Η ΠΛΗΡΗΣ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΙΘΕΤΩΝ - ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ-ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ-ΙΣΤΟΡΙΚΟ-ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΙΘΕΤΩΝ ΚΑΙ ΟΝΟΜΑΤΩΝ - ΣΥΝΕΧΗΣ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ - ΟΛΑ ΤΑ ΕΠΙΘΕΤΑ ΕΧΟΥΝ ΚΑΠΟΙΑ ΣΗΜΑΣΙΑ - ΤΑ ΕΠΩΝΥΜΑ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΦΟΡΕΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑΣ - ΚΑΙ ΒΕΒΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ - Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΣΥΛΛΟΓΗ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΩΝΥΜΩΝ - ΚΑΛΗ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΙΣΤΟΡΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΜΑΘΕΙΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ.
ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΑΣ
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΝΗΣΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΝΗΣΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2024

ΤΑ ΟΝΟΜΑΤΑ ΤΩΝ ΝΗΣΙΩΝ

 


ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "ΤΑ ΟΝΟΜΑΤΑ ΤΩΝ ΝΗΣΙΩΝ"

Κυριακή 9 Ιουνίου 2024

ΟΙ ΛΑΤΙΝΟΙ ΣΤΗΝ ΧΙΟ.

 Η ΕΛΛΗΝΟ-ΓΕΝΟΥΑΤΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ.


Οι κοινωνικές τάξεις. Σχέσεις Ελλήνων/Γενουατών. Η Μαόνα. Η συνύπαρξη των Εκκλησιών.
Έλληνες και Λατίνοι έζησαν μαζί στη Χίο και συνυπάρξανε στον πολιτικό και επαγγελματικό στοίβο για περισσότερο από 200 χρόνια, αφήνοντας αναπόφευκτα το στίγμα τους στην ιστορία του νησιού.
Η καθημερινή ζωή, ο κίνδυνος της Τουρκικής κατάκτησης, τα οικονομικά συμφέροντα και το νησί αυτό καθ’ εαυτό έφεραν τις δυο εθνικές κοινότητες κοντά και παρεμπόδισαν την αρχική προκατάληψη και αντιπαλότητα να επικρατήσει.
Ένα συνεχώς αυξανόμενο συναίσθημα εμπιστοσύνης αναπτύχθηκε μεταξύ των δυο ομάδων, που βασίζονταν σε κοινά συμφέροντα , καλή πίστη και μεικτούς γάμους. Παρ' όλες τις γνωστές θρησκευτικές διαφορές και το σημαντικό πολιτιστικό χάσμα μεταξύ Ελλήνων και Λατίνων, οι καθημερινές προσωπικές σχέσεις επικράτησαν των διαφορών που αναφέρθηκαν πιο πάνω. Οι αυτόχθονες Έλληνες –όπως ήταν αναμενόμενο- υπερτερούσαν αριθμητικά έναντι των Γενουατών αποίκων.
Αν βασιστούμε σε πρόχειρους υπολογισμούς και γραπτές περιγραφές ιστορικών και περιηγητών, ο πληθυσμός των Ελλήνων πρέπει να ήταν πάνω από 12,000 και αυτός των Μαονιτών δε θα έπρεπε να υπερέβαινε τα 2,000 μέλη. Συνεπώς, ο ανομοιογενής πληθυσμός του νησιού ήταν διαιρεμένος σε δυο καλά διαχωρισμένες εθνικά ομάδες, που αντιπροσώπευαν δυο διαφορετικούς πολιτισμούς. Ωστόσο, τα δυο κύρια κοινωνικά τμήματα της Χιακής κοινωνίας ήταν υποδιαιρούμενα σε περισσότερες τάξεις.
Η κυρίαρχη τάξη ήταν οι Μαονίτες, οι οποίοι εγκατέλειψαν τα αρχικά επίθετά τους και υιοθέτησαν το επίθετο Ιουστινιάνης στα τέλη του 14ου αιώνα, που έγινε ένα από τα 28 αδελφάτα-συνεταιρισμούς της Γένουας, τα οποία ήταν ομάδες οικογενειών συναθροισμένες.
Αυτές οι οικογενειακές ενώσεις του 14ου αιώνα, που ονομάζονταν Alberghi (ενικός¨ Albergo) άλλαξαν την πολιτική κατάσταση αλλά και το status quo της αριστοκρατίας στη Γένουα. Αυτή η μεταρρύθμιση στο αστικό καθεστώς της Γενουατικής κοινωνίας και αριστοκρατίας επικράτησε τελικά το 1528, όταν η Γένουα κέρδισε την ανεξαρτησία της από τους Γάλλους.
Τα μέλη των οικογενειών-φατριών ή ενώσεων (Αλμπέργκο) δεν είχαν απαραίτητα δεσμούς αίματος μεταξύ τους, αλλά προέρχονταν από διαφορετικές οικογένειες, οι οποίες είχαν ενώσει τις δυνάμεις τους αλλάζοντας τα αρχικά επίθετά τους κατόπιν αμοιβαίας συμφωνίας.
 Όλα τα μέλη των ενώσεων (Alberghi) είχαν ακριβώς τα ίδια δικαιώματα και προνόμια και είχαν να εκπληρώσουν τις ίδιες υποχρεώσεις. Οι οικογένειες που πρόσφεραν τα επίθετα τους για το σχηματισμό των ενώσεων αυτών ήταν διακεκριμένες, ευυπόληπτες, με μεγάλη επιρροή και αριθμούσαν πολυάριθμα μέλη με τουλάχιστον έξι οικογενειακά παρακλάδια με αυτό το επίθετο.
 Τα ονόματα των Alberghi (Αλμπέργκι) στα οποία όλες οι οικογένειες έπρεπε να προσαρτηθούν και να υιοθετήσουν τα επίθετα τους ήταν αλφαβητικά οι Κάλβι, Καττάνεο, Τσεντουριόνε, Τσίμπο, Τσίκαλα, Ντε Φορνάρι, Ντε Φράνκι, Ντε Μαρίνι, Ντι Νέγκρο, Ντόρια, Φιέσκι, Τζεντίλε, Ιουστινιάνι, Γκρίλλο, Γκριμάλντι, Ιμπεριάλε, Ιντεριάνο, Λέρκαρο, Λομελλίνο, Νεγκρόνε, Παλλαβιτσίνο, Πινέλλι, Προμοντόριο, Σαλβάγκο, Σαουλί, Σπινόλα, Ουσοντιμάρε και Βιβάλντι (Calvi, Cattaneo, Centurione, Cibo, Cicala, De Fornari, De Franchi, De Marini, Di Negro, Doria, Fieschi, Gentile, Giustiniani, Grillo, Grimaldi, Imperiale, Interiano, Lercaro, Lomellino, Negrone, Pallavicino, Pinelli, Promontorio, Salvago, Sauli, Spinola, Usodimare and Vivaldi) (βλεπε φωτο 4).
Η δεύτερη κυρίαρχη τάξη στην ιεραρχία της Χιακής κοινωνίας αποτελείτο από τους Έλληνες ευγενείς, οι οποίοι συνέχισαν να διατηρούν τους τίτλους, την περιουσία και τα προνόμια που τους είχαν παραχωρηθεί από τις Βυζαντινές αρχές και μετά τη Γενουατική κατάκτηση.
Σύμφωνα με την συμφωνία παράδοσης του 1346, οι Έλληνες που κατοικούσαν εντός των τειχών του κάστρου –γνωστοί ως καστρινοί- έπρεπε να μεταφερθούν στην περιοχή του Εγκρεμού (Burgus Graecorum) και να πουλήσουν ή να μισθώσουν τα σπίτια τους στους Γενουάτες ευγενείς, που αποτελούσαν τα στρατιωτικά και διοικητικά μέλη των νεο-εγκαθιδρυμένων Γενουατικών αρχών (βλεπε χαρτη 6, διοικητικος χαρτης).
Οι Έλληνες ευγενείς της Χίου κατάγονταν από τη Βυζαντινή αριστοκρατία.
 Κάποια διακεκριμένα μέλη της Βυζαντινής αριστοκρατίας είχαν εγκατασταθεί σε μερικά νησιά όπως η Χίος λόγω της αυξανόμενης πίεσης που είχαν προκαλέσει οι Τουρκικές εισβολές στη Μικρά Ασία το 12ο αιώνα. Έλαβαν άδεια από τον αυτοκράτορα να εγκατασταθούν στο νησί και να αποκτήσουν γη και εισοδήματα τα οποία μπορούσαν να εκμεταλλεύονται με φεουδαρχικό σύστημα.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι Γενουάτες σεβάστηκαν την αριστοκρατική θέση και την κοινωνική ιεραρχία των Ελλήνων ευγενών μετά το 1346, όπως μας περιγράφει ο Ιερώνυμος Ιουστινιάνης.
Στην ιστορική του αναφορά, που γράφτηκε το 16ο αιώνα περιγράφει τους Έλληνες ευγενείς να είναι ντυμένοι με ένα ξεχωριστό τρόπο και να αποτελούν το κέντρο του ενδιαφέροντος σε διάφορες περιστάσεις συμπεριλαμβανομένων και των χριστιανικών θρησκευτικών εορτασμών. Κατά τη διάρκεια των εορτασμών αυτών οι Έλληνες ευγενείς δέχονταν τιμές από τον τοπικό πληθυσμό χωρίς να χρειάζεται να αποδώσουν τιμές οι ίδιοι στους Μαονίτες άρχοντες του νησιού.
Οι Έλληνες ευγενείς ήταν σε κάποιες περιπτώσεις απαλλαγμένοι από συγκεκριμένους φόρους και κάποιοι από αυτούς είχαν δικαστικές εξουσίες όντας μέλη του τοπικού δικαστηρίου που ονομάζονταν δικαιότατο και αποτελείτο από τέσσερις δικαστές ¨δυο Μαονίτες, ένα Γενουάτη ευγενή και έναν Έλληνα μέλος της αριστοκρατίας.
Μερικά από τα ελληνικά επίθετα που αναφέρονται πριν την εποχή των Γενουατών στη Χίο και ήταν ευγενικής καταγωγής ήταν το οικογενειακό όνομα Σκυλίτσης (μάλλον και το πιο αρχαίο), Αργέντης (παλαιάς Γενουατικής προέλευσης), Κορέσσης και Ροδοκανάκης.
 Άλλα Ελληνικά οικογενειακά ονόματα που αναφέρονται σε συμβολαιογραφικές πράξεις και ιστορικές αναφορές είναι τα επίθετα Αγέλαστος, Καλούτος, Σεβαστός, Βολαστός, Πετροκόκκινος, Ράλλης, Σεκιάρης και αρκετά άλλα.
Η τρίτη κοινωνική τάξη, παρότι υπάρχει διχογνωμία για τη θέση και την καταγωγή της ήταν οι αστοί, οι οποίοι ήταν μέλη της τοπικής κοινωνίας και ενδεχομένως προέρχονταν από διάφορες κοινωνικές αλλά και εθνικές ομάδες. Μια μεγάλη μερίδα της αστικής τάξης ήταν επαγγελματίες, που είχαν νομική υπόσταση διαφορετική από τα άλλα κοινωνικά μέλη, πράγμα το οποίο τους έδινε το δικαίωμα να εκφράζουν τη γνώμη τους και να αμύνονται των συμφερόντων τους. Ο όρος αστός πιθανώς να είναι συνδεδεμένος με τον τόπο της κατοικίας και με ένα συγκεκριμένο νομικό πλαίσιο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων.
Οι κατώτατες τάξεις της κοινωνίας περιλάμβαναν ακτήμονες γεωργούς, καλλιεργητές της μαστίχας και ναύτες, οι οποίοι ήταν Ελληνικής καταγωγής, Εβραίους και ξένους που κατοικούσαν στη Χίο για διάφορους λόγους συμπεριλαμβανομένου και του εμπορίου.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "ΟΙ ΛΑΤΙΝΟΙ ΣΤΗΝ ΧΙΟ."

Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2023

ΕΠΩΝΥΜΑ ΤΩΝ ΚΥΚΛΑΔΩΝ

SURNAMES OF DAMARIONAS, DAMALAS,BOYRBOYRIA NAXOS

ΤΑ ΕΠΩΝΥΜΑ (ΠΑΛΙΑ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΑ) ΑΠΟ ΤΑ ΧΩΡΙΑ ΔΑΜΑΡΙΩΝΑ, ΔΑΜΑΛΑ ΚΑΙ ΒΟΥΡΒΟΥΡΙΑ ΝΑΞΟΥ
Η καταγραφη των επιθέτων αρρένων που κατοικούν σημερα η έγινε γνωστό ότι κατοίκησαν κάποτε παλιά μόνιμα στα χωριά Δαμαριώνα, Δαμαλά και Βουρβουριά, έγινε σε τρεις κατnγορίεs:
α) Επίθετα αρρένων που κατοικούν μόνιμα σημερα στα χωριά μαs.
β) Επίθετα αρρένων που κάποτε κατοίκησαν μόνιμα στα χωριά μαs και σημερα λόγω μετανάστευσηs των, είτε λόγω μετακίνnσι'ιs των, κατοικούν σε άλλα μερη εντόs και εκτόs tns Ελλάδαs και έρχονται μόνο σαν επισκέπτεs σ' αυτά.
γ) Επίθετα αρρένων που μου έγιναν γνωστά από πληροφορίεs η έγγραφα ότι κατοίκησαν κάποτε σ' αυτά τα χωριά, αλλά σημερα δεν έχουν καμία επαφη με αυτά η έχουν εξαφανισθεί τελείωs τα ίχνη τoυς, από πιθανέs μεταναστεύσειs η άγνωστεs άλλες αιτίες.
Από τις πρώτεs καταγραφέs των επιθέτων αναμφισβητητα πρώτο εις πληθοs αρρένων κατατάσσεται σημερα το επίθετο Δέτσns.
Ακολουθεί με σημαντικη διαφορά σε δεύτερη σειρά μια ομάδα επιθέτων με μικρέs διαφορέs πληθουs μεταξύ των όπωs: των Προμπονά, Βερώνη, Συριανού, ΤΖαννίνη, Γρατσία.
Επίσns μια τρίτη με μικρέs επίσns διαφορέs μεταξύ των: Τζιμπλάκn, Κάτσαρη, Στρούβαλη, Ορφανού, Μάκαρη, Κάγκανη, Λεκάκη, Μαρόκη,Βασαλακη
Σε 4η σειρά θα είναι όλα τα άλλα επίθετα.
Τα πιο πάνω επίθετα που ονομαστικώs αναγράφονται αποτελούν την πλειονότητα του συνολικού πληθουs αρρένων εξ όλων των επιθέτων που είναι σημερα εν Ζωη και κατοικούν στα χωριά μαs, έχουν μετακινηθεί η μεταδημοτεύσει, αλλά επισκέπτονται αυτά.

Α.Επίθετα αρρένων που κατοικούν μόνιμα σήμερα σε Δαμαριώνα, Δαμαλά, Βουρβουριά.
Α .Ανωμερίτns, Ασλάνns
Β. Βάβουλαs, ΒαΒουλnδεs, ΒύΖns Σύζns Bυznδεs, Βούλγαρns Βουλγάρnδεs, Βρετόs, Βρετούδεs, Βλασερόs Βλασεράδεs, Βασιλάκns ιερεύs
Γ .Γρατσίαs , Γρύλλns.
Δ. Δέτσns Δέτσnδεs.
Θ. Θεοχαρης.
Κ. Κάτσαρns Καrσάρnδεs, Καλαϊτζης, Καλαβρόs, Κάγκανns, Κατσούλns
Λ. Λυμπερτάs, Λεκάκns Λεκάκnδεs, Λαμπαδάκns Λαμπαδάκnδεs.
Μ Μάκαρns Μακάρnδεs Μαράκns Μαράκnδεs Μπάνns
Ν. Νομικόs Νομικούδεs
Ιενικουδάκns (ΒουρΒουριά).
Ο. Ορφανόs Ορφανούδεs.
Π. Προμπονάs Προμπονάδεs Παραράs Παραράδεs Πίπιδαs Πιπιδάδεs Παπαδάκns Πετρόκολοs. Σ. Συριανόs Συριaνάδεs, Στρούβαλns, Σέρβοs ΣέρΒnδεs, Σαλτερηs, Σωμαρίππαs Σωμαρουππαίοι, Σοφικίτns.
Τ. Τριαντάφυλλοs, Τζιμπλάκns , Tzavvivns ΤΖαννίνnδεs.
Φ. Φράγγοs
Χ. Χοχλιόs
Ψ. Ψαρράs Ψαρράδεs
Β. Επίθετα αρρένων που κατοίκησαν παλιά μόνιμα σε Δαμαριώνα, Δαμαλά, Βουρβουριά.
Σήμερα έχουν εξαφανισθεί ή έχει πάψει κάθε επαφή tous με τα άνω χωριά.
Αρώνns Αξωτάκns
Βερνίκοs Βρυώνns
Γαβαλάs Γασπαρίτns
Δnμnτριάδns
Καμαριανόs (ΒουρΒουριά) Κουτρουκάs Κουρτελάs Καλαμπάκαs Κοκκίνns Κορρέs Κουνάs Κεφαλάs Κατσιφάρns Καλορίτns ΚΟΤΖαλάs
Λινάρδοs Λαγογιάννns Λενταρώνns Λεμπέσns Λιοφάγοs
Μυρωδιάs Μπουντάs ΜπαγούΖns Μελ ισσου ργόs MωραlΊ:π~ Μίνωαs (ΒουρΒουριά) Ματούλαs Μαυροματάκns Μαυρομιχάλns Μπούτουναs Μελισσινόs Μαρκουλίτns Μακάριοs
Ν.Νεοφώτιστοs Ντεϊλάs Νκολαδάκns
Ι.Ιενάκns
ΟΧανεσιάν Εμμ. (Δαμαριώναs)
Παπαρρnγόπουλοs Παντελάκns Παράβαs Πορτάρns Παπαϊωάννου Πουλnμένοs Πάγκαλοs Παντελόs
Σάββαs Σουλι'ιs Σαλταφέραs Σπανομαρίδns Σκοπελίτns Συκάδns
Τσακωνιάτns Τουρλίτns Τελομέρns
Φάβαs ιερεύs Φουρνιέλοs
Χαντζnγιάννns
Γ. Επίθετα αρρένων που κατοίκησαν μόνιμα παλιά σε Δαμαριώνα, Δαμαλά, Βουρβουριά
Τώρα κατοικούν μόνιμα αλλού.είναι όμωs γνωστά και επισκέπτονται τα χωριά μαs.
Α.Αγγεληs Αγγέπnδεs Αδάμ Αδάμnδεs
Β.Βερώνns Βερώνnδεs Βενιεράκns Βενιεράκnδεs Βαμβακόπουλοs ΒαμΒακοπουπαίοι Βαλινδράs Βαλινδράδεs Βάσιλαs Βασαλάκns Βασαλάκnδεs
Γ.Γρυλλάκns Γρυππάκnδεs Γλέζος
Δ.Δnμnτροκάλns Δημητροκάληδεs Δημητρίου Δρεμπεντέρns , Τρεμπεντέρns
Κ.Κόκκινοs Κόκκινοι Κρnτικοπούλns Κυπραίοs Κυπραίοι, Κεφαλλnνιάδns
Λ.Λυκοσκούφns Λιανόπουλοs Λιανοπουπαίο/ Λιαρμακόπουλοs Λιαρμακοπουπαίοι
Μ,Μάλαμαs , Μάλαγμαs Μαγερόπουλοs Μαγεροπουπαίοι Μαστρογιαννόπουλοs Μαυρογιαννόπουλοs Μαυρογιαννοπουπαίοι Μπεμπένns Μπεμπένnδεs Μαυρομάτns Ν.Ναυπλιώτns Ναυπλιωταίοι
Π.Πέποναs Πεπόνnδεs Περιστεράκns Περισrεράκnδεs
Ρ. Ρούσσοs Ρούσσnδεs
Σ. Σιδερι'ιs Σιδερnδεs
Τ.TzaVVHns ΤΖαννεrάδεs ΤΖιώτns ΤΖιώrnδεs
Χ.Χωματάs Χωματάδεs


COLIN Fraser (ΑΓΓΛΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΤΗΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣκαι ιδιοκτητης οικίαs στο Δαμαλά, συχνόs επισκέπrns του από το 1996).
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "ΕΠΩΝΥΜΑ ΤΩΝ ΚΥΚΛΑΔΩΝ"

Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2021

Τα νησιά του Αιγαίου έχουν τα ίδια ονόματα όπως και πριν από 3.500 χρόνια: Εκπληκτικές αναφορές του Ομήρου

 

Οἱ λαοί πού ἀγνοοῦν τήν ἱστορία τους, εἶναι καταδικασμένοι νά χαθοῦν. Καί ἐπειδή οἱ Ἓλληνες ξεχνοῦν τήν ἱστορία τους, ἡ ὁποία ἂλλωστε οὐδέποτε τούς διδάχθηκε ὃπως ἒπρεπε, θά προσπαθήσουμε νά θυμίσουμε μερικές ἂγνωστες στούς πολλούς σελίδες τοῦ Ὁμήρου, τοῦ ἀρχαιοτέρου ποιητοῦ καί συγραφέως, σεβαστοῦ ἀπό ὃλο τόν πολιτισμένο κόσμο καί διαρκῶς ἐπικαίρου, πού ἀφοροῦν τίς ἀρχαιότατες ὀνομασίες τῶν νήσων τοῦ Αἰγαίου, αὐτές πού ἒχει βάλει στό μάτι μέ τό σχέδιο Γαλάζια Πατρίδα ὁ νεοσουλτάνος Ἐρντογάν, ὁ ὁποῖος φιλοδοξεῖ νά γίνει Μωάμεθ Γ´ Πορθητής.

Ἀς τά μάθουν αὐτά καί οἱ πολιτικοί μας, πού έρωτοτροποῦν μέ τήν Χάγη, καί ἀς τά ἐπικαλοῦνται στά διεθνῆ φόρα, ὃπως συνηθίζουν νά λένε, σέ διπλωματικό τουλάχιστον ἐπίπεδο. Μέχρι καί τίς γκριζαρισμένες νησίδες ἀναφέρει ὁ Ὃμηρος ὡς Ἑλληνικές.

Ὃλα λοιπόν τά νησιά τοῦ Αἰγαίου, ὁ Ὃμηρος τά γνωρίζει μέ τά…σημερινά τους ὀνόματα, δηλαδή τά πανάρχαια, ὃπως ἲσχυαν πρίν ἀπό 3.500 χρόνια τοὐλάχιστον: Τήν Σαμοθάκη (Σάμος Θρηικίη), τήν Λῆμνο, τήν Σάμο (Ὓμν. Ἀπόλ.), τήν Κάρπαθο (καί χάριν τοῦ μέτρου Κράπαθον), τήν Χίο, τήν Νίσυρο, τήν Ἲμβρο, τήν Τένεδο, τήν Κῶ, τήν Κάσο, τήν Ρόδο (καί μάλιστα μέ τίς πανάρχαιες πόλεις της πού διατηροῦν καί σήμερα τά ἀρχαῖα ὀνόματά τους, τήν Λίνδο, τήν Κάμειρο καί τήν Ἰαλυσό), τήν Σκύρο κ.ἂ. ὃπως μέ παραπομπές θά ἀναφέρουμε στήν συνέχεια.

Ποιός μπορεῖ νά ἀμφισβητήσει τήν αρχαιότητα καί τήν ἑλληνικότητα τῶν νήσων τοῦ Αἰγαίου, ὃταν σαφῶς τά μνημονεύουν τά ὁμηρικά ποιήματα, πού ἀναφέρονται σέ ὃλες τίς προδωρικές ὀνομασίες ὁλόκληρης τῆς Ἑλλάδος ἀπό Βορρᾶ πρός Νότον καί ἀπό Ἀνατολάς πρός Δυσμάς; Καί γιατί οἱ κυβερνήσεις μας δέν ἐπικαλοῦνται τά ἀτράνταχτα αὐτά ἱστορικά ντοκουμέντα, ἀλλά ἐνδίδουν μέ τόν ἓνα ἢ μέ τόν ἂλλο τρόπο στούς τουρκικούς ἐκβιασμούς, οἱ ὁποῖοι ξεκινοῦν μέ τό ἐπιχείρημα Ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας, ἀγνοῶντας τήν πανάρχαιη ἑλληνική ἰδιοκτησία;

Ποιοί λόγοι τούς καθοδηγοῦν στίς ὀλέθριες διπλωματικές τους ἐπιλογές;

Ἀκόμη καί στόν Ἂθω ἀναφέρεται ὁ Ὃμηρος στήν Ἰλιάδα. Ἡ θεά Ἣρα πετῶντας πάνω ἀπό τήν Πιερία καί τήν ὡραία Ἠμαθία, ὃπως ἀναφέρει στήν Ἰλιάδα, περνᾶ πάνω ἀπό τόν Ἂθω χωρίς νά ἀγγίσει τήν κορυφή του, γιά νά πάει στό Τρωϊκό πεδίο καί στά βουνά πού εἶχαν ἑλληνικά ὀνόματα.

Ἀμέτρητες οἱ περικοπές τῶν ἐπῶν στίς ἀρχαῖες ὀνομασίες τῶν Ἑλληνικῶν τόπων. Στήν ραψωδία Β 676 μᾶς πληροφορεῖ:

Ἐκεῖνοι εἶχαν τήν Νίσυρο καί τήν Κάρπαθο καί τήν Κάσο καί τήν Κῶ, τήν πόλη τοῦ Εὐρύπυλου καί τίς νήσους Καλύνδες (δηλαδή κατά τόν Στράβωνα 10, 5, 19 τίς σποραδικές νήσους κοντά στήν Κῶ, πού ὀνομάσθηκαν ἒτσι ἀπό τήν μεγαλύτερη ἀπό αὐτές, πού ἐκελεῖτο Κάλυμνα, ἢτοι τήν σημερινή Κάλυμνο). Ἀρχηγοί ἦσαν ὁ Φείδιππος καί ὁ Ἂντιφος, οἱ δύο γιοί τοῦ Θεσσαλοῦ, τοῦ ἂνακτος Ἡρακλείδου>.

Οἱ Τοῦρκοι λένε σήμερα τήν Κῶ, Στανκιό καί τήν…λιμπίζονται, παραβιάζοντας καθημερινά τόν ἐναέριο χῶρο καί τά γύρω νησιά πού ἒχουν γκριζάρει μέ τούς πλαστούς χάρτες τους.

Στήν Ὀδύσσεια πάλι ὁ Ὃμηρος ἀναφέρεται πολλές φορές στήν Χίο, πού οἱ ἀνιστόρητοι ἡγέτες μας μετέτρεψαν σήμερα σέ χότ σπότ. Ἀλλά ἀναφέρεται ὁ Ὃμηρος καί στήν Λῆμνο καί στά Ψαρά, (Ψυρίην Νῆσον τήν ἀποκαλεῖ), τήν γενέτειρα τοῦ πυρπολητοῦ Κων. Κανάρη, πού τυλίχθηκε κι αὐτός ἀνωνύμως στά… φύκια καί τίς μεταξωτές γαλάζιες κορδέλες τῆς κας Ἀγγελοπούλου. Γράφει ὁ Ὃμηρος ἀναφερόμενος στήν Ὀδύσσεια στήν ἐπιστροφή τῶν Ἀχαιῶν μετά τό τέλος τοῦ Τρωϊκοῦ πολέμου:. ὁμιλεῖ ὁ Νέστωρ:

Ὂψιμα μ᾽ἐμᾶς τούς δύο ἦλθε ὁ Μενέλαος καί μόλις πού μᾶς πρόλαβε στήν Λῆμνο, καθώς μελετούσαμε μακρινό ταξίδι, ἢ πάνω ἀπό τήν Χίο νά πλεύσουμε τήν ἀπόκρημνη, πρός τήν νῆσο Ψαρά, ἒχοντας αὐτή στ᾽ἀριστερά μας, ἢ κάτω ἀπό τήν Χίο, κοντά στόν ἀνεμώδη Μίμαντα. Καί ζητούσαμε ἀπό τόν Θεό νά φανερώσει σημάδι. Ἐκεῖνος μᾶς ἒδειξε καί μᾶς παρακινοῦσε νά κόψουμε στήν μέση τό Αἰγαῖο πέλαγος πρός Εὒβοια…Καί φθάσαμε τήν νύχτα στήν Γερεστό>.

Δηλαδή, στήν ἐποχή τοῦ Ὁμήρου οἱ ἣρωες ναυτικοί καί πολεμιστές γνώριζαν ὃτι, ἀποπλέοντας ἀπό τήν Λῆμνο καί φθάνοντας στήν Γερεστό τῆς Βόρειας Εὒβοιας, ἒτεμναν στήν μέση τοῦ Αἰγαῖο πέλαγος. Ξέρετε πότε τό μάθαμε αὐτό ἐπισήμως μέ τά σύγχρονα ὂργανα; Μόλις πρίν…300 χρόνια!

Οἱ Τοῦρκοι ἀποκαλοῦν τήν Χίο Σακίζ Ἀντασί, δηλαδή Μαστιχονήσι καί τήν Λῆμνο, ἀπό ὃπου ὁ ἀρχιστράτηγος Ἀγαμέμνων προμηθευόταν τά ὑπέροχα κρασιά πού προσέφερε στούς Ἀχαιούς πολεμιστές, Σταλιμενέ.

Γιά τήν Ἲβρο καί τήν Τένεδο μᾶς ἀναφέρει ὁ Ὃμηρος στήν Ἰλιάδα Ν 33 καί Ω 78, Ξ 281 καί Φ 43, Α 38, Α 452. Ἀνάμεσα στά δύο αὐτά νησιά συνήθιζε ὁ γαιοσείστης Ποσειδῶνας νά σταματᾶ τούς ἳππους του καί νά τούς ταΐζει ἀμβροσία τροφή.

θυελλώπους Ἶρις, πού μεταφέρει τίς ἐντολές τῶν θεῶν, πηδᾶ στήν θάλασσα μεταξύ Σάμου καί Ἲμβρου ἀπόκρημνης γιά νά βρεῖ τήν Θεά Θέτιδα, πού θρηνοῦσε τόν θάνατο τοῦ παιδιοῦ της τοῦ Ἀχιλλέα, γιά νά τῆς μεταφέρει μήνυμα τοῦ Διός, κάτι πού κάνει τήν Θέτιδα νά δυσανασχετήσει, χωρίς ὃμως νά δείξει ἀνυπακοή.

Στό Ξ 281 τῆς Ἰλιάδος ἡ Ἣρα δίνει βαρύ ὃρκο στούς θεούς πού κατοικοῦν στά τάρταρα καί στούς Τιτάνες, ἐγκαταλείποντας τό ἂστυ τῆς Λήμνου καί τῆς Ἲμβρου.

Στήν Τένεδο πάλι ἀνάσσει ὁ Ἀπόλλων (Α 38, Α 452).

Ἡ Κρήτη ὃπου ὁ Ἐρντογάν ἃπλωσε τήν παράνομη θαλάσσια βεντάλια του γιά νά ἑνωθεῖ μέ τήν ΑΟΖ τῆς Λυβίης (πού κι αὐτή τήν χώρα ἒτσι τήν ὀνομάζει ὁ Ὃμηρος), ἀναφέρεται πλειστάκις στά ὁμηρικά ποιήματα (Ἰλ. Β 649, Ὀδ. Τ 174 καί ἀλλοῦ) ἐνῶ ἡ Κύπρος ἀναφέρεται σέ περικοπές τῆς Ἰλιάδος Λ 21, Τ 509, Ρ 621 καί Ὀδ. λ 585.

Στήν Σκύρο ἀναφέρεται πολλές φορές ὁ Ὃμηρος (Ἰλ. Τ 325, Τ 509 καί ἀλλοῦ στήν Ὀδύσσεια, γιατί ἐκεῖ μεγάλωσε ὁ γιός τοῦ Ἀχιλλέως, ὁ Νεοπτόλεμος, δηλαδή ὁ ἣρωας πού εἰσῆλθε νεωστί στόν πόλεμο. Ἀπό τήν Σκύρο τόν ἒφερε αὐτοπροσώπως στό Ἲλιον ὁ Ὀδυσσέας τίς τελευταῖες ἡμέρες τοῦ Τρωϊκοῦ πολέμου, ὃταν ὁ Ἀχιλλέας ἦταν ἢδη νεκρός, καί μάλιστα βρισκόταν καί μέσα στόν δούρειο ἳππο. Καί αὐτός ὁ νεαρός πολεμιστής ἡγήθηκε τῆς ἐπιστροφῆς τῶν γεναίων Μυρμηδόνων στήν Φθία, δηλαδή τήν Θεσσαλία.

Ἀλλά καί στήν Θράκη ἀναφέρεται ὁ Ὃμηρος, ὁ λαός τῆς ὁποίας ἦταν πολεμικός, εἶχε βασιλιᾶ τόν Ρῆσο καί ὃπου ὁ Ὀδυσσέας μαζί μέ τόν Διομήδη κατήγαγαν μεγάλη νίκη, καθώς οἱ Θράκες τότε ἦσαν ἐπίκουροι τῶν Τρώων.

Ὃλους αὐτούς τούς Ἑλληνικούς τόπους, πού ἀναφέρονται λεπτομερῶς στά θαυμάσια ὁμηρικά κείμενα τούς ἀπειλοῦν οἱ Τοῦρκοι, πού ἐμφανίσθηκαν μόλις τόν 7ο αἰῶνα μ.Χ. ὁρισθέντες ἀπό τούς Βυζαντινούς αὐτοκράτορες ὡς ὁροφύλακες τοῦ Βυζαντίου. Καί αὐτοί οἱ ἐλάχιστοι σκηνίτες, μόλις 4.000 οἰκογένειες ὑπό τόν Ὀρχάν, πού εἶχαν ἐκδιωχθεῖ ἀπό τόν Τζεγκίς Χάν, κατόρθωσαν νά ἐξισλαμίσουν καί ὑποχρέωσαν νά τουρκοφωνήσουν τούς πολυαρίθμους Ἑλληνικούς λαούς, κάνοντας διαρκῶς καί ἐπί αἰῶνες παιδομαζώματα, γιά νά ἰσχυρίζονται οἱ σημερινοί, πού δέν ἒχουν ἲχνος μογγολικοῦ στοιχείου, καθώς ἀπερροφήθησαν πλήρως βάσει τοῦ νόμου τῆς ἐνδογαμίας καί τῆς συμμετρίας, ὃτι διατηροῦν δικαιώματα ἰδιοκτησίας στό Αἰγαῖο καί στά νησιά, ἀγνωῶντας τίς Θερμοπύλες, τόν Μαραθῶνα, τήν Σαλαμῖνα, τίς Πλαταιές, τόν Κίμωνα, τόν Ἀλέξανδρο , τήν Βυζαντινή Αὐτοκρατορία, τήν Ἐπανάσταση τοῦ ᾽21, τήν Ἓλλη καί τό θωρηκτό Ἀβέρωφ.

Κι ἐμεῖς, πού ἒχουμε ὁλόκληρο Ὃμηρο, ὁ ὁποῖος βεβαιώνει ὃτι ἐδῶ καί 3.500 χρόνια τά νησιά τοῦ Αἰγαίου εἶχαν τά ἲδια σημερινά ὀνόματα, ἀνεχόμαστε τίς τουρκικές προκλήσεις, πού μέχρι καί τόν Ὃμηρο προσεταιρίζονται, κατασκευάζοντας ἀκόμη καί δούρειους ἳππους ρεντίκολα καί κάνοντας τουριστικές φιέστες.

https://arxaia-ellinika.blogspot.com/2021/10/nisia-aigaiou-onomata-omiros.html?m=1&fbclid=IwAR1XPqzCNtZfUhAeA93lImq9GPef0lmwIVedEMGUaMfyDy1MYMEl9JLHlaI

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Τα νησιά του Αιγαίου έχουν τα ίδια ονόματα όπως και πριν από 3.500 χρόνια: Εκπληκτικές αναφορές του Ομήρου"

Κυριακή 21 Μαΐου 2017

Κρητικά χανιώτικα επώνυμα στη Νάξο

Κρητικά και ιδίως χανιώτικα επώνυμα στη Νάξο

κατάλοιπα κρητικών εποικισμών

Είναι ευρέως διαδεδομένη η πεποίθηση ότι η Κρήτη και η Νάξος είναι δύο νησιά που έχουν ιδιαιτέρως στενές μεταξύ τους ιστορικούς και πολιτισμικούς δεσμούς, αλλά και πιθανότατα δεσμούς αίματος.
Υπάρχουν οικογενειακές αφηγήσεις ανθρώπων που ζουν κυρίως στο ορεινότερο τμήμα της Νάξου, οι οποίες κάνουν λόγο για απώτερη καταγωγή τους από την Κρήτη, είτε λόγω διωγμού τους από τους Τούρκους είτε λόγω κάποιας βεντέτας, ενώ διάχυτη είναι η γενικότερη αντίληψη του αγροτοποιμενικού, κατά κύριο λόγο, πληθυσμού του νησιού, ιδίως των κατοίκων ορισμένων ορεινών χωριών, ότι οι Κρητικοί είναι συγγενείς τους. Επιπροσθέτως, ο παρόμοιος ποιμενικός, τρόπος ζωής, οι παραπλήσιοι κώδικες συμπεριφοράς, το παρεμφερές αξιακό σύστημα, καθώς και ορισμένες παρόμοιες συνήθειες (π.χ. ζωοκλοπή, παραγωγή και εκτεταμένη κατανάλωση ρακής, γαμήλιες μπαλωθιές και συνήθης ονοματοδοσία βαπτιστικών που εντοπίζονται κατ’ εξοχήν στην Κρήτη, όπως Μανώλης, Μιχάλης, Αντώνης, Φραγκίσκος, Μανούσος, Μαριέττα, Μαριάνθη, Καλλιόπη, Δέσποινα, Στέλλα κ.ά.) αποτελούν στοιχεία του λαϊκού πολιτισμού του μεγαλύτερου νησιού των Κυκλάδων, τα οποία μάς παραπέμπουν συνειρμικά στην Κρήτη, χωρίς ωστόσο να αποτελούν απαραιτήτως και τεκμήρια της κρητικής καταγωγής των κατοίκων του, δεδομένου ότι κάποια από αυτά τα στοιχεία θεωρούνται κοινά για το νότιο Αιγαίο, αλλά και ενίοτε για τα μεγάλα νησιά της Μεσογείου γενικότερα. Ωστόσο, το γλωσσικό ιδίωμα της Νάξου, και δη ορισμένων ορεινών χωριών της, θεωρείται ιδιαιτέρως συγγενικό προς το κρητικό, και μάλιστα προς εκείνο της δυτικής Κρήτης, λόγω επαλλήλων κυμάτων κρητικών εποικισμών κατά τους παρελθόντες αιώνες.
Τ’ Απεράθου και οι σχέσεις του με τα Σφακιά
Το πλέον γνωστό πανελληνίως χωριό της Νάξου για την κρητική καταγωγή των κατοίκων του είναι τ’ Απεράθου ή η Απείρανθος, σύμφωνα με την επίσημη ονομασία του. Πρόκειται για το μοναδικό εκτός Κρήτης χωριό στο οποίο εντοπίζεται η ιδιότυπη προφορά του φθόγγου λ, παρόμοια με εκείνη του γλωσσικού ιδιώματος των Σφακίων, αλλά και των Ανωγείων, καθώς και άλλων χωριών της δυτικής Κρήτης. Επιπλέον, γραπτές μαρτυρίες του β΄ μισού του 19ου αιώνα και οικογενειακές αφηγήσεις διασώζουν την πεποίθηση μεγάλου μέρους του πληθυσμού του χωριού ότι έλκουν την καταγωγή τους από τα Σφακιά: «Τα Κρητικόπουλα με το βασιλιά ντωνε κάνουσιν έφοδο τη νύχτα, πκιάνουσι ντο βασιλιά, βρίσκου γκαί τη βασίλισσα. Ετότες επομείνασι στ’ Απεράθου εφτά οικογένειες Σφακιανοί απού τα παλληκάρια του βασιλιά τση Κρήτης κ’ εχτίσα ντο χωριό μας». Πιστεύεται ότι σημαντικός αριθμός Σφακιανών εγκαταστάθηκε στο χωριό (1771-74), αμέσως μετά την καταστολή της Επανάστασης του Δασκαλογιάννη (1770-71), χωρίς ωστόσο να υπάρχουν γραπτές πηγές της εποχής οι οποίες να επιβεβαιώνουν κάτι τέτοιο, γεγονός στο οποίο βασίζεται η επιχειρηματολογία μερίδας Απεραθιτών που αρνούνται, “κατηγορηματικά” θα έλεγε κανείς, την ύπαρξη οποιουδήποτε μαζικού εποικισμού του χωριού τους από Κρητικούς. Επώνυμα πάντως που συνδέονται με κρητικούς εποικισμούς στο χωριό (τέλος 18ου αι.) θεωρούνται τα: Αρχοντάκης, Πυτιλάκης, Σκληράκης, Μηλιδάκης, Βασιλακάκης, Πρωτοπαπαδάκης, Φραγκούλης, Κρητικός, Σφακιανός, Φραγκίσκος, Μπαρδάνης ή Βαρδάνης, Γαλάνης, Βλαστός, Πατακός, καθώς και τα εξαφανισμένα πλέον Αγαθάκης, Βαφιανός, Καπράκης, Καπρακάκης, Πιταράκης, Δασκαλάκης, Σακελλαράκης Σηφάκης, Σκορδίλης ή Σκορδιλάκης, Διγενάκης κ.ά., όπως και τα ακόμη προγενέστερα: Ανουσάκης, Βλαχάκης, Παπαδάκης και Παυλονικολάκης. Επιχωριάζει δε εκεί το χαρακτηριστικό βαπτιστικό Φραγκίσκος (Φρατζέσκος) και πιθανόν παλαιότερα το Νταμουλής.
Η περίπτωση του Φιλωτίου
Στο Φιλώτι, το μεγαλύτερο χωριό της Νάξου, διάχυτη είναι στους κατοίκους η αίσθηση ότι υπάρχει συγγένεια με τους Κρητικούς. Σύμφωνα δε με προφορικές μαρτυρίες, οι δύο μεγαλύτερες οικογένειες του χωριού είναι κρητικής καταγωγής: οι Μουστάκηδες φέρεται να έλκουν την καταγωγή τους από την περιοχή του Σελίνου, οι δε Βασιλάκηδες ίσως από το Λουτρό Σφακίων, ενώ οι Σουλήδες κατάγονται από κάποιον Κρητικό φυγάδα ονόματι Μπαλή, που άλλαξε το επώνυμό του για να ξεφύγει από τους Τούρκους. Υπάρχουν σήμερα και άλλα κοινά με την Κρήτη επώνυμα, όπως τα: Μανιός και Κρασσάς, ενώ παλαιότερα, κατά την Τουρκοκρατία, εντοπίζονταν και άλλα: Σαλιαράκης (καπετάνιος από τα Χανιά), Λιμογιάννης, Μιξάκης, Τζι(μ)πλάκης, Βαρδαράκης, Παντελάκης, Τζαννιδάκης, Ταταδάκης, Ταταράκης, Καλλέργης, Βλαστός, Παπαδάκης, Περουλάκης, Περάκης, Κουντουράκης, Τζουανάκης, Γλιμάκης, Κουρούπης, Λαμπαδάκης, Σκουλούδης, Νανάς, Λαπαδάκης, Μιλιδάκης, Βαβουλάκης, Τζουνάκης, Σταματάκης, Σφυριδάκης, Μακαράκης(;), Κρητικός και Κρητικοπούλης, καθώς και το βαπτιστικό Μανούσος, πιθανόν δε και το Νταμουλής. Επιπλέον, το γλωσσικό ιδίωμα του χωριού φαίνεται να είναι παρόμοιο (βάσει γραμματικής και λεξιλογίου) με εκείνο της δυτικής Κρήτης, ίσως δε περισσότερο -κατά μία εκτίμηση- με εκείνο του Αποκόρωνα, με χαρακτηριστικότερο γνώρισμά του την αποβολή του φθόγγου λ προ των α, ο και ου, φαινόμενο κοινό, τουλάχιστον μέχρι πρότινος, και για ορισμένα χωριά των επαρχιών Κυδωνίας και Αποκορώνου, που βρίσκονται στις υπώρειες των Λευκών Ορέων, καθώς και για τα Ζωνιανά Μυλοποτάμου.
Κρητικά επώνυμα σε άλλα χωριά της Νάξου
Παρόμοιο γλωσσικό φαινόμενο επιχωριάζει και στην ιδιαιτέρως ορεινή Κωμιακή ή Κορωνίδα, όπου εντοπίζονται τα θεωρούμενα ως κρητικά επώνυμα Βιτζηλαίος, Νικολάκης, Παπαδάκης, καθώς και τα βαπτιστικά Φραγκίσκος και Μανούσος. Το Μανούσος επιχωριάζει και στον επίσης ορεινό Κυνίδαρο, όπου κατά το παρελθόν είχαν καταφύγει Σφακιανοί αγωνιστές (π.χ. Μανούσος Στρατίκης ή Κούτσουπας, πρωτοπαλλήκαρο του Δασκαλογιάννη), ενώ κυνιδαριώτικα επώνυμα που θεωρείται ότι έχουν κρητική προέλευση είναι τα Χανιώτης, Αντωνάκης, Λιαδάκης, Γεροντάκης, Καπετανάκης, Τρανουδάκης και Νανάς (από το Ναναδάκης), όπως και παλαιότερα τα Γιακουμηδάκης, Μηλιδάκης, Τσουνάκης και Φεραντάκης. Στο λεκανοπέδιο της Τραγαίας και
τα χωριά του εντοπίζονται τα
Μπαρότσης, Ψιλάκης, Λαμπαδάκης, Χριστοδουλάκης, Ψωμαδάκης, Φραγκουδάκης, Γαβαλάς, Παπαδάκης, Βλησίδης, Βασαλάκης, Μαράκης, Βενιεράκης, Κρητικοπούλης, Τζιμπλάκης, Λεκάκης κ.ά., στη Μονή τα Κωνσταντάκης και Περιστεράκης, ενώ στις Μέλανες το Βασιλάκης και στην Ποταμιά τα Μαρούλης και Γρυλλάκης. Σύμφωνα με οικογενειακές αφηγήσεις ατόμων που φέρουν τα παραπάνω επώνυμα, αυτά έλκουν ως επί το πλείστον την καταγωγή τους από τη δυτική Κρήτη, πρωτίστως από την ευρύτερη περιοχή των Χανίων. Επίσης, στην πεδινότερη Νάξο επιχωριάζουν μεταξύ άλλων τα: Μαρούλης, Φραγκιουδάκης, Σκουλούδης, Σκουλουδάκης, Ξενικουδάκης, Καπρής, Λαμπριανάκης, Χανιώτης, Χανιωτάκης, Χαμπάκης, Φλωράκης κ.ά., όπως και παλαιότερα το Βαρβατάκης. Τέλος, στη Χώρα της Νάξου, επώνυμα κρητικής προέλευσης θεωρούνται τα: Βλαχάκης, Σπυριδάκης, Ζωλοτάκης, Πιτταράκης, Κουτσογιαννάκης και Μελισσηνός, ενώ πριν από έναν περίπου αιώνα εντοπίζονταν ακόμη τα: Ψωμαδάκης, Μαυρογιαννάκης, Μανετάκης, Βαρότσης, Γαβαλάς, Σκορδύλης, Κάνδιας κ.ά.
Τα παραπάνω επομένως στοιχεία ενισχύουν την εκτίμηση ότι πράγματι υπήρξαν εποικιστικές μετακινήσεις από την Κρήτη προς την Νάξο, κυρίως κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Αξιοσημείωτη δε είναι η σχετικά μεγάλη αναλογία ναξιακών επωνύμων κοινών με τη δυτική Κρήτη και ιδίως με τον νομό Χανίων (σε αντιδιαστολή με την πλησιέστερη από γεωγραφική άποψη ανατολική Κρήτη), που σε συνδυασμό με το γεγονός των εμφανών γλωσσικών και των εν γένει πολιτισμικών ομοιοτήτων ανάμεσα στις δύο περιοχές, καθιστά μία περαιτέρω προσπάθεια διεπιστημονικής διερεύνησης των μεταξύ τους δεσμών ιδιαιτέρως ελκυστική.
*δρ Ιστορίας του Πολιτισμού
http://www.haniotika-nea.gr/kritika-ke-idios-chaniotika-eponima-sti-naxo/
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Κρητικά χανιώτικα επώνυμα στη Νάξο"

Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2016

ΟΙ ΛΑΤΙΝΟΙ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΝΗΣΙΑ

Η ΕΛΛΗΝΟ-ΓΕΝΟΥΑΤΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ.

Οι κοινωνικές τάξεις. Σχέσεις Ελλήνων/Γενουατών. Η Μαόνα. Η συνύπαρξη των Εκκλησιών.
Έλληνες και Λατίνοι έζησαν μαζί στη Χίο και συνυπάρξανε στον πολιτικό και επαγγελματικό στοίβο για περισσότερο από 200 χρόνια, αφήνοντας αναπόφευκτα το στίγμα τους στην ιστορία του νησιού.
Η καθημερινή ζωή, ο κίνδυνος της Τουρκικής κατάκτησης, τα οικονομικά συμφέροντα και το νησί αυτό καθ’ εαυτό έφεραν τις δυο εθνικές κοινότητες κοντά και παρεμπόδισαν την αρχική προκατάληψη και αντιπαλότητα να επικρατήσει.
Ένα συνεχώς αυξανόμενο συναίσθημα εμπιστοσύνης αναπτύχθηκε μεταξύ των δυο ομάδων, που βασίζονταν σε κοινά συμφέροντα , καλή πίστη και μεικτούς γάμους. Παρ' όλες τις γνωστές θρησκευτικές διαφορές και το σημαντικό πολιτιστικό χάσμα μεταξύ Ελλήνων και Λατίνων, οι καθημερινές προσωπικές σχέσεις επικράτησαν των διαφορών που αναφέρθηκαν πιο πάνω. Οι αυτόχθονες Έλληνες –όπως ήταν αναμενόμενο- υπερτερούσαν αριθμητικά έναντι των Γενουατών αποίκων.
Αν βασιστούμε σε πρόχειρους υπολογισμούς και γραπτές περιγραφές ιστορικών και περιηγητών, ο πληθυσμός των Ελλήνων πρέπει να ήταν πάνω από 12,000 και αυτός των Μαονιτών δε θα έπρεπε να υπερέβαινε τα 2,000 μέλη. Συνεπώς, ο ανομοιογενής πληθυσμός του νησιού ήταν διαιρεμένος σε δυο καλά διαχωρισμένες εθνικά ομάδες, που αντιπροσώπευαν δυο διαφορετικούς πολιτισμούς. Ωστόσο, τα δυο κύρια κοινωνικά τμήματα της Χιακής κοινωνίας ήταν υποδιαιρούμενα σε περισσότερες τάξεις.
Η κυρίαρχη τάξη ήταν οι Μαονίτες, οι οποίοι εγκατέλειψαν τα αρχικά επίθετά τους και υιοθέτησαν το επίθετο Ιουστινιάνης στα τέλη του 14ου αιώνα, που έγινε ένα από τα 28 αδελφάτα-συνεταιρισμούς της Γένουας, τα οποία ήταν ομάδες οικογενειών συναθροισμένες.
Αυτές οι οικογενειακές ενώσεις του 14ου αιώνα, που ονομάζονταν Alberghi (ενικός¨ Albergo) άλλαξαν την πολιτική κατάσταση αλλά και το status quo της αριστοκρατίας στη Γένουα. Αυτή η μεταρρύθμιση στο αστικό καθεστώς της Γενουατικής κοινωνίας και αριστοκρατίας επικράτησε τελικά το 1528, όταν η Γένουα κέρδισε την ανεξαρτησία της από τους Γάλλους.
Τα μέλη των οικογενειών-φατριών ή ενώσεων (Αλμπέργκο) δεν είχαν απαραίτητα δεσμούς αίματος μεταξύ τους, αλλά προέρχονταν από διαφορετικές οικογένειες, οι οποίες είχαν ενώσει τις δυνάμεις τους αλλάζοντας τα αρχικά επίθετά τους κατόπιν αμοιβαίας συμφωνίας.
 Όλα τα μέλη των ενώσεων (Alberghi) είχαν ακριβώς τα ίδια δικαιώματα και προνόμια και είχαν να εκπληρώσουν τις ίδιες υποχρεώσεις. Οι οικογένειες που πρόσφεραν τα επίθετα τους για το σχηματισμό των ενώσεων αυτών ήταν διακεκριμένες, ευυπόληπτες, με μεγάλη επιρροή και αριθμούσαν πολυάριθμα μέλη με τουλάχιστον έξι οικογενειακά παρακλάδια με αυτό το επίθετο.
 Τα ονόματα των Alberghi (Αλμπέργκι) στα οποία όλες οι οικογένειες έπρεπε να προσαρτηθούν και να υιοθετήσουν τα επίθετα τους ήταν αλφαβητικά οι Κάλβι, Καττάνεο, Τσεντουριόνε, Τσίμπο, Τσίκαλα, Ντε Φορνάρι, Ντε Φράνκι, Ντε Μαρίνι, Ντι Νέγκρο, Ντόρια, Φιέσκι, Τζεντίλε, Ιουστινιάνι, Γκρίλλο, Γκριμάλντι, Ιμπεριάλε, Ιντεριάνο, Λέρκαρο, Λομελλίνο, Νεγκρόνε, Παλλαβιτσίνο, Πινέλλι, Προμοντόριο, Σαλβάγκο, Σαουλί, Σπινόλα, Ουσοντιμάρε και Βιβάλντι (Calvi, Cattaneo, Centurione, Cibo, Cicala, De Fornari, De Franchi, De Marini, Di Negro, Doria, Fieschi, Gentile, Giustiniani, Grillo, Grimaldi, Imperiale, Interiano, Lercaro, Lomellino, Negrone, Pallavicino, Pinelli, Promontorio, Salvago, Sauli, Spinola, Usodimare and Vivaldi) (βλεπε φωτο 4).
Η δεύτερη κυρίαρχη τάξη στην ιεραρχία της Χιακής κοινωνίας αποτελείτο από τους Έλληνες ευγενείς, οι οποίοι συνέχισαν να διατηρούν τους τίτλους, την περιουσία και τα προνόμια που τους είχαν παραχωρηθεί από τις Βυζαντινές αρχές και μετά τη Γενουατική κατάκτηση.
Σύμφωνα με την συμφωνία παράδοσης του 1346, οι Έλληνες που κατοικούσαν εντός των τειχών του κάστρου –γνωστοί ως καστρινοί- έπρεπε να μεταφερθούν στην περιοχή του Εγκρεμού (Burgus Graecorum) και να πουλήσουν ή να μισθώσουν τα σπίτια τους στους Γενουάτες ευγενείς, που αποτελούσαν τα στρατιωτικά και διοικητικά μέλη των νεο-εγκαθιδρυμένων Γενουατικών αρχών (βλεπε χαρτη 6, διοικητικος χαρτης).
Οι Έλληνες ευγενείς της Χίου κατάγονταν από τη Βυζαντινή αριστοκρατία.
 Κάποια διακεκριμένα μέλη της Βυζαντινής αριστοκρατίας είχαν εγκατασταθεί σε μερικά νησιά όπως η Χίος λόγω της αυξανόμενης πίεσης που είχαν προκαλέσει οι Τουρκικές εισβολές στη Μικρά Ασία το 12ο αιώνα. Έλαβαν άδεια από τον αυτοκράτορα να εγκατασταθούν στο νησί και να αποκτήσουν γη και εισοδήματα τα οποία μπορούσαν να εκμεταλλεύονται με φεουδαρχικό σύστημα.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι Γενουάτες σεβάστηκαν την αριστοκρατική θέση και την κοινωνική ιεραρχία των Ελλήνων ευγενών μετά το 1346, όπως μας περιγράφει ο Ιερώνυμος Ιουστινιάνης.
Στην ιστορική του αναφορά, που γράφτηκε το 16ο αιώνα περιγράφει τους Έλληνες ευγενείς να είναι ντυμένοι με ένα ξεχωριστό τρόπο και να αποτελούν το κέντρο του ενδιαφέροντος σε διάφορες περιστάσεις συμπεριλαμβανομένων και των χριστιανικών θρησκευτικών εορτασμών. Κατά τη διάρκεια των εορτασμών αυτών οι Έλληνες ευγενείς δέχονταν τιμές από τον τοπικό πληθυσμό χωρίς να χρειάζεται να αποδώσουν τιμές οι ίδιοι στους Μαονίτες άρχοντες του νησιού.
Οι Έλληνες ευγενείς ήταν σε κάποιες περιπτώσεις απαλλαγμένοι από συγκεκριμένους φόρους και κάποιοι από αυτούς είχαν δικαστικές εξουσίες όντας μέλη του τοπικού δικαστηρίου που ονομάζονταν δικαιότατο και αποτελείτο από τέσσερις δικαστές ¨δυο Μαονίτες, ένα Γενουάτη ευγενή και έναν Έλληνα μέλος της αριστοκρατίας.
Μερικά από τα ελληνικά επίθετα που αναφέρονται πριν την εποχή των Γενουατών στη Χίο και ήταν ευγενικής καταγωγής ήταν το οικογενειακό όνομα Σκυλίτσης (μάλλον και το πιο αρχαίο), Αργέντης (παλαιάς Γενουατικής προέλευσης), Κορέσσης και Ροδοκανάκης.
 Άλλα Ελληνικά οικογενειακά ονόματα που αναφέρονται σε συμβολαιογραφικές πράξεις και ιστορικές αναφορές είναι τα επίθετα Αγέλαστος, Καλούτος, Σεβαστός, Βολαστός, Πετροκόκκινος, Ράλλης, Σεκιάρης και αρκετά άλλα.
Η τρίτη κοινωνική τάξη, παρότι υπάρχει διχογνωμία για τη θέση και την καταγωγή της ήταν οι αστοί, οι οποίοι ήταν μέλη της τοπικής κοινωνίας και ενδεχομένως προέρχονταν από διάφορες κοινωνικές αλλά και εθνικές ομάδες. Μια μεγάλη μερίδα της αστικής τάξης ήταν επαγγελματίες, που είχαν νομική υπόσταση διαφορετική από τα άλλα κοινωνικά μέλη, πράγμα το οποίο τους έδινε το δικαίωμα να εκφράζουν τη γνώμη τους και να αμύνονται των συμφερόντων τους. Ο όρος αστός πιθανώς να είναι συνδεδεμένος με τον τόπο της κατοικίας και με ένα συγκεκριμένο νομικό πλαίσιο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων.
Οι κατώτατες τάξεις της κοινωνίας περιλάμβαναν ακτήμονες γεωργούς, καλλιεργητές της μαστίχας και ναύτες, οι οποίοι ήταν Ελληνικής καταγωγής, Εβραίους και ξένους που κατοικούσαν στη Χίο για διάφορους λόγους συμπεριλαμβανομένου και του εμπορίου.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "ΟΙ ΛΑΤΙΝΟΙ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΝΗΣΙΑ"

Παρασκευή 17 Ιουνίου 2016

Ναξιακά Επώνυμα Ιταλικής Προέλευσης.

Το Αιγαίο, λόγω της δεσπόζουσας γεωγραφικής του θέσης στο νοτιοανατολικό άκρο της Ευρώπης, ανέκαθεν αποτελούσε σταυροδρόμι Ανατολής-Δύσης. Ιδίως οι Κυκλάδες υπήρξαν διαχρονικά ένας κατ’ εξοχήν τόπος συνάντησης εθνοτήτων, θρησκειών, νοοτροπιών, πολιτιστικών ρευμάτων, καθώς και χώρος ανάπτυξης οικονομικών ανταλλαγών μέσα στα ευρύτερα πλαίσια της αλληλοεπικοινωνίας των λαών της Μεσογείου.
Η Νάξος, δεδομένης της ιδιαιτέρως σημαντικής γεωγραφικής της θέσης στην καρδιά του Αιγαίου, ως περάσματος και κομβικού σημείου για τις θαλάσσιες οδούς, που συνέδεαν Ανατολή και Δύση, Βορρά και Νότο, υπήρξε ανά τους αιώνες στόχος για ξένους επιδρομείς και κατακτητές, γεγονός που συνετέλεσε στη δημιουργία επικοινωνίας με άλλους μεσογειακούς λαούς και εν προκειμένω με λαούς της ιταλικής χερσονήσου ήδη από τα πανάρχαια χρόνια.
Μία πολύ σημαντική καμπή για την ιστορία της περιοχής υπήρξε η διεξαγωγή της Δ` Σταυροφορίας και εκτροπή της με την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Φράγκους και τους Βενετούς στα 1204. Τότε η Βυζαντινή Αυτοκρατορία διαλύθηκε και κατακερματίστηκε, γεγονός που είχε ως συνέπεια την κατάκτηση πολλών εδαφών του ελληνικού χώρου από Φράγκους, Βενετούς, Γενουάτες και άλλους «Δυτικούς», ενώ σημαντικό τμήμα των ελληνικών πληθυσμών βρέθηκε υπό λατινική κυριαρχία. Η πρώην βυζαντινή επικράτεια διαιρέθηκε σε διάφορα αντιμαχόμενα λατινικά και ελληνικά κρατίδια. Το γεγονός αυτό είχε ως συνέπεια την ενίσχυση της λατινικής παρουσίας στην Ελλάδα για τους επόμενους αιώνες και την εκ των πραγμάτων δημιουργία στενότερων σχέσεων του ντόπιου στοιχείου με τους Λατίνους κατακτητές.
Η Βενετία επωφελούμενη από τις ευνοϊκές γι’ αυτήν συγκυρίες και εκμεταλλευόμενη το κενό εξουσίας, που δημιουργήθηκε στην περιοχή μετά την πτώση της Βασιλεύουσας, κατόρθωσε να ανελιχθεί σε μία μεγάλη θαλάσσια δύναμη. Οι Βενετοί, λόγω του ότι οι κύριες οικονομικές τους δραστηριότητες ήταν το εμπόριο και η ναυτιλία, ενδιαφέρθηκαν για την απόκτηση βάσεων για τον ανεφοδιασμό των πλοίων τους και την ανάπτυξη του θαλάσσιου εμπορίου τους και έτσι έθεσαν υπό την κυριαρχία τους σημαντικές γι’ αυτούς παράκτιες και νησιωτικές περιοχές σεθέσεις-κλειδιά για τον έλεγχο των θαλασσίων οδών.

Ωστόσο, μεγάλος αριθμός νησιών του Αιγαίου -μεταξύ των οποίων και η Νάξος- είτε δεν είχαν συμπεριληφθεί στις συμφωνίες διανομής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μεταξύ Φράγκων και Βενετών, είτε είχαν κατακυρωθεί στη Βενετία, αλλά η ίδια ήταν απρόθυμη εκείνη την περίοδο να τα καταλάβει με δικά της μέσα, λόγω του ότι το εγχείρημα αυτό απαιτούσε υψηλό κόστος, δεδομένου μάλιστα ότι η ίδια ήταν απασχολημένη με άλλα, πιο σημαντικά ζητήματα
 Έτσι η Γαληνοτάτη Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου, ενθάρρυνε την κατάκτησή των αδιανέμητων αυτών νησιώναπό ιδιώτες Βενετούς, που θα βρίσκονταν στη συνέχεια εντός της σφαίρας επιρροής της, αναγνωρίζοντας ωστόσο ως επικυριάρχό τους το Λατίνο αυτοκράτορα Κωνσταντινουπόλεως. Στην πρόσκληση αυτή της Βενετίαςανταποκρίθηκε ο ευγενής Μάρκος Σανούδος (MarcoSanudo), ανιψιός του Βενετού δόγη,Ερρίκου Dandolo, ο οποίος επάνδρωσε οκτώ γαλέρες με ένα ετερόκλητο πλήθος από τυχοδιώκτες και κατέλαβε τη Νάξο στα 1207.
Έτσι ιδρύθηκε στις αρχές του 13ου αιώνα το Δουκάτο του Αιγαίου ή του Αρχιπελάγους, μία ανεξάρτητη λατινική ηγεμονία, που όμως ουσιαστικάήταν κηδεμονευόμενη για μεγάλο χρονικό διάστημα από την ίδια την πατρίδα των Σανούδων, τη Βενετία, παρόλο που βρισκόταν αρχικά τουλάχιστον υπό την επικυριαρχία των Φράγκων της Πελοποννήσου. Περιελάμβανε και άλλα νησιά των Κυκλάδων και είχε ως πρωτεύουσα τη Χώρα της Νάξου. Μέσα στο Κάστρο της Χώρας είχε την έδρα του ο εκάστοτε δούκας και οι λοιπές αρχές του κρατιδίου αυτού.

Οι Λατίνοι κατακτητές -οι οποίοι δεν ήταν μόνο Βενετοί- εισήγαγαν δυτικές πρακτικές στη Νάξο, μετεμφυτεύοντας εκεί τη φεουδαρχία, ένα πλέγμα πολιτικών και κοινωνικό-οικονομικών σχέσεων, που στη μεσαιωνική δυτική Ευρώπη αποτελούσε καθεστώς. Στα τέλη του 14ου αιώνα τους Σανούδους διαδέχτηκαν οι βερωνέζικης καταγωγής, Κρίσποι. Αν και το Δουκάτο του Αιγαίου καταλύθηκε από τους Τούρκους στα μέσα του 16ου αιώνα, ωστόσο οι Λατίνοι φεουδάρχες της Νάξου διατήρησαν σημαντικό μερίδιο της ισχύος κατά τους δύο περίπου επόμενους αιώνες, με την ανοχή των οθωμανικών αρχών. Επίσης άλλες επιφανείς βορειοϊταλικής προέλευσης οικογένειες των Κυκλάδων και της Κρήτης εγκαταστάθηκαν στο νησί μετά την κατάκτηση της μεγαλονήσου από τους Τούρκους, λαμβάνοντας μάλιστα και φέουδα, Αξίζει να αναφερθεί ότι, οι Λατίνοι της μεταμεσαιωνικής Νάξου (σε αυτούς προστέθηκαν από το 17ο αιώνα Γάλλοι έποικοι, κυρίως μοναχοί) αποτελούσαν περίπου το 5% του συνολικού πληθυσμού του νησιού.
Η δυναμική αυτή παρουσία των «Φράγκων» στην περιοχή κατά την ύστερη μεσαιωνική και μεταμεσαιωνική περίοδο, είχε ως συνέπεια τη διείσδυση στο νησί ιταλικών γλωσσικών στοιχείων. Έτσι παρατηρείται ακόμη και σήμερα το φαινόμενο της ύπαρξης στο τοπικό ναξιακό λεξιλόγιο, όχι μόνο λέξεων καθημερινής χρήσης, αλλά και κυρίων ονομάτων (επωνύμων και βαπτιστικών), των οποίων η προέλευση θεωρείται ιταλική. Δεν είναι πάντοτε σαφές, εάν η ύπαρξη ενός επωνύμου ιταλικής, βενετικής κατά κύριο λόγο προέλευσης, αποτελεί ένδειξη ή απόδειξη ότι ο κάτοχός του έλκει την καταγωγή του από την Ιταλία ή πρόκειται απλώς για απόρροια της μακρόχρονης συμβίωσης Ελλήνων και Λατίνων και της υιοθέτησης από πλευράς ατόμων ελληνικής καταγωγής και δόγματος, ονομάτων που έχουν ενταχθεί στο τοπικό λεξιλόγιο των μέσων και των νεότερων χρόνων και που επιβιώνουν μέχρι τις ημέρες μας. Είναι επίσης ενίοτε ασαφές, εάν ιταλογενή επώνυμα αυτής της κατηγορίας έχουν ως τόπο δημιουργίας τους τη Νάξο ή πρόκειται για ονόματα κατοίκων, που έχουν μεταναστεύσει εκεί από άλλες λατινοκρατούμενες περιοχές, όπου επικρατούσαν παρόμοιες πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες με τη Νάξο (π.χ. Κρήτη, Χίος, Άνδρος). Το βέβαιο πάντως είναι ότι το μεγαλύτερο μέρος των ναξιακών επωνύμων ιταλικής προέλευσης ή επιδράσεων, που έχει εντοπιστεί σε πηγές (15ος-18οςαιώνας), έχει εκλείψει και δεν απαντάται πλέον στο νησί.

Προέλευση των ιταλογενών ναξιακών επωνύμων
Η ύπαρξη ιταλικής προέλευσης ναξιακών οικογενειακών ονομάτων επιδέχεται ποικίλες ερμηνείες και αποδίδεται σε διάφορες αιτίες:
α) Οι φέροντες τέτοια ονόματα είναι δυνατό να είναι γόνοι οικογενειών με ρίζες από τη Δύση και ιδίως από βορειοϊταλικές πόλεις (π.χ. από τη Βενετία, τη Γένοβα, τη Μπολώνια, τη Βερώνα, το Μιλάνο κ.α.), που είτε εγκαταστάθηκαν στη Νάξο ήδη από τον ύστερο Μεσαίωνα, είτε μετανάστευσαν εκεί από άλλες λατινοκρατούμενες περιοχές κατάτην Τουρκοκρατία, χωρίς να αποκλείεται να πρόκειται για απλές επιδράσεις στην ονοματοδοσία τους. Αρχικά όλοι οι Ιταλοί επήλυδες ασπάζονταν το δυτικό δόγμα, ωστόσο με την πάροδο των αιώνων, πολλοί από τους απογόνους τους προσεχώρησαν στην Ορθοδοξία.
β) Περιπτώσεις μικτών γάμων. Παρατηρείται στη μεσαιωνική Νάξο, αλλά και αργότερα το φαινόμενο της σύναψης γάμου μεταξύ ετεροδόξων. Μία από τις βασικές του αιτίες ήταν (ιδίως κατά τους πρώτους αιώνες της λατινικής κυριαρχίας) η δυσχέρεια εξεύρεσης δυτικών γυναικών στο χώρο των Κυκλάδων, με σκοπό το γάμο. Έτσι παρατηρήθηκε στο Αιγαίο το φαινόμενο της γέννησης παιδιών, που είχαν πατέρα Λατίνοκαι μητέρα Ελληνορθόδοξη, τα οποία ονομάζονταν γασμούλοι, βασμούλοι ή bastardi. Αυτοί δε θεωρούνταν ούτε ελεύθεροι, ούτε σκλάβοι, αλλά μία ενδιάμεση κατάσταση ανάμεσα στους «Φράγκους»και τους Έλληνες. Οι γασμούλοι είχαν γενικά τη δυνατότητα να επιλέξουν το δόγμα της αρεσκείας τους, κατά τη συνήθη όμως πρακτική στη Νάξο τα αγόρια, που προέρχονταν από μεικτό γάμο, ασπάζονταν το δόγμα του πατέρα, ενώ τα κορίτσια αυτό της μητέρας, ενώ κατάάλλη εκδοχή, οι γόνοι των μεικτών γάμων -αμφοτέρων των φύλων- στις Κυκλάδες έπαιρναν το δόγμα της μητέρας.
γ) Περιπτώσεις ντόπιων Ελληνορθοδόξων κατοίκων της Νάξου, που για διαφόρους λόγους απέκτησαν επώνυμο ή βαπτιστικό όνομα, προερχόμενο κατά κανόνα από τη βενετσιάνικη διάλεκτο: πιθανόν είτε λόγω στενών σχέσεων με κάποιο φεουδάρχη, το κύρος του οποίου στην τοπική κοινωνία μπορούσε ενδεχομένως να ασκήσει σημαντική επιρροή ως προς την ονοματοδοσία μελών της ελληνορθόδοξης πλειοψηφίας, είτε κυρίως λόγω της ευρείας διάδοσης στο λεξιλόγιο του ντόπιου πληθυσμού ιταλικών λέξεων και εισαγωγής πολλών βαπτιστικών ονομάτων βενετικής προέλευσης. Έτσι τα λατινικής προέλευσης ναξιακά επώνυμα τα διακρίνουμε για λόγους μεθοδολογικούς στις εξής κατηγορίες:
1) Σε επώνυμα γνωστών δυτικών οικογενειών, μέλη των οποίων εγκαταστάθηκαν στη Νάξο κατά τους μεσαιωνικούς και μεταμεσαιωνικούς χρόνους, που σήμερα είτε διατηρούν τη ρωμαιοκαθολική τους πίστη (π.χ. Δελλα-Ρόκκας), είτε έχουν ασπαστεί το ορθόδοξο δόγμα (π.χ. Μπαζαίος).
2) Σε πατριδωνυμικά επώνυμα. π.χ. Βερώνης, Πρίντεζης, Δεγαΐτας.
3) Σε αυτά που προέρχονται από ιταλικά βαπτιστικά. π.χ. Ανδριέλλος, Τζαννετής, Τζουάννης, Τζαννίνης, Φραγκίσκος, Φρατζέσκος, Μαράκης, Στάης.
4) Σε αυτά που προέρχονται από παρωνύμια. π.χ. Λυμπερτάς, Τζόβενος.
5) Σε αυτά που προέρχονται από ιταλικά επαγγελματικά επώνυμα ή που προήλθαν από τίτλους και αξιώματα της εποχής του Δουκάτου του Αιγαίου και που επιβίωσαν κατά την Τουρκοκρατία. π.χ. Καστελλάνος, Κατζηλιέρης κ.α.
Του Θανάση Κωστάκη (συγγραφέα)
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Ναξιακά Επώνυμα Ιταλικής Προέλευσης."

Δευτέρα 7 Μαρτίου 2016

Ελληνικά νησιά: Από πού πήραν το όνομά τους;


      Γνωρίζετε  ότι ο Νάξος ήταν ο θρυλικός ηγεμόνας των πρώτων αποίκων του ομώνυμου νησιού; Το ίδιο ήταν και ο Πάρος, για την Πάρο, οΘάσος για την Θάσο, ο Ζάκυνθος για την Ζάκυνθο και ο Κέφαλος για την Κεφαλονιά. Γνωρίζατε ότιΚρήτη ονομαζόταν μία από τις νύμφες των Εσπερίδων, που φύλαγαν τα χρυσά μήλα στον κήπο των θεών, στη χώρα του Άτλαντα; Η δε Σύμη ήταν μία άλλη νύμφη, συζύγου του Γλαύκου, πρώτου κάτοικου του νησιού, ενώ ο Φολέγανδρος ήταν γιος του Μίνωα. Το ότι έπαιξε η αρχαία ιστορία ρόλο στην ονομασία των ελληνικών νησιών δεν μας κάνει εντύπωση. Ενδιαφέρον, όμως, παρουσιάζουν ονόματα νησιών που η ιστορία τους προσπερνά μία εμβληματική -και πιθανώς μυθική- φιγούρα. Όπως τα παρακάτω:

Σύρος: Το όνομα Σύρος προέρχεται από τους πρώτους κατοίκους του νησιού, τους Φοίνικες. Σήμερα υπάρχουν δύο εκδοχές για την ονομασία αυτή. Σύμφωνα με την πρώτη, το όνομα προέρχεται από τη λέξη «ουσύρα» που σημαίνει ευτυχής, ενώ σύμφωνα με τη δεύτερη, προέρχεται από το «συρ» που σημαίνει βράχος.

Σκύρος: Το νησί πήρε την ονομασία του από το άγριο πετρώδες έδαφός του. «Σκίρον» ή «σκύρον» σημαίνει «συντρίμμια πέτρας».

Ανάφη: Η Ανάφη διατήρησε αναλλοίωτο το όνομά της από την αρχαιότητα και μάλιστα από την αρχαία μυθολογία. Σύμφωνα με αυτήν, οι Αργοναύτες επιστρέφοντας στη πατρίδα τους από την Κολχίδα έπεσαν σε καταιγίδα και παρασύρθηκαν στο ανοικτό πέλαγος, όπου ναυαγοί πλέον στη θάλασσα άρχισαν να εκλιπαρούν τον θεό Απόλλωνα να τους σώσει. Ο Απόλλωνας ανταποκρινόμενος στις εκκλήσεις τους διέχυσε φως υπό μορφή κεραυνού οπότε είδαν μπροστά τους να ξεπροβάλει από τη θάλασσα ολόκληρο νησί το οποίο κατάφεραν να προσεγγίσουν. Εκεί οι Αργοναύτες ανήγειραν βωμό προς τιμή του Απόλλωνα του «Αιγλήτη» (= αυτού που λάμπει, Αίγλη) και ονόμασαν το νησί Ανάφη (εκ του ρήματος αναφαίνω).

Μύκονος: Η ονομασία Μύκονος, γνωστή από αρχαία νομίσματα και επιγραφές, αποδόθηκε από την παράδοση στον επώνυμο ήρωα Μύκονο, απόγονο του μυθικού βασιλιά της Δήλου Ανίου, γιου του Απόλλωνος και της νύμφης Ροιούς, κόρης του Διονύσου.

Σαντορίνη: Το όνομα της νήσου «Θήρα» προέρχεται από τον αρχαίο Σπαρτιάτη Θήραν που αποίκησε πρώτος το νησί. Το δε όνομα «Σαντορίνη», όμως, προέρχεται από τους διερχόμενους Φράγκους Σταυροφόρους οι οποίοι κατά το πέρασμα τους στέκονταν για ανεφοδιασμό κοντά σε εκκλησία της Αγίας Ειρήνης (Σάντα Ειρήνη) η οποία υπήρχε στο νησί.

Ικαρία: Υπάρχουν διάφορες θεωρίες για την προέλευση της ονομασίας του νησιού. Μία από αυτές αναφέρεται στην φοινικική ρίζα «-καρ» και στον λαό των Κάρων, της Μικράς Ασίας. Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, όμως, το νησί ονομάζεται Ικαρία από τον μύθο του θρυλικού Ικάρου, που με τον θάνατό του εκεί έδωσε το όνομά του στο Ικάριο πέλαγος.

Σκιάθος: Το όνομα της Σκιάθου, φημολογείται ότι προέρχεται από τις λέξεις «σκιά» και «Άθως», καθώς το νησί βρίσκεται γεωγραφικά -και μεταφορικά- στην σκιά του Αγίου Όρους.

Αλόννησος: Το όνομα Αλόννησος δόθηκε επί Όθωνα, το 1838, με πρόταση του τότε Υπουργείου Εσωτερικών σε αντικατάσταση του προηγουμένου ονόματος Λιαδρόμια ή Ηλιοδρόμια, καθώς έτσι αναφερόταν στη Διοικητική διαίρεση της Ελλάδας του 1828. Από μετέπειτα έρευνα αυτό διαπιστώθηκε ως λάθος, δεδομένου ότι κατά την αρχαιότητα η Αλόννησος ήταν άλλο νησί (άγνωστο το ποιο). Παρά ταύτα το όνομα παραμένει ως έχει για το νησί, το οποίο κατά τους αρχαίους Έλληνες λέγονταν «Ίκος».

Λήμνος: Η λέξη Λήμνος κατά μία εκδοχή -των φοινικιστών- είναι φοινικική και σημαίνει λευκή, άσπρη, λαμπερή. Όμως ουδεμία σχέση μπορεί να έχουν αυτές οι ονομασίες με το ηφαιστειογενές νησί. Άλλες εκδοχές υποστηρίζουν πως το όνομα Λήμνος προέρχεται είτε από την ομηρική λέξη «λήιον», που προσδιορίζει το σπαρμένο χωράφι, τον αγρό, ή από τις αρχαίες ελληνικές λέξεις «ληίς» (που σημαίνει κοπάδι) + «μήλο» (που σημαίνει πρόβατο), δηλαδή νήσος κοπαδιών αιγοπροβάτων. Η τελευταία αυτή εκδοχή φέρεται και η επικρατέστερη, επειδή η Λήμνος είναι το πεδινότερο νησί του Αιγαίου με μεγάλη παραγωγή αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων, ήδη από την αρχαιότητα.

Λέρος: Το μεγαλύτερο μέρος της Λέρου είναι σχετικά επίπεδο και με χαμηλά βουνά (το υψηλότερο σημείο είναι το Κλειδί 320 μ.). Για αυτό το νησί πήρε το όνομά του από την αρχαία ελληνική λέξη «λέρος» που σημαίνει ομαλός, επίπεδος.

Ρόδος: Από την αρχαία εποχή έχει επικρατήσει ο συσχετισμός του ονόματος με το ομώνυμο λουλούδι, ιερό στον θεό Ήλιο. Γιʼαυτό και τα νομίσματα της Ρόδου παρίσταναν από το ένα μέρος του κεφάλι του Ήλιου και από το άλλο το Ρόδον.

Κέρκυρα: Σύμφωνα με πολλούς μελετητές το όνομα οφείλεται στην νύμφη Κέρκυρα, κόρη του ποταμού Ασώπου. Ο θεός Ποσειδώνας αγάπησε την όμορφη κοπέλα, την έφερε στο νησί και του έδωσε το όνομά της. Από τον έρωτά τους έφερε στη ζωή τον Φαίακα, τον μυθικό γενάρχη των Φαιάκων.

Πολλοί μελετητές πιστεύουν ότι ο μύθος της νύμφης Κέρκυρας συνδέεται ετυμολογικά με την λέξη «κορυφώ» από την ακρόπολη που βρίσκεται απέναντι από το σημερινή πρωτεύουσα. Από την λέξη «κορυφώ» προήλθε στην συνέχεια η λατινογενής ονομασία Corfu, με την οποία είναι γνωστό το νησί στο εξωτερικό.

Κύθηρα: Αρκετές φορές τα Κύθηρα άλλαξαν ονομασία. Οι κατά καιρούς ηγεμόνες του νησιού του προσέδιδαν διάφορα ονόματα. Τον μεσαίωνα λεγόταν Κυθουρία και Τσερίγο ή Τσιρίγο, όνομα που του έδωσαν οι Ενετοί ναυτικοί. Λεγόταν και Φοινικούντα κάποτε, γιατί πολύ παλιά υπήρξαν τα Κύθηρα αποικία των Φοινίκων. Η ονομασία «Κύθηρα» τους δόθηκε από την Αφροδίτη, την προστάτιδα του νησιού κατά την αρχαιότητα, που εδώ την έλεγαν Κυθήρια ή Κυθέρεια, από το ρήμα «κεύθω», το οποίο σημαίνει «κρύπτω τον έρωτα στην κοιλία».

πηγή: in2life.gr
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Ελληνικά νησιά: Από πού πήραν το όνομά τους;"

Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2015

Ζακυνθινά - ελληνοποιημένα - Επώνυμα



Αβάσταγος (Avastago)--
Αβούρης/Αβούριος (Avuri)--
Αγιαποστολίτης (Ajiapostoliti)--
Αγουστόνης/Αουστόνης (Austoni)--
Αλιμπράντης/Αλιπράντης (Alipranti)--
Αλμπέρτο (Alberti)--
Αντρηόλας/Αντριόλας/Ανδρεόλας (Andriola)--
Αντρίζης/Αντρίτσης/Ανδρίτσης (Andrizzi)--
Αντρούτσος/Ανδρούτσος-Τρομπέττας (Andruzzo-Trompeti)-
Ανκούσολα (Anguissola)--
Αντίπας/Αντύπας (Antipa)--
Αρακλιότης/Αρακλιώτης/Ηρακλειώτης (Araclioti/Iraclioti)-
Αργυρόπουλος (Argyropoulo/Jargyropulo)--
Βαζαΐος/Μπαζαΐος/Μπασέγλιος (Baseglio)--
Βαλαρέτζος/Βαλαρέσσος (Valaresso)--
Βάλβης/Μπάλμπης (Balbi)--
Βαλιέρ (Valier)--
Βάλσαμος/Μπάλσαμος (Balsamo)--
Βαρβαρήγος/Μπαρμπαρίγος (Barbarigo)--
Βαρβιάνης/Βαρβίας/Μπαρμπίας (Barbia/Barbiani)--
Βαρδάνης (Vardani)--
Βάρδας (Varda)--
Βαρζός/Μπαρζός (Barzo)--
Βελέττης/Μπελέτης (Beletti)--
Βέμπο/Μπέμπο (Bembo)--
Βενάρδος/Βερνάρδος/Μπενάρδος (Bernardo)--
Βενετάντο/Μπενετάντο (Benetanto)--
Βενέτος/Μπενέτος (Veneto)--
Βενιέρ (Venier)--
Βεντούρας (Ventura)--
Βεντραμίν (Vendramin)--
Βερίκιος/Βερύκιος (Verichio)--
Βιδάλε (Vidale)--
Βιτούρης (Viturri)--
Βλασόπουλος/Βλασσόπουλος (Vlassopulo)--
Βλαστός (Vlasto)--
Βολεντιέρας/Βολοντιέρας/Βολτέρρας/Βολτιέρας --(Volterra/Volentiera)--
Βορήσης (Vorissi)--
Βούλγαρης (Vulgari/Bulgari)--
Βούλτσος/Μπούλτσος (Vulzo)--
Γαήτας (Gaeta)--
Γαλέτος (Galeto)--
Γαλιάτζας/Γαλιατζής/Γαλιάτσης (Galliazzi-Stravopodi)--
Γάμπαρας (Gambara)--
Γαμπριέλ/Γκαπριέλ (Gabrielli)--
Γαρδέλης/Γαρδελής (Gardeli)--
Γαρζώνης (Garzoni)--
Γερακάρης (Geracari)--
Γεωργάνος (Jorgano)--
Γιαννόπουλος (Jannopulo)--
Γιαργυρόπουλος/Διαργυρόπουλος --(Diargyropulo/Jargyropulo)--
Γκράντος/Γράδος (Grado)--
Γρατενίγος (Gradenigo)--
Γριμάνης (Grimani)--
Γρυπάρης (Gripari)--
Δάνδολος (Dandolo)
Δαρίβας/Νταρίβα/Ρίβας (DaRiva/Riva)
Δαρέζης/Νταρέζης (Daresi)
Δελαζάρης/Ντελάζαρης/Λάζαρης (De Lazzari)
Δενάζης/Ντενάζης (De Nasi)
Δερώσσης/Ρώσσης (De Rossi)
Δεσύλλας/Σιγούρος-Δεσύλλας (Siguro)
Δικόπουλος/Ντονά-Δικόπουλος (Dona-Dicopulo)
Δονάτος (Donato)
Ζαμπέλης/Ζαμπέλιος (Zambelli)
Ζωγράφος (Zografo)
Ζωΐτσης (Zoitsi)
Ζωναράς (Zonara)
Θερειανός (Theriano)
Καβάλλης (Cavalli)
Καλανδρηνός (Calandrino)
Καλάργας/Καλάργκος (Calarga)
Κάλβος/Κάλμπος (Calbo)
Καλέκας (Caleca)
Καλέτζης (Calenzi)
Καλλέργης (Callergi)
Καλόφωνος (Calofono)
Καμύλος (Camillo)
Καμινάρης (Caminari)
Κανάλε (Canale/Da Canale)
Κανδήλας/Καντήλας (Candila)
Καντούνης (Canduni)
Καοτόρτα (Caotorta)
Καούτζης/Καούτσης (Cauzzi)
Καπέλλος (Capello)
Καπνίσης (Capnisi/Kapnist)
Καρβελάς (Carvela)
Καρρέρ/Καρρέρης (Carrer)
Κατελάνος/Κατηλάνος/Κατηλιανός (Catelano)
Κατήφορος (Catiforo)
Καψάς (Capsa)
Καψοκέφαλος (Capsochephalo)
Κεφαλληνός/Μαλατέστας-Κεφαλληνός (Malatesta-Cefallino)
Κλάδης (Cladi)
Κοκκίνης (Cocchini)
Κόλας/Κόλλας (Cola)
Κομούτος/Κουμούτος (Comuto)
Κονταράτος (Condarato)
Κονταρίνης (Contarini)
Κοντονής (Condoni)
Κοντούτζης/Κοντούτσης (Conduzzi)
Κόππο (Coppo)
Κοραής (Coray)
Κορνάρος (Cornaro)
Κορνέρ (Corner)
Κορρέρ (Correr)
Κουερίνης (Querini)
Κουκουλομάτης (Cuculomati)
Κουρούμαλλος (Curumalo)
Κούρτζολάς/Κούρτσολας/Ντακούρτσολα (Curzola)
Κούτζης/Κούτσης (Cuzzi)
Κουτούβαλης (Cotuvali)
Κυβετός (Chiveto)
Λαμπέτης (Lambeti)
Λεκατσάς/Ρούσος-Λεκατζάς (Russo-Lecazza)
Λευκαδίτης (Lefcaditi)
Λιβάνης (Livani)
Λίβιος (Livio)
Λογοθέτης (Logotheti)
Λοκατέλλης/Λοκατέλλι/Ντοκαδέλος (Locatelli)
Λούντζης (Lunzi)
Μαγδαληνός (Magdalino)
Μακρής (Macri)
Μαλιπιέρος (Malipiero)
Μαμουνάς/Μαμωνάς (Mamuna)
Μανδρικάρδης/Μαντρικάρδης (Mandricardi)
Μάνεσης (Manessi)
Μανιατάκης (Maniatachi)
Μανιός (Manio)
Μανολέσος (Manolesso)
Μανούσος (Manusso)
Μαρίνης (Marin)
Μαρκάτης/Μερκάτης (Mercati)
Μαρντίτος (Mardito)
Μαρσέλλος /Μαρτζέλος/Μαρτσέλος/Μέγκουλας (Marcello-Mengula)
Μαρτελάος (Martelao)
Μαρτινέγκας (Martinengo)
Μασάρης (Masari)
Μάτεσης (Matessi)
Μελισσηνός (Melissino)
Μελισσουργός (Melissurgo)
Μελκύ/Ανέζη/Μέλλη (Melchi)
Μέμο (Memo)
Μέτζο (Mezzo)


http://users.sch.gr/babaroutsoup/pareababa/epikoinonia/eponima.htm
Μιχαλίτζης/Μιχαλίτσης (Michalizzi)
Μιάνης (Miani)
Μικέλης (Michiel)
Μιλίκης (Milichi)
Μίνιος (Minio)
Μινότος/Μιυώτος (Minotto)
Μίστορης (Mistori)
Μοάτζο/Μοάτσος (Moazzo)
Μοθωναίος (Mothoneo)
Μολίν (Molin)
Μονδίνος/Μοντίνος (Mondino)
Μόντε/Μόντης (Monte)
Μορέλλης/Μουρέλης (Morelli)
Μορζίνης/Μοροζίνης (Morosini)
Μόρμορης (Mormori)
Μόρο (Moro)
Μόστο (Mosto/Damosto)
Μότας (Motta)
Μοντζενίγος (Mocenigo)
Μουλάς (Mula)
Μουτζάν (Muzzan)
Μπάρμπαρο (Barbaro)
Μπαρότσης (Barozzi)
Μπάφο (Baffo)
Μπιτζάρος/Πέζαρος (Pezaro)
Μπολάνης/Μπολύνης (Bolani)
Μπολντού/Μπουλντού (Boldu)
Μπόν/Μπόνο (Bon/Bono/Bon-Mengula)
Μποντιμιέρ/Μποντουμιέρ (Bondumier)
Μποριέζης (Borghese)
Μπόρσας (Borsa)
Μπουζιάνης/Μπυζιάνος (Busiani)
Μπραγκαντίν/Πρεγάτης/Πρεγκαντίν (Bragadin)
Ναδάλ (Nadal)
Νέγρης (Negri)
Νεράτζης (Neranzi)
Νερούλης (Nerugli)
Νικόπουλος/Νικολόπουλος/Νικόλοπουλο-Μπελίνι (Nicolopulo-Belini)
Νομικός (Nomico)
Ντακουζάν (DaCusan)
Νταμουσός/Ντομουσός (Dumusso)
Ντάντολος (Dandolo)
Ντιέντο (Diedo)
Ντονάτος (Donato)
Ξανθόπουλος (Xanthopulo)
Ογκλέζος ναβάλ (Onglese naval)
Παήδης/Παΐδης (Paidi)
Παλαιολόγος (Paleologo)
Παλλαδάς/Πολάδας (Pallada)
Παντουβέρης (Badoer)
Παπαδάτος (Papadato)
Παρούτας (Paruta)
Πασκαλίγος/Πασκαλίκος/Πασκουαλίγος (Pasqualigo)
Πατρινός (Patrino)
Πετρόπουλος (Petropulo)
Πετρουλής (Petruli)
Πετρούτζος/Πετρούτσος (Petruzzo)
Πιζάνης (Pisani)
Πιτζαμάνος-Ζαύρας (Pizzamano)
Πλανήτερος (Planitero)
Πλατιγένης (Platigeni)
Πόντε (Ponte)
Πόντζο ντε Μπόργκο/Ποτζοτεπόργο (Pozzo de Borgo)
Πρεμαρίν (Premarin)
Πρετόριος (Pretorio)
Πριάνης (Priani)
Πριόρος (Prioro)
Πριούλης (Priuli)
Πιρόπουλος/Πυρόπουλος (Pyropulo)
Ραυτόπουλος/Ραφτόπουλος (Raftopulo)
Ραψομανίκης (Rapsomanichi)
Ρεκαντζάς (Recanza)
Ρενιέρ/Ρενιέρης (Renier)
Ρεξομάντης (Rexomandi)
Ροΐδης (Roidi)
Ροματζάς (Romanza)
Ρόμας (Roma)
Ρομιόπουλος (Romiopulo)
Ρονκάλας (Roncala)
Ρόσης (Rossi)
Ρουκάνης (Rucani)
Ρουσάς/Ρούσιας (Russia)
Ρουσελάτος (Russelato)
Ρουσιανός (Russiano)
Ρουσμέλης (Rusmeli)
Ρουτζέρης/Ρουτζιέρης (Ruggeri)
Ρουτζίνης-Σούλος (Ruzzini-Sulo)
Σαγρέδος (Sagredo)
Σαλαμαλέκης (Salamalechi)
Σαλαμόν (Salamon)
Σαντόκιας/Σαντούκας (Sanducha)
Σαντορίνης (Sandorini)
Σεμιτέκολος (Semitecolo)
Σεμπρικός (Sembrico)
Σέρρας (Serra)
Σιδέρης (Sideri)
Σιρίγος/Συρίγος (Sirigo)
Σκλαβουνάκης (Sclavunachi)
Σκληρός/Σκούρτας (Scurta/Scliro)
Σκορδύλης/Σκουρδούλης/Σκουρδούλης-Σάρτζης (Scordili)
Σκουλογένης (Sculogeni)
Σκούφος (Scufo)
Σολίμας (Solima)
Σοράντζο (Soranzo)
Σουμμάκης (Summachi)
Σουριάν/Σουριανός (Surian)
Σοφιανός (Sofiano)
Σπανούδης/Φαρμάκης (Farmachi)
Σπαταφόρας (Spatafora)
Σταυράκης (Stavrachi)
Σταφέττας (Stafetta)
Στράνης (Strani)
Στρούτζας (Struza)
Ταλαπιέρας (Tagliapierra)
Τελωνείο
Τετράδης (Tetradi)
Τζανετήνης (Zannetini)
Τζαντάνης (Giantani)
Τζελεμάν/Τζελεμάς (Zeleman)
Τζέλσης (Celsi)
Τζεν (Zen)
Τσιγώνια/Τσικόνια (Cicogna)
Τζόντας (Gionta)
Τζορτζέτος (Zorzetto)
Τζουστινιάν (Giustinian)
Τιέπολο (Tiepolo)
Τομάζης (Tommasi)
Τριβιζάς (Trivisan)
Τρον (Tron)
Φαλιέρ (Falier)
Φασόης (Fassoi)
Φερεντίνος (Ferentino)
Φέρρο-Φλώριος (Ferro-Florio)
Φίλανδρος/Φόλανδρος (Folandro)
Φισκάρδης/Φωσκάρδης (Foskardi)
Φλαμπουριάρης (Flamburiari)
Φλεμοτόμος (Femotomo)
Φόσκολο/Φώσκολος (Foscolo)
Φωτινός (Fotino)
Φραγγόπουλος/Φραγκόπουλος (Frangopulo)
Φράγγος/Φράγκος/Φράνκος (Frango)
Φραντζής (Franzin)
Χαρακόπουλος (Characopulo)
Χαργιάτης (Cariati)
Χατζημίρης (Chadzimiri)
Χιόνης/Χυώνης/Χιώνης (Chioni)
Χρυσοπλεύρης (Crissoplevri)
Ψαρομήλιγκας (Psaromilinga)
Ψιμάρης (Psimari) 
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Ζακυνθινά - ελληνοποιημένα - Επώνυμα"
Related Posts with Thumbnails