Η ΠΛΗΡΗΣ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΙΘΕΤΩΝ - ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ-ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ-ΙΣΤΟΡΙΚΟ-ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΙΘΕΤΩΝ ΚΑΙ ΟΝΟΜΑΤΩΝ - ΣΥΝΕΧΗΣ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ - ΟΛΑ ΤΑ ΕΠΙΘΕΤΑ ΕΧΟΥΝ ΚΑΠΟΙΑ ΣΗΜΑΣΙΑ - ΤΑ ΕΠΩΝΥΜΑ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΦΟΡΕΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑΣ - ΚΑΙ ΒΕΒΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ - Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΣΥΛΛΟΓΗ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΩΝΥΜΩΝ - ΚΑΛΗ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΙΣΤΟΡΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΜΑΘΕΙΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ.
ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΑΣ
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΕΠΩΝΥΜΩΝ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΕΠΩΝΥΜΩΝ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 13 Ιουλίου 2024

Η «καταγωγή» των επιθέτων των Ελλήνων και κατά πόσο έχουν επηρεαστεί από την τουρκοκρατία

 Τι έκαναν οι πρόγονοί μας (ή τι προδίδει ένα επίθετο)

Τα επίθετά μας φανερώνουν τι δουλειές έκαναν οι προπάπποι μας, ή τι σόι άνθρωποι ήταν. Διακόσια χρόνια μετά την Επανάσταση, οι τούρκικες πινελιές στα ονόματά μας κρατάνε ακόμα

 Η «καταγωγή» των επιθέτων των Ελλήνων και κατά πόσο έχουν επηρεαστεί από την τουρκοκρατία

Μερικά επίθετα καταλαβαίνεις αμέσως τι σημαίνουν: ο κύριος Τσενές, για παράδειγμα, μιλάει ασταμάτητα ή έχει μεγάλο στόμα, αν όχι αυτός ο ίδιος, τότε η γιαγιά, ο προπάππος του, κάποιος που κατάγεται από μέρος με Τούρκικο ζυγό ή έδαφος το οποίο σήμερα ανήκει στην Τουρκία. «Τσενές» στα Τούρκικα είναι το στόμα, στη Βόρεια Ελλάδα λέμε για τους πολυλογάδες «Μα δεν πιάνεται ο τσενές του, μιλάει τόση ώρα χωρίς σταματημό;»

Όλα αυτά είναι  άσχετα με την τρέχουσα πραγματικότητα ή την φρικτή επικαιρότητα, αλλά με έπιασε βαθιά επιθυμία να τις αγνοήσω και τις δύο. Κι έπειτα ψάχνοντας το οικογενειακό μας όνομα, έπεσα πάνω σε διαμαντάκια και ενθουσιάστηκα (όπως κάθε φορά που βρίσκω μια «καπού» μια πόρτα δηλαδή διέξοδο από το δυσάρεστο παρόν… και ναι, 

ο Καπουτζίδης ή είναι από φαμίλια που έφτιαχνε πόρτες ή κάποιος πρόγονός του άνοιξε την πόρτα κι έφυγε, δεν εξηγείται αλλιώς). 

Ο Κιρμιζής ήταν ένας κοκκινοπρόσωπος παππούς - «κιρμιζί» σημαίνει κόκκινο, μπορεί να θύμωνε εύκολα ή να είχε κόκκινο χρώμα η μούρη του, και μεταφέρθηκε η χάρη τόσες γενιές. 

Ο Ελματζόγλου είχε μηλιές μια και «ελμά» είναι το μήλο, αν και μπορεί να έτρωγε ή να πουλούσε μήλα.

 Ο  Αραμπατζής είχε αμάξι πρώτος- πρώτος, μια και «αραμπά» είναι το αμάξι, ή ήταν σωφέρ, πάντως είχε τροχούς πριν εφευρεθεί το αυτοκίνητο.

 Ο Μπιτσαξής, Μπιτσάκης, Μπιτσακάκης, έφτιαχνε μαχαίρια, πουλούσε μαχαίρια, στη χειρότερη ήταν μαχαιροβγάλτης ή μαχαίρωσε κάποιον και του βγήκε το όνομα. 

Ο Τσατάλης, Τσαταλίδης, Τσαταλάκης έφτιαχνε/πουλούσε πιρούνια («μπιτσάκ» είναι το μαχαίρι και «τσατάλ» το πηρούνι). Μεταφορικά, μπορεί να είχανε μαγειρειό ή κρεοπωλείο αυτοί οι δύο, μαζί με τον Καζαντζάκη, Καζάντζα και Καζαντζόγλου – «καζάν» είναι το καζάνι. Με διαφορετική γραφή και προφορά, είναι και η τύχη, άρα αυτός που απελευθερώθηκε το 1821 ή έφτασε στην Ελλάδα από την Μικρά Ασία με το «καζάν» στο όνομά του το 1922, μπορεί να «καζάντισε», να ήτανε δηλαδή τυχερός, παίζει κι αυτή η εκδοχή.

Ο Κεσίσογλου είχε κατσίκια, μπορεί και πολλά κατσίκια. Με άλλη γραφή/ορθογραφία, ήτανε μοναχός… πράγμα δύσκολο, γιατί η συνέχεια στο γεναιόγραμμα δεν αποδίδεται σε μοναχούς μια και δεν κάνουν παιδιά. Εκτός αν ο μοναχός αποφάσισε να μονάσει αφού έκανε τα παιδιά του, που πήρανε το όνομα «Κεσσίς», με παχύ «σ», για να τον τιμήσουν. 

Ο Καρίπογλου φρόντιζε κάποιον συγγενή ή και όλους, από το «καρίπ» που σημαίνει «φροντίζω», και ο Αρπάζογλου είχε χωράφια με κριθάρι, εμπορευόταν κριθάρι, άντε να έφτιαχνε κριθαροκουλούρες. Η γιαγιά μας που λεγόταν Ταστσόγλου, έγινε Πετρίδου όταν ήρθε από την Καππαδοκία μια και «τας» σημαίνει «πέτρα» - συχνά υπάρχει και το όνομα Πέτρος στις οικογένειες με την πέτρα στο όνομά τους επειδή κάποιος προπάππος λεγόταν Πέτρος, μάζευε πέτρες, έσπαγε πέτρες ή συγχωρέθηκε με μια πέτρα στο δόξα πατρί, όλα παίζουν. Το Τατσόπουλος, Τασόπουλος, Πετρόπουλος, έχουν την ίδια καταγωγή, από την Τούρκικη πέτρα.

«Κιρλί» σημαίνει βρώμικος οπότε σκεφτείτε κόσμο που ξέρετε με επίθετο από «κιρλί» - ο ίδιος ο κόσμος μπορεί να πλένεται, αλλά οι προπάπποι του ήτανε μποχίκοι. 

Ο Παχαλίδης (που συχνά γίνεται Πασχαλίδης) είναι ακριβός, πουλάει ακριβά ό,τι πουλάει – «παχαλί» σημαίνει ακριβό.

Ο Τσοκάκης, Τσοκίδης, Τσοκούδης, είναι πολύς, μπόλικος, μάλλον τά’χει τα κιλάκια του, από το «τσοκ»=πολύ, αποκλείεται να είναι «κιουτσούκ», δηλαδή μικρόσωμος – αυτός θα είναι ο Κιουτσούκαλης, Κιουτσουκέλης, Κιουτσούκης κλπ. 

Ο Βουγιούκας, Βουκιουκλάκης, Βουγιουκής κλπ είναι μεγαλόσωμος, ψηλός, έχει θεωρία, μια και «μπουγιούκ»=μεγάλο.

Ο ντέντεκτιβ Ουζούνης θα είχε ψηλούς προγόνους – «ουζούν» = ψηλός, αντίθετα ο Κισάκης, Κιτσάκης, Κισέλης θα είχε προγόνους-τάπες μια και «κισά»=κοντός. 

Ο Ρετσέλης έφτιαχνε μαρμελάδες με πολλή επιτυχία, ο Κουζούνης είχε αρνιά, ο Εκμετζής είχε φούρνο ή έτρωγε πολύ ψωμί. 

Ο Καφετζόπουλος και Καφετζής, είτε έψηνε καλό καφέ είτε ήτανε άξουαλ καφετζής με τη βούλα. Αντίστοιχα και ο Μπουφετζής υποθέτουμε ότι είχε μπουφέ κι έβγαζε μεζέδες.

 Ο Σαράπης, Σαράπογλου, Σαραπάκης, τα έτσουζε όποτε έβρισκε ευκαιρία, αλλά ας του δώσουμε μια ευκαιρία, μπορεί να έφτιαχνε καλό κρασί, που είναι «σαράπ». 

Ο Βαρδάκας, Βαρδακίδης, Βαρδάκογλου πουλούσε ποτήρια, φυσούσε γυαλί, ασχολιότανε με το «μπαρντάκ» που είναι το γυαλί. Αν ασχολιόταν με το «μπερντέ»=χρήμα, θα ήτανε Μπερντέκης, Μπερδέκης, Βερδέκης ή Βερδεκίδης.


Ο Κεχαγιάς, Κεχαγιόγλου, Κεχαγιάκης… έχει διάφορες εκδοχές, από το «κεχαγιάς στο σβέρκο μας», δηλαδή απόγονος βαθμοφόρου/αρχηγού/κυβερνήτη, μέχρι «προφήτης» αλλά και… «δέντρο με καφέ χρώμα», μια και δεν ξέρουμε την αρχική ορθογραφία ούτε την προφορά του «κεχαγιά».

Κάποτε γνώρισα μια κυρία Γιουμουρτάκη («γιουμουρτά»=αυγά), η οποία με διαβεβαίωσε προσβεβλημένη ότι δεν είχε καμιά σχέση με κότες. Μπορεί όμως να έτρωγε πολλά αυγά ο προπάππος, να χάριζε αυγά, οτιδήποτε – να έσπασε όλα τα αυγά γυρνώντας από το παζάρι. «Μπιρ» σημαίνει ένα, άρα ο Μπιράκος, Μπιράκης, Μπιράκογλου, είχε ένα παιδί μόνο, παράδοση στα μοναχοπαίδια. 

Ο Αμανατίδης, Αμανάτης, Αμανάτογλου, Αμανατάκης, έμεινε πίσω όταν έφυγαν όλοι, «αμανάτι», που σημαίνει μέσες-άκρες ενέχυρο, πάντως τον άφησαν οι προ-προπάπποι κάπου επειδή δεν μπορούσαν να τον πάρουν μαζί τους. Ο Σέκος ήτανε ντούρος – το «έμεινε σέκος» από κει βγαίνει, από το «ίσιος», με την έννοια ότι αν κάποιος πέσει σέκος, αναγκαστικά είναι ευθυγραμμισμένος με το πάτωμα. 

Ο Γιαβάσης, Γιαβάσογλου, Γιαβασίδης, ήταν αργός, δεν προχώραγε το μουλάρι του, μιλούσε αργά, πήγαινε γιαβάς-γιαβάς, δηλαδή σιγά σιγά. 

Ο Καλίνης, Καλλίνης, Καλινάκης, ήτανε γεματούτσικος κι ο Ιντζίδης, Ιντζόγλου, Ιντσάκης ήτανε λιγνός, από το «καλίν»=χοντρός και «ιντσέ»=λεπτός.

 Ο Μευντάνης ζούσε κοντά ή μέσα στην πλατεία, «μευντάν»=πλατεία. 

Ο Σταμπούλογλου είχε γεννηθεί στην Πόλη, στην Ισταμπούλ, όπως οι πρόγονοι της Λίλας Σταμπούλογλου. Βάζω ανδρικό γένος στα ονόματα επειδή από τους παππούδες κράταγε το εκάστοτε επίθετο συνήθως, πολύ σπάνια από τις γιαγιάδες. Το οικογενειακό επάγγελμα στην διάρκεια του 19ου αιώνα ήταν αυτό που εξασκούσε ο πατέρας. 

Αν η γιαγιά/μάνα ήταν μαία, μπορεί το όνομα «Εμπέ» να ήτανε πρώτο συνθετικό, Εμπετζή, ακόμα και Αμπατζή ή Αμπαζή με παραφθορά, αλλά αν ήταν «ουριτσμάν»=δασκάλα, δύσκολα θα ονοματιζόντουσαν οι απόγονοί τους από τη δουλίτσα της. Που δεν υπήρχε κι όλας ως επάγγελμα γυναικών στον Ελλαδικό χώρο, στο διάστημα 1700-1880.


Παρά το ψάξιμο δεν φωτίστηκα πολύ με το «Ζουμπουλάκης», που θα ήταν «Ζουμπούλογλου» άρα «Τζουμπούλογλου», πριν ο παππούς μας εγκαταλείψει δουλειές και σπίτια στην Κωνσταντινούπολη μια για πάντα. «Τσουμ» σημαίνει φίλος και μάλιστα καρδιακός, αλλά με μικρή διαφορά προφοράς σημαίνει… «ανίπταμαι διαγωνίως, ζουμάρω από ψηλά, περνάω σα σίφουνας στον αέρα». Και τα δύο έχουν τη χάρη τους, νομίζω οικογενειακώς θα τα υιοθετήσουμε με καμάρι για τους προγόνους μας, που τόσο ταλαιπωρήθηκαν χωρίς ποτέ να γκρινιάσουν, όταν έφτιαξαν τη ζωή τους από την αρχή στην Ανατολική Μακεδονία…

Μανίνα Ζουμπουλάκη


«Πηγή: https://www.athensvoice.gr/life/720426_ti-ekanan-oi-progonoi-mas-i-ti-prodidei-ena-epitheto?fbclid=IwAR0cljmzABbyMB_zL7qJp8rrfrdLxRfFiLhD5F13Bn8J0WmpFoHIcsuowlA»

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Η «καταγωγή» των επιθέτων των Ελλήνων και κατά πόσο έχουν επηρεαστεί από την τουρκοκρατία"

Πέμπτη 11 Ιουλίου 2024

ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΩΝ

 

 

Από όσο ξέρω δεν υπάρχουν πολλές στατιστικές μελέτες σχετικά με τα ονόματα των σύγχρονων ελλήνων και ελληνίδων, τη συχνότητα τους, την προέλευση τους, την κατανομή τους ανά γεωγραφικές περιοχές κλπ, το ίδιο και για τα επίθετα.

Σήμερα με την πρόσβαση σε τεράστιες βάσεις δεδομένων (π.χ. χρυσός οδηγός) είναι εύκολη μία τέτοιου είδους εκτεταμένη μελέτη.
Αν και αφού είχα ολοκληρώσει την μικρή κλίμακας ανάλυση μου, εντόπισα μία πολύ αξιόλογη και αξιόπιστη ανάλυση για τα ονόματα των ανδρών και γυναικών, και ένα μπλογκ με κάποια ενδιαφέροντα ετυμολογικά στοιχεία επιθέτων.
Οι παλαιοί έλληνες είχαν μία εξαιρετική ποικιλία ονομάτων, με αστείρευτη ευρυματικότητα, από την εποχή ακόμα των αχαιών.
Αντίθετα οι πολύτεκνοι ρωμαίοι αφού εξαντλούσαν τα οικογενειακά τους ονόματα στην συνέχεια συχνά αριθμούσαν τα παιδιά τους. Έτσι έχουν μείνει στην ιστορία ονόματα όπως Σέκτος, Σέπτιμος, Οκτάβιος και Δέκιος.

Το χριστιανικό Σαράντης (από τους άγιους 40 μάρτυρες) τετραπλασιάζει το μεγαλύτερο γνωστό ρωμαϊκό αριθμητικό όνομα! Με την επικράτηση του χριστιανισμού από τον λατινόφωνο Μ. Κωνσταντίνο (ελληνιστί Ευστάθιο) αρχίζει η υποχρεωτική εξάπλωση των ονομάτων των πρωταγωνιστών της Βίβλου και των αγίων.
Η ντιρεκτίβα του αγίου Ιωάννη (το όνομα προέρχεται από το ιουδαϊκό Γιοχανάν=Θεόδωρος) του λεγόμενου "χρυσόστομου" είναι ξεκάθαρη: «Κανένας λοιπόν ας μη σπεύδει να δώσει στα παιδιά τα ονόματα των προγόνων, του πατέρα δηλαδή, της μητέρας, του πάππου και του προπάππου, αλλά να δίνονται τα ονόματα των δικαίων, των μαρτύρων, των επισκόπων, των αποστόλων»["Περί κενοδοξίας και ανατροφής των τέκνων": 47].
Παρόλα αυτά η ύπαρξη μίας τεράστιας ποικιλίας προχριστιανικών ονομάτων που ενδεχομένως εξακολουθούσαν να χρησιμοποιούνται οδήγησε στον φαιδρό εμπλουτισμό των εορτολογίων (πιθανόν και στην εποχή μας) με μάρτυρες φέροντες αρχαιοελληνικά ονόματα, ακόμα και θεών και ηρώων, τα ονόματα των οποίων από σεβασμό δεν τα χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι (π.χ. δεν ονομαζόταν κανείς Απόλλων, αλλά Απολλόδωρος, Απολλώνιος κλπ).
Έτσι το Αχχιλεάς είναι χριστιανικό όνομα που εορτάζει στις 24 Απριλίου. Συνήθως αυτοί οι άγιοι εορτάζουν μαζικά, για παράδειγμα κάποια αγοράκια οι Αλέξανδρος, Αναξαμένης, Ανάξαρχος, Αριστείδης, Δημάρατος, Δημοκλής, Δημοσθένης, Επαμεινώνδας, Ετεοκλής, Ζήνων, Ηρακλής, Ηφαιστίων, Θεμιστοκλής, Θεόφραστος, Θησεύς, Ισοκράτης, Μιλτιάδης, Μνήσαρχος, Ξενοφών, Όμηρος, Παρμενίων, Πελοπίδας, Περικλής, Πίνδαρος, Πολύβιος, Πολυνίκης, Προμηθεύς(!!!), Σοφοκλής, Σωκράτης και Φιλοποίμην εορτάζουν την 10η Απριλίου και κάποια κοριτσάκια οι Καλλιρόη, Χαρίκλεια, Πηνελόπη, Κλειώ, Θάλεια, Ευτέρπη, Τερψιχώρη, Ουρανία, Κλεονίκη, Σαπφώ, Ερατώ, Πολύμνια, Δωδώνη, Αθηνά, Τρωάδα, Κλεοπάτρα, Ασπασία, Διώνη, Αφροδίτη, Αντιγόνη, Μελπομένη και Πανδώρα που μαρτύρησαν μαζί με τις φίλες τους Μαργαρίτα, Χάιδω, Μόσχω και Λάμπρω στην Ανδριανούπολη τον 2ο αι.μ.Χ. και τιμάται η μνήμη τους την 1η Σεπτεμβρίου.
Βέβαια δεν είναι να παίρνει κανείς στα σοβαρά τα συναξάρια, αλλά θεωρώ πιθανότερο τα ονόματα αυτά να εισήχθησαν σε μεταγενέστερες εποχές, που έγινε της μόδας η αρχαιότητα, παρά να οφείλονται στην ανύπαρκτη διαλακτικότητα των πρώτων χριστιανών. Για να γίνει μία αξιόπιστη ανάλυση ονομάτων απαιτείται ένα στατιστικά επαρκές δείγμα που να απλώνεται σε όλες τις ελληνικές περιοχές.
Λόγω περιορισμού χρόνου και πηγών εξέτασα το πιο αξιόπιστο και αντιπροσωπευτικό μικρό σχετικά δείγμα που βρήκα, τα ονόματα των εθνοπατέρων και εθνομητέρων μας του ελληνικού και του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου.
Για μεγαλύτερη αντιπροσωπευτικότητα στους τελευταίους προστέθηκαν και οι κύπριοι αντιπρόσωποι, άσχετα αν δεν μας πολυγουστάρουν για πατριώτες ορισμένοι εκεί κάτω. Λόγω μικρού αριθμού γυναικών αντιπροσώπων προστέθηκαν στο δείγμα και οι κοπέλες της ολυμπιακής ομάδας του 2008 (...δεν θέλω γέλια).
Συνεπώς μόνο μια γενική αίσθηση μπορούν να δώσουν τα αποτελέσματα που ακολουθούν, με τα δείγματα που αναλύθηκαν να είναι 273 ανδρικά ονόματα, 131 γυναικεία και 337 επίθετα. Ακολουθούν τα συμπεράσματα.
Κύρια ονόματα
Όπως είναι γνωστό και αναμενόμενο οι μισοί νεοέλληνες μοιράζονται 5-6 ονόματα και οι υπόλοιποι κάποια άλλα λιγότερα συχνά. Υποθέτωντας ότι κάποιος είναι σε θέση να φωνάξει και να ακουστεί σε όλη τη χώρα και πει "Γιώργο" θα γυρίσουν 656000 άτομα (!!!), οι αντίστοιχοι αριθμοί είναι 536χιλ για τους Γιάννηδες, 516χιλ για τους Κώστηδες, 278χιλ για τους Νικολήδες, 238χιλ για τους Δημήτρηδες, και από 218χιλ για τους Παναγιώτηδες και τους Μιχάληδες, κλπ αλλά καλύτερα χρησιμοποιείστε τα πιο αξιόπιστα στοιχεία στο http://users.sch.gr/kassetas/Names3.htm.
Αλλά και το μικρό δείγμα που έχουμε δεν απέχει πολύ από αυτά, ώστε να θεωρήσουμε κοντά στην αλήθεια και τα επιπλέον στοιχεία που παρουσιάζουμε εδώ.Τα ίδια στοιχεία για τις κυρίες μας είναι ότι στην χώρα υπάρχουν 549χιλ Μαρίες, από 295χιλ Ελένες και Σοφίες (μάλλον λάθος αυτό), 253χιλ Άννες (υπερβολικό μάλλον), 211χιλ Κατερίνες κλπ.
Το μικρό δείγμα απομακρύνει τα αποτελέσματα από την πραγματικότητα και τη σωστή κατάταξη των ονομάτων. Τώρα εξετάζοντας τα ονόματα όσο αφορά την ετυμολογική τους προέλευση σε συνάρτηση με τη συχνότητα τους σε ελληνικά, μεσανατολικά, λατινικά και λοιπά.
Συμπεραίνουμε ότι ελληνικής ετυμολογίας είναι το 67% των γυναικείων και το 63% των ανδρικών, μεσανατολικής το 20% του συνόλου των ονομάτων και λατινικής το 15% των ανδρικών και το 11% των γυναικείων. Από τα ελληνικά ονόματα τα αρχαιοελληνικής προέλευσης είναι 53% για τις γυναίκες και 28% για τους άνδρες και επί του συνόλου τα ποσοστά είναι 35% και 18% αντίστοιχα.

Η διαφορά οφείλεται μάλλον στις Ελένες. Τώρα για τους λόγους που προαναφέρθηκαν χριστιανικά επί του συνόλου είναι το 95% των ανδρικών και το 98% των γυναικείων ονομάτων. Εδώ υπάρχει και άγιος Αχμέτ... (που μάλλον υπήρξε πραγματικά όμως).
Κλικ στα παρακάτω διαγράμματα για μεγέθυνση.
Επώνυμα
Τώρα ερχόμαστε στην μικρή συλλογή μας από 337 ελληνικά επώνυμα.
Αρχικά εξετάζουμε την μορφή των επιθέτων όσον αφορά τα προθέματά τους και τις καταλήξεις τους. Έτσι έχουμε 91% χωρίς πρόθεμα, με 5% να αρχίζουν με παπά-, 3% με καρά- και 1% με χατζή-. Αν και υπάρχουν και κάποια ελάχιστα σε γερο-, παλαιο- κλπ που δεν βρέθηκαν στο δείγμα μας.
Πιο ενδιαφέρουσα είναι η εξέταση των καταλήξεων των ελληνικών επιθέτων. Τα επίθετα που υπερισχύουν 21% είναι αυτά σε -ας τα οποία είναι συνήθως παρώνυμα (παρατσούκλια κοινώς) και πολλά βαλκανικής ετυμολογικής προέλευσης (αρβανίτικης, βλάχικης κλπ). Ακολουθούν τα εις -ης (με τις εξαιρέσεις που φαίνονται στο διαγραμμα) 19% και τα εις -ος με τις δικές τους εξαιρέσεις στο 11%. Οι δύο αυτές κατηγορίες πέρα των παραπάνω περιέχουν και ονοματολογικής προέλευσης επώνυμα.
Τώρα από τις πασίγνωστες καταλήξεις των νεοελληνικών επιθέτων βλέπουμε μία ισοκατανομή μεταξύ -ίδης, -άκης και -πουλος γύρω στο 10%, με την σειρά κατάταξης που αναφέρθηκαν. Ακολουθούν αυτά που λήγουν εις -ου γύρω στο 4%. Μεταξύ 1-3% κατά σειρά κατάταξης έπονται οι καταλήξεις: -ακος, -ελης, -ωτης, -ιτης και -αδης.
Το υπόλοιπο ποσοστό το μοιράζονται τα ξενικής προέλευσης (μη ελληνοποιημένα) επώνυμα και με τη σειρά τους τα εις -ογλου, -ατος, -ουλης, -ες, -ουδης, -ους, -ουσης και πιθανόν όσες δε βρέθηκαν στο δείγμα μου (όπως η μανιάτικη -εας και άλλες ενδεχομένως).
Όσον αφορά την προέλευση των καταλήξεων, μιας και των προθεμάτων είναι πασίγνωστη, συμπεραίνω ότι ελληνικές είναι οι , -δης, -αδης, -ου, -εας, -ους, -ιτης, -ωτης, και ίσως οι -ακος και -ακης. Η -ουδης μου είναι δύσκολο να καθοριστεί. Σλαβικής προέλευσης μου φαίνονται οι ελάχιστες σε -ιτσης/ος, -ικης/ικος, -εγκος, -ινης/ος και ίσως και η -ουλης(?). Ρουμάνικα/βλάχικα σε -εσκος και -ισκος. Κλασική αλβανική είναι η -ουσης. Ιταλικές είναι οι -ελης και -ατος και τουρκικές η -ογλου με τις παραλλαγές της (-ο(γ)λης, ογλος) και οι -τζης και κάποιες από τις σε -λης μαζί με τις -(χ ή μ)ανης, και -(χ ή μ)ανος και άλλες.
Η κατάληξη -πουλος έρχεται από το λατινικό puellus (υποκοριστικό του puer-pueris που σημαίνει αγόρι).
Τώρα εξετάζοντας το κυρίως θέμα των επωνύμων ως προς την γλωσσική του προέλευση αν και δεν είμαι ειδικός καταλήγω στο ότι στο δείγμα μου, που είναι αρκετά αντιπροσωπευτικό αλλά μικρό, το 56% των ονομάτων έχει ελληνική ρίζα, το 13% μεσανατολική (τουρκική και αραβική, που περιέχουν και αρκετές περσικές λέξεις), 8% λατινικές κλασσικές και ιταλικές κυρίως, το 23% το ξεχώρισα ως βαλκανικές (σλαβικές, και αρβανίτικες ή βλάχικες αν και κάποιες από αυτές μπορεί να είναι και λατινικής προέλευσης).
Σίγουρα θα υπάρχουν και κάποιες αρμένικες και ιουδαϊκές που μάλλον θα έπεσαν μέσα στις μεσανατολικές. Αν υπάρχουν γαλλικές και γερμανικές μάλλον θα είναι στις λατινικές ή τις βαλκανικές της κατάταξής μου. Σημειώνεται ότι αυτές που έρχονται από ξενικής προέλευσης, αλλά ελληνικά κύρια ονόματα, τις θεωρώ ελληνικές, π.χ. Ιωαννίδης.
Τώρα μένει να δούμε τι σημαίνουν τα ονόματα αυτά και από που προήλθαν.
Η μεγάλη πλειοψηφία έρχεται από ένα μικρό (βαπτιστικό όπως λέγεται) όνομα. Τα ονομαστικά υπολογίζονται σε 39%. Τα αστεία σε αρκετές περιπτώσεις παρώνυμα δίνουν το 19% των ελληνικών επωνύμων, και περιγράφουν συνήθως τα εξωτερικά χαρακτηριστικά, τη συμπεριφορά ή την ατυχία κάποιου προπάππου.
Αυτά που δηλώνουν κάποιο επάγγελμα είναι 7%. Αυτά που δείχνουν καταγωγή χωριό, πολή, νομό κλπ είναι 5%. Αυτά που προέρχονται από κάποιον τίτλο (π.χ. οικονόμος, λογοθέτης) που απέκτησε κάποιος πρόγονος είναι στο 3%. Αυτά που δηλώνουν κάποια εθνικότητα επίσης στο 3%. Και τέλος τα άγνωστης σε μένα προέλευσης αφού δεν είμαι ειδικός στην βαλκανική και μεσογειακή γλωσσολογία είναι στο 26%.
Εκτιμώ τα περισσότερα είναι παρώνυμα με μερικά να προέρχονται από τίτλους, επαγγέλματα και ελάχιστα καμουφλαρισμένα ονομαστικά.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΩΝ"

Κυριακή 9 Ιουνίου 2024

ΟΙ ΛΑΤΙΝΟΙ ΣΤΗΝ ΧΙΟ.

 Η ΕΛΛΗΝΟ-ΓΕΝΟΥΑΤΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ.


Οι κοινωνικές τάξεις. Σχέσεις Ελλήνων/Γενουατών. Η Μαόνα. Η συνύπαρξη των Εκκλησιών.
Έλληνες και Λατίνοι έζησαν μαζί στη Χίο και συνυπάρξανε στον πολιτικό και επαγγελματικό στοίβο για περισσότερο από 200 χρόνια, αφήνοντας αναπόφευκτα το στίγμα τους στην ιστορία του νησιού.
Η καθημερινή ζωή, ο κίνδυνος της Τουρκικής κατάκτησης, τα οικονομικά συμφέροντα και το νησί αυτό καθ’ εαυτό έφεραν τις δυο εθνικές κοινότητες κοντά και παρεμπόδισαν την αρχική προκατάληψη και αντιπαλότητα να επικρατήσει.
Ένα συνεχώς αυξανόμενο συναίσθημα εμπιστοσύνης αναπτύχθηκε μεταξύ των δυο ομάδων, που βασίζονταν σε κοινά συμφέροντα , καλή πίστη και μεικτούς γάμους. Παρ' όλες τις γνωστές θρησκευτικές διαφορές και το σημαντικό πολιτιστικό χάσμα μεταξύ Ελλήνων και Λατίνων, οι καθημερινές προσωπικές σχέσεις επικράτησαν των διαφορών που αναφέρθηκαν πιο πάνω. Οι αυτόχθονες Έλληνες –όπως ήταν αναμενόμενο- υπερτερούσαν αριθμητικά έναντι των Γενουατών αποίκων.
Αν βασιστούμε σε πρόχειρους υπολογισμούς και γραπτές περιγραφές ιστορικών και περιηγητών, ο πληθυσμός των Ελλήνων πρέπει να ήταν πάνω από 12,000 και αυτός των Μαονιτών δε θα έπρεπε να υπερέβαινε τα 2,000 μέλη. Συνεπώς, ο ανομοιογενής πληθυσμός του νησιού ήταν διαιρεμένος σε δυο καλά διαχωρισμένες εθνικά ομάδες, που αντιπροσώπευαν δυο διαφορετικούς πολιτισμούς. Ωστόσο, τα δυο κύρια κοινωνικά τμήματα της Χιακής κοινωνίας ήταν υποδιαιρούμενα σε περισσότερες τάξεις.
Η κυρίαρχη τάξη ήταν οι Μαονίτες, οι οποίοι εγκατέλειψαν τα αρχικά επίθετά τους και υιοθέτησαν το επίθετο Ιουστινιάνης στα τέλη του 14ου αιώνα, που έγινε ένα από τα 28 αδελφάτα-συνεταιρισμούς της Γένουας, τα οποία ήταν ομάδες οικογενειών συναθροισμένες.
Αυτές οι οικογενειακές ενώσεις του 14ου αιώνα, που ονομάζονταν Alberghi (ενικός¨ Albergo) άλλαξαν την πολιτική κατάσταση αλλά και το status quo της αριστοκρατίας στη Γένουα. Αυτή η μεταρρύθμιση στο αστικό καθεστώς της Γενουατικής κοινωνίας και αριστοκρατίας επικράτησε τελικά το 1528, όταν η Γένουα κέρδισε την ανεξαρτησία της από τους Γάλλους.
Τα μέλη των οικογενειών-φατριών ή ενώσεων (Αλμπέργκο) δεν είχαν απαραίτητα δεσμούς αίματος μεταξύ τους, αλλά προέρχονταν από διαφορετικές οικογένειες, οι οποίες είχαν ενώσει τις δυνάμεις τους αλλάζοντας τα αρχικά επίθετά τους κατόπιν αμοιβαίας συμφωνίας.
 Όλα τα μέλη των ενώσεων (Alberghi) είχαν ακριβώς τα ίδια δικαιώματα και προνόμια και είχαν να εκπληρώσουν τις ίδιες υποχρεώσεις. Οι οικογένειες που πρόσφεραν τα επίθετα τους για το σχηματισμό των ενώσεων αυτών ήταν διακεκριμένες, ευυπόληπτες, με μεγάλη επιρροή και αριθμούσαν πολυάριθμα μέλη με τουλάχιστον έξι οικογενειακά παρακλάδια με αυτό το επίθετο.
 Τα ονόματα των Alberghi (Αλμπέργκι) στα οποία όλες οι οικογένειες έπρεπε να προσαρτηθούν και να υιοθετήσουν τα επίθετα τους ήταν αλφαβητικά οι Κάλβι, Καττάνεο, Τσεντουριόνε, Τσίμπο, Τσίκαλα, Ντε Φορνάρι, Ντε Φράνκι, Ντε Μαρίνι, Ντι Νέγκρο, Ντόρια, Φιέσκι, Τζεντίλε, Ιουστινιάνι, Γκρίλλο, Γκριμάλντι, Ιμπεριάλε, Ιντεριάνο, Λέρκαρο, Λομελλίνο, Νεγκρόνε, Παλλαβιτσίνο, Πινέλλι, Προμοντόριο, Σαλβάγκο, Σαουλί, Σπινόλα, Ουσοντιμάρε και Βιβάλντι (Calvi, Cattaneo, Centurione, Cibo, Cicala, De Fornari, De Franchi, De Marini, Di Negro, Doria, Fieschi, Gentile, Giustiniani, Grillo, Grimaldi, Imperiale, Interiano, Lercaro, Lomellino, Negrone, Pallavicino, Pinelli, Promontorio, Salvago, Sauli, Spinola, Usodimare and Vivaldi) (βλεπε φωτο 4).
Η δεύτερη κυρίαρχη τάξη στην ιεραρχία της Χιακής κοινωνίας αποτελείτο από τους Έλληνες ευγενείς, οι οποίοι συνέχισαν να διατηρούν τους τίτλους, την περιουσία και τα προνόμια που τους είχαν παραχωρηθεί από τις Βυζαντινές αρχές και μετά τη Γενουατική κατάκτηση.
Σύμφωνα με την συμφωνία παράδοσης του 1346, οι Έλληνες που κατοικούσαν εντός των τειχών του κάστρου –γνωστοί ως καστρινοί- έπρεπε να μεταφερθούν στην περιοχή του Εγκρεμού (Burgus Graecorum) και να πουλήσουν ή να μισθώσουν τα σπίτια τους στους Γενουάτες ευγενείς, που αποτελούσαν τα στρατιωτικά και διοικητικά μέλη των νεο-εγκαθιδρυμένων Γενουατικών αρχών (βλεπε χαρτη 6, διοικητικος χαρτης).
Οι Έλληνες ευγενείς της Χίου κατάγονταν από τη Βυζαντινή αριστοκρατία.
 Κάποια διακεκριμένα μέλη της Βυζαντινής αριστοκρατίας είχαν εγκατασταθεί σε μερικά νησιά όπως η Χίος λόγω της αυξανόμενης πίεσης που είχαν προκαλέσει οι Τουρκικές εισβολές στη Μικρά Ασία το 12ο αιώνα. Έλαβαν άδεια από τον αυτοκράτορα να εγκατασταθούν στο νησί και να αποκτήσουν γη και εισοδήματα τα οποία μπορούσαν να εκμεταλλεύονται με φεουδαρχικό σύστημα.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι Γενουάτες σεβάστηκαν την αριστοκρατική θέση και την κοινωνική ιεραρχία των Ελλήνων ευγενών μετά το 1346, όπως μας περιγράφει ο Ιερώνυμος Ιουστινιάνης.
Στην ιστορική του αναφορά, που γράφτηκε το 16ο αιώνα περιγράφει τους Έλληνες ευγενείς να είναι ντυμένοι με ένα ξεχωριστό τρόπο και να αποτελούν το κέντρο του ενδιαφέροντος σε διάφορες περιστάσεις συμπεριλαμβανομένων και των χριστιανικών θρησκευτικών εορτασμών. Κατά τη διάρκεια των εορτασμών αυτών οι Έλληνες ευγενείς δέχονταν τιμές από τον τοπικό πληθυσμό χωρίς να χρειάζεται να αποδώσουν τιμές οι ίδιοι στους Μαονίτες άρχοντες του νησιού.
Οι Έλληνες ευγενείς ήταν σε κάποιες περιπτώσεις απαλλαγμένοι από συγκεκριμένους φόρους και κάποιοι από αυτούς είχαν δικαστικές εξουσίες όντας μέλη του τοπικού δικαστηρίου που ονομάζονταν δικαιότατο και αποτελείτο από τέσσερις δικαστές ¨δυο Μαονίτες, ένα Γενουάτη ευγενή και έναν Έλληνα μέλος της αριστοκρατίας.
Μερικά από τα ελληνικά επίθετα που αναφέρονται πριν την εποχή των Γενουατών στη Χίο και ήταν ευγενικής καταγωγής ήταν το οικογενειακό όνομα Σκυλίτσης (μάλλον και το πιο αρχαίο), Αργέντης (παλαιάς Γενουατικής προέλευσης), Κορέσσης και Ροδοκανάκης.
 Άλλα Ελληνικά οικογενειακά ονόματα που αναφέρονται σε συμβολαιογραφικές πράξεις και ιστορικές αναφορές είναι τα επίθετα Αγέλαστος, Καλούτος, Σεβαστός, Βολαστός, Πετροκόκκινος, Ράλλης, Σεκιάρης και αρκετά άλλα.
Η τρίτη κοινωνική τάξη, παρότι υπάρχει διχογνωμία για τη θέση και την καταγωγή της ήταν οι αστοί, οι οποίοι ήταν μέλη της τοπικής κοινωνίας και ενδεχομένως προέρχονταν από διάφορες κοινωνικές αλλά και εθνικές ομάδες. Μια μεγάλη μερίδα της αστικής τάξης ήταν επαγγελματίες, που είχαν νομική υπόσταση διαφορετική από τα άλλα κοινωνικά μέλη, πράγμα το οποίο τους έδινε το δικαίωμα να εκφράζουν τη γνώμη τους και να αμύνονται των συμφερόντων τους. Ο όρος αστός πιθανώς να είναι συνδεδεμένος με τον τόπο της κατοικίας και με ένα συγκεκριμένο νομικό πλαίσιο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων.
Οι κατώτατες τάξεις της κοινωνίας περιλάμβαναν ακτήμονες γεωργούς, καλλιεργητές της μαστίχας και ναύτες, οι οποίοι ήταν Ελληνικής καταγωγής, Εβραίους και ξένους που κατοικούσαν στη Χίο για διάφορους λόγους συμπεριλαμβανομένου και του εμπορίου.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "ΟΙ ΛΑΤΙΝΟΙ ΣΤΗΝ ΧΙΟ."

Κυριακή 12 Μαΐου 2024

Τα παρατσούκλια κατοίκων ανά πόλη της Ελλάδας και η σημασία τους!

 Γνωρίζατε ότι υπάρχουν παρατσούκλια για τους κατοίκους σχεδόν κάθε ελληνικής πόλης; Και δεν εννοούμε απλώς τα ονόματα που βγαίνουν από την πόλη πχ Αθήνα – Αθηναίοι, αλλά κάποιες ειδικές ονομασίες, οι οποίες έχουν βγει για διάφορους λόγους...

Σίγουρα έχετε ακούσει μερικά από τα παρατσούκλια αλλά ας δούμε πώς αποκαλούνται οι κάτοικοι διαφορων πόλεων!
• Κως – Μπόχαλοι.Προέρχεται από την τοπική διάλεκτο στην οποία το μπουκάλι το λένε μποχάλι.
• Ρόδος – Τσαμπίκοι Από το γνωστό τοπικό όνομα.
• Θεσσαλονίκη – Καρντάσια Καρντάσι είναι ο αδερφός στα τουρκικά. Παλιά επεφτε πολυ δούλεμα από τους Αθηναίους επί του θέματος. Σαλονίκη δε, γνωστή και ως Καρντασούπολη! Οι θεσσαλονικείς είναι επίσης γνωστοί ως μπαγιάτηδες και ως παυλοκαταραμένοι.
• Έβρος – Γκάτζοι ή Γκάτζολοι
Στο Σουφλί του νομού Έβρου παλαιότερα υπήρχαν πολλά γαϊδούρια, τα οποία τα έλεγαν αλλιώς και γκάτζους. Έτσι οι φαντάροι έβγαλαν κοροϊδευτικά την περιοχή Γκατζολία και έμεινε να φωνάζουν τους κατοίκους Γκάτζολους. Η ιστορική αμαξοστοιχία 604 ΕΒΡΟΣ ΕΞΠΡΕΣ λέγεται και Γκάτζος Εξπρές.
• Πτολεμαΐδα – Καϊλαριώτες
Αυτό συμβαίνει γιατί η Πτολεμαϊδα λέγεται αλλιώς και Καϊλάρια. Επίσης λέγεται και λασποχώρι γιατί παλιά όταν έβρεχε ήταν ένα χωριό γεμάτο λάσπες.
• Κοζάνη – Σούρδοι
Λέγονται έτσι διότι προσποιούνταν ότι δεν άκουσαν κάτι – κοινώς ποιούσαν τη νήσσαν – όταν φυσικά δεν τους συνέφερε. Και ενώ οι μεν υπόλοιποι Έλληνες τους δέχτηκαν με αυτήν τους τη νοοτροποία, οι δε Εβραίοι δεν κατάφεραν να στεργιώσουν ούτε στιγμή στην περιοχή. Στα βλάχικα σούρδος σημαίνει κουφός / βλάκας.
• Κέρκυρα – Παγανέλια ή Φρανκολαντσέρηδες
Ονομάστηκαν έτσι γιατί παγανέλι στην κερκυραϊκή διάλεκτο σημαίνει περιστέρι και η Κέρκυρα (κυρίως οι πλατείες, αλλα γενικά όλη η πόλη της) είναι γεμάτη περιστέρια. Το φρανκολαντσέρηδες είναι άγνωστο από που βγαίνει.
• Ιωάννινα – Παγουράδες
Αποκαλούνται έτσι, γιατί παλιά λέγανε ότι στη λίμνη στα Γιάννενα καθρεπτιζόταν το φεγγάρι και οι Γιαννιώτες έτρεχαν με τα παγούρια για να μαζέψουν και καλά το μαγικό νερό!
• Λάρισα – Πλατυποδαράδες ή Πλατύποδες ή Τυρόγαλα
Οι Λαρισαίοι λέγονται έτσι λόγω του κάμπου που είναι επίπεδος και δεν βοηθάει στο σχηματισμό καμάρας στο πόδι. Το τυρόγαλα βγαίνει απ' το τοπικό προϊόν.
• Βόλος – Αυστριακοί
Kυκλοφορούν διάφορες εκδοχές:
* Διότι οι Βολιώτες είναι τσιγκούνηδες – σαν τους Αυστριακούς
* Διότι είναι ψυχροί άνθρωποι – σαν τους Αυστριακούς
* Διότι είναι μοχθηροί – επί Τουρκοκρατίας, οι Αυστριακοί είχαν χειρότερη φήμη κι απ' τους Τούρκους.
* Διότι στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν μπήκε στον Παγασητικό ένα αυστριακό πολεμικό, αν και εχθρικό, οι Βολιώτες το υποδέχθηκαν με μπάντες και αυστριακές σημαίες.
Αυτά τα λένε οι Λαρισαίοι. Οι εξηγήσεις που δίνουν οι ίδιοι οι Βολιώτες είναι:
* Επί Τουρκοκρατίας, η πόλη είχε διάφορα εμπορικά προνόμια, ένα από τα οποία ήταν και η ύπαρξη αυστριακού προξενείου και η δυνατότητα που είχαν οι Βολιώτες να εμπορεύονται υπό αυστριακή προστασία.
* Μετά το 1881, που ο Βόλος ενσωματώθηκε στο ελληνικό κράτος, η νέα διοίκηση φορολόγησε βαριά τη Θεσσαλία. Μπήκε ένας ιδιότυπος νέος κεφαλικός φόρος σε όλους τους (κατά κύριο λόγο εμπόρους), κάτι το οποίο οδήγησε στους μαγαζάτορες να βάλουν ξένες, αυστριακές σημαίες στα μαγαζιά τους για να αποφύγουν να φορολογηθούν.
Υπάρχει και η εκδοχή της Φρικηπαίδειας.
* Ο Βόλος είναι μία πόλη στην κεντρική Ελλάδα. Γνωστή αυστριακή αποικία που εξελίχθηκε σε αποικία των ΕΛ, μετά την εκδίωξή τους από την αφιλόξενη προσωρινή τους κατοικία, τη γνωστή υποβαθμισμένη περιοχή της Αθήνας.
• Άρτα – Νερατζοκώληδες
Λόγω του ότι στην Άρτα έχουν πολλά νεράτζια και μεγάλους κώλους, άρα έχουν κώλους σαν νεράτζια.
• Πρέβεζα – Σαρδέλες
Διότι λέγεται ότι βάζουν τις σαρδέλες στο κλουβί.
• Αθήνα – Γκάγκαροι
Γκάγκαρο ήταν το βαρύ ξύλο που ήταν κρεμασμένο με σκοινί πίσω από τις αυλόπορτες, τις οποίες έκλεινε με το βάρος του (gaga στα τούρκικα το ράμφος). Γκάγκαρος λεγόταν επί τουρκοκρατίας ο Αθηναίος της ανώτερης κοινωνικής τάξης, ο οποίος στην πόρτα του είχε γκάγκαρο. Σημαίνει σήμερα ο γνήσιος Αθηναίος.
• Φλώρινα – Απόγονοι της Γιουργίας
Γιατί η γιούργα ήταν η Γεωργία στα φλωρινιώτικα. Ήταν η μεγαλύτερη πόρνη της Φλώρινας. Απ' τις μεγαλύτερες βρισιές για τους Φλωρινιώτες!
Πόντος – Ντουντούμια / Τουρκούλια
Άγνωστη προέλευση.
Λέσβος – Γκαζμάδες
Τη Μυτιλήνη τη λένε Γκασμαδία ή Κασμαδία οι φαντάροι που υπηρετούν εκεί, επειδή η στρατιωτική ζωή εκεί έχει πολύ σκάψιμο, σκάβουν ορύγματα. Επίσης, υπάρχει και ο παλιός μύθος που λέει ότι (σύμφωνα με την παράδοση από στόμα σε στόμα των φαντάρων) όταν ήταν να φτιαχτεί το αεροδρόμιο της Μυτιλήνης, όλοι οι κάτοικοι πήγαν να συνδράμουν κρατώντας από έναν κασμά (και κανένας δεν κρατούσε φτυάρι ή σκαπέτι).
• Σέρρες – Ακανέδες
Λόγω του ότι στη πόλη των Σερρών φτιάχνονται ακανέδες (ένα είδος γλυκού σαν λουκούμι).
• Πάτρα – Μινάρες
Λίγο υποτιμητική λέξη για τους Πατρινούς που σημαίνει μ..άκας αλλά σε πιο light εκδοχή. Τυπικός χαιρετισμός: "που 'σαι ρε μιναρα"
• Ηράκλειο – Σουμπερίτες ή Καστρινούς
Σουμπερίτες, διότι στην κατοχή ο Σούμπερ είχε την έδρα του στο Hράκλειο και Καστρινούς επειδή το Ηράκλειο ονομαζόταν και Κάστρο.
• Αγρίνιο – Βλάχοι
Έτσι τους αποκαλούν οι Μεσολογγίτες, οι οποίοι θεωρούν τον εαυτό τους πολύ διακεκριμένο.
• Ναύπλιο – Κωλοπλένηδες
Οι Aργίτες τους αποκαλούν έτσι διότι πλένονταν στις τούρκικες τουαλέτες.
• Άργος – Πρασάδες
Ως αντίποινα τους έβγαλαν έτσι, διότι έτρωγαν το πράσο με το οποίο χτυπούσαν το γαϊδούρι τους.
• Καβάλα – Ψαροκασέλες
Έτσι τους αποκαλούν οι Ξανθιώτες.
• Αρκαδία – Σκορδάς ή Αβγοζύγης
Σκορδάς λόγω των τοπικών προϊόντων και αβγοζύγης γιατί πρώτοι οι Αρκάδες πουλούσαν αυγά βάσει του μεγέθους τους – των αυγών -.
• Κόρινθος – Λαΐδες
Γιατί Λαΐδα ήταν μια εταίρα της αρχαιότητας από την Κόρινθο.
• Κρήτη – Πέτσακες ή Σβούρους
Μάλλον από Ρέθυμνο, Ηράκλειο. Ο ορεσίβιος ή χωρικός που κατεβαίνει στην πόλη με ιμπεριαλιστικές διαθέσεις ως προς γυναίκες, μπάρια κλπ. με τα γνωστά αξεσουάρ (4χ4, μαύρο πουκάμισο κλπ κλπ). Τείνει να αντικαταστήσει και στα Χανιά το . Σβούροι είναι οι κάγκουρες στην τοπική διάλεκτο.
• Σαλαμίνα – Μπακαουκες ή Μανάρια
Για το "Μπακαουκας" υπάρχει και το γνωστό ανέκδοτο ότι στη σαλαμίνα επικρατεί... εμφύλιος μεταξύ των Μπακις και των Ουκας.
• Xαλκίδα – Τρελονερίτες
Απο το φαινόμενο της παλίρροιας. Τα τρελά νερά του Ευρίπου λένε οτι έχουν πειράξει και τα μυάλα των Χαλκιδέων.
• Τρίκαλα – Κασέρια ή Σακαφλιάδες
Κασέρια λόγω τοπικού τυριού και Σακαφλιάδες λόγω του Σακαφλιά, ο οποίος έζησε την εποχή του Μεσοπολέμου, λίγο μετά την Μικρασιατική Καταστροφή και ήταν ο Δον Ζουάν της εποχής. Ήταν ένας ωραίος άντρας που είχε αναστατώσει την τρικαλινή κοινωνία με τα καμώματά του, ώσπου κάποιοι του στήσανε καρτέρι στα στενά σοκάκια του Βαρουσίου και τον μαχαιρώσανε (εξού και το γνωστό στιχάκι "Στα τρίκαλα στα δυό στενά σκοτώσανε τον Σακαφλιά"). Το σακαφλιάς κατά λέξη σημαίνει ο φίλος της σάρκας.

http://www.pronews.gr/istoria/635069_ta-paratsoyklia-katoikon-ana-poli-tis-elladas-kai-i-simasia-toysi
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Τα παρατσούκλια κατοίκων ανά πόλη της Ελλάδας και η σημασία τους!"

Τρίτη 23 Ιανουαρίου 2024

ΙΤΑΛΙΚΑ-ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΕΠΩΝΥΜΑ

 ΝΑΞΙΑΚΑ ΕΠΩΝΥΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ


Προέλευση των ιταλογενών ναξιακών επωνύμων
Η ύπαρξη ιταλικής προέλευσης ναξιακών οικογενειακών ονομάτων επιδέχεται ποικίλες ερμηνείες και αποδίδεται σε διάφορες αιτίες:
α) Οι φέροντες τέτοια ονόματα είναι δυνατό να είναι γόνοι οικογενειών με ρίζες από τη Δύση και ιδίως από βορειοϊταλικές πόλεις (π.χ. από τη Βενετία, τη Γένοβα, τη Μπολώνια, τη Βερώνα, το Μιλάνο κ.α.), που είτε εγκαταστάθηκαν στη Νάξο ήδη από τον ύστερο Μεσαίωνα, είτε μετανάστευσαν εκεί από άλλες λατινοκρατούμενες περιοχές κατάτην Τουρκοκρατία, χωρίς να αποκλείεται να πρόκειται για απλές επιδράσεις στην ονοματοδοσία τους. 
Αρχικά όλοι οι Ιταλοί επήλυδες ασπάζονταν το δυτικό δόγμα, ωστόσο με την πάροδο των αιώνων, πολλοί από τους απογόνους τους προσεχώρησαν στην Ορθοδοξία.
β) Περιπτώσεις μικτών γάμων. Παρατηρείται στη μεσαιωνική Νάξο, αλλά και αργότερα το φαινόμενο της σύναψης γάμου μεταξύ ετεροδόξων. Μία από τις βασικές του αιτίες ήταν (ιδίως κατά τους πρώτους αιώνες της λατινικής κυριαρχίας) η δυσχέρεια εξεύρεσης δυτικών γυναικών στο χώρο των Κυκλάδων, με σκοπό το γάμο.
Έτσι παρατηρήθηκε στο Αιγαίο το φαινόμενο της γέννησης παιδιών, που είχαν πατέρα Λατίνοκαι μητέρα Ελληνορθόδοξη, τα οποία ονομάζονταν γασμούλοι, βασμούλοι ή bastardi. Αυτοί δε θεωρούνταν ούτε ελεύθεροι, ούτε σκλάβοι, αλλά μία ενδιάμεση κατάσταση ανάμεσα στους «Φράγκους»και τους Έλληνες.
Οι γασμούλοι είχαν γενικά τη δυνατότητα να επιλέξουν το δόγμα της αρεσκείας τους, κατά τη συνήθη όμως πρακτική στη Νάξο τα αγόρια, που προέρχονταν από μεικτό γάμο, ασπάζονταν το δόγμα του πατέρα, ενώ τα κορίτσια αυτό της μητέρας, ενώ κατάάλλη εκδοχή, οι γόνοι των μεικτών γάμων -αμφοτέρων των φύλων- στις Κυκλάδες έπαιρναν το δόγμα της μητέρας.
γ) Περιπτώσεις ντόπιων Ελληνορθοδόξων κατοίκων της Νάξου, που για διαφόρους λόγους απέκτησαν επώνυμο ή βαπτιστικό όνομα, προερχόμενο κατά κανόνα από τη βενετσιάνικη διάλεκτο: πιθανόν είτε λόγω στενών σχέσεων με κάποιο φεουδάρχη, το κύρος του οποίου στην τοπική κοινωνία μπορούσε ενδεχομένως να ασκήσει σημαντική επιρροή ως προς την ονοματοδοσία μελών της ελληνορθόδοξης πλειοψηφίας, είτε κυρίως λόγω της ευρείας διάδοσης στο λεξιλόγιο του ντόπιου πληθυσμού ιταλικών λέξεων και εισαγωγής πολλών βαπτιστικών ονομάτων βενετικής προέλευσης.
 Έτσι τα λατινικής προέλευσης Ναξιακά επώνυμα τα διακρίνουμε για λόγους μεθοδολογικούς στις εξής κατηγορίες:
1) Σε επώνυμα γνωστών δυτικών οικογενειών, μέλη των οποίων εγκαταστάθηκαν στη Νάξο κατά τους μεσαιωνικούς και μεταμεσαιωνικούς χρόνους, που σήμερα είτε διατηρούν τη ρωμαιοκαθολική τους πίστη (π.χ. Δελλα-Ρόκκας), είτε έχουν ασπαστεί το ορθόδοξο δόγμα (π.χ. Μπαζαίος).
2) Σε πατριδωνυμικά επώνυμα. π.χ. Βερώνης, Πρίντεζης, Δεγαΐτας.
3) Σε αυτά που προέρχονται από ιταλικά βαπτιστικά. π.χ. Ανδριέλλος, Τζαννετής, Τζουάννης, Τζαννίνης, Φραγκίσκος, Φρατζέσκος, Μαράκης, Στάης.
4) Σε αυτά που προέρχονται από παρωνύμια. π.χ. Λυμπερτάς, Τζόβενος.
5) Σε αυτά που προέρχονται από ιταλικά επαγγελματικά επώνυμα ή που προήλθαν από τίτλους και αξιώματα της εποχής του Δουκάτου του Αιγαίου και που επιβίωσαν κατά την Τουρκοκρατία. π.χ. Καστελλάνος, Κατζηλιέρης κ.α.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "ΙΤΑΛΙΚΑ-ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΕΠΩΝΥΜΑ"

Παρασκευή 13 Αυγούστου 2021

Η «καταγωγή» των επιθέτων των Ελλήνων και κατά πόσο έχουν επηρεαστεί από την τουρκοκρατία

 Τι έκαναν οι πρόγονοί μας (ή τι προδίδει ένα επίθετο)

Τα επίθετά μας φανερώνουν τι δουλειές έκαναν οι προπάπποι μας, ή τι σόι άνθρωποι ήταν. Διακόσια χρόνια μετά την Επανάσταση, οι τούρκικες πινελιές στα ονόματά μας κρατάνε ακόμα

 Η «καταγωγή» των επιθέτων των Ελλήνων και κατά πόσο έχουν επηρεαστεί από την τουρκοκρατία

Μερικά επίθετα καταλαβαίνεις αμέσως τι σημαίνουν: ο κύριος Τσενές, για παράδειγμα, μιλάει ασταμάτητα ή έχει μεγάλο στόμα, αν όχι αυτός ο ίδιος, τότε η γιαγιά, ο προπάππος του, κάποιος που κατάγεται από μέρος με Τούρκικο ζυγό ή έδαφος το οποίο σήμερα ανήκει στην Τουρκία. «Τσενές» στα Τούρκικα είναι το στόμα, στη Βόρεια Ελλάδα λέμε για τους πολυλογάδες «Μα δεν πιάνεται ο τσενές του, μιλάει τόση ώρα χωρίς σταματημό;»

Όλα αυτά είναι  άσχετα με την τρέχουσα πραγματικότητα ή την φρικτή επικαιρότητα, αλλά με έπιασε βαθιά επιθυμία να τις αγνοήσω και τις δύο. Κι έπειτα ψάχνοντας το οικογενειακό μας όνομα, έπεσα πάνω σε διαμαντάκια και ενθουσιάστηκα (όπως κάθε φορά που βρίσκω μια «καπού» μια πόρτα δηλαδή διέξοδο από το δυσάρεστο παρόν… και ναι, 

ο Καπουτζίδης ή είναι από φαμίλια που έφτιαχνε πόρτες ή κάποιος πρόγονός του άνοιξε την πόρτα κι έφυγε, δεν εξηγείται αλλιώς). 

Ο Κιρμιζής ήταν ένας κοκκινοπρόσωπος παππούς - «κιρμιζί» σημαίνει κόκκινο, μπορεί να θύμωνε εύκολα ή να είχε κόκκινο χρώμα η μούρη του, και μεταφέρθηκε η χάρη τόσες γενιές. 

Ο Ελματζόγλου είχε μηλιές μια και «ελμά» είναι το μήλο, αν και μπορεί να έτρωγε ή να πουλούσε μήλα.

 Ο  Αραμπατζής είχε αμάξι πρώτος- πρώτος, μια και «αραμπά» είναι το αμάξι, ή ήταν σωφέρ, πάντως είχε τροχούς πριν εφευρεθεί το αυτοκίνητο.

 Ο Μπιτσαξής, Μπιτσάκης, Μπιτσακάκης, έφτιαχνε μαχαίρια, πουλούσε μαχαίρια, στη χειρότερη ήταν μαχαιροβγάλτης ή μαχαίρωσε κάποιον και του βγήκε το όνομα. 

Ο Τσατάλης, Τσαταλίδης, Τσαταλάκης έφτιαχνε/πουλούσε πιρούνια («μπιτσάκ» είναι το μαχαίρι και «τσατάλ» το πηρούνι). Μεταφορικά, μπορεί να είχανε μαγειρειό ή κρεοπωλείο αυτοί οι δύο, μαζί με τον Καζαντζάκη, Καζάντζα και Καζαντζόγλου – «καζάν» είναι το καζάνι. Με διαφορετική γραφή και προφορά, είναι και η τύχη, άρα αυτός που απελευθερώθηκε το 1821 ή έφτασε στην Ελλάδα από την Μικρά Ασία με το «καζάν» στο όνομά του το 1922, μπορεί να «καζάντισε», να ήτανε δηλαδή τυχερός, παίζει κι αυτή η εκδοχή.

Ο Κεσίσογλου είχε κατσίκια, μπορεί και πολλά κατσίκια. Με άλλη γραφή/ορθογραφία, ήτανε μοναχός… πράγμα δύσκολο, γιατί η συνέχεια στο γεναιόγραμμα δεν αποδίδεται σε μοναχούς μια και δεν κάνουν παιδιά. Εκτός αν ο μοναχός αποφάσισε να μονάσει αφού έκανε τα παιδιά του, που πήρανε το όνομα «Κεσσίς», με παχύ «σ», για να τον τιμήσουν. 

Ο Καρίπογλου φρόντιζε κάποιον συγγενή ή και όλους, από το «καρίπ» που σημαίνει «φροντίζω», και ο Αρπάζογλου είχε χωράφια με κριθάρι, εμπορευόταν κριθάρι, άντε να έφτιαχνε κριθαροκουλούρες. Η γιαγιά μας που λεγόταν Ταστσόγλου, έγινε Πετρίδου όταν ήρθε από την Καππαδοκία μια και «τας» σημαίνει «πέτρα» - συχνά υπάρχει και το όνομα Πέτρος στις οικογένειες με την πέτρα στο όνομά τους επειδή κάποιος προπάππος λεγόταν Πέτρος, μάζευε πέτρες, έσπαγε πέτρες ή συγχωρέθηκε με μια πέτρα στο δόξα πατρί, όλα παίζουν. Το Τατσόπουλος, Τασόπουλος, Πετρόπουλος, έχουν την ίδια καταγωγή, από την Τούρκικη πέτρα.

«Κιρλί» σημαίνει βρώμικος οπότε σκεφτείτε κόσμο που ξέρετε με επίθετο από «κιρλί» - ο ίδιος ο κόσμος μπορεί να πλένεται, αλλά οι προπάπποι του ήτανε μποχίκοι. 

Ο Παχαλίδης (που συχνά γίνεται Πασχαλίδης) είναι ακριβός, πουλάει ακριβά ό,τι πουλάει – «παχαλί» σημαίνει ακριβό.

Ο Τσοκάκης, Τσοκίδης, Τσοκούδης, είναι πολύς, μπόλικος, μάλλον τά’χει τα κιλάκια του, από το «τσοκ»=πολύ, αποκλείεται να είναι «κιουτσούκ», δηλαδή μικρόσωμος – αυτός θα είναι ο Κιουτσούκαλης, Κιουτσουκέλης, Κιουτσούκης κλπ. 

Ο Βουγιούκας, Βουκιουκλάκης, Βουγιουκής κλπ είναι μεγαλόσωμος, ψηλός, έχει θεωρία, μια και «μπουγιούκ»=μεγάλο.

Ο ντέντεκτιβ Ουζούνης θα είχε ψηλούς προγόνους – «ουζούν» = ψηλός, αντίθετα ο Κισάκης, Κιτσάκης, Κισέλης θα είχε προγόνους-τάπες μια και «κισά»=κοντός. 

Ο Ρετσέλης έφτιαχνε μαρμελάδες με πολλή επιτυχία, ο Κουζούνης είχε αρνιά, ο Εκμετζής είχε φούρνο ή έτρωγε πολύ ψωμί. 

Ο Καφετζόπουλος και Καφετζής, είτε έψηνε καλό καφέ είτε ήτανε άξουαλ καφετζής με τη βούλα. Αντίστοιχα και ο Μπουφετζής υποθέτουμε ότι είχε μπουφέ κι έβγαζε μεζέδες.

 Ο Σαράπης, Σαράπογλου, Σαραπάκης, τα έτσουζε όποτε έβρισκε ευκαιρία, αλλά ας του δώσουμε μια ευκαιρία, μπορεί να έφτιαχνε καλό κρασί, που είναι «σαράπ». 

Ο Βαρδάκας, Βαρδακίδης, Βαρδάκογλου πουλούσε ποτήρια, φυσούσε γυαλί, ασχολιότανε με το «μπαρντάκ» που είναι το γυαλί. Αν ασχολιόταν με το «μπερντέ»=χρήμα, θα ήτανε Μπερντέκης, Μπερδέκης, Βερδέκης ή Βερδεκίδης.


Ο Κεχαγιάς, Κεχαγιόγλου, Κεχαγιάκης… έχει διάφορες εκδοχές, από το «κεχαγιάς στο σβέρκο μας», δηλαδή απόγονος βαθμοφόρου/αρχηγού/κυβερνήτη, μέχρι «προφήτης» αλλά και… «δέντρο με καφέ χρώμα», μια και δεν ξέρουμε την αρχική ορθογραφία ούτε την προφορά του «κεχαγιά».

Κάποτε γνώρισα μια κυρία Γιουμουρτάκη («γιουμουρτά»=αυγά), η οποία με διαβεβαίωσε προσβεβλημένη ότι δεν είχε καμιά σχέση με κότες. Μπορεί όμως να έτρωγε πολλά αυγά ο προπάππος, να χάριζε αυγά, οτιδήποτε – να έσπασε όλα τα αυγά γυρνώντας από το παζάρι. «Μπιρ» σημαίνει ένα, άρα ο Μπιράκος, Μπιράκης, Μπιράκογλου, είχε ένα παιδί μόνο, παράδοση στα μοναχοπαίδια. 

Ο Αμανατίδης, Αμανάτης, Αμανάτογλου, Αμανατάκης, έμεινε πίσω όταν έφυγαν όλοι, «αμανάτι», που σημαίνει μέσες-άκρες ενέχυρο, πάντως τον άφησαν οι προ-προπάπποι κάπου επειδή δεν μπορούσαν να τον πάρουν μαζί τους. Ο Σέκος ήτανε ντούρος – το «έμεινε σέκος» από κει βγαίνει, από το «ίσιος», με την έννοια ότι αν κάποιος πέσει σέκος, αναγκαστικά είναι ευθυγραμμισμένος με το πάτωμα. 

Ο Γιαβάσης, Γιαβάσογλου, Γιαβασίδης, ήταν αργός, δεν προχώραγε το μουλάρι του, μιλούσε αργά, πήγαινε γιαβάς-γιαβάς, δηλαδή σιγά σιγά. 

Ο Καλίνης, Καλλίνης, Καλινάκης, ήτανε γεματούτσικος κι ο Ιντζίδης, Ιντζόγλου, Ιντσάκης ήτανε λιγνός, από το «καλίν»=χοντρός και «ιντσέ»=λεπτός.

 Ο Μευντάνης ζούσε κοντά ή μέσα στην πλατεία, «μευντάν»=πλατεία. 

Ο Σταμπούλογλου είχε γεννηθεί στην Πόλη, στην Ισταμπούλ, όπως οι πρόγονοι της Λίλας Σταμπούλογλου. Βάζω ανδρικό γένος στα ονόματα επειδή από τους παππούδες κράταγε το εκάστοτε επίθετο συνήθως, πολύ σπάνια από τις γιαγιάδες. Το οικογενειακό επάγγελμα στην διάρκεια του 19ου αιώνα ήταν αυτό που εξασκούσε ο πατέρας. 

Αν η γιαγιά/μάνα ήταν μαία, μπορεί το όνομα «Εμπέ» να ήτανε πρώτο συνθετικό, Εμπετζή, ακόμα και Αμπατζή ή Αμπαζή με παραφθορά, αλλά αν ήταν «ουριτσμάν»=δασκάλα, δύσκολα θα ονοματιζόντουσαν οι απόγονοί τους από τη δουλίτσα της. Που δεν υπήρχε κι όλας ως επάγγελμα γυναικών στον Ελλαδικό χώρο, στο διάστημα 1700-1880.


Παρά το ψάξιμο δεν φωτίστηκα πολύ με το «Ζουμπουλάκης», που θα ήταν «Ζουμπούλογλου» άρα «Τζουμπούλογλου», πριν ο παππούς μας εγκαταλείψει δουλειές και σπίτια στην Κωνσταντινούπολη μια για πάντα. «Τσουμ» σημαίνει φίλος και μάλιστα καρδιακός, αλλά με μικρή διαφορά προφοράς σημαίνει… «ανίπταμαι διαγωνίως, ζουμάρω από ψηλά, περνάω σα σίφουνας στον αέρα». Και τα δύο έχουν τη χάρη τους, νομίζω οικογενειακώς θα τα υιοθετήσουμε με καμάρι για τους προγόνους μας, που τόσο ταλαιπωρήθηκαν χωρίς ποτέ να γκρινιάσουν, όταν έφτιαξαν τη ζωή τους από την αρχή στην Ανατολική Μακεδονία…

Μανίνα Ζουμπουλάκη


«Πηγή: https://www.athensvoice.gr/life/720426_ti-ekanan-oi-progonoi-mas-i-ti-prodidei-ena-epitheto?fbclid=IwAR0cljmzABbyMB_zL7qJp8rrfrdLxRfFiLhD5F13Bn8J0WmpFoHIcsuowlA»

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Η «καταγωγή» των επιθέτων των Ελλήνων και κατά πόσο έχουν επηρεαστεί από την τουρκοκρατία"

Δευτέρα 30 Μαρτίου 2020

Κατάλογος των αριστοκρατικών ελληνικών οικογενειών

Οικόσημα Ελλήνων Ευγενών -  Γράφτηκε από  Κεφαλάς Αλέξανδρος  ----  

Οικόσημα Ελλήνων Ευγενών - Η Τέχνη της Εραλδικής στην Ελλάδα

Υπήρξαν ευγενείς στην Ελλάδα; Αριστοκρατικές οικογένειες με οικόσημα, φέουδα και γενεαλογία που φτάνει στα βάθη του χρόνου; -Μα φυσικά!--Δεν κατάγονται όλοι οι Έλληνες από ταπεινούς χωρικούς, καλοκάγαθους νησιώτες και πλούσιους, στην καλύτερη περίπτωση, μεγαλοαστούς. Το ελληνικό αρχοντολόι υπήρχε για αιώνες (από το Βυζάντιο ήδη), ακόμα και στα τετρακόσια χρόνια του οθωμανικού ζυγού, και εξαλείφθηκε μετά την επανάσταση του 1821 και τη δημιουργία του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. (Αριστερή φωτογραφία: Οίκος Γαβαλά)


Εκείνη την περίοδο ο θεσμός της φεουδαρχίας καταργήθηκε και πλέον, σύμφωνα με το άρθρο 3§3 του ελληνικού συντάγματος: " Είς πολίτας Έλληνας τίτλοι ευγενείας ή διακρίσεως ούτε απονέμονται ,ούτε αναγνωρίζονται ". Μπορεί η λήθη του χρόνου και μια κακώς εννοούμενη εθνικιστική προσέγγιση της ιστορίας μας, που απορρίπτει συλλήβδην τις δυτικές επιρροές, να κυριαρχούν σήμερα στην αντίληψη του Νεοέλληνα, παρόλα αυτά αρκετοί φέρουν επίθετα που μαρτυρούν τη γαλαζοαίματη καταγωγή τους και δηλώνουν τον αριστοκρατικό οίκο από τον οποίο προέρχονται.
oikos-piertzovaliΟίκος Πιερτζοβάλη
Οι γνήσιες ελληνικές οικογένειες με οικόσημα ανήκουν συνήθως σε παλαιοβυζαντινούς αρχοντικούς οίκους (πχ. Κομνηνοί, Παλαιολόγοι, Κεφαλάδες, Χρυσολοράδες, Αγαλλιανοί κοκ). Κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας ή Λατινοκρατίας (1204-1566), όπου η Ελλάδα ήταν χωρισμένη σε πριγκιπάτα, δουκάτα και βαρονίες πολλοί Έλληνες φεουδάρχες διατήρησαν τη γη, τους δουλοπάροικους και τους τίτλους τους και αναγορεύθηκαν από τους Φράγκους κατακτητές σε ιππότες.

 Το ίδιο συνέβη και κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας στην Κρήτη και στα νησιά του Ιονίου, όπου μάλιστα υπήρχαν και τα λεγόμενα «Libro D' Oro», κατάλογοι κατά τα ενετικά πρότυπα δηλαδή των αριστοκρατικών οικογενειών. Μαζί με τους ντόπιους Έλληνες φεουδάρχες, βλέπουμε συχνά ιταλικές αρχοντικές οικογένειες, φραγκολεβαντίνους όπως τους ονομάζει ο λαός μας, (πχ. Αλιμπράντης, Ζηνόβιο, Καρούζο, Δελλαπόρτα, κοκ) εγκατεστημένες στα νησιά αυτά, όπως και πλούσιες οικογένειες που ανέβηκαν στις αριστοκρατικές τάξεις λόγω των χρηματικών κυρίως υπηρεσιών που προσέφεραν στους κατακτητές και στο δημόσιο ταμείο. Έτσι, το 1542 δημιουργήθηκε η Χρυσή Βίβλος της Ζακύνθου και το 1593 η νέα Χρυσή Βίβλος της Κεφαλονιάς και της Κέρκυρας.
oikosimo-kefala-marmaroΟίκος Κεφαλά
Το 1797, με το τέλος της Ενετοκρατίας στην Ελλάδα, οι κατάλογοι αυτοί κάηκαν από τους Γάλλους στρατιώτες του Ναπολέοντα. Την ανασύσταση τους προσπάθησε να κάνει ο Ευγένιος Ραγκαβής με τη συγγραφή του έργου του «Η Χρυσή Βίβλος των Ιονίων Νήσων». Παρόλα αυτά τα ανάγλυφα οικόσημα στις οικίες, τις εκκλησίες και τους τάφους των εν λόγω οικογενειών, όπως και οι τίτλοι(πχ. Κόντε Ρώμας, Βαρώνος Σινάς κλπ) διατηρήθηκαν μέχρι και τις αρχές του εικοστού αι. Στις αριστοκρατικές αυτές οικογένειες, πρέπει να σημειώσουμε, δεν ανήκουν όλα τα επίθετα φραγκολεβαντίνικης προέλευσης, καθώς κάποια είναι δηλωτικά συνήθως τόπου καταγωγής, τα λεγόμενα πατριδωνύμια (πχ. Πρίντεζης, αυτός που προέρχεται από το Printezi της Ιταλίας) ή επαγγέλματος-ιδιότητας (π.χ. Αλιφιέρης ή Αλιφέρης ή Αλφέρης που σημαίνει σημαιοφόρος). Επίσης με την έλευση του Όθωνα ήρθαν αρκετοί Βαυαροί ευγενείς στην Ελλάδα, όπως και πλήθος Γερμανών στρατιωτών, που δε μπορούμε όμως να τους κατατάξουμε στην παλαιά ελληνική αριστοκρατία.

oikos-metaksaΟίκος ΜαταξάΗ επιστήμη της οικοσημολογίας, δηλαδή η συλλογή, καταγραφή, μελέτη και ανάλυση των εμβλημάτων που αποτελούν τους θυρεούς-οικόσημα, όχι μόνο των αριστοκρατικών οικογενειών αλλά και των εθνικών και εκκλησιαστικών ταγμάτων, ονομάζεται εραλδική. Στην Ελλάδα με την επιστήμη αυτή ασχολείται η Εραλδική & Γενεαλογική Εταιρεία Ελλάδος (ΕΓΕΕ). Στα αρχεία της και στα επιστημονικά δελτία που κατά καιρούς εκδίδει μπορεί κανείς να βρει σημαντικές ιστορικές πληροφορίες για τους ευγενείς της Ελλάδας. Η εταιρεία επίσης έχει πραγματοποιήσει τέσσερα σημαντικά επιστημονικά συνέδρια.

Τα οικόσημα συνήθως φέρουν σύμβολα και χρώματα που χαρακτηρίζουν την ιστορία και τα επιτεύγματα του εκάστοτε οίκου. Μπορεί να είναι απλά, σε αυτά ανήκουν τα ομιλούντα ή φανερά οικόσημα (πχ. Οίκος Κλαδά, φέρει ένα κλαδί, Οίκος Κεφαλά, δείχνει μια κεφαλή ανδρός, Οίκος Καλογερά, αναπαριστά έναν καλόγερο, ο Οίκος Σολωμού, το ψάρι σολωμός κοκ) ή πιο πολύπλοκα. Τα χρώματα επίσης είναι σημαντικά (πχ. κόκκινο, δηλωτικό αιματοχυσίας και κατά συνέπεια ανδρείας στη μάχη, γαλάζιο, δηλωτικό αγνότητας και ήθους κοκ) όπως και τα στέμματα στο άνω τμήμα που οι εξοχές τους δηλώνουν το βαθμό ευγενείας(πέντε εξοχές βαρώνος, δικέφαλος αετός, βυζαντινός αυτοκράτορας κοκ). Στην Ελλάδα ο μοναδικός εικαστικός καλλιτέχνης που αναλαμβάνει με αρτιότητα και επαγγελματισμό την έρευνα και ανασύσταση οικοσήμων είναι ο Ιωάννης Π. Βλαζάκης.

Ακολουθεί ένας πλήρης κατάλογος των αριστοκρατικών ελληνικών οικογενειών σύμφωνα με τα γνωστά ιστορικά αρχεία και τις πηγές που έχουν διασωθεί:

Α: Αβάσταγος, Αβούρης, Αβρ(α)άμη, Αγαλλιανού, Αγγέλου, Αγέλαστου, Αγκούρου, Αγιαποστολίτης, Αγουστόνης, Ακουίλα, Αλαμάνου, Αληπούτζα, Aλιμπράντης, Αλισάφη, Αλμπέρτο, Αλταβίλλα, Αλλαγκατέλα, Αλλαμάνου, Αλμπάνα, Αμοιραλή, Αναπλιώτη, Αναστάζη, Ανδρουτσέλη, Ανδρούτσος-Τρομπέττας, Ανεσίνη, Αννίνου, Ανκούσολ, Αντονάτο, Αντρηόλας, Αντρίζης, Αντίοχου, Αντρούτσος, Αντύπας, Αρακλιότης, Αργέντη, Αργυρόπουλος, Αργυρόπουλου, Αργυρού, Αρκούδη, Αρκουλή, Αρλιώτη, Αρταβάνη, Αρχολέου, Α(σ)σάνη, Ασημοπούλου, Ασπρουλιανού, Αυγερικού , Αυλωνίτη.
Β: Βαζαΐος, Βαλαρέτζος, Βάλβης, Βαλιέρ, Βαλλιάρη, Βαλσαμάκη, Βάλσαμος, Βαμβάτη, Βαρβάτη, Βαρβαρήγος, Βαρβιάνης, Βαρδάνης, Βάρδας, Βάρθη, Βαρζός, Βαρούχα, Βασάλλου, Βασιλάτου, Βατατζή, Βέγια, Βελέττης, Βέμπο, Βενάρδος, Βενετάντο, Βενέτος, Βενιέρ/Βενιέρη, Βεντούρας, Βεντουρής, Βεντραμίν, Βερβιτσιώτη, Βεργής, Βερίκιος, Βιδάλε, Βιτζαρά, Βιτούρης, Β(ου)ιτσαρά, Βλάσση, Βλασόπουλος-Βλασσόπουλου, Βλαστός/Βλαστού, Βολεντιέρας, Βονδιλάγκη, Βορήσης, Βουγλέσση, Βούλγαρης, Βούλτσος, Βούρου, Βραχλιώτη, Βροχίνη.
Γ: Γαβαλα, Γαήτας , Γαλάτη, Γαλέτος, Γαλιάτζας, Γάμπαρας, Γαμπριέλ, Γαρδέλης, Γαρζώνης, Γερακάρης, Γεράκη, Γερομεριάτη, Γεροπετρή, Γεωργάνος, Γιαλέλου, Γιαλινά, Γιαννόπουλος, Γιαργυρόπουλος, Γιράρδη, Γκαγκάδη, Γκαλιέλλο, Γκαζολίν, Γκαφίν, Γκεντιλίνη, Γκίκα, Γκίζης Γ(κ)λιοπούλου, Γκράντος, Γκοζαντίνων, Γκύλη, Γουσίδου, Γουλιανού, Γραμματικόπουλου, Γρατενίγος, Γκριμάνης, Γονέμη, Γράψα, Γριμάλδη(ι), Γρίτη, Γρυπάρης.
Δ: Δαβερώνα, Δάλλε, Δαμαλά, Δαμουλάτη, Δαμουλή, Δαμύλλου, Δάνδολος - Δανδόλου, Δαράτζου, Δαρίβας, Δαρέζης, Δαρμένου, Δελαζάρης, Δελλαγραμμάτη, Δελλαδέτσιμα, Δελλαπόρτα, Δελλα Ρόκκα, Δελέντα, Δενάζης, Δελιγότη, Δερώσσης, Δεσύλλας - Σιγούρος, Δετζώρτη, Διγότη, Δικόπουλος, Διπλοβατάτζη, Δόνδη, Δονάτος, Δομενεγίτης, Δοξαρά, Δούκα, Δουσμάνη, Δραγουμάνου, Δραμιτινού, Δώρια.
Ε: Επάρχου, Εβρετόπουλου.
Ζ: Ζαγκαρόλ, Ζάκκου Ζαμπέλης, Ζαχαριά, Ζερβού, Ζίφου, Ζουλάτη, Ζυγομαλά, Ζωγράφος, Ζωΐτσης, Ζωναράς.
Η: -
Θ: Θεοτόκη, Θερειανός.
Ι: Ιατρού, Ιγγλέση, Ιουστινιάνη, Ισιγόνης.
Κ: Καβαλάρη, Καβάλλης, Καβάσιλα, Καζανόβα, Κακαβέλλα, Κακοψόφη, Κακούρης, Καλανδρηνός, Καλάργας, Καλβοκορέση, Κάλβος, Καλέκας, Καλέτζης, Καλλέργης, Καλλιμάχη, Καλογερά, Καλοθέτη, Καλόφωνος, Καλουτά, Καλούτσικο, Καμάλη, Καμύλος, Καμινάρης, Κανάλ, Κανάλε, Καναλιώτη, Κανδήλας, Καντακουζηνού, Καντούνης, Καοτόρτα, Καούτζης, Καπαδόχα, Κάπαρη, Καπέλλος-Καπέλλου, Καπνίσης, Καποδίστρια, Καραβέλα, Καραβία, Καράλη, Καραντινός-Καραντινού, Καρατζά, Καρβελάς, Καριώτη, Κάρμπουρη, Καρούσου Καρρέρ, Καρτάνου, Κάρτσερη, Καρύδη, Καρυοφύλλη, Καστέλλη, Κάστρι, Κατελάνος, Κατήφορος, Κατσαϊτη, Καψάς, Καψοκέφαλος, Κεφαλά-Κεφαλάς, Κεφαλληνός/Μαλατέστας, Κερκυραίου, Κερκόφιλου, Κιγάλα, Κλαδά, Κλάδης, Κοκκίνη- Κοκκίνης, Κόκκος, Κόλας, Κολίβα, Κολλήτα, Κομνηνός-Κομνηνού, Κομούτος, Κομποθέρκα, Κονδοκάλη, Κονδύλη, Κόνταρης, Κονταράτος, Κονταρίνης, Κοντονής, Κοντοσταύλου, Κοντούτζης, Κονσόλα, Κόντη, Κόππο, Κοραής, Κορνάρος, Κορνέρ/Κορρέρ, Κορέση, Κορονέλλου, Κουαρτάνου-Καρτιάνου-Καρτάνου, Κουβαρά, Κουερίνης, Κουιρίνη, Κουκουλομάτης, Κουμπή, Κουλούρη, Κουρκουμέλλη, Κουρούμαλλος, Κούρσαρη, Κούρτζολάς, Κούτζης, Κουτούβαλης, Κρίσπη-Κρίσπο, Κροκίδα, Κυβετός, Κυρίαρχου, Κυπριανός-Κυπριανού.
Λ: Λάβαρο, Λαμπέτης, Λάνδου, Λάντζα, Λατούρο, Λάσκαρη, Λεκατσάς, Λεντεσούρη, Λεονταράρχη, Λεοντάρη, Λευκαδίτης, Λευκοκοίλου, Λεπενιώτη, Λιβάνης, Λίβιος, Λιβρίνα, Λισγάρα, Λοβέρδου, Λογοθέτης, Λο(ν)γκοβίτη, Λοκατέλλης, Λορενταν(ο) (Λούρδα), Λούζη, Λουκάνη, Λουμπάρδης, Λούντζης, Λουπίνα. Λούρου, Λούβρου, Λύδη.
Μ: Μαγδαληνός, Μαζαράκη, Μακέντο, Μακρής, Μαλατέστα, Μαλιπιέρος, Μαμωνά -Μαμωνάς, Μανδρικάρδης, Μάνεσης, Μανιατάκης, Μάνιος Μανολέτσος, Μάνου, Μανούσος, Μαντιγκούστι, Μαρίνης, Μαξίμου, Μερκάτης, Μαρίνου, Μαρκέτου, Μαρκορά, Μάρμορα, Μαρντίτος, Μάρουλλι, Μαρσέλλος, Μαρτελάος, Μαρτινέγκας, Μασακίτη, Μασάρης, Μάσου, Μάστη, Μάστρακα, Μάτεσης, Μάτζα, Ματσολένη, Μαύρου, Μαυρογένους, Μαυροκέφαλος, Μαυροκορδάτου, Μαυρομμάτη, Μαυρουδή, Μαυρογένη, Μαύρου, Μελισσηνός-Μελισσηνος, Μελισσουργός, Μελκή, Μέμο, Μεταξά, Μέτζο, Μιάνης, Μιδέη, Μικέλης, Μικέλι, Μιλίκης, Μίνιος- Μίνιου , Μινώτος, Μιστόρης, Μιχαλίτζης, Μοάτζος-Μοάτσο-Μουδάτσο-Μουντάτσο, Μοθωναίος, Μολίν, Μομφερράτου, Μονδίνος, Μόντε, Μορέλλης, Μοριωνά, Μοροζίνης, Μόρμορης, Μόρο, Μόστο, Μοστράτου, Μοσχοβίτης, Μόσχου, Μότας, Μοτσανέγα, Μοντζενίγος, Μουδάτζου, Μουλάς, Μουτζάν, Μουρούζη, Μουσελίμη, Μουστοξύδι, Μπαζέου, Μπαζιάνι-Μπαζιάνας, Μπάκου, Μπαρμπαρίγου, Μπάρμπαρο, Μπαρότσης-Μπαρότσι, Μπαρότσι, Μπασάν, Μπάφος- Μπάφου, Μπελάντα, Μπελόνια, Μπενεβίτη, Μπιζάς-Μπιζάνο, Μπλέσσα, Μπολάνης, Μπολντού, Μπόνο, Μποντιμιέρ, Μποριέζης, Μπόρσας Μπουζιάνης, Μπραγκαντίν, Μπουά.
Ν: Ναδάλ, Ναυπλιώτη, Νεγρεπόντη, Νέγρης, Νεόφυτου, Νεράτζης, Νερούλης-Νερουλού, Νικόπουλος, Νομικός, Νούτσιο, Ντα Κορώνια, Ντακουζάν, Νταμουσός, Ντάντολος, Ντε Λαστικ, Ντιέντο, Ντονάτος.
Ξ: Ξανθόπουλος.
Ο: Ογκλέζος, Οναβάλ, Οφιομάχου.
Π: Παίδης, Παδοβά, Πάγκαλη, Παλαιολόγος-Παλαιολόγου, Παλατιανού, Παλατσόλη, Παλατσουόλ, Παλλαδάς, Πανά, Παντίν, Πανιάλη, Πανιπέρη, Παντουβέρης, Παπαδάτος-Παπαδάτου, Παπαδοπόλη, Παπαδημητρίουλο, Παραμάνη, Παραστάθη Παρούτας, Πασκαλίγος, Πασπάτη, Παρένιο, Πεκατόρι, Πενδαμόντη, Περδικάρης, Πατέριου Πετρέτη, Πετροκόκκινου, Πήλικα, Πιενέρο. Πιέρη, Πιερτζοβάλη, Πινιατώρου, Πιτσαμάνου , Πλανούδη, Ποκατέρα, Πολίτη, Πολυλά, Πολλάρε, Πόθου, Πραματευτή, Πρασακάκη, Πρατούνα. Προσσαλένδη-Προσσαλέντης, Πούμπλια.
Ρ: Ραγγαβή, Ράλλη, Ραμαντάση, Ραμνίτου, Ραρτούρου, Ρεγγίνη-Ρεγγίνα, Ρέγκουλο. Ρεκανέζη, Ρέντη, Ρεσελέττη, Ρίζου, Ρίκκη, Ριμαντορο, Ρισικάρη, Ροδοκανάκη, Ροδοκέφαλου, Ροδοστάμου, Ροδίτη, Ρομανού, Ροσολύμου, Ρούσος, Ροίδη, Ρωμιού, Ρωσσέτη.
Σ: Σα(γ)κρέντο, Σαλβάγη, Σανούδος, Σαραντάρης, Σαραντηνού, Σαρρή, Σαχλίκη, Σγούτα, Σδρίν, Σεβαστόπουλου, Σεκιάρη, Σεριοποτάνου, Σιγάλα, Σιφάνδου, Σκαναβή, Σκαραμαγκά, Σκιάβων, Σκιαδά, Σκιριώτη, Σκορδίλη, Σκούρα, Σκούταρη, Σκυλίτση, Σολ(ω)ομού, Σομμαρίπα, Σορδίνα, Σουβλάκη, Σούτζου, Σοφιανός-Σοφιανού, Σπαδάς, Σπαδουλίνου, Σπανόπουλου, Σπαταφόρα, Σπεκιέρη, Σπέκου, Σπινέλλη, Σπρίτζη, Σπίρη, Σπ(ι)υρίδου, Σταμίτσα, Στατιέρι, Στέλλα, Στεφανόπουλος-Στεφανόπουλου, Στιάρχου, Στρατηγού, Συβάτη, Συνοδινού, Σφενδόνη, Σχινά.
Τ: Τζουλάτη, Τουρλίνι. Τριαντάφυλλου, Τριβόλη, Τριούλ(λ)ι, Τροίλου, Τρυφερού, Τσερούλη, Τσιγώνια, Τσιμάρα, Τσιτσίνια, Τυπάλδου.
Υ: Υψηλάντη.
Φ: Φόρτσα, Φ(ω)όσκολος, Φέστα, Φίντεου, Φίλιου, Φλώρος-Φλώρου, Φορσίγου, Φόρτιου, Φραγγίδου, Φραγκιάδη, Φραγκοπούλου, Φρά(ν)γκου, Φραντζή, Φωκά.
Χ: Χαρβούρη, Χαντζέρη, Χαντζηκομνηνού, Χέλμη, Χοϊδά, Χρυσοβελόνη, Χρυσολωράς, Χρυσοσκουλέου, Χωραφά.
Ψ:-
Ω:-
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Κατάλογος των αριστοκρατικών ελληνικών οικογενειών "

Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2019

Η ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΕΠΩΝΥΜΟΥ ΣΟΥ



ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΑ ΟΝΟΜΑΤΑ (ΕΠΩΝΥΜΑ)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στον Ελλαδικό χώρο από τους ιστορικούς ακόμη χρόνους παρατηρείται ένα είδος επωνύμου σε σχέση με το πατρώνυμο και τον τόπο καταγωγής (π. χ. Περικλής Ξανθίππου Αθηναίος). Λίγους αιώνες αργότερα οι Ρωμαίοι δίπλα στο βαφτιστικό τους χρησιμοποίησαν το επώνυμο. Στα χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας αρχίζει να καθιερώνεται το επώνυμο δίπλα στο βαπτιστικό χριστιανικό όνομα, όπως συνηθίζεται και σήμερα (Νικηφόρος Φωκάς, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος κ. ά. ). Στην πραγματικότητα από το 16ο αιώνα όλοι οι Έλληνες έχουν επώνυμο, ενώ στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν οι Τούρκοι έχουν αποχωρήσει, καθιερώνεται και θεσμικά στο νεοσύστατο Ελληνικό κράτος.

Είναι φυσικό να υπάρχουν και επώνυμα με ξενική προέλευση, κυρίως τουρκική και βαλκανική, αφού οι λαοί αυτοί συνυπήρχαν στους περασμένους αιώνες στον ίδιο γεωγραφικό χώρο και με ρίζα αρβανίτικη, βλάχικη, σλαβική, τουρκική, εβραϊκή και τσιγγάνικη.

Επίσης, κυρίως στα νησιά μας, υπάρχουν και πολλά επώνυμα ιταλικής ή φραγκικής προέλευσης.

ΕΙΔΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ

Η συλλογή και κατάταξη των επωνύμων σε κατηγορίες, ομάδες και τάξεις με βάση τη σημασία τους, συναντά σημαντικές δυσκολίες, κυρίως λόγω της ποικιλίας των εννοιών που εκπροσωπούν.

Μπορούμε να διακρίνουμε τα επώνυμα σύμφωνα με τη σημασία τους σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες, που δηλώνουν αντίστοιχα α) βαφτιστικό όνομα , β) καταγωγή , γ) επάγγελμα και δ) παρατσούκλια (ή προσωνύμια). Η κάθε κατηγορία περιλαμβάνει τις ομάδες και τις τάξεις της.

Έτσι έχουμε την παρακάτω διάταξη:

1. Επώνυμα που χρησιμοποιούν για ρίζα τους βαφτιστικά ονόματα (ή αλλιώς πατρωνυμικά ). Είναι το προχειρότερο είδος για να χαρακτηριστεί ένα άτομο και είναι μαζί με τα παρατσούκλια, το συχνότερο είδος των οικογενειακών ονομάτων. Πατρωνυμικά ονόματα είχαν οι αρχαίοι Έλληνες που τα κληρονόμησαν από τους προγόνους τους και τα μετέδωσαν στους μεταγενέστερους. Τα ονόματα αυτά χωρίζονται σε πολλές υποκατηγορίες. Μπορούμε να τα συναντήσουμε σε ονομαστική πτώση (π. χ Αργύρης), σε γενική (π. χ. Γεωργίου) αλλά και με πολλές καταλήξεις και υποκοριστικά (π. χ. Σπυρόπουλος, Στεφανίδης, Αθανασούλας κ.ά.).

2. Μητρωνυμικά είναι το οικογενειακό όνομα του ανθρώπου που επονομάζεται από το βαφτιστικό της μητέρας του.

3. Επώνυμα που δηλώνουν καταγωγή (ή αλλιώς εθνικά ). Τα οικογενειακά αυτά ονόματα φανερώνουν τον τόπο που γεννήθηκε ή έζησε αυτός που έχει το όνομα. Κυρίως αναφέρονται σε πόλεις, χωριά ή σε ευρύτερες γεωγραφικές περιοχές (επαρχίες, χώρες). Και εδώ οι καταλήξεις που συνηθίζονται είναι πάρα πολλές.

4. Επώνυμα που δηλώνουν επάγγελμα (ή αλλιώς επαγγελματικά). Η ποικιλία των επωνύμων αυτών παρουσιάζεται αρκετά μεγάλη, αφού μεγάλο είναι το πλήθος των επαγγελμάτων.

5. Παρατσούκλια. Τα οικογενειακά ονόματα που προέρχονται από παρατσούκλια εκφράζουν, όπως και εκείνα, ορισμένες ιδιότητες ή χαρακτηριστικά του παρανομασμένου. Τα παρατσούκλια ταξινομούνται σε πολλές ομάδες ανάλογα σε τι αναφέρεται ο χαρακτηρισμός.

6. Ξενικά οικογενειακά.



ΤΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΑ ΟΝΟΜΑΤΑ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗ ΜΟΡΦΗ ΤΟΥΣ

Τα οικογενειακά ονόματα δεν συνηθίζονται μόνο με τον αρχικό τους τύπο. Πολλά σχηματίζουν και παράγωγα οικογενειακά με διάφορες καταλήξεις καθώς και σύνθετα, με τη βοήθεια κάποιων λέξεων που χρησιμεύουν σαν πρώτο συνθετικό.



α) Καταλήξεις

Η κατάληξη ενός επωνύμου μας βοηθάει πολλές φορές να καταλάβουμε από ποιο μέρος της Ελλάδας είναι κάποιος. Αυτό συμβαίνει γιατί μερικά γεωγραφικά μέρη της χώρας μας έχουν τις δικές τους χαρακτηριστικές καταλήξεις. Έτσι λοιπόν έχουμε τις καταλήξεις:

-ίδης: Παυλίδης (Πόντιοι)

-άδης: Γεωργιάδης (Πόντιοι)

-ούδης: Παυλούδης (Μακεδονία, Θράκη)

-όγλου: Αρζόγλου (Μικρασιάτες)

-άκης: Καζαντζάκης (Κρήτη)

-άκος: Γιατράκος (Μάνη)

-πουλος: Δημόπουλος (κυρίως στην Πελοπόννησο)

-άτος: Γεωργάτος (Κεφαλονιά)

-έλης: Παπαδέλης (Μυτιλήνη)

-ούσης: Φιλιππούσης (Χίο)



β) Σύνθετα Οικογενειακά

Τα σύνθετα οικογενειακά έχουν για πρώτο συνθετικό επίθετο ή και ουσιαστικό. Το πρώτο συνθετικό είναι κυρίως παρατσούκλι (π.χ. Κοντογιάννης), επάγγελμα (π.χ. Παπαγιάννης) ή ακόμα και βαφτιστικό όνομα (π.χ. Μητροπάνος).

ΑΝΑΛΥΣΗ ΕΠΩΝΥΜΩΝ


Βρετέας : Από το βρετός, ο ευρημένος, ο ευρετός 1) επί νηπίων το υπό των οικείων του εγκαταλειφθέν ή ευρεθέν υπό τινός βρέφoς το έκθετον 2) νήπιον υπό των γονέων τον αποτεθέν εμπρόσθεν της εκκλησίας είτε εν τη οδώ, ίνα ανάλαβη τη βάπτιση του ο πρώτος τυχόν διαβάτης. Σύνηθες στη Μάνη όπου ονομάζεται έτσι από πρόληψη πιστεύοντας ότι θα αποφευχθεί ο θάνατος. Επώνυμο από το 14ο αι με την αρχική μορφή Ευρετός.

Γιαννόπουλος : πατρωνυμικό, προέρχεται από το βαπτιστικό όνομα Ιωάννης, Γιάννης.

Ελισσαίου : Εβραϊκό όνομα. Σημαίνει ο θεός βοηθά, βλέπει.

Καπακλής : Τούρκικο kapak = καπάκι, kapakli = σκεπασμένος.

Κλάδη : Πιθανόν από τη λέξη κλαδί.

Κοντόπουλος : Προέρχεται από παρατσούκλι που οφείλεται σε σωματική ιδιότητα του ατόμου = χαμηλός, κοντός, όχι ψηλός + οπουλος.

Κοντούλη : Προέρχεται από το παρατσούκλι που οφείλεται σε . . . σωματική ιδιότητα του ατόμου = χαμηλός, κοντός, όχι ψηλός.

Κότσης : Ίσως από τη λέξη κότσι = αστράγαλος.

Κουτουμάνου : Από την κεφαλονίτικη ιδιωματική λέξη κουτουμάνος που σημαίνει το μικρό ευτραφές κουτάβι. Σπάνια σημαίνει και το μικρό παιδί με τα ίδια χαρακτηριστικά.

Μαυροειδή : Προέρχεται από παρατσούκλι που έχει σχέση με σωματική κατάσταση ή ιδιότητα του ατόμου που είναι μελαχρινός ή μαύρος. Μαύρος + ουσ. είδος. Επώνυμο από το 10ο αι. (Μαυροειδής Μιχάλης, ιερέας στην πόλη.)

Μητσέας : Επώνυμο που προέρχεται από το βαφτιστικό Δημήτρης υποκοριστικό Μήτσος + -έας.

Μποσίνη : Τούρκικο bos + ίνη = χαλαρός.

Μπούρας : Σλάβικη λέξη bura = τρικυμία, θύελλα, μπόρα ή από το από το αρβανίτικο burrei = άντρας, γενναίος.

Οικονομοπούλου : Συχνότατο ελληνικό επώνυμο κυρίως λόγω της σημασίας της λέξης οικονόμος ως εκκλησιαστικός αξιωματούχος, κληρικός υπεύθυνος για οικονομική διαχείριση εκκλησίας ή μοναστηριού.

Πανταζής : προέρχεται από την ευχή «πάντα να ζει!».

Περδικέα : Επώνυμο που προέρχεται από το ζωικό κόσμο. Το πουλί η πέρδικα το οποίο χρησιμοποιούσαν οι Βυζαντινοί + κατάληξη -εας.

Πέτρουλα : Πατρωνυμικό από το βαφτιστικό Πέτρος = ο ψαράς από την Καπερναούμ.

Ρήγας : Από το νεοελληνικό ρήγας, λαϊκότροπα ο βασιλιάς (μεσαιωνικό ρήγας). Προέρχεται από το ελληνιστικό ρηξ, αιτιατική ρήγα, που προέρχεται από το λατινικό rex.

Σαμαράς : Προέρχεται από το προσηγορικό (κοινής έννοιας) ουσιαστικό σαμάρι με την κατάληξη -ας με την οποία σχηματίζονται επαγγελματικά ουσιαστικά (ψωμάς, ψαράς):Στο σαμάρι υπάρχει η αρχαία ελληνική λέξη σάγμα (σέλα) από το ρήμα σάττω (=φορτώνω, συσκευάζω) και η λατινική κατάληξη -arium, -αριον. σαγμάριον - σαμάριον - σαμάρι. Τη λέξη τη δανείστηκαν από εμάς οι Τούρκοι και την έχουν στη γλώσσα τους ως σεμερ και σεμερσί = σαμαράs.

Σπεντζοπούλου : α) Ίσως από τη λέξη σπέντζα που σημαίνει ο καρπός της πιπεριάς ή β) σπέντζα κατά την τουρκοκρατία ήταν χρηματικός φόρος που εισέπρατταν οι σπαχήδες από τους εγκατεστημένους στα φέουδά τους χριστιανούς χωρικούς και ο οποίος ήταν ανάλογος με την έκταση και την ποιότητα του εδάφους αλλά και την οικογενειακή κατάσταση του φορολογουμένου + κατάληξη -οπουλος.

Φαληρέα : Είναι ο κάτοικος του Φαλήρου. Φαληρέας όμως κατά τον Πειραιά λέγεται και το Φάληρο.

Χρονόπουλος : Επώνυμο το οποίο ανήκει στην κατηγορία των πατρωνυμικών προερχόμενο από το βαφτιστικό όνομα Πολυχρόνης +­οπουλος.

Ασλλάνι : από τη τούρκικη λέξη aslant που σημαίνει λιοντάρι.

Διονυσόπουλος : Από το βαφτιστικό όνομα Διονύσιος + κατάληξη ­οπουλος.

Λυμπερόπουλος : Από βαφτιστικό αρχαιοελληνικής προέλευσης Ολυμπιάς -Ολυμπιάδα - Λυμπιάδα - Λυμπία - Λύμπος- Λυμπέρης ή β)από την ξένη λέξη Iibero = ελεύθερος + -όπουλος.

Μέτσιος : Πατρωνυμικό όνομα από το όνομα Θωμάς.

Παπαδόπουλος : Γιος ή απόγονος του παπά (παπαδοπαίδι) ίσως το πολυπληθέστερο όνομα στην Ελλάδα + την κατάληξη -οπουλος.

Παπαχρόνης : Επώνυμο σύνθετo από τη λέξη παπά - που προέρχεται από την ιδιότητα του κληρικού παπά και το βαφτιστικό Χρόνης.

Πουλέτης : Προέρχεται από το πουλίτσι = πουλάκι και την κατάληξη-­έτης.

Σαμπαζιώτη : Πιθανόν από την τούρκικη λέξη sabau = άροτρο ή saban = ηλίθιος.

Σπανού : Από το παρατσούκλι που αποδίδεται σε σωματική ιδιότητα (άντρας που από τη φύση του δεν έχει καθόλου γένια) μεσαιωνικό σπανός συντομογραφία του ελληνιστικού σπαν (οπώγων)} που έχει αραιά γένια + -ος.

Σπυροπούλου : Από το όνομα Σπύρος + -όπουλος = γιος, απόγονος.

Ταμπάκου : Από τη τούρκικη λέξη tabak = βυρσοδέψης.

Χριστόπουλος : Προέρχεται από το βαφτιστικό όνομα Χριστός - ο έχων το χάρισμα. Η κατάληξη -οπουλος προσδιορίζει την Πελοπόννησο.

Αθηνέλη : Εθνικό οικογενειακό όνομα. Η κατάληξη -ελης προέρχεται από τη Μυτιλήνη, Αϊβαλί, Λήμνο, Έβρο, Έδεσσα.

Βασιλοπούλου : Είναι πατρωνυμικό με αρχική ρίζα το βαφτιστικό Βασίλειος + την κατάληξη -οπουλος.

Βλαχάκης : Ανήκει στην κατηγορία α) εθνικά που φανερώνουν προέλευση, β)με τη σημασία του χωρικού, άξεστου (χαρακτηρισμός Μάνης). Η ετυμολογία του ονόματος είναι γερμανική WΑIΗ (κελτικό) ή σλαβική vlach + - ακης.

Γεωργιόπουλος : Είναι πατρωνυμικό με αρχική ρίζα το βαφτιστικό όνομα Γεώργιος με προσθήκη την κατάληξη -oπoυλoς.

Καραγιαννίδης : Σύνθετο όνομα από τούρκικη λέξη kara = μαύρος, μελαχρινός + βαφτιστικό όνομα Γιάννης +κατάληξη - ιδης.

Κορωνιού : Ίσως είναι ο κάτοικος της Κορώνης.

Κουκέας : Από το δημώδες κουκί / κουκκί, το όσπριο της οικογένειας των ψυχανθών ελληνιστικό <κοκκίον.

Κουμουνδούρου : -ουρος μανιάτικη κατάληξη που δηλώνει ιταλικό αξίωμα.

Κωνσταντόπουλος : Γιος ή απόγονος του Κωνσταντίνου. Ο Κωνσταντίνος προέρχεται από το λατινικό Constantinus.

Μάλαμα : Επώνυμο που προέρχεται από το μάλαμα πολύτιμος λίθος.

Μαρινάκης : Ανήκει στην κατηγορία μητρωνυμικών προερχόμενο από το βαφτιστικό όνομα Μαρίνα + - ακης που προσδιορίζει τα Χανιά Κρήτης.

 Μποβολής ή Μπόβολης κατ’ άλλους.
Κατάγομαι από τον νομό Αιτ/νίας περιοχή Μεσολογγίου-παραχελωίτιδα.
Το επίθετο αυτό απαντάται στην περιοχή αυτή και στην Πελοπόννησο/Καλαμάτα,
Μάλλον από προγόνους προερχόμενους από την Αιτ/νία.
Έχει καταχωρηθεί και ως «Μπόβολας», αναφερόμενο σε πεσόντα αγωνιστή
κατά την Έξοδο του Μεσολογγίου.
Πιστεύω ότι προέρχεται από το μπόβολας ή μποβόλιας, μποβόλι, μποβόλια δηλ. σαλίγκαρος,
όπως ονομάζεται στην Στερεά-Ελλάδα-Ήπειρο.
Απαντάται επίσης ευρέως και στην Ιταλία, ως «Bovoli» (το επίθετο της μητέρας
του τέως πρωθυπουργού Ματέο Ρέντζι), που και εκεί έχει την έννοια
του κοχλία-σαλίγκαρου-κυκλικής σκάλας, γεγονός που δεν αποκλείει και Ιταλική προέλευση.

Νικόλης : Παρατσούκλι πατρωνυμικό. Από το όνομα του πατέρα Νικολή.

Παπαδάτος : Προέρχεται από τη λέξη παπάς και τη κατάληξη -άτος.

Τοπτσίου : Τοπτσί = κανόνι. Πιθανόν κάποιος πρόγονος ήταν καλός κατασκευαστής κανονιών.

Τριανταφυλλόπουλος : Από παρατσούκλι που έχει προέλευση από το λουλούδι τριαντάφυλλο.

Τσουμέα : cume-a < υδροδοχείο ή από τη τούρκικη λέξη comak = ρόπαλο.

Τσώκου : αραβική λέξη coku = σφυρί, αστράγαλος. Περιπαικτικά χαρακτηρίζονται οι κάτοικοι των Πραμάντων επειδή βγάζουν πολλούς χτίστες.

Φιλανδριανού : Σύνθετο όνομα από τη λέξη Φίλος + άνδρας.

Χρανιώτης : Πιθανόν δηλώνει τόπο.

Αθανασίου : Επώνυµο πατρωνυµικό από το βαφτιστικό όνοµα Αθανάσιος.

Αµπατζής : Από τη τούρκικη λέξη abaci = ράπτης ή πωλητής χοντρών ρούχων ή µάλλινων υφασµάτων.

Ανδρεάδης : Επώνυµο πατρωνυµικό από το βαφτιστικό όνοµα που προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό όνοµα Ανδρέας που σηµαίνει ανήρ = ανδρείος.

Βιτάκης : Από το όνοµα Βίτος - Βίκτωρ.

Βρυώνης : Από τη µεταγενέστερη µεσαιωνική λέξη βρυώνης είδος αµπέλου συχνό κατά την Παλαιολόγεια εποχή. Ο Οµέρ Βρυώνης οφείλει το όνοµά του στο χωριό Βρυώνη στη νότια Αλβανία. Στα νέα ελληνικά βρυωνιές είναι είδος Φυτού.

Γεωργαντάς : Επώνυµο πατρωνυµικό που προέρχεται από το βαφτιστικό όνοµα Γιώργος.

Δηµητρακόπουλος : Πατρωνυµικό επώνυµο από το βαφτιστικό όνοµα Δηµήτριος + -οπουλος.

Ζαΐµης : Από την τούρκικη λέξη ΖΑΙΜ = τιµαριούχος, τίτλος τιµητικός, επωνυµία για ολόκληρη τάξη.

Ζαχαροπούλου : Προέρχεται από παροµοίωση για να δηλώσει ορισµένες σωµατικές ή άλλες ιδιότητες του ανθρώπου από τη ζάχαρη + -οπουλος.

Καρδαράς : Επώνυµο που προέρχεται από το παρατσούκλι καρδάρα που σηµαίνει ξύλινο σκεύος.

Μαρινόπουλος : Προέρχεται από την κατηγορία των µητρωνυµικών από το βαφτιστικό όνοµα Μαρίνα + -οπουλος.

Ρακόπουλος : Από την τούρκικη λέξη raki = ρακί + κατάληξη - οπουλος.

Σταυρόπουλος : Επώνυµο πατρωνυµικό προερχόµενο από το βαφτιστικό όνοµα Σταύρος + παράγωγη κατάληξη - οπουλος.

Φρέσκος : Πιθανόν από παρατσούκλι.

Αγγελής : Πατρωνυµικό όνοµα, προέρχεται από το βαφτιστικό Άγγελος (αρχαίο ελληνικό όνοµα ):Ηταν αυτός που έφερνε ειδήσεις.

Αλεξοπούλου : Προέρχεται από το βαφτιστικό Αλέξης + κατάληξη ­οπουλος, που προσδιορίζει τη Πελοπόννησο. Αλέξιος - Ρωµαίος ευγενής - βυζαντινό όνοµα, συναντάται και στη Ρωσία.

Αναστασοπούλου : Πατρωνυµικό όνοµα από το βαφτιστικό όνοµα Αναστάσιος + κατάληξη -οπουλος.

Αντωνόπουλος : Πατρωνυµικό όνοµα από το βαφτιστικό όνοµα Αντώνιος + κατάληξη -οπουλος.

Γεωργίου : Πατρωνυµικό µε αρχική ρίζα το βαφτιστικό όνοµα Γεώργιος + κατάληξη, ανάλογα µε την περιοχή.

Γιαννοπούλου : Πατρωνυµικό που προέρχεται από το βαφτιστικό όνοµα Ιωάννης - Γιάννης.

Δασκαλάκης : Προέρχεται από το επάγγελµα του δασκάλου + κατάληξη - ακης που προσδίδει καταγωγή από Κρήτη.

Δουβαρά : Από τη τούρκικη λέξη d uνar = ντουβάρι.

Θάνος : Επώνυµο πατρωνυµικό προερχόµενο από το βαφτιστικό όνοµα Αθανάσιος.

Ιωάννου : Επώνυµο πατρωνυµικό που προέρχεται από το βαφτιστικό Ιωάννης.

Καραβίτης : Εθνικό οικογενειακό όνοµα (Καραβάς, Κύθηρα).

Κισόγλου : Από περσική λέξη kesis = καλόγερος παπάς χριστιανός +τούρκικη κατάληξη - ογλου = παιδί.

Κουλούκη : Από την τούρκικη λέξη kiIik = κουστούµι.

Κουρούπης : Από την αρχαία λέξη κορύπη = είδος δοχείων (κουρούπι) µεταφορικά µεθυσµένος.

Κυρκοριανός : Από το βαφτιστικό Κύρκος, που προέρχεται από το µεσαιωνικό Κύρικος κυρ(ιος) ικος ή και του βαφτιστικού Κυρ(ια)κος.

Λαγού : Παρατσούκλι από όνοµα ζώου.

Λεβαντή : Επώνυµο που συνηθίζεται σε ορθόδοξες πια οικογένειες στη Κύθνο.

Λιότσης : loci = φίλος <ανόητος βλάκας

Λαµπροπούλου : Πατρωνυµικό ι προερχόµενο από το βαφτιστικό Λάµπρος = αυτός που λάµπει µεταφορικά = ονοµαστός περίφημος ή και από τη «Λαµπρή».

Λουκά : Ανήκει στην κατηγορία των πατρωνυµικών, προερχόµενο από το βαφτιστικό Λουκάς.

Λύρας : Από όνοµα Φυτού; ή άνθους (Λύρα).

Μακρέα : Επώνυµο που προέρχεται από το επίθετο µακρύς = ψηλός.

Μπιζίµης : Από τη τούρκικη λέξη bίΖίm = δικό µας.

Μπίνη : Από_τη τούρκικη λέξη bina = κατασκευή οικοδοµή.

Μπούρας : Σλάβικη λέξη bura = τρικυµία θύελλα µπόρα ή από το από το αρβανίτικο burrei = άντρας

Νικητέας : Επώνυµο πατρωνυµικό που προέρχεται από το βαφτιστικό όνοµα Νικήτας + -εας.

Ξυδέας : Επώνυµο προερχόµενο από παροµοίωση προκειµένου να δηλώσει ορισµένες σωµατικές και άλλες ιδιότητες του ανθρώπου,+-εας. (παρόµοια επώνυµα, καφές, παστός).

Παπαµικρούλης : Σύνθετο επώνυµο, παρατσούκλι. Αποτελείται από τη λέξη παπάς + το επίθετο µικρούλης.

Πετρόπουλος : Επώνυµο πατρωνυµικό από το βαφτιστικό Πέτρος +­οπουλος.

Στασινοπούλου : Από το βαφτιστικό όνοµα Στασινός, παραλλαγή του Αναστάσης και από την Ανάσταση του Χριστού. Από την παλαιολόγεια εποχή σε περιοχές όπως Θεσσαλονίκη - Σέρρες - Πόλη - Χαλκιδική και Αρκαδία.

Ταβουλαρέας : Επώνυµο βυζαντινό που κατατάσσεται στα βυζαντινά = συµβολαιογράφος. Από το ελληνιστικό ταβουλάριος = ο γραµµατοφύλακας, αρχειοφύλακας στο Βυζάντιο.

Χειλάς : Αυτός που κατεβάζει τα χείλη όταν θυµώσει, ο θυµώδης, ο δύστροπος.

Χριστοφιλέας : Σύνθετο επώνυµο από το βαφτιστικό όνοµα Χριστός = ο έχων το χάρισµα + Φίλος = Ο Φίλος του Χριστού + - εας.

Αβράµη : Επώνυµο πατρωνυµικό από το εβραϊκό βαπτιστικό όνοµα Αβραάµ.

Αγγελόπουλος : Επώνυµο πατρωνυµικό που προέρχεται από το βαφτιστικό όνοµα Άγγελος + κατάληξη –όπουλος.

Βαβαρούτσος : Ιταλοκατάληκτο σε –ουτσος, χωρίς ιταλική ρίζα (μανιάτικο).

Βλαχογιαννόπουλος : Σύνθετο επώνυμο. Αποτελείται από τη λέξη Βλάχος + το βαφτιστικό όνομα Γιάννης + κατάληξη -οπουλος.

Γεωργουδιός : Πιθανόν προέρχεται από το όνομα Γεώργιος.

Δρούγας : Επώνυμο που προέρχεται από παρατσούκλι. Από τη λέξη δρούγα που σημαίνει αδράχτι η οποία έχει σχέση με την αλβανική λέξη druge.

Εξαδάκτυλος : Επώνυμο προερχόμενο από παρατσούκλι που εκφράζει μια σωματική ιδιότητα (6 δάκτυλα).

Κουρέας: Επαγγελματικό επώνυμο + κατάληξη -εας.

Μαντέας : Από τη τούρκικη λέξη manda = βούβαλος ή και από τη λέξη μαντάτο.


Πουλακίδας : Επώνυμο που προέρχεται από το πουλίτσι = πουλάκι.

Πουλάκος : Επώνυμο που προέρχεται από το πουλίτσι = πουλάκι + κατάληξη -ακος.

Πρίφτης : Επώνυμο αρβανίτικης προέλευσης (παπάς). Συχνά το συναντάμε στην· Κορώνη τη Σπάλα και την Κερατέα.

Σίκαλης : Παρατσούκλι από το φυτό σίκαλη.

Στούπη : Παρατσούκλι από τη λέξη στούπα, στουπί (μάζα από υφαντικές ίνες που τοποθετείται μέσα στα καλαμά:ρια για συγκράτηση του μελανιού.

Φούντας : Παρατσούκλι πιθανόν από την ιταλική λέξη funda που σημαίνει θύσαννο, φούντα ή πολλές τρίχες μαζί.




Αράπογλου : Επώνυμο που προέρχεται από παρατσούκλι. Αράπης είναι ο μαυριδερός + τουρκική κατάληξη -ογλου που σημαίνει παιδί.

Αργυροπούλου : Επώνυμο που πιθανόν προέρχεται από το βαφτιστικό Αργύρης.

Γεωργακοπούλου : Πατρωνυμικό από το βαφτιστικό όνομα Γεωργάκης.

Γκιουλέκα : Επώνυμο που δείχνει ψυχικές πνευματικές ή ηθικές ιδιότητες. Από τη λέξη α) gul = τριαντάφυλλο ή β) gylle = βλήμα πυροβόλου.

Δημητρίου : Επώνυμο που προέρχεται από η γενική του ονοματος Δημήτριος.

Δημακουλέα :

Ζωγόπουλος : Προέρχεται από την αρβανίτικη λέξη ζόγκου = πουλί. Γράφεται και Ζώγκας και Ζώγος. Με το όνομα Ζόγκα φέρεται μεγάλος μεσαιωνικός αρχοντι­κός οίκος της Αλβανίας με έδρα το ανατολικό άκρο της Μεγάλης Μαλεσίας.

Καλαμουδάκος :

Καραγιώργη : Σύνθετο όνομα. Το α συνθετικό καρα=μαύρος και το β’ συνθετικό από το βαφτιστικό όνομα Γεώργιος.

Κισκήρα : Πιθανόν προέρχεται από την έκφραση «της κυράς» - Κισκήρας ή από την έκφραση «της χήρας».

Κοντοπούλου : Επώνυμο που προέρχεται από παρατσούκλι που έχει σχέση με σωματικά χαρακτηριστικά. Κοντός + οπουλος. Το παιδί του κοντού.

Κοτσονούρη : Σύνθετο όνομα που προέρχεται από παρατσούκλι. Ζώο με κομμένη ουρά. Αποδίδεται σκωπτικά σε κυνηγό.

Κουδούνη : Παρατσούκλι από αντικείμενο. Δείχνει ασχολία με μέταλλα.

Λάγιος : Παρατσούκλι από όνομα ζώου (λάγιο πρόβατο είναι το μελαχρινό πρόβατο.

Λαγωνικάκος : Πιθανόν παρατσούκλι από όνομα ζώου.

Λινάρδου : Από το βαφτιστικό Λινάρδος, ελληνική μορφή του φράγκικου ονόματος Lenard , Linardo .

Μαρινάκος : Μητρωνυμικό από το βαφτιστικό όνομα Μαρίνα+άκος.

Μπογιατζή : Από την τούρκικη λέξη boyaci = μπογιατζής.

Μπουγέα : Πιθανόν από την τούρκικη λέξη boga = ταύρος.

Νταβέας : <Νταβάς <Ταβάς = στρογγυλό ταψί Ίσως από τουρκική λέξη tava + καταλ. -εας.

Νταγκούλη : Το -λης είναι τούρκικο επίθεμα.

Ντανάκας : Ίσως από τη λέξη dana = μοσχάρι ή από την αραβική λέξη dana = σοφός, διαβασμένος.


Νυφούδη : Μητρωνυμικό όνομα που δηλώνει βαθμό συγγένειας.

Ξαρχάκου : Από τα βυζαντινά επαγγελματικά που προσδιορίζουν εκκλησιαστικά αξιώματα (έξαρχος + -άκος ).

Ξυπολύτου : Από τις ιδιωματικές παραλλαγές του ξυπόλητος, ο ανυπόδητος. Εξυπόλητος < ξυπόλητος.


Παπαδέας : (Παπάδι) Υποκοριστικό του παπάς. Σημαίνει ο γιος παπά, το παπαδοπαίδι που συνήθως είναι «διαβόλου αγγόνι». Το πειραχτήρι+ -εας

Παπαδοπούλου : Απόγονος του παπά (Παπαδοπαίδι). Ίσως το πολυπληθέστερο όνομα στην Ελλάδα.

Πέτρουλας : Πιθανόν από το βαφτιστικό όνομα Πέτρος.

Σκλήκα : Από το ρήμα κατασκέλλομαι = α) γίνομαι σκελετός, ξεραίνομαι, μαραίνομαι β) είμαι σκληρός ή παγωμένος και γ) η μετοχή παρακ. κατεσκληκώς –υια- ός = στρυφνός, αυστηρός.

Στραβολαίμου : Επώνυμο που προέρχεται από παρατσούκλι Σύνθετο από στραβός + λαιμός.

Τριανταφυλλόπουλος : Από παρατσούκλι που έχει προέλευση από λουλούδια.

Φιλίππου : Επώνυμο που προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό όνομα Φίλιππος. Η ετυμολογία του είναι από το φίλος + ίππος = ο φίλος των αλόγων.




ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ : Θα θέλαμε να τονιστεί πως τα οικογενειακά μας ονόματα και η σημασία τους δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να μας χαρακτηρίζουν. Προήλθαν και αναφέρονταν σε κάποιους προγόνους μας, χαρακτηρίζοντας το επάγγελμα τους, την καταγωγή τους ή κάποιο ελάττωμά τους, αλλά όχι εμάς.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ



  1. «Τα οικογενειακά μας ονόματα», Μανόλη Τριανταφυλλίδη, εκδ. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη1995.
  2. «Ονόματα – Επώνυμα – Παρατσούκλια», Ανδρέα Καλαντζάκου, εκδ. Ελεύθερη Σκέψις, Αθήνα 2000.
  3. «Νεοελληνικό Ετυμολογικό και Ερμηνευτικό Λεξικό», Αθανασίου Φλώρου, εκδ. Α. Λιβάνη «Νέα Σύνορα, Αθήνα 1980.
  4. «Τα Νεοελληνικά Κύρια Ονόματα», Θεοδ. Σερεμετάκη και Μαρίας Δημητρίου, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2003.
  5. «Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας», εκδ. Πάπυρος, Αθήνα.
  6. «Ελληνικά επώνυμα τούρκικης προέλευσης», Τομπαΐδη Δημ.,εκδ. Επικαιρότητα.







ΟΝΟΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΩΝ ΠΟΥ ΕΡΓΑΣΤΗΚΑΝ






1. ΠΑΝΤΑΖΗ ΕΥΓΕΝΙΑ


2. ΠΑΝΤΑΖΗ ΣΤΕΛΛΑ

3. ΠΑΝΤΑΖΗ ΧΡΥΣΟΥΛΑ

4. ΠΑΠΑΔΑΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ-ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ

5. ΣΟΥΛΑΝΤΙΚΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ

6. ΣΠΑΝΤΙΔΕΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ

7. ΤΟΠΤΣΙΟΥ ΚΕΤΙ

8. ΤΟΣΚΑ ΚΛΙΝΝΤΕΣ

9. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ

10. ΤΣΕΡΠΕ ΓΡΗΓΟΡΙΑ

11. ΤΣΟΥΜΕΑ ΑΝΘΟΥΛΑ

12. ΤΣΟΚΟΥ ΤΖΕΙΣΙΚΑ

13. ΦΙΛΑΝΔΡΙΑΝΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ

14. ΧΟΧΩΛΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ

15. ΧΟΧΩΛΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ

16. ΧΡΑΝΙΩΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ – ΙΑΣΟΝΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Η ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΕΠΩΝΥΜΟΥ ΣΟΥ"
Related Posts with Thumbnails