Εάν ελκύουν σήμερα την προσοχή μας αυτοί οι παράτολμοι διαμαχόμενοι ο λόγος είναι ότι καλύπτουν την γυμνότητα των αμαρτιών τους με ευφρόσυνη ρωμαλεότητα και πνεύμα.--
Η άμεση γειτονία που είχαν με την θάλασσα, οι ευκαιρίες του εμπορίου, η ελευθερία της οικονομικής και πολιτικής ζωής δίνουν στο Αθηναίο μια άνευ προηγουμένου εγερσιμότητα και ελαστικότητα στη διάθεση και την σκέψη του ενώ ανεβάζουν τον πυρετό του πνεύματος και των αισθήσεων του.
Κατοικεί σε μια ευρύτερη ζώνη πάνω από τα ενδιάμεσα κράτη της Ανατολής με τις υπναλέες νότιες περιοχές και στην αρχή των Ευρωπαϊκών εδαφών όπου ο χειμώνας είναι αρκετά ψυχρός, ώστε να τονώνει, δίχως να παραλύει και το καλοκαίρι αρκετά θερμό, ώστε να ελευθερώνει, δίχως να εξασθενεί το σώμα και την ψυχή!
Εδώ υπάρχει πίστη για την ζωή και τον άνθρωπο και μια ζέση τέτοια που όμοια της πρόκειται να παρατηρηθεί και πάλι μόνον κατά τη περίοδο της Αναγέννησης.
Από το εμψυχωτικό αυτό περιβάλλον αναπηδά θάρρος και αυθορμητισμός, που απέχει πάρα πολύ από την σωφροσύνη, την οποία οι φιλόσοφοι κηρύττουν μάταια, ή από την ολύμπια αταραξία, την οποία ο γέρος Γκαίτε αποδίδει στους εμπαθείς και ανήσυχους Έλληνες.
Τα ιδανικά ενός έθνους είναι συνήθως μεταμφίεση και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως ιστορία.
Το θάρρος και η εγκράτεια, η ανδρεία και το «ΜΗΔΕΝ ΑΓΑΝ» της Δελφικής επιγραφής, είναι τα αντίμαχα εμβλήματα του Έλληνα.
Πραγματοποιεί το ένα αρκετά συχνά, αλλά το άλλο υπάρχει μόνο για τους χωρικούς, τους φιλοσόφους και τους αγίους του.
Ο μέσος Αθηναίος είναι φιλήδονος, αλλά με ήσυχη συνείδηση.
Δεν θεωρεί αμάρτημα τις απολαύσεις των αισθήσεων και βρίσκει σε αυτές την πιο πρόχειρη απάντηση στον πεσιμισμό, που σκιάζει τα στοχαστικά του ενδιάμεσα.
Αγαπάει τον οίνο και δεν ντρέπεται να μεθάει όταν συχνά του συμβαίνει.
Αγαπάει τις γυναίκες με σχεδόν αθώο φυσιολογικό τρόπο, συγχωρεί εύκολα στον εαυτόν του την πολυμειξία, και δεν θεωρεί την παρέκκλιση από την αρετή ως ανεπανόρθωτη καταστροφή.
Παρόλα αυτά, διαλύει δυο μέρη οίνου με τρία νερού και θεωρεί την επανειλημμένη μέθη ως προσβολή κατά του αισθήματος της φιλοκαλίας.
Αν και σπάνια εφαρμόζει την μετριοπάθεια, την λατρεύει ειλικρινά και διατυπώνει καθαρότερα από κάθε άλλο λαό της ιστορίας το ιδανικό της αυτοκυριαρχίας.
Οι Αθηναίοι είναι τόσο λαμπροί, ώστε δεν μπορούν να είναι καλοί και περιφρονούν την βλακεία ακόμη περισσότερο από όσον βδελύσσονται την διαφθορά.
Δεν είναι όλοι σοφοί, και δεν πρέπει να φανταζόμαστε τις γυναίκες τους όλες ως ωραίες «Ναυσικάς» η επιβλητικές «Ελένες», ή τους άνδρες τους να συνδυάζουν το θάρρος του Αίαντα και την σοφία του Νέστορα.
Η ιστορία θυμήθηκε τους μεγαλοφυείς της Ελλάδας και αγνόησε τους ανόητους(πλην του Νικία).
Ακόμη και η εποχή μας ίσως να φανεί μεγάλη, όταν οι περισσότεροι από εμάς ξεχαστούμε και μόνον οι κορυφαίοι μας σωθούν από την φθορά του χρόνου.
Ο μέσος Αθηναίος παραμένει αγχίνους ως ο Ανατολίτης και ερωτευμένος με τους νεωτερισμούς ως ο Αμερικανός.
Αιώνια περίεργος και κινητικός.
Πάντοτε να διακηρύσσει την «Παρμενίδειον ηρεμία» και πάντοτε κλυδωνιζόμενος στην «θάλασσα» του Ηράκλειτου.
Κανένας άλλος λαός δεν είχε ποτέ ζωηρότερη φαντασία και ευστροφώτερη γλώσσα.
Η καθαρή σκέψη και η σαφής έκφραση είναι θεία πράγματα για τον Αθηναίο.
Δεν ανέχεται την συσκότιση και θεωρεί την φωτισμένη και ευφυή συνδιάλεξη ως την υψηλοτέρα πνευματική άσκηση του πολιτισμού.
Το μυστικό της πληθωρικότητας της Ελληνικής ζωής και σκέψης έγκειται στο ότι για τον Έλληνα ο άνθρωπος είναι το μέτρο όλων πραγμάτων.
Ο μορφωμένος Αθηναίος είναι ερωτευμένος με την λογική και σπάνια αμφιβάλλει για την ικανότητα αυτής να διευθύνει το Σύμπαν.
Ο πόθος του να μαθαίνει και να κατανοεί είναι το ευγενέστερο πάθος του και είναι αχαλίνωτο όπως και τα υπόλοιπα.
Πολύ αργότερα θα ανακαλύψει τα όρια της λογικής και της ανθρώπινης προσπάθειας και από φυσική αντίδραση θα περάσει σε ένα πεσιμισμό που έρχεται σε παράδοξη αντίθεση με την χαρακτηριστική ζωηρότητα του πνεύματος του.
Ακόμη και κατά τον αιώνα της πληθωρικότητας του η σκέψη των πλέον βαθυστόχαστων του ανδρών, που δεν είναι οι φιλόσοφοι του αλλά οι δραματουργοί του, σκιάζεται από την φευγαλέα συντομία της χαράς και την επίμονη παρουσία του θανάτου.
Όπως η περιέργεια γεννάει την επιστήμη της Ελλάδας, έτσι και η κτητικότητα θεμελιώνει και διέπει την οικονομία της.
Ο Πλάτων με την συνήθη υπερβολή των ηθικολόγων λέει:
« Η αγάπη του πλούτου απορροφά εξ ολοκλήρου τους ανθρώπους και ουδέποτε τους επιτρέπει ούτε επί στιγμήν να σκεφθούν τίποτε άλλο πλήν των ατομικών αγαθών. Εκεί κρέμεται η ψυχή κάθε πολίτου».
Οι Αθηναίοι είναι ανταγωνιστικά πλάσματα και παρορμούν ο ένας των άλλων με σχεδόν αμείλικτη αντιζηλία.
Είναι πονηροί και αντάξιοι των Σιμιτών σε στρατηγήματα και προπαγάνδα.
Μοιάζουν κατά πάντα με τους σκληροτράχηλους Βιβλικούς Εβραίους και είναι εξίσου με αυτούς εριστικοί, επίμονοι και υπερήφανοι.
Παζαρεύουν μετά μανίας, όταν αγοράζουν και πουλούν, συζητούν κάθε σημείο στην συνομιλία και όταν δεν μπορούν να κάνουν πόλεμο εναντίων άλλων χωρών, ερίζουν και πολεμούν μεταξύ τους.
Δεν είναι πολύ αισθηματίες και αποδοκιμάζουν τα δάκρυα του Ευριπίδη.
Είναι καλοί προς τα ζώα και σκληροί προς τους ανθρώπους.
Μετέρχονται τακτικά βασανιστήρια εναντίων των δούλων, οι οποίοι δεν κατηγορούνται για τίποτα, και κοιμούνται καθώς φαίνεται, αμέριμνοι αφού σφάξουν ολόκληρη πόλη αμάχων.
Ωστόσο είναι γενναιόδωροι προς τους φτωχούς ή τους αναπήρους.
Και όταν η Εκκλησία του λαού πληροφορείται ότι η κόρη του Αριστογείτονα, του τυραννοκτόνου, ζει σε καθεστώς άθλιας φτώχειας στην Λήμνο, παρέχει χρήματα για να την φέρει στην Αθήνα και να τις δώσει προίκα και σύζυγο.
Οι καταπιεζόμενοι και διωκόμενοι άλλων πόλεων βρίσκουν καταφύγιο στην Αθήνα.
Πράγματι ο Έλληνας έχει τις δικές του αντιλήψεις σχετικά με τον χαρακτήρα.
Δεν φιλοδοξεί να αποκτήσει ούτε την συνείδηση του καλού αστού, ούτε το αίσθημα της τιμής του αριστοκρατικού.
Για τον Έλληνα η καλύτερη ζωή είναι η πληρέστερη, πλούσια σε υγεία , δύναμη, κάλλος, πάθος, μέσα, περιπέτεια και σκέψη.
Η αρετή είναι αρρενωπή υπεροχή.
Ο ιδανικός άνθρωπος για τον Αθηναίο είναι ο «καλός καγαθός» που συνδυάζει κάλλος και δικαιοσύνη σε μια ευχάριστη τέχνη του ζην, η οποία εκτιμάει ειλικρινά την ικανότητα, την φήμη, τον πλούτο και τους φίλους, όσον και την αρετή και τον ανθρωπισμό.
Όπως και στον Γκαίτε, η αυτοκαλλιέργεια είναι για αυτόν το παν.
Μαζί με αυτή την αντίληψη υπάρχει και πολύ ματαιοδοξία, της οποίας η αφέλεια δεν μας είναι αρεστή.
Οι Έλληνες αείποτε θαυμάζουν τον εαυτό τους και διακηρύσσουν κάθε στιγμή την υπεροχή τους έναντι άλλων πολεμιστών, συγγραφέων, καλλιτεχνών και λαών.
Εάν επιθυμούμε να κατανοήσουμε τους Έλληνες σε σύγκριση με τους Ρωμαίους, πρέπει να σκεφτούμε τους Γάλλους σε σύγκριση με τους Άγγλους.
Εάν επιθυμούμε να αισθανθούμε την αντίθεση του Σπαρτιατικού πνεύματος προς το Αθηναϊκό, πρέπει να σκεφτούμε τους Γερμανούς σε σύγκριση με τους Γάλλους.
Όλες οι ιδιότητες των Αθηναίων συμβάλλουν στη δημιουργία της πολιτείας τους.
Είναι η δημιουργία και το άθροισμα της δύναμης και του θάρρους τους, της ευφυΐας και της ευγλωττίας τους, της απείθειας και της κτητικότητας τους, της ματαιοδοξίας και του πατριωτισμού τους, της λατρείας που έχουν για το κάλλος και την ελευθερία.
Είναι πλούσιοι σε πάθη, αλλά φτωχοί σε προκαταλήψεις.
Συχνά ανέχονται την θρησκευτική μισαλλοδοξία, όχι ως φραγμό της σκέψης, αλλά ως όπλο της κομματικής πολιτικής και ως τρόπο ηθικού πειραματισμού.
Άλλως επιμένουν σε ένα βαθμό ελευθερίας, ο οποίος φαίνεται αφάνταστα χαώδης στους Ανατολίτες επισκέπτες τους.
Αλλά επειδή είναι ελεύθεροι, επειδή, τελικά κάθε αξίωμα είναι ανοικτό σε κάθε πολίτη και κάθε ένας είναι κατά σειρά κυβερνών και κυβερνώμενος, δίνουν το ήμισυ της ζωής τους στην πολιτεία.
Η οικία είναι το μέρος όπου κοιμούνται.
Ζουν στην αγορά, στην Εκκλησία του δήμου, στην Βουλή, στα δικαστήρια, στις μεγάλες γιορτές, στους αθλητικούς αγώνες και στα δραματικά θεάματα, που δοξάζουν την πόλη και τους θεούς της.
Αναγνωρίζουν το δικαίωμα της πολιτείας να στρατολογήσει τα άτομα τους και το πλούτο για τις ανάγκες της.
Συγχωρούν τις απαιτήσεις της, γιατί αυτή παρέχει μεγαλύτερη ευκαιρία για την ανθρώπινη εξέλιξη, από όση γνώρισε ο άνθρωπος προηγουμένως.
Πολεμούν άγρια για αυτή, γιατί είναι η μητέρα και ο φύλακας των ελευθεριών τους που τους επιτρέπει να οραματίζονται για το μέλλον και ασφαλώς να γίνουν οι πρώτοι από όλους.
Παρουσίαση/επιμέλεια : Γιώργος Χαβαλές