Ένα θέμα που έχει κατά κόρο απασχολήσει τους διαφόρους μελετητές της περιώνυμης μάχης του Μαραθώνα, εδώ και αιώνες, αφορά την παρουσία και τη δράση του περσικού ιππικού στη μάχη του Μαραθώνα. Επί του συγκεκριμένου αντικειμένου πολλά έχουν λεχθεί, από το ότι οι Πέρσες δεν είχαν καν ιππικό, μέχρι ότι οι Έλληνες βοηθήθηκαν από κάποιες «μυστικές» δυνάμεις (ομάδα Ε και άλλα φαιδρά).
Η πρώτη άποψη ευκόλως καταρρίπτεται διότι ποτέ στην ιστορία των πολέμων οι Πέρσες δεν πολέμησαν χωρίς ιππικό. Η θεωρία επίσης που θέλει τους Έλληνες να εμπλέκονται στον Μαραθώνα μόνο με την περσική οπισθοφυλακή, επίσης δεν φαίνεται να ευσταθεί. Όσον αφορά τις απόψεις τις σχετικές την μυστικιστική επίκληση «μυστικών» ομάδων από τα άστρα ή από τις στοές και τις οπές του εδάφους, αυτές είναι ασόβαρες και παντελώς ατεκμηρίωτες.
Επιπλέον, βλάπτουν εφόσον αποδίδουν την ελληνική νίκη σε κάτι ή κάποιον πέραν των ιδίων των Μαραθωνομάχων. Και όμως είναι τόσο απλό. Το μόνο «μυστικό» όπλο των αρχαίων Ελλήνων ήταν η κοινή λογική, η οποία τείνει δυστυχώς να εκλείψει στις μέρες μας. Αποτελεί λοιπόν τουλάχιστον ασέβεια στην ηρωική του μνήμη η αμαύρωση της περιφανούς νίκης του από ανόητες και δυστυχώς αργυρώνητες θεωρίες.
Το ιππικό αποτελούσε πράγματι το επίλεκτο όπλο των Περσών. Το ίδιο όμως υπόκειται σε ορισμένους περιορισμούς. Το ιππικό δεν μπορούσε να παραμείνει σε θέσεις μάχης για απεριόριστο χρόνο. Οι ίπποι επίσης χρειάζονταν καθημερινή περιποίηση. Τις νύκτες επίσης οι ίπποι έπρεπε να δένονται από τα πόδια, ώστε να μην μπορούν να φύγουν, ακόμη και αν πανικοβληθούν. Οι Πέρσες φοβούνταν, δικαίως, ότι ήταν δυνατό κάποιος Έλληνας να διεισδύσει νύκτα στο στρατόπεδο τους και να τρομάξει τους ίππους, ανάβοντας για παράδειγμα φωτιά κοντά τους.
Τα ζώα λειτουργούν με το ένστικτο της αυτοσυντηρήσεως. Αν λοιπόν δεν ήσαν καλά δεμένα θα τρέπονταν σε φυγή. Από την άλλη πλευρά όμως το δέσιμο των ίππων στερούσε από τους Πέρσες ιππείς πολύτιμο χρόνο ετοιμότητας. Ένας ιππέας χρειαζόταν ούτως ή άλλως διπλάσιο χρόνο προετοιμασίας πριν τη μάχη από έναν πεζό. Ο χρόνος αυτός τώρα αυξάνονταν. Υπό φυσιολογικές συνθήκες το γεγονός αυτό δεν θα είχε καταστροφικές συνέπειες. Τι θα γινόταν όμως εάν οι Έλληνες εξαπέλυαν αιφνιδιαστική επίθεση; Θα προλάβαιναν οι εκλεκτοί Πέρσες ιππείς να ετοιμαστούν και να λάβουν μέρος στη μάχη;
Φοβούμενοι ακριβώς αυτό το ενδεχόμενο οι Πέρσες επιχείρησαν να προκαλέσουν τους Έλληνες σε μάχη. Οι Πέρσες παρατάχθηκαν στο ευνοϊκότερο για αυτούς σημείο του πεδίου και ανέμεναν την ελληνική επίθεση. Φυσικά οι Έλληνες δεν κινήθηκαν. Θα ήταν πολύ ανόητο από μέρους τους να εμπλακούν με τον αντίπαλο υπό ευνοϊκές για αυτόν συνθήκες. Αντιθέτως αποφάσισαν να περιμένουν, διατηρώντας οι ίδιοι την πρωτοβουλία των κινήσεων.
Οι Πέρσες αφού μάταια περίμεναν για ώρες, τελικώς έσπασαν τους σχηματισμούς των και επέστρεψαν στο στρατόπεδο τους. Στο μεταξύ το πρώτο βήμα στο οποίο προχώρησε ο Μιλτιάδης, μετά την λήψη της απόφασης των Ελλήνων να επιτεθούν, ήταν να προωθήσει τις θέσεις του πλησιέστερα στις περσικές. Οι Έλληνες πλησίασαν σε απόσταση περίπου 1.500 μ. –8 στάδια κατά τον Ηρόδοτο– από τις περσικές προφυλακές, μεταφέροντας μαζί τους και ξύλινα φράγματα που είχαν κατασκευάσει. Αυτά τα τοποθέτησαν κυρίως στα πλευρά της παρατάξεως τους, ώστε να είναι προστατευμένοι από περσικές απόπειρες υπερφαλαγγίσεως. Κατά μέτωπο η οπλιτική φάλαγγα ήταν πολύ ισχυρή για να διασπαστεί, ακόμα και από επέλαση ιππικού.
Οι ίπποι, χάρη στο ένστικτο της αυτοσυντήρησης, αρνούνταν κατηγορηματικώς να επελάσουν κατά του δάσους λογχών της φάλαγγας. Η προσφιλής τακτική των Περσών κατά της ελληνικής φάλαγγας ήταν η προσβολή της από τα πλευρά. Τώρα όμως που τα πλευρά ήταν καλυμμένα από τα ξύλινα φράγματα όλος ο περσικός σχεδιασμός ανατρεπόταν. Στην καλύτερη για αυτούς περίπτωση οι Πέρσες ιππείς θα ελίσσονταν ενώπιον της ελληνικής παρατάξεως εξαπολύοντας τα ακόντια εναντίον της, δεχόμενοι όμως τα βλήματα των Ελλήνων ψιλών. Παρά την επιθετική του κίνηση να προσεγγίσει το εχθρικό στρατόπεδο, ο Μιλτιάδης δεν διέταξε την εκτέλεση της επιθέσεως. Βαθύς γνώστης της περσικής νοοτροπίας, επιχείρησε να «αποκοιμίσει» τους αντιπάλους.
Οι Πέρσες στρατηγοί, βλέποντας τους Έλληνες να μην επιτίθενται χαλάρωσαν τα μέτρα επιφυλακής των, καθώς οι ημέρες περνούσαν και οι δύο αντίπαλες στρατιές συνήθισαν η μια στην παρουσία της άλλης. Οι Πέρσες ειδικά, οι οποίοι λόγω τους έως τότε αήττητου τους από τους Έλληνες, αλλά και λόγω της μεγάλης τους αριθμητικής υπεροχής, η οποία πλέον καθίστατο απτή, εφόσον έβλεπαν το μικρό μέγεθος της ελληνικής στρατιάς, άρχισαν να αισθάνονται πολύ σίγουροι για του εαυτό τους, γεγονός που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην καταστροφή, όπως πάμπολλα ιστορικά παραδείγματα αποδεικνύουν.
Από τις νέες τους θέσεις οι Έλληνες παρατηρούσαν με προσοχή τους εχθρούς. Παρατηρούσαν κάθε τους κίνηση, κάθε τους συνήθεια. Βάσει των παρατηρήσεων τους αυτών καταστρώθηκε και το τελικό σχέδιο μάχης. Ο Μιλτιάδης κατέστρωσε το σχέδιο δράσεως, το οποίο παρουσίασε στους λοιπούς στρατηγούς, οι οποίοι προφανώς το αποδέχθηκαν.
Ο Μιλτιάδης γνώριζε ότι κάθε στρατιά του Μεγάλου Βασιλέως, η οποία περιελάμβανε περσικά και τμήματα υποτελών, πολεμούσε με τους Πέρσες στο κέντρο και τους υποτελείς στα πλευρά. Οι Πέρσες αποτελούσαν τον σκληρό πυρήνα της στρατιάς και ήταν προετοιμασμένοι να πολεμήσουν μέχρι τον θάνατο αν χρειαζόταν. Αντιθέτως, οι υποτελείς στρατιώτες, και δικαίως, δεν έδειχναν την ίδια προθυμία να πεθάνουν για την δόξα του Πέρση βασιλέα.
Ο Μιλτιάδης λοιπόν μελέτησε σε βάθος το σχέδιο δράσης της μικρής ελληνικής στρατιάς και κατέληξε ότι θα έπρεπε αυτή να ταχθεί με τρόπο αντιστρόφως ανάλογο της περσικής, δηλαδή με ισχυρά κέρατα και σχετικώς αδύναμο κέντρο. Ο μικρός αριθμός των ανδρών που διέθετε, σε σχέση με τους εχθρούς, δεν του επέτρεπε να καλύψει όλο το μήκος του μετώπου παρά μόνο στο στενότερο τμήμα του. Εκεί η ελληνική στρατιά των 10.000 ανδρών θα μπορούσε να αναπτυχθεί με 4.000 άνδρες ανά κέρας, ταγμένους εις βάθος οκτώ ζυγών (απλή φάλαγγα) και με 2.000 άνδρες στο κέντρο ταγμένους σε βάθος τεσσάρων μόλις ζυγών (μισή φάλαγγα).
Υπολογίζοντας μέτωπο κατ’ άνδρα της τάξεως των 0.90 μέτρων (βάσει της διαμέτρου της οπλιτικής ασπίδας), το συνολικό μήκος του ελληνικού μετώπου δεν θα ξεπερνούσε τα 1.400-1.500 μέτρα, περιλαμβανομένων και των μικρών κενών διαστημάτων, μεταξύ των υπομονάδων. Δεν είναι ακριβώς γνωστός ο αριθμός των ανδρών που διέθετε ο Μιλτιάδης αν και η διαφορά είναι μικρή (10.000 ή 11.000 άνδρες). Οι Πέρσες από την άλλη πλευρά μπορούσαν στο ίδιο μήκος μετώπου να παρατάξουν έως και 150.000 στρατιώτες, ταγμένους με μέτωπο 1.500 ανδρών και βάθος έως 100 ζυγών (σχηματισμός σπαραμπάρα).
Όλοι οι μελετητές της μάχης συμφωνούν επίσης ότι ο Μιλτιάδης ανέμενε το «άδειασμα» της Σελήνης για να επιτεθεί. Είχε διέλθει η πανσέληνος και μεταξύ της δύσης της Σελήνης και της ανατολής του Ηλίου υπήρχε ένα «νεκρό» σημείο, με απόλυτο σκότος. Το σκότος αυτό εκμεταλλεύθηκαν μερικοί Ίωνες και αυτομόλησαν στους ομοφύλους τους Αθηναίους, αθέατοι λόγω του σκότους από τους Πέρσες. Οι Ίωνες που με τη βία ακολουθούσαν τους Πέρσες, προφανώς ως ναύτες, ανέφεραν στον Μιλτιάδη ότι οι Πέρσες είχαν χαλαρώσει τα μέτρα ασφαλείας τους και είχαν αποσύρει το ιππικό τους πίσω από τις θέσεις του πεζικού, μεταξύ των ελών και της Μακάριας κρήνης.
Η ευκαιρία που ο Μιλτιάδης αναζητούσε είχε εμφανιστεί! Την πληροφορία πάντως περί των Ιώνων αυτόμολων δεν την αναφέρει ο Ηρόδοτος. Αναφέρεται όμως στο περίφημο Λεξικό της Σούδας (ή Σουίδα), το οποίο αναφέρει ότι οι Ίωνες έφτασαν έως τα ξύλινα οχυρώματα και ενημέρωσαν τον Μιλτιάδη ότι περσικό ιππικό ήταν απροετοίμαστο. Τότε αυτός εκμεταλλευόμενος την ευκαιρία επιτέθηκε στους εχθρούς και τους νίκησε.
Ελληνική επίθεση
Δεν γνωρίζουμε την ακριβή ημερομηνία διεξαγωγής της μάχης. Ήδη από την αρχαιότητα υπήρχαν πολλές αντικρουόμενες απόψεις. Ο Πλούταρχος τοποθετούσε τη μάχη στις 6 Οκτωβρίου του 490 π.Χ. Συμφώνως όμως με νεότερους υπολογισμούς τρεις θεωρούνται οι πιθανότερες ημερομηνίες διεξαγωγής της μάχης, η 10η Αυγούστου, η 9η Σεπτεμβρίου και η 8η Οκτωβρίου. Γνωρίζουμε όμως ότι ελληνική έφοδος εκδηλώθηκε μια ώρα πριν το ξημέρωμα, αιφνιδιάζοντας τους Πέρσες και αχρηστεύοντας το κυριότερο τους όπλο, το ιππικό. Περί τα 1.500 μέτρα χώριζαν τους δύο αντιπάλους. Οι Πέρσες, στο άκουσμα της ελληνικής εφόδου, έσπευδαν φύρδην-μίγδην να λάβουν θέσεις μάχης.
Οι ιππείς και οι ιπποκόμοι προσπαθούσαν να ετοιμάσουν τους ίππους και να εξοπλισθούν. Βρισκόταν όμως πίσω από τις γραμμές του φίλιου πεζικού και μοιραία, ακόμη και όταν ετοιμάσθηκε για μάχη, ετάχθη πίσω από αυτό, σε δεύτερη γραμμή, ως γενική εφεδρεία, εφόσον δεν υπήρχε χώρος για να ταχθεί στην πρώτη γραμμή. Στο σημείο αυτό ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι οι Έλληνες επιτέθηκαν τρέχοντας κατά των Περσών σε σημείο που οι τελευταίοι να τους περάσουν για τρελούς. Κάτι τέτοιο πάντως θα ήταν μάλλον απίθανο να έχει συμβεί. Μεταφέροντες οπλισμό βάρους τουλάχιστον 30 κιλών, οι Έλληνες οπλίτες δε θα άντεχαν να καλύψουν τρέχοντας τα 1.500 μέτρα που τους χώριζαν από τους Πέρσες και στη συνέχεια να τους πολεμήσουν επί τουλάχιστον τρεις ώρες.
Εξάλλου οι Έλληνες οπλίτες δεν εκτελούσαν ποτέ τρέχοντας τις κινήσεις προσπέλασης γιατί και κόπωση στους άνδρες μια τέτοια κίνηση θα προκαλούσε και τη συνοχή, πάνω από όλα, της φάλαγγας θα διατάρασσε. Η ισχύς της φάλαγγας ήταν ακριβώς η συνοχή της. Εξάλλου δεν υπήρχε λόγος να διανύσουν οι Έλληνες ολόκληρη την απόσταση τρέχοντας, από την στιγμή που το δραστικό βεληνεκές των περσικών τόξων έφτανε τα 200 περίπου μέτρα. Αρκούσε να διανύσουν τρέχοντας ακριβώς τα 200 αυτά μέτρα, στα οποία ήσαν τρωτοί από τα περσικά βέλη και να επιπέσουν με ακμαίες τις δυνάμεις των επί της εχθρικής παρατάξεως.
Αυτό ακριβώς και έπραξαν. Λίγο μετά τις 05.30 το πρωί η ελληνική φάλαγγα, αφού ξεπέρασε χωρίς σοβαρές απώλειες τον περσικό φραγμό βελών, επέπεσε με ορμή στην εχθρική παράταξη και ενεπλάκη σε αγώνα εκ του συστάδην. Τότε ακούστηκε η φρικτή κλαγγή των όπλων καθώς οι ασπίδες έσμιξαν μεταξύ τους και τα δόρατα πήραν τον λόγο. Οι Έλληνες ευθύς εξ αρχής άρχισαν να πιέζουν τους Πέρσες στα δύο κέρατα. Διέσπασαν το φράγμα των ασπίδων των Περσών και άρχισαν να σφαγιάζουν τους Σάκες τοξότες κατά δεκάδες. Ωστόσο ήταν τόσο μεγάλος ο αριθμός των πολεμίων ώστε οι απώλειες δεν προκάλεσαν, άμεσα τουλάχιστον, την διάλυση των γραμμών τους.
Στο κέντρο αντιθέτως η λεπτή ελληνική γραμμή, η αποτελούμενη από 2.000 Αθηναίους πιέστηκε με τη σειρά της και ωθήθηκε προς τα πίσω από το πλήθος των επίλεκτων Περσών. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο κέντρο πολεμούσε, ως απλός στρατιώτης και ο μετέπειτα σωτήρας της Ελλάδος, ο Θεμιστοκλής. Το σχέδιο πάντως του Μιλτιάδη εξελισσόταν κανονικώς.
Οι Έλληνες έκαναν θραύση στις δύο πτέρυγες, σκοτώνοντας τώρα τους Σάκες κατά εκατοντάδες. Τα κοντά δόρατα και οι ακινάκες (περσικά ξιφίδια) των βαρβάρων δεν προξενούσαν την παραμικρή εντύπωση στους καλά θωρακισμένους και άριστα εκπαιδευμένους Έλληνες οπλίτες. Σταδιακά η πίεση και οι απώλειες απέδωσαν και οι Σάκες άρχισαν να «σπάζουν» τους σχηματισμούς τους και να διαρρέουν, αρχικώς σε μικρές ομάδες, προς τα μετόπισθεν.
Συντόμως ο πανικός εξαπλώθηκε και τα δύο κέρατα της περσικής στρατιάς διαλύθηκαν. Την ίδια ώρα στο κέντρο οι 2.000 Αθηναίοι άντεχαν στην περσική πίεση. Αν και εξαναγκάσθηκαν σε μικρή υποχώρηση, δεν διασπάστηκαν. Έτσι έδωσαν τον αναγκαίο χρόνο στα δύο νικηφόρα ελληνικά κέρατα να συγκλίνουν προς το κέντρο και να υπερφαλαγγίσουν, αρχικά, και να περικυκλώσουν, κατά τα ¾ κατόπιν τους Πέρσες. Ακολούθησε άγρια σφαγή των εχθρών.
Ο Μιλτιάδης φρόντισε να μην κυκλώσει εντελώς τους Πέρσες, αφήνοντάς τους μια οδό διαφυγής προς τα πλοία. Η κίνηση αυτή θα μπορούσε να κατακριθεί από ορισμένους. Ήταν όμως απόλυτα δικαιολογημένη. Αν περικύκλωνε τελείως τους Πέρσες, οι τελευταίο, μη έχοντας άλλη διέξοδο, θα πολεμούσαν μέχρις εσχάτων. Οι Έλληνες όμως δεν είχαν πολύ χρόνο στη διάθεση τους. Έπρεπε να εξοντώσουν συντόμως το περσικό πεζικό, πριν το ιππικό προλάβει να επέμβει.
Αφήνοντας λοιπόν ανοικτή οδό διαφυγής, ο Μιλτιάδης επέτυχε δύο πράγματα. Πρώτον, προκάλεσε τους Πέρσες να προτιμήσουν την φυγή από τον μέχρις εσχάτων αγώνα και δεύτερον εμπόδισε την εμπλοκή του ιππικού τους στη μάχη. Όπως ανεφέρθη το περσικό ιππικό μόλις ετοιμάσθηκε, ελλείψει χώρου, ετάχθη σε δεύτερη γραμμή πίσω από το πεζικό.
Η φυγή των Σακών όμως, οι οποίοι φεύγοντες διαπέρασαν τις τάξεις του, προκάλεσε σύγχυση και ίσως πανικό. Πριν προλάβει να ανασυνταχτεί το ιππικό βρέθηκε να αντιμετωπίζει ένα νέο κύμα φυγάδων, Περσών αυτή τη φορά. Έτσι κυριολεκτικώς μπλεγμένοι οι ιππείς ανάμεσα στους πανικόβλητους πεζούς δεν μπορούσαν να πράξουν το παραμικρό, όχι να πολεμήσουν, αλλά ούτε καν να κινηθούν. Μοιραία, ενώπιον της συνεχιζόμενης πίεσης των Ελλήνων, οι άνδρες του Δάτη και του Αρταφέρνη πανικοβλήθηκαν και τράπηκαν σε γενική φυγή προς τα πλοία τους, προσπαθώντας να μπουν σε αυτά και να γλιτώσουν αποπλέοντας.
Εκεί όμως επενέβη και η ελληνική γη και εκδικήθηκε την προσβολή που της έκαναν οι Πέρσες πατώντας το χώμα της. Οι Πέρσες πανικόβλητοι έπεσαν μέσα στα έλη. Τα πόδια ανδρών και ίππων κόλλησαν στη λάσπη με αποτέλεσμα να βρουν φρικτό θάνατο. Αρκετοί άλλοι έπεφταν στη θάλασσα και πνίγονταν. Οι Έλληνες στο μεταξύ καταδίωκαν τους Πέρσες. Γνωρίζοντας καλύτερα το έδαφος, πραγματοποίησαν μια μικρή παράκαμψη, απέφυγαν τα έλη και επέπεσαν επί των εχθρών την ώρα που αυτοί επιχειρούσαν να επιβιβαστούν στα πλοία τους. Τότε έπεσε ο πολέμαρχος Καλλίμαχος, επικεφαλής του ελληνικού δεξιού. Ο θάνατός του δεν σταμάτησε όμως τους Έλληνες από το έργο τους.
Καταδιώκοντας τους Πέρσες οι Έλληνες έφτασαν τελικώς στα πλοία. Εκεί νέες άγριες συμπλοκές πραγματοποιήθηκαν, καθώς οι Έλληνες προσπαθούσαν να κυριεύσουν τα εχθρικά πλοία και οι Πέρσες να σώσουν τις ζωές τους. Σκηνές ομηρικές εκτυλίχθηκαν, με τους Έλληνες να ορμούν στα πλοία των εχθρών. Σε αυτή τη φάση σκοτώθηκε ο Κυναίγειρος, ο αδελφός του τραγικού ποιητή Αισχύλου. Τελικώς μόνο 6 εχθρικά πλοία κυριεύθηκαν, τα υπόλοιπα άνοιξαν πανιά και έπλευσαν νότια. Η ώρα ήταν περίπου 08.30. μόλις τρεις ώρες είχε διαρκέσει η ένδοξος μάχη.