Η ΠΛΗΡΗΣ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΙΘΕΤΩΝ - ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ-ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ-ΙΣΤΟΡΙΚΟ-ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΙΘΕΤΩΝ ΚΑΙ ΟΝΟΜΑΤΩΝ - ΣΥΝΕΧΗΣ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ - ΟΛΑ ΤΑ ΕΠΙΘΕΤΑ ΕΧΟΥΝ ΚΑΠΟΙΑ ΣΗΜΑΣΙΑ - ΤΑ ΕΠΩΝΥΜΑ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΦΟΡΕΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑΣ - ΚΑΙ ΒΕΒΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ - Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΣΥΛΛΟΓΗ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΩΝΥΜΩΝ - ΚΑΛΗ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΙΣΤΟΡΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΜΑΘΕΙΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ.
ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΑΣ
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΕΡΙΚΛΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΕΡΙΚΛΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2016

Ο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΚΛΗ



ΘΟΥΚΥΔΙΔΟΥ ΞΥΓΓΡΑΦΗΣ
ΙΙ 34-46----

ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΛΟΓΟΣ του ΠΕΡΙΚΛΗ
τον οποίο εκφώνησε κατά την ταφή των πρώτων νεκρών Αθηναίων στρατιωτών
στο πρώτο έτος του ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ----

Κατά τη διάρκεια του χειμώνα οι Αθηναίοι, ακολουθώντας πατροπαράδοτο έθιμο, έθαψαν δημοσία δαπάνη τους πρώτους πεσόντες του παρόντος πολέμου κατά τον ακόλουθο τρόπο: Κατασκευάζουν μια σκηνή, στην οποία εκθέτουν τα οστά των πεσόντων επί τρεις ημέρες προ της ταφής, και ο καθένας προσκομίζει για τον δικό του νεκρό ό,τι (αφιέρωμα) θέλει. Κατά την ταφή δε δέκα λάρνακες από ξύλο κυπαρισσιού, μια δηλαδή για κάθε φυλή, φέρονται με άμαξες.

Σε κάθε μια δε από τις λάρνακες αυτές τοποθετούνται τα οστά των ανηκόντων σε αυτή την φυλή. Φέρουν δε επί πλέον στα χέρια τους και ένα κενό φέρετρο σκεπασμένο με σάβανο για τους αφανείς, για όλους δηλαδή όσων τα πτώματα δεν βρέθηκαν για να ενταφιασθούν. Συνοδεύει δε την κηδεία όποιος θέλει, είτε αστός είτε ξένος, οι δε γυναίκες, οι συγγενείς των πεσόντων, παρευρίσκονται στον τόπο του ενταφιασμού και αρχίζουν να θρηνούν.
Τοποθετούν λοιπόν τα οστά στο δημόσιο μνημείο, το οποίο βρίσκεται στο ωραιότερο προάστειο της πόλης, και στο οποίο θάπτουν πάντοτε τους νεκρούς των πολέμων, όλους τους άλλους τουλάχιστον εκτός από αυτούς που έπεσαν στον Μαραθώνα. Διότι την ανδρεία εκείνων την θεώρησαν σαν κάτι το εξαιρετικό, γι’ αυτό και τους έθαψαν εκεί όπου και έπεσαν μαχόμενοι.
Αφού δε τους σκεπάσουν με χώμα, ένας από τους θεωρούμενους ως πολύ μυαλωμένος και από τους πιο ευυπόληπτους, τον οποίο οι πολίτες διαλέγουν από πριν για τον σκοπό αυτόν, εκφωνεί προς τιμήν των πεσόντων τον κατάλληλο επιτάφιο λόγο. Έπειτα από αυτό φεύγουν. Κατ’ αυτόν λοιπόν τον τρόπο θάπτουν τους νεκρούς των πολέμων. και την συνήθεια αυτή τήρησαν σε όλη τη διάρκεια του πολέμου, όσες φορές τους παρουσιάζεται τέτοια περίπτωση.
Προς τιμήν λοιπόν αυτών των πρώτων νεκρών του πολέμου, εξελέγη να εκφωνήσει τον επιτάφιο ο Περικλής ο γιος του Ξανθίππου.
Και στην κατάλληλη στιγμή προχώρησε από το μνημείο σε ένα βάθρο στημένο ψηλά, ώστε να ακούγεται από όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος του ακροατηρίου, και μίλησε ως εξής περίπου:

«Οι περισσότεροι από όσους ως τώρα έχουν μιλήσει από το βήμα αυτό συνηθίζουν να επαινούν εκείνον, ο οποίος στον νόμο που διέπει την ταφή των νεκρών πρόσθεσε την διάταξη αυτή περί επιταφίου λόγου, γιατί θεωρούν ότι αξίζει τον κόπο να απονέμεται μια τέτοια τιμή στους νεκρούς των πολέμων κατά τον ενταφιασμό τους.
Σε μένα εν τούτοις θα φαινόταν ότι είναι προτιμότερο, οι τιμές που απονέμονται σε άνδρες, οι οποίοι αναδείχθηκαν γενναίοι με τα έργα τους, να εκδηλώνονται και αυτές με έργα μόνο, όπως είναι π.χ. αυτές, τις οποίες τώρα βλέπετε γύρω από τον ενταφιασμό τους, που έγινε δημοσία δαπάνη, και όχι να εξαρτώνται οι αρετές των πολλών από την ικανότητα ή την ανικανότητα ενός ανθρώπου, να κανονίζεται δηλαδή η περί αυτών εκτίμηση των ακροατών από την ευφράδεια ή μη ευφράδεια του ρήτορα. Γιατί είναι δύσκολο πράγμα να μιλήσει κανείς αντικειμενικά (χωρίς δηλαδή να πει ούτε λιγότερα ούτε περισσότερα από ό,τι πρέπει) για κάποιο θέμα, για το οποίο είναι δύσκολο να εξακριβωθεί και αυτή ακόμα η απλή ιδέα, ότι τα λεγόμενα από τον ρήτορα είναι αληθινά.
Γιατί ο ακροατής, ο οποίος γνωρίζει τα πράγματα και είναι ευνοϊκά διατεθειμένος προς αυτούς που τα έπραξαν, θα σχημάτιζε ίσως την ιδέα, ότι αυτά εκτέθηκαν κάπως κατώτερα από ό,τι αυτός γνωρίζει και επιθυμεί, ενώ αντίθετα, όποιος τα αγνοεί, θα σκεπτόταν ότι μερικά εκτέθηκαν αρκετά μεγαλοποιημένα, και αυτό από φθόνο, τον οποίο δοκιμάζει ο άνθρωπος, όταν ακούει κάτι το οποίο υπερβαίνει τις δικές του φυσικές δυνάμεις.
Γιατί οι άνθρωποι ανέχονται τους επαίνους που λέγονται για άλλους μόνο εφόσον κάθε ακροατής έχει τη γνώμη, ότι και αυτός είναι ικανός να πράξει κάτι από αυτά που ακούει.
Ενώ για κάθε τι, το οποίο είναι ανώτερο από τις δυνάμεις του, αισθάνεται δια μιας φθόνο και δυσπιστία. Εφόσον όμως οι πρόγονοί μας έκριναν ότι με αυτόν τον τρόπο πρέπει να γίνονται τα πράγματα αυτά, πρέπει κι εγώ να ακολουθήσω το έθιμο αυτό και να προσπαθήσω να ικανοποιήσω την επιθυμία και την γνώμη του καθενός σας όσο μπορέσω περισσότερο.

Θα μιλήσω πρώτα πρώτα για τους προγόνους μας.
 Γιατί είναι δίκαιο, αλλά συγχρόνως και πρέπον, σε μια τέτοια περίσταση, κατά την οποία θρηνούμε και εγκωμιάζουμε τους νεκρούς μας, να τους απονέμεται η τιμή αυτή να μνημονεύονται πρώτοι. Γιατί δεν υπήρξαν ούτε μια στιγμή, κατά την οποία να έπαυσαν να κατοικούν την χώρα αυτή, και χάρις στην ανδρεία τους διαφύλατταν την ελευθερία της από γενεά σε γενεά μέχρι των ημερών μας και μας την παράδωσαν ελεύθερη.
Και εκείνοι λοιπόν είναι άξιοι επαίνου αλλά ακόμη περισσότερο οι πατέρες μας. Γιατί επί πλέον εκείνων, τα οποία κληρονόμησαν, απέκτησαν με πολλούς κόπους και κληροδότησαν σε μας τους σημερινούς όλη αυτή την επικράτεια που κατέχουμε σήμερα.
Το δε έργο της περαιτέρω βελτίωσης, το επιτελέσαμε εμείς οι ίδιοι που είμαστε συγκεντρωμένοι εδώ, οι οποίοι βρισκόμαστε ακόμη σε αυτήν ακριβώς την ηλικία μας, και εμείς εφοδιάσαμε την πόλη μας με όλα τα πράγματα, ώστε να είναι αυταρκέστατη και για πόλεμο και για ειρήνη.
Από όλα δε αυτά εγώ όσα μεν αναφέρονται σε πολεμικά κατορθώματα, με τα οποία έγινε η κάθε μια κατάκτηση, ή αφορούν την ενεργητικότητα, με την οποία αποκρούσαμε, είτε εμείς οι σημερινοί είτε οι πρόγονοί μας, τους εκάστοτε επελθόντες εναντίον μας Βαρβάρους ή Έλληνες, όλα αυτά, θα τα παραλείψω, γιατί δεν επιθυμώ να απεραντολογώ ενώπιον ανθρώπων, οι οποίοι τα γνωρίζουν.
Αλλά με ποιον τρόπο φθάσαμε στο σημείο αυτό της δύναμης που είμαστε σήμερα, και με ποια μορφή πολιτεύματος και με ποιες συνήθειες έγινε μεγάλη η δύναμή μας, όλα αυτά θα αναπτύξω πρώτα, και έπειτα θα προχωρήσω στο εγκώμιο αυτών εδώ των νεκρών, γιατί νομίζω ότι δεν είναι ανάρμοστο να λεχθούν αυτά και για την παρούσα περίσταση, και δεν είναι ανώφελο να τα ακούσουν όλοι οι παρευρισκόμενοι, αστοί και ξένοι.

Έχουμε δηλαδή πολίτευμα, το οποίο δεν αντιγράφει τους νόμους άλλων, μάλλον δε εμείς οι ίδιοι είμαστε υπόδειγμα σε μερικούς παρά μιμούμαστε άλλους.
Και ονομάζεται μεν δημοκρατία, γιατί η διοίκηση είναι στα χέρια των πολλών και όχι των ολίγων, έναντι δε των νόμων είναι όλοι ίσοι στις ιδιωτικές τους διαφορές, ενώ ως προς την θέση τους στον δημόσιο βίο κάθε ένας προτιμάται για ένα από τα δημόσια αξιώματα ανάλογα με την επίδοση την οποία σημειώνει σε αυτά, δηλαδή η δημόσιά του σταδιοδρομία εξαρτάται μάλλον από την ατομική του αξία και όχι από την κοινωνική τάξη, από την οποία προέρχεται, ούτε πάλι ένας, ο οποίος είναι μεν φτωχός έχει όμως την ικανότητα να παράσχει κάποια υπηρεσία στην πατρίδα του, εμποδίζεται σε αυτό από το γεγονός ότι είναι άγνωστος.
Ζούμε δε σαν ελεύθεροι άνθρωποι, και σαν πολίτες στον δημόσιο βίο και σαν άτομα στον ιδιωτικό, στις επιδιώξεις μας της καθημερινής ζωής, κατά τις οποίες δεν κοιτάμε ο ένας στον άλλον με καχυποψία, δεν θυμώνουμε με τον γείτονά μας, όταν κάνει ό,τι του αρέσει, ούτε παίρνουμε μια φυσιογνωμία σκυθρωπή, η οποία μπορεί να μην βλάπτει τον άλλο, πάντως όμως είναι δυσάρεστη.
Ενώ δε στην ιδιωτική μας ζωή συναναστρεφόμαστε μεταξύ μας χωρίς να ενοχλεί ο ένας τον άλλον, στην δημόσιά μας ζωή, σαν πολίτες, από σεβασμό προ πάντων δεν παραβαίνουμε τους νόμους, υπακούμε δε στους εκάστοτε κατέχοντες τα δημόσια αξιώματα και στους νόμους, προ περισσότερο σε εκείνους από τους νόμους, που έχουν θεσπιστεί για υποστήριξη των αδικούμενων, και σε άλλους, οι οποίοι αν και άγραφοι, η παράβασή τους φέρνει πανθομολογούμενη ντροπή στους παραβάτες.

Αλλά και για το πνεύμα μας έχουμε εφεύρει πλείστους όσους τρόπους να το ανακουφίζουμε από τους κόπους, με εορταστικούς αγώνες και θυσίες, τις οποίες έχουμε καθιερώσει καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, και με ευπρεπή ιδιωτικά οικήματα, η δε ευχαρίστηση την οποία καθημερινά απολαμβάνουμε από όλα αυτά, διώχνει την μελαγχολία.
Λόγω δε του μεγάλου αριθμού των κατοίκων της πόλης μας εισάγονται σε αυτήν προϊόντα όλου του κόσμου, και συμβαίνει να απολαμβάνουμε έτσι τα προϊόντα των άλλων χωρών με όση οικειότητα καταναλώνουμε τα προϊόντα της Αττικής (σαν να είναι δηλαδή δικά μας).

Υπερέχουμε δε από τους αντιπάλους μας και στην πολεμική προετοιμασία κατά τα εξής: Την πόλη μας π.χ. την παρέχουμε ανοιχτή σε όλον τον κόσμο, και ποτέ δεν αποκλείουμε κανέναν διώχνοντας τους ξένους από οποιοδήποτε ακρόαμα ή θέαμα, από το οποίο, αν δεν το κρατήσουμε μυστικό και το δεί κανείς από τους εχθρούς μας, είναι δυνατόν να ωφεληθεί, και αυτό γιατί έχουμε εμπιστοσύνη όχι τόσο στις πολεμικές προετοιμασίες και τα στρατηγήματα όσο στην έμφυτη γενναιότητά μας όσον αφορά τα έργα.
Στο ζήτημα δε πάλι της αγωγής, ενώ εκείνοι υποβάλλονται από την νεαρή τους ακόμα ηλικία σε συνεχή και επίπονη άσκηση, με την οποία επιδιώκουν να γίνουν γενναίοι, εμείς ζούμε με όλες τις ανέσεις και όμως είμαστε εξ ίσου πρόθυμοι να αντιμετωπίσουμε τους κινδύνους, τους οποίους αντιμετωπίζουν και αυτοί.
Και να η απόδειξη: ενώ οι Λακεδαιμόνιοι εκστρατεύουν κατά της χώρας μας με όλους τους τους συμμάχους και ποτέ μόνοι, εμείς επερχόμαστε κατά των άλλων εντελώς μόνοι, και τις περισσότερες φορές νικάμε χωρίς καμία δυσκολία τους αντιπάλους μας, μολονότι εκείνοι μεν μάχονται υπέρ βωμών και εστιών, εμείς δε είμαστε σε ξένο έδαφος.
Και κανείς από τους εχθρούς μας δεν αντιμετώπισε μέχρι σήμερα τις δυνάμεις μας ενωμένες, γιατί αφ’ ενός καταβάλλουμε πολλές φροντίδες ταυτόχρονα και για το ναυτικό μας, και αφ’ ετέρου κατατέμνουμε τις δυνάμεις μας του πεζικού και τις στέλνουμε σε πολλά σημεία της επικράτειάς μας. Αν δε κάπου με μέρος μόνο της δύναμής μας συμπλακούν οι αντίπαλοί μας, τότε, αν μεν νικήσουν, καυχώνται ότι μας νίκησαν όλους, αν δεν νικηθούν, διακηρύσσουν ότι νικήθηκαν από όλους.
Και βέβαια, αν εμείς αντιμετωπίζουμε με πολλή προθυμία τους κινδύνους, μάλλον με μια αφροντισία και άνεση παρά μετά από επίπονη άσκηση, και με ανδρεία, η οποία οφείλεται όχι τόσο στην επιβολή των νόμων όσο στην φυσική μας ευψυχία, έχουμε το πλεονέκτημα ότι δεν καταπονούμεθα προκαταβολικά για δεινά, τα οποία ανήκουν ακόμα στο μέλλον, και ότι, όταν φθάσει η ώρα των δεινών αυτών, αποδεικνυόμαστε ότι δεν είμαστε λιγότερο τολμηροί από εκείνους που μοχθούν αδιάκοπα. Δεν είναι δε σε αυτά μόνο αξιοθαύμαστη η πόλη μας αλλά και σε πολλά ακόμη.

Γιατί είμαστε λάτρες του ωραίου, όμως χωρίς σπατάλη χρήματος, και καλλιεργούμε το πνεύμα χωρίς να χάνουμε την ανδρεία μας.
Και μεταχειριζόμαστε τον πλούτο περισσότερο σαν μια ευκαιρία δράσης παρά σαν αφορμή κομπορρημοσύνης, το να ομολογεί δε κανείς την φτώχεια του δεν είναι ντροπή, είναι όμως αισχρότερο το να μην προσπαθεί να την αποφύγει με την εργασία.
Επί πλέον, οι ίδιοι εμείς όλοι είμαστε σε θέση να φροντίζουμε ταυτόχρονα για τις ιδιωτικές μας υποθέσεις και για τις υποθέσεις της πόλης μας, και όσοι από εμάς είναι απασχολημένοι με ιδιωτικές επιχειρήσεις και αυτοί ακόμα κατέχουν τα πολιτικά ζητήματα στην εντέλεια.
Γιατί είμαστε ο μόνος λαός που τον μη αναμειγνυόμενο καθόλου στα κοινά δεν τον θεωρούμε φιλήσυχο αλλά άχρηστο, και οι μόνοι που όποτε δεν τα επινοούμε και δεν τα προτείνουμε οι ίδιοι πάντως έχουμε τη δύναμη να κρίνουμε σωστά τα λαμβανόμενα μέτρα, τους δε λόγους δεν τους θεωρούμε καθόλου εμπόδιο των έργων, αλλά μάλλον θεωρούμε σαν εμπόδιο το να μην έχουμε κατατοπισθεί προφορικά σε όσα έχουμε να κάνουμε, πριν καταπιαστούμε με αυτά. Γιατί υπερέχουμε από τους άλλους και ως προς αυτό ακόμη, ότι δηλαδή εμείς οι ίδιοι αποφασίζουμε για όσα πρόκειται να επιχειρήσουμε και εμείς οι ίδιοι τα επιχειρούμε.
Ενώ ως προς αυτό οι άλλοι... σε αυτούς η μεν αμάθεια τους κάνει να αποφασίζουν η δε σκέψη τους κάνει να διστάζουν.
Πιο τολμηροί όμως από όλους είναι σωστό να θεωρούνται όσοι γνωρίζουν με σαφήνεια ποιες είναι οι συμφορές και ποια τα ευχάριστα, και όμως η γνώση αυτή δεν τους κάνει να αποφεύγουν τους κινδύνους. Αλλά και στα ζητήματα της καλωσύνης διαφέρουμε από την πλειονότητα των ανθρώπων. Γιατί εμείς τους φίλους τους αποκτάμε μάλλον ευεργετώντας παρά ευεργετούμενοι από αυτούς.
Σταθερότερος δε φίλος είναι ο ευεργετών τον άλλον, γιατί είναι φυσικό να προσπαθεί να διατηρεί την ανάμνηση της ευεργεσίας με το να φέρεται πάντοτε καλά προς τον ευεργετούμενο. Ενώ αντιθέτως αυτός που οφείλει την ευεργεσία είναι ψυχρότερος στις σχέσεις του, γιατί γνωρίζει, ότι πρόκειται να ανταποδώσει την καλωσύνη σαν πληρωμή χρέους και όχι για να εξασφαλίσει την ευγνωμοσύνη του άλλου.
Και είμαστε οι μόνοι που βοηθάμε τον άλλο χωρίς την ελάχιστη ανησυχία, και αυτό μάλλον από την εμπιστοσύνη που εμπνέει η ελευθερία παρά από συμφεροντολογικούς υπολογισμούς.

Ανακεφαλαιώνοντας λοιπόν τα παραπάνω τονίζω, ότι η όλη πόλη είναι σχολείο της Ελλάδας και ότι, κατά τη γνώμη μου, ο καθένας από εμάς έχει την ικανότητα να προσαρμοστεί προς τις πλέον διαφορετικές μορφές δράσεως με την μεγαλύτερη ευστροφία και χάρη. Και ότι αυτά είναι μάλλον η πραγματική αλήθεια και όχι απλή κομπορρημοσύνη, κατάλληλη για την παρούσα περίσταση, το αποδεικνύει αυτή η δύναμη της πόλης, την οποία αποκτήσαμε με τις ικανότητές μας αυτές. Γιατί είναι η μόνη πόλη από τις σημερινές που όταν δοκιμάζεται αποδεικνύεται ανώτερη της φήμης της, και η μόνη, η οποία ούτε στον εχθρό, που της επιτίθεται, δίνει αφορμή να αγανακτήσει με όσα παθαίνει από τέτοιους αντιπάλους, ούτε στους υπηκόους της δίνει αφορμή για παράπονα, γιατί τάχα εξουσιάζονται από ανάξιους να έχουν την εξουσία.
Η δύναμή μας δε αυτή δεν είναι βέβαια χωρίς αποδείξεις, αλλά υπάρχουν μεγαλοπρεπή μνημεία αυτής, για τα οποία μας θαυμάζουν» οι σύγχρονοί μας και θα μας θαυμάζουν και οι μελλοντικές γενιές, και μάλιστα χωρίς να χρειαζόμαστε τους επαίνους ούτε του Ομήρου ούτε κανενός άλλου, του οποίου οι στίχοι είναι δυνατόν να ευχαριστήσουν προς στιγμήν, θα έλθει όμως η πραγματικότητα, η οποία θα αποκαλύψει ψεύτικη την ιδέα που σχηματίστηκε για τα πράγματα, αλλά γιατί ολόκληρη τη θάλασσα και την ξηρά την εξαναγκάσαμε να γίνει προσιτή στην τόλμη μας, ιδρύσαμε δε παντού αιώνια μνημεία και της φιλίας μας και της έχθρας μας.
Υπέρ αυτής λοιπόν της πόλης και αυτοί εδώ λοιπόν πολέμησαν γενναία και βρήκαν τον θάνατο, γιατί δεν μπορούσαν να ανεχθούν την στέρησή της, και από εμάς τους απομένοντες στην ζωή ο καθένας πρέπει να έχει την προθυμία να μοχθήσει γι’ αυτήν.

Γι’ αυτόν λοιπόν το λόγο μακρηγόρησα για όσα αφορούν την πόλη, αφ’ ενός μεν δηλαδή γιατί ήθελα να σας δείξω, ότι εμείς δεν αγωνιζόμαστε για τον ίδιο σκοπό, για τον οποίο αγωνίζονται όσοι δεν έχουν κανένα από αυτά τα πλεονεκτήματα σε ίσο βαθμό με μας, και αφ’ ετέρου γιατί με αυτόν τον τρόπο ήθελα να κάνω φανερό με αποδείξεις, ότι είναι δίκαιο το εγκώμιο των ανδρών αυτών, για τους οποίους μιλάω τώρα.
 Και έχω ήδη αναφέρει τα κυριότερα σημεία τούτου του εγκωμίου.
Γιατί όσα είπα για την πόλη για να την εξυμνήσω, είναι στολίδια, με τα οποία την στόλισαν οι αρετές αυτών εδώ και άλλων ομοίων με αυτούς, και πολύ λίγοι Έλληνες υπάρχουν, για τους οποίους μπορεί να λεχθεί, ό,τι μπορεί να λεχθεί γι’ αυτούς εδώ, ότι δηλαδή φήμη τους ισοσταθμίζει τα έργα τους.
Έχω δε τη γνώμη, ότι θάνατος σαν αυτόν εδώ των προκείμενων νεκρών παρέχει το αληθινό μέτρο της αξίας ενός ανθρώπου, και άλλοτε μεν είναι ο πρώτος που την προαναγγέλλει άλλοτε δε ο τελευταίος που την επισφραγίζει. Γιατί και εκείνοι ακόμη που υστερούν κατά τα άλλα, δικαιούνται να προβάλλουν για υπεράσπισή τους την ανδραγαθία, την οποία επέδειξαν κατά τους πολέμους, μαχόμενοι υπέρ της πατρίδας.
Γιατί εξέλειψαν το κακό δια του καλού, και με τις καλές τους υπηρεσίες σαν υπερασπιστές της πατρίδας την ωφέλησαν περισσότερο απ’ όσο την έβλαψαν με τα τυχόν σφάλματά τους στην ιδιωτική τους ζωή. Από αυτούς όμως εδώ κανείς δεν δείχθηκε δειλός μπροστά στον θάνατο εξ αιτίας του πλούτου του, δεν προτίμησε δηλαδή να συνεχίσει την απόλαυσή του, ούτε απέφυγε τον κίνδυνο εξ αιτίας της φτώχειας του, από την ελπίδα δηλαδή ότι μπορεί να την αποφύγει επί τέλους κάποτε και να γίνει πλούσιος.
Αλλά περισσότερο από όλα τα αγαθά πόθησαν την τιμωρία των εχθρών τους, και συνάμα θεώρησαν ότι δεν υπάρχει ενδοξότερος κίνδυνος από αυτόν εδώ, και για τούτο προθυμοποιήθηκαν να ριφθούν σε αυτόν, για να εκδικηθούν τους εχθρούς τους αφ’ ενός, και για να επιδιώξουν την απόκτηση των αγαθών αυτών αφ’ ετέρου, την μεν αβεβαιότητα δηλαδή της επιτυχίας την εμπιστεύθηκαν στην ελπίδα, ως προς δε τον κίνδυνο του θανάτου που βρισκόταν μπροστά τους κατά την μάχη ήταν αποφασισμένοι να στηριχθούν στον εαυτό τους και μόνο. Και μέσα στη μάχη θεώρησαν πάντα προτιμότερο να αντισταθούν και να βρουν τον θάνατο παρά να σωθούν τρεπόμενοι σε φυγή, και γι’ αυτό απέφευγαν την αισχρή φήμη της δειλίας, και υπέβαλαν τα σώματά τους σε όλα τα δεινά της μάχης, σε μια δε κρίσιμη στιγμή, που ήταν στα χέρια της τύχης, στο ύψος της δόξας μάλλον παρά του τρόμου, βρήκαν τον θάνατο.

Και αυτοί μεν εδώ τέτοιου είδους άνθρωποι υπήρξαν, αντάξιοι της πατρίδας τους. Σεις δε οι επιζώντες πρέπει να εύχεσθε, το γενναίο σας φρόνημα απέναντι στους εχθρούς να είναι περισσότερο τυχερό από αυτό των προηγούμενων νεκρών, με κανέναν όμως τρόπο να καταδέχεσθε να είναι λιγότερο τολμηρό, και να μην κρίνετε την αξία του φρονήματος αυτού από τους επαίνους του ρήτορα μόνο, ο οποίος θα μπορούσε να την μεγαλοποιήσει όσο ήθελε ενώπιόν σας – αν και σεις τα ξέρετε το ίδιο καλά με αυτόν – αναφέροντας όλα τα καλά που υπάρχουν στην άμυνα εναντίον των εχθρών, αλλά μάλλον να παρατηρείτε καθημερινά τη δύναμη της πόλης, όπως αυτή παρουσιάζεται με έργα, και να κυριεύεσθε λίγο από έρωτα προς αυτήν, και όταν σας φανεί ότι είναι μεγάλη, να συλλογίζεσθε ότι όλα αυτά τα απέκτησαν άνθρωποι τολμηροί που είχαν συναίσθηση του καθήκοντός τους, και κατά την ώρα της μάχης είχαν πάντοτε μπροστά στα μάτια τους τον φόβο του ντροπιάσματος, όσες φορές δε αποτύγχαναν σε κάποια τους προσπάθεια, δεν νόμιζαν ότι για τον λόγο αυτό έπρεπε να στερήσουν και την πόλη από τις υπηρεσίες τους, αλλά συνεισέφεραν υπέρ αυτής την ωραιότερη συνεισφορά.
Γιατί ενώ όλοι μαζί από κοινού πρόσφεραν στην υπηρεσία της πατρίδας τα σώματά τους, απελάμβαναν ατομικά κάθε ένας, σαν ανταμοιβή τρόπον τινά, τον έπαινο, ο οποίος δεν γερνάει ποτέ, και τον πιο επίσημο τάφο, που είναι δυνατόν να αποκτήσει άνθρωπος, δεν εννοώ δε τον τάφο, στον οποίο έχουν εναποτεθεί τα λείψανά τους, αλλά μάλλον τον τάφο, στον οποίο απομένει μετά θάνατον η δόξα τους και μνημονεύεται αιωνίως σε κάθε παρουσιαζόμενη κάθε φορά ευκαιρία είτε λόγου είτε έργου.
Γιατί των επιφανών ανδρών τάφος είναι η Γη ολόκληρη, και την ύπαρξή τους δεν την φανερώνει μόνο η επιγραφή μιας στήλης σε κάποιο μέρος της πατρίδας τους, αλλά και στα ξένα μέρη είναι εγκατεστημένη μια άγραφη ανάμνηση αυτών σκαλισμένη όχι σε κάποιο έργο τέχνης αλλά μάλλον στις καρδιές ενός εκάστου των ανθρώπων.
Αυτούς λοιπόν , εσείς τώρα να τους μιμηθείτε, και με τη σκέψη ότι ευδαιμονία είναι η ελευθερία, ελευθερία δε η τόλμη, μην τρομοκρατείσθε από τους κινδύνους του πολέμου. Γιατί δεν θα ήταν δικαιότερο να αψηφούν την ζωή τους οι δυστυχούντες άνθρωποι, οι οποίοι δεν ελπίζουν να απολαύσουν κανέναν καλό, αλλά οι ευτυχισμένοι, οι οποίοι κατά την διάρκεια ακόμη της ζωής τους διατρέχουν τον κίνδυνο να δουν την κατάστασή τους να μεταβάλλεται στην αντίθετη, δηλαδή την δυστυχία, και για τους οποίους θα ήταν πολύ σημαντική η διαφορά, αν υποτεθεί ότι πάθαιναν κανένα ατύχημα.
Γιατί προξενεί μεγαλύτερο πόνο, σε έναν βέβαια που έχει κάποια υψηλοφροσύνη, η εξαθλίωση που συνοδεύεται από εκφυλισμό, παρά ο θάνατος που του έρχεται ξαφνικά, χωρίς καν να γίνει αισθητός, επάνω στην ακμή της σωματικής του δύναμης και επάνω στις ελπίδες που τρέφει και ο κάθε θνητός.

Γι’ αυτόν λοιπόν τον λόγο και σας τους γονείς των ηρώων αυτών, όσοι είσθε παρόντες, δεν σας κλαίω την στιγμή αυτή, αλλά μάλλον θα προσπαθήσω να σας παρηγορήσω. Γιατί, όπως όλοι, γνωρίζουν και αυτοί ότι μεγάλωσαν μέσα σε ποικίλες εναλλαγές της τύχης, και ότι ευτυχισμένοι μπορεί να θεωρούνται μόνο εκείνοι, στους οποίους έλαχε η μεγίστη τιμή, είτε ένας έντιμος θάνατος είναι αυτή, όπως αυτών εδώ, είτε μια έντιμη λύπη, όπως η δική σας, και εκείνοι, των οποίων οι ημέρες της ζωής τους κανονίστηκαν κατά τέτοιον τρόπο, ώστε το τέρμα της ευτυχίας τους να συμπέσει με το τέρμα της ζωής τους.
Γνωρίζω βέβαια ότι είναι δύσκολο να σας πείσω γι’ αυτά, μια τέτοια στιγμή κατά την οποία η ευτυχία των άλλων θα σας κάνει να θυμηθείτε πολλές φορές την ευτυχία, που κάποτε αισθανθήκατε και σεις. Και λύπη αισθάνεται κανείς όχι για την έλλειψη των αγαθών που δεν δοκίμασε ποτέ στην ζωή του, αλλά για την στέρηση εκείνων, τα οποία πριν του αφαιρεθούν αποτέλεσαν μέρος της ζωής του. Όσοι δε από εσάς είσθε σε ηλικία που επιτρέπει την τεκνοποιία, πρέπει να υποφέρετε τον πόνο σας με περισσότερη υπομονή, γιατί ελπίζετε να αποκτήσετε και άλλα παιδιά. Γιατί όχι μόνο για τον καθένα σας ιδιαίτερα εκείνα που θα γεννηθούν θα σας κάνουν να λησμονήσετε σιγά σιγά αυτά που χάσατε στον πόλεμο, αλλά και για την πόλη το κέρδος θα είναι διπλό, γιατί με αυτόν τον τρόπο, αφ’ ενός αποφεύγεται η απειλούμενη ερήμωση από την ελάττωση του πληθυσμού, και αφ’ ετέρου ενισχύεται η ασφάλειά της.
Γιατί τίποτε το σωστό και δίκαιο δεν είναι σε θέση να σκεφθούν και να συμβουλεύσουν την πόλη όσοι δεν έχουν παιδιά να τα εκθέσουν στον κίνδυνο που εκτίθενται τα παιδιά όλων των άλλων. Όσοι δε πάλι έχετε προσπεράσει το όριο αυτό της ηλικίας, πρέπει να θεωρείτε κέρδος το ότι περάσατε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής σας ευτυχισμένοι, η δε περίοδος της λυπημένης ζωής σας θα είναι σύντομη, και να ανακουφίζεσθε από την δόξα αυτών εδώ των ηρωικώς πεσόντων παιδιών σας.
Γιατί το μόνο πράγμα που δεν γερνάει ποτέ είναι η φιλοδοξία, και εκείνο που ευχαριστεί τον άνθρωπο στην γεροντική του ηλικία, όταν είναι άχρηστος πια, δεν είναι το κέρδος, όπως ισχυρίζονται μερικοί, αλλά η απόλαυση τιμών.

Ως προς σας δε εξ άλλου, τους γιους και αδελφούς τους, όσοι είσθε παρόντες, βλέπω ότι η προσπάθεια, την οποία θα πρέπει να καταβάλλετε, για να τους μιμείσθε, είναι τρομακτικά δύσκολη. Γιατί όλοι συνηθίζουν να επαινούν εκείνον που δεν υπάρχει πλέον, οσοδήποτε δε υπέροχη και αν υποτεθεί ότι είναι η αρετή σας, μόλις και μετά βίας θα θεωρούσατε ότι είσθε, όχι όμοιοι, αλλά κατά τι κατώτεροι. Γιατί και μεταξύ των ζώντων υπάρχει φθόνος αμοιβαίος εκ μέρους των εκάστοτε αντιζήλων, όποιος δε πεθαίνει και δεν είναι εμπόδιο σε κανέναν τιμάται με μια εύνοια απαλλαγμένη από κάθε αντίδραση.

Αν δε πρέπει να κάνω λόγο και για την γυναικεία αρετή, σχετικά με αυτές που θα ζουν ως εξής σαν χήρες, θα συμπεριλάβω όλα όσα έχω να πω σε μια σύντομη παραίνεση: θα είναι μεγάλη η δόξα σας, αν δεν δειχθείτε κατώτεροι του φυσικού σας χαρακτήρα, και μάλιστα αν για την κάθε μια σας γίνεται όσο το δυνατόν λιγότερος λόγος μεταξύ των ανδρών, είτε προς έπαινον είτε προς κατηγορία (είτε για καλό είτε για κακό).

Εκφώνησα λοιπόν κι εγώ, σύμφωνα με την επιταγή του νόμου, τον επιτάφιο, και είπα ό,τι είχα να πω κατάλληλο για την περίσταση, και με έργα δε αυτοί, τους οποίους θάπτουμε, εν μέρει μεν έχουν τιμηθεί τώρα αμέσως, εν μέρει δε θα τιμώνται στο μέλλον, γιατί η πόλη θα ανατρέφει τα παιδιά τους δημοσία δαπάνη μέχρι που να γίνουν έφηβοι, απονέμουσα έτσι και σε αυτούς εδώ και στους επιζώντες χρήσιμη αμοιβή, αντί στεφάνου τρόπον τινά, για αυτούς τους αγώνες τους υπέρ της πατρίδας.
Γιατί όπου τα βραβεία της αρετής είναι τα πιο μεγάλα, εκεί συγκαταλέγονται μεταξύ των πολιτών και οι πιο ενάρετοι άνδρες.
Και τώρα να χορτάσει ο καθένας θρηνώντας τον δικό του και έπειτα να αποχωρήσει».

Με αυτόν λοιπόν τον τρόπο τελέστηκε ο ενταφιασμός των πεσόντων κατά αυτόν τον χειμώνα, με το τέλος του οποίου συνέπεσε και το τέλος του πρώτου έτους του παρόντος πολέμου.

geovisit();
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Ο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΚΛΗ"

Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2013

Παρθενώνας... Το θαύμα των θαυμάτων και τα παράξενα μυστικά του


Υπάρχει ένας λόφος πολύ χαμηλός στο λεκανοπέδιο της Αττικής, που δεν δείχνει και ιδιαίτερα σπουδαίος. Κάτι όμως τον κάνει και ξεχωρίζει:
Πάνω του είναι χτισμένο το μεγαλύτερο αρχιτεκτονικό δημιούργημα, όχι μόνο ολόκληρης της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής, όχι μόνο ολόκληρου ίσως του αρχαίου κόσμου αλλά και του σύγχρονου. Η Ακρόπολη με τον Παρθενώνα. Ο Παρθενώνας είναι το τελειότερο οικοδόμημα όλων των εποχών, όπως έχουν παραδεχτεί όλοι οι αρχιτέκτονες παγκοσμίως.
Γιατί όμως και από τι ξεχωρίζει αυτό το οικοδόμημα; Οι λεπτομέρειες και τα μεγάλα μυστικά του, ήταν...
γνωστά στον ευρύτερο κόσμο της αρχαιότητας. Θα μπορούσαν σήμερα να γίνουν γνωστά ώστε να κατασκευαστεί ένας πανομοιότυπος Παρθενώνας; Πώς οι άνθρωποι εκείνης της εποχής κατείχαν όλες αυτές τις γνώσεις και πώς μπόρεσαν να τις εφαρμόσουν; Υπάρχουν πάρα πολλά αινίγματα από τα οποία, ελάχιστα εξηγούνται.
Σύγχρονοι επιστήμονες, έχουν παραδεχτεί πως ακόμα και με τα σύγχρονα μέσα και τα μηχανήματα που διαθέτουμε, είναι πρακτικά αδύνατον να μπορέσει να ξαναφτιαχτεί το ίδιο κτίσμα με τις ίδιες λεπτομέρειες!
Ο Παρθενώνας οικοδομήθηκε μεταξύ των ετών 447-438 π.Χ. Ο αρχιτέκτονας ήταν ο Ικτίνος και ο βοηθός του ο Καλλικράτης. Ο ρυθμός του ναού είναι ο δωρικός. Περιβάλλεται από μία κιονοστοιχία με οκτώ κίονες κατά πλάτος και δεκαεπτά κατά μήκος, μετρώντας τους γωνιακούς δύο φορές.
Ο ναός, με την κύρια είσοδο του, βλέπει ανατολικά. Το εσωτερικό μήκος του είναι 100 αττικά πόδια, δηλαδή 30,80 μέτρα . Μέσα σε αυτά τα νούμερα εκφράζονται καταπληκτικές αναλογίες! Ο αττικός πους (πόδι) είναι 0,30803 μέτρα ή αλλιώς 1/2Φ, όπου το Φ = 1,61803 εκφράζει την Χρυσή Τομή. Ο Χρυσός Αριθμός Φ ή αλλιώς ο αριθμός 1,618 συναντάται συχνά στη φύση, στις αναλογίες του προσώπου μας, του σώματός μας, στα λουλούδια και στα φυτά, στην Τέχνη, στους ζωντανούς οργανισμούς, στα κοχύλια, στις κυψέλες των μελισσών και σε πλήθος άλλα πολλά, ακόμα και στη δομή του σύμπαντος και στις τροχιές των πλανητών…
Η Χρυσή Τομή συνεπώς, είναι ένας από τους μέγιστους κανόνες για να εκφραστεί το Ωραίο. Το Ωραίο υπόκειται πάντα σε αυτούς τους κανόνες, γι’ αυτό και η επιστήμη της Αισθητικής σαφώς και ορθότατα ορίζει και διδάσκει πως υπάρχει αντικειμενικά Ωραίο, το οποίο τείνει πάντα στον χρυσό αριθμό Φ, (1,618) και ξεχάστε την λαϊκίστικη και ανόητη φιλοσοφία πως το Ωραίο είναι υποκειμενική υπόθεση και προσωπική αντίληψη του καθενός! Όσο δε περισσότερο οι αναλογίες πλησιάζουν προς τον αριθμό 1,618 τόσο πιο ωραίο είναι το δημιούργημα.
Η τελευταία αριστερή και δεξιά απόσταση μεταξύ των κιόνων,
(ανατολική πλευρά) είναι μικρότερη από τις άλλες που είναι μεταξύ τους ίσες.
Μέσα στον Παρθενώνα, όμως, στην κάθε αναλογία του, θα συναντήσουμε και κάτι άλλο: Την ακολουθία Φιμπονάτσι (Fibonacci). Δηλαδή την ακολουθία στην οποία ο κάθε αριθμός είναι ίσος με το άθροισμα των δύο προηγούμενων: 1, 1, 2, 3, 5, 8, 13, 21, 34, 55, 89, 144, κ.λ.π. (κάθε αριθμός είναι ίσος με το άθροισμα των δύο προηγούμενων).
Επιπλέον, ο λόγος δύο διαδοχικών αριθμών της ακολουθίας τείνει προς την αποκαλούμενη Χρυσή Τομή, ή Χρυσή αναλογία, ή Αριθμό Φ.
Αλλά επίσης, μέσα στον Παρθενώνα, υπάρχει βέβαια και ο αριθμός π = 3,1416, ο οποίος εκφράζεται και αυτός με τη σχέση 2Φ2/10 = 0,5236 μέτρα . Οι έξι πήχεις μας δίνουν π = 3,1416, Κι αν υποθέσουμε ότι όλα αυτά ήταν γνωστά, τι θα λέγατε εάν πούμε ότι μέσα στο τέλειο αυτό οικοδόμημα θα συναντήσουμε και το Νεπέριο αριθμό e = 2,72, που είναι περίπου ίσος με Φ2 = 2,61802;
Αυτοί οι τρεις αριθμοί, εμπεριέχονται σε όλη τη φύση, υπάρχουν σε όλη τη Δημιουργία, και τίποτα δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς αυτά. Το αίνιγμα ωστόσο είναι μεγάλο: Γνώριζαν οι δημιουργοί του ναού αυτούς τους αριθμούς και τις μεταξύ τους σχέσεις, και πώς κατάφεραν να τους συμπεριλάβουν με τόση λεπτομέρεια και ακρίβεια σε ένα κτίριο;
Ο Παρθενώνας δεν έχει παράθυρα και αποτελεί αίνιγμα μεταξύ των αρχαιολόγων το πώς φωτιζόταν το εσωτερικό του σηκού. Υποστηρίζεται η άποψη ότι το φως έμπαινε από τη διάπλατα ανοιγμένη μεγάλη πόρτα, αν και αυτό είναι μάλλον αμφίβολο, διότι όταν ήταν κλειστή, ο νεωκόρος και οι λοιποί υπάλληλοι δεν θα μπορούσαν να κινηθούν μέσα σε αυτόν.
Η άποψη ότι χρησιμοποιούσαν πυρσούς δεν φαίνεται να ευσταθεί, καθώς δεν έχουν βρεθεί ανάλογα σημάδια αιθάλης. Γενικά επικρατεί η άποψη ότι στη στέγη υπήρχε κάποιο άνοιγμα, το οποίο ονομαζόταν «οπαίον», από όπου και εισερχόταν άπλετο φως. Αν δεν καταστρεφόταν η οροφή από το βλήμα του Μοροζίνι το 1669, όλα αυτά τα ερωτηματικά θα είχαν απαντηθεί.
Ο αρχαίος αυτός ναός δεν προσδιορίζεται από τον πέριξ χώρο, αλλά αντίθετα ο ναός είναι εκείνος που προσδιορίζει το χώρο με την ίδια του την εξωτερική εμφάνιση. Μοιάζει να ξεφυτρώνει μέσα από τη γη σαν να τον γέννησε ο βράχος πάνω στον οποίο πατάει, ή σαν να είναι θαυμαστή προέκταση του πετρώδους εδάφους.
Αυτό συμβαίνει διότι οι κίονες της περιστάσεως είναι τόσο «ζωντανοί», που δίνουν ρυθμό και κίνηση στο αρχιτεκτόνημα. Ο τρόπος και οι αποστάσεις των κιόνων δημιουργούν μια ξεχωριστή «προσωπικότητα» φωτοσκιάσεων, οι οποίες δίνουν στο θεατή την εντύπωση ότι κινούνται, ή ότι περπατούν.
Η στέγη του ναού, δίνει την αίσθηση ότι, παρά το τεράστιο βάρος της, ακουμπά πανάλαφρα στο όλο οικοδόμημα. Στην αρχιτεκτονική κατασκευή του Παρθενώνα δεν υπάρχει καμία ευθεία! Αντιθέτως, υπάρχουν ανεπαίσθητες καμπύλες και μάλιστα αδιόρατες, πού δίνουν όμως την εντύπωση ότι ο στυλοβάτης π.χ. είναι ευθύς και εντελώς επίπεδος. Ανάλογη είναι και η καμπύλη των επιστυλίων. Αυτό έγινε γιατί ο Ικτίνος προνόησε και έλαβε υπ’ όψιν του την φυσική ατέλεια του ανθρώπινου οφθαλμού. Έτσι δημιούργησε την οφθαλμαπάτη στον θεατή που κοιτάζει υπό ορισμένη γωνία τον Παρθενώνα, ότι ο ναός ανυψώνεται στον αέρα!
Οι κίονες, ως γνωστόν, υφίστανται μία εξόγκωση (η οποία καλείται «ένταση») στο μέσον περίπου του ύψους του κίονα. Εκείνο, που δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό είναι πως οι άξονες των κιόνων, όπως και το επιστύλιο με το διάζωμα, έχουν μια ανεπαίσθητη κλίση προς τα μέσα, που κυμαίνεται από 0,9 έως 8,6 εκατοστά . Αυτή η κλίση σημαίνει πως αν προεκτείνουμε νοερά τους άξονες προς τα πάνω, θα ενωθούν σε κάποιο ύψος σχηματίζοντας μια νοερή πυραμίδα.
Το σημείο πάνω από την κρηπίδα, στο οποίο ενώνονται οι νοερές πλευρικές επεκτάσεις των κιονοστοιχιών του Παρθενώνα, είναι περίπου 1.852 μέτρα . Αυτό, μετρούμενο, βρέθηκε ότι δημιουργεί έναν όγκο, που είναι περίπου ο μισός της Μεγάλης Πυραμίδας του Χέοπα στην Γκίζα της Αιγύπτου!
Ένα άλλο μυστικό, που όμως κατείχαν οι αρχιτέκτονές του, είναι η αντισεισμικότητα του κτίσματος. Εδώ και είκοσι πέντε αιώνες από την δημιουργία του δεν έχει πέσει, δεν έχει υποστεί καμία βλάβη, δεν έχει καμία ρωγμή. Αυτό οφείλεται κατά ένα λόγο στην πυραμιδοειδή κατασκευή του, όμως, ο Παρθενώνας, στην πραγματικότητα δεν «πατάει» απ’ ευθείας στο χώμα του γυμνού βράχου, αλλά πάνω σε χτισμένους κυβόλιθους, οι οποίοι είναι γερά δεμένοι και χτισμένοι επάνω στο βράχο διαμορφώνοντας με αυτόν τον τρόπο ένα επίπεδο.
Υπάρχουν όμως και πλήθος από μη επιστημονικά παράδοξα:
1. Η αινιγματική κατασκευή του ναού, κρύβει κι άλλα μυστικά. Κατά τη διάρκεια της ημέρας και όταν υπάρχει ηλιοφάνεια, όλες τις εποχές του χρόνου, οι προσπίπτουσες σκιές που δημιουργούνται πέριξ του ναού, δείχνουν κάποια συγκεκριμένα σημεία του πλανήτη. Για το ποια σημεία δείχνουν και το τι σημαίνουν, ερευνάται από ειδικούς και μη ειδικούς. Οι απόψεις είναι πολλές και δεν συγκλίνουν μεταξύ τους.

2. Αν κάποιος σταθεί στους πρόποδες της Ακρόπολης, επί της οδού Επιμενίδου και στρέψει προς τα πάνω το βλέμμα του, θα δει να διαγράφεται στο βράχο ένα… πρόσωπο! Από μια ορισμένη οπτική γωνία, παρουσιάζεται ένα ανδρικό κεφάλι, στο οποίο ξεχωρίζουν τα υπερόφρυα τόξα, τα μάτια, η μύτη και το στόμα. Το πρόσωπο μοιάζει σαν να κοιμάται (εντελώς τυχαία (;) η οδός θυμίζει τον Επιμενίδειο ύπνο) και φαίνεται ευδιάκριτα στο φόντο του ουρανού. Παιγνίδι της φύσης, ή σκαλισμένο επίτηδες στο βράχο; Πάντως στην αρχαία ελληνική γραμματεία δεν υπάρχουν καν ενδείξεις για κάτι παρόμοιο που να σκαλίστηκε από ανθρώπινο χέρι σ’ αυτό το σημείο του ιερού βράχου. Ούτε ο Παυσανίας κάνει κάποια αναφορά…
Στην ίδια πλευρά υπάρχουν κι άλλες δώδεκα φιγούρες, οι οποίες δεν είναι τόσο εμφανείς, ωστόσο όμως με προσεκτική παρατήρηση θα «αναδυθούν» από τον βράχο.

3. Πολλοί παρατηρητές έχουν διαπιστώσει πως πάνω από την Ακρόπολη και την ευρύτερη περιοχή του λεκανοπεδίου των Αθηνών, κατά τη διάρκεια του χειμώνα, πολύ σπάνια εμφανίζονται μαύρα και «βαριά» σύννεφα, όσο σε άλλες περιοχές γύρω από το λεκανοπέδιο και την υπόλοιπη Αττική. Ειδικά άνοιξη και καλοκαίρι, ο ουρανός πάνω από την Ακρόπολη είναι πεντακάθαρος! Μάλιστα οι αρχαίοι Αθηναίοι, όταν ήθελαν να κάνουν μία πρόγνωση για τον καιρό, δεν κοιτούσαν ποτέ τον ουρανό πάνω από τον ναό, αλλά έστρεφαν το βλέμμα τους προς τις Αχαρνές, στην Πάρνηθα και σε συγκεκριμένο σημείο της, την κορυφή που φέρει το όνομα Άρμα. Το Άρμα λειτουργούσε σαν Μετεωρολογική Υπηρεσία γιατί εάν τα σύννεφα βάραιναν εκεί, προμηνυόταν άφθονη βροχή, ή εάν αυτό το κομμάτι του ουρανού ήταν γαλάζιο, καλοκαιρία.
Επίσης, η επίκληση προς τον Δία για βροχή, γινόταν μόνο με το βλέμμα στραμμένο προς την κορυφή της Πάρνηθας Άρμα, και όχι προς την Ακρόπολη. «Ύσον, ύσον φίλε Ζεύ, κατά της αρούρης των Αθηναίων και των πεδίων…» (Ρίξε βροχή, ρίξε βροχή φίλε Δία, πάνω στους αγρούς των Αθηναίων και στον κάμπο).

4. Μέσα στον Παρθενώνα, ο ναός της θεάς Αθηνάς, ακολουθεί τον άξονα Ανατολής-Δύσης. Την τελευταία λοιπόν ημέρα της γιορτής των Παναθηναίων (στα γενέθλια δηλαδή της θεάς Αθηνάς, την 28η Εκατομβαιώνος – 25 Ιουλίου) συνέβαινε ένα συγκλονιστικό γεγονός: Λίγο πριν ανατείλει ο ήλιος, ανέτειλε ο Σείριος, το υπέρλαμπρο άστρο του αστερισμού του Κυνός, και έλουζε κυριολεκτικά με το φως του το χρυσελεφάντινο άγαλμα της θεάς.

Με ή χωρίς μυστικά, η Ακρόπολη, ήταν, είναι και θα παραμένει πάντα το πιο γοητευτικό, το πιο λαμπρό, το πιο υπέροχο μνημείο του κόσμου!

ΠΗΓΕΣ:

1. Παυσανίας – Αττικά.
2. Ιωάννης Γιαννόπουλος, Μυστική Αθήνα & Αττική, Έσοπτρον 1998
3. Ελλάς, εκδοτικός οργανισμός Πάπυρος, α' τόμος, 1997
4. Περιοδικό, Αέροπος, τεύχος 3.
5. Το μυστήριο του Παρθενώνα – ΑΡΧΕΤΥΠΟ (άρθρο του κ. Σπ. Μακρή)


Υπάρχει ένας λόφος πολύ χαμηλός στο λεκανοπέδιο της Αττικής, που δεν δείχνει και ιδιαίτερα σπουδαίος. Κάτι όμως τον κάνει και ξεχωρίζει:
Πάνω του είναι χτισμένο το μεγαλύτερο αρχιτεκτονικό δημιούργημα, όχι μόνο ολόκληρης της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής, όχι μόνο ολόκληρου ίσως του αρχαίου κόσμου αλλά και του σύγχρονου. Η Ακρόπολη με τον Παρθενώνα. Ο Παρθενώνας είναι το τελειότερο οικοδόμημα όλων των εποχών, όπως έχουν παραδεχτεί όλοι οι αρχιτέκτονες παγκοσμίως.
Γιατί όμως και από τι ξεχωρίζει αυτό το οικοδόμημα; Οι λεπτομέρειες και τα μεγάλα μυστικά του, ήταν...γνωστά στον ευρύτερο κόσμο της αρχαιότητας. Θα μπορούσαν σήμερα να γίνουν γνωστά ώστε να κατασκευαστεί ένας πανομοιότυπος Παρθενώνας; Πώς οι άνθρωποι εκείνης της εποχής κατείχαν όλες αυτές τις γνώσεις και πώς μπόρεσαν να τις εφαρμόσουν; Υπάρχουν πάρα πολλά αινίγματα από τα οποία, ελάχιστα εξηγούνται.
Σύγχρονοι επιστήμονες, έχουν παραδεχτεί πως ακόμα και με τα σύγχρονα μέσα και τα μηχανήματα που διαθέτουμε, είναι πρακτικά αδύνατον να μπορέσει να ξαναφτιαχτεί το ίδιο κτίσμα με τις ίδιες λεπτομέρειες!
Ο Παρθενώνας οικοδομήθηκε μεταξύ των ετών 447-438 π.Χ. Ο αρχιτέκτονας ήταν ο Ικτίνος και ο βοηθός του ο Καλλικράτης. Ο ρυθμός του ναού είναι ο δωρικός. Περιβάλλεται από μία κιονοστοιχία με οκτώ κίονες κατά πλάτος και δεκαεπτά κατά μήκος, μετρώντας τους γωνιακούς δύο φορές.
Ο ναός, με την κύρια είσοδο του, βλέπει ανατολικά. Το εσωτερικό μήκος του είναι 100 αττικά πόδια, δηλαδή 30,80 μέτρα . Μέσα σε αυτά τα νούμερα εκφράζονται καταπληκτικές αναλογίες! Ο αττικός πους (πόδι) είναι 0,30803 μέτρα ή αλλιώς 1/2Φ, όπου το Φ = 1,61803 εκφράζει την Χρυσή Τομή. Ο Χρυσός Αριθμός Φ ή αλλιώς ο αριθμός 1,618 συναντάται συχνά στη φύση, στις αναλογίες του προσώπου μας, του σώματός μας, στα λουλούδια και στα φυτά, στην Τέχνη, στους ζωντανούς οργανισμούς, στα κοχύλια, στις κυψέλες των μελισσών και σε πλήθος άλλα πολλά, ακόμα και στη δομή του σύμπαντος και στις τροχιές των πλανητών…
Η Χρυσή Τομή συνεπώς, είναι ένας από τους μέγιστους κανόνες για να εκφραστεί το Ωραίο. Το Ωραίο υπόκειται πάντα σε αυτούς τους κανόνες, γι’ αυτό και η επιστήμη της Αισθητικής σαφώς και ορθότατα ορίζει και διδάσκει πως υπάρχει αντικειμενικά Ωραίο, το οποίο τείνει πάντα στον χρυσό αριθμό Φ, (1,618) και ξεχάστε την λαϊκίστικη και ανόητη φιλοσοφία πως το Ωραίο είναι υποκειμενική υπόθεση και προσωπική αντίληψη του καθενός! Όσο δε περισσότερο οι αναλογίες πλησιάζουν προς τον αριθμό 1,618 τόσο πιο ωραίο είναι το δημιούργημα.
Η τελευταία αριστερή και δεξιά απόσταση μεταξύ των κιόνων,
(ανατολική πλευρά) είναι μικρότερη από τις άλλες που είναι μεταξύ τους ίσες.
Μέσα στον Παρθενώνα, όμως, στην κάθε αναλογία του, θα συναντήσουμε και κάτι άλλο: Την ακολουθία Φιμπονάτσι (Fibonacci). Δηλαδή την ακολουθία στην οποία ο κάθε αριθμός είναι ίσος με το άθροισμα των δύο προηγούμενων: 1, 1, 2, 3, 5, 8, 13, 21, 34, 55, 89, 144, κ.λ.π. (κάθε αριθμός είναι ίσος με το άθροισμα των δύο προηγούμενων).
Επιπλέον, ο λόγος δύο διαδοχικών αριθμών της ακολουθίας τείνει προς την αποκαλούμενη Χρυσή Τομή, ή Χρυσή αναλογία, ή Αριθμό Φ.
Αλλά επίσης, μέσα στον Παρθενώνα, υπάρχει βέβαια και ο αριθμός π = 3,1416, ο οποίος εκφράζεται και αυτός με τη σχέση 2Φ2/10 = 0,5236 μέτρα . Οι έξι πήχεις μας δίνουν π = 3,1416, Κι αν υποθέσουμε ότι όλα αυτά ήταν γνωστά, τι θα λέγατε εάν πούμε ότι μέσα στο τέλειο αυτό οικοδόμημα θα συναντήσουμε και το Νεπέριο αριθμό e = 2,72, που είναι περίπου ίσος με Φ2 = 2,61802;
Αυτοί οι τρεις αριθμοί, εμπεριέχονται σε όλη τη φύση, υπάρχουν σε όλη τη Δημιουργία, και τίποτα δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς αυτά. Το αίνιγμα ωστόσο είναι μεγάλο: Γνώριζαν οι δημιουργοί του ναού αυτούς τους αριθμούς και τις μεταξύ τους σχέσεις, και πώς κατάφεραν να τους συμπεριλάβουν με τόση λεπτομέρεια και ακρίβεια σε ένα κτίριο;
Ο Παρθενώνας δεν έχει παράθυρα και αποτελεί αίνιγμα μεταξύ των αρχαιολόγων το πώς φωτιζόταν το εσωτερικό του σηκού. Υποστηρίζεται η άποψη ότι το φως έμπαινε από τη διάπλατα ανοιγμένη μεγάλη πόρτα, αν και αυτό είναι μάλλον αμφίβολο, διότι όταν ήταν κλειστή, ο νεωκόρος και οι λοιποί υπάλληλοι δεν θα μπορούσαν να κινηθούν μέσα σε αυτόν.
Η άποψη ότι χρησιμοποιούσαν πυρσούς δεν φαίνεται να ευσταθεί, καθώς δεν έχουν βρεθεί ανάλογα σημάδια αιθάλης. Γενικά επικρατεί η άποψη ότι στη στέγη υπήρχε κάποιο άνοιγμα, το οποίο ονομαζόταν «οπαίον», από όπου και εισερχόταν άπλετο φως. Αν δεν καταστρεφόταν η οροφή από το βλήμα του Μοροζίνι το 1669, όλα αυτά τα ερωτηματικά θα είχαν απαντηθεί.
Ο αρχαίος αυτός ναός δεν προσδιορίζεται από τον πέριξ χώρο, αλλά αντίθετα ο ναός είναι εκείνος που προσδιορίζει το χώρο με την ίδια του την εξωτερική εμφάνιση. Μοιάζει να ξεφυτρώνει μέσα από τη γη σαν να τον γέννησε ο βράχος πάνω στον οποίο πατάει, ή σαν να είναι θαυμαστή προέκταση του πετρώδους εδάφους.
Αυτό συμβαίνει διότι οι κίονες της περιστάσεως είναι τόσο «ζωντανοί», που δίνουν ρυθμό και κίνηση στο αρχιτεκτόνημα. Ο τρόπος και οι αποστάσεις των κιόνων δημιουργούν μια ξεχωριστή «προσωπικότητα» φωτοσκιάσεων, οι οποίες δίνουν στο θεατή την εντύπωση ότι κινούνται, ή ότι περπατούν.
Η στέγη του ναού, δίνει την αίσθηση ότι, παρά το τεράστιο βάρος της, ακουμπά πανάλαφρα στο όλο οικοδόμημα. Στην αρχιτεκτονική κατασκευή του Παρθενώνα δεν υπάρχει καμία ευθεία! Αντιθέτως, υπάρχουν ανεπαίσθητες καμπύλες και μάλιστα αδιόρατες, πού δίνουν όμως την εντύπωση ότι ο στυλοβάτης π.χ. είναι ευθύς και εντελώς επίπεδος. Ανάλογη είναι και η καμπύλη των επιστυλίων. Αυτό έγινε γιατί ο Ικτίνος προνόησε και έλαβε υπ’ όψιν του την φυσική ατέλεια του ανθρώπινου οφθαλμού. Έτσι δημιούργησε την οφθαλμαπάτη στον θεατή που κοιτάζει υπό ορισμένη γωνία τον Παρθενώνα, ότι ο ναός ανυψώνεται στον αέρα!
Οι κίονες, ως γνωστόν, υφίστανται μία εξόγκωση (η οποία καλείται «ένταση») στο μέσον περίπου του ύψους του κίονα. Εκείνο, που δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό είναι πως οι άξονες των κιόνων, όπως και το επιστύλιο με το διάζωμα, έχουν μια ανεπαίσθητη κλίση προς τα μέσα, που κυμαίνεται από 0,9 έως 8,6 εκατοστά . Αυτή η κλίση σημαίνει πως αν προεκτείνουμε νοερά τους άξονες προς τα πάνω, θα ενωθούν σε κάποιο ύψος σχηματίζοντας μια νοερή πυραμίδα.
Το σημείο πάνω από την κρηπίδα, στο οποίο ενώνονται οι νοερές πλευρικές επεκτάσεις των κιονοστοιχιών του Παρθενώνα, είναι περίπου 1.852 μέτρα . Αυτό, μετρούμενο, βρέθηκε ότι δημιουργεί έναν όγκο, που είναι περίπου ο μισός της Μεγάλης Πυραμίδας του Χέοπα στην Γκίζα της Αιγύπτου!
Ένα άλλο μυστικό, που όμως κατείχαν οι αρχιτέκτονές του, είναι η αντισεισμικότητα του κτίσματος. Εδώ και είκοσι πέντε αιώνες από την δημιουργία του δεν έχει πέσει, δεν έχει υποστεί καμία βλάβη, δεν έχει καμία ρωγμή. Αυτό οφείλεται κατά ένα λόγο στην πυραμιδοειδή κατασκευή του, όμως, ο Παρθενώνας, στην πραγματικότητα δεν «πατάει» απ’ ευθείας στο χώμα του γυμνού βράχου, αλλά πάνω σε χτισμένους κυβόλιθους, οι οποίοι είναι γερά δεμένοι και χτισμένοι επάνω στο βράχο διαμορφώνοντας με αυτόν τον τρόπο ένα επίπεδο.
Υπάρχουν όμως και πλήθος από μη επιστημονικά παράδοξα:

1. Η αινιγματική κατασκευή του ναού, κρύβει κι άλλα μυστικά. Κατά τη διάρκεια της ημέρας και όταν υπάρχει ηλιοφάνεια, όλες τις εποχές του χρόνου, οι προσπίπτουσες σκιές που δημιουργούνται πέριξ του ναού, δείχνουν κάποια συγκεκριμένα σημεία του πλανήτη. Για το ποια σημεία δείχνουν και το τι σημαίνουν, ερευνάται από ειδικούς και μη ειδικούς. Οι απόψεις είναι πολλές και δεν συγκλίνουν μεταξύ τους.

2. Αν κάποιος σταθεί στους πρόποδες της Ακρόπολης, επί της οδού Επιμενίδου και στρέψει προς τα πάνω το βλέμμα του, θα δει να διαγράφεται στο βράχο ένα… πρόσωπο! Από μια ορισμένη οπτική γωνία, παρουσιάζεται ένα ανδρικό κεφάλι, στο οποίο ξεχωρίζουν τα υπερόφρυα τόξα, τα μάτια, η μύτη και το στόμα. Το πρόσωπο μοιάζει σαν να κοιμάται (εντελώς τυχαία (;) η οδός θυμίζει τον Επιμενίδειο ύπνο) και φαίνεται ευδιάκριτα στο φόντο του ουρανού. Παιγνίδι της φύσης, ή σκαλισμένο επίτηδες στο βράχο; Πάντως στην αρχαία ελληνική γραμματεία δεν υπάρχουν καν ενδείξεις για κάτι παρόμοιο που να σκαλίστηκε από ανθρώπινο χέρι σ’ αυτό το σημείο του ιερού βράχου. Ούτε ο Παυσανίας κάνει κάποια αναφορά…
Στην ίδια πλευρά υπάρχουν κι άλλες δώδεκα φιγούρες, οι οποίες δεν είναι τόσο εμφανείς, ωστόσο όμως με προσεκτική παρατήρηση θα «αναδυθούν» από τον βράχο.

3. Πολλοί παρατηρητές έχουν διαπιστώσει πως πάνω από την Ακρόπολη και την ευρύτερη περιοχή του λεκανοπεδίου των Αθηνών, κατά τη διάρκεια του χειμώνα, πολύ σπάνια εμφανίζονται μαύρα και «βαριά» σύννεφα, όσο σε άλλες περιοχές γύρω από το λεκανοπέδιο και την υπόλοιπη Αττική. Ειδικά άνοιξη και καλοκαίρι, ο ουρανός πάνω από την Ακρόπολη είναι πεντακάθαρος! Μάλιστα οι αρχαίοι Αθηναίοι, όταν ήθελαν να κάνουν μία πρόγνωση για τον καιρό, δεν κοιτούσαν ποτέ τον ουρανό πάνω από τον ναό, αλλά έστρεφαν το βλέμμα τους προς τις Αχαρνές, στην Πάρνηθα και σε συγκεκριμένο σημείο της, την κορυφή που φέρει το όνομα Άρμα. Το Άρμα λειτουργούσε σαν Μετεωρολογική Υπηρεσία γιατί εάν τα σύννεφα βάραιναν εκεί, προμηνυόταν άφθονη βροχή, ή εάν αυτό το κομμάτι του ουρανού ήταν γαλάζιο, καλοκαιρία.
Επίσης, η επίκληση προς τον Δία για βροχή, γινόταν μόνο με το βλέμμα στραμμένο προς την κορυφή της Πάρνηθας Άρμα, και όχι προς την Ακρόπολη. «Ύσον, ύσον φίλε Ζεύ, κατά της αρούρης των Αθηναίων και των πεδίων…» (Ρίξε βροχή, ρίξε βροχή φίλε Δία, πάνω στους αγρούς των Αθηναίων και στον κάμπο).

4. Μέσα στον Παρθενώνα, ο ναός της θεάς Αθηνάς, ακολουθεί τον άξονα Ανατολής-Δύσης. Την τελευταία λοιπόν ημέρα της γιορτής των Παναθηναίων (στα γενέθλια δηλαδή της θεάς Αθηνάς, την 28η Εκατομβαιώνος – 25 Ιουλίου) συνέβαινε ένα συγκλονιστικό γεγονός: Λίγο πριν ανατείλει ο ήλιος, ανέτειλε ο Σείριος, το υπέρλαμπρο άστρο του αστερισμού του Κυνός, και έλουζε κυριολεκτικά με το φως του το χρυσελεφάντινο άγαλμα της θεάς.
Με ή χωρίς μυστικά, η Ακρόπολη, ήταν, είναι και θα παραμένει πάντα το πιο γοητευτικό, το πιο λαμπρό, το πιο υπέροχο μνημείο του κόσμου!

ΠΗΓΕΣ:

1. Παυσανίας – Αττικά.
2. Ιωάννης Γιαννόπουλος, Μυστική Αθήνα & Αττική, Έσοπτρον 1998
3. Ελλάς, εκδοτικός οργανισμός Πάπυρος, α' τόμος, 1997
4. Περιοδικό, Αέροπος, τεύχος 3.
5. Το μυστήριο του Παρθενώνα – ΑΡΧΕΤΥΠΟ (άρθρο του κ. Σπ. Μακρή)


ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Παρθενώνας... Το θαύμα των θαυμάτων και τα παράξενα μυστικά του "

Τρίτη 30 Ιουλίου 2013

ΠΕΡΙΚΛΗΣ: Ο ΜΕΓΙΣΤΟΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

 ΠΕΡΙΚΛΗΣ:  Ο ΜΕΓΙΣΤΟΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

Ο άνθρωπος που υπήρξε ο γενικός αρχηγός όλων των φυσικών και πνευματικών δυνάμεων στο αρχαίο Αθηναϊκό κράτος κατά τη διάρκεια μιας πολύ μεγάλης χρονικής περιόδου γεννήθηκε τρία χρόνια πριν τη μάχη του Μαραθώνα.
Ο ποιητής Σέλλευ έγραψε ότι <<Η περίοδος που μεσολάβησε από τη γέννηση του Περικλή μέχρι το θάνατο του Αριστοτέλη είτε εξεταζόμενη αυτή καθεαυτή είτε σε σχέση με την επίδραση που άσκησε στη μεταγενέστερη μοίρα του πολιτισμένου ανθρώπου, είναι αναμφίβολα η μάλλον πιο αξιομνημόνευτη στην ιστορία του κόσμου>>.
Ο πατέρας του Περικλή ο Ξάνθιππος είχε πολεμήσει στη Σαλαμίνα και είχε ηγηθεί του Αθηναϊκού στόλου στη μάχη της Μυκάλης ανακτώντας τον Ελλήσποντο για την Ελλάδα.
Η μητέρα του Περικλή η Αγαρίστη ήταν εγγονή του μεταρρυθμιστή Κλεισθένη και επομένως ανήκε στην αρχαία οικογένεια των Αλκμαιωνιδών.
Ο Πλούταρχος λέει, ότι όταν η μητέρα του ήταν έγκυος είδε στον ύπνο της λιοντάρι και μετά από λίγες ημέρες γέννησε τον Περικλή ο οποίος κατά τα άλλα είχε τέλεια  διάπλαση πλην του ότι το κεφάλι του ήταν κάπως επιμήκη και δυσανάλογο.
Οι επικριτές του αργότερα επρόκειτο να διασκεδάσουν πολύ με το σχήμα του κεφαλιού του.
Ο διασημότερος μουσικοδιδάσκαλος της εποχής του ο Δάμων τον δίδαξε μουσική και ο Πολυκλειτίδης φιλοσοφία.
Παρακολούθησε τις διαλέξεις του Ζήνωνα του Ελεάτη στην Αθήνα του φιλοσόφου Πρωταγόρα και έγινε φίλος και μαθητής του φιλοσόφου Αναξαγόρα.
Απορρόφησε την γρήγορα αναπτυσσόμενη καλλιέργεια της εποχής του και συνδύασε στο πνεύμα του όλα τα νάματα του Αθηναϊκού πολιτισμού – οικονομικού, στρατιωτικού, φιλολογικού, καλλιτεχνικού και φιλοσοφικού.
Από όλες τις ιστορικές πηγές που έχουμε στη διάθεση μας γνωρίζουμε ότι ο Περικλής ήταν ο πληρέστερος άνθρωπος που γέννησε η αρχαία Ελλάδα.
Βλέποντας ότι το ολιγαρχικό κόμμα δεν συμβάδιζε με την εποχή ο Περικλής προσκολλήθηκε από πολύ νέος στο κόμμα του Δήμου δηλαδή του ελεύθερου πληθυσμού της Αθήνας.
Αντιμετώπιζε γενικά τη πολιτική και κάθε ιδιαίτερη περίπτωση με προσεκτική προπαρασκευή μιλώντας σπάνια και σύντομα και παρακαλώντας τους θεούς να μην του επιτρέψουν ποτέ να προφέρει λέξη που δεν θα ήταν επίκαιρη.
Ακόμα και οι σατυρικοί ποιητές που τον αντιπαθούσαν έλεγαν για αυτόν ότι ήταν ‘’Ο Ολύμπιος’’ που χειρίζονταν το κεραυνό και την αστραπή μιας εξέχουσας ευγλωττίας  την οποία ουδέποτε άλλοτε είχε ακούσει η Αθήνα. 
Και πράγματι σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις η ομιλία του δεν ήταν εμπαθής και απευθύνονταν προς όλα τα φωτεινά πνεύματα.
Η επιρροή που είχε δεν οφείλονταν μόνο στην ευφυΐα του αλλά και στην τιμιότητα του.
Ήταν ικανός να χρησιμοποιήσει τη δωροδοκία για την επιτυχία κρατικών σκοπών αλλά ιδίως ήταν <<καταφανώς απηλλαγμένος πάσης διαφθοράς και ανώτερος χρημάτων>>.
Και ενώ ο Θεμιστοκλής εισήλθε στο δημόσιο βίο φτωχός και έφυγε πλούσιος, ο Περικλής λέγεται ότι δεν πρόσθεσε τίποτα στη πατρική του κληρονομιά από τη πολιτική σταδιοδρομία του.
Ήταν δείγμα της φρόνησης των Αθηναίων εκείνης της γενιάς ότι για σχεδόν(30) χρόνια μεταξύ του 467 π.Χ και 429 π.Χ  τον εξέλεξαν και τον επανεξέλεξαν με σύντομες διακοπές ως έναν από τους δέκα στρατηγούς τους.
Και αυτή η σχετική μονιμότητα του αξιώματος όχι μόνο του έδωσε υπεροχή στο στρατιωτικό συμβούλιο αλλά του επέτρεψε να ανυψώσει τη θέση του στρατηγού αυτοκράτορα και να την καταστήσει πλέον σημαίνουσα στη κυβέρνηση.
Όπως είπε ο ιστορικός και σύγχρονος του Περικλή, Θουκυδίδης:
<<Η Αθήνα ήταν κατ’ όνομα δημοκρατία και στην πραγματικότητα, το πολίτευμα ενός άνδρα>>    
Με τον Περικλή ενώ οι Αθηναίοι είχαν όλα τα προνόμια της Δημοκρατίας απέκτησαν επίσης και τα πλεονεκτήματα της Αριστοκρατίας και της Τυραννίας.
Η καλή διακυβέρνηση και η προστασία των γραμμάτων και των τεχνών που διέκριναν την Αθήνα κατά την εποχή του Πεισιστράτου συνεχίστηκαν τώρα με ίση ενότητα και αποφασιστικότητα, αλλά επίσης  και με την πλήρη και την κάθε χρόνο ανανεωνόμενη συγκατάθεση των ελευθέρων πολιτών.
Η ιστορία διαμέσου του Περικλή απέδειξε και πάλι την αρχή, ότι οι φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις εκτελούνται με μεγαλύτερη ικανότητα και εξασφαλίζονται με μεγαλύτερη μονιμότητα από τη φρόνιμη και μετριοπαθή ηγεσία ενός αριστοκράτη που έχει τη λαϊκή υποστήριξη.
Ο ελληνικός πολιτισμός βρίσκονταν στο καλύτερο του σημείο, όταν η δημοκρατία είχε αναπτυχθεί με τέτοια επάρκεια, ώστε να του προσδώσει ποικιλία και ορμή και η αριστοκρατία είχε επιζήσει αρκετά, ώστε να του προσδώσει τάξη και φιλοκαλία.
Οι μεταρρυθμίσεις του Περικλή επεξέτειναν ουσιαστικά τα δικαιώματα του λαού.
Αν και οι εξουσίες της Ηλιαίας είχαν αυξηθεί από τον Σόλωνα, τον Κλεισθένη και τον Εφιάλτη, το γεγονός ότι δεν πληρώνονταν οι ένορκοι επέτρεψε στους εύπορους να αποκτήσουν κυριαρχική επιρροή στα δικαστήρια αυτά.
Ο Περικλής εισήγαγε το 451 π.Χ αμοιβή δυο οβολών που αργότερα αυξήθηκε στους τρείς για κάθε ημέρα υπηρεσίας των ενόρκων, ποσόν, που ήταν αντίστοιχο προς το ήμισυ του ημερομισθίου του μέσου Αθηναίου της εποχής.
Η αντίληψη ότι αυτά τα μικρά ποσά διέφθειραν το ηθικό των Αθηνών δεν μπορεί να ληφθεί σοβαρά υπόψη, γιατί με το ίδιο κριτήριο κάθε κράτος που πληρώνει τους δικαστές  η τους ενόρκους του θα είχε προ πολλού καταστραφεί.
Ο Περικλής φαίνεται ότι θέσπισε και μικρή αμοιβή για τη στρατιωτική υπηρεσία.
Αποκορύφωσε τη σκανδαλώδη αυτή γενναιοδωρία του αφού έπεισε το κράτος να πληρώνει σε κάθε πολίτη δυο οβολούς κάθε χρόνο για το αντίτιμο του εισιτηρίου στο θέατρο και τους αγώνες κατά τη διάρκεια των επισήμων εορτών.
Υποστήριζε ότι οι παραστάσεις αυτές δεν θα πρέπει να είναι πολυτέλεια των ανωτέρων και μεσαίων τάξεων αλλά να συμβάλλουν στην εξύψωση του πνεύματος ολοκλήρου του λαού.
Ωστόσο θα πρέπει να αναφερθεί ότι ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και ο Πλούταρχος – όλοι συντηρητικοί – ήταν της γνώμης ότι αυτές οι πληρωμές έβλαψαν τον Αθηναϊκό χαρακτήρα.
Συνεχίζοντας το ριζοσπαστικό έργο του Εφιάλτη ο Περικλής μεταβίβασε στα λαϊκά δικαστήρια τις διάφορες δικαστικές εξουσίες που κατείχαν οι άρχοντες και οι δικαστές και από τότε το αξίωμα του άρχοντα έγινε μάλλον γραφειοκρατική  η διοικητική λειτουργία και δεν είχε την εξουσία να διαμορφώνει τη πολιτική, να κρίνει υποθέσεις η να εκδίδει διαταγές.
Το 457 π.Χ η εκλογιμότητα για το αξίωμα του άρχοντα, η οποία περιορίζονταν μόνο στις πλουσιότερες τάξεις, επεκτάθηκε και στη τρίτη τάξη η τους ζευγίτες.
Μετά από λίγο καιρό και η κατωτέρα τάξη των πολιτών ,οι θήτες, έβαζαν υποψηφιότητα ψευδόμενοι όσον αφορά στα εισοδήματα τους.
Και η σπουδαία συμβολή των θητών στην άμυνα των Αθηνών έπεισε και τις άλλες τάξεις να παραβλέψουν την απάτη.
Κινούμενος προς στιγμή προς την αντίθετη κατεύθυνση ο Περικλής πέτυχε διαμέσου της Εκκλησίας του Δήμου περιορισμό του εκλογικού δικαιώματος στα νόμιμα παιδιά από Αθηναίο πατέρα και Αθηναία μητέρα.
Δεν επιτρέπονταν νόμιμος γάμος μεταξύ πολίτου και μη πολίτου.
Το μέτρο απέβλεπε στη κατάργηση των γάμων με ξένους, στο περιορισμό των παρανόμων γεννήσεων και ίσως στη διατήρηση από τους ζηλότυπους κάτοικους των Αθηνών των υλικών απολαβών της ιδιότητας του πολίτη.
Ο ίδιος ο Περικλής επρόκειτο να μετανοήσει σύντομα για αυτή την αποκλειστική νομοθεσία όταν μπήκε στη ζωή του η μετέπειτα σύντροφος του Ασπασία.
Εφόσον κάθε μορφή διακυβέρνησης φαίνεται καλή όταν φέρει ευημερία στο λαό και ακόμα η καλύτερη φαίνεται κακή όταν την εμποδίζει, ο Περικλής μόλις κατοχύρωσε τη θέση του επιδόθηκε στην οικονομική πολιτική.
Προσπάθησε να ελαττώσει τη πίεση του πληθυσμού επί των στενών πόρων της Αττικής εγκαθιστώντας αποικίες φτωχών πολιτών σε ξένα εδάφη.
Για να δώσει εργασία στους ανέργους μετέτρεψε το κράτος σε εργοδότη σε κλίμακα άνευ προηγουμένου για την Ελλάδα.
Πρόσθεσε πλοία στο στον Αθηναϊκό στόλο, έκτισε ναύσταθμους, και ανήγειρε μεγάλες αποθήκες σταριού στον Πειραιά.
Για να προστατεύσει αποτελεσματικά την Αθήνα από την κατά ξηρά πολιορκία και ταυτόχρονα να παράσχει περαιτέρω εργασία στους ανέργους, ο Περικλής έπεισε τη Συνέλευση του λαού να εγκρίνει τη δαπάνη της κατασκευής των λεγόμενων <<Μακρών Τειχών>> , μήκους οκτώ μιλίων, τα οποία συνέδεαν την Αθήνα με το Πειραιά και το Φάληρο.
Το αποτέλεσμα ήταν να μεταβληθεί η πόλη και τα λιμάνια της σε οχυρό, το οποίο σε καιρό πολέμου ήταν ανοιχτό μόνο προς τη θάλασσα, όπου κυριαρχούσε ο Αθηναϊκός στόλος.
Η εχθρότητα με την οποία η άτειχος Σπάρτη είδε αυτό το πρόγραμμα των οχυρωματικών έργων, έδωσε στο ολιγαρχικό κόμμα την ευκαιρία να επιχειρήσει να ανακαταλάβει την εξουσία.
Οι μυστικοί του πράκτορες κάλεσαν τους Σπαρτιάτες να εισβάλλουν στην Αττική και με τη βοήθεια της ολιγαρχικής εξέγερσης να ανατρέψουν την δημοκρατία.
Σε μια τέτοια περίπτωση οι ολιγαρχικοί υποσχέθηκαν να ισοπεδώσουν τα Μακρά Τείχη.
Οι Σπαρτιάτες δέχτηκαν και έστειλαν στρατό, ο οποίος νίκησε τους Αθηναίους στη Τανάγρα το 457 π.Χ.
Αλλά οι ολιγαρχικοί δεν κατόρθωσαν να πραγματοποιήσουν την επανάσταση τους.
Οι Σπαρτιάτες επέστρεψαν στη Πελοπόννησο με ‘’άδεια χέρια’’ αναμένοντας καλύτερη ευκαιρία να συντρίψουν τον ‘ανθούντα’ αντίπαλο, οποίος αποσπούσε από αυτούς τη πατροπαράδοτη ηγεσία της Ελλάδας.
Κατά μια άλλη άποψη ο Περικλής με διαπραγματεύσεις και δωροδοκίες έπεισε τους Σπαρτιάτες να γυρίσουν πίσω στη Σπάρτη.
Όταν αργότερα έγινε οικονομικός έλεγχος για τη διαχείριση κρατικών χρημάτων, η δαπάνη (10) ταλάντων από το κρατικό ταμείο δεν θα μπορούσε τυπικά να δικαιολογηθεί, επειδή στα επίσημα έγγραφα αναφερόταν ότι τα χρήματα χρησιμοποιήθηκαν για «πολύ σοβαρό σκοπό», δηλαδή για τη δωροδοκία.
Ωστόσο, καθώς ο σκοπός αυτός ήταν προφανής για τους ελεγκτές, η δαπάνη τελικά εγκρίθηκε.
Ο Περικλής απέφυγε το πειρασμό να προβεί σε αντίποινα κατά της Σπάρτης και αντ’αυτού αφιέρωσε τις προσπάθειες του στον εξωραϊσμό των Αθηνών.
Ελπίζοντας να καταστήσει τη πόλη του το εκπολιτιστικό κέντρο της Ελλάδας και να ανοικοδομήσει τους αρχαίους βωμούς – που είχαν καταστρέψει οι Πέρσες – με τόση μεγαλοπρέπεια, ώστε να εξυψώσει τη ψυχή κάθε πολίτη, εκπόνησε σχέδιο για να χρησιμοποιήσει όλη την μεγαλοφυΐα των Αθηναίων καλλιτεχνών και το μόχθο των υπολειπομένων ανέργων σε ένα τολμηρό πρόγραμμα αρχιτεκτονικής διακόσμησης της Ακροπόλεως.
Μας λέει ο Πλούταρχος <<ήτο επιθυμία και σκοπός του, το απειθάρχητον μηχανικόν πλήθος….να λάβη το μερίδιον του από το δημόσιον χρήμα και εν τούτοις το χρήμα να μην τους δοθεί δίχως να πράξουν τίποτε. Προς το σκοπόν αυτόν εισήγαγε τα τεράστια αυτά οικοδομικά σχέδια>>.
Για να χρηματοδοτήσει το εγχείρημα, πρότεινε ο θησαυρός που είχε συσσωρευτεί από την Δήλιο Συνομοσπονδία να μεταφερθεί από την Δήλο όπου παρέμενε αχρησιμοποίητος και δεν ήταν ασφαλής και ότι δεν χρειάζονταν για τη κοινή άμυνα, να χρησιμοποιηθεί για τον εξωραϊσμό της Αθήνας, την οποία ο Περικλής θεωρούσε ως τη νόμιμη πρωτεύουσα της μιας αγαθοεργού αυτοκρατορίας.
Η μεταφορά του Δηλίου θησαυρού στην Αθήνα ήταν ευπρόσδεκτη για τους Αθηναίους,  ακόμα και για τους ολιγαρχικούς.
Ωστόσο οι ψηφοφόροι ήταν απρόθυμοι να εξοδεύσουν σημαντικό μέρος του κεφαλαίου για τον εξωραϊσμό της πόλης τους – είτε από τύψη συνειδήσεως, είτε με τη κρυφή ελπίδα, ότι τα χρήματα θα ήταν δυνατόν να διατεθούν αμεσότερα για τις ανάγκες και τις απολαύσεις τους.
Οι ηγέτες της ολιγαρχίας εκμεταλλεύτηκαν το αίσθημα αυτό με τάση επιδεξιότητα, ώστε όταν πλησίασε η στιγμή της ψηφοφορίας της Εκκλησίας του Δήμου η αποτυχία του σχεδίου του Περικλή φαινόταν βεβαία.
Όμως εκείνη τη στιγμή έλαμψε και πάλι η ευστροφία του μεγάλου Έλληνα που μετέστρεψε τη κοινή γνώμη.
Μας λέει ο Πλούταρχος ότι είπε ο Περικλής:
<<Πολύ καλά η δαπάνη των κτιρίων αυτών ας γίνει με δικά μου έξοδα και όχι για δικό σας λογαριασμό, αλλά για δικό μου λογαριασμό. Και η επιγραφή πάνω στα κτίρια αυτά θα φέρει το όνομα μου>>.
Όταν οι ψηφοφόροι άκουσαν τη δήλωση αυτή, είτε αιφνιδιάστηκαν από το πνευματικό μεγαλείο του, είτε από άμιλλα για τη δόξα των έργων, <<εκραύγασαν μεγαλοφώνως παραγγέλοντες εις αυτόν να εξοδεύση και να μη φεισθή δαπάνης μέχρι να τελειώσουν όλα>>.
Ενώ τα έργα προχωρούσαν και ο Περικλής προστάτευε και υποστήριζε ιδιαίτερα τον Φειδία, τον Ικτίνο, τον Μνησικλή και άλλους καλλιτέχνες οι οποίοι μοχθούσαν για να πραγματοποιήσουν τα όνειρα του, φρόντισε επίσης παράλληλα να προστατεύσει την φιλολογία και την φιλοσοφία.
Και ενώ στις άλλες Ελληνικές πόλεις της περιόδου αυτής η διαμάχη των κομμάτων απορροφούσε τη δραστηριότητα των πολιτών, και η λογοτεχνία έφθινε, στην Αθήνα η παρόρμηση του πλούτου και της δημοκρατικής ελευθερίας συνδυάστηκε με τόση φρόνιμη και φωτισμένη ηγεσία, ώστε παρήγαγε το ΧΡΥΣΟΥΝ ΑΙΩΝΑ.
Όταν ο Περικλής, η σύντροφος του Ασπασία, ο Φειδίας, ο Αναξαγόρας και ο Σωκράτης παρακολουθούσαν ένα έργο του Ευριπίδη στο θέατρο του Διονύσου, η Αθήνα έβλεπε συγκεκριμένα το ζενίθ και την ενότητα της ζωής της Ελλάδας – τη πολιτική, τη τέχνη, την επιστήμη, την φιλοσοφία, τη λογοτεχνία, τη θρησκεία και την ηθική να μη ζουν χωριστή ζωή, όπως στις σελίδες των χρονικογράφων, αλλά να συνθέτουν τη πολύχρωμη εικόνα της ιστορίας του Έθνους.

Παρουσίαση/επιμέλεια
Γιώργος Χαβαλές

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "ΠΕΡΙΚΛΗΣ: Ο ΜΕΓΙΣΤΟΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ"

Τετάρτη 27 Μαρτίου 2013

Περικλέους Επιτάφιος

Θουκυδίδης,.....
Περικλέους Επιτάφιος..---



[35] Οἱ μὲν πολλοὶ τῶν ἐνθάδε ἤδη εἰρηκότων ἐπαινοῦσι τὸν προσθέντα τῷ νόμῳ τὸν λόγον τόνδε, ὡς καλὸν ἐπὶ τοῖς ἐκ τῶν πολέμων θαπτομένοις ἀγορεύεσθαι αὐτόν. ἐμοὶ δὲ ἀρκοῦν ἂν ἐδόκει εἶναι ἀνδρῶν ἀγαθῶν ἔργῳ γενομένων ἔργῳ καὶ δηλοῦσθαι τὰς τιμάς, οἷα καὶ νῦν περὶ τὸν τάφον τόνδε δημοσίᾳ παρασκευασθέντα ὁρᾶτε, καὶ μὴ ἐν ἑνὶ ἀνδρὶ πολλῶν ἀρετὰς κινδυνεύεσθαι εὖ τε καὶ χεῖρον εἰπόντι πιστευθῆναι. χαλεπὸν γὰρ τὸ μετρίως εἰπεῖν ἐν ᾧ μόλις καὶ ἡ δόκησις τῆς ἀληθείας βεβαιοῦται. ὅ τε γὰρ ξυνειδὼς καὶ εὔνους ἀκροατὴς τάχ' ἄν τι ἐνδεεστέρως πρὸς ἃ βούλεταί τε καὶ ἐπίσταται νομίσειε δηλοῦσθαι, ὅ τε ἄπειρος ἔστιν ἃ καὶ πλεονάζεσθαι, διὰ φθόνον, εἴ τι ὑπὲρ τὴν αὑτοῦ φύσιν ἀκούοι. μέχρι γὰρ τοῦδε ἀνεκτοὶ οἱ ἔπαινοί εἰσι περὶ ἑτέρων λεγόμενοι, ἐς ὅσον ἂν καὶ αὐτὸς ἕκαστος οἴηται ἱκανὸς εἶναι δρᾶσαί τι ὧν ἤκουσεν· τῷ δὲ ὑπερβάλλοντι αὐτῶν φθονοῦντες ἤδη καὶ ἀπιστοῦσιν. ἐπειδὴ δὲ τοῖς πάλαι οὕτως ἐδοκιμάσθη ταῦτα καλῶς ἔχειν, χρὴ καὶ ἐμὲ ἑπόμενον τῷ νόμῳ πειρᾶσθαι ὑμῶν τῆς ἑκάστου βουλήσεώς τε καὶ δόξης τυχεῖν ὡς ἐπὶ πλεῖστον.



[36] ῎Αρξομαι δὲ ἀπὸ τῶν προγόνων πρῶτον· δίκαιον γὰρ αὐτοῖς καὶ πρέπον δὲ ἅμα ἐν τῷ τοιῷδε τὴν τιμὴν ταύτην τῆς μνήμης δίδοσθαι. τὴν γὰρ χώραν οἱ αὐτοὶ αἰεὶ οἰκοῦντες διαδοχῇ τῶν ἐπιγιγνομένων μέχρι τοῦδε ἐλευθέραν δι' ἀρετὴν παρέδοσαν. καὶ ἐκεῖνοί τε ἄξιοι ἐπαίνου καὶ ἔτι μᾶλλον οἱ πατέρες ἡμῶν· κτησάμενοι γὰρ πρὸς οἷς ἐδέξαντο ὅσην ἔχομεν ἀρχὴν οὐκ ἀπόνως ἡμῖν τοῖς νῦν προσκατέλιπον. τὰ δὲ πλείω αὐτῆς αὐτοὶ ἡμεῖς οἵδε οἱ νῦν ἔτι ὄντες μάλιστα ἐν τῇ καθεστηκυίᾳ ἡλικίᾳ ἐπηυξήσαμεν καὶ τὴν πόλιν τοῖς πᾶσι παρεσκευάσαμεν καὶ ἐς πόλεμον καὶ ἐς εἰρήνην αὐταρκεστάτην. ὧν ἐγὼ τὰ μὲν κατὰ πολέμους ἔργα, οἷς ἕκαστα ἐκτήθη, ἢ εἴ τι αὐτοὶ ἢ οἱ πατέρες ἡμῶν βάρβαρον ἢ ῞Ελληνα πολέμιον ἐπιόντα προθύμως ἠμυνάμεθα, μακρηγορεῖν ἐν εἰδόσιν οὐ βουλόμενος ἐάσω· ἀπὸ δὲ οἵας τε ἐπιτηδεύσεως ἤλθομεν ἐπ' αὐτὰ καὶ μεθ' οἵας πολιτείας καὶ τρόπων ἐξ οἵων μεγάλα ἐγένετο, ταῦτα δηλώσας πρῶτον εἶμι καὶ ἐπὶ τὸν τῶνδε ἔπαινον, νομίζων ἐπί τε τῷ παρόντι οὐκ ἂν ἀπρεπῆ λεχθῆναι αὐτὰ καὶ τὸν πάντα ὅμιλον καὶ ἀστῶν καὶ ξένων ξύμφορον εἶναι ἐπακοῦσαι αὐτῶν.



[37] Ξρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους, παράδειγμα δὲ μᾶλλον αὐτοὶ ὄντες τισὶν ἢ μιμούμενοι ἑτέρους. καὶ ὄνομα μὲν διὰ τὸ μὴ ἐς ὀλίγους ἀλλ' ἐς πλείονας οἰκεῖν δημοκρατία κέκληται· μέτεστι δὲ κατὰ μὲν τοὺς νόμους πρὸς τὰ ἴδια διάφορα πᾶσι τὸ ἴσον, κατὰ δὲ τὴν ἀξίωσιν, ὡς ἕκαστος ἔν τῳ εὐδοκιμεῖ, οὐκ ἀπὸ μέρους τὸ πλέον ἐς τὰ κοινὰ ἢ ἀπ' ἀρετῆς προτιμᾶται, οὐδ' αὖ κατὰ πενίαν, ἔχων γέ τι ἀγαθὸν δρᾶσαι τὴν πόλιν, ἀξιώματος ἀφανείᾳ κεκώλυται. ἐλευθέρως δὲ τά τε πρὸς τὸ κοινὸν πολιτεύομεν καὶ ἐς τὴν πρὸς ἀλλήλους τῶν καθ' ἡμέραν ἐπιτηδευμάτων ὑποψίαν, οὐ δι' ὀργῆς τὸν πέλας, εἰ καθ' ἡδονήν τι δρᾷ, ἔχοντες, οὐδὲ ἀζημίους μέν, λυπηρὰς δὲ τῇ ὄψει ἀχθηδόνας προστιθέμενοι. ἀνεπαχθῶς δὲ τὰ ἴδια προσομιλοῦντες τὰ δημόσια διὰ δέος μάλιστα οὐ παρανομοῦμεν, τῶν τε αἰεὶ ἐν ἀρχῇ ὄντων ἀκροάσει καὶ τῶν νόμων, καὶ μάλιστα αὐτῶν ὅσοι τε ἐπ' ὠφελίᾳ τῶν ἀδικουμένων κεῖνται καὶ ὅσοι ἄγραφοι ὄντες αἰσχύνην ὁμολογουμένην φέρουσιν.



[38] Καὶ μὴν καὶ τῶν πόνων πλείστας ἀναπαύλας τῇ γνώμῃ ἐπορισάμεθα, ἀγῶσι μέν γε καὶ θυσίαις διετησίοις νομίζοντες, ἰδίαις δὲ κατασκευαῖς εὐπρεπέσιν, ὧν καθ' ἡμέραν ἡ τέρψις τὸ λυπηρὸν ἐκπλήσσει. ἐπεσέρχεται δὲ διὰ μέγεθος τῆς πόλεως ἐκ πάσης γῆς τὰ πάντα, καὶ ξυμβαίνει ἡμῖν μηδὲν οἰκειοτέρᾳ τῇ ἀπολαύσει τὰ αὐτοῦ ἀγαθὰ γιγνόμενα καρποῦσθαι ἢ καὶ τὰ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων.



[39] Διαφέρομεν δὲ καὶ ταῖς τῶν πολεμικῶν μελέταις τῶν ἐναντίων τοῖσδε. τήν τε γὰρ πόλιν κοινὴν παρέχομεν, καὶ οὐκ ἔστιν ὅτε ξενηλασίαις ἀπείργομέν τινα ἢ μαθήματος ἢ θεάματος, ὃ μὴ κρυφθὲν ἄν τις τῶν πολεμίων ἰδὼν ὠφεληθείη, πιστεύοντες οὐ ταῖς παρασκευαῖς τὸ πλέον καὶ ἀπάταις ἢ τῷ ἀφ' ἡμῶν αὐτῶν ἐς τὰ ἔργα εὐψύχῳ· καὶ ἐν ταῖς παιδείαις οἱ μὲν ἐπιπόνῳ ἀσκήσει εὐθὺς νέοι ὄντες τὸ ἀνδρεῖον μετέρχονται, ἡμεῖς δὲ ἀνειμένως διαιτώμενοι οὐδὲν ἧσσον ἐπὶ τοὺς ἰσοπαλεῖς κινδύνους χωροῦμεν. τεκμήριον δέ· οὔτε γὰρ Λακεδαιμόνιοι καθ' ἑαυτούς, μεθ' ἁπάντων δὲ ἐς τὴν γῆν ἡμῶν στρατεύουσι, τήν τε τῶν πέλας αὐτοὶ ἐπελθόντες οὐ χαλεπῶς ἐν τῇ ἀλλοτρίᾳ τοὺς περὶ τῶν οἰκείων ἀμυνομένους μαχόμενοι τὰ πλείω κρατοῦμεν. ἁθρόᾳ τε τῇ δυνάμει ἡμῶν οὐδείς πω πολέμιος ἐνέτυχε διὰ τὴν τοῦ ναυτικοῦ τε ἅμα ἐπιμέλειαν καὶ τὴν ἐν τῇ γῇ ἐπὶ πολλὰ ἡμῶν αὐτῶν ἐπίπεμψιν· ἢν δέ που μορίῳ τινὶ προσμείξωσι, κρατήσαντές τέ τινας ἡμῶν πάντας αὐχοῦσιν ἀπεῶσθαι καὶ νικηθέντες ὑφ' ἁπάντων ἡσσῆσθαι. καίτοι εἰ ῥᾳθυμίᾳ μᾶλλον ἢ πόνων μελέτῃ καὶ μὴ μετὰ νόμων τὸ πλέον ἢ τρόπων ἀνδρείας ἐθέλομεν κινδυνεύειν, περιγίγνεται ἡμῖν τοῖς τε μέλλουσιν ἀλγεινοῖς μὴ προκάμνειν, καὶ ἐς αὐτὰ ἐλθοῦσι μὴ ἀτολμοτέρους τῶν αἰεὶ μοχθούντων φαίνεσθαι, καὶ ἔν τε τούτοις τὴν πόλιν ἀξίαν εἶναι θαυμάζεσθαι καὶ ἔτι ἐν ἄλλοις.



[40] Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας· πλούτῳ τε ἔργου μᾶλλον καιρῷ ἢ λόγου κόμπῳ χρώμεθα, καὶ τὸ πένεσθαι οὐχ ὁμολογεῖν τινὶ αἰσχρόν, ἀλλὰ μὴ διαφεύγειν ἔργῳ αἴσχιον. ἔνι τε τοῖς αὐτοῖς οἰκείων ἅμα καὶ πολιτικῶν ἐπιμέλεια, καὶ ἑτέροις πρὸς ἔργα τετραμμένοις τὰ πολιτικὰ μὴ ἐνδεῶς γνῶναι· μόνοι γὰρ τόν τε μηδὲν τῶνδε μετέχοντα οὐκ ἀπράγμονα, ἀλλ' ἀχρεῖον νομίζομεν, καὶ οἱ αὐτοὶ ἤτοι κρίνομέν γε ἢ ἐνθυμούμεθα ὀρθῶς τὰ πράγματα, οὐ τοὺς λόγους τοῖς ἔργοις βλάβην ἡγούμενοι, ἀλλὰ μὴ προδιδαχθῆναι μᾶλλον λόγῳ πρότερον ἢ ἐπὶ ἃ δεῖ ἔργῳ ἐλθεῖν. διαφερόντως γὰρ δὴ καὶ τόδε ἔχομεν ὥστε τολμᾶν τε οἱ αὐτοὶ μάλιστα καὶ περὶ ὧν ἐπιχειρήσομεν ἐκλογίζεσθαι· ὃ τοῖς ἄλλοις ἀμαθία μὲν θράσος, λογισμὸς δὲ ὄκνον φέρει. κράτιστοι δ' ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων. καὶ τὰ ἐς ἀρετὴν ἐνηντιώμεθα τοῖς πολλοῖς· οὐ γὰρ πάσχοντες εὖ, ἀλλὰ δρῶντες κτώμεθα τοὺς φίλους. βεβαιότερος δὲ ὁ δράσας τὴν χάριν ὥστε ὀφειλομένην δι' εὐνοίας ᾧ δέδωκε σῴζειν· ὁ δὲ ἀντοφείλων ἀμβλύτερος, εἰδὼς οὐκ ἐς χάριν, ἀλλ' ἐς ὀφείλημα τὴν ἀρετὴν ἀποδώσων. καὶ μόνοι οὐ τοῦ ξυμφέροντος μᾶλλον λογισμῷ ἢ τῆς ἐλευθερίας τῷ πιστῷ ἀδεῶς τινὰ ὠφελοῦμεν.



[41] Ξυνελών τε λέγω τήν τε πᾶσαν πόλιν τῆς ῾Ελλάδος παίδευσιν εἶναι καὶ καθ' ἕκαστον δοκεῖν ἄν μοι τὸν αὐτὸν ἄνδρα παρ' ἡμῶν ἐπὶ πλεῖστ' ἂν εἴδη καὶ μετὰ χαρίτων μάλιστ' ἂν εὐτραπέλως τὸ σῶμα αὔταρκες παρέχεσθαι. καὶ ὡς οὐ λόγων ἐν τῷ παρόντι κόμπος τάδε μᾶλλον ἢ ἔργων ἐστὶν ἀλήθεια, αὐτὴ ἡ δύναμις τῆς πόλεως, ἣν ἀπὸ τῶνδε τῶν τρόπων ἐκτησάμεθα, σημαίνει. μόνη γὰρ τῶν νῦν ἀκοῆς κρείσσων ἐς πεῖραν ἔρχεται, καὶ μόνη οὔτε τῷ πολεμίῳ ἐπελθόντι ἀγανάκτησιν ἔχει ὑφ' οἵων κακοπαθεῖ οὔτε τῷ ὑπηκόῳ κατάμεμψιν ὡς οὐχ ὑπ' ἀξίων ἄρχεται. μετὰ μεγάλων δὲ σημείων καὶ οὐ δή τοι ἀμάρτυρόν γε τὴν δύναμιν παρασχόμενοι τοῖς τε νῦν καὶ τοῖς ἔπειτα θαυμασθησόμεθα, καὶ οὐδὲν προσδεόμενοι οὔτε ῾Ομήρου ἐπαινέτου οὔτε ὅστις ἔπεσι μὲν τὸ αὐτίκα τέρψει, τῶν δ' ἔργων τὴν ὑπόνοιαν ἡ ἀλήθεια βλάψει, ἀλλὰ πᾶσαν μὲν θάλασσαν καὶ γῆν ἐσβατὸν τῇ ἡμετέρᾳ τόλμῃ καταναγκάσαντες γενέσθαι, πανταχοῦ δὲ μνημεῖα κακῶν τε κἀγαθῶν ἀίδια ξυγκατοικίσαντες. περὶ τοιαύτης οὖν πόλεως οἵδε τε γενναίως δικαιοῦντες μὴ ἀφαιρεθῆναι αὐτὴν μαχόμενοι ἐτελεύτησαν, καὶ τῶν λειπομένων πάντα τινὰ εἰκὸς ἐθέλειν ὑπὲρ αὐτῆς κάμνειν.



[42] Δι' ὃ δὴ καὶ ἐμήκυνα τὰ περὶ τῆς πόλεως, διδασκαλίαν τε ποιούμενος μὴ περὶ ἴσου ἡμῖν εἶναι τὸν ἀγῶνα καὶ οἷς τῶνδε μηδὲν ὑπάρχει ὁμοίως, καὶ τὴν εὐλογίαν ἅμα ἐφ' οἷς νῦν λέγω φανερὰν σημείοις καθιστάς. καὶ εἴρηται αὐτῆς τὰ μέγιστα· ἃ γὰρ τὴν πόλιν ὕμνησα, αἱ τῶνδε καὶ τῶν τοιῶνδε ἀρεταὶ ἐκόσμησαν, καὶ οὐκ ἂν πολλοῖς τῶν ῾Ελλήνων ἰσόρροπος ὥσπερ τῶνδε ὁ λόγος τῶν ἔργων φανείη. δοκεῖ δέ μοι δηλοῦν ἀνδρὸς ἀρετὴν πρώτη τε μηνύουσα καὶ τελευταία βεβαιοῦσα ἡ νῦν τῶνδε καταστροφή. καὶ γὰρ τοῖς τἆλλα χείροσι δίκαιον τὴν ἐς τοὺς πολέμους ὑπὲρ τῆς πατρίδος ἀνδραγαθίαν προτίθεσθαι· ἀγαθῷ γὰρ κακὸν ἀφανίσαντες κοινῶς μᾶλλον ὠφέλησαν ἢ ἐκ τῶν ἰδίων ἔβλαψαν. τῶνδε δὲ οὔτε πλούτου τις τὴν ἔτι ἀπόλαυσιν προτιμήσας ἐμαλακίσθη οὔτε πενίας ἐλπίδι, ὡς κἂν ἔτι διαφυγὼν αὐτὴν πλουτήσειεν, ἀναβολὴν τοῦ δεινοῦ ἐποιήσατο· τὴν δὲ τῶν ἐναντίων τιμωρίαν ποθεινοτέραν αὐτῶν λαβόντες καὶ κινδύνων ἅμα τόνδε κάλλιστον νομίσαντες ἐβουλήθησαν μετ' αὐτοῦ τοὺς μὲν τιμωρεῖσθαι, τῶν δὲ ἐφίεσθαι, ἐλπίδι μὲν τὸ ἀφανὲς τοῦ κατορθώσειν ἐπιτρέψαντες, ἔργῳ δὲ περὶ τοῦ ἤδη ὁρωμένου σφίσιν αὐτοῖς ἀξιοῦντες πεποιθέναι, καὶ ἐν αὐτῷ τῷ ἀμύνεσθαι καὶ παθεῖν μᾶλλον ἡγησάμενοι ἢ [τὸ] ἐνδόντες σῴζεσθαι, τὸ μὲν αἰσχρὸν τοῦ λόγου ἔφυγον, τὸ δ' ἔργον τῷ σώματι ὑπέμειναν καὶ δι' ἐλαχίστου καιροῦ τύχης ἅμα ἀκμῇ τῆς δόξης μᾶλλον ἢ τοῦ δέους ἀπηλλάγησαν.



[43] Καὶ οἵδε μὲν προσηκόντως τῇ πόλει τοιοίδε ἐγένοντο· τοὺς δὲ λοιποὺς χρὴ ἀσφαλεστέραν μὲν εὔχεσθαι, ἀτολμοτέραν δὲ μηδὲν ἀξιοῦν τὴν ἐς τοὺς πολεμίους διάνοιαν ἔχειν, σκοποῦντας μὴ λόγῳ μόνῳ τὴν ὠφελίαν, ἣν ἄν τις πρὸς οὐδὲν χεῖρον αὐτοὺς ὑμᾶς εἰδότας μηκύνοι, λέγων ὅσα ἐν τῷ τοὺς πολεμίους ἀμύνεσθαι ἀγαθὰ ἔνεστιν, ἀλλὰ μᾶλλον τὴν τῆς πόλεως δύναμιν καθ' ἡμέραν ἔργῳ θεωμένους καὶ ἐραστὰς γιγνομένους αὐτῆς, καὶ ὅταν ὑμῖν μεγάλη δόξῃ εἶναι, ἐνθυμουμένους ὅτι τολμῶντες καὶ γιγνώσκοντες τὰ δέοντα καὶ ἐν τοῖς ἔργοις αἰσχυνόμενοι ἄνδρες αὐτὰ ἐκτήσαντο, καὶ ὁπότε καὶ πείρᾳ του σφαλεῖεν, οὐκ οὖν καὶ τὴν πόλιν γε τῆς σφετέρας ἀρετῆς ἀξιοῦντες στερίσκειν, κάλλιστον δὲ ἔρανον αὐτῇ προϊέμενοι. κοινῇ γὰρ τὰ σώματα διδόντες ἰδίᾳ τὸν ἀγήρων ἔπαινον ἐλάμβανον καὶ τὸν τάφον ἐπισημότατον, οὐκ ἐν ᾧ κεῖνται μᾶλλον, ἀλλ' ἐν ᾧ ἡ δόξα αὐτῶν παρὰ τῷ ἐντυχόντι αἰεὶ καὶ λόγου καὶ ἔργου καιρῷ αἰείμνηστος καταλείπεται. ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος, καὶ οὐ στηλῶν μόνον ἐν τῇ οἰκείᾳ σημαίνει ἐπιγραφή, ἀλλὰ καὶ ἐν τῇ μὴ προσηκούσῃ ἄγραφος μνήμη παρ' ἑκάστῳ τῆς γνώμης μᾶλλον ἢ τοῦ ἔργου ἐνδιαιτᾶται. οὓς νῦν ὑμεῖς ζηλώσαντες καὶ τὸ εὔδαιμον τὸ ἐλεύθερον, τὸ δ' ἐλεύθερον τὸ εὔψυχον κρίναντες μὴ περιορᾶσθε τοὺς πολεμικοὺς κινδύνους. οὐ γὰρ οἱ κακοπραγοῦντες δικαιότερον ἀφειδοῖεν ἂν τοῦ βίου, οἷς ἐλπὶς οὐκ ἔστιν ἀγαθοῦ, ἀλλ' οἷς ἡ ἐναντία μεταβολὴ ἐν τῷ ζῆν ἔτι κινδυνεύεται καὶ ἐν οἷς μάλιστα μεγάλα τὰ διαφέροντα, ἤν τι πταίσωσιν. ἀλγεινοτέρα γὰρ ἀνδρί γε φρόνημα ἔχοντι ἡ μετὰ τοῦ [ἐν τῷ] μαλακισθῆναι κάκωσις ἢ ὁ μετὰ ῥώμης καὶ κοινῆς ἐλπίδος ἅμα γιγνόμενος ἀναίσθητος θάνατος.



[44] Δι' ὅπερ καὶ τοὺς τῶνδε νῦν τοκέας, ὅσοι πάρεστε, οὐκ ὀλοφύρομαι μᾶλλον ἢ παραμυθήσομαι. ἐν πολυτρόποις γὰρ ξυμφοραῖς ἐπίστανται τραφέντες· τὸ δ' εὐτυχές, ο῏ ἂν τῆς εὐπρεπεστάτης λάχωσιν, ὥσπερ οἵδε μὲν νῦν, τελευτῆς, ὑμεῖς δὲ λύπης, καὶ οἷς ἐνευδαιμονῆσαί τε ὁ βίος ὁμοίως καὶ ἐντελευτῆσαι ξυνεμετρήθη. χαλεπὸν μὲν οὖν οἶδα πείθειν ὄν, ὧν καὶ πολλάκις ἕξετε ὑπομνήματα ἐν ἄλλων εὐτυχίαις, αἷς ποτὲ καὶ αὐτοὶ ἠγάλλεσθε· καὶ λύπη οὐχ ὧν ἄν τις μὴ πειρασάμενος ἀγαθῶν στερίσκηται, ἀλλ' οὗ ἂν ἐθὰς γενόμενος ἀφαιρεθῇ. καρτερεῖν δὲ χρὴ καὶ ἄλλων παίδων ἐλπίδι, οἷς ἔτι ἡλικία τέκνωσιν ποιεῖσθαι· ἰδίᾳ τε γὰρ τῶν οὐκ ὄντων λήθη οἱ ἐπιγιγνόμενοί τισιν ἔσονται, καὶ τῇ πόλει διχόθεν, ἔκ τε τοῦ μὴ ἐρημοῦσθαι καὶ ἀσφαλείᾳ, ξυνοίσει· οὐ γὰρ οἷόν τε ἴσον τι ἢ δίκαιον βουλεύεσθαι ο῏ ἂν μὴ καὶ παῖδας ἐκ τοῦ ὁμοίου παραβαλλόμενοι κινδυνεύωσιν. ὅσοι δ' αὖ παρηβήκατε, τόν τε πλέονα κέρδος ὃν ηὐτυχεῖτε βίον ἡγεῖσθε καὶ τόνδε βραχὺν ἔσεσθαι, καὶ τῇ τῶνδε εὐκλείᾳ κουφίζεσθε. τὸ γὰρ φιλότιμον ἀγήρων μόνον, καὶ οὐκ ἐν τῷ ἀχρείῳ τῆς ἡλικίας τὸ κερδαίνειν, ὥσπερ τινές φασι, μᾶλλον τέρπει, ἀλλὰ τὸ τιμᾶσθαι.



[45] παισὶ δ' αὖ ὅσοι τῶνδε πάρεστε ἢ ἀδελφοῖς ὁρῶ μέγαν τὸν ἀγῶνα (τὸν γὰρ οὐκ ὄντα ἅπας εἴωθεν ἐπαινεῖν), καὶ μόλις ἂν καθ' ὑπερβολὴν ἀρετῆς οὐχ ὁμοῖοι, ἀλλ' ὀλίγῳ χείρους κριθεῖτε. φθόνος γὰρ τοῖς ζῶσι πρὸς τὸ ἀντίπαλον, τὸ δὲ μὴ ἐμποδὼν ἀνανταγωνίστῳ εὐνοίᾳ τετίμηται. εἰ δέ με δεῖ καὶ γυναικείας τι ἀρετῆς, ὅσαι νῦν ἐν χηρείᾳ ἔσονται, μνησθῆναι, βραχείᾳ παραινέσει ἅπαν σημανῶ. τῆς τε γὰρ ὑπαρχούσης φύσεως μὴ χείροσι γενέσθαι ὑμῖν μεγάλη ἡ δόξα καὶ ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ.



[46] Εἴρηται καὶ ἐμοὶ λόγῳ κατὰ τὸν νόμον ὅσα εἶχον πρόσφορα, καὶ ἔργῳ οἱ θαπτόμενοι τὰ μὲν ἤδη κεκόσμηνται, τὰ δὲ αὐτῶν τοὺς παῖδας τὸ ἀπὸ τοῦδε δημοσίᾳ ἡ πόλις μέχρι ἥβης θρέψει, ὠφέλιμον στέφανον τοῖσδέ τε καὶ τοῖς λειπομένοις τῶν τοιῶνδε ἀγώνων προτιθεῖσα· ἆθλα γὰρ οἷς κεῖται ἀρετῆς μέγιστα, τοῖς δὲ καὶ ἄνδρες ἄριστοι πολιτεύουσιν. νῦν δὲ ἀπολοφυράμενοι ὃν προσήκει ἑκάστῳ ἄπιτε.'



[47] Τοιόσδε μὲν ὁ τάφος ἐγένετο ἐν τῷ χειμῶνι τούτῳ·





35. «Οι περισσότεροι απ όσους έχουν μιλήσει ως τώρα απ αυτό το βήμα επαινούν τον νομοθέτη που συμπλήρωσε τη συνηθισμένη τελετή μ' αυτό τον λόγο, με τη σκέψη ότι είναι ωραίο να εκφωνείται πάνω στον τάφο των νεκρών του πολέμου. Εγώ όμως θα ήμουν της γνώμης πως είναι αρκετό, για άντρες που αποδείχτηκαν γενναίοι με έργα, με έργα να τους αποδίδονται τιμές, σαν κι αυτές που βλέπετε να συνοδεύουν αυτή την ταφή, κι όχι να κρέμεται η αναγνώριση του ηρωισμού πολλών από έναν άντρα, που ο λόγος του μπορεί να είναι ωραίος, μπορεί και κατώτερος. Γιατί είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς μ επιτυχία, εκεί που με κόπο εξασφαλίζεται η εντύπωση ότι λέει την αλήθεια. Κι αυτό, γιατί ο ακροατής που ξέρει καλά τα γεγονότα και τ' ακούει μ' ευνοϊκή διάθεση, ίσως θα σχημάτιζε τη γνώμη ότι τα λεγόμενα είναι κάπως κατώτερα, σε σύγκριση μ' αυτά που και θέλει ν’ ακούει και τα ξέρει καλά' όμως, αυτός που δεν τα γνώρισε, θα σχημάτιζε τη γνώμη πως πρόκειται για υπερβολές, επειδή νιώθει φθόνο, αν τυχόν ακούσει κάτι που ξεπερνά τη δική του δύναμη. Γιατί μόνο ως εκείνο το σημείο ανέχεται ο άνθρωπος ν’ ακούει επαίνους που λέγονται για άλλους, ως εκεί που κι ο καθείς πιστεύει ότι είναι ικανός να κατορθώσει κάτι απ όσα άκουσε' όμως, για καθετί που ξεπερνά τη δύναμη του, κυριεύεται απ' την πρώτη στιγμή από φθόνο, κι έτσι δεν δίνει πίστη. Αλλά, επειδή οι παλιότεροι δοκίμασαν στην πράξη το έθιμο χι έκριναν ότι έχει καλώς, έχω κι εγώ την υποχρέωση να συμμορφωθώ με τον νόμο και ν' ανταποκριθώ όσο γίνεται πιο πολύ στην επιθυμία και τις πεποιθήσεις του καθενός σας.



36. Θα μιλήσω πρώτα για τους προγόνους μας. Γιατί είναι δίκαιο, αλλά συγχρόνως και πρέπον, σε μια τέτοια περίσταση, όπως η σημερινή, να τους απονέμεται η τιμή αυτή να μνημονεύονται πρώτοι. Γιατί την χώρα αυτή, οι ίδιοι πάντα κατοικώντας από γενεά σε γενεά μέχρι των ημερών μας, χάρις στην ανδρεία τους μας την παράδωσαν ελεύθερη. Και εκείνοι λοιπόν είναι άξιοι επαίνου αλλά ακόμη περισσότερο οι πατέρες μας. Γιατί, μαζί με όσα κληρονόμησαν, αφού απέκτησαν όση εξουσία έχουμε με πολλούς κόπους τη κληροδότησαν σε μας τους σημερινούς. Τους περισσότερους τομείς εμείς οι ίδιοι που είμαστε συγκεντρωμένοι εδώ, οι οποίοι βρισκόμαστε ακόμη σε αυτήν ακριβώς την ηλικία μας, αυξήσαμε και προετοιμάσαμε την πόλη μας με όλα τα πράγματα, ώστε και για πόλεμο και για ειρήνη να είναι αυταρκέστατη. Από όλα δε αυτά εγώ όσα αναφέρονται σε πολεμικά κατορθώματα, με τα οποία έγινε η κάθε μια κατάκτηση, ή αφορούν τον τρόπο, με τον οποίο αποκρούσαμε πρόθυμα, είτε εμείς είτε οι πρόγονοί μας, κάποιον βάρβαρο ή Έλληνα επιτιθέμενο εχθρό, θα τα παραλείψω, γιατί δεν επιθυμώ να απεραντολογώ ενώπιον ανθρώπων, οι οποίοι τα γνωρίζουν. Αλλά με ποιον τρόπο φθάσαμε στο σημείο αυτό της δύναμης που είμαστε σήμερα, και με ποια μορφή πολιτεύματος και με ποιες συνήθειες έγινε μεγάλη η δύναμή μας, όλα αυτά θα αναπτύξω πρώτα, και έπειτα θα προχωρήσω στο εγκώμιο αυτών εδώ των νεκρών, γιατί νομίζω ότι δεν είναι ανάρμοστο να λεχθούν αυτά και για την παρούσα περίσταση, και δεν είναι ανώφελο να τα ακούσουν όλοι οι παρευρισκόμενοι, αστοί και ξένοι.



37. Έχουμε δηλαδή πολίτευμα, το οποίο δεν αντιγράφει τους νόμους άλλων, μάλλον δε εμείς οι ίδιοι είμαστε υπόδειγμα σε μερικούς παρά μιμούμαστε άλλους. Και ονομάζεται μεν δημοκρατία, γιατί η διοίκηση είναι στα χέρια των πολλών και όχι των ολίγων. Όλοι έχουν τα ίδια δικαιώματα έναντι δε των νόμων στις ιδιωτικές τους διαφορές, ενώ ως προς την θέση τους στον δημόσιο βίο κάθε ένας, ανάλογα με την επίδοση σε κάποιο τομέα, προτιμάται για ένα από τα δημόσια αξιώματα, και όχι από την πολιτική του παράταξη όσο από την αρετή του, ούτε εξαιτίας της φτώχειας, ενώ έχει την ικανότητα να παράσχει κάποια υπηρεσία στην πατρίδα του, εμποδίζεται από το γεγονός ότι είναι άγνωστος. Ζούμε ελεύθερα, και ως πολίτες στον δημόσιο βίο και ως άτομα στον ιδιωτικό, στις επιδιώξεις μας της καθημερινής ζωής, κατά τις οποίες δεν κοιτάμε ο ένας στον άλλον με καχυποψία, δεν θυμώνουμε με τον γείτονά μας, όταν κάνει σύμφωνα με την ευχαρίστησή του, ούτε παίρνουμε μια φυσιογνωμία σκυθρωπή, η οποία μπορεί να μην βλάπτει τον άλλο, πάντως όμως είναι δυσάρεστη. Ενώ δε στην ιδιωτική μας ζωή συναναστρεφόμαστε χωρίς να ενοχλεί ο ένας τον άλλον, στην δημόσιά μας ζωή από σεβασμό προ πάντων δεν παραβαίνουμε τους νόμους, υπακούμε σε όσους κάθε φορά έχουν τα αξιώματα και στους νόμους, και περισσότερο σε εκείνους από τους νόμους, που έχουν θεσπιστεί για ωφέλεια των αδικούμενων, και σε άλλους, οι οποίοι αν και άγραφοι, η παράβασή τους φέρνει πανθομολογούμενη ντροπή.



38. Αλλά και για το πνεύμα μας έχουμε εφεύρει πολλούς τρόπους να το ανακουφίζουμε από τους κόπους, με γιορταστικούς αγώνες και θυσίες, που έχουμε καθιερώσει καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, και με ευπρεπή ιδιωτικά οικήματα, η ευχαρίστηση που καθημερινά απολαμβάνουμε από όλα αυτά, διώχνει την μελαγχολία. Εξαιτίας του μεγάλου αριθμού των κατοίκων της πόλης μας εισάγονται σε αυτήν προϊόντα όλου του κόσμου, και συμβαίνει να απολαμβάνουμε έτσι τα προϊόντα των άλλων χωρών με όση οικειότητα καταναλώνουμε τα δικά μας.



39. Υπερέχουμε δε από τους αντιπάλους μας και στην πολεμική προετοιμασία κατά τα εξής: Την πόλη μας την παρέχουμε ανοιχτή, και ποτέ δεν αποκλείουμε κανέναν διώχνοντας τους ξένους από οποιοδήποτε μάθημα ή θέαμα, από το οποίο, αν δεν το κρατήσουμε μυστικό και το δει κανείς από τους εχθρούς μας, είναι δυνατόν να ωφεληθεί, γιατί πιστεύουμε όχι τόσο στις προετοιμασίες και τα στρατηγήματα όσο στην έμφυτη γενναιότητά μας στα έργα. Στο ζήτημα δε πάλι της αγωγής, ενώ εκείνοι υποβάλλονται από την νεαρή τους ηλικία σε επίπονη άσκηση, με την οποία επιδιώκουν να γίνουν γενναίοι, εμείς ζούμε με όλες τις ανέσεις και όμως είμαστε εξ ίσου πρόθυμοι να αντιμετωπίσουμε τους ίδιους μεγάλους κινδύνους. Και η απόδειξη: ενώ οι Λακεδαιμόνιοι εκστρατεύουν με όλους τους συμμάχους τους κατά της χώρας μας και ποτέ μόνοι, εμείς εισβάλλουμε κατά των άλλων εντελώς μόνοι, και τις περισσότερες φορές νικάμε χωρίς δυσκολία τους αντιπάλους μας, αν και εκείνοι μάχονται για την πατρίδα τους, εμείς δε είμαστε σε ξένο έδαφος. Και κανείς από τους εχθρούς μας δεν αντιμετώπισε μέχρι σήμερα τις δυνάμεις μας ενωμένες, γιατί από τη μία φροντίζουμε ταυτόχρονα για το ναυτικό μας, και από την άλλη στέλνουμε τις δυνάμεις μας σε πολλά σημεία της γης. Αν δε κάπου με μέρος μόνο της δύναμής μας συμπλακούν οι εχθροί μας, τότε, αν νικήσουν, καυχώνται ότι μας νίκησαν όλους, αν νικηθούν, διακηρύσσουν ότι νικήθηκαν από όλους. Και βέβαια, αν εμείς αντιμετωπίζουμε με πολλή προθυμία τους κινδύνους, περισσότερο με μια αφροντισιά και άνεση παρά μετά από επίπονη άσκηση, και με ανδρεία που οφείλεται όχι τόσο στην επιβολή των νόμων όσο στην φυσική μας ευψυχία, έχουμε το πλεονέκτημα ότι δεν κουραζόμαστε προκαταβολικά για δεινά, που ανήκουν ακόμα στο μέλλον, και, όταν φθάσουμε στα δεινά αυτά, ότι αποδεικνυόμαστε ότι δεν είμαστε λιγότερο τολμηροί από εκείνους που μοχθούν συνεχώς. Δεν είναι η πόλη μας άξια μόνο σε αυτά αλλά και σε πολλά ακόμη.



40. Γιατί αγαπούμε το ωραίο με απλότητα, και αγαπούμε τη σοφία χωρίς μαλθακότητα. Μεταχειριζόμαστε τον πλούτο περισσότερο σαν μια ευκαιρία έργων παρά σαν αφορμή κομπορρημοσύνης, το να ομολογεί δε κανείς την φτώχεια του δεν είναι ντροπή, είναι όμως αισχρότερο να μην προσπαθεί να την αποφύγει με την εργασία. Επί πλέον, οι ίδιοι εμείς είμαστε σε θέση να φροντίζουμε ταυτόχρονα για τις ιδιωτικές μας υποθέσεις και για τις υποθέσεις της πόλης μας, και ενώ ασχολούμαστε με διαφορετικά επαγγέλματα κατέχουμε καλά τα πολιτικά ζητήματα. Γιατί είμαστε ο μόνος λαός που αυτόν που δε μετέχει στα κοινά δεν τον θεωρούμε φιλήσυχο αλλά άχρηστο, και οι μόνοι που ή κρίνουμε ή διαμορφώνουμε σωστές γνώμες για τα πράγματα, γιατί δεν θεωρούμε τους λόγους εμπόδιο των έργων, αλλά μάλλον θεωρούμε εμπόδιο να μην έχουμε κατατοπισθεί προφορικά σε όσα έχουμε να κάνουμε, πριν καταπιαστούμε με αυτά. Γιατί υπερέχουμε από τους άλλους και ως προς αυτό, ότι δηλαδή εμείς οι ίδιοι τολμούμε να υπολογίσουμε για όσα πρόκειται να επιχειρήσουμε. Σχετικά μ΄ αυτό στους άλλους η αμάθεια φέρνει θράσος, ενώ η σκέψη τους κάνει να διστάζουν. Πιο γενναιόψυχοι όμως πρέπει να θεωρούνται όσοι γνωρίζουν με σαφήνεια τις συμφορές και τα ευχάριστα, και όμως η γνώση αυτή δεν τους κάνει να αποφεύγουν τους κινδύνους. Αλλά και στα ζητήματα της αρετής διαφέρουμε από τους πολλούς. Γιατί εμείς αποκτάμε τους φίλους τους περισσότερο ευεργετώντας παρά ευεργετούμενοι από αυτούς. Σταθερότερος δε φίλος είναι αυτός που ευεργέτησε, γιατί είναι φυσικό να προσπαθεί να διατηρεί την ευγνωμοσύνη του ευεργετημένου με τη συμπάθεια που του δείχνει. Ενώ αντιθέτως αυτός που οφείλει την ευεργεσία είναι απρόθυμος, γιατί γνωρίζει, ότι πρόκειται να ανταποδώσει την καλοσύνη σαν χρέος και όχι για να εξασφαλίσει την ευγνωμοσύνη του άλλου. Και είμαστε οι μόνοι που βοηθάμε τον άλλο χωρίς δισταγμό, όχι τόσο από υπολογισμό του συμφέροντος, όσο από την πίστη μας στη ελευθερία.



41. Συνοψίζοντας θεωρώ ότι η όλη πόλη είναι σχολείο της Ελλάδας και ότι, μου φαίνεται, ο καθένας από εμάς μπορεί να παρουσιάσει τον εαυτό του αυτάρκη σε πάρα πολλές δραστηριότητες με χάρη και επιδεξιότητα. Και ότι αυτά είναι μάλλον η αλήθεια και όχι απλή κομπορρημοσύνη, κατάλληλη για την παρούσα περίσταση, το αποδεικνύει η ίδια η δύναμη της πόλης, την οποία αποκτήσαμε με τους τρόπους αυτούς. Γιατί είναι η μόνη πόλη από τις σημερινές που όταν δοκιμάζεται αποδεικνύεται ανώτερη της φήμης της, και η μόνη, η οποία ούτε στον εχθρό που της επιτίθεται, δίνει αφορμή να αγανακτήσει με όσα παθαίνει από τέτοιους αντιπάλους, ούτε στους συμμάχους της δίνει αφορμή για παράπονα, γιατί τάχα εξουσιάζονται από ανάξιους. Αφού παρουσιάσαμε τη δύναμή μας με μεγάλες αποδείξεις, και μαρτυρίες θα μας θαυμάζουν οι σύγχρονοί μας και οι επόμενοι, και μάλιστα χωρίς να χρειαζόμαστε τον Όμηρο να μας επαινεί, ούτε κανέναν άλλο που με λόγια θα μας ευχαριστήσει προς στιγμήν, όμως την ιδέα που θα σχηματιστεί για τα έργα μας θα τη βλάψει η αλήθεια, αλλά εξαναγκάσαμε με την τόλμη μας ολόκληρη τη θάλασσα και την ξηρά να γίνει προσιτή, ιδρύσαμε παντού αιώνια μνημεία και των συμφορών μας και των επιτυχιών μας. Για μια τέτοια πόλη και αυτοί εδώ λοιπόν πολεμώντας γενναία πέθαναν, για να μη τη στερηθούν, και είναι φυσικό ο καθένας από όσους απομένουν να θέλει να μοχθήσει γι’ αυτήν.



42. Γι’ αυτόν μακρηγόρησα για όσα αφορούν την πόλη, αφ’ ενός γιατί ήθελα να σας δείξω, ότι εμείς δεν αγωνιζόμαστε για τον ίδιο σκοπό, που αγωνίζονται όσοι δεν έχουν κανένα από αυτά τα πλεονεκτήματα σε ίσο βαθμό με μας, και αφ’ ετέρου γιατί με αυτόν τον τρόπο ήθελα να κάνω φανερό με αποδείξεις το εγκώμιο των ανδρών, για τους οποίους μιλάω τώρα. Και έχουν ειπωθεί τα κυριότερα σημεία αυτού του εγκωμίου. Γιατί οι αρετές αυτών και των ομοίων τους έκαναν στολίδια όσα ύμνησα για την πόλη, και άρα για λίγους από τους Έλληνες όπως ακριβώς γι’ αυτούς ο λόγος θα μπορούσε να φανεί ισάξιος με τα έργα τους. Έχω η γνώμη, ότι ο θάνατος αυτών εδώ των νεκρών παρέχει το μέτρο της αξίας ενός ανθρώπου, είτε είναι ο πρώτος που τη φανερώνει, είτε ο τελευταίος που την επισφραγίζει. Γιατί και εκείνοι ακόμη που υστερούν κατά τα άλλα, δικαιούνται να προβάλλουν την ανδραγαθία, που επέδειξαν κατά τους πολέμους, μαχόμενοι υπέρ της πατρίδας. Γιατί εξαφάνισαν το κακό με το καλό, και με τον κοινό αγώνα για το γενικό συμφέρον ωφέλησαν περισσότερο απ’ όσο έβλαψαν με τυχόν σφάλματά τους στην ιδιωτική τους ζωή. Από αυτούς εδώ κανείς δεν δείχθηκε δειλός μπροστά στον θάνατο εξ αιτίας του πλούτου του, δεν προτίμησε δηλαδή να συνεχίσει την απόλαυσή του, ούτε απέφυγε τον κίνδυνο εξ αιτίας της φτώχειας του, από την ελπίδα ότι μπορεί να την αποφύγει επί τέλους και να γίνει πλούσιος. Αντίθετα, πόθησαν την τιμωρία των εχθρών τους περισσότερο από όλα τα αγαθά, και συγχρόνως έκριναν αυτό τον κίνδυνο σαν τον πιο ωραίο από τους κινδύνους, και για αυτό αποφάσισαν να τον αντιμετωπίσουν, να εκδικηθούν τους εχθρούς τους, και για να επιδιώξουν την απόκτηση των αγαθών αυτών΄ την αβεβαιότητα δηλαδή της επιτυχίας την εμπιστεύθηκαν στην ελπίδα, ως προς τον κίνδυνο του θανάτου που βρισκόταν μπροστά τους κατά την μάχη ήταν αποφασισμένοι να στηριχθούν στον εαυτό τους και μόνο. Και μέσα στη μάχη θεώρησαν πάντα προτιμότερο να αντισταθούν και να βρουν τον θάνατο παρά να σωθούν υποχωρώντας, και γι’ αυτό απέφευγαν την αισχρή φήμη της δειλίας, και υπέβαλαν τα σώματά τους σε όλα τα δεινά της μάχης, σε μια κρίσιμη στιγμή, που ήταν στα χέρια της τύχης, στο ύψος της δόξας μάλλον παρά του τρόμου, βρήκαν τον θάνατο.



43. Αυτοί εδώ λοιπόν, σαν γνήσια παιδιά της πόλης, αυτό το φρόνημα έδειξαν. Όσοι όμως μένετε, έχετε καθήκον να εύχεστε το φρόνημά σας απέναντι στους εχθρούς να σας βάλει σε μικρότερο κίνδυνο, αλλά να μη καταδεχτείτε να είναι λιγότερο τολμηρό, λογαριάζοντας όχι μόνο με τα λόγια τις ωφέλειες - κάτι που θα μπορούσε ν' αναπτύξει κάποιος διεξοδικότερα σε σας, που κι από μόνοι σας τις ξέρετε εξίσου καλά, απαριθμώντας πόσα καλά εξασφαλίζει η αντίσταση στον εχθρό-, καλύτερα όμως προσηλώνοντας καθημερινά το βλέμμα σας στα έργα, που δείχνουν τη δύναμη της πόλης μας, κι έτσι να την αγαπήσετε με πάθος. Κι όταν αντιληφτείτε το μεγαλείο της, βάλτε στο νου σας ότι τη δύναμη αυτή την απέκτησαν άντρες τολμηροί που είχαν συνείδηση του καθήκοντος και με φιλότιμο την ώρα του αγώνα' και που, κάθε φορά που αποτύχαιναν σε κάποιο εγχείρημά τους, δεν επέτρεπαν βέβαια στον εαυτό τους να στερήσει την πόλη απ' τη δική τους ανδρεία, αλλά πρόσφεραν σ' αύτή την πιο ωραία συνεισφορά' γιατί, δίνοντας όλοι μαζί τη ζωή τους, έπαιρναν ο καθείς τους ξεχωριστά τον αγέραστο έπαινο και τον πιο περίλαμπρο τάφο: όχι τόσο τον τάφο, στον οποίο κείτονται, αλλά εκείνον όπου η δόξα τους επιζεί, για να μνημονεύεται αιώνια σε κάθε ευκαιρία που παρουσιάζεται, είτε για λόγο είτε για δράση. Γιατί τάφος των ενδόξων αντρών είναι η γη ολόκληρη, και τη μνήμη τους δεν τη διασώζει μόνο η επιγραφή μιας στήλης στην πατρίδα τους, αλλά και στα ξένα μέρη φωλιάζει στην Ψυχή του καθενός άγραφη η ανάμνηση όχι τόσο των ανδραγαθημάτων τους, όσο του φρονήματός τους. Εσείς λοιπόν να έχετε αυτούς εδώ πρότυπα και να θεωρήσετε θεμέλιο της ευτυχίας την ελευθερία και θεμέλιο της ελευθέριας τη δυνατή Ψυχή' κι έτσι μη δειλιάζετε μπροστά στους κινδύνους της μάχης. Γιατί δεν έχουν σοβαρότερο λόγο ν' αψηφούν το θάνατο οι απόκληροι της ζωής, που δεν έχουν να ελπίζουν καλύτερες μέρες, αλλά εκείνοι που, στη ζωή που τους απομένει, υπάρχει φόβος να μεταβληθεί ριζικά η καλή τύχη τους' αυτοί, αν κάπου σκοντάψουν, έχουν να χάσουν περισσότερα από κάθε άλλον. Γιατί, για έναν άντρα με υψηλό φρόνημα, είναι πιο πικρή η εξαθλίωση που φέρνει η δειλία παρά ο θάνατος που έρχεται χωρίς να τον νιώσει, σε στιγμή έξαρσης της δύναμής του και της κοινής ελπίδας.



44. Γι' αυτό και τους γονείς αυτών που ενταφιάζoυμε τώρα, όσοι βρίσκεστε εδώ, δε τους κλαίω, πιο πολύ θα προσπαθήσω να ελαφρώσω τον πόνο τους. Γιατί το ξέρουν καλά πως η ζωή τους πέρασε μέσ' από κάθε λογής μεταπτώσεις της τύχης' κι ότι ευτυχισμένοι είναι, όπως οι σημερινοί νεκροί μας, εκείνοι που η μοίρα τους χάρισε τον πιο ένδοξο θάνατο, και, όπως εσείς, για το τιμημένο πένθος σας, κι εκείνοι που κανονίστηκε το τέλος της ζωής τους να συμπέσει με το τέλος της ευτυχίας τους. Γνωρίζω βέβαια ότι είναι δύσκολο να πείσω εσάς, αφού θα σας φέρνουν ζωντανή τη θύμηση αυτών που χάσατε οι ευτυχίες των άλλων γονιών που κι εσείς κάποτε τις χαρήκατε' και θλίβεται ο άνθρωπος όχι επειδή του λείπουν αγαθά που δεν τα δοκίμασε, αλλά για όσα, ενώ είχε συνηθίσει να τα’ απολαμβάνει, τα έχασε. Πρέπει όμως να δείχνετε εγκαρτέρηση, με την ελπίδα άλλων παιδιών, όσοι ακόμα είστε σε ηλικία ν’ αποχτήσετε παιδία' γιατί, για τα άτομα, τα παιδιά που θα τους έρθουν στον κόσμο από δω και πέρα θα κάνουν πόλους να ξεχάσουν εκείνους που χάθηκαν, ενώ, για την πόλη, θα είναι διπλό το όφελος: και δε θα ερημώσει και θα έχει ασφάλεια' γιατί δεν είναι δυνατό να έχει την ίδια αξία ή να είναι το ίδιο δίκαιη η γνώμη για τα δημόσια πράγματα όσων δεν μπαίνουν στον ίδιο κίνδυνο, ρίχνοντας σ’ αυτόν τα παιδιά τους. Κι όσους πάλι σας πήραν τα χρόνια, να θεωρήσετε κέρδος το μεγαλύτερο μέρος της ζωής σας, που το περάσατε ευτυχισμένοι, και ότι το μέρος της που απομένει θα είναι σύντομο, κι ας κάνει ελαφρότερο το πένθος σας η δόξα αυτών εδώ. Γιατί το μόνο που δεν γερνά είναι ο πόθος για τιμές, και στην ηλικία που ο άνθρωπος δεν μπορεί να προσφέρει τίποτε, δεν είναι, όπως λεν μερικοί, το κέρδος που δίνει τη μεγαλύτερη τέρψη, αλλά οι τιμές.



45. Τώρα, τα παιδιά των νεκρών μας, όσα βρίσκεστε εδώ ή τ' αδέρφια τους, βλέπω ότι έχετε μεγάλον αγώνα μπροστά σας (γιατί ο καθείς συνηθίζει να επαινεί αυτόν που δε βρίσκεται στη ζωή), και πολύ δύσκολα, ακόμη κι αν δείξετε μοναδικό ηρωισμό, θα σας κρίνουν κάπως κατώτερους - ποτέ το ίδιο ανδρείους! Γιατί οι ζωντανοί νιώθουν φθόνο για τον ανταγωνιστή τους' αντίθετα, όποιον δεν αντισκόφτει το δρόμο τους, τον τιμούν με αδιαφιλονίκητη εύνοια. Κι αν είμαι υποχρεωμένος ν' αναφέρω κάτι για την αρετή που ταιριάζει στη φύση της γυναίκας, θα δηλώσω, για όσες τώρα θα μείνουν χήρες, με μια σύντομη παραίνεση όλη μου τη σκέψη: δηλαδή, μεγάλη η δόξα σας, αν δεν φανείτε κατώτερες απ' τη γυναικεία φύση, όπως κι η δόξα εκείνης, που τ' όνομά της θ' ακουστεί λιγότερο, επαινετικά ή περιγελαστικά, ανάμεσα στους άντρες.



46. Έχετε ακούσει κι από μένα, με την επιβαλλόμενη από το νόμο αγόρευσή μου, όσα είχα κατάλληλα, και με έργα αυτοί που θάβονται έχουν κιόλας πάρει τις τιμές τους΄ εξάλλου, από σήμερα τα παιδιά τους θα τ' αναθρέψει με δημόσια δαπάνη η πόλη ως την εφηβεία τους, προβάλλοντας ως βραβείο τέτοιων αγώνων και γι' αυτούς εδώ και για όσους επιζούν, ένα στεφάνι που πιάνει τόπο. Γιατί, όπου έχουν θεσμοθετηθεί τα πιο μεγάλα βραβεία ανδρείας, εκεί ζουν ως πολίτες άντρες με τη μεγαλύτερη αρετή. Και τώρα, αφού ο καθένας αποτέλειωσε το θρήνο για τον δικό του, να πάτε στο καλό.



ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Περικλέους Επιτάφιος"
Related Posts with Thumbnails