D' Argenda--
Ο σημερινός κτήτωρ της Αγίας Αικατερίνας Μανώλης Ιωάννου Δαρζέντας έχει ένα μοναδικό προνόμιο: συνδυάζει στο πρόσωπό του τις γενετικές ιδιότητες και των δύο ιστορικών κτητορικών οικογενειών της Αγίας Αικατερίνας: δηλαδή, και της οικογένειας Δαρζέντα (από τον πατέρα του Ιωάννη) και της οικογένειας Μπαρμπαρήγου (από τη μητέρα του Μαργαρίτα).
Όπως είναι γνωστό οι ρίζες της οικογένειας Δαρζέντα βρίσκονται στον κλάδο της βυζαντινής οικογένειας των Αργυρών. Η βυζαντινή οικογένεια των Αργυρών εμφανίζεται στα μέσα του 9ου αιώνα, έχοντας δεσμούς με το Θέμα του Χαρσιανού και αργότερα με το Θέμα των Ανατολικών, στη Μικρά Ασία.
Οι Αργυροί ή και Αργυρόπουλοι, αρχικά ως στρατιωτικοί και αργότερα ως πολιτικοί, καταλαμβάνουν από τον 9ο έως τον 12ο αιώνα διάφορα αξιώματα μεταξύ των οποίων και αυτό του Αυτοκράτορα (Ρωμανός Γ’ Αργυρός). Συνδέονται με πλείστες αριστοκρατικές οικογένειεςØ ένας δε εξ αυτών ο Μαριανός Αργυρός πολέμησε στην Ιταλία. Το 959 μ.Χ. μάλιστα τοποθετήθηκε επικεφαλής των στρατευμάτων των Ευρωπαϊκών Θεμάτων της Αυτοκρατορίας. Οι Αργυροί, όχι κατ’ ανάγκη οι έχοντες άμεση ρίζα με τους Χαρσιανούς, από τον 13ο αιώνα εξαπλώνονται σε όλη την ευρωπαϊκή Αυτοκρατορία (Χαλκιδική, Θεσσαλονίκη, Νότια Ιταλία) και την Κρήτη. Κλάδος της οικογένειας κράτησε το όνομα Αργυρός, ενώ οι Αργυροί, οι οποίοι αργότερα κατέφυγαν στη Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας ονομάσθηκαν εκλατινισθέντες σε D’ Argenta, προφανώς από τη λατινική ρίζα του μεταφρασμένου επωνύμου τους, αφού στα λατινικά argentums σημαίνει άργυρος.
Άλλος κλάδος της οικογένειας Αργυρών, ο οποίος κατέφυγε στη Γένοβα, έλαβε το επίσης εκλατινισμένο όνομα Argenti. Πρόκειται για τη γνωστή οικογένεια των Αργέντηδων, οι οποίοι ως έμποροι εγκαταστάθηκαν στη Χίο τον 13ο αιώνα.
Οι Αργέντηδες υπήρξαν Φιλικοί και εκ των πρωταγωνιστών του αγώνα για την Ανεξαρτησία της Ελλάδας. Ένας μάλιστα εξ αυτών εκτελέσθηκε μαζί με τον Ρήγα Φεραίο στο Βελιγράδι από τους Τούρκους. (Σήμερα υπάρχει στη Χίο από τον Χιώτη πλοιοκτήτη και πατριώτη Λουκά Κτιστάκη πλήρως ανακαινισμένο το «Αργέντικο», κτήμα και οικήματα του 16ου αιώνα, αναγνωρισμένα ως πολιτιστική κληρονομιά του κόσμου). Δεν είναι τυχαίο ότι και οι δύο κλάδοι των Αργυρών, οι Γενοβέζοι Αργέντηδες και οι Βενετσιάνοι Δαργέντηδες, εκμεταλλευόμενοι την αριστοκρατική τους καταγωγή και την εμπορική τους δραστηριότητα, επέστρεψαν ως «αυθέντες» σε σημαντικές οικονομικές περιοχές της Φραγκοκρατούμενης Ελλάδας (για την ακρίβεια της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας). Φυσικά Argenti, θα συναντήσει κανείς και σε άλλες ιταλικές πόλεις όπως στη Μπολόνια, Φλωρεντία, Νάπολη, Πάδοβα, Τριέστι και μάλιστα προ του 1204, όπως ο οίκος των D’ Argenta στο Μπάρι. Το επώνυμο D’Argenta στη Σαντορίνη εξελίχθηκε και εξελληνοποιήθηκε σε Δαρζέντα, Αργέντα, Νταργέντα, Δαργέντα, Ταρζέντα, Ταργέντα, μολονότι το κατ’ εξοχήν επώνυμο, το οποίο κυριάρχησε, αρχικά στο Νημποριό και μετά στην Απάνω Μεριά και στα λοιπά χωριά, ήταν το Δαργέντα.
Ο οίκος Δαργέντα είχε ως οικόσημό του τον σταυρό του Αγίου Ανδρέα (χιαστί) και ένα συμβατικό σταυρό άνωθεν του χιαστί σταυρού. Το ίδιο όμως περίπου οικόσημο έχουν και οι Αργέντηδες. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι βυζαντινοί αρχοντικοί οίκοι δεν είχαν οικόσημα. Άρα το γεγονός κοινού περίπου οικόσημου (με τον σταυρό του Αγίου Ανδρέα) επί Λατινοκρατίας από όλους τους οίκους Αργυρών δεικνύει κοινή καταγωγή.
Κατά τη μοιρασιά των φέουδων στο Δουκάτο του Αρχιπελάγους, φαίνεται ότι το Κάστρο του Αγίου Νικολάου είχε παραχωρηθεί στην οικογένεια D’Argenta. Βάσει εγγράφων προκύπτει ότι το φέουδο του Αγίου Νικολάου της Απανωμερίας (σημερινής Οίας) είχε παραχωρηθεί από τον Δούκα Νικόλαο Γ’ Δελακαρτσέρι (1371-1383) στον οίκο Δαργέντα το 1372. Η δύναμή τους είχε όμως οδηγήσει μέλη της οικογένειας τους να αναλαμβάνουν ήδη από το 1207, αλλά και μετέπειτα, θέσεις πυργοδεσποτών και σε άλλα μέρη της Σαντορίνης, όπως του Νημποριού.
Ο οίκος, όμως, Δαργέντα μπορεί να καταχωρηθεί πρώτα ως οίκος του Αγίου Νικολάου Απανωμερίας και δευτερευόντως ως οίκος του Σκάρου και αργότερα των Φηρών. Οι κλάδοι αυτοί αρχικά καθολικοί, μετέπειτα υποδιαιρέθηκαν και σε κλάδους ορθοδόξων, οι οποίοι κυριάρχησαν στην Απανωμερία, ενώ οι καθολικοί στα Φηρά.
Αυτή είναι και μια παραδοχή για την Αγία Αικατερίνα Οίας. Φαίνεται ότι όταν αποφασίσθηκε η ίδρυση της Μονής της Αγίας Αικατερίνης (της Σιένας) από τους καθολικούς Δαργέντα αρχικά στο Σκάρο το 1595 και μετέπειτα με μετεγκατάσταση στα Φηρά, οι ορθόδοξοι Δαργέντα την ίδια πιθανόν περίοδο ανήγειραν την Αγία Αικατερίνα τη Μεγαλομάρτυρα ως μονή αρχικά και ναό ορθοδόξων ακριβώς απέναντι από το Κάστρο και το Γουλά της Απανωμερίας. Το γεγονός του ευμεγέθους τετρακίονου ναού, ιδιαίτερα για τα χρόνια εκείνα, δείχνει και τη σημασία του γεγονότος.
Έχει ιδιαίτερη σημασία ότι η Μονή Δομηνικανιδών Σκάρου «Σάντα Κατερίνα» ιδρύθηκε από Δαργέντα, (το Μαρίνο Δαργέντα), δύο δε από τις κόρες του η Μαργαρίτα και η Μαρουλία ήταν μεταξύ των πρώτων 7 μοναχών, μια δε εξ αυτών, μάλλον η Μαργαρίτα, η οποία ονομάσθηκε Catarina, έγινε Ηγουμένη της Μονής. Φυσικά, όπως γινόταν με όλες τις αριστοκρατικές οικογένειες, οι Δαργέντηδες συνδέθηκαν επιγαμίως διαχρονικά με όλες τις γνωστές οικογένειες της Σαντορίνης.
Έτσι, Δαργέντηδες νυμφεύθηκαν μέλη των Οίκων Δακορώνια, Βαρβαρήγο, Δεκιγάλα, Δελένδα, Συρίγο, Σπάρταλη, Κοκκαλάκη κ.ά. Αναφέρεται ακόμα και γάμος μεταξύ Αργέντηδων και Δαργέντηδων: Η Μαρούσα Δαργέντα κόρη του Μαρίνου και της Μαργαρίτας Δαργέντα από τη Σαντορίνη ενυμφεύθη τον Ανδρέα Αργέντη από τη Χίο. Η Μαρούσα Δαργέντα-Αργέντη αναφέρεται ότι πέθανε το 1696 στη Χίο.
Η πιο σημαντική ιστορική καμπή για την οικογένεια Δαργέντα συνέβη το 1577, όταν επί Δούκα Ιωσήφ Νάζη (Πορτογάλου Ισραηλίτη φίλου του Σουλτάνου), δέκα τουρκικά πειρατικά πλοία κατέλαβαν το Κάστρο του Αγίου Νικολάου. Οι τουρκοπειρατές οδήγησαν κατοίκους του Καστελιού και πολλά μέλη της οικογένειας Δαργέντα ως αιχμάλωτους δούλους στην Τρίπολη της Συρίας. Ο Λουκάς Δαργέντας και ο ανηψιός του Ανδρέας, αφού κατάφεραν να εξαγοράσουν την ελευθερία τους πληρώνοντας λύτρα (2.500 γρόσια), ξεκίνησαν ένα μεγάλο αγώνα στη Δύση για τη συλλογή των λύτρων απελευθέρωσης και των λοιπών μελών της οικογένειας τους. Σχεδόν όμως όλοι πέθαναν πριν απελευθερωθούν στη Συρία.
Παρόλα αυτά, οι Δαργέντηδες του Νημποριού ως στενοί συγγενείς, συνέχισαν για λίγο τη διαδοχή στο φέουδο του Καστελιού του Αγίου Νικολάου. Στην αρχή το 1578 ο Νικόλαος Δαργέντας, αδελφός του αιχμαλωτισθέντος Λουκά, και αμέσως μετά, ο γιός του Μαρίνος, υπέρ της διαδοχής του οποίου παραιτήθηκε ο Νικόλαος. Το νησί όπως είναι γνωστό προσαρτήθηκε στους Τούρκους, (το 1579), οπότε και τυπικά φαίνεται, ότι παρά το ιδιότυπο καθεστώς της διοικητικής συνεργασίας Τούρκων και Φράγκων στο σύστημα διοίκησης των ελληνικών νησιών, το φέουδο έπαψε να είναι ιδιοκτησία των Δαργέντα. Όλα τα επόμενα χρόνια οι Δαργέντα διασκορπίζονται και αναφέρονται σε όλα τα κεφαλοχώρια του νησιού. Κυριαρχούν φυσικά ως κτήτορες και διαχειριστές στη Μονή Δομινικανιδών της Σάντα Κατερίνας της Σιέννα επί δύο αιώνες (1595-1789). Οι Δαργέντα αναφέρονται πλέον ως σημαντικές οικογένειες στον Πύργο, το Νημποριό, τα Φηρά και το Ακρωτήρι. Ακόμα και στη Νάξο του 1645 εμφανίζεται σε δικαιοπρακτικό έγγραφο ως μάρτυρας (προσφορά αμπελιού) α Αντώνης Νταρζέντας από τη Σαντορίνη. Γεγονός είναι ότι υπό την Τουρκοφραγκοκρατία, ο οίκος Δαργέντα μετατρέπεται σε σημαντικό ιερατικό οίκο, αφού πολλά μέλη του αποκτούν κρατικούς ρόλους της Καθολικής Εκκλησίας. Από την ιστορική καταγραφή θα πρέπει κανείς να συγκρατήσει σχετικά με το πολύπλοκο γενεαλογικό δένδρο του οίκου D’Argenta τα ακόλουθα:
α. Παρότι οι D’Argenta εμφανίζονται από το 1207, το έγγραφο κατοχής του Καστελιού του Αγ. Νικολάου, πρέπει επισήμως να καταχωρηθεί στο έτος 1372, όταν ο Νικόλαος Γ’ Ντε λα Καρτσέρι, το παραχωρεί ως Δούκας του Αρχιπελάγους στην οικογένεια D’ Argenta
β. Το 1445 κτήτωρ του Αγ. Νικολάου εμφανίζεται ο Μαρίνος Δαργέντα.
γ. Το 1479 κτήτωρ του Αγ. Νικολάου εμφανίζεται ο Φραγκίσκος Δαργέντα.
δ. Εκ των απογόνων του Φραγκίσκου, Γιαννούλη (1482), Ματθαίου (1517), ο μεν Λουκάς (1577) αιχμαλωτίζεται από τους Τούρκους πειρατές, ενώ ο Νικόλαος (1577) παραιτείται υπέρ του γιου του Μαρίνου, γνωστού ως ιδρυτή της Μονής Δομινικανιδών της Σάντα Καταρίνα.
ε. Από το 1600 και μετά, βάσει και του αναλυτικού γενεαλογικού δένδρου του Hopf και της μελέτης του Δημ. Ν. Κασαπίδη, πλείστοι αναφέρονται ως ιερείς, μοναχοί, ηγούμενοι και καγκελάριοι, σε όλα τα κάστρα της Σαντορίνης.
στ. Η οικογένεια Δαργέντα αποκτά συγγενικές σχέσεις με τις οικογένειες Αλαφούζου, Κοκαλάκη, Δελένδα, Πρέκα, Γαβρά, Δακορώνια, Μπαρμπαρίγου, Μπαγέζιου, Μαθά, Σπάρταλη, Χάλαρη, Γαβαλά, Σιγάλα, Συρίγου, Κακάκη.
ζ. Από την πλευρά των ανιόντων του σημερινού κτήτορα Εμμανουήλ Δαρζέντα (γεν. 1949) θα πρέπει να σημειώσουμε, ότι γονείς του υπήρξαν ο Ιωάννης Εμμανουήλ Δαρζέντας (1903- 1960) και η Μαργαρίτα Βαρβαρήγου (1906-1982), οι οποίοι παντρεύτηκαν το 1937. Γονείς του Ιωάννη Δαρζέντα ήταν ο Εμμανουήλ Δαρζέντας και η Μαργαρώ Δαρζέντα, οι οποίοι είχαν 9 παιδιά. Ως ευθέως συγγενείς του Ιωάννη Δαρζέντα θεωρούνται οι Γεράσιμος, Ευάγγελος, Κωνσταντίνος, Δημήτριος, Μιχαήλ, Καλλιόπη (συζ. Κυριάκος Βάβλης), Ιουλία (συζ. Σπύρος Καρράς), Μαρουλία (συζ. Εμμανουήλ Παράβαλου) και τα 32 περίπου παιδιά τους, όπως προκύπτει από τα δημοτολόγια της Κοινότητας Οίας. Πατέρας του Εμμανουήλ Δαρζέντα ήταν ο Γεράσιμος Δαρζέντας, χωρίς περαιτέρω στοιχεία ακόμη για τον κλάδο αυτόν.
η. Το όνομα Δαρζέντα, θεωρείται απ’ όλους άμεσα συνδεδεμένο με την Οία, λόγω της μακρόχρονης παρουσίας της οικογένειας στο νησί. Η οικογένεια, όμως, έχει αναμιχθεί με πολλές άλλες γνωστές οικογένειες, των οποίων οι απόγονοι βρίσκονται σήμερα σε όλα τα κεφαλοχώρια.
Παρά την ιερατική ιστορία του οίκου Δαργέντα στην καθολική εκκλησία, αρχικά του Σκάρου και μετέπειτα των Φηρών, κυρίως λόγω των όρων της διαθήκης του ιδρυτή της Μονής Δομηνικανιδών Santa Catarina Μαρίνου Δαργέντα, υπήρξαν και πολλοί Δαργέντα αναφερόμενοι σε ποικίλα έγγραφα ως ορθόδοξοι. Ο Μερκούριος Δαργέντας, Σακελλάριος της Ορθόδοξης Εκκλησίας (1653), ο Ανδρέας Δαργέντας (1623), ο ιερέας Ιωάννης Δαργέντας (1614), ο Γιακουμής και Αντώνιος (1711), ο Γουλιέλμος και Νικόλαος (1723), οι Αντώνιος και Ειρήνη (1734) κ.ά.
Μέλη της οικογένειας Δαρζέντα διακρίθηκαν τον 19ο και 20ό αιώνα στον χώρο των τεχνών, των επιστημών και των επιχειρήσεων. Ο χωροεπίσκοπος και αγιογράφος (1835) Εμμανουήλ Δαρζέντας, ο βουλευτής (1923-26) Αντώνιος Δαρζέντας, ο σημαντικός ζωγράφος Δημήτριος Δαρζέντας (1915-2001), μαθητής του Παρθένη, και πολλοί καθηγητές Πανεπιστημίων.
θ. Στη μακρόχρονη ιστορία των Δαργέντα έχουν αναφερθεί και δύο γάμοι με την οικογένεια Μπαρμπαρίγων: (α) του Ιωάννη Δαργέντα και της Μαρούσας Μπαρμπαρίγου, (β) της Καλουδιάς Δαργέντα και του Μιχαήλ Μπαρμπαρίγου (γάμος το 1688).
ι. Μετά τη συνθήκη Κιουτσούκ-Καϊναρτζή το 1774 και την αποχώρηση των Ρώσων από τις Κυκλάδες, δόθηκε η δυνατότητα στους νησιώτες να μπορούν να εγκαθίστανται στη Ρωσία. Πολλές οικογένειες, που λόγω ναυτιλίας είχαν δεσμούς με τις πόλεις της Μαύρης Θάλασσας, εγκαταστάθηκαν στην περιοχή Ταϊγάνι (Tanarog) μεταξύ αυτών και ο Γουλιέλμος Δαργέντας.
http://www.ayiaekaterinaoias.gr/oikogeneies/oikogeneia-darzenta.html?page=2