Ο Μάρτσιν Τσιούρα, ένας 48χρονος μηχανικός από την Πολωνία, έφτιαξε έναν χάρτη όταν συνειδητοποίησε ότι τα αγγλικά, τα πολωνικά, τα ολλανδικά, τα ρωσικά, αλλά και πολλά ακόμη γνωστά επώνυμα προέρχονται, ετυμολογικά ή μη, από το ίδιο επάγγελμα.
Μερικά από τα πιο κοινά επώνυμα που προέρχονται από επαγγέλματα είναι κατά σειρά εμφανίσεως στις ευρωπαϊκές χώρες  τα: Μυλωνάς (το όνομα Μίλερ σε διάφορες εκδοχές), Σιδεράς (το Κόβακς ή Κόβατς ή Κοβάσεβιτς ή απλώς… Σμιθ) και το Παπάς (Ποπόφ, Ποπέσκου, Πόπα ή Παπαδόπουλος).
Ας τα πάρουμε όμως αναλυτικά, πάντα με τη βοήθεια ενός συνοπτικού χάρτη:
Στην Αλβανία εκτός από το Χότζα που σημαίνει… «χότζας» δηλαδή ιμάμης, εξίσου κοινό είναι και το Πρίφτι (και Πρίφτης στα ελληνικά) που σημαίνει «ιερέας».
Στην Αυστρία τα δυο πιο κοινά επώνυμα που προέρχονται από επαγγέλματα είναι τα Γκρούμπερ (μεταλλωρύχος) και Χούμπερ (γαιοκτήμονας).
Στη Βόσνια το πιο κοινό επώνυμο είναι το Χότζιτς (=γιος του ιμάμη, κάτι σαν το δικό μας Παπαδόπουλος), ενώ στη Σερβία το Κοβάσεβιτς (=γιος του σιδηρουργού, σιδεράς) και το Πόποβιτς (=γιος του ιερέα). Το Κοβάσεβιτς (ή και Κόβασιτς) είναι το πιο κοινό επώνυμο και στην Κροατία.
Το Κόβακς ή Κοβάσεβιτς, στα λιθουανικά μεταφράζεται Καβαλιάουσκας και σημαίνει το ίδιο: ο γιος του σιδηρουργού. Είναι ένα από τα πιο κοινά επώνυμα στην Λιθουανία.
Αντίστοιχα, το συχνό επώνυμο Κοβάλσκι στην Πολωνία σημαίνει ακριβώς το ίδιο, όπως και σε συγγενικές χώρες όπως η Λετονία (με το επώνυμο Καλέις) και η Ρωσία (Κουζνέτσοφ = ο γιος του σιδηρουργού).
Οι Τσέχοι έχουν πολύ κοινό το επώνυμο Ντβόρακ (όπως, λόγου χάρη, ο μουσουργός του 19ου αιώνα Αντονίν Ντβόρακ) που σημαίνει γαιοκτήμονας, ενώ στην Εσθονία απαντάται συχνά το επώνυμο Σεπ που επίσης σημαίνει σιδηρουργός.
Το πιο συχνό φινλανδικό επώνυμο που προέρχεται από επάγγελμα είναι το Κινούνεν που σημαίνει «δερματέμπορος».


Επιλέξτε εδώ για να δείτε την εικόνα σε μεγέθυνση
Στην Γαλλία υπάρχουν πάνω από 230.000 άνθρωποι με το επώνυμο Μαρτέν κι άλλοι 100.000 με τα επώνυμα Ντιμπουά, Ρομπέρ, Τομά και Μπερνάρ, αλλά το πιο συχνό επώνυμο που προέρχεται από επάγγελμα είναι το Λεφέβρ που σημαίνει «σιδεράς» και το έχουν 75.000 Γάλλοι.
Στην Γερμανία τα επώνυμα που προέρχονται από επαγγέλματα αποτελούν την πλειοψηφία: περίπου 1% των Γερμανών ονομάζονται Μίλερ (μυλωνάς), ενώ ακολουθούν τα Σμιτ (σιδηρουργός), Σνάιντερ (ράφτης), Φίσερ (ψαράς) και Μάγερ (αγρότης).
Στη γειτονική Ουγγαρία πολλοί έχουν το επώνυμο Κόβακς (σιδηρουργός), Μέσαρος (κρεοπώλης) ή Σάμπο (ράφτης).
Σε Ρουμανία και Μολδαβία εκτός του Τσέμπαν (=βοσκός), τα πιο συχνά επώνυμα που προέρχονται από επαγγέλματα είναι τα Πόπα και Ποπέσκου (=γιος του ιερέα). Ομοίως και στην Βουλγαρία με το επώνυμο Ποπόφ να είναι εκ των πιο κοινων.
Στην Ουκρανία, συχνό επώνυμο είναι το «Μυλωνάς» (Μέλνικ).
Στην Ολλανδία το πιο συχνό επώνυμο που προέρχεται από επάγγελμα είναι το Μπάκερ (=φούρναρης), Ντε Μπερ (=γαιοκτήμονας) και Βίσερ (=ψαράς). Εξίσου συχνό είναι και ο Σμιτς (=σιδεράς) που στο Βέλγιογίνεται Ντε Σμετ ή Ντέσμετ.
Στη Μεγάλη Βρετανία οι άνθρωποι με το επώνυμο Σμιθ (σιδηρουργός) αποτελούν το 1.26% του συνολικού πληθυσμού, ενώ οι… σιδεράδες επεκτείνονται κατόπιν σε Πορτογαλία (πολλοί κάτοικοι ονομάζονται Φερέιρα που σημαίνει «σιδηρουργός») και στην Ιταλία (ένα από τα πιο συχνά επώνυμα είναι το Φεράρι ή το Φερέρο.
Στις σκανδιναβικές χώρες κυριαρχούν τα οικογενειακά επώνυμα (Αντερσον, Κάρλσον, Γιόχανσον, δηλαδή «ο γιος του Αντερς, ο γιος του Καρλ, ο γιος του Γιόχαν»), αλλά σε αρκετές περιπτώσεις συναντώνται επώνυμα όπως το Μίλερ ή Μόλερ (=μυλωνάς).
Και στην Ισπανία κυριαρχούν τα οικογενειακά επώνυμα (όπως λόγου χάρη Ροντρίγκεζ, Φερνάντες, Γκονζάλες που σημαίνει «του Ροντρίγκο, του Φερνάντο, του Γκονζάλο»), όμως το πιο συχνό επώνυμο που προέρχεται από επάγγελμα είναι το Μολίνα που σημαίνει μυλωνάς. Στη δε Καταλωνία, το πιο συχνό επώνυμο είναι το Φερέρ, δηλαδή «σιδηρουργός».
Στην γειτονική μας Τουρκία πιο συχνά απαντάται το επώνυμο Αβτσί που σημαίνει κυνηγός, ενώ στη χώρα μας ασφαλώς κυριαρχεί το Παπαδόπουλος (=γιος του παπά).
Τέλος, η Ιρλανδία έχει το πιο… cool επώνυμο όλων των εποχών, με όλους όσους λέγονται Μέρφι να είναι περήφανοι, καθώς στα αρχαία ιρλανδικά η λέξη σημαίνει «πολεμιστής της θάλασσας».
Κωνσταντίνος Τσάβαλος
Newsroom ΑΛΤΕΡ ΕΓΚΟ