Κ
Κούνδουρος– 1) Κολοβός, με κομμένη ουρά: σκυλί κουντούρι (Σπαν. (Ζώρ.) V 389). 2) Κοντός: κόβγει τα (ενν. τα ρούχα) ως τα γόνατα και κούντουρα τ’ αφήνει (Ερωτόκρ. Δ´ 579). 3) (Στη θέση εθν.): εν έτει ‚ςωοδ´ απήραν οι κούντουροι την Μεσημβρίαν (Byz. Kleinchron. Α´ 2141). Η λ. και τ. Κούνδουρος σε τοπων.: (Δωρ. Μον. XX), (Χρον. Μορ. P 1724). [<επίθ. κ{ΜΣΚ}όντουρος. Η λ. τον 9. αι. (βλ. Κριαράς 1988: Β´ 89· Kahane, GR I 571-2), στο Meursius και σήμ. ιδιωμ.]
Κουντουράς– Απο το μεσ.ελλ.(9ος αιων.), κόντουρος ,ο κολοβός ή μεσ.ελλ. κουντούρα, είδος παπουτσιού.
Κούτρας/Κούτρης– Απο το δημώδ. κούτρα, το κεφάλι. Το επώνυμο ίσως με την έννοια του «κεφάλα». Ετυμολογικά προέρχεται απο το μεσν. κούτρα και αυτό με τη σειρά του απο το λατινικό scutra. Ως επώνυμο τουλάχιστον από τον 14ο αιώνα(1304), αναφέρεται κάποιος Δημήτριος Κούτρας, πάροικος Λήμνου.
Κουτσομύτης– που έχει κομμένη μύτη, ως επώνυμο τον 11. αι στην Αλεξιάδα...
Σήμερα στις 21:00 ο Αγγελος Καραγεώργος στις Αληθινές Κουβέντες "ΟΙ
ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΟΡΑΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ"
-
Μήνυμα Αγγελου Καραγεώργου:
Kαλησπέρα! Σήμερα Παρασκευή στις 9μμ με τη Μαρία Γλαρέντζου στις ΑΛΗΘΙΝΕΣ
ΚΟΥΒΕΝΤΕΣ θα είμαστε ζωντανά με τίτλο "ΟΙ ΨΥΧΟΛΟΓ...
Πριν από 5 δευτερόλεπτα