Η ΠΛΗΡΗΣ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΙΘΕΤΩΝ - ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ-ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ-ΙΣΤΟΡΙΚΟ-ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΙΘΕΤΩΝ ΚΑΙ ΟΝΟΜΑΤΩΝ - ΣΥΝΕΧΗΣ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ - ΟΛΑ ΤΑ ΕΠΙΘΕΤΑ ΕΧΟΥΝ ΚΑΠΟΙΑ ΣΗΜΑΣΙΑ - ΤΑ ΕΠΩΝΥΜΑ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΦΟΡΕΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑΣ - ΚΑΙ ΒΕΒΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ - Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΣΥΛΛΟΓΗ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΩΝΥΜΩΝ - ΚΑΛΗ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΙΣΤΟΡΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΜΑΘΕΙΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ.
ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΑΣ
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΒΛΑΧΟΙ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΒΛΑΧΟΙ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 8 Ιουνίου 2020

ΤΑ ΟΝΟΜΑΤΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ

  Πολλά έχουν γραφτεί για το ποιοι ή τι είναι οι Βλάχοι και σίγουρα υπάρχουν πολλές απόψεις, λιγότερο ή περισσότερο πειστικές.------ Μία απλή προσέγγιση αυτών των ερωτημάτων θα επιχειρηθεί εδώ εξετάζοντας τα διάφορα ονόματα με τα οποία είναι γνωστοί οι Βλάχοι. ----
Θα πρέπει να εξετάσουμε τόσο τους αυτοπροσδιοριστικούς όρους και τους ενδοφυλετικούς όρους διάκρισης που χρησιμοποιούν οι ίδιοι οι Βλάχοι, όσο και τους όρους που χρησιμοποιούν για να τους προσδιορίσουν οι αλλόγλωσσοι και γειτονικοί προς αυτούς πληθυσμοί.
 Όπως επίσης και τους νεολογικούς όρους που δημιούργησαν οι διάφοροι κατά καιρούς επιστήμονες και ερευνητές που ασχολήθηκαν με Βλάχους, αλλά και όρους που είναι απόρροια πολιτικών καταστάσεων.
 Οι απαντήσεις γύρω από την ονοματολογία των Βλάχων μπορούν να οδηγήσουν στο διαχωρισμό ανάμεσα στο μύθο και την πραγματικότητα.
Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει το γεγονός πως η συντριπτική πλειοψηφία των Βλάχων, τόσο στο μητροπολιτικό τους χώρο ( Ελλάδα ), όσο και στη διασπορά (γύρω Βαλκανικές Χώρες), όταν αυτοπροσδιορίζονται, στην ίδια τους τη γλώσσα, κάνουν χρήση του όρου «Αρμούν-Αρμούνι», ο οποίος συναντιέται σε διάφορες φωνολογικές παραλλαγές και νεολογικούς τύπους, («Αρωμάνος-Αρωμάνοι»).
Μία τέτοια φωνολογική παραλλαγή είναι ο όρος «Ρμέν-Ρμένι», με χαρακτηριστική εκφορά του αρχικού «ρο». Αυτή η παραλλαγή χρησιμοποιείται από τον κλάδο των Βλάχων που είναι γνωστοί και ως Αρβανιτόβλαχοι, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Αλβανία. Όπως και να έχει, ο όρος «Αρμούν-Αρμούνι» δεν έχει διαφορετικές καταβολές από τον όρο «Ρωμιός-Ρωμιοί» που χρησιμοποιούσαν οι ελληνόφωνοι πληθυσμοί μέχρι την νεότερη επικράτηση του όρου «Έλληνας-Έλληνες». Ο όρος «Αρμούν» είναι παραφθορά του λατινικού όρου «Romanus», όπως ο όρος «Ρωμιός» είναι παραφθορά του ελληνικού όρου «Ρωμαίος».
 Ωστόσο, οι δύο αυτοί όροι είναι ταυτόσημοι καθώς και οι δύο προσδιορίζουν, ο ένας στα λατινικά και ο άλλος στα ελληνικά, τον «πολίτη» και αργότερα τον «πολιτισμικό κληρονόμο» της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, της μετέπειτα Ρωμανίας, της κρατικής και πολιτισμικής οντότητας που είναι περισσότερο γνωστή σε μας με το νεολογικό όρο Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Θα πρέπει επίσης να γνωρίζουμε πως οι όροι «Ρουμανία» και «Ρουμάνοι» είναι, μάλλον, δύο όροι νεολογικοί που υιοθετήθηκαν από τους Ρουμάνους μόλις στις αρχές του 19ου αιώνα.
Ο όρος «Βλάχος-Βλάχοι» έχει γερμανική γλωσσολογική καταβολή. Αρχικά χρησιμοποιούταν για τον προσδιορισμό των Ρωμαίων ή ακόμη πιο αόριστα των λιγότερο ή περισσότερο εκρωμαϊσμένων πολιτισμικά και εκλατινισμένων γλωσσικά κατοίκων των ρωμαϊκών εδαφών.
 Ο όρος αυτός πέρασε στους Σλάβους και από αυτούς στους Βυζαντινούς και αργότερα στους Οθωμανούς. Εδώ θα πρέπει να διευκρινιστεί πως από τους βυζαντινούς ακόμη χρόνους και μέχρι σήμερα ο όρος «βλάχος-βλάχοι», με το βήτα μικρό, δηλώνει εκείνους τους πληθυσμούς, όχι απαραίτητα βλαχόφωνους, που ασχολούνται με τη κτηνοτροφία και κυρίως τις νομαδικές και ημινομαδικές της μορφές.
 Κατ` επέκταση, ο όρος αυτός έφτασε στο σημείο να δηλώνει στα νεοελληνικά και πολλές φορές και στα βλάχικα το νομαδοκτηνοτρόφο, τον άξεστο, τον αγροίκο, τον απολίτιστο, το χωριάτη. Ωστόσο, είναι εμφανές πως υπάρχει μία σαφής διάκριση ανάμεσα στον σημερινό όρο «Βλάχος», με το βήτα κεφαλαίο, και τον όρο «βλάχος», με το βήτα μικρό.
Ο όρος «Κουτσόβλαχος-Κουτσόβλαχοι», όποια και αν είναι η ετυμολογική του ανάλυση, είτε από τα τουρκικά, είτε από τα νεοελληνικά, και παρά τη χρήση του για πολύ περισσότερο από έναν αιώνα, είναι ένας μάλλον αποτυχημένος, σύνθετος όρος, ο οποίος επιπλέον μοιάζει να είναι προσβλητικός για τους Βλάχους.
Χαρακτηριστική παραμένει η επισήμανση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Σπυρίδωνα Βλάχου προς ακαδημαϊκό δάσκαλο Αλέξανδρο Σβώλο πως: «όποιος αναφέρεται σε Κουτσόβλαχους είναι ο ίδιος κουτσοσυγγραφέας».
Αν και ο όρος «Ελληνόβλαχος-Ελληνόβλαχοι», όπως και ο ταυτόσημος όρος «Γραικόβλαχος-Γραικόβλαχοι», έχει χρησιμοποιηθεί από τα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα, δηλαδή πριν την έκρηξη των βαλκανικών εθνικισμών και των επακόλουθων προπαγανδών, είναι εμφανές πως πέρα από το δικαιολογημένο πολιτισμικό προσδιορισμό, από κάποια ιστορική καμπή και μετά εμπεριέχει και μία πολιτική διάκριση και διάσταση.
Ο όρος αυτός φαίνεται πως είχε λόγο ύπαρξης και χρήσης για όσο καιρό χρησιμοποιούνταν σε αντιδιαστολή με τον όρο «Σλαβόβλαχος-Σλαβόβλαχοι», ο οποίος με τη σειρά του χρησιμοποιούταν για τον πολιτισμικό προσδιορισμό των Ρουμάνων.
Σήμερα πια, η προσδιοριστική χρήση του όρου «Έλληνας», ως πρώτο συνθετικό, φαντάζει ως πλεονασμός, όπως ίσως και στις περίπτωσεις των όρων «Ελληνοπόντιος» και «Ελληνοκαραμανλής».
Επιπλέον, η χρήση του όρου αυτού θα άφηνε περιθώρια για τη αποδοχή και θα δικαιολογούσε τη χρήση τεχνιτών όρων, όπως: «Αλβανόβλαχοι», «Βουλγαρόβλαχοι», «Ρουμανόβλαχοι», «Σερβόβλαχοι» και «Μακεδονόβλαχοι».
Με την ίδια λογική, θα έπρεπε, ίσως, να μη χρησιμοποιούμε τον όρο «Αρβανιτόβλαχος- Αρβανιτόβλαχοι», αν και η αδυναμία αντικατάστασης αυτού του όρου από κάποιον άλλον και η πιθανότατα μακραίωνη χρήση του μας υποχρεώνουν να τον αποδεχτούμε. Ο σύνθετος αυτός όρος δηλώνει εκείνους τους Βλάχους των οποίων οι πρόγονοι είχαν βρεθεί να κατοικούν ανάμεσα σε «Αρβανίτες»-αλβανόφωνους πληθυσμούς.
Αυτή η συμβίωση είχε σαν αποτέλεσμα την ανάπτυξη πολιτισμικών αλληλεπιδράσεων, όπως η γνώση και η χρήση από το ένα μεγάλο μέρος των «Αρβανιτόβλαχων» τόσο της δική τους διαλεκτικής μορφής των βλάχικων, όσο και των αλβανικών. Ωστόσο, οι «Αρβανιτόβλαχοι» δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας κλάδος των Βλάχων, διασκορπισμένων σε διάφορα μέρη της Στερεάς Ελλάδας-Ρούμελης, της Ηπείρου, της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας, της Αλβανίας, της ΠΓΔΜ και μέχρι τη Ρουμανία και την Αμερική, όπου βρέθηκαν ως μετανάστες.
Θα πρέπει επίσης να διευκρινιστεί πως οι Βλάχοι που βρέθηκαν να ζουν στην Αλβανία δεν είναι σύνολό τους «Αρβανιτόβλαχοι».
Επιπλέον, ένα πολύ μεγάλο μέρος των «Αρβανιτόβλαχων» είναι γνωστοί και με τον όρο «Φαρσαριώτης-Φαρσαριώτες» ή «Φρασαριώτης-Φρασαριώτες». Ο όρος αυτός έχει τοπωνυμική προέλευση καθώς σύμφωνα με ισχυρές παραδόσεις και ενδείξεις ένα σημαντικό μέρος των «Αρβανιτόβλαχων» ξεκίνησε τη διασπορά του στη Νότια Βαλκανική προερχόμενο από το χωριό Φράσιαρη της Πρεμετής ή από τη γύρω περιοχή του Νταγκλί στη Βόρεια Ήπειρο - Νότια Αλβανία. Ωστόσο, ο όρος αυτός δεν γίνεται αποδεκτός από το σύνολο των «Αρβανιτόβλαχων, καθώς διάφορες ομάδες υιοθετούν άλλους όρους και πάλι τοπωνυμικής προέλευσης, όπως οι όροι: «Κεστρινιώτες» (από το χωριό Κοστρέτσι), «Ζαρκανιώτες» (από το χωριό Ζάρκανη), «Κουρτισιάνοι» (από το χωριό Κουρτέσι), «Γκουμπλιάροι (από το χωριό Κομπλιάρα), «Πλεασιώτες» (από το χωριό Πλεάσα), «Κολωνιάτες» (από την περιοχή της Κολώνιας), «Μουζακιαραίοι» (από την περιοχή Μουζακιάς), «Τσαμουρένοι» (από την περιοχή Τσαμουριάς-Θεσπρωτίας) και «Μιτσιντόνοι» (από το χωριό Κεφαλόβρυσο-Μετζιτιέ Πωγωνίου).
Σε κάποιους δε από τους Αρβανιτόβλαχους δίνεται το όνομα «Ντότανοι» με σκωπτική διάθεση, λόγω της συχνής χρήσης της λέξης «ντότ», που σημαίνει «δεν, δίχως, όχι».
Επιπλέον, πολλοί από τους «Αρβανιτόβλαχους» και κυρίως στην Ήπειρο και τη Στερεά Ελλάδα είναι γνωστοί με τον όρο «Καραγκούνης-Καραγκούνοι ή Καραγκούνηδες». Θα πρέπει, ωστόσο, να επισημανθούν δύο ακόμη θέματα:
α). Οι «Αρβανιτόβλαχοι» που προσδιορίζονται ως «Καραγκούνηδες» δεν ταυτίζονται με τους ελληνόφωνους αγροτικούς πληθυσμούς της δυτικής πεδινής Θεσσαλίας που επίσης είναι γνωστοί με αυτό τον όρο.
 β). Η εξαφανισμένη, εδώ και έναν αιώνα, ομάδα των «Μαυρόβλαχων», γνωστή και ως «Μορλάκοι», που έζησαν κατά μήκος των ακτών της Δαλματίας και στην άμεση ενδοχώρα, αποτελούσε μία λατινογεννή γλωσσική οντότητα ανεξάρτητη των «Βλάχων-Αρμούνων».

Όροι όπως «Μπουρτζόβλαχος», «Καράβλαχος», «Αγριόβλαχος» «Γκόγκας», «Λατσιβάτσης και «Τσιομπάνος» έχουν σκωπτική και μάλλον προσβλητική χροιά και η χρήση τους σίγουρα αντενδείκνυται. Ο όρος «Τσίντσαρος-Τσίντσαροι» με τον οποίο ήταν και είναι γνωστοί οι Βλάχοι που βρέθηκαν ως πρόσφυγες ή μετανάστες, από τα τέλη του 18ου αιώνα, τόσο στις περιοχές της Σερβίας, όσο και στα εδάφη των Αψβούργων στη Βοϊβοντίνα, την Κροατία και την Ουγγαρία, έχει επίσης σκωπτικό περιεχόμενο, αν και στην πορεία ο όρος αυτός απέκτησε μία ταξική και μάλλον τιμητική διάσταση.
Βέβαια, υπάρχουν πολλοί άλλοι όροι που χρησιμοποιούνται ανάμεσα στους Βλάχους με σκοπό τον προσδιορισμό των διάφορων ομάδων που συνθέτουν το πολυσύνθετο μωσαϊκό τους. Τέτοιοι είναι οι όροι όπως: «Γραμμουστιάνοι» γνωστοί και ως «Τσίποι-Τσίπιανοι-Τσίπηδες» (από το χωριό Γράμμουστα ή και την περιοχή του Γράμμου), «Μοσχοπολιάνοι» ή «Σκουμπουλιάνοι» (από τη Μοσχόπολη και την περιοχή της), «Μπιτουλιάνοι» (από το Μοναστήρι ή την περιοχή της Πελαγονίας), «Ζαγοριάνοι» (από την περιοχή του Ζαγορίου), «Μότσιανοι» (από την περιοχή του Ασπροποτάμου ή της Νότιας Πίνδου γενικότερα) «Βεργιάνοι» (από την περιοχή της Βέροιας), «Σεαριάνοι» (από την περιοχή των Σερρών), «Μπασιώτες» (από το χωριό Βωβούσα) και ένα σωρό άλλοι όροι τοπωνυμικής κυρίως προέλευσης.
Μία ιδιαίτερη ομάδα είναι αυτή των «Μογλενιτών Βλάχων» ή «Βλαχομογλενιτών», οι οποίοι κατοικούν σε έξι χωριά ανάμεσα στους Νομούς Πέλλας και Κιλκίς και έναν ακόμη που βρίσκεται πίσω από τα σύνορα στο έδαφος της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της «Μακεδονίας». Επισημαίνεται πως ο όρος «Μογλενίτες Βλάχοι» ή «Βλαχομογλενίτες», αν και τοπωνυμικής προέλευσης, είναι σίγουρα νεολογικός και ουσιαστικά άγνωστος, τόσο στους ίδιους, όσο και στους γειτονικούς βλαχόφωνους και αλλόγλωσσους πληθυσμούς.
Επιπλέον, οι «Βλαχομογλενίτες», σε αντιδιαστολή με τους υπόλοιπους βλαχόφωνους πληθυσμούς, είναι οι μόνοι Βλάχοι που χρησιμοποιούν αυτοπροσδιοριστικά τους όρους «Βλάου-Βλάσι», δηλαδή «Βλάχος-Βλάχοι», στη δική τους βλάχικη γλώσσα.
Έντεχνος, νεολογικός και σίγουρα πολιτικός είναι ο ρουμανικός όρος «Μακεδορομάνοι» ή «Μακεδόνες». Επιπλέον, ο όρος αυτός είναι άδικος για τους Βλάχους καθώς ιδιαίτερα οι μητροπολιτικές τους εστίες εκτείνονται πολύ πέρα από γεωγραφικά όρια της Μακεδονίας, στη Θεσσαλία, την Ήπειρο και την Αλβανία.
Τελικά, ο όρος «Βλάχος-Βλάχοι» μοιάζει να είναι ο επικρατέστερος και πιθανά ο ορθότερος για τον προσδιορισμό των Βλάχων. Και αυτό γιατί οι ίδιοι οι Βλάχοι προτιμούν να χρησιμοποιούν αυτόν τον όρο όταν αυτοπροσδιορίζονται στα ελληνικά.
 Επιπλέον, ο όρος αυτός γίνεται κατανοητός και είναι σε χρήση και στις υπόλοιπες βαλκανικές γλώσσες, σε αντιδιαστολή με τον όρο «Αρμούν-Αρμούνι» ή «Αρωμάνος-Αρωμάνοι» που είναι άγνωστος πέρα από τους κύκλους των ειδικών και βέβαια τους ίδιους τους Βλάχους.

Άρθρο του Αστέριου Κουκούδη με θέμα Τα ονόματα των Βλάχων που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό του Αρχείου Ελληνικού Χορού και της Διεθνούς Οργάνωσης Λαϊκής Τέχνης.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "ΤΑ ΟΝΟΜΑΤΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ"

Πέμπτη 12 Μαΐου 2011

Οι βλάχοι αγωνιστές της ελευθερίας

ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΕΣ Οι βλάχοι αγωνιστές της ελευθερίας


Βλαχάβας Ευθύμιος (1770-1808). Αρματολός των Χασίων. Πρωτοστάτησε για επανάσταση στη Στερεά συνελλήφθη όμως και πέθανε με φρικτά βασανιστήρια από τον Αλή πασά στα Γιάννενα.

Βούλγαρης Ευγένιος (1716-1806). Κληρικός, λόγιος και διδάσκαλος του Γένους. Υπήρξε ο πρώτος σχολάρχης της Αθωνιάδας Σχολής.

Αλέξιος Βλαχόπουλος (1787-1865). Αρματολός από την Πρέβεζα. Πρωταγωνιστής του ’21 και επί δύο έτη υπουργός Πολέμου. Επί Καποδίστρια διετέλεσε υπουργός Στρατιωτικών, και επί Όθωνος υπουργός Ναυτικών.
Γιωργάκης Ολύμπιος (1772-1821). Επιφανής αρματολός του Ολύμπου και μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Αδελφοποιητός του Καραγεώργη της Σερβίας μετείχε στον εθνικό αγώνα των Σέρβων. Σαν συνταγματάρχης του ρωσικού στρατού πολέμησε τον Μέγα Ναπολέοντα. Μετά την ήττα του Δραγατσανίου (1821), περικυκλώθηκε στη μονή Σέκου από τους Τούρκους, και ανατίναξε την πυριτιδαποθήκη πέφτοντας ηρωικά με τους συντρόφους του.

Γκαντέλος Ιωάννης. Αγωνιστής από το Μέτσοβο. Συνελήφθη από το Χουρσίτ πασά το 1822 και απαγχονίστηκε στη Λάρισα.

Γρίβας Θεόδωρος (1792-1862). Από τους διαπρεπέστερους και γενναιότερους πρωταγωνιστές της Εθνεγερσίας του ’21 αλλά και όλων των μετέπειτα επαναστατικών κινημάτων στην Ήπειρο και Θεσσαλία.

Διονύσιος ο Σκυλόσοφος. Δεσπότης από την Αβδέλλα επίσκοπος Λάρισας. Υποκίνησε την πρώτη επανάσταση των Ελλήνων κατά των Τούρκων το 1611, και μπήκε στα Γιάννενα με 800 αγωνιστές. Συνελήφθη και γδάρθηκε ζωντανός.

Δούκας Νεόφυτος (1760-1845). Κληρικός και λόγιος, ένας από τους Μεγάλους Διδάσκαλους του Γένους. Διευθυντής της «Αυθεντικής Σχολής» του Βουκουρεστίου και της Ριζαρείου Σχολής. Με τον Καποδίστρια αναλαμβάνει το τυπογραφείο της Αίγινας, ιδρύει τυπογραφεία στην Αθήνα και εκδίδει αξιόλογα φιλολογικά έργα.

Παναγιώτης Ζήδρος (1630-1750). Πρώτος αρματολός της Πίνδου, που κατάγονταν από χωριό της Πίνδου, αλλά είχε ως έδρα του το Λιβάδι Ελασσόνας.

Ζιάκας Γεώργιος (ή Γεροζιάκας). Περίφημος αρματολός από τα Γρεβενά από τους πιο φημισμένους αγωνιστές. Πήρε μέρος στο κίνημα του Ορλώφ το 1769 και προσπάθησε να το αναπτύξει στα Μακεδονικά βουνά. Για εκδίκηση οι Τούρκοι εξαφάνισαν την οικογένεια του και κάψανε όλα τα χωριά της περιφέρειας του. Απόγονοί του οι Γιαννούλας και Θεόδωρος Ζιάκας επίσης ξακουστοί πολεμιστές.

Κασομούλης Νικόλαος. Από το Πισοδέρι Φλώρινας. Αγωνιστής του 1821, συγγραφέας απομνημονευμάτων, και γνωστός ιστορικός του ’21.

Μανάκης Αναστάσιος (ή Μιχάλογλου ή Ιωαννίτης). Μετσοβίτης έμπορος και μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Ο Αλέξ. Υψηλάντης του είχε αναθέσει να απελευθερώσει τον Αριστείδη Παπά (ή Πωπ) ο οποίος είχε σταλεί στην Σερβία για να ξεσηκώσει τους Σέρβους ενάντια στους Τούρκους. Επίσης σε άλλη περίπτωση μαζί με τον Γιωργάκη Ολύμπιο έσωσαν τους εναπομείναντες Ιερολοχίτες στο Δραγατσάνι. Ακόμη πολέμησε στα Δερβενάκια και στο Μεσολόγγι. Μετά την απελευθέρωση ίδρυσε σχολεία και βιβλιοθήκες στην Αθήνα και την επαρχία, και εφοδίασε με στολές και οπλισμό την αστυνομία της Αθήνας και του Πειραιά.

Μπαντραλέξης Παύλος και Μπαντραλέξης Πέτρος. Βλάχοι Σελιώτες με καταγωγή από την Αβδέλλα, που έπαιξαν τον κύριο λόγο στις μάχες του Κίτρους-Κολινδρού. Στο κίνημα του Κολινδρού συμμετείχαν ως ηγέτες οι Μπαντραλεξαίοι, ο Παναγιώτης Βέρος, ο Σιαφαρίκας και ο καπετάν Σπανοβαγγέλης.

Απ' αυτό το κίνημα, στην ιστορία έμεινε η θυσία από επτά ηρωικές Βλάχες από το Σέλι Ημαθίας οι οποίες το 1878 έπεσαν στο γκρεμό πάνω από το μοναστήρι των Αγ. Πάντων για να μην πιαστούν από τους Τούρκους. Πρώτη έπεσε η Μαρία Μητραντώνη, δεύτερη η Κυράτσα Μπιντιβάνου, τρίτη η Ελένη Τσούλιου, τέταρτη η Βαγγελία Σάντου, πέμπτη η Σουλτάνα Μαρίτσα, έκτη η Μαρία Σιούλα, και τέλος η Κατερίνα Νιώπα. Η τελευταία έπεσε στο γκρεμό μαζί με το γιο της Γιάννη, που τον βρήκαν να θηλάζει από τη νεκρή μάνα του, και ο οποίος επέζησε του δράματος και πέθανε γύρω στα 1930 στη Βέροια σε ηλικία 52 ετών. Την θυσία τους αυτή ο λαός την πέρασε και στο δημοτικό τραγούδι που λέει:
«Φλεβάρης δεν κουσούριασε και ο Μάρτης δεν εμπήκε
και όλη η Βλαχιά συντάγεται να φέρει το Ρωμέϊκο
Στων Άγιων Πάντων βγήκανε ψηλά στο καραούλι…»

Μήσσιος Γκόγκος. Αγωνιστής και ονομαστός αρχιτσέλιγκας. Στις ενέργειές του οφείλει η γενέτειρά του (Περιβόλι) τα προνόμια της αυτοδιοίκησής της.

Μπουκουβάλας Δήμος (1715-1780). Γενάρχης της ονομαστής οικογένειας αρματολών από τα Άγραφα. Πήρε μέρος στο κίνημα του 1769. Αρματολός του Βάλτου, θρυλική μορφή της κλεφτουριάς κατά τον 18ο αιώνα. Τον θάνατό του τον ψάλλει ακόμη ο ελληνικός λαός στο δημοτικό τραγούδι: "Εγέρασα μωρέ παιδιά, σαράντα χρόνια κλέφτης".

Νικόλαος, (Νεομάρτυρας Τρικάλων). Ονομαστός επαναστάτης. Το 1611 ξεσήκωσε κατά των Τούρκων τα βλαχοχώρια της Πίνδου ακόμη κι αυτά τα Γιάννενα. Τελικά πιάστηκε και γδάρθηκε ζωντανός στην πλατεία των Τρικάλων το 1617.

Νικοτσάρας (από το Νίκος Τσάρας). Περίφημος αρματολός του Ολύμπου ο φόβος και ο τρόμος των Τούρκων. Σκοτώθηκε με ενέδρα κοντά στο Λιτόχωρο.

Οικονόμος Κωνσταντίνος ο εξ Οικονόμων (1780-1857). Εμπνευσμένος κληρικός και Διδάσκαλος του Γένους. Συνέβαλε αποφασιστικά στην διαμόρφωση του Νέου Ελληνισμού και υπερασπίστηκε την Ορθοδοξία.

Παπαγιάννης-Ζιώγος. Αγωνιστής από το Μέτσοβο, ο οποίος μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και επέδειξε πλούσια δράση. Συνελήφθη από το Χουρσίτ Πασά και κρεμάστηκε στη Λάρισα.

Πρίφτης Γιάννης. Περίφημος αρματολός της Σαμαρίνας. Κυνήγησε το Μέτζο Χούσο παππού του Αλή πασά, από τη Σαμαρίνα μέχρι το Τεπελένι. Τα κατορθώματά του έγιναν δημοτικό τραγούδι.

Ράγκος Ιωάννης (1790-1865). Αρματολός του Βάλτου, μέλος της Φιλικής Εταιρείας και πρωταγωνιστής της Παλιγγενεσίας του ’21.

Ρήγας Βελεστινλής ή Φεραίος. Πρωτομάρτυρας της ελληνικής ελευθερίας. Γεννήθηκε στο Βελεστίνο από γονείς που κατέβηκαν είτε από το Περιβόλι Γρεβενών, είτε από πολύ παλαιότερη παροικία Βωβουσαίων που υπήρχε στο Βελεστίνο, (πατέρας του φέρεται ο Βωβουσιώτης Ζήσης Ρίζος και μητέρα του από την Γράμμουστα ονόματι Πισιώτα). Ο Ρήγας οραματίστηκε τη Μεγάλη Ελλάδα και ξεσήκωσε και τους υπόδουλους Έλληνες και τους δυνατούς της Ευρώπης. Ανέλαβε δράση στη Μολδαβία και στη Βιέννη, προδόθηκε στην Τεργέστη και με εντολή της Πύλης στραγγαλίστηκε με άλλους επτά συντρόφους του στο Βελιγράδι τον Ιούνιο του 1798.

Σταθάς Γιάννης (1758-1812). Γιος του θρυλικού Δήμου Σταθά, ο οποίος έδρασε κατά το 18ο αιώνα. Το 1807 μαζί με τον Νικοτσάρα κι άλλους Βλάχους καπετάνιους κατέφυγε στη Σκιάθο, όπου αρμάτωσε τα περίφημα "Μαύρα Καράβια" τα οποία έκαναν κουρσάρικες επιδρομές κατά των Τούρκων μέχρι τις μικρασιατικές ακτές. Ήρωας σε δημοτικά τραγούδια.

Σταύρου Γεώργιος. Γεννήθηκε στο Ζαγόρι Ηπείρου. Μυήθηκε από νωρίς στη Φιλική Εταιρεία, κατέβηκε στην Ελλάδα και ενεπλάκη στον Αγώνα του Έθνους. Ο Γ. Σταύρου ίδρυσε την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, και το 1849 ανακηρύχτηκε ισόβιος διοικητής της. Άφησε την περιουσία του για να ιδρυθεί ορφανοτροφείο στα Γιάννενα και σανατόριο στην Αθήνα.

Στορνάρης (ή Στουρνάρης) Νικόλαος (1775 - 1826). Αρματολός και οπλαρχηγός του 1821, ανήκε σε μια από τις πιο ισχυρές αρματολικές οικογένειες της Δυτικής Στερεάς. Τον Ιούλιο του 1821 επικεφαλής άλλων οπλαρχηγών και κατοίκων της επαρχίας Ασπροποτάμου κήρυξε την Eπανάσταση στην Πόρτα, στην Πρέβεντα, στην Καλαμπάκα κ.α. και σύντομα απέκτησε τον έλεγχο της περιοχής. Το 1823 πήγε στο Μεσολόγγι. Πήρε μέρος στη Συνέλευση των οπλαρχηγών της Δυτικής Στερεάς και εκλέχτηκε μέλος του πολεμικού συμβουλίου. Με την προέλαση του Κιουταχή προς το Μεσολόγγι ανέλαβε την αρχηγία των ενόπλων δυνάμεων της πόλης. Παρέμεινε στο Μεσολόγγι όλο το διάστημα της B΄ πολιορκίας ως επικεφαλής σώματος της Φρουράς και σκοτώθηκε κατά την Έξοδο.

Τζήμας Δημήτριος. Αγωνιστής και μέλος της Φιλικής Εταιρείας από το Μέτσοβο με πλούσια δράση. Συνελλήφθη το 1822 και απαγχονίστηκε στη Λάρισα.

Τσάπος Ιωάννης. Αγωνιστής από το Μέτσοβο με μεγάλη δράση. Συνελλήφθη το 1822 από τον Χουρσίτ-πασά και απαγχονίστηκε στη Λάρισα.

Φαρμάκης Ιωάννης. Επιφανές μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Οπλαρχηγός στον Όλυμπο, στην Ανατολική Μακεδονία και στη Χαλκιδική. Ύστερα από την καταστροφή του Δραγατσανίου κλείστηκε με το Γ. Ολύμπιο στη μονή Σέκου. Αντιστάθηκαν 13 μέρες, όλοι οι σύντροφοί του σφάχτηκαν, και αυτός στάλθηκε στην Κωνσταντινούπολη όπου βασανίστηκε και καρατομήθηκε.
Φλώρος Γιάννης. Σαμαρινώτης αρματολός που έδρασε στην Ήπειρο και θυσιάστηκε ηρωικά στην Πελοπόννησο. Γιος του επίσης ξακουστού οπλαρχηγού Φλώρου που είχε πέσει ηρωικά με τα παλικάρια του στην έξοδο του Μεσολογγίου και η θυσία τους έγινε το γνωστό τραγούδι «Παιδιά της Σαμαρίνας».
Χατζηπέτρου Χριστόδουλος. Στρατηγός, αγωνιστής από το Βιτέρνικο Ασπροποτάμου. Έμπορος στη Βιέννη (όπου μάλιστα συναντήθηκε με το Ναπολέοντα και του ζήτησε να επέμβει για να ελευθερώσει την Ελλάδα), Φιλικός και μεγάλος πολέμαρχος στη Θεσσαλία. Προτομή του στήθηκε στα Τρίκαλα όπου και κάθε χρόνο διοργανώνονται οι αθλητικοί αγώνες «Χατζηπέτρεια».
Ακόμη πιθανολογείται πως Βλαχόφωνος ήταν και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης με καταγωγή μάλιστα από το χωριό Ζάρκανη της Πρεμετής. Ενδεικτικά αναφέρω τον ιστορικό Ιωάννη Φιλήμων (¨Δοκίμια Ελλην. Επαναστάσεως¨, τόμος Γ΄, σελ. 149) που αναφέρει πως ο Γέρος του Μωριά «έσχεν εκτεταμένην συγγένειαν εν τη επαρχία και επιρροήν ιδίαν επί των λεγομένων Βλαχοποιμένων ταύτης». Επίσης και ο Φραντζής αναφέρει πως ο λαός της Πελοποννήσου τον αποκαλούσε ¨Βλαχοβασιλιά¨ (Επίτομη Ιστορία, τόμος 4, σελ. 131).

Ενώ και ο πατέρας του θρυλικού Οδυσσέα Ανδρούτσου ήταν ο Γεώργιος Βερούσης (γνωστό και καταγεγραμμένο Βλάχικο επίθετο υπό την μορφή Βέρος) ο επονομαζόμενος και Ανδρούτσος. Μάλιστα ο Σωκρ. Λιάκος σε βιβλίο του υποστηρίζει ότι το Ανδρούτσος προέρχεται από την λέξη “Ndreu”=χιονιάς της Βλάχικης γλώσσας, που έτσι λέγεται ο Δεκέμβρης προερχόμενος από αρχαία Πελασγοτυρρηνική λέξη. Από το ¨Ndreu¨ διαμορφώθηκαν στην Βλάχικη οι υποκοριστικοί τύποι Ndreutsu/Ndriutsu/Ndreutsu απ΄ όπου και προήλθε το εξελληνισμένο Ανδρούτσος. Επίσης η μητέρα του ήταν Βλάχα (η Ακριβή Τσαρλαμπά) από τους Καλαρρύτες Ηπείρου. Και ας μην ξεχνάμε ότι οι Βλάχοι έως πριν λίγα χρόνια δεν κάνανε εύκολα μικτούς γάμους, και πολύ περισσότερο στις αρχές του 19ου αιώνα.
Φυσικά όσον αφορά τους δύο τελευταίους δεν υπάρχουν ατράνταχτες αποδείξεις για την Βλάχικη καταγωγή τους, και εδώ περιοριζόμαστε στην απλή αναφορά κάποιων στοιχείων.

http://www.almyros.vlahoi.net/fighters.htm
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Οι βλάχοι αγωνιστές της ελευθερίας"
Related Posts with Thumbnails