Η ετυμολογία των ονομάτων Μακεδνός, Μακεδών
Τό ἐπίθετο μακεδνός(= μακρός, ὑψηλός, πρβλ. η 106: φύλλα μακεδνῆς αἰγείροιο, Ἡροδ. 8.43.6: ἐόντες οὗτοι πλὴν Ἑρμιονέων Δωρικόν τε καὶ Μακεδνὸν ἔθνος), πού ὑπόκειται ἀναντίρρητα τῶν ἐθνωνυμικῶν Μακεδών καί Μακεδονία, σχετίζεται φανερά μέ τά μακρός, μῆκος, κ.τ.τ., πρβλ. λατ. macer (= ἰσχνός, λεπτός), Παλ. Ἄν. Γερμ. magar κ.λπ.
Προκαλεῖ, ἑπομένως, ἐντύπωση τό γεγονός ὅτι ὁ R. Beekes, στό EtymologicalDictionaryofGreek,[1] προσγράφει τήν λέξη στήν λεγόμενη «προελληνική», θεωρῶντας ὅτι ἡ ἐναλλαγή δ/τ στά Μακεδών / Μακέτης κ.λπ.,καθώς καί τό «περίεργο» ἐπίθημα -δν- στό μακε-δν-ός παραπέμπουν σέ «προελληνικό» ὑπόστρωμα.
Ἡ δικιά μας ἄποψη, πού μέλλει νά στοιχειοθετηθῇ στήν συνέχεια μέ τήν βοήθεια καί τῆς νέας ἑλληνικῆς, εἶναι ὅτι τό μακεδνός προέρχεται ἀπό ἀμάρτυρο πρωτοελληνικό *μακρενός / *μακερνός μέ τροπή τοῦ ὑγροῦ σέ ὀδοντικό, φωνητικό φαινόμενο πού συνήθως ἀποδίδεται ἐπίσης στήν λεγόμενη «προελληνική», πρβλ. ἄβλαρος / βδαροί, λάφνη / δάφνη, Ὀλυσσεύς / Ὀδυσσεύς, λαβύρινθος / Μυκ. γεν. da–pu2–ri–to–jo, καλάμινθα / Μυκ. ka–da–mi–ta κ.λπ.
Παρόμοια τροπή εἰκάζουμε ὅτι ὑπόκειται τῶν τύπων γοεδνός (= γοερός, ἀπό ἀμάρτυρο *γοερνός), ὀλοφυδνός (= οἰκτρός, θρηνώδης, ἀπό ἀμάρτυρο *ὀλοφυρνός, πρβλ. ὀλοφύρομαι = θρηνῶ, ὀδύρομαι κ.τ.τ.), ἐνδεχομένως καί ἀκιδνός (= ἀσθενής, ἀδύνατος, ἀπό ἀμάρτυρο *ἀκιρνός, πρβλ. ἀκιρός, μέ τήν ἴδια πιθανώτατα σημασία).
Ἀλλά ἡ μεγαλύτερη ἀπόδειξη ὅτι ἡ τροπή τοῦ ὑγροῦ σέ ὀδοντικό δέν ἦταν ξένη στήν μακεδονική διάλεκτο προκύπτει ἀπό τό τοῦ Ἡσυχίου «γόδα· ἔντερα. Μακεδόνες», τό ὁποῖο ὁ Latte ὀρθά συσχέτισε μέ τά χολάς, πληθ. χολάδες (= ἔντερα), χόλιξ, πληθ. χόλικες (= ἔντερα), ἀλλά κακῶς «διώρθωσε» σέ *γόλα, παραποιῶντας ἔτσι ἕνα στοιχεῖο ἐνδεικτικό τῆς ἰδιάζουσας φωνητικῆς συμπεριφορᾶς τῆς μακεδονικῆς διαλέκτου.
Καί σέ ἄλλες περιπτώσεις, ἀφορῶσες κοινές λέξεις τῆς ἀρχαίας καί νέας ἑλληνικῆς, ὑπάρχει μιά τάση νά ἀποφεύγεται ἡ συναγωγή προφανῶν συμπερασμάτων πού προκύπτουν ἀπό τά δεδομένα τῆς πραγματικότητας καί ἀνάγουν τό φαινόμενο τῆς τροπῆς τοῦ ὑγροῦ σέ ὀδοντικό στό ἀπώτερο παρελθόν τῆς καθ᾿ ὅλου ἑλληνικῆς.
Χαρακτηριστική εἶναι ἡ περίπτωση τῶν κελαρύζω (= μορμυρίζω, ἠχῶ, ἐπί ρέοντος ὕδατος || ἐκρέω, ρέω, ἀναβλύζω ὡς ὕδωρ || χύνω μετά ἤχου γαργάρας)[2] – κελαδέω, κελάδω (= ἠχῶ ὡς ὕδωρ ὁρμητικῶς ρέον || θορυβῶ, κραυγάζω, βοῶ || ψάλλω, μεγαλοφώνως ὑμνῶ), κέλαδος (= θόρυβος, οἷος ὁ τοῦ ὁρμητικῶς ρέοντος ὕδατος || ταραχή, ὀχλοβοή || ὁ ἦχος τῆς μουσικῆς), κ.λπ.
Ἀκόμα πιό χαρακτηριστικοί καί ἐνδεικτικοί μιᾶς ὑπόγειας σχέσης τῆς νέας ἑλληνικῆς μέ βαθύτερα ὑποστρώματα τῆς καθ᾿ ὅλου ἑλληνικῆς εἶναι οἱ ν.ἑ. τύποι κελα(η)δῶ, κελά(η)δημα κ.λπ., χρησιμοποιούμενοι κυρίως γιά τήν ὑποδήλωση τῆς φωνῆς τῶν πουλιῶν, μιά σημασιολογική ἀπόχρωση πού δέν φαίνεται νά συμπεριλαμβάνεται στό σημασιολογικό ρεπερτόριο τῶν ἀ.ἑ. κελαρύζω ἤ κελαδέω. Ἐν τούτοις, ἡ ἡσιόδεια ἤ ἀριστοφανική λακέρυζα κορώνη (= ἡ κράζουσα κορώνη, ἡ φλύαρη κουρούνα) φανερά προέκυψε μέ ἀντιμετάθεση φθόγγων ἐκ τοῦ ταυτόσημου κελάρυζα, πρᾶγμα πού σημαίνει ὅτι ἡ ρίζα πού ὑπόκειται τῶν κελαρύζω, κελαδέω χρησιμοποιοῦνταν κάποτε γιά νά ὑποδηλώσῃ καί τήν φωνή, τό κελά(η)δημα τῶν πτηνῶν (πρβλ. καί τό τοῦ Φωτίου «Λακερύζεσθαι· λογοποιεῖσθαι ἢ λοιδορεῖσθαι», τό τοῦ Εὐσταθίου «δοκεῖ δ᾿ ἐξ ὀνοματοποιΐας οὕτω τετυπῶσθαι καὶ ἡ λακέρυζα παρὰ τὸ κελαρύζειν» ἤ τό ὁμηρικό σχόλιο «<κελαρύζει> μετὰ κελάδου ῥεῖ· ἢ κατὰ ἀντίθεσιν λακερύζει.»).
Μιά παρόμοια ἀναγωγή ἐνδείξεων τῆς νέας ἑλληνικῆς στά βαθύτερα στρώματα τῆς καθ᾿ ὅλου ἑλληνικῆς πιστοποιεῖται καί στήν περίπτωση τῶν κλαρί / κλαδί, ἀνακλαρίζομαι / ἀνακλαδίζομαι (= ἐκτείνω μετ᾿ ἐντάσεως τά μέλη τοῦ σώματος ἕνεκα κόπου, ἀτονίας ἤ νοσηρᾶς καταστάσεως, κυριολ. ἁπλώνω τά μέλη ὡς κλαδιά). Τό Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν (ΙΛΝΕ)[3] καταχωρίζει σέ ξεχωριστά λήμματα τά ταυτόσημα ἀνακλαρίζομαι καί ἀνακλαδίζομαι, ἀνακλάρισμα καί ἀνακλάδισμα, γιατί δέν εἶναι διατεθειμένο νά δεχθῇ ὅτι τῆς σχέσης τῶν κλαρί / κλαδί, ἀνακλαρίζομαι / ἀνακλαδίζομαι ὑπόκειται τροπή τοῦ ὑγροῦ σέ ὀδοντικό.
Κατά παρόμοιο τρόπο συμπεριφέρεται καί ἡ ἱστορικοσυγκριτική γλωσσολογία στήν περίπτωση τῶν ἀ.ἑ. κλάδος / κλῆρος (δωρ. κλᾶρος), ὅπου κατά πᾶσαν πιθανότητα ἔχει ἐπισυμβῆ τροπή τοῦ ὑγροῦ σέ ὀδοντικό, μιᾶς καί οἱ κλῆροι ἦταν ἀρχικά κομμάτια ξύλο στά ὁποῖα χάραζαν σημάδια οἱ συμμετέχοντες στήν κλήρωση.
Οἱ παράλληλοι ν.ἑ. τύποι πού ὑπεμφαίνουν τροπή τοῦ ὑγροῦ σέ ὀδοντικό εἶναι τόσο πολλοί, ὥστε τό φαινόμενο δέν μπορεῖ νά θεωρηθῇ τυχαῖο: κλάρα / κλάδα, κλαράκι / κλαδάκι, κλαράκι (= χρυσάνθεμο) / κλαδούδι (= χρυσάνθεμο), κλαράτος / κλαδάτος, κλαρίζω / κλαδίζω, κλαρικό / κλαδικό, κλαρίτης / κλαδίτης, κλαροκοπῶ / κλαδοκοπώ, κλαροπόντικο / κλαδοπόντικο, κλαρομάντρι / κλαδοστρούγκα, κλάρος / κλάδος, κλάρωμα / κλάδωμα, κλαρώνω / κλαδώνω, κλαρωσιά / κλαδωσιά, κλαρωτός / κλαδωτός, ξεκλαρίζω / ξεκλαδίζω, ξεκλάρισμα / ξεκλάδισμα, ξέκλαρος / ξέκλαδος κ.ἄ.[4]
Ἡ ἰδιαίτερη διάδοση τοῦ φαινομένου, εἰδικά στά κατωιταλιωτικά ἰδιώματα (ὅπου τό διπλό προουρανικό λ τρέπεται σέ ḍ, πρβλ. ἐντελῶς ἐνδεικτικά ἄλλος > ἄḍ – ḍο, βάλλω > βάḍ – ḍω, πολλά > ποḍ – ḍά),[5] θά ᾿πρεπε κανονικά νά μᾶς ἐμβάλῃ σέ ἀμφιβολίες σχετικά μέ τήν ὀρθότητα τῆς ἀπόδοσης μιᾶς τέτοιας φωνητικῆς συμπεριφορᾶς στήν λεγόμενη «προελληνική» / «μή ἰνδοευρωπαϊκή» γλῶσσα.
Ἀνάλογες φωνητικές ἀλλαγές ἐμφανίζονται σποραδικά καί στά ὑπόλοιπα ἑλληνικά ἰδιώματα καί διαλέκτους (πρβλ. κοτσιλιά > κοτσιδιά, λαλαγγίτα > ταλαγγούτα,[6] λιγούλι > διγούλι, μυρμηλιάζω > μυρμηδιάζω, τσαφαρόλεροἤ *τσαμπαλόλερο > τσαμπαδόλερο, τ(σ)ίτσιρος > τσίτσιδος, χαρχαλεύω, χαρκαλλεύgω, καρκαλεύω > χαρκατεύγω, καρκατεύω κ.λπ.), ἀλλά ἔχει μιά ἰδιαίτερη σημασία νά ἐντοπίζουμε τό φαινόμενο σέ «νεο»ελληνικές λέξεις πού ἐκ τῶν πραγμάτων μᾶς ταξιδεύουν στά ἀπώτατα βάθη τῆς καθ᾿ ὅλου ἑλληνικῆς.
Λαφρία / Δαφνία / Δάφνη
Ὁ λόγος γιά τήν τσακωνική λέξη *λαφρία, λαφζ΄ία, ἀφρία, ἀφζ΄ία, ἀφσ΄ία Πληθ. ἀφσ΄ίλε (= ἡ δάφνη)[7] πού εἶναι προφανές ὅτι ἔχει σχέση μέ τό τοῦ Ἡσυχίου «λάφνη· δάφνη. Περγαῖοι» ἀλλά δέν εἶναι καθόλου σίγουρο ὅτι προέρχεται ἀπό αὐτό. Καί τοῦτο διότι ὑπάρχει μεγάλη πιθανότητα ἡ ἐπωνυμία τῆς Ἀρτέμιδος Λαφρία νά ταυτίζεται μέ τήν ἐπωνυμία, καί πάλι τῆς Ἀρτέμιδος, Δαφνία (καί Δαφναία). Ὁπότε, βάσει τοῦ τσακωνικοῦ τύπου, μποροῦμε ὄχι μόνο νά ἐπιβεβαιώσουμε τήν τροπή λ- > δ-, ἀλλά καί νά εἰκάσουμε τροπή –ρ– > –ν-(: Λαφρία > *Λαφνία > Δαφνία, πρβλ. καί λατ. laurus = δάφνη).
Ἡ συνέχεια ἐν τούτοις μοιάζει νά εἶναι ἀκόμα πιό ἐνδιαφέρουσα καί ἀποκαλυπτική, ἀφοῦ ἡ ἐπωνυμία Λαφρία δέν ἀποτελεῖ μόνο τήν ὀνομασία πού χρησιμοποιοῦν οἱ Καλυδώνιοι καί οἱ Μεσσήνιοι γιά τήν Ἄρτεμι κατά τά λεγόμενα τοῦ Παυσανία (4.31.7.3-7) ἀλλά καί αὐτήν πού χρησιμοποιοῦν οἱ Κεφαλλῆνες γιά τήν Βριτόμαρτι, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ Ἀντωνῖνος Λιβεράλις (40.1.1-40.4.7). Ἡ σχέση τῆς Βριτομάρτιδος πρός τήν Ἄρτεμι δέν πιστοποιεῖται μόνο ἀπό τό γεγονός ὅτι «αὕτη φυγοῦσα τὴν ὁμιλίαν τῶν ἀνθρώπων ἠγάπησεν ἀεὶ παρθένος εἶναι», ἀλλά καί ἀπό τό ὅτι, ἀποφεύγοντας τίς ἐρωτικές ἐπιθέσεις τοῦ Μίνωος καί τοῦ ἁλιέως Ἀνδρομήδους κατέληξε σέ ἕνα ἄλσος τοῦ ἱεροῦ τῆς Ἀρτέμιδος στήν Αἴγινα, ὅπου «ἐγένετο ἀφανής, καὶ ὠνόμασαν αὐτὴν Ἀφαίαν». Ἡ συσχέτιση μέ τό «ἀφανής» εἶναι προφανῶς παρετυμολογική, δέν ἀποκλείεται δέ, ἄν κρίνῃ κανείς ἀπό τήν πτώση τοῦ ἀρκτικοῦ ὑγροῦ στά τσακωνικά *λαφρία, λαφζ΄ία, ἀφρία, ἀφζ΄ία κ.λπ., τό ὄνομα Ἀφαία νά ἀποτελῇ παραφθορά τοῦ Λαφρία ἤ τοῦ *Λαφναία / Δαφναία.
Ἀλλά καί αὐτό νά μή συμβαίνῃ, εἶναι ἀναντίρρητο ὅτι ἡ ἐπωνυμία Λαφρία / Δαφνία / Δαφναία / Ἀφαία προορίζεται γιά θεές οἱ ὁποῖες ἔχουν κάνει τήν διατήρηση τῆς παρθενίας σκοπό ζωῆς, ὅπως π.χ. ἡ Ἄρτεμις ἤ ἡ Βριτόμαρτις.[8]
Μετά τήν ἀπαραίτητη αὐτή προεισαγωγή, μποροῦμε τώρα νά εἰσέλθουμε στόν πυρῆνα τῆς τολμηρῆς μας –δέν τό ἀρνούμαστε- ὑπόθεσης. Εἶναι γνωστό πώς ἡ πρώτη ἀγάπη τοῦ Ἀπόλλωνα στάθηκε ἡ νύμφη Δάφνη, πού συγκεντρώνει ὅλα τά βασικά χαρακτηριστικά τῆς Ἀρτέμιδος: παρθενία, ἀφοσίωση στό κυνήγι, καί βέβαια ἰδιάζουσα σχέση μέ τόν Ἀπόλλωνα, ἀφοῦ ἡ μεταμόρφωσή της σέ δάφνη, προκειμένου νά μήν ὑποκύψῃ στίς ἐρωτικές ὀρέξεις τοῦ θεοῦ, παρέσχε στήν λατρεία τοῦ Ἀπόλλωνος τό συνδεδεμένο ἀναπόσπαστα μ᾿ αὐτήν δένδρο. Ἡ σκέψη εἶναι ἁπλῆ καί προφανής: Ἀφοῦ ἡ Ἄρτεμις Λαφρία ἤ Δαφνία ἤ Δαφναία συγκεντρώνει ὅλα τά χαρακτηριστικά πού ἔχει καί ἡ Δάφνη, δέν ἀποκλείεται στό πρόσωπο τῆς δεύτερης νά ὑποστασιοποιήθηκε ἡ ἀπαγόρευση ἀδελφομικτικῶν σχέσεων πού ἀφοροῦσε τήν πρώτη, νά ἦταν δηλαδή ἡ Δάφνη ἀρχικά ἀδελφή τοῦ Ἀπόλλωνος. Μέ τήν ἐπιβολή τῆς ἀδελφομικτικῆς ἀπαγόρευσης (πού, σημειωτέον, δέν ἴσχυσε γιά τό ἀδελφομικτικό ζεῦγος Ζεύς – Ἥρα) ἡ ἀνάμνηση τῆς παλαιᾶς ἐρωτικῆς σχέσης μετασκευάσθηκε καί συσκοτίσθηκε, ἀλλά δέν ἐξέλιπε. Κάπως ἔτσι, μέ ἐπικαλύψεις, ἀντιφάσεις, προσθῆκες καί περικοπές προέκυψε ἡ διάσπαση μιᾶς μυθικῆς μορφῆς σέ δύο ἤ καί περισσότερες.
Ἄν λοιπόν ἡ ἀνίχνευση τέτοιων «παράδοξων» φωνητικῶν τροπῶν, ὅπως αὐτή τοῦ ὑγροῦ σέ ὀδοντικό, εἶναι σέ θέση νά μᾶς διαφωτίσῃ γιά τήν προϊστορία τῆς ἑλληνικῆς, ὄχι μόνο γλώσσας ἀλλά καί θρησκείας, σημαίνει ὅτι κακῶς ἀποδίδεται στήν λεγόμενη «προελληνική» καί πιθανώτατα χαρακτηρίζει τήν συμπεριφορά τῆς ἑλληνικῆς σέ ἕνα παλαιότατο στάδιο ἐξέλιξης.
Φωνο-μορφολογικές ἐξελίξεις
Δεδομένης τῆς ἰδιάζουσας σχέσης τύπων τῆς νέας ἑλληνικῆς μέ πρωτογενεῖς τύπους τῆς καθ᾿ ὅλου ἑλληνικῆς, ἀναγόμενους σ᾿ ἕνα πρωτοελληνικό ὑπόστρωμα, θά ἦταν περίεργο ἄν ἡ γλῶσσα μας, καί στήν περίπτωση τῶν μακρός, μῆκος, δωρ. μᾶκος, ὁμηρ. μακεδνός κ.τ.τ. δέν ἐμφάνιζε φωνητικά / μορφολογικά στοιχεῖα πού παραπέμπουν σ᾿ ἕνα ἀδιευκρίνιστου ἱστορικοῦ βάθους παρελθόν.
Ἔτσι, ἡ νέα ἑλληνική, ἀντί τῶν τύπων μῆκος ἤ μᾶκος χρησιμοποιεῖ παγκοίνως τόν τύπο μάκρος, ὁ ὁποῖος ὅμως δέν εἶναι νεώτερο πλᾶσμα, ἄν κρίνουμε ἀπό τό ἀριστοφανικό «Ὦ Πόσειδον, τοῦ μάκρους.» (Ὄρνιθες, στ. 1131). Ἡ παρουσία τοῦ ὑγροῦ στό ἀριστοφανικό καί νεοελληνικό μάκρος ἐνισχύει τήν πιθανότητα τό ὑγρό νά ἀποτελῇ ὀργανικό στοιχεῖο τῆς ρίζας πού ὑπόκειται τοῦ μακρός, καί ἑπομένως καί τοῦ μακεδνός (<*μακερνός).
Ἡ νεοελληνική παρουσιάζει καί τούς τύπους μακρινός (ἤ μακρυνός) μέ κύρια σημασία «ἀπομεμακρυσμένος» καί δευτερεύουσες «ἐπιμήκης», «μακροχρόνιος», μακρινάρι ἤ μακρυνάρι (= πρᾶγμα ἐπίμηκες, μακρουλό), μακρύνω, μακρένω (= ἐπιμηκύνω, παρατείνω, ἀπομακρύνομαι, πρβλ. τό παλαιοδιαθηκικό μακρύνω = μηκύνω, ἀπομακρύνω) κ.λπ. Ἄς σημειωθῇ ἐπί πλέον ὅτι στόν Πόντο τό μακρένω / μακρύνω ἔχει καί τήν σημασία «ψηλώνω», ἑπομένως εἶναι πλησιέστατο σημασιολογικά πρός τό μακεδνός: Ἀτοσίκον ἐξέρω σε καί πότε ἐμάκρυνες; (= τοσούτσικο σέ ξέρω καί πότε ψήλωσες;) Πόντ. (Σταυρ.) | Ἐμάκρυνεν ὁ παιδᾶς (= ψήλωσε τό παιδί) Πόντ. (Ἴμερ.).
Ὡς ἐναλλακτικός τύπος τοῦ μακρινός (μακρυνός) δέον νά ληφθῇ ὁ τύπος τοῦ πληθυντικοῦ μάκραινα (ἤ μάκρενα τά: τά μακρά μαλλιά) Πελοπν. (Βούρβουρ.), πού ἡ σχέση του μέ τό μακρινός ἀναδεικνύεται καί ἀποδεικνύεται ἀπό τά ἐπίσης πελοποννησιακά μάκρινα τά (= πόκοι, ποκάρια, μάλιστα μετά τῆς λέξεως μαλλιά· μάκρινα μαλλιά) Πελοπν. (Βασσαρᾶς = Οἰνοῦς), μάκρινα τά (= μακριά, διαλεχτά πρόβεια μαλλιά: Θ᾿ ἀγοράσω μάκρινα μαλλιά γιά πατανίες) Πελοπν. (Λακεδ.), πρβλ. καί *μάκρενες > μάκρινις (= δύο παράλληλα ξύλα τά ὁποῖα καρφώνονται εἰς τά παλούκια τοῦ φράκτου) Θάσ.
Θά ἀντέτεινε ἴσως κάποιος ὅτι ἡ ἐξέλιξη μάκρενα > μάκρινα, ἤτοι ἡ στένωση τοῦ ἄτονου eσέ iεἶναι χαρακτηριστική τῶν βορείων καί ὄχι τῶν νοτίων ἰδιωμάτων ὅπως εἶναι τά πελοποννησιακά. Στήν ὑποθετική ἔνσταση ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι πρέπει νά πάψουμε νά συνάγουμε ἄκαμπτους νόμους ἀπό ἁπλές κανονικότητες. Γιά νά φέρω ἕνα καί μόνο παράδειγμα, ἡ βάκραινα (ἤ βάκρενα) προβατίνα καί τό βάκραινο (ἤ βάκρενο) πρόβατο (= μέ ἄσπρο σῶμα καί μαῦρο κεφάλι καί πόδια) διαχωρίζεται ἀπό τό ΙΛΝΕ σέ οὐσιαστικό (βάκραινα ἡ, βάκραινο τό) καί ἐπίθετο (βάκρινος, βάκρινα, βάκρινο), γιατί τό ἐν λόγῳ λεξικό δέν μπορεῖ νά «ἀντέξῃ» τό γεγονός ὅτι στά «νότια» ἰδιώματα τῆς Πελοποννήσου παρουσιάζεται –καί μάλιστα διαδεδομένη- «βόρεια» στένωση τοῦ ἄτονου e σέ i: βάκρινα Πελοπν. (Βέρβ. Βούρβουρ. Δημητσάν. Μεσσ.) βάκρινο Πελοπν. (Λακων. Οἰν. Πυλ. Τριφυλλ. Φεν. κ.ἀ.)! Ἄς ἀφήσουμε τό γεγονός ὅτι σ᾿ ὅλη τήν Ἑλλάδα τό α΄ πληθυντικό πρόσωπο τῆς ὁριστικῆς ἐνεστῶτα ἐκφέρεται μέ «βόρειο» φωνηεντισμό (παίζουμε καί ὄχι παίζομε, μένουμε καί ὄχι μένομε κ.τ.τ.).
Μιά ἄλλη φωνητική ἐξέλιξη πού ὑποθέτουμε ὅτι ἔλαβε χώραν στά *μακρενός > *μακερνός / μακεδνός εἶναι ἡ ταυτοσυλλαβική μετάθεση τοῦ ὑγροῦ. Τό φαινόμενο ἐμφανίζεται καί σέ συγγενεῖς πρός τό μακρός ν.ἑ. τύπους, ὅπως: μακυργιά (= μακριά) Μεγίστη (= Καστελλόρριζο) Λῆμν. μακυρζ΄ά (= μακριά) Κάλυμν. μακουρλεύου (= κάμνω τι μακρουλόν) Σκῦρ. μακουρλός (= μακρουλός) Σάμ. (Κουμαδαρ.) μακουρλές-ή-ό (= μακρουλός) Σκῦρ.
Ἰδιαίτερα διαφωτιστικοί γιά τίς φωνητικές ἐξελίξεις πού ὑποθέτουμε ὅτι ἐπισυνέβησαν στά μακρινός (μακρυνός), μάκρινος, μάκρενος, *μακρενός, *μακερνός εἶναι τύποι τοῦ ἐπιθέτου κίτρινος, τούς ὁποίους περιοριζόμαστε ἁπλῶς νά παραθέσουμε:
κίτρ᾿νους Μακεδ. κίτιρνος Μακεδ. Πόντ. Προπ. κίτιρνους Ἀ. Ρουμελ. Εὔβ. Ἤπ. Θεσσ. Θράκ. Μακεδ. Στερελλ. κίτσιρνους Μακεδ. (Σιάτ.) κίτερνος Θεσσ. Μακεδ. Πόντ. Τῆν. κίτερνους Ἀ. Ρουμελ. Θεσσ. Μακεδ. κίτιαρνους Μακεδ. (Καταφύγ.) κίτουρνος Πόντ. τσίτερνος Μεγίστ. τσίτερνες Σκῦρ. κούτουρνος Πόντ. κίτιινους Σαμοθρ. κίτιρος Ἤπ. κίτιρους Ἤπ. Μακεδ. κίτερος Ἤπ. κίτ᾿ρους Ἤπ. κ.ἄ.
Ἐπειδή θά ἀντιπροβληθῇ κι ἐδῶ ἡ -ἀμφισβητήσιμη- ἀκαδημαϊκή ἄποψη ὅτι τά κίτρον, κίτρινος κ.λπ. εἶναι ἀντιδάνεια τῆς ἑλληνικῆς ἀπό τήν λατινική, σπεύδουμε νά διευκρινίσουμε ὅτι, ἀκόμη κι ἔτσι νά ᾿ναι, τύποι ὅπως κίτιρνος, κίτερνος, κίτερος, κίτιαρνους, κούτουρνος κ.λπ., ἀποθησαυρισμένοι οἱ περισσότεροι μόλις τόν εἰκοστό αἰῶνα, εἶναι ἐνδεικτικοί δυνητικῶν φωνομορφολογικῶν ἐξελίξεων, χωρίς νά μπορῇ νά ἀποκλεισθῇ ἐντελῶς ἡ πιθανότητα νά μᾶς ἀνάγουν στήν πηγή τοῦ πρώτου δανεισμοῦ καί σέ μιά φωνητική συμπεριφορά πού ἐνδεχομένως χαρακτήριζε ὑπόγεια, λανθάνοντα στρώματα τῆς ἑλληνικῆς. Γιατί δέν πρέπει νά ξεχνᾶμε ὅτι ἡ κυριαρχία τῆς ἀττικῆς διαλέκτου στήν γραμματειακή μας παράδοση δέν ἐπέτρεψε παρά σέ ἐλάχιστα λείψανα τῆς μακεδονικῆς π.χ. διαλέκτου νά ἀναδυθοῦν στήν ἐπιφάνεια τῆς γραπτῆς ἔκφρασης, ἐνῷ εἶναι λογικό καί ἀναμενόμενο πώς πολύ περισσότερα παρέμειναν ἐν χρήσει στόν προφορικό λόγο.
Καί εἶναι βέβαια τεράστια ἀντίφαση νά ἀξιοποιοῦνται γιά τήν διερεύνηση τῆς ἰνδοευρωπαϊκῆς νεώτεροι γερμανικοί, ἰρλανδικοί, ἀγγλικοί, σλαβικοί κ.λπ. τύποι, καί νά μή λαμβάνωνται ὑπ᾿ ὄψει, οὔτε καί κατ᾿ ἐλάχιστο, τύποι τῆς νεοελληνικῆς προφορικῆς παράδοσης, πού ἐνδεχομένως μνημειώνουν ὅ,τι ἡ ὑπερδισχιλιετής ἀττικιστική ἐπιβολή ἀπώθησε στά βάθη τοῦ γλωσσικοῦ / πολιτισμικοῦ ὑποσυνειδήτου.
[1]Beekes, R. (2010), Etymological Dictionary of Greek, Leiden, Boston: Brill.
[2] Βλ.Liddell – Scott – Κωνσταντινίδου, σ.λ. κελαρύζω, κελαδέωκ.λπ.
[6] Παπαχριστοδούλου, Χ. (1986), Λεξικὸ τῶν Ροδίτικων Ἰδιωμάτων, Ἀθήνα: Στέγη Γραμμάτων καί Τεχνῶν Δωδεκανήσου
[7] Βλ. Κωστάκης, Θ. (1986-1987), Λεξικό της Τσακωνικής Διαλέκτου, τ. 3, Αθήνα: Ἀκαδημία Ἀθηνῶν
[8] Βλ. καί Κακριδής, Ι. (1986), Ελληνική Μυθολογία (Γενική Εποπτεία), τ. 5, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών
από το περιοδικό Νέος Ερμής ο Λόγιος, τ. 17, καλοκαίρι 2018
https://cognoscoteam.gr/%ce%b7-%ce%b5%cf%84%cf%85%ce%bc%ce%bf%ce%bb%ce%bf%ce%b3%ce%af%ce%b1-%cf%84%cf%89%ce%bd-%ce%bf%ce%bd%ce%bf%ce%bc%ce%ac%cf%84%cf%89%ce%bd-%ce%bc%ce%b1%ce%ba%ce%b5%ce%b4%ce%bd%cf%8c%cf%82-%ce%bc%ce%b1/?fbclid=IwAR3CXyCrHWUBFRim355Mxxt7iUAmf9nlldHLyQ6UOFB6Gy7NLOIuRiyk9lQ