Οι συζητήσεις, οι παρεμβάσεις και οι διαμάχες σχετικά με την επιστροφή των Μαρμάρων του Παρθενώνα έχουν φουντώσει στο Λονδίνο. Το θέμα έχει επανέλθει αυτήν την περίοδο στην επικαιρότητα περισσότερο από κάθε άλλη φορά.
Διχασμένο εμφανίζεται το αναγνωστικό κοινό της ηλεκτρονικής έκδοσης του Guardian αναφορικά με το θέμα του επαναπατρισμού των Γλυπτών του Παρθενώνα και με αφορμή άρθρο του Τζόναθαν Τζόουνς, ο οποίος υπερασπίζεται το αίτημα της Αθήνας.
«Τα ελγίνεια πρέπει να παραμείνουν εδώ που είναι, είναι γελοίο να θέλουμε να γυρίσει πίσω ο χρόνος, τα μάρμαρα φυλάσσονται με ασφάλεια, πείτε στην Ελλάδα και την κ. Κλούνι, ευγενικά, να μας παρατήσουν... Άλλωστε η Ελλάδα είναι ένα αποτυχημένο κράτος, που δεν μπορεί να φροντίσει ούτε τους θησαυρούς που διατηρεί. Απλά ψάξτε στο Google για τις κλοπές έργων τέχνης στην Ελλάδα τα τελευταία πέντε χρόνια... και η κατάσταση θα χειροτερέψει»γράφει ένας εκ των αναγνωστών, για να λάβει την αποστομωτική απάντηση: «Πάρα πολλές ψευδο-ελλείψεις ('too many pseudo ellipses...').
Αντίθετοι με το παραπάνω σχόλιο εμφανίζονται και άλλοι αναγνώστες, εκ των οποίων ο ένας γράφει: «Η Ελλάδα δεν είναι αποτυχημένο κράτος και μπορεί να φροντίσει πολύ καλά τους πολιτιστικούς θησαυρούς της. Έχει μουσεία παγκόσμιας κλάσης και άριστους αρχαιολόγους».
«Μπορούμε να τα στείλουμε πίσω ώστε οι χώρες τους να τα καταστρέψουν, όπως έγινε με αρχαιότητες στο Ιράν, το Αφγανιστάν, το Ιράκ, τη Συρία, την Αίγυπτο... Ή να τα επιστρέψουμε απλώς για να αισθάνεστε ανώτεροι στην προσπάθειά σας να προκαλέσετε μία διαμάχη» είναι άλλη μία άποψη που διατυπώνεται, η οποία επίσης δεν μένει αναπάντητη από αναγνώστες που στηρίζουν το αίτημα της ελληνικής κυβέρνησης.
Το άρθρο του Τζόουνς
Στο άρθρο του ο Τζόναθαν Τζόουνς υποστηρίζει πως «η υφαρπαγή των Μαρμάρων από τον λόρδο Έλγιν είναι ένας λεκές» στη φήμη της Βρετανίας. Καλεί, δε, τα βρετανικά μουσεία «να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα» και να αντιληφθούν πως «ο ιμπεριαλισμός της τέχνης έχει πεθάνει».
«Δεν μπορούν πλέον να κρατούν θησαυρούς της τέχνης που αποκτήθηκαν πριν από πολύ καιρό, υπό αμφίβολες συνθήκες» υποστηρίζει ο Τζόουνς, σημειώνοντας ότι «η βρετανική αυτοκρατορία έχει πεθάνει» και γι' αυτό «τα λάφυρα πρέπει να επιστραφούν».
«Στη Γαλλία» συνεχίζει ο Τζόουνς «όπου τα μουσεία είναι γεμάτα με θησαυρούς, όπως και τα δικά μας, το ταμπού της 'εθνικής κληρονομιάς' τους έχει αρχίσει να αμφισβητείται. Πρέπει να τους ακολουθήσουμε σε αυτό τον δρόμο».
Τέλος, ο Τζόουνς επικρίνει τη στάση του Βρετανικού Μουσείου, σημειώνοντας ότι αντί να αντιμετωπίζει την Αθήνα σαν εχθρό, θα έπρεπε να έχει αναπτύξει μία σχέση συνεργασίας με το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης.
Μετά το αιχμηρό κείμενο που δημοσιεύτηκε στην ηλεκτρονική έκδοση του «Guardian», στο οποίο χαρακτηρίζεται ντροπή για τη φήμη των Βρετανών η πράξη του Έλγιν, αλλά και τα ιδιαίτερα αρνητικά σχόλια που συνόδευσαν τις φωτογραφίες των Γλυπτών που ανέβασε το Βρετανικό Μουσείο στο Instangram, ο διευθυντής του μουσείου αφιερώνει μία ολόκληρη συνέντευξή του στους «Times», προσπαθώντας να πείσει για τα επιχειρήματα της δικής του πλευράς.
Διευθυντής του Βρετανικού Μουσείου: "Δεν επιστρέφουμε τα Γλυπτά στην Ελλάδα"
Μιλώντας στους δημοσιογράφους ο διευθυντής του Βρετανικού Μουσείου, Νιλ ΜακΓκρέγκορ, επανέλαβε την πάγια θέση του μουσείου πως η απόκτηση των διάσημων γλυπτών από τον Λόρδο Έλγιν στις αρχές του 19ου αιώνα ήταν νόμιμη και πως υπήρχε «μέγιστο δημόσιο όφελος» από την παραμονή τους στο Λονδίνο, όπου βρίσκονται στο επίκεντρο του παγκόσμιου πολιτισμού.
|
«Τα Μάρμαρα θα έχουν το μέγιστο δημόσιο όφελος παραμένοντας στο Βρετανικό Μουσείο», υποστήριξε ο Νιλ ΜακΓκρέκορ, ενώ η Ελενα Κόρκα τόνισε: «Επιφανειακά, τοπικιστικά και άνευ ευαισθησίας τα επιχειρήματα» |
«Τα Μάρμαρα θα έχουν το μέγιστο δημόσιο όφελος παραμένοντας στο Βρετανικό Μουσείο, πολύ περισσότερο από το να πάνε σε ένα καινούργιο μουσείο στην Αθήνα», ισχυρίζεται ο Νιλ ΜακΓκρέγκορ, συμπληρώνοντας πως από τη στιγμή που τα Γλυπτά ήρθαν στο Βρετανικό Μουσείο σταμάτησαν να αποτελούν αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες του Παρθενώνα και έγιναν Γλυπτά με δικά τους δικαιώματα.
Σχεδόν το ένα τρίτο των μαρμάρινων ανάγλυφων που κοσμούσαν τον ναό του Παρθενώνα και άλλα κτίρια στην Ακρόπολη των Αθηνών, βρίσκονται στο Λονδίνο, ενώ περίπου ίσως αριθμός παραμένουν στην Ελλάδα, σημειώνει το δημοσιεύμα.
«Πολλά από αυτά δεν υπάρχουν πια. Επομένως δεν υπάρχει καμία πιθανότητα καλλιτεχνικής οντότητας και πόσο μάλλον αν επιστραφούν στο ερειπωμένο κτίριο από το οποίο προήλθαν» δήλωσε ευθαρσώς.
Σύμφωνα με το άρθρο της London Evening Standard, το μουσείο βρίσκεται υπό επίθεση εδώ και δεκαετίες από την ελληνική κυβέρνηση, της οποίας οι προσπάθειες για τον επαναπατρισμό των γλυπτών θα εκπροσωπηθούν πλέον από μια ομάδα δικηγόρων που περιλαμβάνει τους Τζέφρι Ρόμπερτσον και Αμάλ Αλαμουντίν.
Στη συνέχεια, το δημοσίευμα αναφέρει και τις εκκλήσεις της UNESCO, προς το Βρετανικό Μουσείο για τη συμμετοχή σε μια «διαδικασία διαμεσολάβησης» προκειμένου να επιλυθεί το ζήτημα.
Μιλώντας όμως στους Times ο ΜακΓκρέγκορ δήλωσε πως το μουσείο ήταν «πάντα έτοιμο για οποιεσδήποτε συζητήσεις» αλλά η ελληνική κυβέρνηση δεν τους αναγνωρίζει ως νόμιμους ιδιοκτήτες, γι' αυτό και οι «συζητήσεις είναι δύσκολες».
Τα γλυπτά δεν θα μπορούσαν να δανειστούν, καθώς η ελληνική κυβέρνηση δεν ενδιαφέρεται ούτως ή άλλως για τον δανεισμό τους. «Αυτό είναι λυπηρό γιατί αυτά τα γλυπτά ανήκουν σε όλο τον κόσμο. Η έκθεσή τους σε διαφορετικά μέρη είναι σημαντική».
Τα εκθέματα δεν ανήκουν επισήμως στην Βρετανική κυβέρνηση αλλά στους διαχειριστές του Βρετανικού Μουσείου, που είναι επιφορτισμένοι με την νομική υποχρέωση να παρέχουν το μέγιστο δημόσιο όφελος.
Ο διευθυντής του Βρετανικού Μουσείου δήλωσε επίσης πως δεν τίθεται κανένα θέμα επανένωσης, καθώς ένα μεγάλο κομμάτι των Γλυπτών δεν υπάρχει, ενώ χαρακτήρισε προκλητικά τον Παρθενώνα ερειπωμένο κτίριο: «Δεν υπάρχει, λοιπόν, καμία πιθανότητα επαναφοράς καλλιτεχνικής οντότητας, πόσω μάλλον αν επιστραφούν στο ερειπωμένο κτίριο από το οποίο προήλθαν», δήλωσε χαρακτηριστικά.
Συνέκρινε επίσης τις προσπάθειες διαφύλαξης των Γλυπτών από τους Έλληνες με την κλοπή τους από τον Έλγιν λέγοντας: «Στην πραγματικότητα οι ελληνικές αρχές συνέχισαν τη δουλειά του Λόρδου Έλγιν ακριβώς για τον ίδιο λόγο: για να τα προστατέψουν και να τα μελετήσουν».
«Ο Έλγιν πήρε τα Μάρμαρα για το σπίτι του και όχι για κάποιο μουσείο. Τα κατατεμάχισε, χωρίς να ακολουθήσει τις προδιαγραφές προστασίας των μνημείων», υπενθυμίζει η γενική διευθύντρια Αρχαιοτήτων του υπουργείου Πολιτισμού Ελενα Κόρκα μιλώντας στο «Έθνος», χαρακτηρίζοντας τα επιχειρήματα του διευθυντή του Βρετανικού Μουσείου «επιφανειακά, τοπικιστικά και άνευ ευαισθησίας»: «Τα επιχειρήματα αυτά δεν δείχνουν σοβαρότητα και δεν πείθουν κανέναν», δηλώνει χαρακτηριστικά.
Παράλληλα εξηγεί πως «η παγκόσμια κοινότητα, οι μουσειολόγοι και οι εμπειρογνώμονες πιστεύουν ότι τα πολιτιστικά αγαθά που έχουν ιδιαίτερη αξία πρέπει να μπορείς να τα δεις στο σωστό περιβάλλον, γιατί μόνον έτσι μπορείς να καταλάβεις την αξία του ίδιου μνημείου».
Τέλος, η κ. Κόρκα διευκρίνισε πως κανείς δεν αντιλέγει πως τα Γλυπτά του Παρθενώνα αποτελούν παγκόσμια κληρονομιά. «Το αίτημα της διεκδίκησής τους το θέτουμε στο όνομα της παγκόσμιας κοινότητας, τη στιγμή μάλιστα που ανά τον κόσμο λειτουργούν 23 επιτροπές που το υποστηρίζουν», τόνισε με νόημα.