Η ΠΛΗΡΗΣ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΙΘΕΤΩΝ - ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ-ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ-ΙΣΤΟΡΙΚΟ-ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΙΘΕΤΩΝ ΚΑΙ ΟΝΟΜΑΤΩΝ - ΣΥΝΕΧΗΣ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ - ΟΛΑ ΤΑ ΕΠΙΘΕΤΑ ΕΧΟΥΝ ΚΑΠΟΙΑ ΣΗΜΑΣΙΑ - ΤΑ ΕΠΩΝΥΜΑ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΦΟΡΕΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑΣ - ΚΑΙ ΒΕΒΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ - Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΣΥΛΛΟΓΗ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΩΝΥΜΩΝ - ΚΑΛΗ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΙΣΤΟΡΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΜΑΘΕΙΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ.
ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΑΣ
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ω.ΑΝΑΛΥΣΗ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΩΝΥΜΩΝ ΑΠΟ.Κ-Λ.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ω.ΑΝΑΛΥΣΗ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΩΝΥΜΩΝ ΑΠΟ.Κ-Λ.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2019

Ελληνικά επώνυμα απο Κ-Σ.

Κ
Κούνδουρος– 1) Κολοβός, με κομμένη ουρά: σκυλί κουντούρι (Σπαν. (Ζώρ.) V 389). 2) Κοντός: κόβγει τα (ενν. τα ρούχα) ως τα γόνατα και κούντουρα τ’ αφήνει (Ερωτόκρ. Δ´ 579). 3) (Στη θέση εθν.): εν έτει ‚ςωοδ´ απήραν οι κούντουροι την Μεσημβρίαν (Byz. Kleinchron. Α´ 2141). Η λ. και τ. Κούνδουρος σε τοπων.: (Δωρ. Μον. XX), (Χρον. Μορ. P 1724). [<επίθ. κ{ΜΣΚ}όντουρος. Η λ. τον 9. αι. (βλ. Κριαράς 1988: Β´ 89· Kahane, GR I 571-2), στο Meursius και σήμ. ιδιωμ.]
Κουντουράς– Απο το μεσ.ελλ.(9ος αιων.), κόντουρος ,ο κολοβός ή μεσ.ελλ. κουντούρα, είδος παπουτσιού.
Κούτρας/Κούτρης– Απο το δημώδ. κούτρα, το κεφάλι. Το επώνυμο ίσως με την έννοια του «κεφάλα». Ετυμολογικά προέρχεται απο το μεσν. κούτρα και αυτό με τη σειρά του απο το λατινικό scutra. Ως επώνυμο τουλάχιστον από τον 14ο αιώνα(1304), αναφέρεται κάποιος Δημήτριος Κούτρας, πάροικος Λήμνου.
Κουτσομύτης που έχει κομμένη μύτη, ως επώνυμο τον 11. αι στην Αλεξιάδα της Ειρήνης της Κομνηνής. Ταυτόσημο με το βυζ. Ρινότμητος, λόγω της συνήθους τιμωρίας να κόβουν την μύτη στον ένοχο.
Κουτσούκος– Από το τουρκ. kucuk, μικρός.
Κουτσούμπας– Από το διαλεκτ. κουτσουμπός, α άνευ κορυφής, ”κουτσουμπό κυπαρίσσι”, ”κουτσουμπή μύτη”, γενικά ο κολοβός. Ετυμολογικά σχετικό με το “κουτσός”.
Κρεμαστινός– Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από χωριό με το όνομα Κρεμαστή. Χωριά με αυτό το όνομα υπάρχουν στη Ρόδο, Ξάνθη, Λακωνία.
Κροντηράς– Από το δημωδ. κροντήρι, ο κρατήρας, από το μεσν. κροντήριον< κρυωρήριον, εκεί που κρυώνει το νερό. Συν την κατάλ. –άς, που δηλώνει επάγγελμα (πρβλ.φαναράς, παπλωματάς, γαλατάς κτλ).
Κρούσκας– Από το αρβαν. krushk, ο κουμπάρος και ο ανύπαντρος συγγενής, <*kushker<λατιν. consocer”πεθερός” .
Κυρίτσης– τιμητικός τίτλ. 1) κύριος, άρχοντας, 2)αξιωματούχος: του κλήρου κυριτσάδες, <ουσ. κύρης + κατάλ. –ίτσης. Ως επώνυμο τουλάχιστον από τον 11οαιώνα, (Κυρίτζης).
Κύρκος– Από το βαφτ. Κύρκος,<μεσν.Κύρικος(κύρ(ιος)+ικός) ή(και) του βαφτ. Κυρ(ιά)κος. Η ίδια αρχή σε πολλές παραλλαγές, φανερώνοντας τη διάδοσή του υποκορ. αυτού τύπου, όπως Κυρκόπουλος, Κυρκίδης, Κυρκάκης,Κύρκου, Κυρκούδης, Κυρκούσης κτλ.(ΑΝΧΜ)
Κωνσταντόπουλος: Γιος ή απόγονος του Κωνσταντίνου. Ο Κωνσταντίνος προέρχεται από το λατινικό Constantinus.

Λ
Λάγιος– Από το δημ. λάγιος, ονομασία προβάτων που έχουν μαύρο χρώμα,πρβλ. λαγιαρνί, <δάνειο από τα βλάχικα.
Λαμπέτης– Από το μεσν. λαμπέτης, ο λαμπρός, ο λάμπων. Σαν επώνυμο αναφέρεται για πρώτη φορά το 1320 ως επώνυμο κατοίκου της Χαλκιδικής, Λαμπέτης.
Λάσκαρης– Επώνυμο σημαντικής βυζαντινής οικογένειας. Χρησιμοποιείται και ως κύριο όνομα. Λάσκαρης<λάσκαρης «δάσκαλος»<ράσκαλης με αντιμετάθεση r-l<>r< δάσκαλος. Οι παραπάνω τύποι απαντούν στο μικρασιατικό ιδίωμα της Σίλλης(περ.Ικονίου) όπου ο ρωτακισμός αποτελεί γενικό κανόνα(πβ.δεξί-ρεξί,δεσπότης-ρεσπότσης).
Λαφαζάνης– Από το τουρκ.περσ. lafazan, ο φλύαρος, καυχηματίας.
Λέχος– Μητρωνυμικό, από το λεχώ-λεχώνα, 1) γυναίκα που γέννησε πρόσφατα και 2) (μτφ.) για άνθρωπο τεμπέλη και φυγόπονο,3) Από το ιδιωμ.(Αρκαδ.) λέχος, «η εν ύδατι αναλυομένη κόπρος των βοών, εν η εμβάλλουσι τα βαμβακερά υφάσματα άμα υφανθέντα. Μένουσιν δ’εν αυτή 3-4 ημέρας ταύτα, είτα εξάγουσιν αυτά(ξελεχώνουσι) και τα λευκαίνουσιν». Ίσως λέχος,παρατσούκλι, αυτού που έκανε αυτή τη δουλειά.  
Λιάγκας– Μητρων. από το βαφτ. Λιάγκα, ιδιωμ. μορφή του Αλέκα< Αλεξάνδρα . Ή από το ιδιωμ.(Αιτ/νια) λιάγκας, ο πολύ αδύνατος.
Λιάπης– Από το αλβ. Lab-I, ο κάτοικος της Λιαπουριάς(η περιοχή γύρω από τη Χειμάρα).
Λιάρος– Από το ν.ε. λιάρος «ο σταχτόχρους με στίγματα», < βλαχ.leara  ”ποικιλόχρωμος,  για κατσίκια, πρόβατα κτλ», αλβ.larë“ίδια έννοια με τη βλάχ.”.
Λιβαθινός(Λειβαθινός)- Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από την περιοχή Λιβαθώ (Λειβαθώ) της Κεφαλλονιάς.Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του νησιού με πλούσια ναυτική παράδοση.
Λιβανός– Η ευρεία διάδοση του επιθέτου αυτού οφείλεται στο ότι το Λιβάνιος/ Λιβανός χρησιμοποιούταν/ χρησιμοποιείται και ως βαφτιστικό.Λιγότερο πιθανές οι περιπτώσεις :i) Αυτός που εμπορεύεται λιβάνι, ή ii) από την ονομασία που δίνεται στις μαυρο-κόκκινες κατσίκες. Πβ. Ψάρρος, Λιάρος, Νταβέλης, Ρ
Λοβέρδος– Επώνυμο από το ιταλ. κύριο όνομα Lombardo<αρχικά όνομα εθνότητας,τν Λομβαρδών-Λογγοβάρδων.
Λοΐζος/Λουΐζος/Αλοΐζος– Από το βαφτ. Λογίζος-Λοΐζος-Αλοΐζος, <βεν.Aloiso,γαλ.Loys. Βαφτιστικό που είχε ευρεία διάδοση σε ελληνικούς πληθυσμούς (νησιά, Πελ/σο, Θεσσαλία, Μακεδ.κτλ) την περίοδο της φραγκοκρατίας και βενετοκρατίας.
Λούβαρης/Λουβιάρης– Από το δημώδ. λουβιάρης, λωβιάρης, ο λεπρός, ο έχων λούβα/λώβα, <αρχ. ουσ. λώβη, συν την κατάλ. –(ι)άρης.                                            
Λουλές –Από το δημωδ. λουλές, η πήλινη εστία του ναργιλέ, στην οποία τοποθετούνται τα κάρβουνα και ο καπνός, <τουρκ. Lule.
Λυμπέρης/Λυμπερόπουλος/Λυμπεράκος– Επώνυμο που προέρχεται από το βαφτιστικό Λυμπέρης, από το ιταλ.Libero>λατ.liber(ελευθερία).

Μ
Μαγκριώτης-, Από το βαφτ. Μαγκριώτης, χρησιμοποιούμενο κυρίως στη Θράκη. Μετέπεσε σε κύριο όνομα από κάποια παλιότερη βυζαντινή επωνυμία, όπως συνέβη με άλλα όπως Παλαιολόγος, Βάρδας, Κομνηνός, Δούκας-Δούκισα, Ασάνης-Ασάνω κτλ.
Μάζης– 1) Από το αρβαν. mëz (το ë προφέρεται κάπως μεταξύ -α- και –ε-, όπως το αγγλ. about), και σημαίνει πουλάρι, 2) από το αρβαν. mazë, η κρέμα, η κρούστα που δημιουργείται πάνω στο γάλα<σλαβ.mazъ-το λίπος. Πρβλ. Γκίζας.
Μάϊνας– Από το ρήμα μαϊνάρω, (ναυτ.) χαλαρώνω, κατεβάζω τα πανιά, <βεν. mainar.
Μαντάς i) Ο κατασκευαστής ή πωλητής μαντών (μαντά, τα). Μάντα, είδος μανδύα <ιταλ. manta. Το επώνυμο σχηματίζεται από το ουσ. μάντα και την επαγγελ. κατάληξη –άς (βλέπε βαρελάς, ψωμάς, παπλωματάς κ.α.). ii) Από το τουρκ. mandaz, το βουβάλι. Ή από το μεσν./δημωδ. μάντης.
ΜαρκεζίνηςΣχετικό με το μαρκήσιος, μαρκέζης. Τίτλος δυτικών ευγενών. <μεσν. λατ. marcensis – marquesius.
Μάτσας– Ίσως από το αρομ.(βλαχ.) mață,η γάτα.
Ματσούκας– Από τη λέξη ματσούκι, ραβδί χοντρό που απολήγει σε σφαιροειδή όγκο ή παλούκι, πάσσαλος. <μεσν. λατ. mazuca <λαϊκ. λατ. Matteūca. Ως επώνυμο τουλάχιστον από το 13ο αιώνα, Ματζούκης, Μιχαήλ, το 1293 στη Σμύρνη.
Μαυραγάνης Από το ιδιωμ. μαυραγάνι, είδος σιταριού με μαύρο άγανο ή αγάνι (<ακάνιον<ακάνθιον).
Μελάς– Από το δημωδ. μελάς, ο παραγωγός ή έμπορος μελιού, μέλι συν το παραγ. επίθ. –άς. Διασημότερος φέρων του επίθετου αυτού, φυσικά ο Παύλος Μελάς. Ως επώνυμο, Μελάς, το συναντάμε πρώτη φορά, τουλάχιστον απ’ότι έχω βρει, το 14ο αιώνα στη Βέροια.
Μερκούρης– Από το βαφτ. Μερκούριος/Μερκούρης (Άγιος Μερκούριος)<λατ. Mercurius (ο Ρωμ. Ερμής).
Μουζάκης-: Από το αρβανίτικο muzaqi “μοσχάρι, δαμάλι” και σχετίζεται με το αλβαν. Τπνμ. Muzhake. Επίθετο ευγενούς μεσαιωνικής αλβανικής οικογένειας. Κάλλιστα μπορεί το επώνυμο να προέρχεται από το μεσν. ελλ. μουζάκιον «είδος παπουτσιού».<αραβ. ή περσ.
Μπαμπινιώτης– Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από το χωριό Μπαμπίνη, δημ. Αστακού, νομ. Αιτωλ/νίας.
Ν
Ναλμπάντης– Από το τουρκ. nalbant, ο πεταλωτής.
ΝεγρεπόντηςΕπώνυμο που δηλώνει καταγωγή από το Νεγρεπόντε, η Εύβοια στα χρόνια της Φραγκοκρατίας. Παρετυμολογικά από το τοπικό όνομα για ολόκληρη την Εύβοια, Έγριπος< Εύριπος, ο στενότερος πορθμός του Ευβοικού κόλπου, στη Χαλκίδα.
Νιάρχος: Από το σπάνιο βαφτιστικό Νέαρχος, όνομα αγίου που γιορτάζει στις 22 Απριλίου, <νε(ο)+-άρχος (άρχω).
Ξ
Ξηρός– Από τη λέξη ξηρός, ξερός, ο μη έχων υγρασία-νερό. Μτφ για ανθρώπους ο τραχύς, σκληρός. Ως επώνυμο ήδη από το 12ο αιώνα, Ξηρός Ιωάννης, αξιωματούχος του Βυζαντίου.
Ξηροτύρης– Από το ν.ε. ξηροτύρι, ξερό (στεγνό ή σκληρό) τυρί, ξηρός + ουσ. τυρί.
Ο
Οικονόμου (Οικονομόπουλος, Οικονομάκης κ.ο.κ.)- Συχνότατο ελληνικό επώνυμο, κυρίως λόγω της σημασίας της λέξης οικονόμος ως εκκλησιαστικός αξιωματούχος, κληρικός, υπεύθυνος κυρίως για την οικονομική διαχείριση εκκλησίας ή μοναστηριού.
Π
Παγανός– Από το μεσν. και δημωδ. παγάνος, ο πολίτης, αντίθ. ο στρατιωτικός, σύμφωνα με το Λεξ. Σουΐδα, «παγάνος, αστράτευτος». Ως επώνυμο τουλάχιστον, από το 13ο αιώνα σε Λήμνο, Χαλκιδική, Μεθώνη κ.α. Σύμφωνα με το μεσαιωνικό λεξικό του Εμ. Κριαρά, η λέξη δηλώνει τον αλλόθρησκο. Σύμφωνα με το Λεξ. Τριανταφυλλίδη η λέξη «παγανός» δηλώνει τον καλικάντζαρο, ενώ η λέξη προέρχεται από το ελληνιστικό παγανός (ο ειδωλολάτρης, ο αγρότης, ο αγροίκος), το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από το λατινικό «paganus»>»pagus» που δήλωνε την ύπαιθρο ή το χωριό.
Πάγκαλος– Από το μεσν. πάγκαλος, υπερθ. παγκάλλιστος, 1) ο πάρα πολύ ωραίος, πανέμορφος, 2) ο πάρα πολύ ενάρετος, έντιμος, ηθικός< αρχ. επίθ. πάγκαλος. Ως επώνυμο τουλάχιστον από το 13ο αιώνα, σε Θεσσ/κη, Κύπρο, Τραπεζούντα, Σέρρες, Χαλκιδική, κτλ.
Παλαιολόγος– Από το μτγν. ρημ. παλαιολογώ, λέω, ομιλώ περί αρχαίων-παλαιών πραγμάτων. Επώνυμο της τελευταίας δυναστείας του Βυζαντίου. Συνηθέστατο επώνυμο σήμερα, κυρίως λόγω της χρησιμοποίησης του «Παλαιολόγος» ως βαφτιστικού, όπως έγινε και με το Κομνηνός, Δούκας, Ράλλης (Ραλλού), Δούκας (Δούκισσα), Βάρδας κτλ.
Παξινός– Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από τους Παξούς, Ιόνιο πέλαγος.
Παπαδόπουλος: Γιος ή απόγονος του παπά (παπαδοπαίδι), ίσως το πολυπληθέστερο όνομα στην Ελλάδα μαζί με την κατάληξη -οπουλος.
Παπαχελάς– Από το σύνηθες πρώτο συνθετικό παπάς, και το χελάς, ο ψαράς ή πωλητής χελιών. <μσν. χέλι < αρχ. ἐγχέλειον. Η κατάληξη –άς, από το ελνστ. επίθημα -ᾶς, δηλώνει το πρόσωπο που το επάγγελμά του είναι σχετικό με αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη, φτιάχνει ή πουλάει αυτός που φανερώνει η πρώτη λέξη, πρβλ. γάλα-γαλατάς, ψωμί-ψωμάς, ελνστ. χαρκωματ-ᾶς `χαλκωματάς΄ κτλ.

Παπούλιας– Από το δημωδ. παπούλιας-παπούλης, υποκορ.του παππούς, και ο γέρος ιερέας. Οι καταλ. –ούλης/-ούλιας, συνηθέστατες σε επώνυμα, προέρχεται από το μσν. επίθημα -ούλι(ν). Σε επώνυμα η κατάλ. -ούλης τουλάχιστον από τον 13αιώνα, πρβλ. Σακκούλης, Γιαννούλης (1402-Κρήτη), Φωτούλης (1318-Στρυμών), Καρδούλης(1303-Χαλκιδική) κτλ. Σήμερα βλ. Γιαννούλης-Γιαννούλιας, Φωτούλης- Φωτούλιας, κτλ.

Παπουτσής– παπουτσής, υποδηματοποιός, τσαγκάρης<τουρ. papuccu

Παρίσης– Από το βαφτ., κυρίως στη βόρεια Ελλάδα, Παρίσης, <Κυπαρίσσης, από την ευχή: να γίνει ψηλός σαν κυπαρίσσσι, όπως Πολύζος – να έχει πολυζωΐα, Πολυζώης – το ίδιο, Ρίζος – να ριζώσει, Στέριος – να στεριώσει κτλ.

Πατακός– Από το ιδιωμ.(Κρήτη), πατακός, πατακιός, ο μικρόσωμος, ο άσχημος, αρχ. πάταικος.
Πεπονής: ν.ε. πεπόνι<μσν. πεπόνι< ελνστ. πεπόνιον υποκορ. του αρχ. (σίκυος) πέπων, αγγούρι ώριμο
Πρέκας/Πρέκκας– Από το ν.ε. διαλεκτ. πρέκι, οριζόντιος δοκός που τοποθετείται στο πάνω μέρος της πόρτας ή του παραθύρου, για να στηρίζει τον τοίχο από πάνω, μεσν. πριέκιον. Το επώνυμο εμφανίζεται κυρίως στα Δωδεκάνησα (Ρόδος, Κως κτλ), Κυκλάδες (Σαντορίνη,Αμοργός κτλ). (Λ.Μ), πρβλ. το ομόσημο επων. Γκλαβάνης – γκλαβάνι (σλαβ. αρχής).
Πρωτόπαπας– Ο πρωτοπρεσβύτερος. [μσν. πρωτοπαπάς < πρωτο- + παπάς και μετακ. τόνου κατά τα άλλα σύνθ.].
Πρωτοψάλτης– Ο επικεφαλής των ψαλτών μιας εκκλησίας, μσν. πρωτοψάλτης < πρωτο- + ψάλτης
Πυλαρινός– Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από την περιοχή Πύλαρος της Κεφαλλονιάς, από τις πιο ορεινές στο ΒΑ τμήμα του νησιού. Κυριότεροι οικισμοί τα Μακριώτικα και η Αγ.Ευφημία.
Ρ
Ρήγας: Από το νεοελληνικό ρήγας, λαϊκότροπα ο βασιλιάς (μεσαιωνικό ρήγας). Προέρχεται από το ελληνιστικό ρηξ, αιτιατική ρήγα, που προέρχεται από το λατινικό rex.
Ρουβάς– Από το διαλεκτ. (Λιτοχ.) ρουβός, σημαίνει= όχι ευθύς, ύπουλος, πονηρός. Και ως επίρρ. «με κοιτάει ρουβά», στραβά. Σύμφωνα με την Δούγα-Παπαδοπούλου προέρχεται: από το αρχ. ραιβός>ριβός (σημ.Στερ.Ελλ.) με στένωση του άτονου αι, κανονική στα βόρεια ιδιώματα> ρουβός, με χείλωση του ι>ου εξαιτίας του παρακείμενου χειλικού β.
Ρούσσος/Ρούσοπουλος– Από το ν.ε. ρούσος< για άνθρωπο με κοκκινωπά μαλλιά ή για ζώα με κοκκινωπό τρίχωμα,< μσν. ρούσος < λατ. russ(us). Το Ρουσόπουλος ως επώνυμο ήδη από τον 11ο αιώνα, βυζαντινού αξιωματούχου.
Σ
Σακελλάριος– Από το βυζαντ. Εκκλησιαστικό τίτλο σακελάριος<λατ. sacellarius-ο }βαλαντιοφύλακας, θησαυροφύλακας.
Σαμαράς, Προέρχεται από το προσηγορικό (κοινής έννοιας) ουσ. σαμάρι με την κατάληξη -ας με την οποία σχηματίζονται επαγγελματικά ουσιαστικά (ψωμάς, ψαράς, λαδάς, ωρολογάς). Στο σαμάρι υπάρχει η αρχαία ελληνική λέξη σάγμα (σέλλα, σαμάρι, εφίππον, από το ρήμα σάττω (φορτώνω, συσκευάζω) και τη λατινική κατάληξη -αριουμ- αριονσαγμάριο – σαμάριον – σαμάρι. Τη λέξη δανείστηκαν από μας οι Τούρκοι και την έχουν στη γλώσσα τους ως σεμέρ, όπως έχουν και το σεμερσί που σημαίνει σαμαράς.
Σαχίνης– Από το τουρκ. περσ. sahin, γεράκι.
Σβωλός– Σχετικό με το ουσ. σβόλος , μικρή μάζα ξεραμένης λάσπης από χώμα.
Σεκέρης– Από το τουρκ. seker, η ζάχαρη.
Σινόπουλος– Από το βαφτ. Σήνος, Σίνης, παραλλαγή του ονόματος Στασινός/Στασηνός < Αναστάσιος, σε διάφορες περιοχές όπως Μακεδονία, Κύμη, Πελ/σο κτλ.
Σκαραμαγκάς– Επώνυμο που δηλώνει τον κατασκευαστή σκαραμαγγίων, πολυτελές ύφασμα επί Βυζαντίου, συνήθως φερόμενο από τους αυτοκράτορες. Μεγάλη βυζαντινή οικογένεια με κλάδους σε Πόλη, Χίο και Αθήνα, εξ ου και το τοπωνύμιο Σκαραμαγκά Αττικής.
Σκλαβενίτης– Επώνυμο που δηλώνει καταγωγή από τόπους όπως Σκλαβηνία, Σκλαβουνιά, τοπωνύμια που χαρακτηρίζουν περιοχές με σλαβική κατοίκηση. Επί Βυζαντίου οργανώθηκαν στα αυτοκρατορικά εδάφη αυτόνομα μορφώματα Σκλαβούνων (Σθλαβίνων).
Σκουτέλης– Από τη λέξη σκουτέλλι, το πήλινο πιάτο, μικρή γαβάθα < μσν. σκουτέλλι(ν) < σκουτέλλιον υποκορ. του σκουτέλλα < λατ. scutella{ΣΧΓ}
Σκουτέρης– Από το δημωδ. σκουτέρης, ο ποιμένας, ο τσοπιμένας, ο τσοπάνος, κυρίως ο προϊστάμενος στην στάνη.
Σόμπολος– Από το ουσ. σόμπολα, οι μικρές πέτρες που χρησιμοποιούνται για τα μεταξύ των μεγαλύτερων πετρών χάσματα στις οικοδομές. Ίσως ο χτίστης που είχε την ιδιότητα να τοποθετεί τα σόμπολα (και σομπολάκια) στο υπό κατασκευή κτίριο.
Σούρλας– Από το ιδιωμ. (Ήπειρ.) σούρλα, κάθε τι ψηλό που λήγει κωνοειδώς, π.χ. σουρκέφαλος, ο σχινοκέφαλος, που έχει μακρύ κεφάλι. Ετυμολογικά συνδέεται με το σλαβ. сурла, η προβοσκίδα ή η πίπα/σφυρίχτρα/φλογέρα. (MEYER)
Στασινόπουλος/Στασινός– Από το βαφτ. Στασηνός-Στασινός, παραλλαγή του ονομ. Αναστάσιος, ήδη από την παλαιολόγεια εποχή, σε περιοχές όπως Θεσσ/κη, Σέρρες, Πόλη, Χαλκιδική, Καστοριά, Καππαδοκία κτλ. Συνηθισμένο και στην Αρκαδία.
Στεφανόπουλος. Η κατάληξη σε -όπουλος είναι πατρωνυμικό του βαφτιστικού Στέφανος, το οποίο είναι αυτούσιο, το αρχαίο (ομηρικό) προσηγορικό ουσιαστικό στέφανος… στεφάνιον… στεφάνι. Οι παραγωγικές καταλήξεις -άνος, -άνον σχηματίζονται ουσιαστικά από ρήματα και δίνουν σ’ αυτά τη σημασία του οργάνου: στέφω –
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Ελληνικά επώνυμα απο Κ-Σ."

Σάββατο 7 Φεβρουαρίου 2009

Α.ΑΝΑΛΥΣΗ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΩΝΥΜΩΝ ΑΠΟ Κ-Λ.



ΣΥΝΕΧΗΣ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΛΙΣΤΑΣ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΩΝΥΜΩΝ
ΤΟ GREEK SURNAMES ΠΙΣΤΟ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΑΝΑΝΕΩΝΕΙ ΚΑΘΕ ΕΞΑΜΗΝΟ ΤΙΣ ΛΙΣΤΕΣ ΤΩΝ ΑΝΑΛΥΜΕΝΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΩΝΥΜΩΝ ΟΠΟΥ ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΤΟΥ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΒΡΟΥΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΥΤΟΜΑΤΗ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ [ΠΑΝΩ ΔΕΞΙΑ ΠΑΤΩΝΤΑΣ ΤΟ ΕΙΚΟΝΙΔΙΟ ΜΠΑΝΕΡ] ΤΗΝ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΟ ΤΟΥΣ ΕΠΩΝΥΜΟΥ।ΕΠΟΜΕΝΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ 15 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2011.ΜΕ 1000 ΕΠΙΠΛΕΟΝ ΕΠΩΝΥΜΑ
ΕΝ ΤΩ ΜΕΤΑΞΥ ΣΕ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΒΑΣΗ ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΤΟΥ ΕΝΗΜΕΡΩΝΟΝΤΑΙ ΜΕ ΑΡΘΡΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΜΕ ΤΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΟΥ ΠΛΑΝΗΤΗ ΜΑΣ
Η ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΑΝΑΛΥΣΗ ΕΠΩΝΥΜΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΔΕΙΓΜΑ ΚΑΙ ΟΧΙ ΤΟ ΣΥΝΟΛΟ ΤΩΝ ΑΝΑΛΥΜΕΝΩΝ ΕΠΩΝΥΜΩΝ

--Κ------------------------------------------------------------------------------------

ΚΑΒΟΥΡΑΣ: Επώνυμο προερχόμενο από παρατσούκλι κάβουρας=καρκίνος. Αρχαιοελληνικό Κάβειροι=γιοι του Ηφαίστου και της Κάβειρας, πελασγικές θεότητες της Λήμνου και της Σαμοθράκης, κοντόσωμοι με ογκώδεις φαλλούς=κάβουρες
ΚΑΖΑΚΟΣ:Επώνυμο προερχόμενο από το αρβανίτικο καζάζ = μεταξέμπορος.Επισης υπαρχει και η ριζα απο το τουρκικο kazak=κοζακος η οποια και εχει περισσοτερες πιθανοτητες.
Καίρης. Επωνυμο προερχομενο απο το παρατσουκλι καιρης= φιλάργυρος.
ΚΑΡΚΑΝΗΣ: Επώνυμο προερχόμενο από την τουρκική λέξη karkas=σκελετός
ΚΙΟΥΣΗΣ, ΚΙΟΥΣΟΓΛΟΥ, ΚΙΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ: Επώνυμο προερχόμενο από την τουρκική λέξη kus=θυμός
Κακουλίδης. Επωνυμο προερχομενο απο παρατσουκλι,τουλάχιστο το ποντιακό από το Κυπριακός-Κάκος ή και από το τούρκικο kakul.
Καλαγκάς.Επωνυμο προερχομενο απο παρατσουκλι ίσως απο το Καλαγκαθάς, καλαγκάθι ή παρωνυχίδα
ΚΑΜΜΕΝΟΣ, ΚΑΜΜΕΝΟΠΟΥΛΟΣ:Επωνυμο προερχομενο απο τη σλαβικη λεξη kamen που σημαινει λιθος-πετρα.
Καντζούκης, Καντζιάς, Καντζέλης, Καντζίδης, Καντζόγλου: Επώνυμο προερχόμενο από την τουρκική λέξη kanca = γάντζος
ΚΑΡΑΝΤΩΝΗΣ: Επώνυμο σύνθετο αποτελούμενο από την τουρκική λέξη καρα=μαύρος και το βαπτιστικό όνομα Αντώνης.
ΚΑΡΥΔΗΣ: Επώνυμο προερχόμενο από παρατσούκλι το οποίο έχει σχέση με τους φυτικούς καρπούς. Το επώνυμο βρίσκεται στην Τρίπολη Αρκαδίας από τον 17ο αιώνα. Πιθανή καταγωγή από Παξούς ή Θεσσαλονίκη ή Θεσσαλία. Επίσης συναντάται στα Επτάνησα, Κύπρο, Κύθηρα.
ΚΟΝΤΟΥ: Επώνυμο προερχόμενο από παρατσούκλι το οποίο οφείλεται σε σωματική ιδιότητα του ατόμου χαμηλός, κοντός, όχι ψηλός.
Καρβελης. Επωνυμο επωνυμο προερχομενο απο παρατσουκλι που εχει σχεση με φαγωσιμα δηλαδη το κουλουρι. Αλλα παρομοια Κ ουλουρας, Καφες, Λαγανας, Μακαρονης, Ξυδης, Παξιμαδης.
ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ, ΚΑΒΒΑΔΑΣ: Επώνυμο το οποίο ανήκει στην κατηγορία των επαγγελματικών που έχει σχέση με ρουχισμό. Προέρχεται από το καβάδι (βλ. Φουρίκης. Λεξ.Αρχ. 6, 1923, σ. 363α)
ΚΑΛΗΣΠΕΡΑΤΗ: Επώνυμο προερχόμενο από παρατσούκλι που προέρχεται από τον βραδυνό χαιρετισμό καλησπέρα. Συναντάται στην Κέρκυρα.
ΚΟΡΟΓΙΑΝΝΟΣ: Επώνυμο σύνθετο αποτελούμενο από την τουρκική λέξη kurus=γρόσι και το βαπτιστικό όνομα Γιάννος, Ιωάννης. Συναντάται στη Βοιωτία.
ΚΥΡΙΤΣΗΣ: Επώνυμο βυζαντινό προερχόμενο από τίτλο τιμής στην Κωνσταντινούπολη σε ευγενείς και σημαντικούς βυζαντινούς. Το επώνυμο συναντάται στα Ιωάννινα, νότια Αλβανία, Καρπενήσι (Φουρνά).
ΚΑΣΙΔΗΣ, ΚΑΣΙΔΟΚΩΣΤΑΣ, ΚΑΣΙΔΟΠΟΥΛΟΣ: Επώνυμο προερχόμενο από την τουρκική λέξη kas=φρύδι.
ΚΙΣΣΑΣ, ΚΙΣΣΟΠΟΥΛΟΣ, ΚΕΣΙΟΓΛΟΥ: Επώνυμο προερχόμενο από την περσική λέξη kesis=καλόγερος, παπάς, χριστιανός.
ΚΑΤΗΣ, ΚΑΤΙΔΗΣ, ΚΑΤΟΠΟΥΛΟΣ: Επώνυμο προερχόμενο από την τουρκική λέξη kati=κατηγορηματικός ή πλήρης, πολύς ή σκληρός, τραχύς. Το επώνυμο απαντάται στο Κιλκίς προερχόμενο από το Αϊβαλί ανατολικής Θράκης.
ΚΑΪΛΑΝΗΣ, Καϊλίδης, Καϊλόγλου, Καΐλας, Καΐλης: Επώνυμο προερχόμενο από την τουρκική λέξη kail=ομιλητής, λογάς, με την ελληνοποίηση προστίθεται και η κατάληξη –ανης. ΚΑΛΑΜΑΤΙΑΝΟΣ: Επώνυμο το οποίο ανήκει στην κατηγορία των εθνικών. Ο καταγόμενος από την Καλαμάτα.
ΚΑΛΙΝΤΕΡΗΣ, ΚΑΛΕΝΤΕΡΗΣ, ΚΑΛΙΝΔΕΡΗΣ, ΚΑΛΕΝΔΕΡΟΓΛΟΥ, ΚΑΛΙΝΤΕΡΙΔΗΣ: Επώνυμο προερχόμενο από την τουρκική λέξη kalender=τυχοδιώκτης, μποέμ.
ΚΑΡΑΓΚΟΥΝΗΣ: Επώνυμο το οποιο παρουσιαζεται κατα την τουρκοκρατια,σύνθετο αποτελούμενο από την τουρκική λέξη kara=μαύρος και τη λέξη γκουν, γκουνα=κατεργασμένο δέρμα ζώου ή την λέξη γιούναν=Έλληνας. Επί τουρκοκρατίας το γούνινο πανωφόρι ήταν ενδεικτικό χαρακτηριστικό της υψηλής κοινωνίας. Καραγκούνης είναι ο κάτοικος του κάμπου της Θεσσαλλίας.Δεν απουσιάζουν βέβαια και άλλες ερμηνευτικές προσπάθειες, λιγότερο ή περισσότερο βάσιμες που σχετίζονται με το Ελληνικό κάρα (κεφαλή) + το ρήμα κουνώ και ούτε λείπουν παραδόσεις και θρύλοι που φτάνουν μέχρι την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου.Συναντάται και στην Ίμβρο.
ΚΙΟΥΡΗΣ: Επωνυμο το οποίο ανήκει στην κατηγορία των ξενικών προερχόμενο από το γαλλικο επωνυμο Κιουρι.Πιο γνωστος ο Πιερ Κιουρι και η γυναικα του μανταμ Μαρια Κιουριπου ανεκαλυψε το στοιχειο του ραδιου [ραδιενεργεια].
ΚΑΛΤΖΗΣ, Καλαϊτζής: Επώνυμο προερχόμενο από σύντμηση της τουρκικής λέξης kalayci=γανωτζής.
ΚΑΡΑΔΗΜΗΤΡΗΣ: Επώνυμο σύνθετο αποτελούμενο από τη λέξη καρα=μαύρος, μελαχροινός και το βαπτιστικό όνομα Δημήτρης.
Κόλιας: Επώνυμο αρβανίτικης καταγωγής προερχόμενο από το βαπτιστικό όνομα Νικόλαος, Νικόλας.
Καλαντζής, από την τουρκική λέξη kalayci = ο γανωματής
Καραπιπέρης, σύνθετη λέξη από το kara (τούρκικη λέξη που σημαίνει μαύρος) + πιπέρι, (το μαυροπίπερο)
Καρφής, από τη λέξη καρφί, το μεταλλικό ή ξύλινο μυτερό αντικείμενο
Καταπόδης, πιθανόν να προέρχεται από το επίρρημα καταπόδι (κατά πόδας) = ακολουθώ κάποιον από κοντά
Κατσάνος, από την τουρκική λέξη kacan = εκείνος που φεύγει, ο φυγάς
Κατσαρομήτσος, σύνθετο όνομα από το Κατσαρός (σγουρός) + Μήτσος (υποκοριστικό του Δημήτρης)
Κλαδευτήρας, από το κλαδευτήρι = το κοφτερό όργανο που χρησιμοποιούμε για να κλαδέψουμε
Κόκκαλης, παρατσούκλι που προέρχεται από τη λέξη κόκαλο
Κονιδάρης, αυτός που έχει κόνιδες (αβγά της ψείρας)
Κορκολιός, από τη λέξη κόρκος = αλλιώς ο κρόκος του αβγού
Κοτσάνης, παρατσούκλι από τη λέξη κοτσάνι, μέρος του φύλλου
Κουνάδης, από τη λέξη κουνάδι ή κουνάβι (kuna, σλάβικη λέξη ) = η νυφίτσα
Κουνιάκης, από τη λέξη κούνια = μικρό κρεβατάκι παιδιού
Κουντούρης, υπάρχουν δύο πιθανές ερμηνείες: α)από την τουρκική λέξη kundura = χαμηλά γυναικεία παπούτσια. β) κοντή ουρά
Κουτσολάμπρος, σύνθετο όνομα από το Κουτσός + Λάμπρος
ΚΑΡΛΗΣ, ΚΑΡΛΑΚΗΣ, ΚΑΡΛΟΓΛΟΥ: Επώνυμο προερχόμενο από την τουρκική λέξη karli=χιονισμένος. Συναντάται στη Μεσσηνία.
ΚΟΥΜΠΗΣ: Επώνυμο προερχόμενο από α) παρατσούκλι που προέρχεται από το ντυσιμο, κουμπί [το πιθανότερο]
β) από την τουρκική λέξη kubbe=θόλος, κύρτωμα
Κρικρής, πιθανόν να έχει σχέση με το κρι-κρί, το αγριοκάτσικο που συναντάμε κυρίως στα βουνά της Κρήτης
Κυριάκος, από το κύριο όνομα Κυριάκος
Καρακωστας. Επωνυμο συνθετο αποτελουμενο απο την τουρκικη λεξη kara = μαυρος, μελαχρινος και το βαπτιστικο ονομα Κωστας.
Καρακάσης, Καρακασόγλου, Καρακασίδης: Επώνυμο προερχόμενο από την τουρκική λέξη karakas=μαυροφρύδης.
Καραπιπέρης, σύνθετη λέξη από το kara (τούρκικη λέξη που σημαίνει μαύρος) + πιπέρι, (το μαυροπίπερο)
Καρφής, από τη λέξη καρφί, το μεταλλικό ή ξύλινο μυτερό αντικείμενο
Καταπόδης, πιθανόν να προέρχεται από το επίρρημα καταπόδι (κατά πόδας) = ακολουθώ κάποιον από κοντά
Κατσάνος, από την τουρκική λέξη kacan = εκείνος που φεύγει, ο φυγάς
Κατσαρομήτσος, σύνθετο όνομα από το Κατσαρός (σγουρός) + Μήτσος (υποκοριστικό του Δημήτρης)
Κλαδευτήρας, από το κλαδευτήρι = το κοφτερό όργανο που χρησιμοποιούμε για να κλαδέψουμε
Κόκκαλης, παρατσούκλι που προέρχεται από τη λέξη κόκαλο
Κονιδάρης, αυτός που έχει κόνιδες (αβγά της ψείρας)
Κορκολιός, από τη λέξη κόρκος = αλλιώς ο κρόκος του αβγού
Κοτσάνης, παρατσούκλι από τη λέξη κοτσάνι, μέρος του φύλλου
Κουνάδης, από τη λέξη κουνάδι ή κουνάβι (kuna, σλάβικη λέξη ) = η νυφίτσα
Κουνιάκης, από τη λέξη κούνια = μικρό κρεβατάκι παιδιού
Κουντούρης, υπάρχουν δύο πιθανές ερμηνείες: α)από την τουρκική λέξη kundura = χαμηλά γυναικεία παπούτσια. β) κοντή ουρά
ΚΟΥΡΚΟΥΛΟΣ, ΚΟΥΡΚΟΥΛΑΣ, ΚΟΥΡΚΟΥΛΗΣ: Επώνυμο προερχόμενο από παρατσούκλι. Κουρκούλω=κυλιέμαι. Κουρκούλας ονομάζεται σε ορισμένες συνθηματικές γλώσσες ο παπάς.
ΚΟΥΦΗΣ, ΚΟΥΦΟΣ: Επώνυμο από παρατσούκλι που έχει σχέση με σωματική ιδιότητα του ατόμου που δεν ακούει καλά ή καθόλου
Καλούσια – Καλή
Κασσιούλα – Κασσιανή
Κέντρος – Ανδρέας
Κήκω – Αγγελική
Κολούσης – Νικόλαος
Κολιός – Νικόλαος
Κούλα – Βασιλική
Κύρκος – Κυριάκος
Κουτσολάμπρος, σύνθετο όνομα από το Κουτσός + Λάμπρος
Κρικρής, πιθανόν να έχει σχέση με το κρι-κρί, το αγριοκάτσικο που συναντάμε κυρίως στα βουνά της Κρήτης
Καραλής: Επώνυμο προερχόμενο 1) από το σλάβικο κράλης=τίτλος βασιλιά. Συνηθίζεται στην Μυτιλήνη.2) Από το καρα αλής = ο ναύαρχος των Τούρκων στην καταστροφή της Χίου.
Κούτσικος, Κουτσούκης, Κουτσούκος, Κουτσουκάκης, Κουτσουκέλης, Κουτσουκίδης, Κουτσούκουγλου, Κιουτσούκης. Επώνυμο προερχόμενο από την τουρκική λέξη kucuk = μικρός.
Καρακούσης: Επώνυμο προερχόμενο από την τουρκική λέξη karakus=αετός
Καρεντζός, Καρεζός, Καρέζης: Επώνυμο προερχόμενο από την τουρκική λέξη garaz=μισός. Καψαλης. Επωνυμο προερχομενο απο παρατσουκλι προερχομενο απο το καψαλο, καψαλος = το χρωμα των ημικαμμενων ξυλων.
Κουρτζης. Επωνυμο το οποιο προερχεται απο τη τουρκικη λεξη kurt = λυκος/σκουληκι με την συνηθισμενη καταληξη –τζης.
Κυραννας. Επωνυμο το οποιο ανηκει στην κατηγορια των μητρονυμικων. Της κυρα Αννας = Κυραννας
Κεραμίδας:Επωνυμο το οποιο κατατασεται στα επαγγελματικα αντί Κεραμιδάς, ό κεραμοποιός
Καλαντζής: Επωνυμο το οποιο κατατασεται στα επαγγελματικα ό κασσιτερωτής.
ΚΑΝΤΖΙΑΣ:Επωνυμο προερχομενο απο τη σλαβικη λεξη kandzia που σηαινει το νυχι του γερανου.
ΚΑΤΣΑΡΗΣ:Επωνυμο προερχομενο απο τη σλαβικη λεξη kacar που σημαινει καδοποιος-βαρελοποιος.
KAΛΑΜΟΥΓΚΑΝΑΣ. Επωνυμο προερχομενο από το καλαμουγκάνι (καλάμι-canna), το καλάμι όπου τυλίγεται το νήμα.
ΚΑΛΙΚΟΥΝΗΣ. Επωνυμο προερχομενο καλκούνι (Κύθηρα) η τάπα του βαρελιου.
ΚΑΛΙΤΣΟΥΝΑΚΙΣ.Επωνυμο προερχομενο καλιτσούνι ειδ. τυρόπιτας, Κρήτη. αλλού γλυκίσματα.
ΚΑΝΑΒΟΣ. Επωνυμο προερχομενο καναβή ειδ. αγριόπαπιας, μα και ξύλινος σκελετός για το πρόπλασμα του τεχνίτη από κερί ή από πηλό.
ΚΑΝΟΥΤΟΣ. Επωνυμο προερχομενο απο την λεξη κανούτος= λύκος
ΚΑΠΕΡΩΝΗΣ. Επωνυμο προερχομενο καπερόνα ειδ. κάπας.
ΚΑΡΤΣΟΝΑΚΗΣ. Επωνυμο προερχομενο απο τηνλεξη καρτσόνι, κάλτσα μάλλινη
ΚΑΣΤΟΡΧΗΣ. Επωνυμο προερχομενο απο την λεξη καστόρχι, ύφασμα.
ΚΑΤΡΑΜΑΔΟΣ. Επωνυμο προερχομενο απο τηνλεξη κατραμωμένος (βενετς. μετοχη), κατράμι, η πίσσα που αλείβουν τα πλοία.
Καζακωνη, Καζακος, Καζακιδης, Καζακοπουλος. Επωνυμο προερχομενο απο την τουρκικη λεξη καζακ=κοζακος
Καλκανης, Καλκανιδης, Καλκατζης, Καλκατζακος. Επωνυμο προερχομενο απο τη τουρκικη λεξη kalkan=ασπιδα
Κουλουρης, Κουλουρας, Κουλουριας. Επωνυμο επωνυμο προερχομενο απο παρατσουκλι που εχει σχεση με φαγωσιμα δηλαδη το κουλουρι. Αλλα παρομοια Καρβελης, Καφες, Λαγανας, Μακαρονης, Ξυδης, Παξιμαδης.
Κουρης. Επωνυμο πρερχομενο απο την τουρκικη λεξη kuru=ξερος
ΚΟΘΡΗΣ ΚΟΘΟΡΝΟΣ.Επωνυμο προερχομενο απο την λεξη κόθρος, κοθρί, κόθρα, κομμάτι ψωμί, πίτα, κοσκινόγυρος, λαιμαριά ξύλινη για τα γιδοπρόβατα, απομεινάρι ψωμιού στο τραπέζι. κοθρής ζητιάνος από το κόθουρος (Μακεδ) κόθουρνος (Θράκη)
ΚΟΡΦΙΤΗΣ (Χαλκιδική).Επωνυμο προερχομενο όπως λένε και τα τελευταία καρπούζια, που βγαίνουν στην κορυφή της καρπουζιάς, πριν να ξεραθεί
ΚΟΥΛΟΥΚΟΥΝΤΗΣ. Επωνυμο προερχομενο ίσως όπως και το Κολοκοτρώνης, με β’ συνθετικό το κοντός.
ΚΟΥΡΚΟΥΛΑΣ. Επωνυμο προερχομενο απο την λεξη κουρκουλώ κυλιούμαι (κούρκουλας ονομάζεται σε μερικές γνώσεις ο παπάς).
ΚΟΥΡΚΟΥΜΕΛΗΣ. Επωνυμο προερχομενο απο την λεξη κούρκουμα, ανακούρκουδα.
ΚΟΥΣΚΟΥΡΑΣ ΚΟΥΣΚΟΥΡΗΣ. Επωνυμο προερχομενο σημαίνει το κούσκουρας κατά τόπους φλύαρος, πετρωδικός τόπος, αργιλότοπος.
ΚΟΥΤΣΟΒΑΣΙΛΗΣ: Επώνυμο που ανήκει στην κατηγορία των πατρωνυμικών σύνθετο αποτελούμενο από τις λέξεις κουτσός + το βαπτιστικό όνομα Βασίλης.
ΚΟΥΤΡΟΥΛΗΣ. Επωνυμο προερχομενο απο τηνλεξη κουτρουλής, κούτρουλος, φαλακρός, κασίδης ή και ξουρισμένος σύρριζα.
ΚΟΥΡΜΟΥΛΗΣ. Επωνυμο προερχομενο απο την λεξη κουρμούλι κορμός δέντρου, χαμόδεντρου.
ΚΟΒΑΝΗΣ:Επωνυμο προερχομενο απο τη σλαβικη λεξη kovan που σημαινει σφυριλατημενος. ΚΟΥΓΙΑΣ:Επωνυμο προερχομενο απο τη σλαβικη λεξη kuja που σημαινει πεταλωτης
ΚΟΥΣΤΟΥΡΟΣ:Επωνυμο προερχομενο απο τη σλαβικη λεξη kostur που σημαινει σκελετος.
Κουσιόρας: αντί Κουσιοράς. Επωνυμο το οποιο κατατασεται στα επαγγελματικα αυτος που κατασκευάζει κουσιoρες. Ή κουσιόρα=πρωτόγονη κυψέλη. (Κουσιόρι=κοφίνι).
ΚΡΑΛΙΔΗΣ:Επωνυμο πρερχομενο απο τη σλαβικη λεξη kral που σημαινει βασιλιας.
ΚΡΕΣΤΟΣ, ΚΡΕΣΤΑΣ:Επωνυμο προερχομενο απο τη σλαβικη λεξη krst που σημαινει σταυρος.
ΚΡΙΜΠΑΣ:Επωνυμο προερχομενο απο τη σλαβικη λεξη grb που σημαινει καμπουρα.
ΚΑΤΕΡΙΝΙΤΣΑΣ. ΕΠΩΝΥΜΟ ΠΟΥ ΚΑΤΑΤΑΣΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΤΩΝ ΜΗΤΡΩΝΥΜΙΚΩΝ.ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟ ΒΑΠΤΗΣΤΙΚΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ
ΚΑΤΙΝΑΣ.ΕΠΩΝΥΜΟ ΠΟΥ ΚΑΤΑΤΑΣΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΤΩΝ ΜΗΤΡΩΝΥΜΙΚΩΝ.ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟ ΒΑΠΤΗΣΤΙΚΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ ΚΑΤΙΝΑ
Καραμανλής. είναι καταγόμενος από την Καραμανία, περιοχή της Νοτιοανατολικής Μικράς Ασίας, που ορίζεται από τις πόλεις Κόνια (Ικόνιο) Ακσεχίρ (Φιλομήλιον), Νιτζ (Νίγδη), Ερεγκλί (Ηράκλειο) και Ερμενέκ.Εδώ ένας Σελτζούκος Τούρκος ο Καραμάν Μπέη το 1243 μετά τη διάλυση του κράτους των Σελτζούκων και μισό αιώνα πριν από την εμφάνιση των οθωμανών Τούρκων ίδρυσε με πρωτεύουσα το Ικόνιο, ένα κρατίδιο το οποίο διαλύθηκε στα χρόνια των διαδόχων του.Αυτού το όνομα περιέχει το τοπωνύμιο Καραμανία.Το εμιράτο αυτό γρήγορα επεκτάθηκε βόρεια στην Καππαδοκία και νότια ως τη Μάκρη, Αττάλεια, Μερσίνη, Ταρσό και Αλεξανδρέτα.Εδώ υπήρχε από τους ελληνιστικούς χρόνους ένας ακμαίος Ελληνισμός, τη ζωτικότητα του οποίου έχουν εκφράσει οι Τρεις Ιεράρχες και μια θαυμάσια βυζαντινή τέχνη. Τον θέρισε όμως ψυχικά το φάσγανο του Ισλάμ και τον αφάνισε γλωσσικά το γιαταγάνι του Τούρκου.Ετσι οι περισσότεροι έγιναν μουσουλμάνοι και τουρκόφωνοι. Οσοι γλύτωσαν διακρίνονται σε δύο κατηγορίες. Πρώτα είναι αυτοί που έμειναν χριστιανοί και ελληνόφωνοι. Η καππαδοκική διάλεκτος είναι κατάλοιπο του γλωσσικού τους οργάνου. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν εκείνοι που έμειναν χριστιανοί, αλλά έχασαν την ελληνική γλώσσα και έγιναν τουρκόφωνοι.
Αυτούς μόνο η ορθόδοξη εκκλησία έσωσε από την εθνική απώλεια.Οι Καραμανλήδες σχεδόν μονοπωλούν την κατηγορία αυτή.Ευφυείς και δραστήριοι οι Καραμανλήδες βρίσκουν τρόπο να ξεπεράσουν τις δυσκολίες που έχουν ως τουρκόφωνοι να επικοινωνούν με την πίστη του Χριστού. Μεταφράζουν τα ιερά βιβλία της εκκλησίας στην τουρκική και το σπουδαιότερο, για το οποίο η ιστορία τους απένειμε τον τίτλο του πρωτοπόρου, χρησιμοποιώντας όχι το αραβικό αλφάβητο, αλλά το ελληνικό. Δεν ξεκίνησαν βέβαια από το μηδέν.Ο πατριάρχης Γεώργιος Γεννάδιος ο Σχολάριος, είχε μεταφράσει στην τουρκική ορισμένα αποσπάσματα ιερών βιβλίων κατ' απαιτήση του Μωάμεθ Β του Πορθητή, ο οποίος θέλησε να γνωρίσει τον Χριστιανισμό.
ΚΑΡΑΤΖΑΦΕΡΗΣ. Το επώνυμο του κ. Γιώργου Καρατζαφέρη είναι σύνθεση τουρκοαραβικών λέξεων. Προέρχεται από τοΚara = μαύρος και caferi που είναιονομασία σιιτικής αίρεσης (από τονΤζαφέρ ες Σαδίκ, γιο του διαδόχουτου Μωάμεθ) και οπαδού της αίρεσης αυτής.
Πάντως, στην Ηπειρο αλλά και την Πελοπόννησο συναντάται και το τοπωνύμιο Τζαφέρης, το οποίο προφανώς μετέφεραν στην Ελλαδα Πολιτικά επώνυμα με ρίζες Τουρκικές, λατινικές, αλβανικές λέξεις αποτελούν συχνά τη βάση ενός ονόματος,χαρακτηριστικό των ανακατατάξεων στα Βαλκάνια
Καζανάς, Επωνυμο προερχομενο από την τουρκική λέξη kazan = καζάνι. Επωνυμο το οποιο κατατασεται στα επαγγελματικα αυτός που κατασκευάζει καζάνια.
Καλαϊτζής, Επωνυμο το οποιο κατατασεται στα επαγγελματικα από την τουρκική λέξη kalayci = ο γανωματής.
ΚΑΪΤΑΤΖΗΣ, ΚΑΪΤΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ: Επώνυμο προερχόμενο από την τουρκική λέξη gaydaci=γκαϊντατζής.
ΚΩΣΤΑΡΑΣ, ΚΩΣΤΑΝΤΑΡΑΣ: Επώνυμο το οποίο ανήκει στην κατηγορία των πατρωνυμικών προερχόμενο από το βαπτιστικό όνομα Κωνσταντίνος, Κώστας με τη μεγενθυτική κατάληξη -ρας
Καλεμκερίδης, Επωνυμο το οποιο κατατασεται στα επαγγελματικα , από την τουρκική λέξη kalemkar = ο χαράκτης
Καράς. Μαύρος (τουρκ) - Μελαμψός. Πιθανόν να πάσχει από την νόσο του Addison ή να είναι μελαχρινός. (πρβλ. καρπερή, καρατζιερι) Όμως το "Μαύρος" έχει και την έννοια του τάλας= δυστυχής, ταλαίπωρος, φουκαράς. πρβλ. το πελοπονησιακό "ωχ τι επαθα ο μαύρος".Το kara στα τούρκικα έχει την έννοια και του δυσοίωνος (καρά-χαμπέρι) (Καραγάτσης = Δυσφημισμένος) . Το "καρά-" απαντά ως πρόθεμα σε πολλά επώνυμα πχ. (Καρατσαλος, Καραπιπέρης, Καραγκιόζης (Μαυρομάτης, göz=μάτι)
Καραγιάννης, Επωνυμο συνθετο αποτελουμενο από την τουρκική λέξη kara = μαύρος, μελαχρινός + το βαφτιστικό όνομα Γιάννης.
Καραδήμος,Επωνυμο συνθετο αποτελουμενο από την τουρκική λέξη kara = μαύρος, μελαχρινός + το βαφτιστικό όνομα Δήμος.
Καράμαλης, Επωνυμο συνθετο αποτελουμενο από την τουρκική λέξη kara = μαύρος, μελαχρινός + τη λέξη μαλλί.Καρατηνι(η)νής
ΚΑΡΑΧΑΛΙΟΣ:α) Επώνυμο σύνθετο προερχόμενο από το τουρκικό κάρα + χάλιος = μαύροςΚαραμιχάλης – Καραχάλης – Καραχάλος
β) Επώνυμο σύνθετο προερχόμενο από το τουρκικό καρα=μαύρος και το βαπτιστικό όνομαΜιχάλης.
ΚΑΤΑΡΤΑΡΙΟΣ: Επώνυμο βυζαντινό, που ανηκει στην κατηγορια των επαγγελματικων,είναι ο επεξεργαστής του μεταξιού.
ΚΟΝΧΥΛΕΥΤΗΣ: Επώνυμο βυζαντινό,που ανηκει στην κατηγορια των επαγγελματικων, είναι ο επεξεργαστής της πορφύρας που βάφονταν τα ενδύματα.
ΚΗΡΟΥΛΑΡΙΟΣ: Επώνυμο βυζαντινό,που ανηκει στην κατηγορια των επαγγελματικων, είναι ο κατασκευαστής και έμπορος κεριών.
ΚΑΦΑΝΤΑΡΗΣ: Επώνυμο προερχόμενο από την περσική λέξη kafadar=σύντροφος, επιστήθιος φίλος.
Καβάσιλας.Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης
Καγκάδης Τάτσης (Δημητράκης)Τσαμαντάς (τσα- ή χαϊ- μ' ντα = πήγαινε πιο κοντά)Τσαπόγας (ψηλοπόδαρος, συχνό στη Μεσσηνία)(τραγουδιστός, συχνό στην Κέρκυρα, στην Καρυστία και στη Βοιωτία)
Κακαβάς Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης (συχνό στην Καρυστία και στο Λιόπεσι Αττικής)Κακαρούκας Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης (κακοκυλημένος, συχνό στη Λιβαδειά)Καλέντζης Επωνυμο το οποιο κατατασεται στα επαγγελματικα (γανωτζής)Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης
Καλέσης (μαλλιαρός)Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης
Κάμιζας (της πλούσιας)Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης
Κάμπασης (κάμπες = πεζός)Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης
Κανάκης.Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης
Καντρέβας (συμμαζεμένος)Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης
Καπαρέλης.Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης
Κασνέσης.Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης
Κέκης (κακός, πονηρός ­ συχνό στη Χασιά Αττικής)Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης
Κόκος (Κώστας)Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης
Κόκλας (συχνό στη Χασιά Αττικής)Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης
Κολόσης (Νικολάκης)Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης
Κομποθέκρας (χειρόβολο από σίκαλη)Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης
Κόντος (συχνό στα Καλύβια της Χασιάς στην Αττική)Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης
Κόρεσης (θεριστής)Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης
Κότσικας (κοκάλας, συχνό στην Κάρυστο)Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης
ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗΣ:Επώνυμο προερχόμενο από την τουρκική λέξη kuyumci=χρυσοχόος, με την προσθήκη της νεοελληνικής κατάληξης –ης που συνήθως έχουν τα επώνυμα με τουρκική ρίζα.
ΚΑΛΚΑΝΗΣ:Επώνυμο προερχόμενο από την τουρκική λέξη kalkan=ασπίς (ψάρι καλκάνι) με προσθήκη της νεοελληνικής κατάληξης –ης που συνήθως έχουν τα επώνυμα με τουρκική ρίζα. Κούκης (κόκκινος)Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης
Κουρτέσης. Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης
Κούτσης . Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης (κουτάβης, συχνό στις Σπέτσες και στο Τάχι των Θηβών)
Κράψας.Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης
Κριεκούκης (κοκκινομάλλης)Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης
Κριεμπάρδης (ασπρομάλλης)Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης
Κυριάκης .Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης
Καργόπουλος, απόγονος του Κάργα. Πιθανόν να προέρχεται από το τροπικό επίρρημα κάργα (βενετσιάνικη λέξη carga) που σημαίνει γεμάτο μέχρι επάνω/ σφιχτά, δυνατά.
Καρδαμήλας, ίσως είναι εθνικό όνομα και αναφέρεται στην πόλη Καρδάμηλα της Χίου.
Κέλλης, παρατσούκλι από την τουρκική λέξη kel = ο φαλακρός.
Κεφάλας, παρατσούκλι για κάποιον με μεγάλο κεφάλι.
Κεχαγιάς: από την τουρκ. λέξη ke.hyα = προϊστάμενος, αντιπρόσωπος.
Κορδίλας: αντί Κορδιλάς, παπουτσής. Στο τοπικο ιδίωμα τα παπούτσια λέγονται κορδέλια.
Κοκκινάκης, από το επίθετο κόκκινος, που δηλώνει κάποιο χαρακτηριστικό του ατόμου που ονομάζεται.
Κολιός,Επωνυμο προερχομενο απο το υποκοριστικό του βαφτιστικού ονόματος Νικόλαος (Νικολιός – Κολιός)
Κολλημένος, παρατσούκλι που δόθηκε σε κάποιο πρόγονο χτίστη που «κολλούσε» τον έναν πλίθο πάνω στον άλλο.
Κουταλίδης, ο απόγονος του Κουταλά. Ίσως είναι επαγγελματικό και αναφέρεται σ’ αυτόν που φτιάχνει ή πουλά κουτάλια ή μπορεί να είναι απλώς παρατσούκλι.
Κράντας,Επωνυμο προερχομενο απο τη γλωσσική διάλεκτο της Ανατολικής Θράκης σημαίνει το μεγάλο και ψηλό άντρα.
Κεφαλάς Αυτός που έχει μεγάλο κεφάλι πιθανόν υδροκέφαλος
ΚΑΚΑΤΣΙΟΣ : Επωνυμο ξενικο προερχομενο απο το τουρκικο kakac=ρυπος
Καβάφης. Επωνυμο που προερχεται απο το τουρκικο πωλητής ετοίμων υποδημάτων
Καζδαγλής. Επωνυμο που προερχεται απο το τουρκικο Kaz=Χήνα, Ανόητος + Dag=Βουνό + Li=επίθεμα δηλωτικό της προέλευσης [τουρκ] Αυτός που προέρχεται ή κατάγεται από το Βουνό με τις Χήνες ή το βουνό που μοιάζει με χήνα [πιθανά τούρκικο τοπωνύμιο].Το αρχικό ήταν Καζνταγκλής που εξελληνίσθηκε πρβλ. Δαγκλής αντί Ναγκλής = ορεσίβιος, Βαρβέρης αντί Μπαρμπέρης κλπ.
Καντζέλας. Επωνυμο προερχομενο απο το τουρκικο Kazel = Το φύλλο που μένει στο δέντρο [kazel mevsimi = φθινόπωρο].Ο φθινοπωρινός [μελαγχολικός ή και ο μοναχικός].
Κονοφάγος ή Κονοφάος .Από τα κατάλοιπα των εινομομαχιών του Βυζαντίου (Ει)κονοφά(γ)ος. υπήρχαν εικονολάτρες που πίστευαν ότι ακόμα και το ξύσμα από το χρώμα της εικόνας μπορεί να έχει θεραπευτικές ικανότητες.
Κοτσικόνας. Άλλο ένα από τα κατάλοιπα των εινομομαχιών του Βυζαντίου. Κ(λ)ωτσ(ε)ικόνας. Με την πάροδο του χρόνου πολλές ετυμολογικές ορθογραφίες καταργούνται γιατί έχει ξεχαστεί το φαινόμενο ή το γεγονός, που τις δημιούργησε ή γιατί θεωρείται δυσφημιστικό η προσβλητικό.
Καβαλλίνας: Η κοπριά των αλόγων, γάιδαρων, μουλαριών. Αποδίδε­ται σ' εκείνον που μαζεύει καβαλλίνες από τους δρόμους, για λίπανση. Πι­θανόν ο αμφιβόλου ποιότητας χαρακτήρας.
Καγιάς : Από την καγιά που σημαίνει σκληρό και δυσκολοκαλλιέρ­γητο έδαφος, ο βράχος. Ο δύστροπος, ο άξεστος.
Καζάνας : Μεγεθυντικό της λέξης καζάνι. Αυτός, που έχει µεγάλο και άδειο περιεχομένου, κεφάλι. Ο βλάκας, ο άμυαλος.
Κάκκιας : Στα ιταλικά η λέξη σημαίνει το κυνήγι. Τα καταδιωκτικά.
Κκούνας : Προέρχεται από το κύνα -κκύνα-Κκούνα. Ο αφρόντιστος, ο απεριποίητος, αυτός που δεν έχει προσεγμένη εμφάνιση.
Κκυννούκας: Μεγεθυντικό. Η παραχαϊδεµένη μοναχοκόρη που είναι κακοµαθηµένη, ανάγωγος και κατ' επέκταση η απεριποίητος.
Κκούρης : Ο κουρεμένος σύρριζα µε τη (ψιλή) μηχανή.
Κλαδευτήρας : Από το κλαδευτήρι το οποίο σημαίνει το στραβό μαχαίρι που πρόχειρα έφερναν μαζί τους οι χωρικοί, περασμένο στο ζωνάρι τους, για κάθε χρήση στις αγροτικές εργασίες (π.χ. κόψιμο ψωμιού, μικρών κλα­διών δέντρων ή φυτών κλπ).
Κλαψούς : Γυναικείο παρανόμι. Εκείνη που κλαίει χωρίς λόγο, η µεµ­ψίµοιρη. Η παραπονιάρα που προκαλεί και ενοχλεί, µε ασήμαντη αφορμή.
Κοκκινόκωλος : Μικρό πουλί µε κόκκινα φτερά στην ουρά. Ο κόκ­κινος στο πρόσωπο. Σκωπτικό.
Κόκκινος : Αυτός που έχει το χρώμα του αίματος. Συμφωνά µε µαρτυρία του κατόχου του από σημάδι "ρεξίµατος" κόκκινο, στο πρόσωπο.
Κοκκινοτρίχης : Αυτός που έχει κόκκινο τρίχωμα, κοκκινομάλλης, κοκκινογένης (για παπά).
Κόκλανος Ψάρι των ιχθυοτροφείων της Μ. Ασίας (Ταλιάνι) όπου και δούλευε τους χειμερινούς µήνες ο κάτοχός του. Ο γνωστός κέφαλος.
Κοκός: Παιδική λέξη για το αυγό. Η κοντόχοντρη γυναίκα. Είναι και υποκοριστικό του ονόματος Καθολική-Καθολικό-Κοκό (σκωπτικό).
Κολοβονης: Υποκοριστικό του κολοβός. Ο ελλιπής, ο ανάπηρος σωματικά από τη γέννησή του.
Κοντός: Ο κοντόσωµος άνδρας ή γυναίκα.
Κοράκος: Πληθυντικός του κόρακας, µε κατάληξή όμοια των αρσενι­κών της β' κλίσης (-οι). Παρατσούκλι των Κρεµαστενών. Είναι χαρακτηριστι­κό των κοράκων να ζουν και να πετούν όλοι μαζί κατά σμήνη, πράγμα πολύ συνηθισμένο στους κατοίκους του χωριού στις κοινωνικές τους εκδηλώσεις (εορτές, πανηγύρια, αγορά προϊόντων κλπ), να πηγαίνουν όλοι μαζί. Εξ' αιτίας της συνήθειας αυτής, στις 15 Μαΐου 1945, πολλοί Κρεµαστενοί για να έχουν καλή θέα των εκδηλώσεων που γίνονταν στο Μαντράκι, για την υποδοχή του αντιβασιλέα αρχιεπισκόπου Αθηνών Δαμασκηνού, βρέθηκαν ανεβασμένοι και αραδιασμένοι στην ταράτσα του Ταχυδρομείου, κάνοντας αισθητή την παρου­σία τους µε ζητωκραυγές. Κάποιος τότε είπε: ''Σαν τους κοράκους φωνάζουν''. Και έμεινε το παρατσούκλι. Ίσως το παρατσούκλι να υπαινίσσεται και την βουλιμία µε την οποία εφορμούν οι Κρεµαστενοί για να ικανοποιήσουν την χαιρεκακία τους σε ατυχείς καταστάσεις όμοια µε τους κοράκους.
Κοριέρας: Ιταλική λέξη που σημαίνει λεωφορείο. Η γυναίκα που με­ταφέρει από πόρτα σε πόρτα, τα νέα του χωριού, συνήθως κακολογίες και κουτσομπολιά.
Κουκκάς (ο): Αυτός που τρώγει πολλά κουκιά. Υπάρχει και η εκδοχή το παρατσούκλι να έχει την προέλευση του από την μετατροπή του Συ­μιακού κορκάς, σε κουκκάς. Κορκάς = ο κουρκούταβλος (είδος σαύρας).
Κούκκος (ο): Το πουλί γνωστό από τη φωνή του. Αλλά και ο σκούφος της ανδρικής παραδοσιακής στολής. Μεταφορικά, ο φωνακλάς ή ο πολυλογάς
Κουκκουάγιας: Το πουλί κουκουβάγια. Από την ομοιότητα του κα­τόχου του προς το πουλί. Μεταφορικά σημαίνει ο βλάκας, παρ' όλο ότι το πουλί ήταν της σοφίας. Κατ' ευφημισι όν.
Κούκλας: Παρανόμι που άθελα έδωσε (η μητέρα στο παιδί της επειδή στη νηπιακή του ηλικία το αποκαλούσε "κούκλα", θέλοντας να δείξει την ομορφιά του. Συνώνυμο το Κουκλί, το όμορφο μωρό.
Κουκουής (ο): Από τη παιδική λέξη κουκού που σημαίνει γλυκό ή φρούτο. Πιθανόν όμως και να προέρχεται από το κουκούλι το αγιάτρευτο σπυρί. Μεταφορικά ο ενοχλητικός και δυσάρεστος.
Κουλουπατσάς (ο): Από το κουλουπάτσι που σημαίνει μαστίγιο. Παρα­τσούκλι Ιταλού φασίστα, που αναίτια χτυπά τους χωρικούς με το κουλουπάτσι.
Κουτέλλας: Μεγεθυντικό του κούτελου. Ο έχων μεγάλο μέτωπο.
Κούτουλος: Το κέρατο. Εκείνος που έχει εξογκωμένο το μετωπικό οστών.
Κουτσονούρης (ο): Το ζώο με κομμένη ουρά. Αποδίδεται σκωπτικά σε κυνηγό.
Κουττού (η): Από το κουτούκι, που σημαίνει χοντρό κομμάτι ξύλου από κορμό δέντρου. Αφορά την εύσωμη, τη χοντρή γυναίκα.
Κούφτιος : Το νυχτοπούλι με μεγάλα και γουρλωτά μάτια. Από την ομοιότητα του κατόχου με το πουλί.
Κρόκος (ο): Αυτός που έχει το χρώμα του κρόκου (κιτρινάδι του αυγού). Ο κιτρινωπός, ο πικρόχολος, ο κακόγλωσσος.
Κρούκελλος (ο): Μεγεθυντικό το μεγάλο κρουκέλλι. Κρουκέλλι είναι ο χαλκάς, ο κρίκος για το δέσιμο των ζώων, αλλά και χερούλι στις πόρτες. Αποδίδεται σε ψευτοπαλικαρά που καυχιέται ότι μπορεί να μετακινήσει και τη γη ακόμη αν αυτή είχε κρούκελλο.
Κωλαράς (ο) : Αυτός που έχει μεγάλα οπίσθια.
Κωλοφωτιάς : Η πηγολαμπίδα. Άτομο παριστάνων το σπουδαίο, αλλά χωρίς ουσία σαν το ψεύτικο φως της πυγολαμπίδας. Υπάρχει και η Καλασαμπού: Θηλυκό με την ίδια σημασία για γυναίκα.
Κωστωμένος (ο): Αποδίδεται σε Κωστή, ο οποίος έχει μείνει κοντός και ζαρωμένος, σαν καρπός κοστωμένος. Ο καχεκτικός, ο αδύναμος.
Κολιοτσης εννοεί μικροσκοπικός Κολιός
Κακλαμάνης, πρόεδρος της βουλής. Κακλαμάνης και Κακλαμάνος είναι παράλληλοι τύποι του ίδιου οικογενειακού ονόματος. "Κακλαμάνοι: Ούτω ωνομάσθηκαν εις το στρατόπεδον των Πατρών ως εκ της ενδυμασίας των, οι ελθόντες εις το φρούριον το 1822 Λαζοί Τούρκοι", όπως γράφει ο κ. Ν. Τριανταφύλλου στο ιστορικόν λεξικόν Πατρών. Το επώνυμο και με τις δύο του μορφές απαντάται κυρίως στην Αρκαδία, αλλά το βρίσκουμε και στα Επτάνησα γεννήθηκε στη Λευκάδα.
ΚΑΤΣΙΦΑΡΑΣ. Η λέξη επιβιώνει ως ιδιωματισμός: η ομίχλη. Μεγεθυντικό του ουσ. κατσηφιά, το οποίο ετυμολογείται από το επίθ. κατσηφός, που προέρχεται από το αρχαίο κατηφής (= με το βλέμμα στραμμένο προς τα κάτω, θλιμμένος, σκυθρωπός, άκεφος).
ΚΑΦΕΣ. ΕΠΩΝΥΜΟ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΟ ΑΠΟ ΠΑΡΟΜΟΙΩΣΗ ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΝΑ ΔΗΛΩΣΕΙ ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΣΩΜΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΦΕΟΜΟΕΙΔΗ ΕΠΩΝΥΜΑ ,ΞΥΔΗΣ, ΞΥΔΑΚΗΣ,ΠΑΣΤΟΣ,ΣΑΛΑΤΑΣ.
ΚΑΛΟΤΥΧΟΣ. ΙΔΙΑΙΤΕΡΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΝΑ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ ΤΑ ΟΝΟΜΑΤΑ -ΕΠΩΝΥΜΑ ΑΓΟΡΑΣΤΟΣ,ΒΡΕΤΟΣ,ΠΟΥΛΟΣ,ΚΑΛΟΤΥΧΟΣ,ΧΡΥΣΟΤΥΧΟΣ ΠΟΥ ΑΝΤΙΚΑΤΕΣΤΗΣΑΝ ΤΑ ΕΚΘΕΤΑ,ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΤΩΝ ΚΡΑΤΙΚΩΝ ΜΗΤΡΩΩΝ ΣΤΑ ΕΠΤΑΝΗΣΑ ΚΑΙ ΑΛΛΟΥ.
ΚΑΛΟΔΗΜΙΔΗΣ. ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΣΥΝΘΕΤΟ ΠΕΝΤΑΣΥΛΛΑΒΟ ΖΕΥΓΑΡΩΜΕΝΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΟΝΟΜΑ.ΤΟ -ΚΑΛΟ-ΕΚΦΡΑΖΕΙ,ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΖΕΙ,ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΖΕΙ ΦΥΣΙΚΑ ΤΟ ΚΑΛΟ.ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΥΝΘΕΤΙΚΟ -ΔΗΜ- ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΖΕΙ ΒΑΠΤΙΣΤΙΚΟ ΟΝΟΜΑ [ΔΗΜΟΣ,ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ]ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΣΥΝΘΕΤΙΚΟ Η ΚΑΤΑΛΗΞΗ -ΙΔΗΣ- ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΖΕΙ ΠΟΝΤΙΑΚΗ ΚΑΤΑΓΩΓΗ.
ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ:Επώνυμο πατρωνυμικό προερχόμενο από το βαπτιστικό όνομα Κυριάκος και την κατάληξη –πουλος που προσδιορίζει την καταγωγή από την Πελοπόννησο.
Κυριάκος είναι αυτός που «αναφέρεται ή ανήκει στον κύριο». Υπάρχουν πολλοί άγιοι στην ορθόδοξη εκκλησία με το όνομα αυτό. Ο πιο γνωστός είναι ο αναχωρητής που γιορτάζει στις 29 Σεπτεμβρίου. Η Αγία Κυριακή η μεγαλομάρτυς γιορτάζει στις 7 Ιουλίου.
Κυρκώστας, χαρακτηρισμός που δόθηκε σε κάποιον πρόγονο, τον οποίο λόγω της ιδιότητας του (δάσκαλος) τον προσφωνούσαν κυρ-Κώστα.
Καλαμπόκας -Καλαμποκάς .Επωνυμο επαγγελματικο προερχομενο απο αυτον που ασχολειτε με καλαμπόκι
ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗΣ. Το επωνυμο αυτο προερχεται απο το τουρκ. kuyumcu=χρυσοχοος. Χτένισε τα ξανθά μαλλιά και βγάλε αποχτενίδια, και στείλε τα στον κουγιουμτζή να κάνει δαχτυλίδια.
ΚΡΕΜΑΣΜΕΝΟΣ:Επώνυμο προερχόμενο από παρατσούκλι. Κατατάσσεται στα κακώνυμα ασυνήθιστα.
ΚΥΡΓΙΑΚΙΔΗΣ. ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΟΝΟΜΑ.ΥΠΗΡΧΑΝ ΕΠΩΝΥΜΑ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ, ΣΤΗΝ ΣΑΜΨΟΥΝΤΑ ,ΣΤΗ ΣΠΑΡΤΗ ΠΙΣΙΔΙΑΣ ΜΕ ΠΡΟΦΟΡΙΚΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΙΜΩΝΑ ΕΛΜΑΛΟΓΛΟΥ.ΠΡΟΕΡΧΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΤΙΚΟ ΟΝΟΜΑ ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΗ ΠΟΝΤΙΑΚΗ ΚΑΤΑΛΗΞΗ -ΙΔΗΣ-ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ Η ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟΝ ΚΥΡΙΟ.ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΟΛΛΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΕ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΑΥΤΟ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ.
Κωστούλας . Επωνυμο μητρώνυμο, ο γιός της Κωστούλας.
Καραδουλαμάς, από το kara =μαύρος και το dulama =περικάλυμμα, σκέπασμα.
Καραϊσκας, από το kara =μαύρος και iska =πότισμα, άρδευση.
Καραϊσκος, όπως παραπάνω.
Καρκαμάνης, πιθανόν να προέρχεται από την τουρκική λέξη karkas = σκελετός και την κατάληξη man που μπαίνει στα αντρικά ονόματα..
Κατσιμένης, σύνθετο επώνυμο από το αρβανίτικο πρόθεμα kace =μικροκαμωμένος και το όνομα Μένης, ο μικροκαμωμένος Μένης.
Κεχαγιάς, από την τούρκικη λέξη kahya =επιστάτης, οικονόμος.
Κιοσές, από την τούρκικη λέξη kose =σπανός.
Κιόσης, παρατσούκλι, kios στα σλαβικά σημαίνει γωνιά.
Κλωναρίδης, παρατσούκλι από το κλωνάρι (ποντιακή κατάληξη).
ΚΟΛΙΖΗΣ. αρβανίτικο. Μαύρο-Νικόλας
Κοντάκης. Επωνυμο προερχομενο απο παρατσούκλι που προέρχεται από το κοντάκι που ειναι το πίσω μέρος του όπλου.
ΚΟΤΖΙΑΣ:Επώνυμο ξενικό προερχόμενο από παρατσούκλι από την τουρκική λέξη koca = μεγάλος, μεγαλόσωμος, πβ. κοτζάμ.
ΚΥΡΑΝΝΑΣ. ΕΠΩΝΥΜΟ ΠΟΥ ΚΑΤΑΤΑΣΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΤΩΝ ΜΗΤΡΩΝΥΜΙΚΩΝ.ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟ ΒΑΠΤΗΣΤΙΚΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ
Κωνσταντινίδης, γιος ή απόγονος του Κωνσταντίνου.Κωνσταντίνος (λατινική) = προέρχεται από τη λατινική λέξη Constantinus <>
Κωτσάκης υποκοριστικό του ονόματος Κωνσταντίνος (Κώστας – Κώτσος – Κωτσάκης).

--Λ----------------------------------------------------------------------------------

Λάγιας. Ο ήρεμος, ο ήπιος < αρχ. ρήμα λαγγιαζω = υποχωρω, μαζεύομαι. (πρβλ. καταλαγιάζω) [Ξανθ. 247] Λάζος, υποκοριστικό του βαφτιστικού ονόματος Λάζαρος.
Λάντας.Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης (δρυς;)
Λότσας .Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης (φίλος)Λουκίσας .Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης (της χήρας του Λουκά, συχνό στα Καλύβια της Χασιάς)
Λούσης.Επωνυμο αρβανιτικης προελευσης (λιουσ = λάτρης, ικέτης
Λεονταράκης, παρατσούκλι που προέρχεται από το γνωστό ζώο της ζούγκλας. Ίσως να θέλει να αναφερθεί και σε κάποια χαρακτηριστική ιδιότητα του ατόμου (θάρρος, δύναμη) παρομοιάζοντας τον με το λιοντάρι.
ΛΑΛΙΩΤΗΣ. Μπορεί για πολλούς οι ειδικοί να διαφωνούν, για τον κ. Κώστα Λαλιώτηόμως η προέλευση του επωνύμου του δεν αμφισβητείται. Προέρχεται από το χωριό Λάλα της Ηλείας που έκτισαν οιΤουρκαλβανοί. Οι Λαλιώτες υπήρξαν διώκτες των χριστιανών, οι οποίοι όμως διατηρούσαν καλές σχέσεις με τους αρματολούς. Στην αλβανική γλώσσα ηλέξη lala σημαίνει θείος…▪
Λαδί (το): Αυτός που έχει το χρώμα του λαδιού. Ο μελαχρινός, ο μαυρι­δερός. Με την ίδια σημασία και το παρανόμι Λάδης(ο).
Λαϊνάς, από το λα(γ)ήνι = πήλινο δοχείο, στάμνα, με στόμιο που το χρησιμοποιούσαν παλιά για τη μεταφορά και αποθήκευση υγρών
ΛΕΒΟΓΙΑΝΝΗΣ.ΤΟ ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΚΟ ΔΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΛΕΒΟΓΙΑΝΝΗ (ΤΩ ΛΕΒΑΪΙΑΝΝΑΔΩ) ΣΤΗΝ ΚΩΜΙΑΚΗτου φιλόλογου Νίκου Ι. Λεβογιάννηη παράδοσηΣύμφωνα με την παράδοση, που είναι ευρύτατα διαδεδομένη από γενιά σε γενιά στους Λεβαϊιαννάδες, το παρατσούκλι «Λεβαϊιάννης» δημιουργήθηκε ως εξής :Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας δεν ήταν εύκολα τα ταξίδια. Για να ταξιδέψει κάποιος έπρεπε να βρει καϊκι, που θα πήγαινε σε κάποιο από τα λιμάνια του Αιγαίου, τη Σμύρνη, την Πόλη, τον Πειραιά.
Συνήθως εκείνοι που ταξίδευαν, μπάρκαραν στα καϊκια ως πλήρωμα. Προφανώς έτσι πλήρωναν το ναύλο τους, δουλεύοντας μέσα στο καϊκι.Εκείνος λοιπόν, ο πρώτος πρόγονος των Λεβαϊιαννάδω, ο Γιάννης, κατά πάσα πιθανότητα βοσκός από την Κωμιακή χωριο της Ναξου , που το πρώτο παρατσούκλι του (επίθετο) φαίνεται πως ήταν Κόχυλας, κάποτε χρειάστηκε να ταξιδέψει και μπάρκαρε απ’ το λιμνάρι τση Κεράς στην Αγιά σε κάποιο καϊκι με προορισμό μάλλον τη Σμύρνη. Στη διάρκεια του πολυήμερου ταξιδιού ο Γιάννης ο Κόχυλας1, δούλευε μέσα στο καϊκι μαζί με άλλους συνταξιδιώτες στο βιράρισμα των κάβων και των σχοινιών στα πανιά και τα παλάγκα του καϊκιού.
Το βιράρισμα ή λεβάρισμα των σχοινιών γινόταν από πολλούς ναύτες μαζί ρυθμικά και δεν ήταν εύκολη αυτή η ομαδική εργασία.
Το λέβα και το βίρα ήταν λέξεις που έδιναν το σύνθημα και το ρυθμό στο βιράρισμα του κάβου, στο τέντωμα των πανιών, στο μάζεμα της άγκυρας του καϊκιού. Η λέξη «λέβα» προέρχεται από τη ναυτική Ιταλική λέξη leva (βίρα)2.Προφανώς ο Γιάννης, βοσκός όντας, δεν είχε σχέση με τη θάλασσα. Οι Κωμιακίτες εξ άλλου ζούσαν μακριά από τη θάλασσα στην απόκρημνη περιοχή που ήταν χτισμένο το χωριό και δεν ήταν καν ορατό απ’ τη θάλασσα για το φόβο των πειρατών.
Φυσιολογικά λοιπόν ο Γιάννης είχε άγνοια από ναυτικές εργασίες και δυσκολευόταν να προσαρμοστεί και να συντονιστεί στο ρυθμό αυτής της ομαδικής δουλειάς και οι άλλοι του φώναζαν συνέχεια: «Λέβα- Ιιάννη, λέβα-Ιιάννη, λέβα-Ιιάννη».Το περιστατικό αυτό έμεινε να συζητιέται ως καλαμπούρι για πολύ καιρό και το σύνθημα «Λέβα-Ιιάννη», που μεταφέρθηκε στο χωριό προφανώς από άλλους συνταξιδιώτες χωριανούς, σχολιά-στηκε, άρεσε, προκαλούσε γέλιο και έγινε συνεπώς καλαμπούρι και έμεινε.
Οι Κωμιακίτες εξ άλλου ήταν και συνεχίζουν να είναι γνωστοί για τα πειράγματά τους.Έτσι από στόμα σε στόμα «έκατσαν» στο Γιάννη Κόχυλα το παρατσούκλι «ο Λεβαϊιάννης».Αργότερα στην Κωμιακή του έβγαλαν και κοτσάκι: Λέβα-Ιιάννη,Λέβα-Ιιάννημα ο πειρασμός σε βάνει.Τελικά, όπως συνήθως συμβαίνει, επικράτησε το παρατσούκλι αυτό του παλιού επιθέτου, ίσως ήταν και ηχητικά καλύτερο και αυτός και οι απόγονοί του με το παρατσούκλι Λεβαϊιάννης-Λεβαϊιαννάδες ήταν έκτοτε αναγνωρίσιμοι στο χωριό.Το παλιό παρατσούκλι-επίθετο Κόχυλας ξεχάστηκε ολοκλη-ρωτικά και δεν συναντάται ούτε στις μέχρι σήμερα γνωστές γραπτές πηγέςΑργότερα κάποιος γραμματιζούμενος προφανώς, μετέτρεψε στα χαρτιά το Λεβαϊιάννης σε Λεβαγιανόπουλος-Λεβογιανόπουλος-Λεβογιάννης και από κάποια στιγμή το παρατσούκλι Λεβαϊιάννης, εξωραϊσμένο σε Λεβογιάννης, έγινε το επίθετο σ’ αυτό το μεγάλο σόι της Κωμιακής.Πότε συνέβησαν αυτές οι μεταβολές είναι προς το παρόν άγνωστο.Το γεγονός ότι δεν έχει βρεθεί το παρατσούκλι-επίθετο Κόχυλας σε γραπτή πηγή ή σε τοπωνύπιο στην Κωμιακή, υποδηλώνει ότι αυτή η γλωσσική μεταβολή συνέβη πολύ παλιά και σίγουρα πριν από την συγκρότηση του νεοελληνικού κράτους.Αυτό επιβεβαιώνεται και από την ύπαρξη του τοπωνυμίου «στη σκάλα του Λεβαϊιάννη»3.Εξ άλλου οργανωμένη καταγραφή επιθέτων για ολόκληρο τον πληθυσμό άρχισε να γίνεται με τη συγκρότηση του νεοελληνικού κράτους μετά την Επανάσταση του 1821.Στον προφορικό λόγο και στο τοπικό γλωσσικό ιδίωμα της Κωμιακής ακόμη και σήμερα το επίθετο «Λεβογιάννης» προφέρεται «Λεβαϊιάννης», ιδιαίτερα όταν είναι α΄συνθετικό σε ονόματα, π.χ.Λεβαϊιαννο-ϊιάννης, Λεβαϊιαννοέργης, Λεβαϊιαννονι-κόλας, Λεβα Λεβαϊιαννομητσος, Λεβαϊιαννο-σοφιά, Λεβαϊιαννο-μαρία, Λεβαϊιαννο-ιάννενα.
Λαϊνάς, από το λα(γ)ήνι = πήλινο δοχείο, στάμνα, με στόμιο που το χρησιμοποιούσαν παλιά για τη μεταφορά και αποθήκευση υγρών
Λιβάνης, από το λιβάνι = το αρωματικό θυμίαμα της εκκλησίας
Λουκέρης, πιθανόν να είναι υποκοριστικό του ονόματος Λουκάς
Λύσσαρης, αυτός που κατασκευάζει λύσσες για τα ζώα
Λαμπούγιο (το): Εργαλείο του τσαγκάρη, με μικρό ποδαράκι για τις σό­λες των παπουτσιών. Ο κοντοπόδαρος και γενικά ο κοντόσωμος.
Λαουμάνος (ο): Πρόχειρο δοχείο νερού. Παρατσούκλι που αποδίδεταισε ομοιότητα των χειλέων του κατόχου με εκείνα του δοχείου.
ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ: Επώνυμο προερχόμενο από το βυζαντινό όνομα Λάσκαρης, ο πρώτος αυτοκράτορας μετά την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους το 1263.
ΛΕΛΕΚΗΣ, ΛΕΛΕΚΑΣ, ΛΕΛΕΚΟΣ, ΛΕΛΕΚΑΚΗΣ, ΛΕΛΕΚΟΠΟΥΛΟΣ: Επώνυμο προερχόμενο από την τουρκική λέξη leylek=πελαργός με το ελληνικό παρατσούκλι που εννοεί τον ψηλό άντρα. Το επώνυμο συναντάται στην Κάλυμνο
ΛΙΔΩΡΙΚΗΣ: Επώνυμο το οποίο ανήκει στην κατηγορία των εθνικών ο προερχόμενος από το Λιδωρίκη.
ΛΟΥΔΑΡΟΣ: Επώνυμο προερχόμενο από υποκοριστικό του φυτού τριανταφυλλιά=λούδα, το οποίο συναντάται στην Ήπειρο και στη Μακεδονία. με την κατάληξη –αρος, η οποία έχει μεγενθυτική ή χαϊδευτική σημασία.
Λουκάκης, Λουκάς, Λουκίδης: Επώνυμο πατρωνυμικό προερχόμενο από βαπτιστικό όνομα Λουκάς, Λουκάς ο Ευαγγελιστής. Καταγόταν από την Αντιόχεια και τον μύησε στον Χριστιανισμό ο Απόστολος Παύλος.
ΛΟΥΚΑ: Επώνυμο το οποίο ανήκει στην κατηγορία των πατρωνυμικών, προερχόμενο από το βαπτιστικό όνομα Λουκάς. Ο Λουκάς ήταν ο Άγιος Λουκάς, ο Ευαγγελιστής. Έγραψε το Ευαγγέλιο και τις πράξεις των Αποστόλων. Καταγόταν από την Αντιόχεια και τον μύησε στον Χριστιανισμό ο Απόστολος Παύλος.
Λάουρας : Μεγεθυντικό, ο μεγάλος λαγός. Ομοιότητα με το ζώο. Μεταφορικά σημαίνει, αυτός που φέρνει κακοτυχία, ο τσιφτελής (ο φέρων κακοδαιμονία).
Λεοντάρης: Κολακευτικό παρατσούκλι, γι' αυτόν που διαθέτει ψυχι­κή δύναμη και γενναιότητα όμοια με τη σωματική δύναμη λιονταριού. Με­ταφορικά ο μαχητής, ο άφοβος.
Λαμπρόπουλος, Λάμπρος, Λαμπράκης: Επώνυμο το οποίο ανήκει στην κατηγορία των πατρωνυμικών προερχόμενο από το βαπτιστικό όνομα Λάμπρος=αυτός που λάμπει και μεταφορικά ο ονομαστός, ο περίφημο. Εορτάζει την Λαμπρή.
Λεγάκης: Επώνυμο από το Λέγας + την κατάληξη –ακης που προσδιορίζει Κρήτη. Η αρχική ρίζα είναι από το όνομα Αχιλλεύς, το δεμώδες Αχιλλέας και κατόπιν μετά αναπτύξεως –Γ- μεταξύ των φωνηέντων = Λέγας. Το επώνυμο συναντάται ευρέως στη Νάξο.
Λόρντισσας : Το θηλυκό του λόρδος. Ειρωνικό παρατσούκλι για τον παριστάνονται τον πλούσιο, τον αριστοκράτη. Πιθανόν όμως να προέρχεται και από τη λόρντα (λόρδα) που σημαίνει η μεγάλη πείνα.
Λέτσιος – Αλέξιος
Λούσιω – Χαρίκλεια
Λούσιας – Χαρίλαος
Λιάκος – Ηλίας
Λάκης - Μιχαήλ
Λιοντάρης – Λέων
Λώλος – Θεόδωρος
Λοστρόμος : Ο ναύκληρος. Από το επάγγελμα που ασκούσε ο κάτοχός του.
Λόττος : Από την ιταλική λέξη λόττο που σημαίνει λαχείο. Κατά τον ίδιο τον κατοχό του, ο πατέρας του στην πανηγύρι της Παναγιάς είχε λοταρία και συχνά όταν ήταν παιδί τον τραγουδούσε στο ρυθμό του νυ­φάτου: ''Μιχαλάκη, Μιχαλόττο που θα κάμουμε το λόττο''.
Λούγγος: Στην ιταλική η λέξη σημαίνει ο μακρύς. Ο Ψηλόσωμος, ο Ψηλέας.
Λουκκουγιός : Από τη λουκκουμιά ή λουκκουνιά, που σημαίνει αλοιφή για την επάλλειψη ραγισμένου πήλινου δοχείου (σταμνί, βυτίνα κλπ). Αποδί­δεται σε γυναίκα, πιθανόν, με εύθραυστη υγεία, η έχουσα χρωματική ομοιότητα του δέρματος με τη λουκκουνιά.
Λουμπουναδης : Υποκοριστικό από το λουμπουνάρι που σημαίνει λούπινον, ή και σπυρί της ακμής. Aπoδίδεται σε κοντόχοντρο άτομο.
Λυμπιτης: Υποκοριστικό του λυμπίτης ή του Ολυμπίτης. Επώνυμο που φανέρωνε την καταγωγή του κατόχου του, και το οποίο κατάντησε παρανόμι στους απογόνους του
ΛΕΜΟΝΙΑΣ. ΕΠΩΝΥΜΟ ΠΟΥ ΚΑΤΑΤΑΣΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΤΩΝ ΜΗΤΡΩΝΥΜΙΚΩΝ.ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟ ΒΑΠΤΗΣΤΙΚΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ
ΛΕΜΠΙΔΑΚΗΣ.Επωνυμο που προερχεται απο το Λε(μ)πίδα [Ξανθ]=λεπίδα μαχαιριού και ενδεχόμενα ο κατασκευαστής λεπίδων να λεγόταν λεμπιδάκης. Το Ρωμαϊκό Λέπιδος είναι μάλλον απίθανο να επέζησε την Κρήτη.
ΛΕΥΤΕΡΑΚΟΣ:Επώνυμο προερχόμενο από το βαπτιστικό όνομα Ελευθέριος+Λευτέρης με την κατάληξη –ακος που προσδιορίζει την περιοχή της Μάνης
ΛΙΟΥΜΠΗΣ:Επωνυμο προερχομενο απο τη σλαβικη λεξη ljubi που σημαινει αγαπη.
Λιοντάκης, Λιόντος, Λιόντης, Λιόντας: Επώνυμο προερχόμενο από το βυζαντινό βαπτιστικό όνομα Λεόντιος το οποίο με την κατάληξη –ακης προσδιορίζει Κρήτη.
ΛΟΥΤΣΗΣ:Επωνυμο προερχομενο απο τη σλαβικη λεξη luc που σημαινει δαδι.
ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ: Επώνυμο βυζαντινό, που ανηκει στην κατηγορια των επαγγελματικων,ήταν ο βοηθός του επάρχου σε δικαστικά θέματα και θέματα αστυνόμευσης.
ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ: Επώνυμο που ανήκει στην κατηγορία των πατρωνυμικών με αρχική ρίζα προερχόμενη από το εβραϊκό βαπτιστικό όνομα Λάζαρος που σημαίνει ο θεός είναι η σωτηρία μου.
ΛΥΚΟΥΔΗΣ. ΕΠΩΝΥΜΟ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΟ ΑΠΟ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΠΟΥ ΕΚΦΡΑΖΕΤΑΙ ΜΕ ΟΝΟΜΑ ΖΩΟΥ [ΛΥΚΟΣ]ΕΠΩΝΥΜΑ ΜΕ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΡΙΖΑ.ΛΥΚΟΣ,ΛΥΚΑΚΗΣ.ΟΜΟΕΙΔΗ ΕΠΩΝΥΜΑ ΑΡΚΟΥΔΑΣ,ΓΑΤΟΣ,ΓΙΔΑΣ,ΓΟΡΙΛΛΑΣ,ΚΑΤΣΙΚΗΣ,ΚΡΙΑΡΗΣ.
Λύτρας - Λυτράς -λύτρα:Επωνυμο επαγγελματικο που προερχεται απο την ζυγαριάΛιάλιας, από το ρήμα λαλώ, παρατσούκλι γι’ αυτόν που μιλάει πολύ.
ΛΥΜΠΕΡΗΣ: Επώνυμο προερχόμενοα) από βαπτιστικό αρχαιοελληνικής προέλευσηςΟλυμπιάς-Ολυμπιάδα-Λυμπιάδα-Λυμπία-Λύμπος-Λυμπέρης.β) από την ξενική λέξη libero=ελεύθερος με την νεοελληνική κατάληξη –ης.
Λουμπούτης, παρατσούκλι που προέρχεται από τη λαμπουδιά, ένα είδος αγριόχορτου.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ "Α.ΑΝΑΛΥΣΗ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΩΝΥΜΩΝ ΑΠΟ Κ-Λ."
Related Posts with Thumbnails