που του έδειξε ο Απόλλων… Μα και η εστία.
Χαρά να σε παίρνει ο Σουρής και να σε πηγαίνει από τον Εμπεδοκλή στον Δημόκριτο, κι από τον Θαλή στον Ηράκλειτο, από τον Πυθαγόρα και τον Πλάτωνα στον Επίκουρο, από τον Αδάμ και την Εύα, στον Ιωσήφ, στον Μωυσή και στους Χαλδαίους, από τον Βούδα και τον Προμηθέα, στον Αριστοφάνη, στον Σαίξπηρ, στον Σοπενχάουερ, στον Διογένη. Χαρά να φέρνει στην Αθήνα τον Δον Ζουάν, ως γαμησομηχανή της εποχής, να τον ανυψώνει και να τον καταποντίζει, μαζί με τους θαυμαστές και τις θαυμάστριές του, μαζί με κέρατα και γαλόνια, ο πικρόγλωσσος και στο βάθος πονόψυχος Γεώργιος Σουρής.
Χαρά να φτάνεις στα μικρότερα ποιήματά του, όπου δεσποτάδες και παπαδιές, αξιωματικοί και κοκότες, βουλευτές και καλόγριες, κι ακόμα αυτός ο ίδιος ο ποιητής, σατιρίζονται, ήτοι φανερώνουν τον σάτυρο που κρύβουν μέσα τους, ή που τον έχουν θυσιάσει χάριν της ματαιοδοξίας, της φιλαργυρίας, των αξιωμάτων, της επίδειξης, της βλακείας. Άλλοτε ως Φασουλής και Περικλέτος, ο Σουρής, άλλοτε ως Μεφιστοφελής, μ’ εξαίσιους στίχους, ξαναφτιάχνει την ιστορία της ανθρωπότητας, μπάζοντας μέσα της το αρχέγονο πνεύμα του χάους. Γελώντας. Μιλώντας με θάρρος για όσα καλώς γνωρίζει, αλλά μένοντας πάντα, όπως αρμόζει στην ύψιστη σοφία, αγνωστικιστής για όσα δεν γνωρίζει.
Η ζωή του
Εγώ, Γεώργιος Σουρής, ιππότης του Σωτήρος,
και Χιώτης διαβολόλωλος αστείου χαρακτήρος,
επιχειρώ να σας ειπώ ξηρώς κι εν συντομία
τα μάλλον σπουδαιότερα του βίου μου σημεία,
προτού οι βιογράφοι μου καθ’ όλα μ’ ανατάμουν
κι εις όλην την υφήλιον ρεντίκολο με κάμουν.
Ο Σουρής γεννήθηκε τη 1η Φλεβάρη 1853 στην Ερμούπολη Σύρου. Καταγόταν από τα Κύθηρα, αλλά ο ίδιος προτιμούσε να τον θεωρούν ως Χιώτη:
Κατ’ άλλους είμαι γέννημα της ηρωίδος Χίου
και λέγουν πως εξ ευγενούς κατάγομαι στοιχείου,
πλην άλλοι παραδέχονται πατρίδα μου την Σύρον
και άλλοι περισσότεροι την νήσον των Κυθήρων.
Αλλά εγώ επιθυμώ να είμαι πάντα Χιώτης,
και κάποτε και Συριανός και ‘εσθ’ ότε Τσιριγώτης.
Τις γυμνασιακές σπουδές του τις τέλειωσε στην Αθήνα. Η οικογένειά του τον προόριζε για το ιερατικό στάδιο, αλλά ορισμένα οικονομικά της ατυχήματα τον παρεμπόδισαν από το να σπουδάσει τελικά θεολογία και να γίνει κληρικός. Αναγκάστηκε να ξενιτευτεί, στα 17 του στο Ταϊγάνι της Ρωσίας, κοντά σ' ένα θείο του σιταρέμπορα για να εντρυφήσει στα μυστικά του ...εμπορίου:
Ω! πόσον μεταβάλλονται αι τύχαι των θνητών!
έσχατ’ οι πρώτοι γίνονται κι οι τελευταίοι πρώτοι
γι’ αυτό κι εγώ, το κόσμημα των τόσων ποιητών,
ήμουν υπάλληλος ποτέ σιταρεμπόρου Χιώτη.
Όμως (ευτυχώς) αποδείχτηκε ακατάλληλος μέσα στο δίμηνο κι επέστρεψε άρον-άρον στη πρωτεύουσα, και γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή χωρίς ωστόσο να την τελειώσει, κυρίως για οικονομικούς λόγους. Παράλληλα, για να βγάζει τα έξοδα του παρέδινε μαθήματα σε σπίτια, έπαιρνε μέρος σε ερασιτεχνικούς θιάσους και δημοσιογραφούσε σε έντυπα της εποχής. Συνεργάστηκε με ποικίλα πεζά κι έμμετρα, στα τότε περιοδικά της εποχής: "ΡΑΜΠΑΓΑ", "ΑΣΜΟΔΑΙΟ", "ΑΣΤΥ" "ΜΗ ΧΑΝΕΣΑΙ".
Το 1873 γνώρισε τη Μαρία Κωνσταντινίδου -από τη Πόλη-, την ερωτεύτηκε και παρά τις αντίξοες -αρχικά- συνθήκες τη παντρεύτηκε το 1881. Ζήσανε μια θαυμάσια οικογενειακή κι ευτυχισμένη ζωή, και αποκτήσανε 5 παιδιά. Η σύζυγός του -η Μαρί όπως την αποκαλούσε- στάθηκε πρότυπο αφοσιωμένης συζύγου-συντρόφου, προστάτις και μούσα του.
Ο Γεώργιος Σουρής γέμισε με την προσωπικότητά του μια ολόκληρη εποχή, η θέση του δε αυτή έμεινε απαρασάλευτη, ακόμη και μετά το θάνατό του. Στο σπίτι του στο Νέο Φάληρο, από το έτος 1877 και μετά, οργάνωνε κοσμικές συναθροίσεις, στις οποίες σύχναζαν οι Κωστής Παλαμάς, Γιάννης Πολέμης, Γιώργος Δροσίνης, Αριστομένης Προβελέγγιος, Μπάμπης Άννινος, Ζαχαρίας Παπαντωνίου, Μιλτιάδης Μαλακάσης και πολλοί άλλοι διανοητές, ενώ πολλές φορές οι εφημερίδες της τότε εποχής, κάνανε στην άκρη σημαντικά γεγονότα, για να αφιερώσουνε πεντάστηλα, καλύπτοντας τέτοια ...δρώμενα.
Από τις 2 Απρίλη 1883 και για 36 συνεχή χρόνια, έγραφε μόνος του κάθε βδομάδα την τετρασέλιδη εφημερίδα του Ο Ρωμηός, η οποία, όσο κι αν ακούγεται απίθανο σήμερα, ήταν ολόκληρη έμμετρη, από τον τίτλο της (Ο Ρωμηός, εφημερίς - που την γράφει ο Σουρής) μέχρι τις μικρές αγγελίες της! Η κυκλοφορία της σταμάτησε λίγο πριν τον θάνατό του, συμπληρώνοντας συνολικά 1444 τεύχη.

Και τώρα βγάζω»το Ρωμηό» από τεσσάρων χρόνων
τιμάται δε ολόκληρος δραχμάς τριάντα μόνον,
και της Ελλάδος τραγουδώ το κλασσικός βασίλειον,
κι εμμέτρως αεροβατών περιορώ τον ήλιον.

Στις σελίδες του Ρωμηού σχολιάζεται εύθυμα όλη η ιστορία αυτών των 36 χρόνων. Αυτό που εντυπωσιάζει τον σημερινό αναγνώστη, πέρα από την αβίαστη ροή του στίχου του Σουρή, είναι το πόσο λίγο έχουν αλλάξει ορισμένες καταστάσεις και χαρακτηριστικά των Ελλήνων. Μέσα από την εφημερίδα αυτή καυτηρίαζε και σατίριζε την εποχή του και την πολιτική κατάσταση, προσπαθώντας να εξυψώσει το πολιτικοκοινωνικό επίπεδο του λαού του, και δημιούργησε τους τύπους του Φασουλή και του Περικλέτου, οι οποίοι σύντομα έγιναν δημοφιλέστατοι στο λαϊκό κοινό.
Με την καθημερινή παρουσία του, ο «Ρωμηός» έγινε η αγαπημένη εφημερίδα κάθε Έλληνα και ο Σουρής το πιο γνωστό όνομα στον τόπο, μετά τον πρωθυπουργό. Πολλοί όμως αμφισβήτησαν το έργο του, που το θεώρησαν ως καθαρά κοινωνικό και χωρίς ποιητική πνοή.
Ωστόσο κανένας δεν μπορεί να αρνηθεί ότι ο Σουρής με το έργο του αγκάλιασε το λαό, μιλούσε τη γλώσσα του και του ανέλυε τα προβλήματα του. Για το λόγο αυτό αγαπήθηκε περισσότερο απ' όλους τους σύγχρονους του, και στην εποχή ακριβώς που ο λαός είχε ανάγκη από τη βοήθεια που του πρόσφεραν οι ποιητές του. Ενδεικτικές της απήχησης του «Ρωμηού», όχι μόνο στο λαό, αλλά και στους πνευματικούς ανθρώπους, είναι οι επόμενες κρίσεις:
Του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, που έγραψε: «Χαίρε Σουρή, συ όστις απέδειξες ότι υπάρχει ακόμη ελληνική ευφυΐα» και του Εμμανουήλ Ροΐδη, σύμφωνα με το κείμενο του οποίου: `Κατά την ορθήν του Αριστοτέλους διάκρισιν του ζώου από τον άνθρωπο, ότι μόνον ο άνθρωπος γελά μεγάλη χρεωστούσιν οι Έλληνες ευγνωμοσύνην εις τον ποιητή του «Ρωμιού», τον επί δεκαετίας ήδη παρέχοντα εις αυτούς, κατά πάσαν εβδομάδα, αφορμήν να επιδείξουν τον τοιούτον ανθρωπισμό των».
Συμπαθέστατος κι εκτιμώμενος απ' όλους προτάθηκε το 1908, για το βραβείο Νόμπελ, με την πρόθυμη πρωτοβουλία και της Βουλής. Το 1911 τιμήθηκε με τον Χρυσούν Σταυρό Του Σωτήρος.
Πέθανε στις 26 Αυγούστου 1919, σ' ηλικία 66 ετών και κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη με τιμές στρατηγού! Η Πολιτεία τον βράβευσε μετά θάνατον και με τον Ταξιάρχη Του Σωτήρος. Στον τάφο του στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών, στήθηκε προτομή του, έργο του γλύπτη Ν. Γεωργαντή κι άλλη μια στήθηκε στην είσοδο του Ζαππείου, έργο του γλύπτη Γ. Δημητριάδη.
Το έργο του
Εκτός από το «Ρωμηό», όπου τα ποιήματα που έγραψε σ’ αυτόν καλύπτουν πολλούς τόμους, τα πιο αξιόλογα από τα έργα του Σουρή είναι: Η ποιητική του συλλογή «Τα τραγούδια μου» (1876), η άλλη συλλογή του «Λόγοι Φιλιππικοί» (1878), τα «Αποκριάτικα» (1880), «Η κυανή βίβλος της Ελλάδας» (1881), τέσσερις τόμοι «Ποιημάτων» (που εκδόθηκαν μεταξύ των ετών 1882 και 1887), τα ποιήματά του με τον τίτλο «Φασουλής φιλόσοφος» , οι επτά τόμοι των «Ημερολογίων» του, τα θεατρικά του «Από γαμπρός, παράνυφος», «Άλλα αντ` άλλων», «Αναπαραδιάρης», «Δεν έχει τα προσόντα» και άλλες δεκατρείς κωμωδίες που ανεβάστηκαν από αθηναϊκούς θιάσους. Μετέφρασε επίσης έμμετρα τις «Νεφέλες» του Αριστοφάνη, που πρωτοπαίχτηκαν στην Αθήνα τον Οκτώβρη του 1900 και συνέδεσαν τ' όνομα του με τον Αριστοφάνη. Στα 1909, δηλαδή όσο ζούσε ο Σουρής, εκδόθηκαν δυο τόμοι από τα «Απαντά» του.
Aπό τον Γιάννη Υφαντή και το πονημά του: "Γεώργιος Σουρής –Άπαντα τα καλύτερα"
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "ΣΟΥΡΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ "Ο ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ""
Related Posts with Thumbnails