Παρασκευή 29 Αυγούστου 2014
Βελίκα Τράϊκου: Η ηρωίδα δασκάλα του Μακεδονικού Αγώνα
Κυριακή 1 Ιουνίου 2014
Γυναίκα, δουλεία και ελευθερία στην ελληνική αρχαιότητα
Τρίτη 25 Μαρτίου 2014
Άγνωστες μορφές του Ελληνισμού: Λένω Μπότσαρη
Η ατρόμητη Σουλιώτισσα
Στις 12 Δεκεμβρίου του 1803 στις κακοτράχαλες πλαγιές του Σουλίου ακούγονται κλάματα και οιμωγές. Άντρες και γυναίκες από το Σούλι τραβάνε τον μακρύ δρόμο του ξεριζωμού από την γλυκιά τους πατρίδα. Ο καταραμένος ο Αλή πασάς τα κατάφερε να τους διώξει με την στενή πολιορκία, καθώς δεν έμπαινε τίποτε στο Σούλι, μήτε σπυρί σιταριού. Το μακρύ ποτάμι των Σουλιωτών χωρίζεται σε τρεις φάλαγγες. Η πρώτη και πιο πολυπληθής με 2000 ψυχές και αρχηγό τον Φώτο Τζαβέλα, θα τραβήξει προς την ανυπόταχτη πολιτεία της Πάργας, στις ακτές του Ιονίου. Οι άλλες δύο φάλαγγες στάθηκαν πιο άτυχες καθώς χτυπήθηκαν αλύπητα από τους τουρκαλβανούς στρατιώτες του Αλή πασά. Σε μια από αυτές ήταν και η Λένω Μπότσαρη, κόρη του Νότη Μπότσαρη και πρώτη ξαδέρφη του Μάρκου Μπότσαρη, ήρωα της επανάστασης.
Η ομορφιά και η εξυπνάδα της Λένως ήταν ξακουστή σ’ όλη την Ήπειρο, μέχρι που κι’ ο ίδιος ο Αλής είχε τάξει μεγάλη αμοιβή σ’ όποιον την έφερνε στο χαρέμι του. Ήταν μόλις 20 ετών, μα η γενναιότητα και η τόλμη της μπορούσαν να βάλουν κάτω δεκάδες άντρες. Ο Νότης, ο πατέρας της καμάρωνε την κόρη του που ήξερε να χειρίζεται το ντουφέκι και το σπαθί καλύτερα από πολλούς άντρες. Τα γαλάζια μάτια και τα κατάξανθα μαλλιά της, έδιναν την αίσθηση νεράιδας βγαλμένης από κάποιο παραμύθι.
Η Λένω ακολούθησε κι’ αυτή την μοίρα των υπολοίπων Σουλιωτών και βαδίζοντας μέσα από κακοτράχαλους δρόμους και βουνά. Μέσα στον σκληρό χειμώνα τα παιδιά, οι τραυματίες και οι μεγαλύτερες γυναίκες δεν άντεχαν, αλλά η Λένω ήταν εκεί για να τις εμψυχώσει αν και μόλις 20 χρονών αναδείχτηκε σε αρχηγό των γυναικών.
Τράβηξαν για το μοναστήρι στο Ζάλογγο που είναι φύσει οχυρή θέση, αλλά δυστυχώς χωρίς έξοδο διαφυγής. Οχυρώθηκαν και περίμεναν. Ήξεραν πως ο Αλής, όπως πάντα, δεν επρόκειτο να τηρήσει τις υποσχέσεις και τους όρκους που τους έδωσε. Ο Μπεκίρ Τζογαδούρος, ο αρχηγός της τουρκοαλβανικής ορδής, επιτέθηκε στις 16 Δεκεμβρίου με αλαλαγμούς στο μοναστήρι. Οι Σουλιώτες ήταν 1.148 και αμύνθηκαν λυσσαλέα χτυπώντας τους τουρκαλβανούς με τα ντουφέκια τους.
Καθώς η μάχη είχε ανάψει τα κορμιά των λιάπηδων (μουσουλμάνων αλβανών) κάλυπταν την χέρσα γη σαν ένα μεγάλο χαλί. Όσο εξελισσόταν η μάχη το χιόνι σκέπαζε τα κορμιά και το κρύο τρυπούσε τα κόκαλα. Μετά από ώρες τα βόλια των Σουλιωτών σώθηκαν και έμειναν με τα σπαθιά και τα γυμνά τους χέρια.
Στις 17 Δεκεμβρίου οι λιάπηδες ορμήσαν σαν τσακάλια πάνω στους Σουλιώτες για να ξεσκίσουν τις σάρκες τους, αλλά οι Σουλιώτες ως άλλοι Σπαρτιάτες και αυτοί τους χτυπούσαν με ό,τι μέσο διέθεταν. Ο θείος της Λένως, ο Κίτσος Μπότσαρης, βλέποντας το μάταιο του αγώνα, κάλεσε την Λένω κοντά του και της είπε: «απόψε σουρουπώνοντας καλά, θα βγούμε με τα σπαθιά. Θα μάσεις τις γυναίκες, θα μπεις μπροστά, θα σας βάλουμε στην μέση». Η Λένω άκουσε τα λόγια του θείου της. Έτρεξε να συντονίσει τις υπόλοιπες γυναίκες και να τις ενθαρρύνει να μην λιγοψυχήσουν αυτές τις δύσκολες ώρες, αν και ήξερε πως οι Σουλιώτισσες δεν είναι σαν τις υπόλοιπες γυναίκες, αλλά σωστά παλληκάρια δίπλα στους άνδρες και τους αδελφούς τους.
Όταν είχε πια σκοτεινιάσει για τα καλά, οι Σουλιώτες μαζεύτηκαν γύρω από τους αρχηγούς τους Κίτσο και Νότη Μπότσαρη για τις τελευταίες οδηγίες.
Μια βουή ακούστηκε μέσα από το μοναστήρι. Οι λιάπηδες έσφιγγαν στα χέρια τους τα ντουφέκια κι’ η καρδιά τους χτυπούσε δαιμονισμένα, μιας και ήξεραν τι είναι ικανοί να κάνουν έστω και μια δράκα Σουλιωτών.
Οι Σουλιώτες ξεχύθηκαν σαν ένα σώμα και πέσαν μ’ ορμή πάνω στους τουρκαλαβανούς. Μέσα στο πηχτό σκοτάδι δεν ξεχώριζες ποιοι είναι οι Σουλιώτες και ποιοι οι λιάπηδες. Το τουφεκίδι ανάβει. Η Λένω βρισκόταν στην μέση της φάλαγγας. Το σπαθί της παίρνει φωτιά σκοτώνοντας πολλούς λιάπηδες στο πέρασμά της. Πατούσε τα κορμιά τους και σαν μπροστάρισα που ήταν άνοιγε δρόμο για τις άλλες γυναίκες που μετέφεραν μωρά παιδιά και τραυματίες στις πλάτες τους. Οι στιγμές τραγικές και ηρωικές συνάμα.
Η Λένω προχωρούσε μπροστά μην μπορώντας να δει τι γίνεται πίσω της. Μερικά γυναικόπαιδα αποκλείσθηκαν από τους τουρκαλβανούς και μην έχοντας να κάνουν κάτι καλύτερο τραβιούνται για το Ζάλογγο. Το ξημέρωμα της επόμενης μέρας 56 γυναίκες μαζί με τα παιδιά τους και 13 άνδρες θα βρεθούν γαντζωμένοι στο φρύδι του Ζαλόγγου.
Οι Τουρκαλβανοί πλησιάζουν με άγριες διαθέσεις, θέλουν να τις ατιμάσουν. Οι Σουλιώτισσες όμως ήταν αποφασισμένες. Δεν επρόκειτο να αφήσουν κανένα χέρι ξένο να τις αγγίξει, πάνω από όλα γι’ αυτές ήταν η Τιμή. Πιάστηκαν χέρι – χέρι, χορεύοντας και τραγουδώντας, κι’ αφού έριξαν τα παιδιά τους στο κενό, ακολουθούν μετά μία – μία, φιλώντας η πρώτη την δεύτερη και η δεύτερη την τρίτη. Τα σώματά τους έπεφταν στο βάραθρο σαν φύλλα το φθινόπωρο. Τόσο ανάλαφρα και αέρινα, πέρα από κάθε τι υλικό και ανθρώπινο.
Η Λένω σώθηκε και μαζί με τους άλλους Σουλιώτες που έσπασαν τον κλοιό των λιάπηδων κατευθύνθηκαν νότια. Δεν γνώριζαν προς τα πού πήγαιναν, απλά και μόνο βάδιζαν.
Μέσα στις κακουχίες ο πόνος για τον χαμό των οικείων δεν ζυγώνει. Δεν είχαν καιρό για στεναχώριες και για κλάματα.
Φτάνοντας στο χωριό Βουλγαρέλι της Άρτας αποφάσισαν να πάνε προς τα απάτητα βουνά των Αγράφων, για να ενωθούν με άλλους αγωνιστές από την Θεσσαλία και να πολεμήσουν τους τούρκους. Μετά από πολλές ταλαιπωρίες έφτασαν στην Βρεστένιτσα και συνέχισαν προς την οχυρή θέση της μονής Κοιμήσεως της Θεοτόκου, στον Σέλτσο. Την 22α Δεκεμβρίου έφτασαν εκεί και εγκαταστάθηκαν κατάκοποι από τις πορείες μέσα στο καταχείμωνο. Κάτω από το μοναστήρι περνάει σαν ένα μεγάλο φίδι ο ποταμός Αχελώος (ή Ασπροπόταμος).
Οι Σουλιώτες μάζεψαν προμήθειες και μπαρουτόβολα από τις γύρω περιοχές για την άμυνά τους. Έβαλαν τέσσερις φρουρές στην περίμετρο του μοναστηριού και φύλαγαν κάθε μονοπάτι. Ήξεραν καλά, ότι ο Αλή πασάς δεν θα ησυχάσει αν δεν ξεπαστρέψει όλη την Σουλιώτικη φάρα.
Στο μεταξύ, ο Αλή πασάς μάζεψε στρατό περίπου 5.000 λιάπηδων υπό την αρχηγία του Μπεκήρ Τζογαδούρου και του Βασιάρη για να κυνηγήσουν τους Σουλιώτες και να μην αφήσουν ούτε έναν ζωντανό. Τους ζήτησε μόνο να του φέρουν την Λένω στο χαρέμι του να δει από κοντά την ομορφιά της.
Έρχεται η στιγμή που 8000 τουρκαλβανοί θα κυκλώσουν την Μονή Σέλτσου μαζί με τον Βελή πασά, γιο του Αλή πασά. Οι μήνες όμως, περνάνε χωρίς να μπορούν να κάνουν κάτι οι λιάπηδες για να εξοντώσουν τους Σουλιώτες.
Κάποιος Γιώργης Κίριος από τα Γιάννενα, δασκαλεμένος από τον Αλή πασά που του είχε τάξει το αρματολίκι της Λάκκας, παριστάνει τον μετανιωμένο και ζήτησε μαζί με τον αδελφό του να πολεμήσει στο πλευρό των Σουλιωτών. Ο Κίτσος Μπότσαρης με την μεγαλοψυχία που τον διέκρινε, τον συγχωρεί και τον βάζει στην φρουρά του μοναστηριού. Αυτός όμως τις νύχτες, έχοντας πάντα στον νου του την προδοσία έστελνε μηνύματα στον Μπεκήρ Τζογαδούρο και του αποκάλυψε ένα μονοπάτι που πάει ίσια στην Μονή.
Μέτα την αποκάλυψη του μονοπατιού, οι στρατηγοί καταστρώνουν το ύπουλο σχέδιό τους. Ο Τζογαδούρος θα έκανε ένα ψεύτικο αιφνιδιασμό και θα χτυπούσε τις θέσεις με τους περισσότερους Σουλιώτες όταν 3.000 τουρκαλβανοί με 1.200 εφεδρικούς αλβανούς θα χτυπούσαν τους Σουλιώτες από ένα δύσβατο μονοπάτι στο πιο αδυνατισμένο σημείο από την πλευρά του προφήτη Ηλία.
Στις 15 Απριλίου τα μεσάνυχτα, όπως πριν από κάθε καταιγίδα, έτσι και τότε, η γαλήνια ηρεμία έσπασε με τουφεκίδι και κραυγές τρόμου. Οι λιάπηδες επιτέθηκαν σαν τις ύαινες που περιμένουν να ξεσκίσουν το κουφάρι του ετοιμοθάνατου ζώου. Όμως, οι Σουλιώτες δεν τους έκαναν την χάρη και τους χτύπησαν με ό,τι είχαν. Η κολασμένη νύχτα γέμισε κλάματα, βρισιές και κατάρες πότε στα Ελληνικά πότε στα αλβανικά και πότε στα τούρκικα.
Ο πατέρας της Λένως, ο Νότης Μπότσαρης λαβώνεται στο σώμα. Δύο βόλια τον βρήκαν. Μέχρι να τρέξει να τον βοηθήσει η Λένω τον χτύπησε και τρίτο βόλι. Όταν τον βρήκε ήταν κάτω από ένα δέντρο στον περίβολο του μοναστηριού. Προσπάθησε να τον γιατρέψει όπως – όπως και με λόγια γλυκά να του απαλύνει τον πόνο. Ο Νότης όμως, το ένοιωθε πως είχε φτάσει πια το τέλος του.
Όταν τον ρώτησε η Λένω τι να κάνει, αυτός της αποκρίθηκε: «να πεθάνεις παιδί μου, ήρθε η ώρα σου», όπως απαντούσαν τα αρχαία χρόνια οι Σπαρτιάτισσες μανάδες στους γιους τους «ή ταν ή επί τας».
Εκείνη την στιγμή ένα τέταρτο και τελευταίο βόλι βρίσκει τον Νότη Μπότσαρη στο μέτωπο σωριάζοντας το άψυχο σώμα του στα πρώτα χόρτα του Απρίλη ποτίζοντάς τα με το άγιο αίμα του.
Η Λένω έτρεξε με το σπαθί στο χέρι να ξεφύγει από τους διώκτες της που κατέφθαναν με βήμα ταχύ. Οι άλλες Σουλιώτισσες ξέροντας τον δρόμο της Τιμής πήγαν στην άκρη του γκρεμού που στεφανώνει το μοναστήρι και έπεσαν από ύψος 300 μέτρων στο σκοτεινό βάραθρο. Ένα δεύτερο Ζάλογγο μόλις είχε γεννηθεί.
Η Λένω με χίλια βάσανα κατεβαίνει την απότομη πλαγιά και κατευθύνεται προς τον Αχελώο. Χωρίς δεύτερη σκέψη βούτηξε στα παγωμένα νερά του ποταμού και κολύμπησε με όλη την δύναμη που της είχε απομείνει. Οι τουρκαλβανοί σαν λυσσασμένα σκυλιά την ακολουθούν για να την κατασπαράξουν. Μετά από πολύ πάλεμα στα νερά του ορμητικού ποταμού κατάφερε να φτάσει μια λωρίδα γης που σχηματίστηκε μέσα στο ποτάμι. Κατάκοπη μα σώα βγήκε έξω. Από απέναντι την κοιτούσαν οι λιάπηδες σκεφτόμενοι την αμοιβή που τους έταξε ο πασάς αν του την φέρουν ζωντανή. Ένας λιάπης της φωνάζει «Δεν λυπάσαι πουλάκι μου τα νιάτα σου; Έλα να σε γλυτώσω». Της έδωσε το ντουφέκι του από την λαβή. Η Λένω όμως, ως Σουλιώτισσα προτιμάει χίλιες φορές τον θάνατο πάρα την αιχμαλωσία στα χέρια των πιο αδίστακτων εχθρών της. Προσποιήθηκε λοιπόν πως πάει να πιάσει το ντουφέκι, και χουφτώνει την σκανδάλη. Το βόλι φεύγει σαν μαχαίρι και βρίσκει τον λιάπη σωριάζοντάς τον κάτω. Ένας άλλος βλέποντας την τόλμη της κοπέλας όρμησε κατά πάνω της. Η Λένω τον χτύπησε με τα χέρια της και του έσφιξε τον λαιμό για να το πνίξει. Πάλεψε μ’ όλη της την δύναμη. Του έμπηξε τα νύχια της στα μάτια και στο σώμα. Τέλος τον έσπρωξε στα αφρισμένα νερά του Αχελώου και πέσαν μαζί μέσα κάνοντας πάταγο. Συνέχισε να μάχεται σαν πραγματική λέαινα.
Αυτό ήταν δεν ξαναείδε κανείς πια ζωντανή την γενναία Σουλιώτισσα, την Λένω την κόρη του Νότη Μπότσαρη μα ούτε και τον λιάπη. Από τότε εκείνο το σημείο της όχθης λέγεται «το πήδημα της Καπετάνισσας». Από όλο αυτόν τον χαμό έμειναν όρθιοι μόνο 80 από τους 1.400 Σουλιώτες και άλλους Έλληνες που είχαν συγκεντρωθεί εκεί. Όλοι οι υπόλοιποι ή σκοτώθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν. Για την αυτοθυσία της Λένως γράφτηκαν μετά πολλά δημοτικά τραγούδια, για να θυμίζουν πως μόνη μια κοπέλα 20 χρονών τα έβαλε με την τουρκιά και την «νίκησε». Αυτό είναι το δημοτικό τραγούδι της Λένως.
Όλαις οι καπετάνισσαις από το Κακοσούλι
όλαις την Άρτα πέρασαν, ‘ς τα Γιάννινα τοις πάνε,
σκλαβώθηκαν οι αρφαναίς, σκλαβώθηκαν οι μαύραις,
κʼ η Λένω δεν επέρασε, δεν την επήραν σκλάβα.
Μόν πήρε δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια,
σέρνει τουφέκι σισανέ κ’ εγγλέζικα κουμπούρια,
έχει και ʽς τη μεσούλα της σπαθί μαλαματένιο.
Πέντε Τούρκοι την κυνηγούν, πέντε τζοχανταραίοι.
Τούρκοι, για μην παιδεύεστε, μην έρχεστε σιμά μου,
σέρνω φουσέκια ‘ς την ποδιά και βόλια ‘ς τοις μπαλάσκαις
-Κόρη, για ρηξε τ’ άρματα, γλύτωσε τη ζωή σου.
-Τι λέτε, μωρ’ παλιότουρκοι και σεις παλιοζαγάρια;
Εγώ είμαι η Λένω Μπότσαρη, η αδελφή του Γιάννη,
και ζωντανή δεν πιάνουμαι εις των Τουρκών τα χέρια”.
Πυρήνας Καβάλας - Αίας ο Τελαμώνιος
http://xryshaygh.wordpress.
http://antistasi.org/?p=23317
Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2012
Ήρα - Η Θεά των Ουρανών
Μάχεται, αγωνίζεται απεγνωσμένα για ό,τι δικαιωματικά της ανήκει, για το αντικείμενο του πόθου της.Λαός εύθυμος, με σκωπτική διάθεση και πηγαίο, ανεξάντλητο χιούμορ, οι αρχαίοι Έλληνες έδωσαν μια περισσότερο ανθρώπινη διάσταση στις θεότητές τους. Φαντάστηκαν το γάμο της Ήρας και του Δία ένα πεδίο διαρκούς αντιπαλότητας, αντιπαραθέσεων και συγκρούσεων και το βασιλιά θνητών και αθανάτων, το νεφεληγερέτη, αστραποβόλο και κεραυνοβόλο Δία, να κατατρέχεται ασταμάτητα από μια ζηλόφθονη και εκδικητική σύζυγο και να καταφεύγει σε τεχνάσματα και μηχανορραφίες για να αποφύγει τις θυελλώδεις εκρήξεις της οργής της.
Η γέννηση της βασίλισσας των θεών τοποθετείται στη Σάμο και κατα άλλους στη Στυμφαλία ή στην Εύβοια. Η μοίρα της δεν ήταν διαφορετική από αυτή των αδερφών της. Ο ανελέητος Κρόνος την κατάπιε, προσπαθώντας να πολεμήσει τη μοίρα του. Μόνο όταν η πολυμήχανη Ρέα κατόρθωσε, με τέχνασμα, να ξεγελάσει τον Κρόνο, τότε η Ήρα, μαζί με τα υπόλοιπα αδέρφια της, ξαναείδε το φως. Μετά την εκθρόνιση του Κρόνου, ο Δίας τη ζήτησε σε γάμο. Εκείνη τον απέκρουσε με περηφάνια. Τρελός από έρωτα για την αδερφή του ο Δίας δεν παραιτήθηκε από τους σκοπούς του. Μια βροχερή, χειμωνιάτικη μέρα, καθώς η θεά περπατούσε στο δάσος, ο Δίας μεταμορφώθηκε σε κούκο, που έπεσε στα πόδια της ανυποψίαστης Ήρας. Η θεά λυπήθηκε το μισοπαγωμένο πλασματάκι. Έσκυψε, το πήρε στην αγκαλιά της, το χάιδεψε με τα τρυφερά της χέρια και το ζέστανε στους παρθενικούς της κόρφους. Τότε ο βασιλιάς των θεών πήρε την πραγματική του μορφή. Μεγαλόπρεπος, επιβλητικός, πανίσχυρος και ακαταμάχητος, εξουδετέρωσε και τις τελευταίες ικμάδες αντίστασης της θεάς. Η Ήρα νικήθηκε, υποτάχτηκε, έγινε για πάντα δική του, αφού πρώτα εξασφάλισε "υπόσχεση γάμου".
Ο γάμος τους έγινε με θεϊκή λαμπρότητα. Η ζωή τους όμως δεν ήταν πάντοτε ευτυχισμένη. Αντίθετα, ήταν τρικυμιώδης και πολυτάραχη, όπως, άλλωστε, θυελλώδης υπήρξε και ο έρωτάς τους. Οι αλλεπάλληλες εκρήξεις οργής και ζήλιας της θεάς και οι συχνοί καβγάδες ανάμεσα στο θεϊκό ζευγάρι, έτρεφαν τη φαντασία των αρχαίων Ελλήνων και αποτελούσαν προσφιλείς διηγήσεις και αναγνώσματα.
Εκείνος, υπερόπτης, άστατος και άπιστος σύζυγος, τσάκιζε συχνά την αξιοπρέπειά της και πλήγωνε ανεπανόρθωτα τη γυναικεία περηφάνια της. Δε δίσταζε, μάλιστα, να καυχιέται, μπροστά της, για τις αμέτρητες περιπέτειές του με θεές και θνητές.
Εκείνη, αδάμαστη και αγέρωχη, επικαλούνταν την τιμημένη καταγωγή της και πρόβαλλε τα αναφαίρετα δικαιώματά της -την ιδιότητά της, της νόμιμης συζύγου.
Ο Δίας, μέσα από τους ομηρικούς στίχους, δήλωνε ότι περιφρονούσε την οργή και την γκρίνια της και της ζητούσε, επίμονα, υποταγή. Δε δίστασε, μάλιστα, να κάνει κάποτε πράξεις τις απειλές του, όταν, δεμένη χειροπόδαρα, την κρέμασε ανάμεσα στον αιθέρα και στα σύννεφα.
Πηγή:" Ελληνικό Αρχείο"
Τρίτη 21 Αυγούστου 2012
Η παιδεία των γυναικών στην αρχαία Ελλάδα
Μέση και ανωτέρα εκπαίδευση: Μέχρι περίπου τα είκοσι της χρόνια εκπαιδεύεται συνήθως από την μητέρα της στην οικονομία και διαχείριση του νοικοκυριού, υφαντική, χειροτεχνία, διακοσμητική. Επίσης υπήρχαν για τις κόρες πλουσιοτέρων Αθηναίων ιδιωτικά οικοδιδασκαλεία στα οποία σπούδαζαν μουσική, κιθαρωδία, όρχηση κ.λ.π.
Ανωτάτη εκπαίδευση: Πλήθος ανωτάτων σχολών δεχόταν ευχαρίστως γυναίκες!
Επειδή η ιστορία ασχολείται κυρίως με πολέμους οι οποίοι με εξαίρεση των Αμαζόνων και ολιγοστών εξαιρέσεων άλλων γυναικών είναι ανδροκρατική, δεν έχουμε όλα ...
τα ονόματα των γυναικών επιστημόνων. Παρ όλα αυτά υπάρχουν πάρα πολλές γυναίκες που διέπρεψαν στον χώρο της επιστήμης.
Στην Ανωτάτη Φιλοσοφική και Μαθηματική Σχολή του κορυφαίου Διδασκάλου Πυθαγόρα διέπρεψαν: Οι Θεανώ, Θεόκλεια, Ασκληπιγένεια, Περικτιόνη, Φιλτύς, Μελίσσσα,, Τιμύχα, Μιλλία, Χειλωνίς, Κρατησόκλεια,Βοιώ, Θεάδουσα και πολλές άλλες.
Και ξέρετε ποιος ήταν ο Διδάσκαλος των « Ηθικών αρχών» του Πυθαγόρα; Η Θεμιστόκλεια, η Ιέρεια των Δελφών!
Η Σχολή του Επίκουρου: Οι Ανθεια, Λεόντιον, Ερώτιον.
Η Πλατωνική Ακαδημία:Το Πανεπιστήμιο της Αρχαίας Ελλάδας, διήρκεσε σχεδόν 1000 χρόνια μέχρι που ο Ιουστινιανός για να σώσει τον κόσμο από …την ιερόσυλο τρέλα των Ελλήνων (Ιουστινιανός Κώδιξ) το έκλεισε. Διεσώθησαν τα ονόματα της Λασθένειας, και της Αξιοθέας.
Διέπρεψαν οι: Αγνοδίκη, Δεινομάχη, Ερμιόνη, Ευτυχία, Φιλονίλα, Κλεοπάτρα μάλιστα βοηθός και συνεργάτρια του μεγάλου ιατρού Γαληνού, Ολυμπιάς, Σάλπη και πολλές άλλες. Γνωρίζετε ότι η Ελληνίδα Φαραώ της Αιγύπτου Κλεοπάτρα δεν έφτιαχνε μόνο δηλητήρια αλλά και φάρμακα και ότι έγραψε ένα βιβλίο περί φαρμάκων;
Αυτά εν ολίγοις για την ανώτατη εκπαίδευση στην αρχαία Ελλάδα. Αλλά σκεφτήκατε από πότε συμμετέχουν οι γυναίκες στην ανώτατη εκπαίδευση στον μοντέρνο κόσμο;
Η εντύπωση ότι στο όρος Άθως ζούσαν μόνο άντρες είναι λάθος. Μάλλον θα πρέπει οι αρθρογράφοι να μας εξηγήσουν για ποίο λόγο δεν το αναφέρουν. Είναι ύποπτο να ξεκινάς την Ιστορία της Ελλάδος από τους μοναχούς…. Από την μυθολογία μαθαίνουμε ότι το όρος είχε παραχωρηθεί από τον Δία στην „χρυσόθρονον αγνήν Αρτέμιδα“. Σε πολλούς είναι επίσης γνωστό ότι λέγεται και ο „κήπος της Παναγίας“, και πρωτύτερα ονομαζόταν „ο κήπος της Αρτέμιδος“. Μάλιστα ο αρχιμανδρίτης Ανδρέας Αγιορείτης ο οποίος έζησε μία δεκαετία σε Σκήτη αναφέρει ότι βρέθηκε εκεί νόμισμα με απεικόνιση της θεάς Αρτέμιδος. Επίσης ο Παυσανίας (Αρκαδικά 31,8) αναφέρει ότι σε ιερά αφιερωμένα σε θεές επιτρεπόταν η είσοδος σε γυναίκες αλλά σε άνδρες μόνο μία φορά τον χρόνο.
Τα ιερατικά αξιώματα των γυναικών ήταν: Ιέρεια, Πρωθιερέα, Μυσταγωγός, Υδρανός (για βάφτιση), Παναγείς (πάναγνες), Ιεροφάντιδες, Ιεαραπόλοι, Αρχιέρεια, Προμάντις.
Ανθεσφόρια ( Ηροσάνθεια), Γυναικοθύνθια (Αλεαία), Εκδύσια (Αποδύσια), Ενδυμάτια, Ηρώα, Ηραία Θύεια: Οι γυναικείοι Ολυμπιακοί αγώνες, Θυίεια, Μύσια, Τιτθηνίδια,Μύσια, Καρυάτεια.
Στα Καρυάτεια, στην πόλη Καρυές της Αρκαδίας όμορφες γυναίκες έδειχναν τα κάλλη τους σε άνδρες και επιλέγανε έναν για σύζυγο.
Δευτέρα 26 Μαρτίου 2012
Δόμνα Βιζβίζη. Η Θρακιώτισσα Ηρωίδα που την ξέχασε το Ελληνικό κράτος
(Αφιερωμένο στις χιλιάδες ξεχασμένους αγωνιστές της Θράκης)
Η Δόμνα Βισβίζη προσέφερε και θυσίασε τα πάντα στον αγώνα. Ο Δημήτριος Υψηλάντης σε μια επιστολή του την προσφωνεί «Ευγενεστάτη και Γενναιοτάτη». Υπήρξε κόρη πλούσιας οικογένειας από την Αίνο όπου και γεννήθηκε το 1784 και το 1808 παντρεύτηκε τον Αντώνη Βισβίζη, πλούσιο πλοίαρχο και καραβοκύρη. Φλεβάρης του 21 και ο Θρακιώτης Χατζηαντώνης Βισβίζης αρματώνει το ιδιόκτητο καράβι του, την“Καλομοίρα”, ένα μπρίκι ναυπηγημένο στην Οδησσό με 16 κανόνια και 140 ναύτες και ξεκινά να μπει στην δούλεψη του Γένους, εγκαταλείποντας την εύπορη ζωή του Αίνου. Χωρίς δεύτερη σκέψη τον ακολουθεί η γυναίκα του Δόμνα, παίρνοντας μαζί της στο καράβι τα πέντε παιδιά τους, όλα τα χρήματα και τα τιμαλφή της οικογένειας και ενώνεται με τον στόλο των Ψαριανών.
Το βάπτισμα του πυρός το πήρε στην Ίμβρο και έκτοτε ξεκίνησε μια ζωή γεμάτη αγώνες, περιπέτειες, μεγάλες δυσκολίες, φτώχια, δυστυχία και εγκατάλειψη. Το μπρίκι μεταφέρει στον Άθω μαζί με πολεμοφόδια και όπλα και τον επαναστάτη Εμμανουήλ Παπά, το Σερραίο μεγαλέμπορο και τραπεζίτη που κι αυτός ξόδεψε την περιουσία του και τη ζωή του για χάρη της πατρίδας. Το ζευγάρι των καπεταναίων συμμετέχει στον αγώνα του 21 και βρίσκεται παρών σ’ ολόκληρο το Αιγαίο κυβερνώντας την «Καλομοίρα», ναυμαχώντας παλικαρίσια, υπερασπίζοντας παγιδευμένους αγωνιστές και πολιορκώντας τους εχθρούς.«Για να κτισθή το χρυσό παλάτι της Ελευθερίας», όπως συνήθιζε να λέει το ζεύγος.
Στις 21 του Ιούλη του 1822 η Δόμνα με τον άνδρα της που κυβερνά το πλοίο τους, πρωτοστατούν στην από θαλάσσης πολιορκία της Εύβοιας. Κάποια στιγμή ο άνδρας της σκοτώνεται. Η Δόμνα δίνει εντολή να τον κλάψουν τα παιδιά και να τον ετοιμάσει ο παπάς και αυτή αναλαμβάνει πλήρως σαν καπετάνισσα την «Καλομοίρα» και συνεχίζει τον αγώνα. Η σκέψη να ξαναγυρίσει στην πλούσια ζωή που άφησε πίσω της δεν της περνά καν από το μυαλό. Παίρνει μέρος σε μπλόκα, σε ναυμαχίες και βοηθά με κάθε δυνατό τρόπο στην επιτυχία της Επανάστασης.
“Η ευπειθεστάτη πατριώτισσα και δούλη, Δόμνα Βισβίζη“… Η υπογραφή της σεμνής Θρακιώτισσας ηρωϊδας.
Τέλος του 1823, σε μια αναφορά της προς το Υπουργείο Ναυτικών, η Δόμνα Βισβίζη γράφει: «Κατά το 1822 έτος, εσυμφώνησεν ο μακαρίτης άνδρας μου μετά των αρεοπαγιτών και εφόρων της Εύβοιας δια να σταθή με το πλοίο του εις την πολιορκίαν της Εύβοιας, μέλλων να πληρώνεται παρά των αρεοπαγιτών. Μ΄ όλον δ΄ ότι ο ρηθείς άνδρας μου ετελεύτησε, μόλον τούτο, μηδόλως παραβάσα από μέρους μου τας άνωθι συμφωνίας, ένα ήμιση ολόκληρον χρόνον , μ΄ όλον τον πατριωτικόν ζήλον τας εκτέλεσα. Αγκαλά δε δις, τρις και πολλάκις να εζήτησα το να πληρωθώ εν καιρώ, ως η συμφωνία μας, με το σήμερον και αύριον όμως αναβαλλομένου του καιρού, και μηδ΄ οβολού μη δοθέντος μοι, στενοχωρηθείσα δ΄ από τους ναύτας, και φοβούμενη μήπως ήθελον αναχωρήση, ενώ άνευ τούτων, ήτο αδύνατον το να κρατηθή η πολιορκία, ελπίζουσα δε και ότι επομένως ήθελα πληρωθή, επλήρωσα εξ ιδίων τα μηνιαία των, εξοδεύσασα δε προς τούτοις εις αυτό το διάστημα, τόσον εις τας των ναυτών τροφάς, όσον και εις πολεμοφόδια, ποσότητα όχι ευκαταφρόνητον, καθώς καλώτατα γινώσκει το έξοχον υπουργείον, με πόσην ποσότητα χρημάτων δύναται να εξοικονομηθή εν πολεμικόν πλοίον, από εβδομήκοντα πέντε ναύτας κυβερνούμενον, με την πρόβλέψιν των τροφών, πολεμοφοδίων και μηνιαίων».
Το μεγαλοπρεπές και επιβλητικό πλοίο της οικογένειας Βισβίζη, η “ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ”, που προκαλούσε τον τρόμο και φόβο του Τουρκικού στόλου.
Πράγματι η προσφορά της Δόμνας Βισβίζη στην πολιορκία της Εύβοιας ήταν σημαντική. Και αυτό βεβαιώνεται από τους προκρίτους της Εύβοιας που σε μια επιστολή τους αναφέρουν «…ο μακαρίτης σύζυγός της, ζων, και αυτή μετά τον θάνατον εκείνου, εις την νήσον Εύβοιαν κατά το βόρειον μέρος, με ειλικρίνειαν και πατριωτικόν ζήλον, χωρίς να παρακούσωσι τας προσταγάς, εδούλευσεν με το πλοίον του». Και από άλλα πολλά έγγραφα που διασώθηκαν επιβεβαιώνεται η μεγάλη προσφορά του ζεύγους Χατζηαντώνη και Δόμνας Βισβίζη στον μεγάλο αγώνα. Στο υπ΄ αριθμ. 17293/15.8.1922 έγγραφο του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Άνθιμου Γαζή, μεταξύ των άλλων αναφέρεται: «…ο φιλογενέστατος Καπετάνιος Χατζή Αντώνιος Βισβίζης με το καράβι του από αρχάς Απριλίου του 1822, δεύτερον έτος της ελευθερίας, μέχρι τέλους Ιουλίου εδούλευεν εις τον Άρειον Πάγον και μετά πάσης προθυμίας και πίστεως, ως ουδείς άλλος, περιπλέων αδιαλείπτως το Βόρειον στενόν της Ευβοίας και καταπολεμών τον εχθρόν εις τε την Στυλίδα, Θερμοπύλας και Εύριπον και εις τα Βρυσάκια, ρίπτων ακαταπαύστως κανόνια με τα ίδια του εφόδια πολεμικά και φανείς ευδόκιμος εν πάσι, γίνεται δήλον…». Αλλά και ο ίδιος ο Οδησέας Ανδρούτσος σε έγγραφό του περί των υπηρεσιών του Καπετάν Αντ. Βισζβίζη που έγραψε στη Λιβάδα στις 13 Μαϊου 1822, γράφει μεταξύ των άλλων:«…Εκ τούτου φανερώνω ότι ο Καπ΄ Αντώνης Βιζβίζης ευρισκόμενος εις Λιβάθα με το πλοίον του, το εις την πολιορκίαν στρατόπεδόν μας έχων μεγαλωτάτην ανάγκην τόσον από τροφάς όσον και από πολεμοφόδια μας έδωσεν ο ρηθείς 3, τρία κανόνια του κάμπου, διακοσίας πενήντα επτά οκ΄΄ Μπαρούτι, πεντακόσια δεκάρια φυσέκια ντουφεκιών, πενήντα μπάλας των κανονιών, εννενήντα μπάλες γρανάτες, εικοσιπέντε σακέτα μπάλα μιδραλία, εβδομήντα πέντε κα΄΄ παξιμάδι και πεντακόσια εξήντα οκ΄΄ αλεύρι και υπεσχέθη να μας οικονομίση και άλλα, αν λάβωμεν χρείαν. Και ούτω εκρατήσαμεν την πολιορκίαν πάλιν και εστάθημεν επειδή είμεθα έτοιμοι να σκορπίσωμεν όλοι. Διό δίδεται το παρόν δια να έχη να παρρησιασθή εν καιρώ εις το Γένος δια ταύτην του την δούλευσιν και τον πατριωτισμόν».
Όμως ο καιρός περνά και τα γρόσια αρχίζουν εξανεμίζονται. Τα έξοδα για τη διατήρηση σε διαρκή πολεμική ετοιμότητα ενός καραβιού με 16 κανόνια και 140 ναύτες είναι δυσβάσταχτα. Η κάσα της Καπετάνισσας είναι πια άδεια. Και παρά την πλειάδα εγγράφων και συστατικών επιστολών που έχει για την προσφορά του άνδρα της και της ιδίας στον αγώνα κανείς δεν ενδιαφέρεται για τις ανάγκες του σκάφους της και των πολεμιστών του. Τον Σεπτέμβριο του 1824 η“Καλομοίρα” περνά στα χέρια του Κράτους, καθώς η Δόμνα Βισβίζη αναγκάζεται να την παραχωρήσει. Συγκεκριμένα στα τέλη του 1823 οι Υδραίοι ζητούν από την Δόμνα το πλοίο της για τις ανάγκες του υδραίικου στόλου και χωρίς δεύτερη σκέψη η Δόμνα παραχωρεί την «Καλομοίρα» για να χρησιμοποιηθεί σαν πυρπολικό «μ΄ όλα τ΄ αναγκαία εξοπλισμένον», ενώ τα άλλα πλοία που προσέφεραν για τον ίδιο σκοπό ήταν «γυμνά τε και πάντων υστερημένα πλοία». Το τέλος της «Καλομοίρας», του πλοίου που όργωσε τις θάλασσες και απετέλεσε απρόσιτο φρούριο και φόβος και τρόμος των Τούρκων, ήταν εξίσου ηρωικό και επάξιο της καπετάνισσάς του! Με το πλοίο αυτό το 1924 ο Πιπίνος έκαψε τη Τουρκική φρεγάτα του Χαζνέ Γκεμνισί.
Η υπέροχη αυτή γυναίκα που έδωσε τον άνδρα της, το καράβι της, άδειασε γενναιόδωρα τη γεμάτη χρυσό κασέλα της, αφιέρωσε την ικμάδα της νιότης της αναζητώντας πατρίδα και λευτεριά, παράτησε έρημα σπίτια και ακίνητα στα χέρια του Τούρκου, έμεινε ολομόναχη να συντηρήσει και να αναθρέψει σε ξένο τόπο τα παιδιά της. Την παρακολουθούμε μέσα από έγγραφα που σώθηκαν στα ελληνικά αρχεία – να τριγυρνά από τόπο σε τόπο, την Ερμιόνη, το Ναύπλιο, την Ερμούπολη της Σύρου στερημένη, περιφρονημένη, άστεγη με τα πέντε παιδιά της, να προστρέχει “εις το έλεος της σεβαστής επιτροπής της Ελλάδας” και να ζητά βοήθεια»…
Το 1924 την βρίσκει χωρίς το καράβι της, πάμπτωχη, με τα πέντε ορφανά της «…υστερούμενα και αυτού του επιούσιου…. Μη έχουσα ούτε οίκον, ούτε μίαν πατρίδα, ούτε τα λοιπά αναγκαία» στην αρχή για λίγο στην Ύδρα και τη Σύρα και στη συνέχεια στο Ναύπλιο. Εκεί αναγκάζεται για να επιβιώσει να ζητήσει βοήθεια από τη Διοίκηση με την ελπίδα ότι «δεν θέλει αφήσει εγκαταλελειμμένα και απροστάτευτα τα υπέρ της πατρίδος αποθανόντος πατρός τέκνα, και εξοδεύσασα και όλη του την περιουσία, αλλά θέλει χορηγήσει εις αυτά τα προς το ζην αναγκαία από την πικράν ορφανίαν των και σκληράν δυστυχίαν, δια να παρακινώνται και οι λοιποί ομογενείς εις τον Ιερόν τούτον αγώναν αλύπως, βλέποντες την Διοίκησιν προστάτην των ορφανών και χηρών». Αλλά η Διοίκηση κωφεύει και αδιαφορεί!
«…Γνωρίζω ότι φαίνομαι όχι μόνον οχληρά και βαρετή, αλλά και τολμηρά. Ανάγκη όμως μεγίστη μ΄ αναγκάζει και μάλλον με βιάζει! Κατ΄ ανάγκη λιμού, λιμοκτονίας και άκρας πτωχείας κατήντησα κλινήρης εις τόπον ξένον, μακράν των δυστυχών μου ορφανών και ανηλίκων. Δεν είμαι εις κατάστασιν να επιστρέψω εις αυτά, επειδή έμεινα έρημος και αυτής της εφημέρου τροφής στερούμενη, κινδυνεύομεν να αποθάνομεν από την πείναν! Επί Μάρτυρι Θεώ δεν έχω καν τα αναγκαία μου έξοδα να επιστρέψω προς την ατυχή οικογένειά μου…. Ο πατήρ των ανηλίκων ορφανών μου εθυσίασεν και ζωήν και κατάστασιν υπέρ του έθνους, τα παιδιά του λιμοκτονούν, πεθαίνουν από την πείναν! Το έθνος δεν ευσπλαγχνίζεται; Κινδυνεύουν και εντός ολόγου χάνονται…. Προστρέχω προς την έμφυτον φιλανθρωπίαν σας, θερμώς παρακαλούσα όπως μοι γίνη καν μικρά εξοικονόμησις, ίνα περιθάλψω και δυνηθή ανακουφίσω τα τέκνα μου και προλάβω αυτά πριν, ή εκ της λιμοκτονίας εξοντωθώσι. Της εξοχότητός της δούλη, η δυστυχής χήρα Δόμνα Βισβίζη».
Kαι η βοήθεια κάποια στιγμή ήρθε. Κάποιοι φρόντισαν να βγάλουν για την καπετάνισσα μια μικρή σύνταξη μόλις τριάντα (30) δραχμών το μήνα. Τόσο αξιολόγησαν τη μεγάλη της προσφορά στον αγώνα! Όμως οι 30 αυτές δραχμές το μήνα ήρθαν ν΄ ανακουφίσουν τη φτώχια της Δόμνα στη Μύκονο, όπου έζησε μέχρι το 1832. Μετά έφυγε και πήγε στη Σύρα, όπου έμεινε μέχρι το 1845 για να καταλήξει γερόντισσα, ξεχασμένη απ΄ όλους και πικραμένη και να πεθάνει στον Πειραιά, πάμπτωχη και εγκαταλελειμμένη σε ηλικία 66 ετών! Αυτή ήταν η ανταμοιβή της για την προσφορά και τη θυσία του συζύγους της και της ιδίας στον μεγάλο του γένους αγώνα για την απελευθέρωση της πατρίδας. Όχι βέβαια της δικής της πατρίδας, γιατί η αγαπημένη της Αίνος ουδέποτε ανάσαινε της λευτεριάς αγέρα. Και όπως έλεγε και η ίδια: « ….Η Αίνος, λοιπόν, και συγχωράτε με που όλη ώρα μιλώ για τον τόπο μου, μα έτσι γίνεται σαν αγαπάς κάτι πολύ, και την Αίνο την αγαπώ. Και τη στερήθηκα, όσο λέω πως τώρα, να ήρθεν η ώρα να γυρίσω πίσω, τόσο μου βγαίνουν εμπόδια. Κι είναι και τούτη η πίκρα πως ο τόπος μου μένει πάνω εκεί αλύτρωτος ακόμα..».
Η Δόμνα Βιζβίζη μέσα στην αρρώστια και στη δυστυχία της, δεν σταμάτησε ποτέ να ενδιαφέρεται και για το μέλλον των παιδιών της. Κυρίως όμως για τον πρωτότοκο γιος της, τον Θεμιστοκλής, για τον οποίο ζήτησε μια συστατική επιστολή απ΄ τη Διοίκηση για να τη δώσει στον Γ. Δρακάτο, ο οποίος της υποσχέθηκε ότι θα τον έπαιρνε μαζί του στο Λονδίνο, ύστερα από παράκληση της μητέρας του «…Δια να ωφεληθή και ο παις μου και ωφελήση και την πατρίδα του», όπως του έλεγε. Όταν το 1824 ήλθε στην Ελλάδα, ως απεσταλμένος του Φιλελληνικού Συλλόγου των Παρισίων, ο Γάλλος στρατηγός Ρος, για να πάρει μαζί του μερικά Ελληνόπουλα, τα οποία θα σπούδαζαν με υποτροφία στη Γαλλία, μεταξύ των 10 συνολικά επιλεγέντων, κατά προτίμηση από τους απογόνους των ονομαστών αγωνιστών της Επανάστασης, όπως του Κανάρη, του Γιαννίτση, του Μπότσαρη, του Μπαλάσκα και άλλων, με τη φροντίδα του Γ. Δρακάτου συμπεριλήφθηκε και ο μεγαλύτερος και ομορφότερος γιος του Χατζηαντώνη και της Δόμνας Βισβίζη, ο 12χρονος Θεμιστοκλής, ο οποίος, όταν έφθασε στη Γαλλία, έγινε το αγαπημένο παιδί των φιλελληνικών κύκλων των Παρισίων και έτυχε της ιδιαιτέρας προστασίας της κυρίας Ρεκαμιέ και της επί Ελληνική καταγωγή καυχώμενης δούκισσας Νταμπρεντές, ενώ η Γαλλίδα καλλιτέχνης Αδέλα Ταρντιέ φιλοτέχνησε την προσωπογραφία του, η οποία κυκλοφόρησε τότε σε χιλιάδες δελτάρια σε ολόκληρη τη Γαλλία, ως αντιπροσωπευτική μορφή Ελληνόπουλου. Γνωστά έγιναν από τους Φιλέλληνες στην Ευρώπη κι έτσι μαθεύτηκαν τ΄ όνομά της και το έργο της παντού, τα λόγια του αποχωρισμού προς τον γιό της, όταν έφευγε για το Παρίσι: «Παιδί μου! Πρόκειται να υιοθετηθείς και να ανατραφείς από την γαλλική γενναιοδωρία. Όταν θα μεγαλώσεις, ίσως να μην ζω πια. Στοχάσου τότε, ότι έχεις να εκδικηθείς τον θάνατο του πατέρα σου». Και σαν να το ήξερε η Καπετάνισσα, ο γιος της μετά από λαμπρές σπουδές στο Παρίσι, επέστρεψε στην Ελλάδα και πρόκοψε! Το 1842 διορίσθηκε ακόλουθος στο υπουργείο των Εξωτερικών ενώ το 1845 ανέλαβε την ανώτατη θέση του διοικητή της Νάξου. Την προτομή του στη παραλία της Αλεξανδρούπολης, δίπλα στη προτομή της μάνας του και κάτω από το ηρώο των Βιζβίζιδων, φιλοτέχνησε ο γλύπτης Γιώργος Δημητριάδης ο Αθηναίος (1880-1941).
Η προτομή του Θεμιστοκλή Αντωνίου Βισβίζη στη παραλιακή λεωφόρο της Αλεξανδρούπολης. Φιλοτεχνήθηκε από τον γλύπτη Γιώργο Δημητριάδη τον Αθηναίο (1880 – 1941).
Η ηρωική στάση της , η αντρίκια παλικαριά της, η αγέρωχη αντιμετώπιση της μοίρας στις κρίσιμες στιγμές της ζωής της και του αγώνα, την αναδεικνύουν πρόσωπο πρωταγωνιστικό. Την υψώνουν σε δυσθεώρητα μεγέθη και την κατατάσσουν τουλάχιστον στην ίδια θέση με την Μπουμπουλίνα και την Μαντώ Μαυρογένους. Πέθανε το 1850. Ήταν Αρχόντισσα! Ήταν Καπετάνισσα. Ήταν Ηρωίδα! Ίσως για αυτό και να την παραμμέλησε η Ελληνική Πολιτεία. Άλλωστε, είναι γνωστό ότι, ” ……οι ήρωες χρειάζονται μόνο την εποχή του πολέμου! Είναι επικίνδυνοι στην εποχή της ειρήνης”!
Βιβλιογραφία:
Σωτηρίας Ι. Αλιμπέρτη: «Αι Ηρωϊδες τη Ελληνικής Επαναστάσεως», έκδοση Στ. Ταρουσόπουλου, Αθήνα 1933.
Μανώλη Τασούλα: «Δόμνα Βισβίζη. Τα έδωσε όλα αλλά η πατρίδας την ξέχασε», Ελευθεροτυπία 2 Μαϊου 1989.
Γκέρτσου – Σαρρή Άννα: «Μ΄ ενάντιους ανέμους», εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 1996.
Ευθυμιάδης Απόστολος: «Η Συμβολή της Θράκης εις τους απελευθερωτικούς αγώνας του Έθνους», Αλεξανδρούπολη 2005.
«Τα Νίτικα»: Περιοδική έκδοση του Συλλόγου «Ελληνομουσείον Αίνου», Αλεξανδρούπολη (τεύχος 2 – 2006).
Θρακικά, τόμος Γ΄ παράρτημα, τόμος 27ος, τόμος 2ος.
Από: http://ordoumpozanis-teo.blogspot.com/2011/07/blog-post_27.html