Το Αιγαίο, λόγω της δεσπόζουσας γεωγραφικής του θέσης στο νοτιοανατολικό άκρο της Ευρώπης, ανέκαθεν αποτελούσε σταυροδρόμι Ανατολής-Δύσης. Ιδίως οι Κυκλάδες υπήρξαν διαχρονικά ένας κατ’ εξοχήν τόπος συνάντησης εθνοτήτων, θρησκειών, νοοτροπιών, πολιτιστικών ρευμάτων, καθώς και χώρος ανάπτυξης οικονομικών ανταλλαγών μέσα στα ευρύτερα πλαίσια της αλληλοεπικοινωνίας των λαών της Μεσογείου. Η Νάξος, δεδομένης της ιδιαιτέρως σημαντικής γεωγραφικής της θέσης στην καρδιά του Αιγαίου, ως περάσματος και κομβικού σημείου για τις θαλάσσιες οδούς, που συνέδεαν Ανατολή και Δύση, Βορρά και Νότο, υπήρξε ανά τους αιώνες στόχος για ξένους επιδρομείς και κατακτητές, γεγονός που συνετέλεσε στη δημιουργία επικοινωνίας με άλλους μεσογειακούς λαούς και εν προκειμένω με λαούς της ιταλικής χερσονήσου ήδη από τα πανάρχαια χρόνια. Μία πολύ σημαντική καμπή για την ιστορία της περιοχής υπήρξε η διεξαγωγή της Δ` Σταυροφορίας και εκτροπή της με την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Φράγκους και τους Βενετούς στα 1204. Τότε η Βυζαντινή Αυτοκρατορία διαλύθηκε και κατακερματίστηκε, γεγονός που είχε ως συνέπεια την κατάκτηση πολλών εδαφών του ελληνικού χώρου από Φράγκους, Βενετούς, Γενουάτες και άλλους «Δυτικούς», ενώ σημαντικό τμήμα των ελληνικών πληθυσμών βρέθηκε υπό λατινική κυριαρχία. Η πρώην βυζαντινή επικράτεια διαιρέθηκε σε διάφορα αντιμαχόμενα λατινικά και ελληνικά κρατίδια. Το γεγονός αυτό είχε ως συνέπεια την ενίσχυση της λατινικής παρουσίας στην Ελλάδα για τους επόμενους αιώνες και την εκ των πραγμάτων δημιουργία στενότερων σχέσεων του ντόπιου στοιχείου με τους Λατίνους κατακτητές. Η Βενετία επωφελούμενη από τις ευνοϊκές γι’ αυτήν συγκυρίες και εκμεταλλευόμενη το κενό εξουσίας, που δημιουργήθηκε στην περιοχή μετά την πτώση της Βασιλεύουσας, κατόρθωσε να ανελιχθεί σε μία μεγάλη θαλάσσια δύναμη. Οι Βενετοί, λόγω του ότι οι κύριες οικονομικές τους δραστηριότητες ήταν το εμπόριο και η ναυτιλία, ενδιαφέρθηκαν για την απόκτηση βάσεων για τον ανεφοδιασμό των πλοίων τους και την ανάπτυξη του θαλάσσιου εμπορίου τους και έτσι έθεσαν υπό την κυριαρχία τους σημαντικές γι’ αυτούς παράκτιες και νησιωτικές περιοχές σεθέσεις-κλειδιά για τον έλεγχο των θαλασσίων οδών. Ωστόσο, μεγάλος αριθμός νησιών του Αιγαίου -μεταξύ των οποίων και η Νάξος- είτε δεν είχαν συμπεριληφθεί στις συμφωνίες διανομής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μεταξύ Φράγκων και Βενετών, είτε είχαν κατακυρωθεί στη Βενετία, αλλά η ίδια ήταν απρόθυμη εκείνη την περίοδο να τα καταλάβει με δικά της μέσα, λόγω του ότι το εγχείρημα αυτό απαιτούσε υψηλό κόστος, δεδομένου μάλιστα ότι η ίδια ήταν απασχολημένη με άλλα, πιο σημαντικά ζητήματα Έτσι η Γαληνοτάτη Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου, ενθάρρυνε την κατάκτησή των αδιανέμητων αυτών νησιώναπό ιδιώτες Βενετούς, που θα βρίσκονταν στη συνέχεια εντός της σφαίρας επιρροής της, αναγνωρίζοντας ωστόσο ως επικυριάρχό τους το Λατίνο αυτοκράτορα Κωνσταντινουπόλεως. Στην πρόσκληση αυτή της Βενετίαςανταποκρίθηκε ο ευγενής Μάρκος Σανούδος (MarcoSanudo), ανιψιός του Βενετού δόγη,Ερρίκου Dandolo, ο οποίος επάνδρωσε οκτώ γαλέρες με ένα ετερόκλητο πλήθος από τυχοδιώκτες και κατέλαβε τη Νάξο στα 1207. Έτσι ιδρύθηκε στις αρχές του 13ου αιώνα το Δουκάτο του Αιγαίου ή του Αρχιπελάγους, μία ανεξάρτητη λατινική ηγεμονία, που όμως ουσιαστικάήταν κηδεμονευόμενη για μεγάλο χρονικό διάστημα από την ίδια την πατρίδα των Σανούδων, τη Βενετία, παρόλο που βρισκόταν αρχικά τουλάχιστον υπό την επικυριαρχία των Φράγκων της Πελοποννήσου. Περιελάμβανε και άλλα νησιά των Κυκλάδων και είχε ως πρωτεύουσα τη Χώρα της Νάξου. Μέσα στο Κάστρο της Χώρας είχε την έδρα του ο εκάστοτε δούκας και οι λοιπές αρχές του κρατιδίου αυτού. Οι Λατίνοι κατακτητές -οι οποίοι δεν ήταν μόνο Βενετοί- εισήγαγαν δυτικές πρακτικές στη Νάξο, μετεμφυτεύοντας εκεί τη φεουδαρχία, ένα πλέγμα πολιτικών και κοινωνικό-οικονομικών σχέσεων, που στη μεσαιωνική δυτική Ευρώπη αποτελούσε καθεστώς. Στα τέλη του 14ου αιώνα τους Σανούδους διαδέχτηκαν οι βερωνέζικης καταγωγής, Κρίσποι. Αν και το Δουκάτο του Αιγαίου καταλύθηκε από τους Τούρκους στα μέσα του 16ου αιώνα, ωστόσο οι Λατίνοι φεουδάρχες της Νάξου διατήρησαν σημαντικό μερίδιο της ισχύος κατά τους δύο περίπου επόμενους αιώνες, με την ανοχή των οθωμανικών αρχών. Επίσης άλλες επιφανείς βορειοϊταλικής προέλευσης οικογένειες των Κυκλάδων και της Κρήτης εγκαταστάθηκαν στο νησί μετά την κατάκτηση της μεγαλονήσου από τους Τούρκους, λαμβάνοντας μάλιστα και φέουδα, Αξίζει να αναφερθεί ότι, οι Λατίνοι της μεταμεσαιωνικής Νάξου (σε αυτούς προστέθηκαν από το 17ο αιώνα Γάλλοι έποικοι, κυρίως μοναχοί) αποτελούσαν περίπου το 5% του συνολικού πληθυσμού του νησιού. Η δυναμική αυτή παρουσία των «Φράγκων» στην περιοχή κατά την ύστερη μεσαιωνική και μεταμεσαιωνική περίοδο, είχε ως συνέπεια τη διείσδυση στο νησί ιταλικών γλωσσικών στοιχείων. Έτσι παρατηρείται ακόμη και σήμερα το φαινόμενο της ύπαρξης στο τοπικό ναξιακό λεξιλόγιο, όχι μόνο λέξεων καθημερινής χρήσης, αλλά και κυρίων ονομάτων (επωνύμων και βαπτιστικών), των οποίων η προέλευση θεωρείται ιταλική. Δεν είναι πάντοτε σαφές, εάν η ύπαρξη ενός επωνύμου ιταλικής, βενετικής κατά κύριο λόγο προέλευσης, αποτελεί ένδειξη ή απόδειξη ότι ο κάτοχός του έλκει την καταγωγή του από την Ιταλία ή πρόκειται απλώς για απόρροια της μακρόχρονης συμβίωσης Ελλήνων και Λατίνων και της υιοθέτησης από πλευράς ατόμων ελληνικής καταγωγής και δόγματος, ονομάτων που έχουν ενταχθεί στο τοπικό λεξιλόγιο των μέσων και των νεότερων χρόνων και που επιβιώνουν μέχρι τις ημέρες μας. Είναι επίσης ενίοτε ασαφές, εάν ιταλογενή επώνυμα αυτής της κατηγορίας έχουν ως τόπο δημιουργίας τους τη Νάξο ή πρόκειται για ονόματα κατοίκων, που έχουν μεταναστεύσει εκεί από άλλες λατινοκρατούμενες περιοχές, όπου επικρατούσαν παρόμοιες πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες με τη Νάξο (π.χ. Κρήτη, Χίος, Άνδρος). Το βέβαιο πάντως είναι ότι το μεγαλύτερο μέρος των ναξιακών επωνύμων ιταλικής προέλευσης ή επιδράσεων, που έχει εντοπιστεί σε πηγές (15ος-18οςαιώνας), έχει εκλείψει και δεν απαντάται πλέον στο νησί. Προέλευση των ιταλογενών ναξιακών επωνύμων Η ύπαρξη ιταλικής προέλευσης ναξιακών οικογενειακών ονομάτων επιδέχεται ποικίλες ερμηνείες και αποδίδεται σε διάφορες αιτίες: α) Οι φέροντες τέτοια ονόματα είναι δυνατό να είναι γόνοι οικογενειών με ρίζες από τη Δύση και ιδίως από βορειοϊταλικές πόλεις (π.χ. από τη Βενετία, τη Γένοβα, τη Μπολώνια, τη Βερώνα, το Μιλάνο κ.α.), που είτε εγκαταστάθηκαν στη Νάξο ήδη από τον ύστερο Μεσαίωνα, είτε μετανάστευσαν εκεί από άλλες λατινοκρατούμενες περιοχές κατάτην Τουρκοκρατία, χωρίς να αποκλείεται να πρόκειται για απλές επιδράσεις στην ονοματοδοσία τους. Αρχικά όλοι οι Ιταλοί επήλυδες ασπάζονταν το δυτικό δόγμα, ωστόσο με την πάροδο των αιώνων, πολλοί από τους απογόνους τους προσεχώρησαν στην Ορθοδοξία. β) Περιπτώσεις μικτών γάμων. Παρατηρείται στη μεσαιωνική Νάξο, αλλά και αργότερα το φαινόμενο της σύναψης γάμου μεταξύ ετεροδόξων. Μία από τις βασικές του αιτίες ήταν (ιδίως κατά τους πρώτους αιώνες της λατινικής κυριαρχίας) η δυσχέρεια εξεύρεσης δυτικών γυναικών στο χώρο των Κυκλάδων, με σκοπό το γάμο. Έτσι παρατηρήθηκε στο Αιγαίο το φαινόμενο της γέννησης παιδιών, που είχαν πατέρα Λατίνοκαι μητέρα Ελληνορθόδοξη, τα οποία ονομάζονταν γασμούλοι, βασμούλοι ή bastardi. Αυτοί δε θεωρούνταν ούτε ελεύθεροι, ούτε σκλάβοι, αλλά μία ενδιάμεση κατάσταση ανάμεσα στους «Φράγκους»και τους Έλληνες. Οι γασμούλοι είχαν γενικά τη δυνατότητα να επιλέξουν το δόγμα της αρεσκείας τους, κατά τη συνήθη όμως πρακτική στη Νάξο τα αγόρια, που προέρχονταν από μεικτό γάμο, ασπάζονταν το δόγμα του πατέρα, ενώ τα κορίτσια αυτό της μητέρας, ενώ κατάάλλη εκδοχή, οι γόνοι των μεικτών γάμων -αμφοτέρων των φύλων- στις Κυκλάδες έπαιρναν το δόγμα της μητέρας. γ) Περιπτώσεις ντόπιων Ελληνορθοδόξων κατοίκων της Νάξου, που για διαφόρους λόγους απέκτησαν επώνυμο ή βαπτιστικό όνομα, προερχόμενο κατά κανόνα από τη βενετσιάνικη διάλεκτο: πιθανόν είτε λόγω στενών σχέσεων με κάποιο φεουδάρχη, το κύρος του οποίου στην τοπική κοινωνία μπορούσε ενδεχομένως να ασκήσει σημαντική επιρροή ως προς την ονοματοδοσία μελών της ελληνορθόδοξης πλειοψηφίας, είτε κυρίως λόγω της ευρείας διάδοσης στο λεξιλόγιο του ντόπιου πληθυσμού ιταλικών λέξεων και εισαγωγής πολλών βαπτιστικών ονομάτων βενετικής προέλευσης. Έτσι τα λατινικής προέλευσης ναξιακά επώνυμα τα διακρίνουμε για λόγους μεθοδολογικούς στις εξής κατηγορίες: 1) Σε επώνυμα γνωστών δυτικών οικογενειών, μέλη των οποίων εγκαταστάθηκαν στη Νάξο κατά τους μεσαιωνικούς και μεταμεσαιωνικούς χρόνους, που σήμερα είτε διατηρούν τη ρωμαιοκαθολική τους πίστη (π.χ. Δελλα-Ρόκκας), είτε έχουν ασπαστεί το ορθόδοξο δόγμα (π.χ. Μπαζαίος). 2) Σε πατριδωνυμικά επώνυμα. π.χ. Βερώνης, Πρίντεζης, Δεγαΐτας. 3) Σε αυτά που προέρχονται από ιταλικά βαπτιστικά. π.χ. Ανδριέλλος, Τζαννετής, Τζουάννης, Τζαννίνης, Φραγκίσκος, Φρατζέσκος, Μαράκης, Στάης. 4) Σε αυτά που προέρχονται από παρωνύμια. π.χ. Λυμπερτάς, Τζόβενος. 5) Σε αυτά που προέρχονται από ιταλικά επαγγελματικά επώνυμα ή που προήλθαν από τίτλους και αξιώματα της εποχής του Δουκάτου του Αιγαίου και που επιβίωσαν κατά την Τουρκοκρατία. π.χ. Καστελλάνος, Κατζηλιέρης κ.α. Του Θανάση Κωστάκη (συγγραφέα) |
Άγιον 12ήμερο 1940. Γράμμα από το μέτωπο.
-
Γράφει ο Παναγιώτης Μυργιώτης
Δεκέμβριος του 1940, διανύουμε τις τελευταίες ημέρες. Ο χειμώνας ιδιαίτερα
βαρύς. Επικρατεί αφόρητο κρύο και το χιόνι έχει...
Πριν από 44 δευτερόλεπτα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου